Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρλέτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρλέτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20 Ιουνίου 2020

Αρλέτα - συνέντευξη (2010)


Στον διεθνή απόηχο των διαδηλώσεων που πυροδότησε η δολοφονία του George Floyd στη Μινεάπολη, είδαμε διάφορα αγάλματα να γκρεμίζονται ή να αφαιρούνται με τη συγκατάθεση των επίσημων αρχών. Ο κάποτε ευεργέτης του Μπρίστολ Edward Colston, ας πούμε, κατέληξε στον ...βυθό του βρετανικού λιμανιού, καθώς κρίνεται πλέον με διαφορετικό μάτι το πώς κέρδισε τον πλούτο με τον οποίον έκανε έπειτα αγαθοεργίες. Στο Χάμιλτον της Νέας Ζηλανδίας, πάλι –όπως με ενημέρωσε κάτοικος της πόλης που ακούει τη Συχνοτική Συμπεριφορά– απομακρύνθηκε χωρίς μα και μου ο ανδριάντας του κάπτεν John F.C. Hamilton (από τον οποίον έχει ονομαστεί η πόλη), ύστερα από αίτημα των Μαορί της περιοχής. 

Έτσι είναι. Η ιστορία ρέει, ξαναγράφεται, (πρέπει να) την ξανασκεφτόμαστε· οι συσχετισμοί και οι αποτιμήσεις μεταβάλλονται. Συχνά βίαια. Στην Αθήνα, πάντως, στα πολυσυζητημένα Εξάρχεια, ετοιμαζόμαστε να στήσουμε και όχι να γκρεμίσουμε ένα άγαλμα. Ένα ασυνήθιστο άγαλμα (όχι ενός πολιτικού ή κάποιου αρχαίου στρατηλάτη), του σπάνιου εκείνου είδους που ενώνει αντί να χωρίζει, άρα δεν πρόκειται να υποστεί τη μοίρα του «αμφιλεγόμενου». Το άγαλμα της Αρλέτας. 

Αύριο Κυριακή 21 Ιουνίου, λοιπόν, στις 12 το μεσημέρι, θα γίνουν τα αποκαλυπτήρια στη μικρή πλατεία στη συμβολή Καλλιδρομίου & Ιουστινιανού. Ο Δήμος Αθηναίων έδωσε την έγκρισή του, όχι όμως και χρήματα, σε μια συγκυρία διόλου ευνοϊκή για τη νυν αρχή: λίγο-πολύ όλοι πέσαμε πάνω στα κάμποσα ευρώ τα οποία περίσσεψαν για δαπάνες που προκαλούν περίσκεψη και δυσφορία, ακόμα και σε θετικά διακείμενους («5 περιμετρικά παγκάκια για κυκλικές ζαρντινιέρες με ενδεικτικό κόστος 5.700 ευρώ ανά τεμάχιο», διαβάζω στο Έθνος). Τα έξοδα ανέλαβε λοιπόν η στενή φίλη της τραγουδοποιού Άννα Σταματοπούλου, το άγαλμα σμίλεψε ο Κυριάκος Ρόκος –συμφοιτητής κάποτε της Αρλέτας στην Καλών Τεχνών– ενώ στην εκδήλωση θα μιλήσει ο Γιώργος Τσάμπρας· συνάδελφος μουσικοκριτικός και ραδιοφωνικός παραγωγός, για τον οποίον έχω μεγάλη εκτίμηση. 

Με αυτήν την ωραία αφορμή, αναρτώ σήμερα (με μικρές, αισθητικής φύσης προσαρμογές) την κουβέντα που κάναμε με την Αρλέτα στο σπίτι της στην Κυψέλη, τον χειμώνα του 2010. Είχε μόλις βγάλει το Demo, ένα «χαμένο άλμπουμ» με αγγλόφωνα τραγούδια από τη δεκαετία του 1970, και ενδιαφερόταν να μιλήσει. Στη δε Lyra βρισκόταν τότε η Μαίρη Μπρατάκου –από τις πιο θαυμάσιες κυρίες που έχουν περάσει από τη δισκογραφία– η οποία και κανόνισε να την επισκεφθώ, για λογαριασμό του περιοδικού Ήχος + Εικόνα (όπου και πρωτοδημοσιεύτηκε η συνέντευξη, στο τεύχος Ιανουαρίου 2011).

Συχνά, όταν γνωρίζουμε από κοντά τους καλλιτέχνες που εκτιμούμε, απογοητευόμαστε: περιμένουμε να βρούμε τον μύθο και συναντάμε τον άνθρωπο. Αλλά η Αρλέτα ανήκει στις εξαιρέσεις αυτού του άτυπου  δημοσιογραφικού «κανόνα». Μια δεκαετία αργότερα, τη χαίρομαι ακόμα εκείνη τη στιγμή, έστω κι αν έχω μετανοιώσει στην πορεία για διάφορα που δεν ρώτησα. Όμως με την Αρλέτα δεν γινόταν να έχεις «ατζέντα». Ξεκινούσες απλά από κάπου και σε πήγαινε κατόπιν η συζήτηση.



Μας εκπλήξατε με το Demo

Κι εγώ εξεπλάγην. Είχα ξεχάσει την ύπαρξη αυτού του δίσκου, τον είχα απωθήσει. 

Είναι ένας δίσκος αρκετά συγγενής με το Ταξιδεύοντας, που κυκλοφορήσατε το 1976…

Οι μουσικές του Ανέστου Τριανταφύλλου για το Demo είναι ίδιες μ’ αυτές του Ταξιδεύοντας. Αλλά όχι οι στίχοι, οι στίχοι γράφτηκαν στα αγγλικά από τη Sasha Brewis. Μια Αγγλίδα ύψους 1.90, η οποία μένει στην Ελλάδα εδώ και 35 χρόνια. Με τη Sasha γνωριστήκαμε κάποτε σ’ ένα νησί και ακόμα είμαστε φίλες. Το Demo δέχτηκα να βγει επειδή το επιθυμούσε ο παραγωγός μου, ο Γιώργος Μακράκης· αλλά και ως μια χειρονομία αβροφροσύνης απέναντί της, που είχε κάνει όλη αυτή τη δουλειά και ποτέ δεν εκδόθηκε. 

Τι πιθανότητες θα είχε τότε να κάνει κάτι στο εξωτερικό; 

Είχαν έρθει να με υπογράψουν από εταιρεία του εξωτερικού. Και τους σταμάτησε ο Αλέκος Πατσιφάς, όντας ενάντια στο να φεύγουν Έλληνες έξω. Και ήταν ευκαιρία τότε να ανοιχτεί η ελληνική μουσική, μετά την επιτυχία της ταινίας Zorba The Greek (1964) και το βραβείο Όσκαρ του Μάνου Χατζιδάκι (1961). Και βέβαια την καριέρα της Νάνας Μούσχουρη. Απλά η Μούσχουρη έφυγε στο εξωτερικό για να την κάνει. Ο σκοπός ήταν να μπορέσει να το κάνει κάποιος χωρίς να χρειαστεί να εκπατριστεί. 

Τον εκτιμούσα πάντως τον Πατσιφά κι ακόμα τον σκέφτομαι με αγάπη και σεβασμό. Έφτιαξε μια ελληνική εταιρεία μόνος του, όταν άλλοι τότε συνεργάζονταν με τις δισκογραφικές του εξωτερικού· και σε χρόνο-ρεκόρ έφτιαξε κι ένα σημαντικό ρεπερτόριο. Αυτός, ο γέρος ο Μάτσας και ο Λαμπρόπουλος της Columbia πιστεύω ότι ήταν οι σημαντικότεροι άνθρωποι στη δισκογραφία. Από τους τρεις τους, ο Πατσιφάς ήταν ο πιο καλλιεργημένος, μα και ο πιο ιδιόρρυθμος. 

Λένε ότι ζούμε μέρες άνθισης της αγγλόφωνης δημιουργίας στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία…

Το θεωρώ λογικό. Τα ελληνικά είναι μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνει κανείς. Και τα αγγλικά μια εύκολη γλώσσα για να την τραγουδήσεις. Όμως, σκεφτείτε πόσοι συνεχίζουν να τραγουδούν στη γλώσσα τους, κάνοντας διεθνείς επιτυχίες. Ζούμε σε μια χώρα η οποία, μαζί με την Ιταλία και τη Γαλλία, έχει δικιά της μουσική. Και πλέον το πυροβολούμε αυτό από παντού, επειδή κουτσομάθαμε τρία αγγλικά. 

Το θέμα δεν είναι αν τα νέα παιδιά τραγουδάνε στα αγγλικά, αλλά αν μπορούν να τραγουδήσουν στα ελληνικά. Γιατί αν δεν ξέρεις τη γλώσσα σου, δεν μπορείς τελικά να μάθεις καμία άλλη. Έχουμε ξεχάσει την περίφημη δήλωση της Άννας Διαμαντοπούλου, που πριν μερικά χρόνια είχε ζητήσει να γίνουν τα αγγλικά επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Και αυτήν την κυρία την κάναμε Υπουργό Παιδείας…


Οι ηχογραφήσεις για το Demo συμπίπτουν περίπου με τις ηχογραφήσεις για την Τρίτη Ανθολογία του Γιάννη Σπανού και για το Ταξιδεύοντας. Τι είχε όμως μεσολαβήσει και είχατε εγκαταλείψει το τραγούδι, για αρκετό μάλιστα διάστημα; 


Ο πρώτος μου δίσκος εκδόθηκε το 1966. Έναν χρόνο μετά πιστεύω ότι όλοι ξέρουν τι συνέβη –ακόμα κι εσύ που είσαι μικρός. Είχα λοιπόν τότε ένα κυνηγητό από τη Χούντα, που δεν με άφηνε να τραγουδήσω. Τους λόγους τους κατάλαβα πολύ αργότερα, η αιτία μάλιστα εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι και σήμερα: απλώς δεν μπορούν να με κατατάξουν πουθενά. Είναι το πρόβλημα που είχα σε όλη μου την πορεία. Δεν λέω καριέρα, γιατί δεν θεωρώ ότι έχω κάνει καριέρα. 

Δεν αισθάνεστε ότι έχετε κάνει καριέρα; 

Όχι. Καριέρα κάνει κάποιος που το κυνηγάει, που ζητάει να ανέβει σκαλιά τα οποία έχει είτε θέσει η κοινωνία, είτε ο ίδιος· και που, βέβαια, κάνει πολύ σωστές δημόσιες σχέσεις. 

Το ξέρετε όμως ότι υπάρχει κοινό και ότι σας αγαπάει…

Τώρα το ξέρω. Και μάλιστα βλέπω ότι υπάρχει και φανατικό κοινό. Το περίεργο δε, το ωραίο, είναι που με αγαπούν και πολλοί νέοι. Μια καινούργια φουρνιά, που δείχνει να το ψάχνει. 

Στο μεσοδιάστημα που απείχατε από τη μουσική, πώς βρεθήκατε να τραγουδάτε στο Παρίσι; Ζήσατε εκεί κάποιο διάστημα; 

Όχι, δεν είχα φύγει για το Παρίσι. Δύο χρόνια αφού είχα σταματήσει να τραγουδάω και έλεγα ότι είχε τελειώσει το αστείο, ο Georges Moustaki αναζητούσε έναν συνεργάτη από Ελλάδα. Άκουσε κατά τύχη έναν δίσκο μου και με πήρε τηλέφωνο. Κι έτσι βρέθηκα στο Παρίσι και στο Bobino –το πιο χαριτωμένο θέατρο που έχω δει ποτέ, ένα κουκλί. Ήταν κι η πρώτη φορά που τραγουδούσα σε θέατρο. Ως τότε εμφανιζόμουν μονάχα σε εκείνες τις μικρές τρυπίτσες, τις μπουάτ. Τις οποίες αποδείχθηκε ότι ο κόσμος αγάπησε πολύ. 

Θεωρείτε ότι σας κόλλησαν την ταμπέλα «Νέο Κύμα», ενώ δεν ανήκατε ουσιαστικά σε αυτό; 

Από τον πρώτο δίσκο κιόλας, θέλανε να βάλουν μια ταμπελίτσα που να λέει «Νέο Κύμα». Την έβγαλαν με δική μου επιμονή, όμως φαίνεται πως έμεινε. Αν σου κολλήσουν οι δημοσιογράφοι μια ετικέτα, σε κυνηγάει μια ζωή. Ενώ εσύ μπορεί να θες να προχωρήσεις και σε άλλα πράγματα. Εγώ, ας πούμε, όταν ξεκίνησα, ήμουν πολύ μικρή. Ήταν φυσικό λοιπόν να προχωρήσω: 3 δίσκους έκανα εντός Νέου Κύματος και άλλους 20 εκτός. 


Μιας και ζήσατε από κοντά εκείνα τα χρόνια, συμφωνείτε ότι το Νέο Κύμα αδικήθηκε στη Μεταπολίτευση;


Όχι απλώς αδικήθηκε, δυσφημίστηκε. Ενώ από εκεί ξεκίνησε τόσο το ελαφρολαϊκό, όσο και το πιο σύγχρονο λαϊκό –από συνθέτες του ελαφρού, που κατά κάποιον τρόπο γνώριζαν και το λαϊκό τραγούδι. Άνθρωποι σαν τον Μίμη Πλέσσα, ας πούμε. Και η στιχουργική όμως του Νέου Κύματος οδήγησε αλλού. Και για λίγο επηρέασε και την αισθητική ορισμένων πραγμάτων. Αλλά για λίγο. Γιατί μετά η αισθητική το έβαλε στα πόδια και άρχισε να τρέχει.  

Στη Μεταπολίτευση;

Εκεί. Εκεί κι αν έπαθε τη μεγάλη ζημιά… Παντρεύτηκε τον βλάχο και από τότε τρώει τυρόγαλο. Μην παρεξηγηθώ, κι εγώ Βλάχα είμαι, έχω μια ρίζα από εκεί. Μεταφορικά το εννοώ. Είχα πει και παλιότερα, ότι στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήταν βλάχοι με άποψη. Κι αυτό είναι ό,τι χειρότερο.

Το σημερινό ΠΑ.ΣΟ.Κ., έχει διαφορές από εκείνο; 

Εκείνο ήταν γνήσια χειρότερο. Το σημερινό είναι δήθεν καλύτερο.

Είναι μια ευκαιρία η νυν Κρίση να επιστρέψουμε σε ουσιώδη πράγματα; 

Ευκαιρία είναι, αλλά δεν ξέρω αν θα την αξιοποιήσουμε. Το υπάρχον σύστημα, μερικώς, πιστεύω ότι είναι πολύ σωστό. Εκεί που κυρίως χάνει είναι ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι να επιλέγουν, κατ’ αρχήν. Δηλαδή, αν θες να μαγειρεύεις, πρέπει πρώτα να ξέρεις να ψωνίζεις. Αλλιώς πώς θα μαγειρέψεις; Με σάπιες ντομάτες και σάπιες πιπεριές, δεν γίνεται. 

Δεν υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι αυτή τη στιγμή να ξεχωρίζουν τις ποιότητες των υλικών. Έχω πάντως εμπιστοσύνη στη νεότερη γενιά, γιατί βλέπω ότι υπάρχουν εξαιρετικές μονάδες –καλύτερες από το παρελθόν. Δεν ξέρω όμως πόσοι βγαίνουν σε αριθμό, αν είναι αρκετοί. Γιατί το παιχνίδι παίζεται στον μέσο όρο: ούτε στους πολύ πάνω, ούτε στους πολύ κάτω. Και δεν ξέρω αν υπάρχει καλός μέσος όρος.  

Μπορούμε να κάνουμε κάτι σήμερα;

Σήμερα φοβούμαι ότι λίγα πια μπορούμε να κάνουμε. Δεν υπάρχει χώρα νομίζω που να έχει ληστευτεί περισσότερο από όσους την κυβέρνησαν. Της συμπεριφέρθηκαν σαν να μην ήταν τόπος τους, μα κατακτημένη χώρα. 

Πάντως δεν πρέπει να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά. Κι αυτό κάνουμε, δυστυχώς. Ακόμα και διεκδικώντας πράγματα που πια δεν υπάρχουν. Μπορώ εγώ να διεκδικήσω το σώμα που είχα στα 15, κάτι δηλαδή που δεν υπάρχει περίπτωση να έχω; Είναι τρέλα… Αν υπάρχει κάτι να διεκδικήσουμε, είναι να μην ξαναγίνουν όσα γίνανε. Αλλά κι αυτό το διεκδικούμε αναποτελεσματικά.