Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Tokyo Blade. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Tokyo Blade. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Δεκεμβρίου 2020

Into Battle Festival I, μέρες 1&2 - ανταπόκριση (2017)


Συναυλιακά μιλώντας, ως περίοδο των φεστιβάλ στην Ελλάδα ορίζαμε συνήθως –τότε που είχαμε live κίνηση– την εποχή από Μάιο ως Σεπτέμβρη, όταν ξάνοιγε δηλαδή ο καιρός και κινούμασταν πλέον σε καλοκαιρινούς ρυθμούς.

Οι φίλοι του heavy metal, ωστόσο, ξέρουμε ότι η αρχή γίνεται παραδοσιακώς νωρίτερα με το Up The Hammers, το οποίο πέτυχε να αναχθεί σε επιτυχημένο θεσμό, τραβώντας και διεθνές κοινό προς τα μέρη μας. Αλλά από το 2017, το ημερολόγιο μετατοπίστηκε ακόμα πιο πίσω, καθώς το νεοσύστατο Into Battle της Eat Metal Records έκανε ποδαρικό με το δεξί, εδραιωνόμενο έκτοτε στην ατζέντα του Δεκέμβρη. Για φέτος, μάλιστα, το «μενού» είχε Elixir, Mystik, Scanner και Rustx, όμως ο κορωνοϊός ανέτρεψε τους σχεδιασμούς –οπότε ελπίζουμε πλέον στα δρώμενα του 2021.

Για το πρώτο Into Battle του 2017, λοιπόν, μπαστακώθηκα δύο σερί βραδιές στο Κύτταρο, κάτι που δεν αποδείχθηκε εύκολο στην πράξη, καθώς οι ήδη μεγάλες χρονικές διάρκειες ξέφυγαν λόγω καθυστερήσεων. Η 1η μέρα είχε headliners τους ιστορικούς Riot και η 2η τους Tokyo Blade, οι οποίοι χρειάστηκε τελικά να καταφύγουν σε εγχώριες δυνάμεις για να καλύψουν το απροσδόκητο κενό του Alan Marsh στο μικρόφωνο. Εγώ, πάλι, περίμενα πώς και πώς την πρώτη έλευση των King Leoric του (άνωθεν εικονιζόμενου) Jens Wunder στην Ελλάδα, αν και τελικά τα γκρουπ που «έγραψαν» πάνω στο σανίδι ήταν οι Horisont και οι Domine.

Οι ανταποκρίσεις δημοσιεύτηκαν τότε στο Avopolis, ως δύο ξεχωριστά άρθρα. Και αναδημοσιεύονται τώρα εδώ ως ενιαίο κείμενο, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι του Θάνου Λαΐνα, ο οποίος υπήρξε υποδειγματικός και πραγματικά ακούραστος συνεργάτης επί σειρά ετών: ήξερα ότι μπορώ να βασιστώ πάνω του για οποιαδήποτε περίσταση και οποιαδήποτε δύσκολη αποστολή


Το νέο μεταλλικό φεστιβάλ της πόλης «κέρασε» υπέροχο line-up, σφραγισμένο από το μερακλίδικο δισκοπωλείο Eat Metal· και βρήκε την πρέπουσα ανταπόκριση από ένα κοινό που εξακολουθεί, παρά τα δύσκολα, να στηρίζει. Δεν θα ήθελα λοιπόν να κλείσω την ανταπόκριση για την 1η (μάλλον sold-out) μέρα με γκρίνια. Ας ειπωθεί λοιπόν εξαρχής η μόνη δυσαρέσκεια, ώστε να φύγει από τη μέση.

Η Παρασκευή είναι εργάσιμη, εντούτοις πολλοί ήρθαν στο Κύτταρο από τις 17.30, γνωρίζοντας ότι μπροστά τους έπονταν 6,5 ώρες συναυλιών. Κάτι που ασφαλώς σήμαινε κάμποσα ωραία, σήμαινε όμως και κάποιες ώρες ορθοστασίας. Δεν γίνεται επομένως να προσπεραστούν οι ολοένα και μεγαλύτερες καθυστερήσεις στο ανακοινωμένο χρονοδιάγραμμα, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να βγουν οι Riot στις 23.40, αντί για 22.30, έχοντας μάλιστα μπροστά τους 1,5 ώρα πρόγραμμα. «Φάε μέταλ» είπαμε, ασφαλώς. Αλλά όχι και κατακούτελα.


Εν πάση περιπτώσει, τις «εχθροπραξίες» κήρυξαν με τον καλύτερο τρόπο οι συμπατριώτες Sons Of Iniquity και μάλιστα ενώπιον κάμποσου κόσμου. Τους είχα ξαναδεί στα προεόρτια του Up The Hammers 2017, να ανοίγουν για τους Stormwarrior, αλλά κάποιο θέμα με το μικρόφωνο είχε χαντακώσει το set τους. Στο Κύτταρο όμως δεν υπήρχε κανένα τεχνικό ζήτημα κι έτσι απολαύσαμε ένα σφιχτοδεμένο γκρουπ, που εξαπέλυσε δυναμική επίθεση πολλών βολτ σε τραντισιομέταλ ύφος (πρέπει να έχουν λιώσει το Master Of Disguise των Savage Grace), με καταλύτη την επιβλητική, Βίκινγκ φιγούρα του καλού τραγουδιστή τους Μιχάλη Μπάκουλα. Έχετε δει ποτέ headbanging με φραπέ σε πλαστικό στο ένα χέρι; Αυτό έβλεπε πάντως κανείς κάτω από τη σκηνή όσο έπαιζαν, καθώς ήταν ακόμα νωρίς το απόγευμα.

Οι μισοί από όσους είχαν μαζευτεί στο Κύτταρο εκείνη την ώρα έκατσαν και για τους Αθηναίους Slaughtered Priest στη συνέχεια –οι υπόλοιποι προτίμησαν να αράξουν έξω στα πεζοδρόμια της Ηπείρου. Ανά στιγμές, ο frontman τους εξέπεμπε κάτι από Lemmy, ενώ και το κατά βάση thrash υλικό τους είχε μουσικά κάτι το αψύ, που ενίοτε οδηγούσε σε μια καλοδεχούμενη «πανκιά». Αλλά σε συνολική εντύπωση, κάτι έλειπε. Φταίγανε ίσως οι συχνές διακοπές μεταξύ των τραγουδιών; Φταίει η εμμονή τους με μια παλιοκαιρισμένη αντιχριστιανική γραφικότητα στο στιχουργικό περιεχόμενο (τα συμπεραίνετε και από το όνομα της μπάντας); Περίμενα τέλος πάντων ότι ένα γκρουπ με 10 χρόνια πορείας θα αποτυπωνόταν με περισσότερο αέρα επί σκηνής.

Τρίτη και τελευταία εγχώρια μπάντα της βραδιάς οι Wrathblade, οι οποίοι εμφανίστηκαν ενώπιον κάμποσων fans, κάτω από ένα banner με τον θεό Ποσειδώνα να δηλώνει παρουσία για την καινούρια τους δισκογραφική δουλειά God Of The Deep Unleashed. Το κοινό έστησε ενθουσιώδη κερκίδα τόσο για τα νέα τραγούδια, όσο και για το παλαιότερο υλικό, χειροκροτώντας θερμά από την εμφάνιση κιόλας του γκρουπ, όταν ο Νίκος Βαρσάμης μας έβαλε στο κλίμα με μια a cappella εισαγωγή-δείγμα των τενόρο ικανοτήτων του. Οι Wrathblade έπαιξαν επικά και δυνατά, με τις Iron Maiden κιθάρες τους σε πρώτο πλάνο και τον τραγουδιστή τους να αποτυπώνεται αρκούντως βροντερός, φέρνοντας λίγο στις καλές μέρες του Chris Boltendahl των Grave Digger.


Κατόπιν η σκυτάλη πέρασε στα χέρια των Σουηδών Portrait, που πριν καμιά δεκαετία βάλε-βγάλε προξένησαν τον δικό τους μικρό σεισμό στο ευρωπαϊκό underground με το μελωδικό τους metal. Με το banner του νέου τους δίσκου Burn The World στο φόντο και τους ίδιους στρατηγικά τοποθετημένους ανάμεσα στα πανό τους, ξεκίνησαν ένα σόου ενέργειας, με καταιγιστικές ηλεκτρικές εκκενώσεις από τον πωρωμένο βασικό κιθαρίστα Christian Lindell. Παράλληλα, ο απίστευτος τραγουδιστής τους Per Lengstedt (ο οποίος κάτι φέρνει εμφανισιακά σε νεαρό Steven Tyler των Aerosmith;) άρχισε να οργώνει θεατρικά τη σκηνή, υψώνοντας θεαματικά τη φωνή του όταν το απαιτούσαν οι συνθέσεις. Με μια μεγάλη setlist, που ικανοποίησε τους παλιούς fans εξυπηρετώντας συνάμα και την ανάγκη προώθησης του καινούριου άλμπουμ, οι Portrait δεν σου άφηναν κανένα περιθώριο να μην τους χαζέψεις –και να μην τους θαυμάσεις. Το συναυλιακό σανίδι, είναι απλά ο φυσικός τους χώρος.

Οι Count Raven είχαν τους δικούς τους αφοσιωμένους να τους περιμένουν με ανυπομονησία στο Κύτταρο, το οποίο ήταν πια τιγκαρισμένο. Εδώ βέβαια θα αλλάζαμε εντελώς ηχητικό κλίμα, αφού οι Σουηδοί έγραψαν ιστορία σε ένα κατά βάση heavy rock κιτάπι, στο οποίο έδωσαν μια doom ώθηση αντλημένη από τα αθάνατα Black Sabbath διδάγματα. Ο Jens Bock κρατούσε τα μπόσικα στα τύμπανα, κρυμμένος πίσω από το μαύρο γυαλί του, ο νεόκοπος μπασίστας Samuel Cornelsen έμοιαζε λες και έπαιζε 40 χρόνια στη μπάντα, αληθινός όμως τελετάρχης ήταν ο Dan Fondelius (φωνή/κιθάρα) με τα μειλίχια, στρογγυλά αγγλικά του. Φανταστείτε τον Robin Williamson να μην είχε στραφεί στις κέλτικες άρπες μετά τους Incredible String Band, αλλά να ανέπτυσσε πιο «σκληρές» ανησυχίες.


Οι Count Raven μπήκαν με το δεξί, με το "Poltergeist" από το πολυτιμημένο τους comeback Mamons War (2009), δοκίμασαν επιτυχώς ένα καινούριο κομμάτι από κάποιο άλμπουμ που προφανώς βρίσκεται στα σκαριά και μας πήγαν βέβαια κι ένα ταξίδι στη δεκαετία του 1990, όταν έχτισαν τη φήμη τους με κομμάτια σαν το "Social Warfare" και δίσκους σαν το High On Infinity (1993). Το set που έπαιξαν στο Into Battle Festival ήταν μακρύ κι αυτό μάλλον κούρασε τη «γαλαρία», που είχε έρθει φτιαγμένη για πιο γρήγορους ρυθμούς. Ωστόσο οι Count Raven αυτό κάνουν και τον ήχο τους τον υπερασπίστηκαν μια χαρά. Παρότι μάλιστα τους ζητήθηκε κι επισήμως ένα τραγούδι εξτρά ως encore, ο Fondelius αρνήθηκε ευγενικά. Είχε επίγνωση βλέπετε του πόσο είχε ξεφύγει το πρόγραμμα χρονικά, αλλά και του γεγονότος ότι οι headliners περίμεναν να στηθεί η σκηνή για εκείνους.

Η σκηνή άρχισε λοιπόν πράγματι να στήνεται, σε ρυθμούς ωστόσο «τα ζα μου αργά», παρά την ήδη σημαντική καθυστέρηση. Αλλά όταν ήχησε η πρώτη σειρήνα και είδαμε μπροστά μας τους Riot (εντάξει, Riot V), ξεχάστηκαν όλα. Το Κύτταρο τους επεφύλαξε βροντερή υποδοχή, με την κατάμεστη πλατεία και τους γεμάτους εξώστες να δείχνουν τον ενθουσιασμό τους ήδη από την πρώτη επική τσιρίδα του Todd Michael Hall στο "Ride Hard Live Free".


Νομίζω ότι οι Riot θα γεμίζουν πάντα το Κύτταρο, όσες φορές κι αν έρθουν στην Ελλάδα: κι αν έχουν περάσει τα χρόνια, κι αν διαφοροποιείται η σύνθεση της μπάντας –παλιότερο μέλος είναι ο Don Van Stavern, στο σχήμα από το 1986, εξού και το Riot V– η απήχηση του Fire Down Under (1983) και του Thundersteel (1988) παραμένει διαχρονική στο εγχώριο metal κοινό· εκείνο, έστω, που αγαπά και το αμερικάνικο AOR. Και ήταν δεδομένο ότι θα τους τιμούσαν τους δίσκους αυτούς οι Riot ως headliners του πρώτου Into Battle, όσο κι αν τα επί σκηνής πανό έδειχναν ότι θα προωθούσαν και το Unleash The Fire του 2014.

Μόλις δεύτερο κομμάτι του set το "Fight Or Fall" από το Thundersteel και το κοινό το τραγούδησε με τέτοιον παλμό, ώστε ο «ζόρικος» κιθαρίστας Mike Flyntz ένιωσε την ανάγκη να μας βγάλει το καπέλο –τον ιδιότυπο έστω μαύρο μπερέ που πάντα φοράει. Αλλά και ο Hall, εντυπωσιασμένος, μας είπε ότι το πρωί που σηκώθηκε να πάρει την πτήση για Αθήνα αισθανόταν εξαντλημένος, όμως ένιωθε πια πλήρως αναζωογονημένος χάρη στις αντιδράσεις μας. Σήκωσε μάλιστα και μια σημαία κυπριακή που του έδωσαν κάποιοι στις πρώτες σειρές, οι οποίοι φαίνεται ότι ταξίδεψαν για να τους ξαναδούν: «ξέρω πού είναι αυτό το μέρος», είπε, «εκεί ήμασταν πριν λίγες μέρες», αναφερόμενος στη συναυλία τους στο Red Club της Λευκωσίας.

Λίγο αργότερα, το πελεκούδι θα ξανακαιγόταν στο "Johnny's Back", ενώ το ίδιο θα συνέβαινε και σε στιγμιότυπα σαν τα "Bloodstreets" και "Thundersteel". Ήταν μάταιο να προσπαθήσεις να επικεντρώσεις σε κορυφαίες στιγμές: οι Riot είχαν έρθει σε τρομερή φόρμα και κάθε σχεδόν επιλογή της setlist έμοιαζε και ως σημείο αναφοράς της βραδιάς, που ξεπέρασε νομίζω την προ διετίας καταπληκτική τους εμφάνιση στον ίδιο χώρο. Έτσι, εν μέσω «Riot, Riot» ιαχών, οι Αμερικανοί πραγματοποίησαν ακόμα μία υπερηχητική πτήση πάνω από την πόλη μας, κάνοντας την 1η μέρα του Into Battle αυτό ακριβώς που φιλοδόξησε να είναι: μια μεγάλη metal γιορτή.
..................................................

Η 2η μέρα του φεστιβάλ έδειξε με το «καλησπέρα» ότι η διοργάνωση δεν θα σκοτιζόταν να διορθώσει το θέμα με τις καθυστερήσεις των εμφανίσεων –κι ας είχε δημοσιεύσει ακριβές χρονοδιάγραμμα. Έτσι, στις 16.40 που υποτίθεται ότι ξεκίναγαν τα sets, οι πόρτες του Κυττάρου παρέμειναν ερμητικά κλειστές για όσους κάναμε τον κόπο να έρθουμε «έγκαιρα». Η πρώτη μπάντα θα έβγαινε μάλιστα επί σκηνής όταν υποτίθεται ότι τελείωνε: στις 17.10, έχοντας ρίξει εξαρχής όλον τον προγραμματισμό μισή ώρα έξω. Φυσικά, στη συνέχεια της βραδιάς η καθυστέρηση αυτή ...αυγάτισε, με αποτέλεσμα απόκλιση μιάμιση ώρας όταν πια είδαμε ενώπιόν μας τους headliners. Δεν είναι κρίμα να έχεις τέτοια δυσμενή σχόλια να κάνεις για ένα νέο event που άφησε συνολικά τις καλύτερες εντυπώσεις και πολλούς να αδημονούν για τη συνέχειά του;


Τη 2η Into Battle μέρα άνοιξαν οι «δικοί μας» Hateflames, πραγματοποιώντας ένα τίμιο ξεκίνημα –λίγο άγουρο ίσως, μα οπωσδήποτε ενθουσιώδες. Πρόκειται άλλωστε για καινούριο σχήμα, έστω κι αν ο ήχος τους παραπέμπει στο heavy metal παρελθόν, σε μπάντες τύπου Sanctuary και Metal Church. Μπορεί λοιπόν τα τραγούδια που μας παρουσίασαν να υστερούσαν σε ιδέες, δεν υστερούσε όμως καθόλου σε πάθος η ζωντανή τους επιτέλεση, με τα φωνητικά ειδικά του Βαγγέλη Παπαϊάκου να καναλάρουν επιτυχώς αυτή την εντύπωση στους λίγους κάτω από τη σκηνή, που χειροκρότησαν με θέρμη την καλοδιαβασμένη, μα κάπως άτσαλη διασκευή στο "Kill With Power" των Manowar.

Σειρά κατόπιν στους Temple από τη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι προσέλκυσαν περισσότερους θεατές, με κάποιους μάλιστα να έχουν ταξιδέψει από την επαρχία για να τους δουν. Το doom metal τους ίσως να έπεσε βαρύ και πένθιμο την ώρα που ακόμα πίναμε καφέ σε πλαστικό, αν εξαιρέσεις όμως αυτό το μάλλον ατυχές timing, είδαμε μία πραγματικά ενδιαφέρουσα εγχώρια περίπτωση, με σμιλεμένο ήχο, καλοδουλεμένα τραγούδια κι έναν Father Alex στο μικρόφωνο να κουβαλάει επάξια τον γοτθικό θρήνο των 1980s σε έναν μεταλλικό ιστό. Η μέχρι τώρα δισκογραφία τους μπορεί να είναι μικρή, απέδειξε όμως ότι διαθέτει (και) σκηνικό εκτόπισμα, ακούσαμε δε και υλικό από ένα επερχόμενο άλμπουμ.

Οι King Leoric θα κατέφταναν για πρώτη φορά στην Ελλάδα και ήταν από τα συγκροτήματα που ανυπομονούσα να δω, καθώς, παρά τη σποραδική τους δισκογραφία και μια κάπως γραφική, γερμανοεπαρχιώτικη αισθητική (προέρχονται άλλωστε από την κωμόπολη Wolfenbüttel), έχουν βγάλει power δίσκους με true metal ψυχή. Δυστυχώς, τα 20 χρόνια καριέρας μάλλον βαραίνουν πια στους ώμους του τραγουδιστή και μπασίστα Jens Wunder –μια cult φιγούρα με λευκά γένια, φαλάκρα και μπυροκοιλιά– και υπήρξαν έτσι σημεία στα οποία η φωνή δεν έβγαινε, καταστρέφοντας λ.χ. το "Guardians Of The King". 


Ωστόσο ο Wunder το κατάλαβε, υποσχέθηκε να βάλει τα δυνατά του και, με λίγο ενθουσιασμό από το κοινό, το έκανε. Και τότε, καθώς αμόλαγε τις τσιρίδες του θυμίζοντας αμυδρά κάτι από Accept εποχής Udo, φύσηξε την πρέπουσα πνοή στο κατσαπλιάδικο (με την καλή έννοια) power metal των King Leoric, προσφέροντας όσα χρειάζονταν ώστε να τραγουδήσουμε μαζί με τη μπάντα το "Thunderforce" και μερικά ακόμα κομμάτια. Μας είπαν μάλιστα και ένα καινούριο, τραγικό ήταν εδώ που τα λέμε (ερπετάνθρωποι, γκριμάτσες και τα σχετικά), αλλά τουλάχιστον σημαίνει πως δεν έχουν εγκαταλείψει τo στούντιο.

Οι Released Anger ήταν η τελευταία ελληνική μπάντα της βραδιάς κι αυτή που έπαιξε σε ένα Κύτταρο που πλέον είχε αρχίσει να γεμίζει αισθητά, με αποτέλεσμα ανάμεσα στον κόσμο να υπάρχουν και κάμποσοι αφοσιωμένοι, οι οποίοι δεν δημιούργησαν απλά κερκίδα, μα έστησαν και τα μόνα mosh pits που είδαμε στο φεστιβάλ. Είναι πια συγκρότημα με πορεία 12 χρόνων κι έτσι δεν θα πρέπει κανείς να εκπλήσσεται που επί σκηνής αποτυπώνονται ως μια καλολαδωμένη thrash metal μηχανή με «φονικές» επιδόσεις. 

Πήραν ωστόσο τη μάλλον αμφιλεγόμενη απόφαση να στηρίξουν το μακρύ τους set στο φρέσκο άλμπουμ Revenge (το οποίο διατέθηκε για πρώτη φορά στο Κύτταρο), κάτι που νομίζω δημιούργησε σιγά-σιγά κούραση σε όσους τους παρακολούθησαν με ενδιαφέρον, μα δίχως να συγκαταλέγονται στους fans. Πιστεύω δηλαδή ότι η θέση τους στο line-up απαιτούσε ένα set που θα λάμβανε περισσότερο υπόψιν το ετερόκλητο κοινό, αντί να αποτελεί ένα κέρασμα πρώτης τάξης στους μυημένους. Θα ήταν πάντως άδικο να μη χαρακτηρίσουμε την εμφάνισή τους εκρηκτική.

Την προηγούμενη φορά που είχαν επισκεφτεί τη χώρα μας οι Σουηδοί Horisont, δεν ήταν έτοιμοι για μας και δεν ήμασταν ούτε κι εμείς έτοιμοι για εκείνους. Τώρα, όμως, τα πάντα βρίσκονταν στη θέση τους: και το γεμάτο Κύτταρο ήταν πια καλά συντονισμένο στο 1970s heavy rock τους, αλλά κι εκείνοι είχαν έρθει εμφανώς προβαρισμένοι και με μέριμνα να παίξουν με περισσότερη δύναμη συγκριτικά με τους δίσκους, ώστε να ταιριάξουν καλύτερα τα τραγούδια τους σε μια συναυλιακή συνθήκη.


Ήδη έτσι από το εναρκτήριο "Odyssey" έπιασαν και κόσμο που δεν είχε ξανακούσει ποτέ το όνομά τους, με αποτέλεσμα να φτιαχτεί κλίμα στο Κύτταρο. Η επί σκηνής απόδοσή τους κρίνεται εκπληκτική. Αν άλλωστε αναζητά κανείς το «μυστικό» της επιτυχίας τους, θα πρέπει απλά να σταθεί στο γεγονός ότι πολλοί κάνουν αναβιώσεις, μα ελάχιστοι διαθέτουν στις τάξεις τους κιθαρίστες σαν τους Charles Van Loo & Kristofer Möller, ικανούς να πλέξουν τους Jethro Tull και τους Yes με τους Judas Priest εις σώμα ένα. Το "About Time" μπορεί μάλιστα να ακούστηκε και καλύτερο από ό,τι στον φετινό τους δίσκο.

Ο πήχης των προσδοκιών είχε λοιπόν ανέβει αρκετά ψηλά όταν βγήκαν ενώπιόν μας οι Ιταλοί Domine, προξενώντας μεγάλο χαμό: έγινε φανερό ότι πολλοί είχαν έρθει στο Κύτταρο για πάρτη τους, άλλωστε είναι ακόμα νωπές οι αναμνήσεις από την εξαιρετική τους εμφάνιση στον ίδιο χώρο, 2 χρόνια πριν. Ο ήχος αποδείχθηκε πολύτιμος σύμμαχος –έφεραν ας σημειωθεί δικό τους ηχολήπτη στο φεστιβάλ– ο Enrico Paoli έπαιζε τα σόλο του με τρελό παλμό, ενώ ο Morby μας είχε να κρεμόμαστε από το στόμα του, κάνοντάς μας ό,τι ήθελε: πότε διεύθυνε τα χορωδιακά μας ως άτυπος μαέστρος, πότε μας ζήταγε να τραγουδήσουμε, πότε ξεσήκωνε με εκείνες τις χαρακτηριστικά ημιχορευτικές κινήσεις, με την αλαφράδα πτηνού.


"The Mass Of Chaos" ήταν το κομμάτι με το οποίο μπήκαν οι Domine, ο χαμός όμως έγινε πιο μετά, στη μακροσκελή "Aquilonia Suite", αλλά και προς το τέλος, όταν παίχτηκαν καπάκι το "Eternal Sword" και το "Dragonlord", όπου ο Morby αποδείχθηκε ακαταμάχητος. «Το συμφωνικό metal όπως πρέπει να επιτελείται στη σκηνή» θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το συγκεκριμένο live και να το χρίσουμε ως υποχρεωτικό σεμινάριο για όσους επιθυμούν να ασχοληθούν με το είδος. Οι Domine στάθηκαν καταπληκτικοί και εν τέλει, με την αναποδιά που έλαχε στους Tokyo Blade, έμειναν νομίζω στη συνείδηση των περισσότερων ως οι αληθινοί headliners της 2ης Into Battle ημέρας, όσο κι αν κονταροχτυπήθηκαν για τον τίτλο με τους Horisont.

Με την καθυστέρηση του προγράμματος, η ώρα ήταν πια αρκετά περασμένη όταν ενώπιόν μας φάνηκαν οι Tokyo Blade. Αλλά ο όποιος αρχικός ενθουσιασμός γρήγορα μετατράπηκε σε παγωμάρα μόλις ακούσαμε την ανακοίνωση της ασθένειας του Alan Marsh –άλλωστε οι περισσότεροι είχαμε έρθει να δούμε Tokyo Blade με εκείνον, τον ορίτζιναλ τραγουδιστή τους, που είχε ποτίσει με τις ερμηνείες του τα πιο αγαπητά τους κομμάτια πίσω στις πρωτόλειες new wave of british heavy metal ημέρες. 

Παρά ταύτα, το γκρουπ θα έπαιζε! Με λίγη βοήθεια βέβαια από τους εγχώριους φίλους του. Το κοινό, πάντως, φυλλορρόησε αισθητά: το Κύτταρο παρέμεινε γεμάτο, μα στο πιο χαλαρό. Δεν ξέρω αν έφταιξε η απογοήτευση για τον Marsh, το περασμένο της ώρας ή το γεγονός ότι ορισμένοι είχαν έρθει για τους Domine και όχι για τους παλαίμαχους Βρετανούς.


Δεν είμαι επίσης σίγουρος αν έχει νόημα να κάνεις κριτική στα όσα εκτυλίχθηκαν, καθώς το μικρόφωνο περνούσε από χέρι σε χέρι ώστε να αποδοθούν γνωστά και ξεχασμένα τραγούδια από τις πρώτες «ηρωικές» μέρες της δεκαετίας του 1980: όσοι βρέθηκαν στη θέση του Marsh, το έκαναν με εφόδιο την αγάπη τους για τους Tokyo Blade, δίχως χρόνο για πρόβες και κανονικές προετοιμασίες. Επίσης, το γκρουπ αποδείχθηκε σε μεγάλη εκτελεστική φόρμα –ιδιαίτερα ο κιθαρίστας Andy Boulton· κι αυτό αύξανε τον «συναγωνισμό», γιατί δεν μπορούσες να μη σκεφτείς πώς θα ακουγόταν το τάδε και το δείνα με τέτοια απόδοση, αν ήταν κι ο Marsh πάνω εκεί. Αξίζει πάντως ένα μπράβο, διότι τέτοια πράγματα τα καταφέρνεις μόνο όταν από πίσω υπάρχει μια ενεργή και λειτουργική κοινότητα, έτοιμη να βάλει πλάτη στα δύσκολα.


Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι τη δύσκολη αρχή επωμίστηκε ο Γιάννης Μπρίτσας των Crimson Fire, ο οποίος ανέβηκε στη σκηνή με ταιριαστό fan μπλουζάκι με τον ανατέλλοντα ήλιο της πάλαι ποτέ Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας, για να τραγουδήσει εξαιρετικά το "Sunrise In Tokyo". Ήταν το κρίσιμο σημείο, που έπεισε πολλούς ότι άξιζε και να χειροκροτήσουν την προσπάθεια, μα και να παραμείνουν στο Κύτταρο για τη συνέχεια της βραδιάς. Στη συνέχεια από το μικρόφωνο πέρασε ο Νίκος Τραγάκης των Exarsis, ο Μιχάλης Μπάκουλας των Sons Of Iniquity (οι οποίοι είχαν ανοίξει την 1η Into Battle ημέρα), ο Δημήτρης Καρτάλογλου των Sacral Rage, ο ίδιος ο Boulton σε μια απόπειρα να πει το "Dead Of The Night" και ο απίθανος Μιχάλης Λίβας των Fortress Under Siege, που χάρισε μια εκπληκτική εκτέλεση στο "Lightning Strikes (Straight Through Τhe Heart)" –τόσο, ώστε σκέφτηκα μήπως οι Tokyo Blade φύγουν μαζί του για τη συνέχεια της περιοδείας τους.

Καλώς μας ήρθε λοιπόν το Into Battle στη μουσική ζωή της πρωτεύουσας. Θα είμαστε ξανά εκεί, με την ελπίδα ότι την επόμενη φορά τα ανακοινωμένα ωράρια εμφανίσεων θα τηρηθούν, ώστε να μη μείνει κανένα απολύτως παράπονο.