Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δεληβοριάς Φοίβος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δεληβοριάς Φοίβος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

16 Οκτωβρίου 2023

Φοίβος Δεληβοριάς - συνέντευξη (2011)


Με αφορμή την έκδοση του δίσκου «Ο Αόρατος Άνθρωπος» (δείτε περισσότερα εδώ), αποφασίστηκε από κοινού με τον Σωκράτη Παπαχατζή και την Inner Ear να στήσουμε και μια συνέντευξη με τον Φοίβο Δεληβοριά.

Όπερ και εγένετο, με το κείμενο που προέκυψε να δημοσιεύεται στο περιοδικό Ήχος, στο τεύχος Μαρτίου 2011. Εδώ, τώρα, δημοσιεύεται και για πρώτη φορά στο ίντερνετ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ως promo για τον δίσκο 


Ποιος είναι ο Αόρατος Άνθρωπος και τι σηματοδοτεί η παρουσία του στα δισκογραφικά πράγματα; Θέλει να ξεσηκώσει, σαν π.χ. τον ήρωα του V For Vendetta; Ή, απλά, να κινείται δίχως να τον παρατηρούν οι υπόλοιποι;

Μα, το μαράζι του κάθε Αόρατου Ανθρώπου είναι να τον δουν! Και να τον αγαπήσουν. Το ξέρουμε κι από τις ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Η περίπτωση του δικού μου δεν θα μπορούσε να διαφέρει. Φωνάζει με κάθε δυνατό τρόπο και ήχο πως είναι εδώ, πως σφύζει από ένα καινούριο, τρεμάμενο αίσθημα, πως αυτή η στιγμή μπορεί και να είναι η κρίσιμη. 

Ο κόσμος μιλάει συνεχώς για «κρίση», θέλει όμως στ' αλήθεια να ξεφύγει; Εν πάση περιπτώσει, οι δίσκοι δεν αλλάζουν τον κόσμο. Δεν ξέρω καν αν οι επαναστάσεις άλλαξαν ποτέ τίποτα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η μουσική δεν φαίνεται, μα σε κάνει να βλέπεις κάτι. Αν μπορεί έστω κι ένας –ακροατής ή ομότεχνος– να δει κάτι αόρατο με αφορμή τον δίσκο μου, εγώ θα είμαι πανευτυχής.
                 
Στερεότυπα ίσως, πολλοί φαντάζονταν ότι ο Φοίβος Δεληβοριάς, όταν κάθεται να ακούσει μουσική, ακούει κυρίως άλλους τραγουδοποιούς. Σε τι ακούσματά σου παραπέμπει ο Αόρατος Άνθρωπος; 

Σε κινηματογραφικούς συνθέτες του 1940, στον Max Richter, στη Λένα Πλάτωνος του Γκάλοπ, στους Depeche Mode, στον Matt Elliott, στους Eels, στον Πάνο Γαβαλά, στους Κόρε. Ύδρο., στον James Blue Bland και στον Serge Gainsbourg, σε μουσικές από διαφημίσεις που άκουγα μικρός και σε δίσκους του 2009 τους οποίους δεν ξανάκουσα το 2010.

Πώς βρίσκεις τη «θέα» από τον καινούργιο Εξώστη της Inner Ear, ειδικά εσύ, που έχεις ως μέτρο σύγκρισης κι άλλες δισκογραφικές εταιρείες; 

Θα πω μόνο ένα: γυρίσαμε ένα βιντεοκλίπ πρόσφατα και όλα τα στελέχη της Inner Ear συμμετείχαν! Από το σενάριο μέχρι το ποιος κρατούσε το ρεφλεκτέρ, βρίσκονταν όλοι εκεί, ενώ φίλοι από τους B-Sides και τους Abbie Gale ήρθαν να παίξουν. Κι όλα σχεδιάστηκαν και πραγματοποιήθηκαν σε δύο μέρες, χωρίς καθόλου φτήνια και μεμψιμοιρία. Σε μια πολυεθνική θα έψαχναν ακόμα για χορηγούς...

Η δισκογραφική σου διαδρομή δείχνει ότι δεν είχες πάντα την ίδια άνεση με τη μουσική, όπως στις τελευταίες σου δουλειές. Υπήρχε ένα δίπολο στίχων-μουσικής όπου ένιωθες, ίσως, εγκλωβισμένος; 

Δεν είναι πως δεν έδινα σημασία στη μουσική, γιατί τα ακόρντα μου δεν ήταν ποτέ απλά. Στο στούντιο, όμως, βιαζόμουν... Υποβίβαζα τη σημασία του ήχου, του μουσικού ύφους. Δεν φταίνε άλλοι γι' αυτό, εγώ ήμουν ανίκανος να επιβάλλω το γούστο που αισθανόμουν ως σωστό. Άκουγα έναν μουσικό να προτείνει κάτι και ψηνόμουν αμέσως. Μέσα μου άκουγα ίσως κάτι άλλο, δεν θεωρούσα όμως σημαντικό να το διεκδικήσω, όπως έκανα με τα κείμενα. Στον Αόρατο Άνθρωπο δεν ακούστηκε τίποτα που να μην το ήθελα έτσι ακριβώς. Κι αυτό, περιέργως, δεν πίεσε κανέναν συνεργάτη μου. Αντίθετα, γεννούσαν όλο και περισσότερες ιδέες μόλις κατάλαβαν τι θέλω.

Γιατί στην εποχή του Facebook και της «επανάστασης» στις επικοινωνίες οι έρωτες έχουν, τελικά, γίνει πιο δειλοί; 

Μα ποιος είναι πιο δειλός, ο αμυντικός ή ο επιθετικός; Στο Facebook και στο Twitter βρίσκεσαι συνέχεια σε άμυνα. Λες τις καλύτερες ατάκες, αλλά έχεις τον χρόνο να προετοιμαστείς. Οι φωτογραφίες είναι διαλεγμένες από σένα και δεν «μυρίζεις» και τίποτα. Κάτι τέτοιο σε κάνει έναν παρανοϊκό της σκηνοθεσίας. Άντε μετά να αντέξεις την απρόβλεπτη έκρηξη της σχέσης ή τις ατέλειωτες σιωπές της.

Ένα κομμάτι του κοινού, το οποίο σε ακολουθούσε με την ιδιότητα του οπαδού, έχει αρχίσει να μουρμουράει ήδη από το Έξω (2007) για το πού πορεύεσαι. Τι πιστεύεις τους κάνει να μη μπορούν να σε παρακολουθήσουν; 

Για τους οπαδούς έχω γράψει τον "Καθρέφτη": «όσοι μου λένε "φίλε, όπως είσαι, μείνε" είναι όσοι χάψαν τον αντικατοπτρισμό». Ο άνθρωπος με ψυχοσύνθεση οπαδού, απλώς προβάλλει την προβληματική σχέση με τον μπαμπά του –συνήθως– πάνω σε μια ομάδα, μιαν ιδεολογία, μια θρησκεία, έναν καλλιτέχνη. 

Γι' αυτούς, είσαι ένας ήρωας που οφείλει να συμφωνεί και να ταυτίζεται με τις προσδοκίες τους για τη ζωή, όσες δεν τολμούν να πραγματώσουν οι ίδιοι. Μπουκάρουν ξαφνικά μέσα στο καμαρίνι ή σε παίρνουν στο τηλέφωνο και με ταραγμένη φωνή σου λένε πως «ξέφυγες απ' τον δρόμο σου». Κι αυτό μετά από κάθε δίσκο! Ποτέ δεν μου έχει συμβεί να βγάλω δίσκο και να μην μου πουν ότι «δεν πάω καλά» και τους χρειάζομαι. 

Για μένα, όμως, δεν είναι ο εαυτός μου και τα τραγούδια μου το κέντρο του κόσμου. Τη στιγμή που γράφω, μοναδική απόλυτη αξία είναι η μουσική. Κάθε φορά την ομορφιά της θέλω να αγγίξω και κάθε φορά αποτυγχάνω. Και φυσικά, όσο μεγαλώνω, η ομορφιά της γίνεται όλο και πιο δύσκολη, μου αρέσουν οι πιο απρόσιτες πλευρές της. 

Αληθινοί μου φίλοι είναι, λοιπόν, όσοι αγαπούν τη μουσική κι έτσι μπορούν να εκτιμήσουν –ή και να συγκινηθούν– από τις αποτυχίες μου. Οι υπόλοιποι, είμαι σίγουρος, θα βρουν σύντομα κάποιον άλλο να «ακολουθήσουν». Βρωμάει ο τόπος από διψασμένους νάρκισσους. 

Μιας και ανέφερες τον "Καθρέφτη", θα μας βγάλει πουθενά αυτή η κρίση στην οποία βρισκόμαστε; Ή η κοινωνία μας δεν είναι έτοιμη να κοιτάξει την όψη της στον καθρέφτη;

Μέχρι πριν έναν χρόνο, το 80% παντρευόταν α-λα-Ριτζ & Καρολάιν, οδηγούσε ως «Πολύ Σκληρός Για Να Πεθάνει» κι έδινε 20 ευρώ για να δει πόσο πληκτικό μπορεί να είναι ένα μπουκάλι, όταν το δώσεις σε μια γυμνή, ασήμαντη γυναίκα. 

Μέχρι να ξαναορίσουν όλοι αυτοί τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος χωρίς τα παραπάνω, θα την πληρώσουν πολλοί μετανάστες, θα απολυθούν πολλοί άδικα, θα μείνουν αμόρφωτα πολλά παιδιά και περιοχές σαν την Κερατέα θα κινδυνεύσουν να καταστραφούν ολοσχερώς. 

Σημαντικό ρόλο θα παίξει, έτσι, το τι θα κάνουμε όλοι εμείς, όσοι καταλαβαίναμε από πριν ότι το πράγμα έχει αρρωστήσει. Θα ενωθούμε; Θα ακούσουμε ο ένας τη φωνή του άλλου; Ή θα παραμείνουμε ταμπουρωμένοι στις αλληλομισούμενες σέχτες μας;

Γιατί έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου μια αγγλόφωνη γενιά δημιουργών δείχνει να γράφει καλύτερα τραγούδια από τους Έλληνες συνομηλίκους, παρότι δεν τα πάει καλά με τον στίχο;  

Γιατί το ελληνικό τραγούδι λέει ψέματα, εδώ και πολύ καιρό. Είτε εξακολουθεί να αναπαράγει την κυκλοθυμική καψούρα του «αγνού λαϊκού παιδιού», είτε προσποιείται ότι συνεχίζει τους μεγάλους ποιητές και τον Μάνο Χατζιδάκι χωρίς καν να τους γνωρίζει, είτε αυτοαποκαλείται ποπ, ενώ ο μόνος ορίζοντάς του είναι η Eurovision. 

Αντιθέτως –στη Βρετανία ειδικά– οι άνθρωποι εξακολουθούν και πραγματοποιούν τον αληθινό τους εαυτό μέσα από τη μουσική, είτε είναι «έντεχνοι» όπως οι Radiohead και οι Arcade Fire, είτε είναι λαϊκοί και ποπ όπως η Amy Winehouse και η La Roux. Οπότε, ένα παιδί που θέλει να βρει στ' αλήθεια τον σημερινό του εαυτό, δεν μπορεί παρά να επηρεαστεί από τους δεύτερους. 

Δεν αρκεί, ωστόσο, η μίμηση μιας γλώσσας και μιας προφοράς για να κάνεις έναν καλό στίχο και δεν γίνεται να γράψεις καλό τραγούδι χωρίς καλό στίχο. Οι στίχοι των Radiohead π.χ. κρίνονται από τους Άγγλους ακροατές ως καλοί κι αυτό είναι μέρος της αξίας και της επιτυχίας τους, που φτάνει μέχρι τη χώρα μας. Εμείς, άραγε, δεν θέλουμε να κριθούμε στιχουργικά απ' τους ακροατές μας;  

Συμφωνείς, λοιπόν, με το ότι υπάρχει πολύ μιμητισμός στους αγγλόφωνους, όπως και μια επίφαση εναλλακτικότητας; Ανάλογη με την επίφαση ποιότητας που επικαλούνται κάποιοι «έντεχνοι»;

Ναι... Δυστυχώς είμαστε επαρχιακών ηθών κοινωνία, οπότε, όταν ποζάρουμε ως «καλλιεργημένοι» και «ποιοτικοί», όπως και ως «εναλλακτικοί», νομίζουμε ότι καθαρίσαμε. Η πόζα, όμως, είναι η μισή δουλειά... Πάντως –για να μην παρεξηγηθώ– δεν θεωρώ τους αγγλόφωνους οπωσδήποτε ποζεράδες. Υπάρχουν εξαιρετικοί δίσκοι με αγγλικό στίχο, φτιαγμένοι από παιδιά σοβαρότατα. Ο χρόνος θα δείξει ποιοι είναι αληθινοί μουσικοί και ποιοι κάνουν απλώς το κομμάτι τους, με τις εκάστοτε μόδες.

Σε είδαμε πρόσφατα στη σκηνή του «Μετρό». Τι άλλα σχέδια έχεις για το πρώτο τουλάχιστον μισό του 2011;

Θα ταξιδέψω στην Ελλάδα, παρέα με τους συνεργάτες μου, για να βρούμε τους ομοίους μας: τους Αόρατους της διπλανής πόρτας.



15 Οκτωβρίου 2023

Φοίβος Δεληβοριάς: Ο Αόρατος Άνθρωπος [δισκοκριτική, 2010]


Αρκετές φορές έγραψα για τον Φοίβο Δεληβοριά και τα έργα του –τα εν τω στούντιο και τα επί σκηνής– στο διάστημα των σχεδόν 20 χρόνων που είμαι ενεργός ως κριτικός. 

Με το μάτι των «εκ των υστέρων», όμως, δεν με ικανοποιούν όλα όσα έχω υπογράψει. Το κείμενο για τον δίσκο «Έξω» (2007), ας πούμε, παρότι ξέρω ότι άρεσε και εκτιμήθηκε –μου ζητήθηκε και άδεια χρήσης του από τα πολυκαταστήματα «Public», μάλιστα, για μια σχετική καμπάνια– είναι για μένα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Γιατί μπορεί υφολογικά και φιλολογικά να είναι ωραίο, αλλά θεωρώ ότι στην αποτίμηση του «Έξω» έπεσε ...έξω, βλέποντας το άλμπουμ ως κάτι περισσότερο από όσο όντως ήταν, τελικά. 

Κι εδώ ίσως βρίσκεται και ο πυρήνας μιας χρόνιας συζήτησης που έχω με τον φίλο Αντώνη Ξαγά περί κριτικής, ο οποίος την αντιλαμβάνεται ως κάτι αρκετά κοντά στη λογοτεχνία, σε αντίθεση με μένα, που βλέπω στο λογοτεχνίζειν ένα αναγκαίο μέσο για να εκφέρεις πράγματα που ανήκουν στον ατόφιο στοχασμό.

Τέλος πάντων, για το blog κάνω κι εγώ το προσωπικό μου κοσκίνισμα από τα όσα δημοσίευσα μέσα στα χρόνια. Και για αναδημοσίευση από τις δισκοκριτικές στέκομαι στο κείμενο για τον «Αόρατο Άνθρωπο» (2010), που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και ακολουθεί κάτωθι –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό της εποχής που διατέθηκε στον Τύπο


Έχω σχεδόν καταλήξει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών –ακόμα και των αντικειμενικά πιο άξιων– είναι η στασιμότητα και η τεμπελιά. Το παλεύουν, αποκτούν στίγμα, το φτάνουν κάπου και μετά βάζουν το καρμπόν, βγάζοντάς τη με ατέλειωτες παραλλαγές. Παράλληλα, γίνεται ολοένα και πιο εμφανές ότι δεν ακούνε πια μουσική. Με την έννοια ότι δεν παρακολουθούν την εγχώρια και διεθνή δισκογραφία παρά αποσπασματικά και βάσει εμμονών. Αφορά και τους κριτικούς αυτό, αλλά ας μην το πιάσουμε τώρα.

Γράφω τα παραπάνω ώστε να εξαιρέσω τον Φοίβο Δεληβοριά, επαινώντας τον για το γενναίο βήμα προς τα μπροστά που πραγματοποιεί με τον Αόρατο Άνθρωπο. Θυμάμαι τις μέρες του Έξω, όταν είχα εμπλακεί σε ατέλειωτες συζητήσεις με ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι ήταν το «χειρότερό του», υπερασπιζόμενος τα 4 αστέρια με τα οποία το είχα αξιολογήσει. Εκ των υστέρων κρίνοντας, υπήρξα υπερβολικός. Όχι γιατί δεν ήταν καλό άλμπουμ –αυτό δεν το συζητάω. Αλλά γιατί είχα μάλλον αξιολογήσει περισσότερο την ανάγκη του Δεληβοριά να δοκιμάσει νέους τρόπους έκφρασης και να φανταστεί τον εαυτό του κάπως αλλιώς, παρά το υλικό. Την ένιωθα, δηλαδή, να κοχλάζει κάτω από τα τραγούδια και να προσπαθεί να υπερβεί τα ηχητικά όρια (τα δικά του όρια) και πολύ μου άρεσε ως καλλιτεχνική στάση.

Στον Αόρατο Άνθρωπο, όμως, η επιδιωκόμενη υπέρβαση οργανώνεται καλύτερα και πιο ευφάνταστα. Τα νέα «σύνορα» χαράζονται με σταθερότερο χέρι κι έτσι ακούμε τραγούδια με μεγαλύτερη δυναμική από εκείνα του Έξω, με περισσότερα δηλαδή εχέγγυα απέναντι στη λαίλαπα του χρόνου. Εδώ αρμόζουν λοιπόν τα 4 αστέρια. Στον δίσκο που βάζει τον Δεληβοριά στη λίγκα όσων φτασμένων δημιουργών συνεχίζουν να ανησυχούν για το πού μπορεί να πάει η μουσική τους στον 21ο αιώνα.  

Ο Αόρατος Άνθρωπος αποτελεί σημαντικό άλμπουμ όχι μόνο γιατί βρίσκει τον δημιουργό του να προχωρά, αλλά και γιατί έχει να δώσει κάτι στο σήμερα του μουσικού γίγνεσθαι. Πρόκειται για δουλειά που εγείρει ερωτήματα και αμφισβητεί το δεδομένο της ηλεκτρικής φόρμας των τραγουδοποιών, επιδεικνύοντας μάλιστα τόλμη την οποία δεν συναντάς ούτε σε περιπτώσεις πολυδιαφημισμένων, εσχάτως, singer-songwriters του εξωτερικού. Έχει, για παράδειγμα, περισσότερα να πει από τον Get Well Soon ή από όσους ενδοσκοπικούς τροβαδούρους βιάζεται να αποθεώσει η κριτική στη βάση (συνήθως) μιας κουτσής κιθάρας κι ενός ιδιοσυγκρασιακού λυγμού.

Δεν θέλω να κάνω λόγο για «πειραματισμό», γιατί η έννοια πολυφορέθηκε, δεν περιγράφει πλέον τίποτα και –αφότου έγιναν ακόμα και οι Einstürzende Neubauten ποπ– είναι πολύ συζητήσιμο το αν μια τέτοια ταμπέλα συνεχίζει να ταυτίζεται με την πρωτοπορία και με την καινοτομία. Δεν αποτελεί πρωτοπορία να ακούς theremin, μουσικά πριόνια και στυλόφωνα σε έναν δίσκο, ούτε συνιστά καινοτομία επειδή δεν τα ακούγαμε ως τώρα σε δίσκους εγχώριων τραγουδοποιών. Θέλω να είμαι ξεκάθαρος σε αυτό. Τέτοια πράγματα τα νομίζουν άνθρωποι με φτωχό ορίζοντα μουσικών αναφορών, οι οποίοι δεν ακούνε παρά μόνο τον κλασικό συνδυασμό κιθάρα/μπάσο/τύμπανα και όλα τα υπόλοιπα τους φαίνονται διανοουμενίστικα.

Σημασία για την περίπτωσή μας έχει ότι στο νέο άλμπουμ τα παραπάνω στοιχεία επιστρατεύονται όχι για να κοσμήσουν τον ήχο του Δεληβοριά ως εξωτικά μπιζού, μα για να τον ανατρέψουν και –συνειδητά– να του δώσουν ένα νέο εύρος. Στόχος που επιτυγχάνεται όχι μόνο χάρη στις συνθέσεις, μα και χάρη στις θαυμάσιες ενορχηστρώσεις και στη λογική της παραγωγής. Η ηλεκτρονική ένδυση της "Αμφιβολίας", το "Bolero" και το "Μηδέν Εισερχόμενα" αποτελούν γερά παραδείγματα, ενώ το "Θα 'Θελα Να 'Μουνα Εκεί", το "Ωροσκόπιο" (με τη φωνή της Αρλέτας), το "Χωρίς" και το "Καταφύγιο" δείχνουν την άλλη πλευρά της δουλειάς –τον πιο γνώριμο τραγουδοποιό, ο οποίος, όμως, αν και οικείος, γράφει και ερμηνεύει λίγο διαφορετικά: με μια καινούρια ωριμότητα.

Ο Αόρατος Άνθρωπος του Φοίβου Δεληβοριά και μερικοί ακόμα δίσκοι που το κοινό ίσως ανακαλύψει αργότερα συνιστούν όχι μόνο το σήμερα του ελληνικού τραγουδιού, μα και το πιο ευδιάκριτο παράθυρο προς το αύριο που άνοιξε κατά την τελευταία δεκαετία. Να με συγχωρούν οι αγγλόφωνοι δημιουργοί μας, αρκετοί εκ των οποίων έχουν πράγματι καταθέσει αξιόλογες ως και πολύ καλές δουλειές. Όμως ακόμα εκκρεμεί εκ μέρους τους μια κατάθεση ανάλογης βαρύτητας με όσα περιγράφω παραπάνω. Η οποία να μην παίρνει δηλαδή τα εύσημα μόνο γιατί δάμασε επιτυχώς τα Δυτικά πρότυπα και προχώρησε σε δημιουργική αφομοίωση, μα να μπορεί να θέσει και ερωτήματα χωρίς, παράλληλα, να απεμπολεί τον μαζικό, ραδιοφωνικό της χαρακτήρα.



31 Μαΐου 2021

Στην Ταράτσα του Φοίβου Δεληβοριά - ανταπόκριση (2018)


Μία ακόμα Ταράτσα στήνει ο Φοίβος Δεληβοριάς για τη σταδιακή μας επιστροφή στις συναυλίες, «με ασφάλεια, αποστάσεις και όλα τα απαραίτητα μέτρα» όπως διευκρινίζεται στα σχετικά δελτία Τύπου. 

Πρεμιέρα Πέμπτη 10 Ιουνίου, στο Άλσος πλέον, όπου και θα λαμβάνει χώρα κάθε Πέμπτη στη συνέχεια. Ήδη μάλιστα έχουν ανακοινωθεί και οι καλεσμένοι του καλοκαιριού, ανάμεσα στους οποίους ξεχώρισα προσωπικά τον Χρήστο Νικολόπουλο (24 Ιουνίου), την Καίτη Γαρμπή (8 Ιουλίου) και τον Γιώργο Μαργαρίτη με τον Δημήτρη Μεντζέλο (αμφότεροι στις 22 Ιουλίου).

Είχαμε περάσει θαυμάσια στην Ταράτσα του Φοίβου, όταν την επισκεφτήκαμε με τη Χριστίνα τον Ιούνιο του 2018 –στην Ιερά Οδό, τότε. Ήταν πρεμιέρα εκείνης της σαιζόν και η βραδιά περιλάμβανε κι ένα αφιέρωμα στον Λουκιανό Κηλαηδόνη. Και, για έναν τύπο σαν κι εμένα, που βρίσκει ξεχειλωμένες τις συνήθεις διάρκειες των ζωντανών προγραμμάτων, ήταν απροσδόκητο να μην κοιτάξω το ρολόι μου στις 3 ώρες του σόου. Είδαμε βαριετέ υψηλών προδιαγραφών και φύγαμε με πλήρη κατανόηση του γιατί είχε αποκτήσει δυναμική ορόσημου για τη βραδινή διασκέδαση της σύγχρονής μας Αθήνας.

Μια ανταπόκριση γράφτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με την αφορμή της νέας πρεμιέρας, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Δημήτρη Μακρή και προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο


Επί 3 ώρες, δεν κοίταξα ούτε στιγμή το ρολόι. Και ας ίσχυαν για την πρεμιέρα της φετινής Ταράτσας του Φοίβου όλες οι γνωστές παράμετροι που συναντάτε στις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις των συναυλιών –ναι, ήταν καθημερινή, ναι ήταν και εργάσιμη, άρα είχα κι εγώ κάμποση δουλειά πριν και δεν προσήλθα «φρέσκος»· ναι, δεν άρχισε 21.00 αλλά περίπου 21.20. 

Μικροπράγματα, ίσως πείτε. Αντί να μας γράψεις για τη δράση, τα σκετς, τα κοστούμια, τα σκηνικά, το πρόγραμμα, για τον Φοίβο Δεληβοριά, για το άστρο του Θανάση Αλευρά, εσύ μας λες για το ρολόι σου. Μικροπράγματα, μπορεί... Αλλά ξέρετε τι λένε για τις λεπτομέρειες και τον Διάβολο. Και απ' όλες τις λεπτομέρειες, αυτή είναι η πιο κρίσιμη. 

Γιατί; Επειδή πιστοποιεί αμέσως-αμέσως δύο βασικά συμπεράσματα για την Ταράτσα του Φοίβου, τα οποία έχουν να κάνουν με τη βαθύτερη υπόστασή της. Με την αιτία δηλαδή που δεν είναι απλά άλλο ένα ωραίο πρόγραμμα σε μία ιδιότυπη μουσική σκηνή, μα μία πρόταση διασκέδασης στην οποία, πέρα από τη σκέψη, τη φροντίδα και τον επαγγελματισμό, θα διακρίνεις και τη ζωντανή της σχέση με τις ρίζες της. 

Θέλω να πω ότι η Ταράτσα του Φοίβου έχει μεγάλη επίγνωση του τι είναι –να το ένα συμπέρασμα, το πιο άμεσο. Το είπε ο ίδιος ο Δεληβοριάς, στο τμήμα της πρεμιέρας που ήταν αφιερωμένο στον Λουκιανό Κηλαηδόνη: πρόκειται για ένα εγγόνι του. Εκεί στα ψηλά της Ιεράς Οδού έχει φτιάξει δηλαδή έναν μακρινό απόγονο της Μάντρας, των Πεύκων, της Όασης, του Αλκαζάρ, του Άλσους, της Κεφάλας του Αρία· ένα σύγχρονο βαριετέ, το οποίο εμπεριέχει τα λαϊκά αναψυκτήρια, τον Κηλαηδόνη της Βουλιαγμένης, όλα όσα διαμόρφωσαν τον ίδιο τον τραγουδοποιό από την εγχώρια εμπειρία και τις διεθνείς περιπλανήσεις των αυτιών του. Και βαριετέ σημαίνει –πάνω απ' όλα– ότι ο θεατής δεν πρέπει να στρέφει το βλέμμα μακριά από τη σκηνή, άσχετα αν εκεί έχει τραγούδι, πρόζα, ομαδικά σκετς, ζογκλέρ ή χορευτικά. Άσχετα αν ακούει μια ηλεκτρισμένη, rock εκτέλεση στο "Η Κική Κάθε Βράδυ" ή βλέπει τον Αλευρά να διηγείται στο κοινό τι γινόταν σε μια άλλη δεκαετία, όταν ο κόσμος πάρκαρε στη Συγγρού και πήγαινε γονατιστός όχι στην Παναγιά της Τήνου, αλλά στην Άντζελα Δημητρίου. 

Το δεύτερο συμπέρασμα (το πιο έμμεσο, ας το πούμε), έχει να κάνει με την ικανότητα του Δεληβοριά να ανακατεύει την τράπουλα, ανανεώνοντας την πίστη των παλιών και κερδίζοντας την εκτίμηση της νεότερης γενιάς. Το απέδειξε το ηλικιακά μεικτό κοινό το οποίο κατέκλυσε την Ταράτσα στη φετινή της πρεμιέρα: μόνο το δικό μου τραπέζι να κοίταγα, καθόμουν μαζί με άτομα καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερά μου και καμιά εικοσαριά μικρότερά μου. Ποτέ βέβαια δεν του έλειπε η ευφυΐα του Δεληβοριά. Αλλά εδώ μιλάμε κυρίως για αντανακλαστικά: για ένα καλλιτεχνικό ένστικτο που του επιτρέπει να παραμένει σχετικός, διατηρώντας συνάμα ό,τι τον κάνει «οικείο». Ίσως το καταφέρνει επειδή στίβει το μυαλό του για το πώς θα βάλει καινούρια ρούχα σε όσα τον καίνε διαχρονικά, αντί να τρέχει να καβαλήσει το τάδε χιπ τρένο ή να κάνει τα καραγκιοζιλίκια του Jean Luc Godard στα ύστερα 1960s. 

Επιπλέον, ο Δεληβοριάς δεν είναι μοναχικός ταξιδιώτης. Μπορεί η Ταράτσα να φέρει το δικό του μικρό όνομα, μπορεί να λάμπει ως αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής κάνοντας μιμήσεις του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Νίκου Πορτοκάλογλου, τραγουδώντας τον "Καθρέφτη" ή κρατώντας τον ρόλο του κονφερασιέ, μα δίπλα του έχει μια πολυάριθμη ομάδα συντελεστών. Και είναι όλοι τους ένας κι ένας. Η ορχήστρα, πρώτα-πρώτα: Θοδωρής Κότσυφας στις κιθάρες, Yoel Soto στο μπάσο, Σωτήρης Ντούβας στα τύμπανα και Κωστής Χριστοδούλου στα τύμπανα. Μουσικοί εκλεκτοί, ικανοί να δώσουν στην παράσταση ό,τι ακριβώς πρέπει, είτε «πειράζουν» την ενορχήστρωση στη "Μπόσα Νόβα Του Ησαΐα", είτε παίζουν το "Fuego" της Ελένης Φουρέιρα. 

Μετά είναι ο βασικός θίασος. Ο θαυμάσιος μίμος Alex De Paris (κατά κόσμον Αλέξανδρος Χωματιανός) δεν χρειάζεται να πει κουβέντα για να σε κρατήσει στα σκετς του. Η La Dandizette κλέβει την παράσταση ακόμα και από τον Δεληβοριά όταν εμφανίζεται ως Μεσογειακή Αφροδίτη με φόντο ένα τεράστιο, πολύχρωμο κοχύλι, πετυχαίνοντας να γεφυρώσει τα μπουρλέσκ της Belle Époque με μια ρετρό αισθητική που διαθέτει και κάτι από τα αμερικάνικα 1950s. Και η Νεφέλη Φασούλη φέρνει επί σκηνής τη δροσιά της, αν και θα πρέπει νομίζω –στα δεδομένα πλαίσια του ρόλου της– να βρει τον απαραίτητο χώρο έκφρασης και για κάτι λιγότερο «νιάου νιάου». 


Άφησα τον Θανάση Αλευρά για ξεχωριστή μνεία, γιατί γίνεται βαρύ πυροβολικό σε πολλά σημεία, παίρνοντας την παράσταση στους ώμους του. Η εξέλιξή του μέσα στα χρόνια είναι ραγδαία και φέτος νομίζω βρίσκεται στα καλύτερά του: και στα αέρινα χορευτικά –πρέπει να τον δείτε στο "Single Ladies (Put Α Ring Οn It)" της Beyoncé– και στις πρόζες και στις περιστάσεις όπου γίνεται δίδυμο με τον Δεληβοριά. Έχοντας ενσωματώσει τον θυελλώδη Γιώργο Μαρίνο της Μέδουσας, στέκεται ως σύγχρονος κωμικός/πολυεργαλείο. Το γεγονός επίσης ότι απέναντι σε μια τέτοια performance δεν έσβησε από τη μνήμη μας η guest παρουσία της ομάδας Κωμικό Μπουμ νωρίς στην παράσταση (Δημήτρης Μακαλιάς, Ζήσης Ρούμπος, Γιάννης Σαρακατσάνης & Γιώργος Αγγελόπουλος), σημαίνει ότι τα πήγαν κι εκείνοι μια χαρά. 

Η πρεμιέρα, όμως, επεφύλασσε κι ένα αφιέρωμα στον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον «δικό μας βασιλιά της Αθήνας», όπως τον χαρακτήρισε ο Δεληβοριάς. Και ήταν ένα ωραίο και φροντισμένο αφιέρωμα, στο οποίο ζωντάνεψαν ξανά τραγούδια σαν τον "Ύμνο Των Μαύρων Σκυλιών", το "Είμαι Ένας Φτωχός Και Μόνος Καουμπόι", το "Κάπου Την Έχουμε Πατήσει", το "Είδα Τη Ρίτα" ή το "Πού Βαδίζουμε Κύριοι;", δίνοντάς μας την ευκαιρία να στοχαστούμε ξανά στο πόσο αβίαστα έβρισκε ο δημιουργός τους μαγικούς σχεδόν κωδικούς διασύνδεσης μιας άμεσα αναγνωρίσιμης μικροαστικής καθημερινότητας με την οπτική και τα αιτήματα μιας νεολαίας που σκεφτόταν έξω από τα καλούπια της. Ως συγγενής τραγουδοποιός, ο Φοίβος Δεληβοριάς δεν θα μπορούσε παρά να τον τιμήσει επάξια. 


Χώρια που το αφιέρωμα επεφύλασσε και Αφροδίτη Μάνου, να γίνεται αληθώς συγκλονιστική Μαίρη Παναγιωταρά καθώς ερμήνευε το "Μια Μέρα Μιας Μαίρης", αλλά και Μαρία Κηλαηδόνη: τη μικρότερη κόρη του εκλιπόντος τραγουδοποιού, η οποία κέρδισε εντυπώσεις και χειροκροτήματα με το τρακ της, την κρυφή συγκίνησή της καθώς παίζονταν τα τραγούδια του πατέρα της, αλλά και με το δικό της "Ηράκλειο". Ένα ωραίο άσμα με δεληβοριο-κηλαηδονική συνταγή και ελαφριούς country απόηχους. 

Οπωσδήποτε, μία παράσταση που αλλάζει πρόσωπα στην τρίμηνη διάρκειά της θα κριθεί εν τέλει συνολικά. Ασφαλή συμπεράσματα μπορεί λοιπόν να βγάλει μόνο όποιος πάει σε όλες ή έστω στις περισσότερες ημερομηνίες. Με βάση πάντως τα όσα είδα στην πρεμιέρα, ίσως κάποτε έρθουν καιροί στους οποίους η Ταράτσα θα μνημονεύεται ως ορόσημο της αθηναϊκής βραδινής διασκέδασης. Ακόμα κι αν μιλάμε για μια εποχή κατακερματισμένη σαν τη σημερινή, η οποία τείνει σε μικρές, προσωπικές αφηγήσεις με (εξ ορισμού) περιορισμένο ορίζοντα, έχοντας εν πολλοίς πάψει να παράγει κοινά σημεία αναφοράς με ευρεία απήχηση.