Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζούλιας Πέτρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζούλιας Πέτρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30 Ιανουαρίου 2023

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου - ανταπόκριση θεάτρου (2016)


Τους τελευταίους μήνες πήγα και είδα αρκετές θεατρικές παραστάσεις που, με κάποιον τρόπο, περιστρέφονταν γύρω από τη μουσική. Στη σκηνή «Δημήτρης Ροντήρης» του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ας πούμε, είδα αρχές Σεπτέμβρη το βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Το Αϊβαλί Η Πατρίδα Μου». 

Δεν έγραψα τελικά τίποτα γι' αυτό, κατά παράβαση των προσωπικών μου αρχών, γιατί θα έπρεπε να αφιερώσω πολύ χρόνο (τον οποίον δεν είχα καθόλου εκείνη την περίοδο, όπου προσπαθούσα να κάνω λίγες διακοπές) ώστε να εξηγήσω γιατί δεν μου άρεσε. Πάντως είχε πρωταγωνίστρια τη Χάρις Αλεξίου –δίπλα στην Όλια Λαζαρίδου– και τραγούδια της Μικράς Ασίας εκτελεσμένα ζωντανά από μέλη της Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας (Βόλου). 

Έπειτα, κατάφερα επιτέλους να βρω κατάλληλο χρόνο και εισιτήριο για να δω την «Αγγέλα Παπάζογλου» της Άννας Βαγενά. Όμως τη μέρα εκείνη τόσο εξουθενωμένος γύρισα από την πρωινή δουλειά, ώστε δεν είχα κανένα κουράγιο να σηκωθώ από το κρεβάτι και να πάω. Αλλά στάθηκα τυχερός γιατί, λόγω μεγάλης ζήτησης, μπήκαν κάποιες ακόμα, τελικές, ημερομηνίες. Κι έτσι μπόρεσα επιτέλους να τη δω –κι έγραψα γι' αυτήν στο MiC (δείτε εδώ). Εκεί έγραψα, επίσης, για τον μονόλογο «Εγώ, Ο Μάρκος Βαμβακάρης» με τον Θανάση Παπαγεωργίου (δείτε εδώ). Μόνο η παράσταση για τη Σωτηρία Μπέλλου μου διέφυγε, νομίζω. Θα ήθελα να την έχω δει με τη Ντίνα Κώνστα κι αυτό δυστυχώς είναι αδύνατον πλέον, μετά τον πρόσφατο θάνατο της αγαπημένης ηθοποιού.

Όλα αυτά, πάντως, έφεραν κατά νου μια παλιότερη σχετική παράσταση: την κατά Πέτρο Ζούλια «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», με τη Νένα Μεντή να ενσαρκώνει τη θρυλική στιχουργό. Ήταν ένας μεγάλος θεατρικός θρίαμβος, ο οποίος άντεξε επί 6 χρόνια στο σανίδι –και μιλάμε για δύσκολα χρόνια, αφού ήταν τότε που φάγαμε όλη τη μαυρίλα των μνημονίων στο κεφάλι. Εγώ, που δεν έπεσα μεν στην άβυσσο όπως τόσοι άλλοι μα δυσκολεύτηκα πολύ να ορθοποδήσω, την είδα προς τα τέλη της πια, τον Φεβρουάριο του 2016, στο θέατρο «Χώρα».

Αρχικά δεν είχα σκοπό να γράψω κάτι, καθώς στο αρχείο του Avopolis, όπου βρισκόμουν τότε ως αρχισυντάκτης, είχαμε ήδη μια ανταπόκριση από τη φίλη και παλιά συνάδελφο Έφη Παρίση. Καθώς είχαν μεσολαβήσει αρκετά χρόνια, όμως, αποφάσισα ότι δεν θα ήταν άσχημη μια δεύτερη γνώμη –έστω και παρεμφερής. Πρώτη δημοσίευση τον Μάρτη του 2016 για το παρακάτω κείμενο, λοιπόν, το οποίο παρουσιάζεται τώρα με μικρές τροποποιήσεις, αισθητικής φύσης, στη μορφή που πλέον θεωρώ ως τελική. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο στα χρόνια στα οποία παιζόταν η παράσταση


Δεν είχα σκοπό να γράψω κάτι για την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου». Καθυστερημένος πήγα άλλωστε να τη δω μετά από 6 χρόνια θριάμβου (μιλάνε από μόνα τους) κι «ανεπίσημα» –σαν απλός θεατής– όταν πια έχουν γραφτεί τόσα και τόσα και η παράσταση οδεύει προς φινάλε. Μια μικρή  παράταση που τυχαία είδα πως δόθηκε, όμως, με παρακίνησε να ανοίξω ένα λευκό microsoft word. 

Υποθέτω ότι η όλη εμπειρία είναι λίγο διαφορετική για τους φίλους της μουσικής σε σύγκριση με εκείνη που βιώνουν οι φίλοι του θεάτρου. Εν τέλει, πάντως, μιλάμε για ψιλά γράμματα μπροστά σε μια παράσταση αληθώς συγκλονιστική, η οποία άλλοτε θα σε κάνει να γελάσεις δυνατά κι άλλοτε θα σου φέρει δάκρυα στα μάτια. 

Ναι, οφείλεται στην τέχνη του κειμένου, καθώς ο μονόλογος που έφτιαξε ο Πέτρος Ζούλιας με βάση το βιβλίο της Ρέας Μανέλη «Η Γιαγιά μου η Ευτυχία» έχει υφανθεί εύστοχα και αποτελεσματικά. Ναι, οπωσδήποτε οφείλεται σε αυτή τη σπουδαία ηθοποιό, τη Νένα Μεντή, η οποία σε «αναγκάζει» να πεταχτείς από τη θέση σου στο τέλος, για να τη χειροκροτήσεις όρθιος. Όμως, πάνω απ' όλα, πρωταγωνιστούν τα τρικυμιώδη πάθη της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Εκείνα που μπόρεσαν να υπερβούν εποχές και συμφορές, έθρεψαν το στιχουργικό της ταλέντο, την ύψωσαν και τη γκρέμισαν.

Η Νένα Μεντή πάει μπρος/πίσω στον κατά Παπαγιαννοπούλου χρόνο, αλλά πουθενά δεν μπερδεύεσαι· το πράγμα δεν γίνεται κουβάρι. Απεναντίας, σε συναρπάζει η εξιστόρηση, σε ρουφάει το λιτό σκηνικό που στην πορεία γίνεται όλο και πιο λιτό, καθώς ορισμένα έπιπλα τα οποία σηματοδοτούν μια ειδική σχέση με ορισμένους σημαντικούς ανθρώπους χάνονται καθώς χάνονται κι εκείνοι. Ένα απλό, μα εξαιρετικό σκηνοθετικό εύρημα. 

Ο θάνατος έχει σεισμική επίδραση στη ζωή της Παπαγιαννοπούλου, ακριβώς γιατί η σχέση με όσους έφυγαν ήταν βαθιά, προσωπική, σφυρηλατημένη στο ίδιο της το πάθος για τη ζωή: η μητέρα της, που μαζί πέρασαν τον όλεθρο της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσφυγιάς, ο άντρας της, που στάθηκε με τεράστια, ανιδιοτελή αγάπη δίπλα στα εξοργιστικά της ελαττώματα κι ανέχτηκε τα μύρια λόγω της μανίας της με το χαρτί, η κόρη της ύστερα –ένα συντριπτικό χτύπημα. Ακόμα και η φίλη και μέντορας Μαρίκα Κοτοπούλη, η είδηση του θανάτου της οποίας γκρέμισε την Παπαγιαννοπούλου μέρα μεσημέρι κάπου στην Πανεπιστημίου, κάνοντάς τη να κλάψει γοερά.


Αλλά η Παπαγιαννοπούλου ήταν ηλιοκεντρική προσωπικότητα κι έτσι πάντα προχωρούσε, κάτι που η Μεντή αποτυπώνει λαμπρά πάνω στη σκηνή· την ηρωίδα της τη θαυμάζεις, μα κάπου σκέφτεσαι και το πόσο δύσκολο πρέπει να ήταν να ζεις κοντά σε ένα πλάσμα τόσο χαρισματικό, που όμως υπήρχε τόσο για την πάρτη του, ώστε μπορούσε σε απρόβλεπτο χρόνο να τα τινάξει όλα στον αέρα. Η Μεντή είναι επίσης εξαιρετική στις ανάσες της, στην άρθρωσή της, στη σταθερότητα της φωνής (καταλυτικής σημασίας χαρακτηριστικό για οποιονδήποτε μονόλογο), αν και προσωπικά θαύμασα περισσότερο την ευλυγισία του σώματός της: ενώ αποτύπωνε την Παπαγιαννοπούλου στα νιάτα της με γοργές κινήσεις, έγινε σκυφτή και αργοκίνητη όταν πια ο χρόνος βάρυνε πολύ στις πλάτες της και η δύση πλησίαζε. 

Στην παράσταση ακούστηκαν και μερικές από τις πιο βαθιές αλήθειες που αφορούν το λαϊκό μας τραγούδι. Ίσως φανεί άσχημο αυτό που θα πω, όμως θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική η παρακολούθησή της από διάφορους καλλιτέχνες που λένε πως ασχολούνται με τη λαϊκότητα στις μέρες μας, μα στην πραγματικότητα έχουν χάσει κάμποσες από τις βασικές της σταθερές. Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ φεύγοντας ότι ο μακαρίτης ο Παντελής Παντελίδης βρισκόταν, ενστικτωδώς, εγγύτερα στα «καύσιμα» της έμπνευσης της Παπαγιαννοπούλου, από δημιουργούς πιο σεβάσμιους στον δικό μου κόσμο (των κριτικών). 

Ακόμα πιο άσχημο, όμως, μάλλον θα ακουστεί σε κάποια αυτιά το ότι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου «ζωντανεύει» εκεί στη σκηνή του θεάτρου Χώρα ως μια αρχετυπική ελληνική μορφή. Με τις ρίζες που ποτέ δεν ξέχασε ψάχνοντας φανταστικές πατρίδες για να αποδράσει, με τον άγιο Παντελεήμονα που πήρε από τη μάνα της και έδωσε στην εγγόνα της όταν ξενιτεύτηκε –χωρίς θρησκευτικούς φανατισμούς, χάριν απλά μιας αρχέγονης, παραδεδομένης πίστης στο μεταφυσικό– με την ανάκατη εκείνη εφευρετικότητα και κατεργαριά που καλά κρατεί στον κόσμο της Μεσογείου ήδη από τα χρόνια του πολυμήχανου Οδυσσέα. 

Γνήσιο τέκνο του πολιτισμικού σταυροδρομιού του τόπου μας, λοιπόν, η κατά Μανέλη/Ζούλια/Μεντή «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» δίνει (μεταξύ άλλων) και μια ηχηρή απάντηση σε όλα τα ανθελληνικά και ευρωλιγούρικα πρότυπα που προβάλλονται ξανά τα τελευταία χρόνια από ένα συγκεκριμένο κομμάτι του πληθυσμού, το οποίο επιθυμεί διακαώς να απεμπολήσουμε το ποιοι ήμασταν και είμαστε, χάριν μιας κάποιας «προόδου» με ολιγαρχικά χαρακτηριστικά. Καταντώντας μας γονυκλινείς Χατζηαβάτες και αητούς χωρίς φτερά, να τρώμε τη ζωή με το μαχαιροπίρουνο, αντί με το κουτάλι.