23 Σεπτεμβρίου 2022

Σταύρος Ξαρχάκος: Αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη - ανταπόκριση (2019)


Καθώς το καλοκαίρι δίνει πια τη θέση του στο φθινόπωρο, η εγχώρια συναυλιακή επικαιρότητα οριοθετήθηκε από το sold-out του αφιερώματος στον Νίκο Ξυλούρη στο Ηρώδειο. Ιθύνοντας νους του, ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Και ο Σταύρος Ξαρχάκος ξέρει πολύ καλά να φτιάχνει αφιερώματα, παίρνοντας ό,τι είναι δυνατόν να πάρει από τους συντελεστές τους οποίους διαλέγει κάθε φορά. Το έχει αποδείξει στο παρελθόν, οπότε κι εγώ φροντίζω να μην τα χάνω, όταν λαμβάνουν χώρα.

Με τη νυν αφορμή, λοιπόν, το blog επιστρέφει σήμερα σε δύο ανάλογες ξαχάρκειες βραδιές των τελευταίων ετών. Πατώντας εδώ, θα βγείτε σε ένα αφιέρωμα  στον Γιώργο Ζαμπέτα (Gazarte, Δεκέμβριος 2018) με τη Χάρις Αλεξίου στη δύση της σπουδαίας τραγουδιστικής της καριέρας, λίγο πριν πάρει απόφαση να σταματήσει (Ιούνιος 2020). Συνεχίζοντας κάτωθι, πάλι, θα βρείτε ένα αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη (Gazarte, Απρίλιος 2019) με συντελεστές τη Δήμητρα Γαλάνη, τον B.D. Foxmoor των Active Member και τον Στέλιο Βαμβακάρη –σε μία από τις τελευταίες του ζωντανές εμφανίσεις, αν όχι την τελευταία, καθώς πέθανε τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά, με κάποιες από τις κάτωθι να ανήκουν στον Άκη Χρήστου (έχουν και το credit του), για το mousikesebeeries.gr.


Σκεπτόμενος εκ νέου τον Γιώργο Ζαμπέτα, ο Σταύρος Ξαρχάκος πέτυχε τον χειμώνα του 2018 να τον ξαναφέρει στο προσκήνιο. Διατηρώντας τον ασυμβίβαστα λαϊκό, μα σε θέση πλέον να επικοινωνήσει (και) με ένα ακροατήριο που διαθέτει περισσότερες αναφορές από όσες συνδιαμόρφωνε μια τυπική γειτονιά της παλιάς Αθήνας. Η απόσταση δεν ήταν μικρή. Ωχριούσε όμως σε σύγκριση με αυτήν που έπρεπε να διανύσει –χρονικά, μα και πολιτισμικά– το επόμενο ξαρχάκειο στοίχημα, γύρω από έναν ακόμα Μεγάλο Λαϊκό: τον Μάρκο Βαμβακάρη.

Άργησα να γράψω τη σχετική κριτική και εν μέρει φταίει ότι δεν είχα επαγγελματική υποχρέωση να το κάνω. Κυρίως, όμως, φταίει που επί ημέρες δεν έβγαζα άκρη με το πώς ένα πασιφανώς καλομελετημένο πρόγραμμα με άφησε κομματάκι απογοητευμένο. Υπήρχε δηλαδή μια αντίφαση προς επίλυση· μια ανάγκη να εξερευνηθούν τα όρια της προσωπικής εντύπωσης με αυτήν που καλείται να αποτυπώσει μια δημοσιογραφική ανταπόκριση. Βλέπετε, το ότι λήξαμε κάποτε τα περί «αντικειμενικότητας» ως μύθευμα μιας θετικιστικής εποχής, δεν σημαίνει ότι δικαιούμαστε να ξαμολάμε αβασάνιστη την αποψάρα μας, όπως δυστυχώς συμβαίνει στον μουσικό Τύπο όλο και περισσότερο. 

Ο κατά Ξαρχάκο Βαμβακάρης αρθρώθηκε σε 2 μέρη, ομολογουμένως φτιαγμένα με πολλή προσοχή. Ο ίδιος ο Ξαρχάκος μας είπε ότι το πρώτο αποτελούσε μια μαθητεία στον θρυλικό Συριανό, ενώ το δεύτερο θα εστίαζε στα ντουζένια και στα καραντουζένια του: τα περίφημα (πλέον) κουρδίσματά του στα μπουζούκια, τα οποία του επέτρεπαν να κομπανιάρει εαυτόν απουσία κάποιου άλλου οργάνου. 

Μου διέφυγε η σημασία του σκηνικού ερειπίων που τοποθετήθηκε ως φόντο της ορχήστρας στο πρώτο μέρος της συναυλίας (μια φωτογραφία του Βαμβακάρη θα έκανε καλύτερη δουλειά). Ωστόσο δημιουργήθηκε υποβλητικό κλίμα, αφενός λόγω των αναμμένων κεριών (δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου φώτα), αφετέρου χάρη στην εμφάνιση του Στέλιου Βαμβακάρη στον εξώστη του Gazarte –ο οποίος ανέλαβε από εκεί την εκκίνηση με έναν υπέροχο αμανέ, που σύνδεσε το ρεμπέτικο του πατέρα του με το αμέσως προγενέστερό του σμυρνέικο ύφος. Χωρίς να το καταλάβεις, το πρόγραμμα σε είχε ήδη «ρουφήξει». 


Το τμήμα αυτό, επίσης, αποδείχθηκε ιδιαίτερα τολμηρό. Ο Ξαρχάκος είχε σχεδιάσει ενορχηστρώσεις πλούσιες, με σύγχρονα πατήματα, οι οποίες ανακάτεψαν τη δωρική λαϊκότητα του Βαμβακάρη με λόγιες ή/και τζαζ παρεκκλίσεις· μέχρι και κάτι σαν blues rock ήχησε στιγμιαία στην κιθάρα. Κοσμαγάπητες επιλογές σαν τη "Φραγκοσυριανή", το "Χαράματα Η Ώρα Τρεις" –που τραγουδήθηκε χορωδιακά, απ' όλους τους συντελεστές– ή το "Τα Δυο Σου Χέρια Πήρανε (Βεργούλες)" παρέμειναν έτσι αναγνωρίσιμες, ταυτόχρονα όμως τοποθετήθηκαν κάπου μεταξύ της καθ' ημάς Ανατολής και της πιο σύγχρονης Δύσης. Σε μια επικίνδυνη μεν ισορροπία, που όμως πρόσφερε επαρκές έδαφος ώστε να σταθούν οι κεντρικοί ερμηνευτές: η Δήμητρα Γαλάνη, κάτοχος ούτως ή άλλως μιας φωνής ικανής να σταθεί περίφημα σε ένα τέτοιο πολιτισμικό σταυροδρόμι· και ο Μιχάλης Μυτακίδης (γνωστός μας ως B.D. Foxmoor από τους Active Member), ο οποίος λειτουργούσε βασικά σαν αφηγητής, περνώντας ανά σημεία σε ένα χαλαρό rap. 

Το δεύτερο μέρος είχε μια περίτεχνη (σχεδόν industrial υφής) εισαγωγή να το γεφυρώνει με το πρώτο, όμως εδώ τα φώτα άναψαν και ο Στέλιος Βαμβακάρης ήρθε επί σκηνής αναλαμβάνοντας κεντρική θέση και ως μπουζούκι, αλλά και ως ερμηνευτής –με τη Γαλάνη και τον B.D. Foxmoor να παραμένουν βέβαια στις θέσεις τους. Η παρουσία του και η επιθυμία εστίασης (όπως είπαμε) στα ντουζένια και στα καραντουζένια του πατέρα του, έκαναν αυτό το τμήμα της συναυλίας πιο «ορθόδοξο»: οι λοξές ματιές και οι παρεκκλίσεις εξαφανίστηκαν και επικράτησε ο χαρακτήρας ενός (διευρυμένου) λαϊκού πάλκου, με τα 4 μπουζούκια της ορχήστρας να δίνουν τον τόνο. 

Έτσι, όμως, τα πράγματα έχασαν σε περιπέτεια: ως έναν βαθμό έμειναν συντηρητικώς γνώριμα και ως έναν άλλον δημιούργησαν το παράδοξο να ακούς τραγούδια μιας  περιθωριακής ζωής σε έναν χώρο σαν το Gazarte, όπου το ζευγάρι πίσω μου συζητούσε στο διάλειμμα για τον Αντώνη Ρέμο και για το αν ο Ξαρχάκος παρέμενε άραγε «δικός τους» ή είχε απομακρυνθεί στα χρόνια της κυριαρχίας του Αντώνη Σαμαρά στη Νέα Δημοκρατία. Από την άλλη, το πιο οικείο αυτό κλίμα έφερε εξωστρέφεια τόσο πάνω στη σκηνή, όσο και στους θεατές, καθώς ορισμένοι άρχισαν π.χ. να σιγοτραγουδούν σε σημεία. 

Το χειροκρότημα στο τέλος ήχησε θερμό και παρατεταμένο: το encore, ακόμα κι αν είχε σχεδιαστεί, πραγματικά απαιτήθηκε με ζήλο, από ένα Gazarte (σημειωτέον) αρκετά γεμάτο με κόσμο, παρότι οι σχετικές παραστάσεις βαίναν πια προς φινάλε. Και δεν γίνεται να μην παραδεχτείς ότι ήταν ένα δίκαιο χειροκρότημα, για μια παράσταση που τίμησε τον Μάρκο Βαμβακάρη και προσπάθησε φιλότιμα να τον οραματιστεί εκ νέου. 

Πού βρίσκεται λοιπόν η «γκρίνια»;

Μέρες μετά, τίποτα δεν μένει πιο σθεναρά εντυπωμένο στη μνήμη από τη φιγούρα του Ξαρχάκου ως ιδανικού, αεικίνητου μαέστρου, παθιασμένου με την κάθε νότα του Βαμβακάρη, με τον κάθε στίχο των τραγουδιών του στο στόμα του. Τα έδωσε όλα εκεί πάνω στο σανίδι του Gazarte και πρέπει σωματικά να κουράστηκε πολύ, ήταν όμως χάρμα οφθαλμών· τόσο, ώστε συχνά ξεχνούσες τι άκουγες και έμενες απλά να τον κοιτάζεις. Είχε ασφαλώς και μια ορχήστρα φίνα, μουσικούς πραγματικά δοσμένους στα όργανά τους, αλλά και συντονισμένους στη δική του υπερ-προσπάθεια: Νεοκλής Νεοφυτίδης (πιάνο), Βασίλης Δρογκάρης (ακορντεόν), Αλέξανδρος Καψοκαβάδης (κλασική κιθάρα, νυκτά έγχορδα), Γιώργος Λιμάκης (κιθάρα), Ηρακλής Ζάκκας (πρώτο μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς), Δημήτρης Ρέππας (μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς), Μιχάλης Δήμας (μπουζούκι, μπαγλαμάς) & Αντώνης Τζίκας (κοντραμπάσο).


Αλλά, όσο προς τιμήν των παραπάνω κι αν είναι μια τέτοια εικόνα, τόσο θολώνει τελικά το στίγμα των κεντρικών πρωταγωνιστών. Η Δήμητρα Γαλάνη τραγούδησε βέβαια πολύ ωραία –οι "Βεργούλες" της, ήταν για σεμινάριο. Την ίδια στιγμή, όμως, έμεινε αφύσικα περιορισμένη στην καρέκλα της και φόρεσε στην όλη της παρουσία (σκηνική και ερμηνευτική) ένα παράταιρο της περίστασης «έντεχνο» φίλτρο, που κορυφώθηκε νομίζω στο κλείσιμο του πρώτου μέρους του προγράμματος. Στο δεύτερο μέρος την είδαμε μεν πιο κινητική, ήταν όμως τέτοιος ο χαρακτήρας του ώστε μάλλον την παρόπλισε, μην επιτρέποντάς της π.χ. να λειτουργήσει όπως η Χάρις Αλεξίου στην προαναφερόμενη παράσταση περί Ζαμπέτα. Εκεί, δηλαδή, όλα ακουμπούσαν και «κούμπωναν» στην Αλεξίου. Ενώ, εδώ, η Γαλάνη έμεινε απλά ως μια σολίστ, με τον ουσιαστικό της ρόλο να μειώνεται στην εξέλιξη, καθώς έπαιρνε τα ηνία ο Στέλιος Βαμβακάρης.

Επιπλέον, η επιλογή του B.D. Foxmoor –ένα κρίσιμο στοίχημα, εξαρχής– νομίζω ότι δεν λειτούργησε. Ανά σημεία, βέβαια, βρήκε τα πατήματά του, ενώ μας χάρισε και μια σπουδαία σκηνική στιγμή όταν σηκώθηκε, θεόρατος, για μια άτυπη ζεϊμπεκιά μπροστά στον Ξαρχάκο. Δεν έφερε όμως ποτέ τον νέο ορίζοντα που υποσχόταν η παρουσία του, ενώ τα αφηγηματικά του μέρη έμειναν παγιδευμένα σε εκείνη την έτοιμη να κλάψει εντεχνίλα, που συχνά έχει μαστίσει το low bap. Καταλαβαίνω ασφαλώς ότι γι' αυτό ακριβώς επιλέχθηκε, ως μόνο ευρέως αναγνωρίσιμο «σύνορο» του ελληνικού χιπ χοπ με την έντεχνη/λαϊκή δημιουργία. Παρά ταύτα, μια τέτοια προσέγγιση δεν ταίριαζε στον Βαμβακάρη. Εδώ χρειαζόταν ένα νεότερο παιδί, από εκείνα που κερδίζουν την καρδιά της σημερινής νεολαίας με το φλογερό ραπάρισμά τους και μπορούν να μεταδώσουν καλύτερα την αίσθηση του περιθωρίου, όπως διαμορφώνεται με επίκαιρους, (ημι)μητροπολιτικούς όρους.

Η άρθρωση επίσης του B.D. Foxmoor δεν ήταν σταθερή, με αποτέλεσμα να χάνονται λέξεις και νοήματα ακόμα και για τα μπροστινά τραπέζια, σε ένα περιβάλλον με άψογο κατά τα λοιπά ήχο. Στο δε δεύτερο μέρος του προγράμματος, όπου δικαιολογημένα στάθηκε αμήχανα εν μέσω της κυριαρχίας των 4 μπουζουκιών και του Στέλιου Βαμβακάρη, αφέθηκε σε μια λαϊκίστικη πολιτικολογία, η οποία εξάντλησε γρήγορα την αιχμή της, γενόμενη όχι απλά φλύαρη, μα και φτηνή. Επειδή οι καιροί είναι όχι μόνο πονηροί, μα και ...εκλογικοί, ας διευκρινίσω ότι δίκιο είχε σε όσα είπε –όμως, ως γνωστόν, ο τρόπος με τον οποίον εκφράζεται κανείς, μπορεί να τον κάνει να χάσει ακόμα και το δίκιο του.  

Ως συνέπεια των παραπάνω ο Βαμβακάρης έμεινε στη μνήμη περισσότερο ως ήδη είχε· ως ο λαϊκός εκείνος δημιουργός, δηλαδή, που έλαμψε στο δεύτερο μέρος του προγράμματος στο Gazarte. Παρουσιάστηκε πράγματι ωραία, ευτυχώντας να βρεθεί στα χέρια του Ξαρχάκου και μιας άξιας ορχήστρας, με τον ίδιο του τον γιο να τον πρεσβεύει σε αυτήν, κουβαλώντας κάτι από την αυθεντικότητα του ρεμπέτικου πνεύματος. Όμως δεν ήταν κάποιος Βαμβακάρης που μας είχε λείψει, ενώ τελικά επισκίασε εκείνον τον διαφοροποιημένο Βαμβακάρη που προσπάθησε να φέρει ενώπιόν μας το πρώτο μέρος της συναυλίας. Και νομίζω ότι τον είχαμε περισσότερο ανάγκη.





Σταύρος Ξαρχάκος: Αφιέρωμα στον Γιώργο Ζαμπέτα - ανταπόκριση (2018)


Καθώς το καλοκαίρι δίνει πια τη θέση του στο φθινόπωρο, η εγχώρια συναυλιακή επικαιρότητα οριοθετήθηκε από το sold-out του αφιερώματος στον Νίκο Ξυλούρη στο Ηρώδειο. Ιθύνοντας νους του, ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Και ο Σταύρος Ξαρχάκος ξέρει πολύ καλά να φτιάχνει αφιερώματα, παίρνοντας ό,τι είναι δυνατόν να πάρει από τους συντελεστές τους οποίους διαλέγει κάθε φορά. Το έχει αποδείξει στο παρελθόν, οπότε κι εγώ φροντίζω να μην τα χάνω, όταν λαμβάνουν χώρα.

Με τη νυν αφορμή, λοιπόν, το blog επιστρέφει σήμερα σε δύο ανάλογες ξαχάρκειες βραδιές των τελευταίων ετών. Πατώντας εδώ, θα βγείτε σε ένα αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη (Gazarte, Απρίλιος 2019) με συντελεστές τη Δήμητρα Γαλάνη, τον B.D. Foxmoor των Active Member και τον Στέλιο Βαμβακάρη –σε μία από τις τελευταίες του ζωντανές εμφανίσεις, αν όχι την τελευταία, καθώς πέθανε τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς. Συνεχίζοντας κάτωθι, πάλι, θα βρείτε ένα αφιέρωμα στον Γιώργο Ζαμπέτα (Gazarte, Δεκέμβριος 2018) με τη Χάρις Αλεξίου στη δύση της σπουδαίας τραγουδιστικής της καριέρας, λίγο πριν πάρει απόφαση να σταματήσει (Ιούνιος 2020).

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά ή από το promo υλικό γι' αυτήν.


Ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι συνθέτης αγαπητός στον κόσμο· και αναγνωρίσιμος. Η πενιά του στο μπουζούκι, οι εισαγωγές στις συνθέσεις του, οι χαρακτηριστικές ερμηνείες, η ίδια του η φιγούρα ακόμα. 26 χρόνια μετά τον θάνατό του, νομίζεις ότι δεν μένει κάτι άλλο να μάθεις για εκείνον. Όμως φέτος τον χειμώνα ο Σταύρος Ξαρχάκος αποδεικνύει στο Gazarte ότι δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Ότι ο Ζαμπέτας δεν είναι δεδομένος. 

Λέγοντας βέβαια «ο Σταύρος Ξαρχάκος» και όχι «ο Σταύρος Ξαρχάκος και η Χάρις Αλεξίου», διόλου δεν επιθυμώ να υποφωτίσω τον ρόλο της ή να υπονοήσω το οτιδήποτε μειωτικό. Είναι η αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια της παράστασης αυτής η Χάρις Αλεξίου, αλλά και ο κυρίως πομπός μέσω του οποίου μας ξανασυστήνεται ο Ζαμπέτας. 

Όσο κι αν η ματιά σου έλκεται ανά σημεία από τη σπαρτιατική φιγούρα του Ξαρχάκου και τις νευρώδεις κινήσεις με τις οποίες εκτελεί τον ρόλο του μαέστρου, όσο κι αν το βλέμμα περιπλανηθεί στους μουσικούς, βασικός μαγνήτης παραμένει από την αρχή ως το τέλος η Αλεξίου. Η οποία, ντυμένη τον Ζαμπέτα, γίνεται ξανά –μετά από χρόνια, ίσως– η «Χαρούλα»: το κορίτσι εκείνο που για μια ολόκληρη εποχή προσωποποίησε την Ελλάδα και την έκανε να φαίνεται και λαμπρότερη από ό,τι ήταν, σηκώνοντάς τη στους «ώμους» της φωνής της. Πριν αποφασίσει ότι ήθελε να δει κι άλλα πράγματα, να ζήσει και άλλες ζωές. 

Έμαθα ότι το Gazarte ήταν γεμάτο στην πρεμιέρα (αναμενόμενο), όμως τη δεύτερη μέρα έβρισκες άνετα εισιτήρια ακόμα και μισή ώρα πριν την έναρξη, ενώ λιγοστά τραπέζια εδώ κι εκεί έμειναν άδεια. Εκπλήσσει, ίσως. Ωστόσο το Gazarte, αν και από τους ωραιότερους συναυλιακούς χώρους στην Αθήνα (συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών προδιαγραφών), παραμένει κάπως απλησίαστο για το νεότερο ειδικά κοινό –και λόγω τιμών, αλλά και λόγω ενός «επίσημου», κομματάκι βαρύγδουπου χαρακτήρα. Αναπόφευκτα(;), λοιπόν, το παρών έδωσαν μεγάλες ηλικίες, με διάσπαρτα μόνο αγορίστικα και κοριτσίστικα πρόσωπα να σπάνε την πρωτοκαθεδρία τους στους καθήμενους. Δεν ξέρω αν θα έχει κάποια σημασία αυτό για την προσέλευση στις επόμενες ημερομηνίες του προγράμματος. 


Ο Ζαμπέτας του Ξαρχάκου, πάντως, αποδίδεται με πίστη, παραμένοντας ασυμβίβαστα λαϊκός. Το πρόγραμμα ανοίγει με προηχογραφημένη βρόχα στρέιτ θρου και "Αποσπάσματα Από Έρωτες (part II)" και συχνά «διακόπτει» για να δώσει τον λόγο στο τιμώμενο πρόσωπο, το οποίο ξαναστέκεται εμπρός μας μέσα από τη βιογραφία του. Διατηρείται έτσι καίριος και ακέραιος, με το κοφτερό του χιούμορ σε πρώτο πλάνο. Και ποιος δεν γέλασε αλήθεια (ίσως πικρά), όταν εξέφρασε την αέναη καχυποψία του για την εξουσία στην Ελλάδα, αναρωτώμενος πώς γίνεται να φταίει εκείνος αν έπεσε πάλι έξω ο προϋπολογισμός. Απολαυστική όμως αποδεικνύεται και η επιστολή που έστειλε στον Ξαρχάκο το 1971 (όταν ο τελευταίος βρισκόταν στο Παρίσι), την οποία μας διάβασε ο ίδιος ο παραλήπτης, τονίζοντας τη ζαμπέτεια προτροπή να μη σκάει και να «τα γράψει όλα στο καυλί του». Μάλιστα κύριε, στο καυλί του. 

Αλλά ο Ζαμπέτας του Σταύρου Ξαρχάκου αποδίδεται και με τόλμη. Με έναν τρόπο δηλαδή ο οποίος επιδιώκει να επικοινωνήσει με τον σύγχρονο ακροατή –αυτόν που διαθέτει και περαιτέρω αναφορές, έχοντας ζήσει πέρα από τον ορίζοντα μιας λαϊκής γειτονιάς της Αθήνας, γνωρίζοντας (πλέον) πολύ καλά και από πολυτέλειες και από πολυκατοικίες. 

Μπαίνοντας λ.χ. στο "Που 'Σαι Θανάση", η ορχήστρα παίζει το θέμα από το "In Τhe Hall Οf Τhe Mountain King" του Edvard Grieg, ενώ σε ένα άλλο σημείο στρεφόμαστε προς την τζαζ, με το πιάνο να πιάνει το "Take Five" των Dave Brubeck Quartet. Ο ζαμπέτειος κορμός μένει έτσι γνήσια λαϊκός, όμως ο τόνος διαθέτει το κάτι τις διαφορετικό. Μια λοξή ματιά προσεκτικά δοσομετρημένη από τον Ξαρχάκο, που ως μαέστρος προΐσταται των αναγκαίων ισορροπιών με άγρυπνο αυτί, όσο οι άξιοι μουσικοί πραγματώνουν το όραμά του: ο Νεοκλής Nεοφυτίδης στο πιάνο, ο Ηρακλής Ζάκκας στο πρώτο μπουζούκι, ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης στη βασική κιθάρα, ο Βασίλης Δρογκάρης στο ακορντεόν, ο Αντώνης Τσίγκας στο κοντραμπάσο, ο Γιώργος Λιμάκης στη δεύτερη κιθάρα και ο Δημήτρης Ρέππας στο έτερο μπουζούκι.

Εν τέλει, πάντως, όλα ακουμπούν και «κουμπώνουν» στην Αλεξίου. Εκεί λαμβάνει χώρα η κορύφωση που τόσο μεθοδικά χτίζεται, εκεί κρίνεται τελικά και η επιτυχία. Ίσως Αλεξίου και Ξαρχάκος να είναι ιδιοσυγκρασίες που δεν κάνουν εύκολα χωριό. Στο Gazarte, εντούτοις, η επικοινωνία τους εντυπώνεται βαθιά, φέρνοντας στο προσκήνιο έναν τρόπο χαμένο πια στη δισκογραφία, για το πώς μπορεί να συνυπάρξει ένας σπουδαίος συνθέτης με μια μεγάλη ερμηνευτική κλάση. 


Όλες οι διαθέσεις του Ζαμπέτα υπηρετήθηκαν λοιπόν στο έπακρο, με την Αλεξίου πότε να θυμάται τα πάλκα του 1970 και του 1980 μπαίνοντας με λαϊκή φόρα σε έξω καρδιά επιλογές σαν το "Σήκω Χόρεψε Συρτάκι" –ξεσηκώνοντας μεταξύ άλλων και τη Δήμητρα Γαλάνη, κάπου ανάμεσα στο κοινό– πότε να αγριεύει με μπλουζ θαρρείς «καύσιμο» για τις ανάγκες του "Τζακ Ο' Χαρα" και του "Κουλτούρα... & Σία", πότε να συντονίζεται με εκείνον τον χαρακτηριστικά γλυκόπικρο τρόπο του Ζαμπέτα για τα "Χίλια Περιστέρια" ή τον "Πενηντάρη", πότε να γίνεται μοναχική πρωταγωνίστρια πίσω από τις "Αναμνήσεις", την "Αγωνία", τα "Δειλινά", το "Αδιέξοδο".

Αλλά ναι, ας μιλήσουμε και για την ταμπακιέρα, μιας και πιάνουμε φινάλε. Για το αγαπημένο θέμα συζήτησης του σιναφιού των επαϊόντων περί τα μουσικά, δηλαδή, κάθε που η Αλεξίου επανέρχεται, κάνοντας κάτι καινούριο. Το ιερό τέρας, που όμως «δεν μπορεί πια να τραγουδήσει». Δεν θα πάψει ποτέ να με εκπλήσσει αυτή η αντίδραση, καθώς έρχεται συνήθως από ανθρώπους οι οποίοι κατά τα λοιπά μια χαρά ακούνε εγχώρια και διεθνή πράγματα από φωνές οι οποίες όντως δεν μπορούν να τραγουδήσουν, δέσμιες καθώς είναι των φυσικών τους περιορισμών. Πώς γίνεται λοιπόν να κάνουμε σκόντο στις τόσες μικρές φωνούλες, υπερτονίζοντας τα ερμηνευτικά χαρίσματα, μα στην Αλεξίου να μη συγχωρούμε ρε παιδί ότι μεγάλωσε, ότι έφθειρε ο χρόνος τη φωνάρα της· και να μην της αναγνωρίζουμε ότι μπορεί να ερμηνεύσει και χωρίς τα παλιά της αεροπλανικά. Ζήτημα προσδοκιών; Αποπροσανατολισμένες απόψεις; Κλασικό δύο μέτρα/δύο σταθμά;

Ας μην ψάχνουμε βελόνες στη θημωνιά, όμως. Όσο και όπως μπορεί, η Αλεξίου του 2018 έχει ακόμα κάτι να πει. Κι αν λείπει η έκταση, βρίσκει τον τρόπο. Για μια "Αγωνία" ας πούμε εκπληκτική, που αντί για τις κορώνες ανθεί στις σκιές της και στον αγχωτικό της ερωτικό μονόδρομο. Στο τέλος, άλλωστε, χειροκροτείς πρωτίστως την Αλεξίου που είχες μπροστά σου στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, όχι τον μύθο.




17 Σεπτεμβρίου 2022

Jethro Tull - συνέντευξη (2016)


Να κουβεντιάσεις με τον Ian Anderson, αλλά να μην έχεις και άπλετο χρόνο στη διάθεσή σου. 

Δεν χάνονται βέβαια τέτοιες ευκαιρίες. Ασφαλώς και θα το κάνεις: μιλάμε άλλωστε για το θρυλικότερο φλάουτο των rock 'n' roll χρονικών. Με μια εξτρά προσοχή, όμως –να μη ρωτήσεις ξανά μανά πράγματα που έχει πια απαντήσει σε έναν σωρό διεθνών συνεντεύξεων.

Με αυτή τη συνταγή αποφάσισα να κινηθώ τον Σεπτέμβρη του 2016, όταν προέκυψε μια συνέντευξη με τον Anderson, ενόψει του τότε ερχομού των Jethro Tull στην Τεχνόπολη. Τώρα μετράμε αντίστροφα για μία ακόμα εμφάνισή τους στην Αθήνα, την Παρασκευή 23 Σεπτέμβρη, στο Θέατρο Βράχων (μία μέρα πριν, εντωμεταξύ, θα προηγηθεί και η Θεσσαλονίκη).

Με την αφορμή της επικαιρότητας, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ η κουβέντα που κάναμε έξι Σεπτέμβρηδες πριν –όταν (μεταξύ άλλων) συζητήσαμε για το πανωφόρι του Aqualung, για το Brexit, για την τζαζ, μα και για τις ...πιπεριές του! Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και παρουσιάζεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες του Ian Anderson προέρχονται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο.


Σας περιμένουμε σύντομα στην Αθήνα, για ένα σπέσιαλ Jethro Tull σόου. Πώς όμως διαλέγετε «τα καλύτερα» των Jethro Tull;

Έχω μια λίστα με τα 100 καλύτερά μου τραγούδια, από το 1968 κι έπειτα. Και διαλέγω 20, με κριτήριο την εκπροσώπηση των διαφορετικών περιόδων της μουσικής μου και όλων των στυλ από τα οποία έχω περάσει από τότε μέχρι και σήμερα.

Συχνά σας ζητούν στις συνεντεύξεις να διηγηθείτε πώς το φλάουτο έγινε αναπόσπαστο στοιχείο του ήχου της μπάντας. Δεν θυμάμαι ωστόσο να έχω διαβάσει πολλές λεπτομέρειες για εκείνο το ευμεγέθες πανωφόρι, που τόσο χαρακτήρισε τις πρώιμες εμφανίσεις σας. Ποια είναι η δική του ιστορία;

Μου το χάρισε ο πατέρας μου, τον Δεκέμβριο του 1967. Εκείνη την εποχή δεν είχαμε καλές σχέσεις και μου είπε απλά «Καλύτερα να το πάρεις... θα είναι βαρύς ο χειμώνας». Και ήταν πράγματι! Φόραγα λοιπόν το μεγάλο αυτό πανωφόρι σε καθημερινή βάση –ακόμα και πάνω στη σκηνή. Κι έτσι έγινε σήμα κατατεθέν του image των πρώιμων Jethro Tull.

Ο πατέρας σας παίζει κι έναν ακόμα ρόλο στην όλη ιστορία του γκρουπ, αφού έχετε αναγνωρίσει στους δικούς του τζαζ δίσκους την πρωταρχική σας έμπνευση. Τι αγαπούσατε περισσότερο από αυτούς, κατά τα παιδικά σας χρόνια στο Dunfermline;

Τον Count Basie, τον Duke Ellington, τον Benny Goodman, αλλά και τον πολύ πρώιμο Elvis Presley, τον Johnny Duncan και τους Blue Grass Boys. Πιο μετά στη ζωή μου ήρθε ο Cliff Richards και οι Shadows του, οι Beatles, οι Rolling Stones... Και τα πάντα άλλαξαν, εντελώς.

Οι δημοσιογράφοι πάντα ρωτάνε για το Aqualung (1971) και τα υπόλοιπα σπουδαία άλμπουμ τα οποία φτιάξατε κατά τη δεκαετία του 1970, εγώ όμως θα ήθελα να ρωτήσω για το Under Wraps του 1984 –τον δίσκο δηλαδή που συνήθως οι fans διαλέγουν ως τη «χειρότερη» δουλειά σας. Τι γνώμη έχετε γι' αυτόν, 32 χρόνια μετά τη δημιουργία του;

Νομίζω πως είχε κάποια υπέροχα τραγούδια, αλλά στους fans φάνηκαν παράξενα τα πιο ηλεκτρονικά όργανα. Πλέον θεωρώ ότι έπρεπε να είχα χρησιμοποιήσει αληθινά ντραμς και λιγότερα samples. Όμως τον καιρο εκείνο η όλη τεχνολογία ήταν πολύ καινούρια και ήθελα έτσι να πειραματιστώ μαζί της και να ξανοιχτώ σε νέες κατευθύνσεις μουσικής δημιουργίας. Με συγχωρείτε...

Και με εκείνο το Grammy καλύτερης hard rock/metal performance που πήρατε το 1988 για το Crest Of A Knave, κερδίζοντας τους Metallica; Μάθατε ποτέ τις λεπτομέρειες για το τι έγινε; Το έχετε συζητήσει ποτέ με τους Metallica;

5.000 μέλη της National Academy Of Recording Arts And Sciences με δικαίωμα ψήφου αποφάσισαν τότε –μέσα στην απέραντη σοφία τους– ότι οι Jethro Tull έπρεπε όχι μόνο να προταθούν στη συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά και να κερδίσουν κιόλας. 

Οι περισσότεροι, κι εγώ ανάμεσά τους, φυσικά εκπλαγήκαμε. Όχι όσο οι Metallica, βέβαια... Δεν το έχουμε συζητήσει, πάντως. Βασικά δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ. Μου φαίνονται όμως συμπαθητικοί νέοι.

Σαν στιχουργός, είχατε πάντα ανοιχτά μάτια και αυτιά στο τι συνέβαινε γύρω σας. Είστε άνθρωπος που διαβάζει εφημερίδες για να ενημερώνεται σχετικά με το τι γίνεται στον κόσμο; Τι θα γράφατε αλήθεια σχετικά με τις πρόσφατες βρετανικές εξελίξεις; Για το δημοψήφισμα του Brexit, δηλαδή, αλλά και για την Theresa May που πήγε στο νούμερο 10 της Downing Street;

Διαβάζω αρκετές εφημερίδες σε ημερήσια βάση, ώστε να παρακολουθώ τις διάφορες πολιτικές απόψεις. Και βλέπω και τα νέα στην τηλεόραση. Θεωρώ το Brexit σαν την έκφραση μιας δημοκρατικής ψήφου. Δεν είναι νομικά δεσμευτικό, είναι όμως η φωνή μιας πλειοψηφίας ανθρώπων –και κάτι τέτοιο οφείλει να γίνει σεβαστό. 

Η δική μου εκτίμηση είναι ότι, ύστερα από τις διαπραγματεύσεις των επόμενων μηνών, θα έχουμε μια ρεαλιστική απάντηση εκ μέρους των Γερμανών και των Γάλλων και θα προχωρήσουμε σε κάτι που θα μοιάζει με Brexit light. Κάτι σαν συνέχιση του εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή, συνέχιση της συμμετοχής μας στον προϋπολογισμό της, αλλά ανάκτηση του ελέγχου των συνόρων μας και δικαίωμα να αποφασίζουμε με βάση τη δική μας νομοθεσία.

Για την ώρα, φυσικά, οι Γάλλοι θα απορρίπτουν σε υψηλούς τόνους κάτι τέτοιο, εν μέρει γιατί έχουν εκλογές το 2017 και ο Φρανσουά Ολάντ φοβάται ότι θα χάσει και η εξουσία θα μετατοπιστεί στα χέρια της άκρας Δεξιάς. Πάντως θεωρώ ότι όλα τα σχέδια για μια ταχεία μετάβαση στην Ομοσπονδιακή Ευρώπη θα αποτύχουν, γιατί αυτό που απαιτείται τώρα είναι μια πραγματική μεταρρύθμιση εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πλέον, στον απόηχο του βρετανικού δημοψηφίσματος, βλέπουμε όλο και περισσότερους Ευρωπαίους ηγέτες να το ζητάνε.

Όσο για τη νέα μας Πρωθυπουργό, είναι μια δυνατή και υπεύθυνη γυναίκα –όχι η καινούρια Μάργκαρετ Θάτσερ. Την απασχολεί η ανάπτυξη μιας πιο ισότιμης κοινωνίας και η οριοθέτηση της τρέχουσας σχέσης μας με την υπόλοιπη Ευρώπη. Στο διάστημα που μεσολάβησε από το δημοψήφισμα δεν άλλαξε κάτι θεαματικά, παρά μόνο στον κόσμο όσων ασχολούνται με το συνάλλαγμα, τις τραπεζικές επενδύσεις, το management των funds· στον κόσμο δηλαδή των υπερκαπιταλιστικών πολυεθνικών και άλλων ομφαλοσκοπικών οντοτήτων. Οι παχιές, άπληστες γάτες. Η άσχημη πλευρά του καπιταλισμού. Αυτοί έχουν χειραγωγήσει την οικονομική σταθερότητα της βρετανικής λίρας, προξενώντας ανησυχία σε όλη την Ευρώπη.

Ηρεμήστε, η Βρετανία δεν πάει πουθενά. Θα παραμείνουμε οι καλοί σας γείτονες, ό,τι κι αν γίνει. Απλά θα έχουμε τα δικά μας διαβατήρια και το δικό μας νόμισμα, όπως και πριν. Τίποτα άλλο δεν θα αλλάξει.

Τι άλλο περιλαμβάνει η καθημερινότητά σας, πέρα από εφημερίδες; Τι απολαμβάνετε, όταν αποζητάτε λίγη απόσταση από τη μουσική και τη φασαρία της διασημότητας;

Δεν σταματώ ποτέ να παίζω μουσική. Απολαμβάνω όμως και το να φροντίζω τις πιπεριές μου, όπως και το να βγάζω βόλτα τις γάτες μου τα βραδάκια. Ω, εμείς οι Βρετανοί είμαστε το δεύτερο πιο βαρετό έθνος της Ευρώπης. Αλλά τα ρολόγια μας λένε πάντα τη σωστή ώρα και πληρώνουμε τους φόρους μας. Και έχουμε και το πιο ζηλευτό ρεκόρ στην Ευρώπη για την πιο πετυχημένη πολιτισμική, εθνική και θρησκευτική ενσωμάτωση των τελευταίων 70 χρόνων. 

Γι' αυτό μη μας θεωρείτε ρατσιστές, σας παρακαλώ. Ελάτε μια βόλτα στο Λονδίνο κι αμέσως θα δείτε ότι πρόκειται για την πιο πολυ-πολιτισμική πόλη στον κόσμο. Κι ελάτε τώρα, που η λίρα κοστίζει φθηνότερα! Η καλύτερη εποχή για να είσαι τουρίστας.




11 Σεπτεμβρίου 2022

Η Κρήτη Τραγουδάει - ανταπόκριση (2015)


7 Σεπτέμβρηδες πριν, καθώς επέστρεφα στην Αθήνα μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, το πρώτο (μου) συναυλιακό ραντεβού με τη σεζόν 2015-2016 με καλούσε στον Βύρωνα, σε μια μεγάλη γιορτή του κρητικού τραγουδιού. «Ψυχή» της ήταν ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης: ο γιος του Νίκου Ξυλούρη, ο οποίος σταδιοδρομούσε ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Τότε, μάλιστα, ήμασταν και συνάδελφοι στα μουσικά του 105,5 Στο Κόκκινο. 

Δυστυχώς ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης δεν έμελλε να ζήσει πολύ –περίπου 2 μήνες αργότερα σκοτώθηκε σε τροχαίο. Τον θυμάμαι πάντα ως έναν από τους αξιολογότερους και συμπαθέστερους συναδέλφους, που κοσμούσε τα ερτζιανά με τις εκπομπές του. Η δε εκδήλωση «Η Κρήτη Τραγουδάει» ήταν ένα από τα ελάχιστα πολιτισμικά δρώμενα στα οποία ενεπλάκη ο ραδιοσταθμός 105,5 Στο Κόκκινο και άξιζε όντως τον κόπο. Προσπάθειες έγιναν κι άλλες, κατά καιρούς, ιδέες υπήρξαν. Στο διά ταύτα, όμως, δεν συνέβησαν πολλά πράγματα. Ούτε και διαβάστηκε σωστά το πολύπτυχο της εποχής, είναι η γνώμη μου, πέρα από την κουρασμένη ζώνη ασφαλείας του έντεχνου και των αναιμικών alternative προσπαθειών.

Τώρα, καθώς μετράμε αντίστροφα για το μεγάλο αφιέρωμα στον Νίκο Ξυλούρη, το οποίο στήνει ο Σταύρος Ξαρχάκος για τις 21/9 (κι έχει γίνει ήδη sold-out, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές), ο νους ξαναγυρνά στη βραδιά της Κρήτης στον Βύρωνα. Η επιτυχία της, η απήχησή της σε έναν νεαρόκοσμο που δεν έχει ρίζες στην Κρήτη, αλλά και η γενικότερη διάδοση της ιδιαίτερης παράδοσης του νησιού κατά τα τελευταία χρόνια (ακόμα και με τις αναπόφευκτα δυσάρεστες προσμίξεις), όλα δείχνουν πίσω στον Νίκο Ξυλούρη. Ο οποίος μπορεί να έφυγε νεότατος, μόλις στα 43 (1980), πρόλαβε όμως να καταχωρηθεί στις μυθικές φιγούρες του εγχώριου τραγουδιού. Η παρουσία του και η δισκογραφική του σταδιοδρομία άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο για τη μουσική του τόπου του, σφυρηλατώντας κι έναν σύνδεσμο με το ευρύτερο κοινό που ακόμα κρατά και στις δικές μας ημέρες.

Με τη φετινή αφορμή, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ μια ανταπόκριση από τη συναυλία «Η Κρήτη Τραγουδάει» –με μικρές, αισθητικής φύσης μετατροπές συγκριτικά με το κείμενο που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 στο Avopolis. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη, με την κεντρική να απαθανατίζει τη σύμπραξη του Ross Daly με τον Βασίλη Σταυρακάκη.


Δεν θυμάμαι σε ποιο σημείο της βραδιάς έριξα μια καλή ματιά στο θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», για να τσεκάρω την προσέλευση. Θυμάμαι όμως ότι είδα κόσμο κυριολεκτικά παντού: οι εξέδρες κατάμεστες, η πλατεία γεμάτη, κάμποσοι όρθιοι στα πλάγια. Ένα κοινό ενθουσιώδες, με πολλά νέα παιδιά να πλαισιώνουν τις αναμενόμενα μεγαλύτερες ηλικίες, το οποίο πήρε μέρος ενεργά στη μεγάλη γιορτή που έστησε ο ραδιοφωνικός σταθμός 105,5 Στο Κόκκινο, χειροκροτώντας με ζέση, τραγουδώντας και σέρνοντας κυκλικούς χορούς μπροστά από τη σκηνή. 

Το γενικό πρόσταγμα, την επιλογή των 32 Κρητών καλλιτεχνών που ήρθαν ως τα βράχια του Βύρωνα, αλλά και τον ρόλο του παρουσιαστή της βραδιάς, είχε ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης –παραγωγός στο Κόκκινο και γιος (για όσους δεν γνωρίζουν) του Νίκου Ξυλούρη. Του αξίζουν συγχαρητήρια, γιατί έκανε εξαιρετική δουλειά: μέσα σε 200 λεπτά παρέλασε μπροστά μας ένα πανόραμα της ζώσας κρητικής παράδοσης, μακριά από φτηνά ανακατώματα μα και από μαραμένα έντεχνα, που ψάχνουν την ανά(σ)ταση μέσω Κρήτης.

Συγχαρητήρια όμως αξίζει και συνολικά η διοργάνωση. Και δεν το γράφω αυτό με τη συναδελφική ευκολία ενός από το Κόκκινο, μα με βάση μετρήσιμους δείκτες, οι οποίοι τόσο μας έχουν απογοητεύσει σε άλλες ζωντανές περιστάσεις. Ακούσαμε λ.χ. εξαιρετικό ήχο στο θέατρο Βράχων, είδαμε σωστά φώτα και, παρά την πολυκοσμία, η συναυλία άρχισε με αμελητέα καθυστέρηση, με το χρονοδιάγραμμά της να τηρείται χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση.  

Το πρόγραμμα δεν ξεκίνησε από την «επισημότητα» της εξέδρας, μα κάπου ανάμεσα στο πλήθος της πλατείας, όταν ξαφνικά ακούστηκε η ασκομπαντούρα του Θανάση Σταυρακάκη και τον είδαμε κατόπιν να κατευθύνεται προς τη σκηνή, παρέα με τον Αστρινό Ζαχαρουδιάκη (λύρα), τον γιο του Αντώνη Ζαχαριουδάκη (λαούτο) και τον τραγουδιστή Δημήτρη Σκουλά


Αυτή η, ως επί το πλείστον, «παλιά φρουρά» έχει μεγάλη και ξεχωριστή ιστορία, ειδικά ο Σταυρακάκης –κύριος αναβιωτής της ασκομπαντούρας κατά τη δεκαετία του 1970 και σπουδαίος μοχλός στη μεταφορά της κρητικής παράδοσης στην Αθήνα, τόσο ως μουσικός, όσο και ως μαγαζάτορας: δικό του ήταν, μάθαμε, το Κρητικό Κονάκι, πρώτο στέκι του είδους του στην πρωτεύουσα. Οι Ζαχαριουδάκηδες και ο γλυκόλαλος Σκουλάς στάθηκαν εξίσου θαυμάσια, ξεκινώντας με απόσπασμα του «Ερωτόκριτου» και ξεσηκώνοντας το πρώτο ρεύμα κεφιού με τα συρτά του Θανάση Σκορδαλού, του Νίκου Ξυλούρη και του Κώστα Μουντάκη.

Σκυτάλη κατόπιν πήρε μια νέα όψη της κρητικής παράδοσης ή, έστω, ένας καινούριος τρόπος για να δεις τα παραδεδομένα. Τον εκπροσώπησαν η Ειρήνη Δερέμπεη (τραγούδι, θιαμπόλι), ο Κάρολος Κουκλάκης (μπουλγκαρί) και ο Βασίλης Τζορτζίνης (κοντραμπάσο). Μια ωραία γυναικεία φωνή, δηλαδή, και δύο άξιοι σολίστες, οι οποίοι ήχησαν όμως παράταιρα. Γιατί σε άλλο κλίμα σε είχε βάλει το προηγούμενο σχήμα και, μέσα σε μόλις 20 λεπτά, «αναγκάστηκες» να προσπαθείς να επικοινωνήσεις με μία πολύ πιο λόγια εκδοχή της Κρήτης. Για μένα τουλάχιστον, δεν στάθηκε δυνατόν· κάτι χάθηκε.


Η ροή των πραγμάτων αποκαταστάθηκε στη συνέχεια με μια εξαιρετική ιδέα, στόχος της οποίας ήταν η παρουσίαση της βιολιστικής παρακαταθήκης της Κρήτης, που είναι μεγαλύτερη από όσο συνήθως νομίζεται: η λύρα άρχισε να κυριαρχεί στα γλέντια από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα. Ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης παρέταξε λοιπόν τις δύο κύριες παραδόσεις μαζί επί σκηνής, να παίζουν εναλλάξ. 

Στα αριστερά όπως κοιτούσαμε τοποθέτησε τον Ιεραπετριώτη Βαγγέλη Βαρδάκη, πλαισιωμένο από τον Μανώλη Λιαπάκη (φωνή, λαούτο) και τον Γιάννη Γενειατάκη (φωνή, κιθάρα)· και στα δεξιά έβαλε τον νέο σούπερ σταρ της Κρήτης, τον Κισσαμιώτη Αντώνη Μαρτσάκη, ο οποίος ήρθε ντυμένος με παραδοσιακή στολή, όπως έπραξε και το σχήμα του: ο Νίκος Μαρεντάκης, γνώστης των χανιώτικων τρόπων του λαούτου, ο Κανάκης Κοζονάκης (επίσης λαούτο) και ο Φραγκέσκος Μπαλτζάκης (νταουλάκι). Ανατολική και Δυτική Κρήτη εκπροσωπήθηκαν έτσι επάξια, με τον Μαρτσάκη ειδικά να γίνεται δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τη νεολαία, «πυροδοτώντας» τους πρώτους μαζικούς κύκλιους χορούς στην πλατεία. Αλλά και οι Λασηθιώτες έκλεισαν το δικό τους σετ με τον καλύτερο ίσως πηδηχτό τον οποίον ακούσαμε μέσα στη βραδιά.


Σειρά κατόπιν πήρε ο Ross Daly –ο Ιρλανδός που πολιτογραφήθηκε Κρητικός κι έδωσε στην παράδοση του νησιού τεράστια ώθηση, σπρώχνοντάς τη στον μοντέρνο κόσμο– ο οποίος δεν ήρθε παρέα μόνο με εκλεκτούς οργανοπαίχτες (Γιώργος "Κεχρής" Σαλούστρος, Κέλλυ Θωμά, Γιώργης Μανωλάκης & Γιάννης Παπατζανής), μα και με τον εκπληκτικό Βασίλη Σταυρακάκη, μάλλον την καλύτερη φωνή των ημερών μας στην Κρήτη, όπως έχει σημειωθεί ξανά στον εγχώριο Τύπο, από τον φίλο και συνάδελφο Μιχάλη Τσαντίλα. 

Και παρότι αναμφισβήτητος επικεφαλής της εκδήλωσης ήταν ο Ψαραντώνης, αν πρέπει να ορίσουμε το αφάλι της συναυλίας, το σημείο δηλαδή όπου η εμπειρία της Κρήτης απογειώθηκε σε μια άλλη τροχιά, ήταν η συγκεκριμένη εμφάνιση. Αρχικά επιβλήθηκε ένας χαρακτήρας πιο κατανυκτικός: οι χοροί έπαψαν, οι λύρες κυριάρχησαν, το κοινό σώπασε για να ακούσει. Αλλά στη συνέχεια ο Daly έπιασε έναν διαφορετικό δρόμο, από τα σπλάχνα του οποίου βγήκε η φωνή του Σταυρακάκη να δώσει καινούρια τροπή. Το "Πάρε Με Νύχτα" έκανε τις κερκίδες να πιάσουν πυρκαγιά, ενώ η διασκευή στο "Κάμε Μια Βόλτα Στο Χωριό" έδωσε το σύνθημα για να ξαναπιαστούν οι χοροί. 

Ακολούθως, ήχησαν φωνές και σκοποί από την αριστερή πλευρά του θεάτρου και είδαμε μια παρέα μαυροπουκαμισάδων να προσεγγίζει αργά τη σκηνή, παίζοντας και τραγουδώντας. Ήταν ένα πολύ ωραίο θέαμα, που στόχο είχε να μας παρουσιάσει τη λεγόμενη «ανωγειανή παρέα»: μη επαγγελματίες, οι οποίοι κάνουν το μεράκι τους με τη μουσική σαν τελειώσουν οι υποχρεώσεις της μέρας ή συναπαντηθούν στο καφενείο. 


Στον Βύρωνα η άτυπη αυτή παράδοση της ερασιτεχνικής, αυτοσχέδιας μαντινάδας εκπροσωπήθηκε από τους Γιώργη "Κάτη" Βρέντζο, Βασίλη Δραμουντάνη, Λευτέρη Μπέρκη, Γιώργο Νταγιαντά, Μανώλη Σκουμπάκη & Χαράλαμπο "Βούρια" Χαιρέτη. Μόνο που όσο ωραίοι ήταν καθώς έπαιζαν στα όρθια και περπατούσαν, άλλο τόσο βαρετοί δείχτηκαν σαν κάθησαν στη σκηνή, ζαλίζοντάς μας με ένα μακρόσυρτο, ατελείωτο κομμάτι για παλιούς Ανωγειανούς –όλοι φημισμένοι μουσικάνθρωποι– που συνεχίζουν, υποτίθεται, το γλέντι στον Άδη. Κάτι σαν τη «μεγάλη μπάντα του ουρανού», δηλαδή, σε Ανώγεια edition. 

Την ανωγειανή παρέα διαδέχθηκαν οι λαουτιέρηδες Αντώνης & Μιχάλης Φραγκιαδάκης, οι οποίοι όρισαν το πιο αδιάφορο και κουραστικό σημείο της όλης εκδήλωσης. Προικισμένοι μεν οργανοπαίχτες οι Φραγκιαδάκηδες, όμως δεν είναι τραγουδιστές –και «χτύπησε» αυτό σαν διασκεύασαν το "Πάντα Θλιμμένη Χαραυγή", που είχαν πρωτοπεί ντουέτο ο Θανάσης Σκορδαλός με τον Γιώργη Παπαδάκη· δεν μπόρεσαν επίσης να αποφύγουν ούτε την αναίτια πάρλα, ούτε και κάποιους ακαλαίσθητους μικροφωνισμούς. Ως μόνη τους αξιόλογη συνεισφορά καταγράφεται έτσι η διασκευή στο "Έσβησε Αέρας Το Κερί", στις πρώτες νότες του οποίου εμφανίστηκε ο Ψαραντώνης, που έκατσε να το πει μαζί τους.


Ακολούθως, ο Ψαραντώνης πήρε θέση με τη λύρα του στο κέντρο και γύρω παρατάχθηκε μια μπάντα-οικογενειακή υπόθεση: η κόρη του Νίκη Ξυλούρη με το πάντα επιβλητικό μπεντίρ της, ο γιος της Γιώργος Στιβακτάκης κι ένας ακόμα Ξυλούρης, ο Λάμπης, στο λαούτο. Κι ακολούθησε ένα σετ 40 λεπτών, γνώριμο σε όσους έχουν ξαναδεί τον Ψαραντώνη και αγαπητό (καθώς αποδείχθηκε) σε μεγάλη μερίδα του συγκεντρωμένου κόσμου, που σιώπησε για να αφουγκραστει με προσοχή αυτόν τον έξω από οτιδήποτε συνηθισμένο –ακόμα και με μέτρο την όποια κρητική ιδιαιτερότητα– καλλιτέχνη. Κι εκείνος, ανταπέδωσε. 

Σκέφτηκα καθώς τον κοίταζα ότι έμοιαζε περισσότερο με κάποιο δαιμονικό της βλάστησης, το οποίο κατείχε το μυστικό για να γεφυρώσει το αρχέγονο με το σημερινό. Γιατί είναι πραγματικά μοναδικός ο Ψαραντώνης: μια αναντίρρητα μοντέρνα ψηφίδα ως προς την ελευθερία έκφρασης και κομμάτι συνάμα ενός κοσμοπολίτικου μουσικοπολιτισμού, που διαρκώς σου δίνει την εντύπωση πως η τέχνη του έρχεται από τα πολύ περασμένα. 

Έκλεισε έτσι ιδανικά μια εκδήλωση που φιλοδόξησε μεν να πάει βαθιά στις ρίζες, μα θέλησε παράλληλα να δείξει και τη σημαίνουσα θέση αυτής της παράδοσης στο μουσικό μας σήμερα, πέρα από τα χυδαία κρητοσκυλάδικα και την αλητεία των κρητοέντεχνων.