Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Meshuggah. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Meshuggah. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Ιανουαρίου 2022

Meshuggah - Koloss [δισκοκριτική, 2012]


Δισκογραφικά μιλώντας, λίγα πράγματα στη μεταβατική δεκαετία των '00s φάνταξαν τόσο εντυπωσιακά με το «καλημέρα», όσο το obZen των Σουηδών Meshuggah το 2008. Στάθηκε ανέλπιστο άλμα ποιότητας για μια μπάντα που υπήρχε από το 1987 και ήταν μεν καλή, μα όλα έδειχναν ότι δεν είχε δημιουργικές δυνάμεις για να υπερβεί αυτό το επίπεδο. Για όσους άκουσαν, όμως (δεν ήταν πολλοί, μα δεν ήταν και λίγοι όπως έδειξε το #16 στη Σουηδία, το #59 στις Η.Π.Α. και το #23 στη Γαλλία), το obZen αποδείχθηκε ένα μενίρ. Το οποίο μας χτύπησε κατακέφαλα, λες και το είχε εκσφενδονίσει ο Οβελίξ, νομίζοντάς μας για ρωμαϊκά στρατεύματα.

Οι Meshuggah δεν έκαναν πολλά, έκτοτε. Μόλις δύο στούντιο άλμπουμ μετράνε, κι άλλο ένα ζωντανά ηχογραφημένο. Και ίσως να τους έχασα κι εγώ εκεί στα χρόνια του The Violent Sleep Of Reason (2016), καθώς πείστηκα ότι το obZen θα αποκρυσταλλωνόταν ως ένας πήχης που δεν θα κατόρθωναν να υπερβούν.

Τώρα, πάντως, μαθαίνω ότι επιστρέφουν: το νέο τους άλμπουμ Immutable ανακοινώθηκε για τον Απρίλιο του 2022 και ήδη λανσαρίστηκε και το πρώτο single "The Abysmal Eye" (μπορείτε να το ακούσετε στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης). Κι αυτό έδωσε μια αφορμή επαν-επίσκεψης στο παρελθόν των Σουηδών, ανασυρώντας και μια κριτική για τον δίσκο Koloss (2012), που είχε το άχαρο έργο του διαδόχου του obZen.

Η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αλλά και με κανα-δυο προσθαφαιρέσεις που κρίθηκαν σημαντικές. Με την ευκαιρία, ας επισημανθεί ότι ένα κείμενο για το obZen το οποίο κυκλοφορεί στο ίδιο site φέροντας το όνομά μου, δεν είναι δικό μου: ανήκει στον Θανάση Χατζόπουλο και, αν δεν απατά η μνήμη, είναι από τα ελάχιστα που έγραψε έξω από το metal section του Avopolis, πριν εξαφανιστεί από τα μουσικογραφιάδικα. 


Ρωτώντας αν το Koloss υπερβαίνει ή υπολείπεται του obZen (2008), ο κόσμος χωρίζεται μανιχαϊστικά στα δύο: οι μυημένοι θα νιώσουν ίσως ότι μπαίνουμε κατ’ ευθείαν στο ψητό, οι υπόλοιποι ότι τους απευθύνονται στα κινέζικα.

Βλέπετε, όσα 8άρια και 9άρια κι αν βάλει στους Meshuggah οποιοδήποτε μη μεταλλικό site ή έντυπο, όσα ευφυή κι αν γραφτούν για το γιατί το obZen είναι ένα άλμπουμ οριακό ανεξαρτήτως προτιμήσεων, εκεί έξω ο κόσμος καθορίζεται από τα γούστα και τα κολλήματά του. 

Για τον «μέσο όρο», λοιπόν (όπου περιλαμβάνω και τη «σκεπτόμενη» ελίτ που επειδή ακούει και shoegaze και Sigur Rós νομίζει ότι ακούει «πολλά» είδη μουσικής), η οποιαδήποτε απόπειρα γνωριμίας θα τερματιστεί πάραυτα στο κρας τεστ του YouTube, με τους τίτλους (obZen, Koloss, Destroy Erase Improve κτλ.) να ισοπεδώνονται στο εξής δίπολο: αν ακούς τέτοια πράγματα, θα συνεχίσεις την κουβέντα. Αν όχι, θα κατατάξεις τους Meshuggah στα «πολύ σκληρά» και δεν θα ξανασχοληθείς.

Tο Koloss δίνει την εντύπωση ότι ο θριαμβευτικός Ρουβίκωνας στον οποίον έφτασαν οι Σουηδοί με το obZen, τους απασχολεί. Όχι γιατί επιθυμούν να γίνουν πιο μαζικοί, νερώνοντας το κρασί τους –η μουσική τους παραμένει αφιλόξενη σαν την έρημο Γκόμπι. Από την άλλη, το ξέρουν ότι τους μεταλλάδες λίγο πρόκειται να τους νοιάξει αν στο εξής βγάλουν το obZen x2, 3, 10: η κοινότητα, όπως κάθε κοινότητα, θέλει πρωτίστως να επιβεβαιώνει τελετουργικά τα όσα τη συγκροτούν. Εκείνοι όμως φαίνεται να ανησυχούν για τα περιθώρια που απομένουν στην έκφρασή τους. Ανησυχούν δηλαδή μήπως το οbZen όρισε το δικό τους ζενίθ. Και κάτι πάνε να κάνουν εδώ γι' αυτό. Όχι για να το υπερβούν, μα για να το προσπεράσουν.

Γενικά μιλώντας, η εικόνα παραμένει οικεία. Οι Meshuggah μπαίνουν με τσαμπουκά, ως «ο μεγάλος Λεβιάθαν, ο αχόρταγος Κολοσσός». Σε στέλνουν για μεταλλαγμένες thrash βρούβες με τα "The Demon's Name Is Surveillance" και "The Hurt That Finds You First", παίζουν prog νοητικά παιχνίδια με τους εγκεφαλικούς σου νευρώνες στα "Break Those Bones Whose Sinews Gave It Motion" και "Behind The Sun" και κλείνουν τον δίσκο με ένα απίστευτο οργανικό ("Last Vigil"), το οποίο σαν αίσθηση έχει κάτι από το ενδοσκοπικό post-rock των πάλαι ποτέ κραταιών ημερών, παρά κάτι από τη δυσεντερία της συνήθους τραγουδοποιίας τους. 

Εξαιρουμένου του φινάλε, στο υπόλοιπο άλμπουμ κυριαρχεί η γνωστή άρρωστη ατμόσφαιρα των Σουηδών, τα περίφημα djent, η ιλιγγιώδης αρχιτεκτονική. Ταυτόχρονα, όμως, το Koloss επιδιώκει να φανεί πιο προσιτό από το obZen. Το κάνει δειλά, αλλά το κάνει. Τονίζει και το σκεπτόμενο, μαζί με το ακραίο. Βαραίνει εδώ κι εκεί τον ήχο, μα την ίδια στιγμή οι συνθέσεις γίνονται μικρότερες σε διάρκεια και οι κιθάρες (ψιλο)σλατζάρουν. Η μπάντα εντυπωσιάζει με τα παιξίματά της και με τον μεταλλικό της πειραματισμό (που παραμένει δυσθεόρατος), όμως κάπου στο παιχνίδι υπάρχει πια και η αμεσότητα –έστω και στις σκιές της πανταχού παρούσας πολυπλοκότητας.

Μου άρεσαν λοιπόν τα όσα υπαινίσσονται οι Meshuggah σε αυτό το νέο άλμπουμ. Χωρίς τέτοιες αποχρώσεις, θα μιλούσαμε για ένα γερό μεταλλικό πόνημα, στη γραμμή πορείας του obZen, μα δίχως την πνοή του. Το γεγονός παραμένει –το Koloss δεν είναι obZen. Όμως το ότι οι Σουηδοί δείχνουν επίγνωση του ζητήματος και προβληματισμό, αλαφραίνει το αποτέλεσμα της αναπόφευκτης σύγκρισης. Σε πείθουν διάολε ότι είναι καλλιτέχνες: ότι θα το ψάξουν, θα το βασανίσουν. Τέσσερα χρόνια μετά το obZen, η ανταλλαγή είναι δίκαιη.