Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Lyrae Cantus. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Lyrae Cantus. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

14 Μαρτίου 2024

Catelouso - συνέντευξη (2008)


Η ανακάλυψη του δίσκου «Σύναξις» του Catelouso και των Lyrae Cantus και ο ενθουσιασμός μου γι' αυτόν (δείτε λεπτομέρειες εδώ), δεν άργησε να κινήσει τα επαγγελματικά νήματα ώστε να βρεθεί άκρη με τα Κύθηρα και να επικοινωνήσω με τον Παναγιώτη Λευθέρη –τον «εγκέφαλο», δηλαδή, του όλου εγχειρήματος.

Έτσι, τον Απρίλη του 2008, όταν βρέθηκε στην Αθήνα, συναντηθήκαμε για καφέ και κουβέντα κάπου στου Ψυρρή. Μάλιστα, ήρθε μαζί με τη Σόνια Χαραλαμπίδου, η οποία εκπροσώπησε, ας πούμε, τους Lyrae Cantus (είναι ιδρυτικό τους μέλος, ενώ παίζει και αναγεννησιακό λαούτο), μα εγώ γνώριζα ήδη από τη θητεία της στο alternative pop συγκρότημα Ονειροπαγίδα.

Από τη συζήτησή μας αυτή προέκυψε λοιπόν μια πλούσια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τους συντελεστές για τις ανάγκες του δημοσιεύματος


Η «Σύναξις» είναι η πρώτη σου δουλειά ως Catelouso; Γιατί στο site σου διάβασα και για το «Τραγούδι Των Σειρήνων»...

Παναγιώτης Λευθέρης (Π.Λ.): Το «Τραγούδι Των Σειρήνων» είναι ουσιαστικά μια συλλογή από τραγούδια τα οποία είχα μαζέψει από τα εφηβικά μου χρόνια. Ήταν και πάλι ένα προσωπικό παραμύθι, με κύριο άξονα αναφοράς τα Κύθηρα. Η «Σύναξις» αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τη συνέχειά του, όμως το «Τραγούδι Των Σειρήνων» δεν έχει εκδοθεί –υπάρχουν κάποιες σκέψεις να κυκλοφορήσει στο μέλλον. 

Τη «Σύναξη», αφού την ηχογραφήσαμε, χρειάστηκε μια περίοδος ανακατασκευών μέχρι να καταλήξουμε στη μορφή που θέλαμε. Το ψειρίσαμε δηλαδή το θέμα, να φανταστείς ότι απορρίψαμε ολόκληρο mastering, γιατί δεν μας άρεσε. Και πρέπει να ευχαριστήσουμε και τους ηχολήπτες μας, τον Δημήτρη Ξενικάκη και τον Ζαφείρη Κοντογεώργη, γιατί χωρίς τη δική τους βοήθεια δύσκολα θα γίνονταν όλα αυτά.

Πόσο εύκολο είναι να λειτουργήσει ένα δεκαμελές σχήμα με συμμετέχοντες από όλη την Ελλάδα, όπως οι Lyrae Cantus; Γνωριζόσαστε όλοι μεταξύ σας; 

Σόνια Χαραλαμπίδου (Σ.Χ.): Τα ιδρυτικά μέλη είμαστε χρόνια μαζί, συμμαθητές από το μουσικό σχολείο. Έξι μέλη από τα δέκα, δηλαδή, έχουμε πολλά χρόνια τριβής μαζί και σε επαγγελματικό, μα και σε φιλικό επίπεδο. Από εκεί και πέρα υπήρξαν άνθρωποι τους οποίους προσεγγίσαμε εμείς, λόγω αναγκών, που μας ακολουθούν εδώ και κοντά 10 χρόνια –όπως είναι π.χ. οι δυο μας τραγουδιστές, ο Βαγγέλης Μανιάτης και ο Valeri Oreshkin. 


Ξέρω ότι ο Παναγιώτης είχε φύγει στο εξωτερικό, για σπουδές στην Ολλανδία. Οι μουσικές σπουδές στο εξωτερικό είναι κάτι ακόμα το οποίο σας ενώνει;

Σ.Χ.: Όχι ακριβώς, δεν φύγαμε όλοι για το εξωτερικό. Το δυστύχημα με τη μουσική την οποία παίζουμε εμείς, τη μεσαιωνική και την αναγεννησιακή, είναι ότι ο ορίζοντας είναι πολύ περιορισμένος. Ειδικά σε ελληνικό επίπεδο, τα πράγματα είναι από ανύπαρκτα έως μηδαμινά. Δύο μέλη μας, ας πούμε, διδάσκουν στο πανεπιστήμιο, είναι καθηγητές στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Κέρκυρας: ο Γιάννης Τουλής και ο Βασίλης Πριόβολος. 

Π.Λ.: Και το θέμα είναι ότι όλα αυτά τα πράγματα, που τα κάνεις στην Ελλάδα με ό,τι περίσσιο χρόνο, μεράκι κι ενέργεια διαθέτεις, δεν έχουν να πατήσουν κάπου. Η «Σύναξις», ας πούμε, έχει ως τώρα απασχολήσει περισσότερο εσάς τους δημοσιογράφους. Για οτιδήποτε άλλο, π.χ. μια ζωντανή παρουσίαση, θα πρέπει να το κυνηγήσουμε μόνοι μας. Προφανώς χρειάζεται να αναπτυχθεί κι ένα δίκτυο δημοσίων σχέσεων, ίσως να είναι και γενικά δύσκολο λόγω του γεγονότος ότι όλοι οι συντελεστές είμαστε σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη.

Είναι, ίσως, και ζήτημα κατάταξης, σε μια εποχή η οποία λατρεύει να σκέφτεται σε «κουτάκια». Για εσάς δηλαδή, αν σας προσέγγιζε κάποιος που δεν σας γνώριζε και ρώταγε τι μουσική παίζετε, πόσο εύκολη θα ήταν η απάντηση; 

Π.Λ.: Ναι, δυσκολεύτηκα κι ακόμα δυσκολεύομαι να εντοπίσω το λεγόμενο «target group» αυτής της δουλειάς. Ακόμα και σε εκείνες τις λίστες που σου βγάζουν τόσα διαφορετικά μουσικά είδη για να διαλέξεις, π.χ. στο MySpace, μόνο στο «other» θα μπορούσε να καταχωρηθεί η «Σύναξις». Σίγουρα θα τραβήξει ανθρώπους οι οποίοι έχουν μια εξοικείωση με την κλασική και την παλιά μουσική –γιατί, πρέπει να τονιστεί, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ξένοι γνωστοί μου που το άκουσαν, πάλι, το θεώρησαν ως παραδοσιακή μουσική. 

Η δική μου πρόθεση ήταν να φτιάξω κάτι το οποίο να εντάσσεται στο ελληνικό τραγούδι, αλλά να το κάνει με μέσα διαφορετικά από τα τετριμμένα. Παλιότερα αυτό συνέβαινε συχνά, π.χ. ο Διονύσης Σαββόπουλος έφτιαξε καταπληκτική ελληνική μουσική χρησιμοποιώντας άλλες πηγές έμπνευσης. Πράγμα, νομίζω, που πλέον λείπει. Ήθελα, λοιπόν, κάτι που να είναι επικοινωνιακό, μα δίχως εκπτώσεις. 

Για πες μου και για το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Κατελούζος (Catelouso). Πώς προέκυψε;

Π.Λ.: (γέλια) Όλοι με ρωτάνε γι' αυτό! Δεν είναι, όμως, κάτι που το έβγαλα από το μυαλό μου: την οικογένειά μου στο χωριό την ξέρουν ως «Κατελούζους». Επειδή στα Κύθηρα χρησιμοποιούνται 10-20 επίθετα, τα φέρουν και οικογένειες άσχετες μεταξύ τους, δίχως καμία συγγένεια. Έτσι, είναι με τα παρατσούκλια που βγαίνει κάποια άκρη, ξέρεις π.χ. ότι ο τάδε Λευθέρης είναι Κατελούζος, ενώ υπάρχει κι άλλος Λευθέρης, άσχετος. Αποφάσισα να το χρησιμοποιήσω στα πλαίσια της συνεργασίας με τους Lyrae Cantus, γιατί το Λευθέρης & Lyrae Cantus δεν μου άρεσε! (γέλια) Νομίζω ότι θα το χρησιμοποιώ σαν ψευδώνυμο με το οποίο θα παρουσιάζω τις «κυθηραϊκές» μου δουλειές. 

Οι υπόλοιποι Lyrae Cantus σχετίζεστε καθόλου με τα Κύθηρα;

Σ.Χ.: Όχι. Κάποτε είχαμε κανονίσει να έρθουμε για μια συναυλία, όταν ο Παναγιώτης ήταν υπεύθυνος κάποιων πολιτιστικών εκδηλώσεων στο νησί, για να παίξουμε ουσιαστικά το ρεπερτόριό μας. Πλέον, έχουμε χρόνια που πηγαίνουμε στα Κύθηρα. Και πιστεύω θα μας λείψει, αν πάψουμε να το κάνουμε. Έχουν γίνει τόπος αναφοράς για μας. 

Για σένα Παναγιώτη, που μεγάλωσες στα Κύθηρα, πόσο εύκολο ήταν να ασχοληθείς με ό,τι ασχολήθηκες; 

Π.Λ.: Εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολο ακόμη και να βρεις έναν δάσκαλο να σου κάνει ιδιαίτερο μουσικής, τώρα υπάρχει και Ωδείο. Αλλά στα Κύθηρα, όπου δεν είχαμε τίποτα, ήταν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Ήξερα, ας πούμε, ότι θέλω να ασχοληθώ με τη σύνθεση. Όταν ήρθα στην Αθήνα, όμως, έχοντας κάνει μόνο έναν χρόνο πιάνο, και πήγα στα ωδεία και είπα «γεια σας, θέλω να σπουδάσω σύνθεση», με ρωτάγανε αν έχω κάνει θεωρητικά. Και μου είπανε, με λίγα λόγια, ότι μόνο αν έχω ολοκληρώσει κάποιους πολυετείς κύκλους σπουδών, θα μπορούσα να τολμήσω να γράψω κάτι χορωδιακό. 

Με αυτήν τη διαδικασία έχασα τον προσανατολισμό μου σε επίπεδο σπουδών και μου πήρε αρκετά χρόνια να τον ξαναβρώ. Αλλά όταν πήγα στην Ολλανδία, το είδα να συμβαίνει: είδα να δέχονται στη μουσική ακαδημία ένα ταλαντούχο παιδί που πήγε να σπουδάσει σύνθεση χωρίς να έχει κάνει προηγούμενες σπουδές. Τον είχαν βέβαια 2 χρόνια υπό κατάταξη, όμως το σύστημα εκεί ήταν ελαστικό, έδινε τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο.

Τι είναι αυτό που κάνει την Ολλανδία προορισμό για κάμποσους, πια, νέους Έλληνες μουσικούς; Τι έχει πετύχει να φτιάξει αυτή η χώρα, που να δείχνει τόσο ελκυστικό; 

Π.Λ.: Όταν πήγα στην Ολλανδία δεν ήταν ακόμα ακουστή για σπουδές μουσικής, πήγα αναζητώντας έναν συγκεκριμένο καθηγητή. Στην Ολλανδία βρήκα μια πολύ καλοστημένη μουσική εκπαίδευση και φαντάζομαι πως, σιγά-σιγά, το ανακάλυψαν κι άλλοι: εγώ ο ίδιος έχω παρακινήσει αρκετούς να πάνε προς τα εκεί.

Σ.Χ.: Πιστεύω ότι είναι θέμα διαφορετικής πολιτικής. Για κάποιον λόγο στην Ολλανδία άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται στις κατάλληλες θέσεις αποφασίζουν να επενδύσουν στη μουσική ακαδημαϊκή εκπαίδευση και δημιουργία. Είναι τόσο απλό. Βέβαια, για να στήσεις ένα τέτοιο εγχείρημα, είναι απαραίτητο να προϋπάρχει η οργάνωση και να την έχεις δοκιμάσει και σε άλλους εκπαιδευτικούς τομείς. 

Οι Ολλανδοί, όμως, έχουν την ανοχή και τη φαντασία να εμπιστεύονται κάποιους ανθρώπους οι οποίοι είναι οι πλέον κατάλληλοι για κάτι τέτοιο, χωρίς να είναι φίλοι τους ή κάτι τέτοιο. Η σκέψη τους είναι τολμηρή και μακροπρόθεσμη. Στην Ελλάδα, πάλι, στον πολιτισμικό σχεδιασμό όσον αφορά τη μουσική, λειτουργεί πολύ το τι θέλουν να ακούσουν οι άλλοι, παρά το τι θα έπρεπε να ακούσουν. 

Παρ' όλα αυτά, Παναγιώτη, εσύ δεν έμεινες στην Ολλανδία. Γύρισες στην Ελλάδα και μάλιστα στα Κύθηρα...

Π.Λ.: Ήταν δίλημμα. Δεν ήμουν πια πιτσιρικάς όταν έφυγα από την Ολλανδία, οπότε το έκανα πολύ συνειδητά. Ζύγισα τι είχα από τη μία πλευρά και τι υπήρχε στην άλλη. 

Από τη μία, λοιπόν, είχα μια πολύ οργανωμένη κοινωνία, η οποία δίνει σημασία και χρήματα στον πολιτισμό, όπου θα μπορούσα να ζήσω ως συνθέτης, χωρίς να κάνω εμπορικά πράγματα. Από την άλλη, ήταν ο ήλιος και η φύση της Ελλάδας. Και το τοπίο των Κυθήρων έπαιξε μεγάλο ρόλο. Όσο ιδεαλιστικό κι αν ακούγεται αυτό, ίσως δεν είχα γυρίσει αν ήταν να ζούσα στην Αθήνα. Και δεν το μετάνιωσα, αν και όταν ξαναπήγα μια επίσκεψη στην Ολλανδία μου βγήκε μια νοσταλγία που δεν την περίμενα. Θα ήταν ψέματα, βέβαια, αν έλεγα ότι γύρισα μόνο για τον ήλιο: είναι και η ελληνική ψυχοσύνθεση. Μου έλειπαν και οι άνθρωποι, ο τρόπος επικοινωνίας. Όμως δεν νιώθουν όλοι έτσι. 

Σ.Χ.: Ναι, αλλά τελικά ήταν πιο σημαντικά αυτά από τη δουλειά σου; Όταν δηλαδή όλη σου η τρέλα, απ' όταν ήσουν μικρός, ήταν να σπουδάσεις και να γράφεις μουσική και εφόσον βρήκες τελικά έναν γεωγραφικό τόπο σαν Γη της Επαγγελίας –ο οποίος δεν στα προσφέρει μονάχα απλόχερα, αλλά σου δίνει και τη δυνατότητα να ζεις και από αυτό το πράγμα– φτάνεις, ζυγίζοντας τα πράγματα, να σου βγαίνει ο ήλιος και η απανεμιά και το μπλα μπλα με τους Έλληνες; 

Για μένα φταίει και το ότι εδώ δεν μας μαθαίνουν από μικρούς να υπερασπιζόμαστε αυτό που θέλουμε μέχρι τέλους. 

Π.Λ.: Ακριβώς, όμως, επειδή στην Ολλανδία το πλαίσιο ήταν πολύ επαγγελματικό, από κάποια πλευρά δεν μου ταίριαζε απόλυτα. Κακά τα ψέματα, η σύνθεση δεν είναι επάγγελμα. Δεν υπάρχει επάγγελμα ποιητής.

Εσένα, Σόνια, πώς και σε τράβηξε το αναγεννησιακό λαούτο; 

Σ.Χ.: Εμένα, αρχικά, με τράβαγαν τα έγχορδα. Αλλά σε κάποια φάση, όταν λόγω ενός τραυματισμού στην κιθάρα –εξαιτίας κακής εκπαίδευσης– δεν μπορούσα πια να εκτονώσω την ενέργειά μου εκεί, βρέθηκα σε μια τάξη παλαιάς μουσικής. Με τσίγκλησε η όλη ιστορία κι έτσι ξεκίνησα αναγεννησιακό λαούτο, ένιωσα ταγμένη σε αυτό. Οι σπουδές, βέβαια, δεν είναι αναγνωρισμένες στην Ελλάδα: κάνεις δηλαδή όσα χρόνια θέλεις, όσο σκαμπάζει το κεφάλι σου, και όλα τα ψάχνεις μόνος σου.

Π.Λ.: Έτσι γνώρισα κι εγώ τη Σόνια, ως μια πιτσιρίκα με ένα λαούτο στο χέρι!

Με τον Σείριο πώς έγινε και βρέθηκε η άκρη, ώστε να βγει η «Σύναξις»; 

Π.Λ.: Ταχυδρόμησα πέντε CD, όταν η δουλειά ήταν πια ολοκληρωμένη, σε πέντε εταιρείες. Οι τέσσερις δεν πήραν καν τηλέφωνο, εγώ πήρα στις δύο από αυτές, αλλά δεν μπορούσα καν να βρω έναν υπεύθυνο να μου πει αν το άκουσε. Μόνο ο Γιώργος ο Χατζιδάκις με πήρε τηλέφωνο, ενθουσιασμένος, και ήθελε να το βγάλει. Πέντε ακόμα άνθρωποι σαν κι αυτόν αν υπήρχαν στην Ελλάδα, πιστεύω θα ήταν καλύτερα τα πράγματα.

Σε κάποιον που δεν έχει πάει ποτέ στα Κύθηρα, το άλμπουμ βγάζει μια παραμυθένια εικόνα για το νησί, ως ένα ειδυλλιακό θέρετρο όπου ο χρόνος έχει σταματήσει...

Π.Λ.: Το concept δεν είναι τεχνητό, είναι κάτι το υπαρκτό για μένα, ακόμα κι αν, μένοντας εκεί, απομυθοποιούνται κάποια πράγματα. Υπάρχει, όμως, ένας συνδυασμός φύσης και ανθρώπινων ιχνών, που σου ασκεί μια γοητεία και σε στέλνει πίσω στον χρόνο. 

Αλήθεια, τι σας αρέσει και τι σας απωθεί στο ελληνικό τραγούδι;

Σ.Χ.: Τρελαίνομαι με τον Νίκο Μαμαγκάκη όταν γράφει ελληνικά τραγούδια και τον μισώ όταν καταπιάνεται με τη λόγια μουσική. Επίσης, όταν βρέθηκα στους Ονειροπαγίδα, ήμουν τρελαμένη με την ιδέα της ελληνόφωνης pop, το έβρισκα υπέροχο. Μου αρέσει και το πώς γράφει ο Στάμος Σέμσης, έχει κάτι το μαγικό. Με κουράζει οτιδήποτε ακολουθεί μια προδιαγεγραμμένη πορεία, δίχως να σε βγάζει κάπου αλλού. Π.χ. το να ακούσω τον 18ο, ξέρω 'γω, δίσκο της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, όπου της έχει γράψει μουσική ο 14ος διαφορετικός συνθέτης με μόνο γνώμονα το τι ταιριάζει στα πλαίσια και στα όριά της, το βρίσκω εξαιρετικά κουραστικό. 

Π.Λ.: Εγώ, πάλι, δεν ακούω και πάρα πολύ ελληνικό τραγούδι, γιατί πιστεύω ότι κάποιος που γράφει μουσική πρέπει να ακούει πολλά διαφορετικά πράγματα. Δηλώνω, πάντως, πολύ ενθουσιασμένος με το τι έχει κάνει πρόσφατα ο Γιάννης Αγγελάκας, τόσο με τον Νίκο Βελιώτη, όσο και με τους Επισκέπτες. Γιατί έχεις έναν άνθρωπο με μια επιτυχημένη πορεία, ο οποίος, αντί να πατήσει σε αυτήν και να συνεχίσει να καρπώνεται τη λάμψη της –λιβανίζοντας την εικόνα του– δοκιμάζει κάτι άλλο, έχοντας μάλιστα τα μάτια της δημοσιότητας πάνω του. Ενώ βλέπεις κάποιους άλλους μουσικούς, που, ενώ ήταν σε πετυχημένες μπάντες πριν, βγήκαν μετά σόλο αναμασώντας τα ίδια πράγματα. 



12 Μαρτίου 2024

Catelouso & Lyrae Cantus - Σύναξις [δισκοκριτική, 2007]


Μια κριτική μου από τα τέλη του 2007 στο άλμπουμ «Σύναξις» του Catelouso (κατά κόσμον Παναγιώτης Λευθέρης) και των Lyrae Cantus: ένα πόνημα που ακόμα θυμάμαι ως ανάμεσα στα λίγα συναρπαστικά πράγματα που άκουσα στα όρια του ελληνικού τραγουδιού από το 2000 και μετά, μα δεν εκτιμήθηκε δεόντως από την κριτική της εποχής και δεν βρήκε, νομίζω, τη δημοσιότητα και την απήχηση που του άξιζε. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία εικονίζει τον Παναγιώτη «Catelouso» Λευθέρη και παραχωρήθηκε από τον ίδιο, για τις ανάγκες σχετικών δημοσιεύσεων της εποχής 


Την πρώτη φορά που αντίκρισα τον δίσκο «Σύναξις», με ιντρίγκαρε· κάτι μυστηριώδες και μη ορθολογικό τράβηξε αμέσως την προσοχή μου πάνω του. Στη συνέχεια, το ερώτημα που μου απηύθυναν, αν είμαι σίγουρος δηλαδή ότι το ήθελα για το Avopolis γιατί ήταν «εξειδικευμένη» κυκλοφορία, με κέντρισε ακόμα περισσότερο. Όταν, δε, το άκουσα, μαγεύτηκα. Και, τόσες ακροάσεις μετά, ακόμα το ίδιο παθαίνω. 

Είναι, για μένα τουλάχιστον –γιατί δεν το υποδέχτηκαν όλοι οι κριτικοί τόσο θετικά– ένα τελείως έξω από τα συνηθισμένα άλμπουμ, το οποίο δεν θα βρει μαζική απήχηση και δεν μπαίνει κάτω από καμία ταμπέλα, μα σαφώς αποτελεί μια πρόταση για το ελληνικό τραγούδι. Ο Σείριος του Γιώργου Χατζιδάκι, άλλωστε, ξέρει καλά τι κυκλοφορεί. 

Ας κάνουμε και κάποιες απαραίτητες συστάσεις, όμως. Η «Σύναξις» αυτή είναι έργο που παραγγέλθηκε. Γράφτηκε από τον Κυθήριο συνθέτη Παναγιώτη Λευθέρη το καλοκαίρι του 2004 για την επαναλειτουργία, μετά από πολλά χρόνια, της εκκλησίας της Παναγίας Κοντελετούς στο χωριό Λιβάδι των Κυθήρων και εκτελέστηκε από το σύνολο μεσαιωνικής και αναγεννησιακής μουσικής Lyrae Cantus. Τόσο η παραγγελία και η περίσταση –που είχαν ως προϋπόθεση ένα κλίμα θρησκευτικό, κατανυκτικό και συνάμα έντονα «κυθηραϊκό»– όσο και η υφολογική δέσμευση προς τη λεγόμενη «παλιά μουσική» (την οποία σηματοδοτούσε η χρησιμοποίηση των Lyrae Cantus), δεν αποδείχθηκαν παρά αφορμές για τον Παναγιώτη Λευθέρη. Ώστε να καταθέσει κάτι πρωτότυπο, το οποίο δεν είναι, τελικά, ούτε παλιά μουσική, ούτε κλασική, ούτε θρησκευτική, ούτε έντεχνο, ούτε παραδοσιακό, αλλά σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, χτισμένο με στοιχεία από όλα τα προαναφερόμενα είδη. 

Σε μια άλλη κριτική για το εν λόγω άλμπουμ, γραμμένη από έναν μουσικοκριτικό που ομολογώ πως θαυμάζω και θεωρώ σπουδαίο, η διάσταση χάθηκε εντελώς. Και λαθεμένα, νομίζω, η Σύναξις συγκρίθηκε, απαξιωτικά, τόσο με δουλειές «αναβίωσης» της μεσαιωνικής και αναγεννησιακής μουσικής της Δυτικής Ευρώπης (όπως των Estampie και Ex Cathedra, λ.χ.), όσο και με δίσκους καταγραφής της δημοτικής κυθηραϊκής μουσικής (όπως το θαυμάσιο «Πέρασμα Στα Κύθηρα», που παρήγαγε ο Εξωραϊστικός Σύλλογος Μητάτων Μυρτιά το 1991). Εδώ, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με τίποτα ανάλογο. 

Ναι μεν ακούμε (μεταξύ άλλων) διασκευές σε παραδοσιακά κυθηραϊκά τραγούδια όπως το "Νυφιάτικο" ή το "Όμορφη Που 'Σαι...", ναι μεν αναγεννησιακά λαούτα, βιόλες ντα γκάμπα και φλάουτα με ράμφος επιστρατεύονται ώστε να ντύσουν με τους «παλαιούς» τους ήχους στίχους και ποιήματα Κυθήριων ποιητών ("Λαγγαδιανό Νερό", "Το Πηγάδι", "Αγωνία"), ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα προκύπτει ως κάτι που υπερβαίνει τα εκφραστικά μέσα. Aκριβώς γιατί τα χρησιμοποιεί ώστε να παράγει ένα σύγχρονο ελληνικό τραγούδι εντελώς διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο έχουμε μάθει να ορίζουμε ως τέτοιο.

Από την αρχή-αρχή, πρώτα με ένα συγκλονιστικό απόσπασμα από την Αγία Γραφή ("Εκκλησιαστής, Κεφάλαιο Θ΄, 5") και αμέσως μετά με μια υπέροχη μελοποίηση του κεφαλαίου κς΄, 9 από την Προσευχή του Ησαΐου του Προφήτου ("Εκ Νυκτός Ορθρίζει"), ο ακροατής βυθίζεται σε κλίμα κατάνυξης και θρησκευτικού μυστικισμού, που, προς τιμήν του, δεν διαθέτει απολύτως τίποτα το θρησκόληπτο ή το νεο-ορθόδοξο. Μέσω αυτού, λοιπόν, βρίσκεται να ταξιδεύει στο παρελθόν των Κυθήρων, γενόμενος ένα με τα τοπία τους, με τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους και με τα ιστορικά ίχνη των ανθρώπων οι οποίοι έδρασαν εκεί. 

Έπειτα, με αιχμές του δόρατος το καταπληκτικό οργανικό "Ιντερλούδιο", την αριστουργηματική μελοποίηση και ερμηνεία στα βγαλμένα θαρρείς από έναν άλλον, άυλο, κόσμο "Κούλουθρα" (σε ποίηση Πάνου Φύλλη, της κυριότερης, ίσως, μορφής στη νεότερη κυθηραϊκή λογοτεχνία), με το παιχνίδι του χρόνου που εκτυλίσσεται στο "Πηγάδι", όπως και με την ατμόσφαιρα των "Τάφων", η «Σύναξις» κερδίζει όλα τα στοιχήματα τα οποία βάζει. Παράλληλα, επίσης, κατακτά μια θέση ανάμεσα στις πιο πρωτότυπες ελληνικές δημιουργίες των τελευταίων χρόνων, έχοντας μάλιστα τα φόντα να σταδιοδρομήσει και στο εξωτερικό. Έστω κι αν χρειαστεί, τελικά, να βαφτιστεί με τους –περιοριστικούς– χαρακτηρισμούς «κλασική» και «παραδοσιακή» μουσική, ώστε να γίνει κάτι τέτοιο.