12 Απριλίου 2022

Abbath - ανταπόκριση (2016)


Κάμποσο το νερό στο αυλάκι από τότε που ο Abbath Doom Occulta (ο Νορβηγός Olve Eikemo, δηλαδή) έγινε χέβι μέταλ σταρ ως τραγουδιστής και κιθαρίστας των κραταιών Immortal. Αρπάχτηκαν ως γνωστόν το 2015, αυτός έφυγε και ανακοίνωσε την ίδρυση των Abbath, εκείνοι σκέφτηκαν να το διαλύσουν, μα τελικά συνέχισαν.

Οι τρεις δίσκοι των Abbath, τώρα, χωράνε κάμποση συζήτηση. Όχι όμως και οι ζωντανές τους εμφανίσεις, στις οποίες ο ηγέτης τους πραγματικά λάμπει. Το είδα άλλωστε με τα μάτια μου τον Γενάρη του 2016, σε ένα εμφατικό sold-out στο Κύτταρο.

Με αφορμή λοιπόν τον φετινό δίσκο Dread Reaver, αναδημοσιεύεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– η ανταπόκριση από εκείνη τη συναυλία, που τότε δημοσιεύτηκε για λογαριασμό του Avopolis. Η κάτωθι φωτογραφία ανήκει στον Stefan Bollman και προέρχεται από τα Wikipedia Creative Commons. Η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Al Case. Η φωτογραφία των Order Of The Ebon Hand ανήκει στην Αλεξάνδρα Αλεξίου.


Εκείνη η καταλυτικού ουμανισμού φράση «ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον» δεν χάνει ποτέ τη σοφία της στο διάβα των αιώνων. Είναι βέβαια μια εμφανής από μέρους μου τρολιά, να ξεκινάω ανταπόκριση black metal συναυλίας με ...Ιησού, ωστόσο γύριζε πράγματι στο μυαλό μου καθώς γκρίνιαζα για την καθυστέρηση της έναρξης στο Κύτταρο. 

20.30 με 21.15 θα έπαιζε, λέει, το support –21.25 βγήκε, 10 λεπτά δηλαδή αφότου υποτίθεται θα είχε τελειώσει· 21.45 έγραφε το πρόγραμμα θα εμφανίζονταν οι Abbath, περίπου 22.50 τους είδαμε. Ξέρω ότι τα έχουν και οι διοργανωτές τα δίκια τους και τέτοια πράγματα δεν γίνονται επειδή αδιαφορούν (ή, τέλος πάντων, δεν αδιαφορούν όλοι). Αλλά για ακόμα μία φορά ξεροσταλιάσαμε οι έγκαιρα προσερχόμενοι και επιβραβεύτηκαν οι καθυστερόπουλοι. Κάτι πρέπει να γίνει, σε κάποιο σημείο. Δεν γίνεται και την πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος. Ίσως πρέπει να παίζει μικρότερο set το support; Ή να κόβεται και εντελώς;

Εύκολο να το λες, όμως, μα δύσκολο να το υποστηρίξεις όταν βλέπεις support acts με την ποιότητα των Order Of The Ebon Hand. Το αθηναϊκό τρίο ήταν ιδανικό από άποψη ήχου και γενικότερης αισθητικής για να «ζεστάνει» τα πράγματα και το έκανε με πραγματικές επιδόσεις. Οι οποίες ώθησαν το κατάμεστο Κύτταρο –που είχε ανοίξει ακόμα και τους εξώστες του προκειμένου να υποδεχθεί το ενθουσιώδες πλήθος– να τους χειροκροτήσει ουκ ολίγες φορές με ιαχές και χέρια ψηλά, αφήνοντας στην άκρη τη μουρμούρα για τη χρονική καθυστέρηση. 


Δεν ήταν δύσκολο να συμβεί, άλλωστε, αφού το σχήμα μας πήρε από τα μούτρα ήδη από τις εναρκτήριες νότες του "Behold The Sign Of A New Era" και έπαιξε σαν να ήταν δική του η βραδιά στο Κύτταρο, φτάνοντας σε μπόλικες κορυφώσεις κατά τη διάρκεια του 45λεπτου που τους αναλογούσε. Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε μερικές ανάμεσά τους, θα σταθώ προσωπικά στη γκαζωμένη διασκευή στο "Stone Deaf Forever" των Motörhead (ένας φόρος τιμής στον Lemmy) και στην απίθανη εκτέλεση που επεφύλαξαν στο "The Skull (The Mystic Path To The Netherworld)". Ας σημειωθεί πάντως ότι  έπαιξαν κι ένα ολοκαίνουργιο κομμάτι, από το επερχόμενο άλμπουμ που, όπως μάθαμε, θα είναι αφιερωμένο στην 7η κάρτα των Ταρώ (το Άρμα). Καθώς μας χαιρετούσαν, μάλιστα, έπεσε και ατάκα-tribute για τον Άκη Καπράνο ανάμεσα στο κοινό, τον οποίον οι περισσότεροι γνωρίζουν ως κινηματογραφικό κριτικό, μα ορισμένοι θυμόμαστε και ως «Lethe». 

Mε τέτοιο support και με δεδομένη την ημίωρη καθυστέρηση για να ετοιμαστεί η σκηνή –που και πάλι τσίτωσε μερικά νεύρα, με αποτέλεσμα να ηχήσουν κάμποσα «άντε ρεεε» καθώς ο τεχνικός του χώρου δοκίμαζε, με τον φακό στο στόμα, κιθάρες, τύμπανα και μικρόφωνο– ο Abbath Doom Occulta χρειαζόταν να μπει κατά τρόπο αποστομωτικό. Αυτό και έκανε, παρέα με τους ικανότατους συνοδοιπόρους του King Ov Hell (μπάσο), Gabe Seeber (ντραμς) & Ole André Farstad (κιθάρα), με τους οποίους και συνεχίζει την Immortal κληρονομιά, σε πείσμα των Harald Nævdal & Reidar Horghagen που συνεχίζουν υπό το κέλυφός τους. Προφανώς πιστεύοντες κι εκείνοι στο λίαν παραπλανητικό καπιταλιστικό ρητό «ουδείς αναντικατάστατος».

Το Κύτταρο κάηκε λοιπόν στις φλόγες της black metal Κόλασης και τόσο η πλατεία όσο και ο εξώστης το καταχάρηκαν το live, δείχνοντάς το (εμφατικά) σε κάθε στιγμή που το απαίτησε ο Abbath. Ο οποίος μπορεί να μη μας φιλοδώρησε αυτή τη φορά με κάποια επική ατάκα, σαν εκείνο το «we're Immortal and the sun no longer rises!» που αντήχησε στο Rockwave του 1999, πάντως η μακρουλή κόκκινη γλώσσα του πεταγόταν ανά στιγμές με πραγματικά ...ερπετοειδή τρόπο. Υποβοηθούμενη βέβαια από το ασπρόμαυρο μακιγιάζ και από τα υποβλητικά φώτα της σκηνής. Εκεί, στη μέση της, ο μεγάλος Νορβηγός έμοιαζε με ανδρικό ανάλογο της Μαύρης Αίγας, Σουμπ Νιγκουράθ –κι εμείς με τα Χίλια Νεογνά της, με τις μπροστινές σειρές να γιορτάζουν με ανελέητα mosh pits κάθε που ακουγόταν κάτι από τις δόξες των Immortal.

Φυσικά οι Abbath είχαν και ολόφρεσκο ντεμπούτο στις αποσκευές τους και ήταν δεδομένο πως θα το τιμούσαν. Και το έκαναν μια χαρά, γιατί στη live συνθήκη μειώθηκε ο στόμφος που το χαρακτηρίζει και δόθηκε η ευκαιρία να λάμψουν περισσότερο τα φωνητικά του πραγματικά ακούραστου ηγέτη τους. Ωστόσο τίποτα από αυτό το υλικό δεν είναι σε θέση να συγκριθεί με τα κλασικά, όσα έκαναν δηλαδή τους Immortal σημείο αναφοράς, επιτρέποντάς τους να «σπάσουν» τα όρια του black metal και να βρουν θαυμαστές ακόμα και ανάμεσα στους επιφυλακτικούς με την ακραία μουσική rockers. Οι black πιουρίστες, βέβαια –όσοι πίνουν νερό στο όνομα του Battles In The North (1993)– πάλι θα γκρίνιαζαν πιστεύω για τη setlist. Αλλά οι υπόλοιποι μείναμε υπέρ το δέον ικανοποιημένοι με επιλογές σαν τα "Tyrants", "One By One" ή "Solarfall". Τέτοιες στιγμές μας χάρισαν μια γεύση από τα πολυσχιδή riffs των Immortal, για τα οποία πάντα θα πιστεύω πως έχουν μια ρέμπελη rock 'n' roll «ψυχή» κάτω από το βαρυμεταλλικό τους κάλυμμα. 

Ήταν πολύ ακριβό το εισιτήριο των 26 ευρώ για τους καιρούς μας, όπως συζητούσε μια παρέα δίπλα μου, ενόσω η καθυστέρηση της εκκίνησης καλά κρατούσε. Δίκιο έχουν, όμως ο/οι Abbath απέδειξαν ότι τα άξιζαν μέχρι τελευταίου μονολέπτου. 



04 Απριλίου 2022

Οι Batushka ξανάρχονται στην Ελλάδα –εξαιρετικά, αλλά ποιοι Batushka;


Αν και το black metal πέταξε κάμποσα κλαδιά στην ιστορική του πορεία, γενόμενο ένα από τα πιο ενδιαφέροντα είδη του σύγχρονου μουσικού στερεώματος, το «παραδοσιακό» του (και κομματάκι γραφικό, πια) αντι-χριστιανικό μένος συνέχισε σταθερά να εμπνέει και να κινητοποιεί. Με διάφορους τρόπους. 

Πιο κοντά στα δικά μας χρόνια, ας πούμε, ήταν οι Πολωνοί Batushka (Батюшка σημαίνει «πάτερ» στη γλώσσα τους) που πέτυχαν να αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη διάσταση, παρουσιάζοντας ένα heavy θεατρικό θέαμα γεμάτο μανδύες, κηροπήγια και φθαρμένες εικόνες της Βρεφοκρατούσας. Δεν ήταν πρωτόγνωρο, ασφαλώς. Όμως το συγκρότημα από το Białystok ερχόταν από μια χώρα της ανατολικής Ευρώπης που διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με το θρησκευτικό συναίσθημα, ενώ διέθετε και το επιπλέον ατού ότι άντλησε από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία –και όχι από τον Ρωμαιοκαθολικισμό– γράφοντας και στίχους στην Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική γλώσσα. Ή, αλλιώς, στην πρώτη λογοτεχνική γλώσσα των Σλάβων, η οποία αναπτύχθηκε από τη διάλεκτο που άκμαζε στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη του 9ου αιώνα.

Χάρη λοιπόν σε ορισμένα εντυπωσιακά τραγούδια από το ντεμπούτο Litourgiya (2015), στις ωραίες τους συναυλίες, αλλά και στην εκμετάλλευση διαδρόμων που άνοιξε η επιτυχία των Σουηδών Ghost, οι Batushka έγιναν ένα μικρό φαινόμενο των '10s. Πέτυχαν μάλιστα να ξεφύγουν από τα black σύνορα, απευθυνόμενοι σε ένα ευρύτερο κοινό με «σκληρά» γούστα. Εκεί όμως που φαινόταν να ανοίγεται εμπρός τους πεδίον δόξης λαμπρόν (έπαιξαν λ.χ. ακόμα και στο Hellfest του 2018), έγιναν από δυο χωριά χωριάτες –όπως το λέμε στα δικά μας τα μέρη. Κι έτσι μέσα στο 2019 ξέσπασε αυτό που αρέσκομαι να αποκαλώ «Πόλεμο για τη Διαδοχή του Litourgiya».

Για να μην τα πολυλογούμε, η μπάντα ανατινάχθηκε και στήθηκαν δύο αντίπαλα συγκροτήματα με το όνομα Batushka: ένα από τον τραγουδιστή Bartłomiej Krysiuk κι ένα από τον κιθαρίστα και βασικό συνθέτη Krzysztof Drabikowski. Έσπευσαν δε να κονταροχτυπηθούν (και) δισκογραφικά, σκορπίζοντας σύγχυση μα και απογοήτευση σε πολλούς fans. 

Η πανδημία πάγωσε βέβαια τις εχθροπραξίες, όμως τώρα που σιγά-σιγά επιστρέφουμε σε πιο κανονικές συνθήκες φαίνεται ότι καλά κρατούν, αν κρίνω από το γεγονός ότι οι Batushka του Krysiuk ανακοίνωσαν συναυλίες στη χώρα μας: την Παρασκευή 15/4 θα παίξουν στην Αθήνα (στο Fuzz), το δε Σάββατο 16/4 στη Θεσσαλονίκη (στο Principal). 

Με αυτή την αφορμή, λοιπόν, να μια επαν-επίσκεψη στους δίσκους των αντίπαλων Batushka που βγήκαν μέσα στο 2019: το μεν Panihida από το γκρουπ του Drabikowski, το δε Hospodi από το γκρουπ του Krysiuk. Οι ορίτζιναλ κριτικές γράφτηκαν τότε για λογαριασμό του Avopolis, εδώ αναδημοσιεύονται όμως με μικρές τροποποιήσεις, αισθητικής φύσης. Με την απαραίτητη βέβαια σημείωση ότι, έκτοτε, οι Batushka του Krysiuk ενεργοποιήθηκαν περισσότερο όσον αφορά τη δισκογραφία, βελτιώνοντας την εικόνα που καταγράφεται εδώ.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Δημήτρη Καπάνταη και προέρχεται από τη συναυλία των (ενιαίων) Batushka στο Gagarin, τον Σεπτέμβριο του 2018


Batushka: Hospodi [Metal Blade]

Έναν χρόνο πριν (2018), live στο Gagarin, οι Batushka ήταν ακόμα ο Βαρθολομαίος, ο Μάρτιν και ο Χριστόφορος. Κανείς δεν γνώριζε επώνυμα, ούτε ποιος ήταν ή δεν ήταν το «αφεντικό» εντός μπάντας. Και κανείς δεν νοιαζόταν, αφού το θέμα βρισκόταν στα όσα έφτιαξαν μαζί πίσω στο 2015, με την παλιά, καλή μέθοδο του do-it-yourself: το άλμπουμ Litourgiya και οι υποβλητικές συναυλίες με τα ράσα, τα μανουάλια και τα Ορθόδοξα παραφερνάλια ήταν η έκπληξη που είχε ξεπηδήσει από το πλούσιο σε ζυμώσεις μεταλλικό underground της ανατολικής Ευρώπης. 

Πλέον, όμως, τα ράσα πετάχτηκαν και τα μανουάλια αλληλοεκσφενδονίστηκαν μεταξύ της τριπλέτας, με την τύχη του Μάρτιν (Marcin Bielemiuk) να αγνοείται. Σε ένα απολύτως βυζαντινό σκηνικό, ο τραγουδιστής Bartłomiej Krysiuk σπεύδει με το Hospodi να διακηρύξει ότι αυτός είναι οι Batushka, πετώντας έξω τον μέχρι πρότινος βασικό συνθέτη/κιθαρίστα Χριστόφορο (Krzysztof Drabikowski). Εκτός μπάντας, μα όχι εκτός μάχης, ο Drabikowski κατηγορεί τον Krysiuk ότι δεν είναι παρά ένας κοινός σφετεριστής. Και απαντά στήνοντας τους δικούς του Batushka, με τους οποίους και δίνει επίσης το δισκογραφικό παρών.

Πρόκειται για παλιά μα πάντα γελοία rock 'n' roll ιστορία, για την οποία θα αποφανθούν κάποια στιγμή τα (πολωνικά) δικαστήρια. Αλλά ασχολούμαστε. Γιατί τον περιμέναμε τον διάδοχο του Litourgiya, κοινό και κριτικοί. Ώστε να δούμε αν οι Batushka μπορούν να έχουν συνέχεια ή αν ήταν άλλη μία μπάντα-πυροτέχνημα, που για μια μαγική στιγμή μπόρεσε να τουμπάρει απολαυστικά τα κλισέ, κερδίζοντας πρόσημο «φρεσκάδας» ακόμα κι αν επί της ουσίας δεν άκουγες, ούτε και έβλεπες κάτι άγνωστο.

Στα περί διαδοχής, λοιπόν, το Hospodi απαντά απλοποιώντας (αρκετά) τα πράγματα. Είναι δηλαδή κάμποσα τα σημεία όπου ο Krysiuk δείχνει να αντιμετωπίζει το όλο στόρι με τους Batushka ως μια συνταγή ισορροπίας μεταξύ ψευδο-χριστιανικής λειτουργίας και στρογγυλοποιημένης metal αισθητικής με black φωνητικά και riffs, η οποία κουμπώνει στην ψαλμωδική εκφορά των «εξωτικών» στίχων και (δείχνει να) ξερογλείφεται για την πίτα των Ghost. 

Παρά ταύτα, θα ήταν άδικο να σημάνουμε πλήρη υποχώρηση από το εγχείρημα. Ο Krysiuk παραμένει άλλωστε λίαν αποτελεσματικός ως ερμηνευτής, ενώ στις συντεταγμένες του Hospodi εξακολουθεί να επιβιώνει κάτι από το θεατρικό πνεύμα της αντεστραμμένης λειτουργίας που λάνσαραν οι Batushka το 2015. Διόλου τυχαία, το άλμπουμ ξεκινάει με την καμπάνα του "Wozglas" να καλεί σε σύναξη πιστών και τελειώνει στα ...φτυαρίσματα του αργόσυρτου "Liturgiya", δείχνοντας ότι η αίσθηση του σόου παραμένει βασικό κομμάτι της όλης εξίσωσης.

Όμως, αν και γίνεται προσπάθεια να διατηρηθεί η γνώριμη ατμόσφαιρα, λείπει εμφατικά η (σχεδόν) doom, βλάσφημη κατάνυξη που διέθετε το Litourgiya. Το "Dziewiatyj Czas" είναι το μόνο τραγούδι του Hospodi που διατηρεί κάτι από την επιμελημένη μοχθηρία του προκατόχου του, έστω κι αν εντοπίζεται ενδιαφέρον και σε δύο ή τρεις ακόμα στιγμές –π.χ. στο "Utrenia", στο "Powieczerje" ή στο "Polunosznica", όπου για λίγο πιστεύεις ότι βρέθηκες σε καφενείο της Βαρσοβίας στο οποίο γερόντια τραγουδούν κάποιο folk άσμα από τα γλέντια της νιότης τους. Η απουσία επίσης του Bielemiuk γίνεται εμφανής στο παίξιμο των ντραμς, που καταλήγει μονοδιάστατα «γιγάντιο», πνίγοντας τα κομμάτια σε ένα τέμπο δίχως εκπλήξεις. 

Συμπερασματικά, το Hospodi δεν είναι για πέταμα, όπως φωνάζουν οι φανατικοί της άλλης εκδοχής των Batushka, οι οποίοι έχουν γεμίσει το ίντερνετ με κριτικές τύπου «don't buy this, buy the other one». Υπολείπεται όμως σε φαντασία, ενώ συνθετικά δεν βρίσκει τις λύσεις που χρειάζεται το γκρουπ για να πάει παρακάτω. Το όλο αποτέλεσμα παραμένει βέβαια διασκεδαστικό, αλλά, μείον την αισθητική του Litourgiya, παύει να ξεχωρίζει.


Batushka: Panihida [Sphieratz Productions]

Στον Πόλεμο για τη Διαδοχή του Litourgiya που ξέσπασε στο στρατόπεδο των Batushka κοντραρίστηκαν ο ρεαλισμός με το καλλιτεχνικό όραμα. Με τους τρέχοντες ρυθμούς της δισκογραφικής παραγωγής, δηλαδή, ο τραγουδιστής Bartłomiej Krysiuk αγχώθηκε: το γκρουπ έγινε όνομα αναφοράς χάρη στο ντεμπούτο του, όμως 4 χρόνια μετά (μάλλον) δεν μπορούσε να υποστηρίξει έναν ακόμα κύκλο διεθνών συναυλιών χωρίς φρέσκο υλικό. Από την άλλη ο κιθαρίστας και βασικός συνθέτης Krzysztof Drabikowski θεωρούσε τον δίσκο που είχαν στα σκαριά ως ημιτελή. Και δεν συζητούσε να ρισκάρει τον παράγοντα ποιότητα, ώστε να επιτευχθεί μια γρήγορη κυκλοφορία.

Ο Πόλεμος εξακολουθεί να μαίνεται. Και πλέον δεν έχουν εμπλακεί μόνο τα πολωνικά δικαστήρια, αλλά και το ίδιο το κοινό, στο οποίο κατέφυγαν για νομιμοποίηση των αιτημάτων τους στον μπατουσκικό Θρόνο τόσο ο Krysiuk, όσο και ο Drabikowski, ηγούμενοι δύο διαφορετικών εκδοχών της μπάντας. Καμία πάντως δεν περιλαμβάνει το τρίτο μέλος, τον εξαιρετικό ντράμερ Marcin Bielemiuk. 

Ο ρεαλισμός του Krysiuk εκφράστηκε με το άλμπουμ Hospodi, μα δεν δικαίωσε τη βιασύνη του: το οικοδόμημα μπουρδουκλώθηκε στον φορμαλισμό και έχασε κρίσιμους πόντους στον παράγοντα αισθητική. Ο Drabikowski, από την άλλη, κηρύττει με αυτοπεποίθηση από τον μαύρο άμβωνα του Panihida, ξεδιπλώνοντας ένα πειστικά μοχθηρό όραμα, βασισμένο στην αισθητική γραμμή που διέτρεχε το Litourgiya. Έστω κι αν η ύπαρξη και μόνο του δίσκου διαψεύδει τη βασική του θέση ενάντια στον Krysiuk –ήταν λοιπόν δυνατόν να υπάρξει καινούρια Batushka δουλειά μέσα στο φετινό καλοκαίρι, δίχως ποιοτικούς κλυδωνισμούς.

Ο Drabikowski χτίζει μεν σε όσα έστρεψαν την προσοχή στους Batushka, αλλά δίχως να επαναλαμβάνει το Litourgiya. Πλέον οι ψαλμοί γίνονται πιο διακριτικοί και κινούνται σε δεύτερη μοίρα, σιγοντάροντας τα φρενιασμένα του κρωξίματα, τα οποία εξαπολύουν εναντίον σου την οργή της τυφλής θύελλας σε τραγούδια σαν τα "Песнь 2", "Песнь 3", "Песнь 4" και "Песнь 8". Πάντως αυτή η αποδυνάμωση του εκκλησιαστικού στοιχείου δεν φαίνεται άσχετη με την απουσία του Krysiuk (ίσως δηλαδή πρόκειται για αναγκαστική επιλογή), ενώ το ότι ο Drabikowski τα πήρε όλα επ' ώμου στο Panihida έχει και το τίμημά του: αν και ήταν εκείνος που είχε παίξει μπάσο και στο Litourgia, εδώ το όργανο δεν ηχεί όσο επιβλητικό θα μπορούσε. 

Στην τελική αποτίμηση, βέβαια, οι Batushka του Drabikowski κερδίζουν εύκολα την κρίσιμη μάχη με τους Batushka του Krysiuk. Το όραμα, η αισθητική, οι ιδέες, το πνεύμα βλάσφημης κατάνυξης, όλα όσα έδωσαν πνοή στον μικρό μύθο του Litourgiya, εξακολουθούν να ζουν στο Panihida. Και δεν γίνεται να υπάρξει πορεία προς το μέλλον δίχως αυτά τα στοιχεία, για το συγκεκριμένο γκρουπ.