Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Sin Boy. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Sin Boy. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

21 Σεπτεμβρίου 2020

Sin Boy: KaGuRas [δισκοκριτική, 2019]

 


Θέλει πολλή δουλειά για να γράψεις μια κριτική. Κάτι που συχνά δεν κατανοούν ούτε οι εν δυνάμει αναγνώστες, αλλά ούτε και όσοι μπαίνουν στον Τύπο διψασμένοι να συνδέσουν το όνομά τους με τέτοια κείμενα. 

Δεν είναι δηλαδή μόνο οι ακροάσεις που οφείλεις ή οι σκέψεις και τα συναισθήματα που καλείσαι να βάλεις σε τάξη, αξιοποιώντας τις όποιες «ρίζες» κουβαλάς ως μουσικόφιλος. Αλλά και το πώς θα τα μεταφέρεις όλα αυτά κατά τρόπο ελκυστικό, το τι βαθμό θα βάλεις (αν απαιτείται), το να αφήσεις τον δίσκο να «σταθεί» στις εντυπώσεις σου, «παίζοντας» με τη γνώμη σου –να αφήσεις έπειτα και το κείμενο να «κρυώσει», πριν το στείλεις για δημοσίευση. Χώρια την πίεση της επικαιρότητας, η οποία πάντα υπάρχει όταν συνεργάζεσαι με μεγάλα μέσα· πάντα εις βάρος σου, εφόσον οι περισσότεροι γραφιάδες ζουν συνήθως από διαφορετική «πρωινή» εργασία. 

Δεν παύει ωστόσο να είναι μια σοβαρή υπόθεση η κριτική, που κακώς αντιμετωπίζεται ελαφρά, ως πεδίο αποψάρας και συναισθηματικών παραληρημάτων εκ μέρους διάφορων καημένων, οι οποίοι θέλουν απλά κάπου να τα πουν. Έστω κι αν τον χρόνο και τον κόπο που απαιτεί, κανείς δεν θα στον πληρώσει αναλόγως σοβαρά (στη σημερινή Ελλάδα, τουλάχιστον).

Η κριτική για τον πολυσυζητημένο δίσκο του Sin Boy με το "Mama?" (2019), μου πήρε περίπου 3 μήνες. Με πολλά πίσω-μπρος, με σκέψεις πάνω σε διάφορες γνώμες που εκφράστηκαν εδώ κι εκεί και με αρκετές ενδιάμεσες συζητήσεις, είτε με τη Χριστίνα Κουτρουλού στην αστική καθημερινότητα, είτε με τον Παναγιώτη Βορριά και τη Νικολέτα Κομποθέκρα σε παραθαλάσσια ραστώνη. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, την έσβησα σχεδόν όλη και την ξανάπιασα από την αρχή. Το κυνήγι της επικαιρότητας, αν μπορούσε, θα τράβαγε τα μαλλιά του.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. Αφορμή, το φετινό άλμπουμ του Sin Boy με τη Rina, για το οποίο το Mic.gr θα βγάλει οσονούπω την κριτική μου. 


Παρά τα κατά καιρούς εύστοχα που δημοσιεύει μια μικρή κοινότητα εγχώριων γραφιάδων, βαστώντας ρομαντική κόντρα σε καιρούς όπου η μουσική παίζει πάγκο στα 10 καλύτερα (μπέργκερ, ό,τι άλλο) της Αθήνας, τα πράγματα συνεχίζουν να καθορίζονται σε μια διαφορετική διάσταση. Στην οποία ισχυρό «νόμισμα» παραμένει το αμάξι του Νεοέλληνα κάγκουρα, που περνάει από τις γειτονιές έχοντας στη διαπασών το τραγούδι με το οποίο «νιώθει». Φέτος είναι το "Mama?", με τη χάρη του να φτάνει ακόμα και στα επαρχιακά πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου. 

Ως κάγκουρας προσδιορίζεται όμως και ο ίδιος ο Θεόδωρος-Αγκουστίν Γκέγκα στο πρώτο του επίσημο άλμπουμ ως Sin Boy, κάνοντας κίνηση-ματ σε επίπεδο σημειολογίας. Αν δεις δηλαδή ως θράσος αυτό το KaGuRas σε greeklish, σου βγαίνει τίμιο· αν πάλι το πάρεις για αυτοσαρκασμό, είναι ευφυές. Μένοντας πάντως (λίγο ακόμα) στα σημειολογικά, δεν γίνεται να μην αναρωτηθείς: αλήθεια, τι σημαίνει πια «πρώτο επίσημο άλμπουμ», όταν λογίζεσαι ως όνομα αναφοράς για την εφηβεία της παρούσας δεκαετίας βάσει μεμονωμένων κομματιών στο YouTube και όταν πάνε ήδη 2 χρόνια που τα κινητά τηλέφωνα σε γυμνάσια και λύκεια χτυπούσαν με το "DRACO"; Ωστόσο το KaGuRas μπορεί να διαρκεί μόλις 23 λεπτά, μα αρθρώνεται ως συνεκτικότατο σύνολο και όχι ως χαλαρός συνασπισμός γύρω από την επιτυχία του "Mama?".

Τόσο το "Mama?", όσο και τα 7 υπόλοιπα τραγούδια, ελληνοποιούν την παγκόσμια τρέλα με την trap, το reggaeton, το auto tune και τις μασημένες ραπ ρίμες. Η «ελληνοποίηση», ασφαλώς, χωράει πολλή συζήτηση: πόσο ας πούμε από το "Te Boté" των Nio García, Casper & Darell έχει ή δεν έχει το "Mama?"; Το ζήτημα είναι πάντως μικρής σημασίας, καθώς η εγχώρια δισκογραφία υπεξαιρούσε διεθνείς συνθέσεις ήδη από τα χρόνια των 78 στροφών, με τα αποτελέσματα να κρίνονται τελικά από το αν τα κλοπιμαία ταίριαζαν στη γλώσσα μας, εκφράζοντας επίκαιρες σε κάθε δεκαετία ανησυχίες. Και στο KaGuRas, αν μεταφράσεις τα ...σινμποϊκά σε ελληνικά, η μεταγραφή ηχεί επιτυχημένη, από την άποψη του πώς κολλούν οι λέξεις και οι τονισμοί με τους ρυθμούς. Δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε δεδομένο –ακόμα και με την επισήμανση ότι το χρησιμοποιούμενο λεξιλόγιο είναι φτωχό.

Μήπως όμως αυτό το φτωχό λεξιλόγιο με τις πολλές αγγλικές λέξεις, συνηγορεί για τη βιωματικότητα των τραγουδιών του Sin Boy;

Κάπου εδώ πέφτουμε στο σούσουρο γύρω από το "Mama?", το οποίο δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ο σεισμός καταγράφεται ως μεγαλύτερος και από αυτόν που συντάραξε το ελληνικό τραγούδι των πολλών πίσω στα 1990s, όταν οι Active Member έφτασαν στα ερτζιανά με το "Άκου Μάνα", ενώ ο ντόρος επανέφερε στη δημόσια σφαίρα τη μουσική ως κάτι για το οποίο αξίζει να διαφωνήσεις και να τσακωθείς. Αλλά, ενώ αναμένονταν τα πυρά από όσους θεώρησαν ότι έπρεπε να αντιδράσουν ενάντια σε μία νέα, επελαύνουσα έκφανση φτήνιας, ορισμένοι έσπευσαν να υπερασπιστούν το "Mama?". 

Δεν μιλάω ασφαλώς για διάφορους 30άρηδες και 40άρηδες που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την trap από το reggaeton, αλλά, επειδή κούνησαν λίγο τον κώλο τους, έκριναν ότι ήταν σε θέση να μιλήσουν δημόσια είτε για το τι «εκπροσωπεί» τους 15-25 των ημερών μας, είτε για το πώς κοινωνικοποιείται σε μια λαϊκή γειτονιά της σύγχρονης Αθήνας το παιδί δύο μεταναστών από την Αλβανία. Αναφέρομαι σε όσους διέκριναν κάτι το αυθεντικό στην πληβεία, περιθωριακή παραβατικότητα του "Mama?", ενώνοντας τη φωνή τους με όσους αποτιμούν θετικά το trap ξέσπασμα.

Είναι μια θέση που δεν στερείται σοβαρότητας. Το πώς εκφράζεται πλέον μια «no future» μενταλιτέ ελλείψει ισχυρού συλλογικού οράματος, η επί τούτου φθορά της γλώσσας –το ακατάληπτο ως απόπειρα καταστροφής– και η οικειοποίηση της ραπ εκφοράς (άσχετα από ικανότητες σε ανάσες και flow) στο όνομα μιας απρόσκοπτης κραυγής από το φάσμα του αστικού περιθωρίου, είναι ιδέες που αξίζει νομίζω να τις σκεφτούμε σοβαρά όσοι ασχολούμαστε με τη μουσικοκριτική. Και δεν χρειάζεται δα καμιά άλγεβρα για να αποδειχθεί ότι ο Sin Boy τραγουδάει γι' αυτά που ζει και σκέφτεται, όσο κι αν υπάρχει και μια διάθεση για τρολάρισμα. Πολύ εύστοχα έγραψε ο Φώντας Τρούσας (δείτε εδώ, 17/5/2019) για τον πιτσιρικά που έφαγε ρατσισμό μεγαλώνοντας και τώρα, ευρισκόμενος ξαφνικά με λεφτά, θέλει απλά να μας γαμήσει όλους. 

Ακριβώς επειδή ο κόσμος που σκιαγραφείται στο KaGuRas είναι αληθινός, μπορεί να φανεί και γοητευτικός. Γενόμενος έτσι ένα νέο εξωτικό φρούτο για τη μεσαία τάξη, ακόμα κι αν έχει ως θρησκεία τα φράγκα και τα ναρκωτικά ή αν αντιμετωπίζει τις γυναίκες άκρως σεξιστικά –ως «πουτάνες» που εξαπατούν τον αφηγητή και τσαλαπατούν τα αισθήματά του, νοιαζόμενες μόνο για την υλική ευμάρεια. Όσο ο Sin Boy και οι φίλοι του (ο Υποχθόνιος, ο Mad Clip και ο iLLEOo) τραγουδούν για το πώς από πάτος έγιναν μεσαία τάξη και το πώς γευματίζουν τώρα στα πολυτελή εστιατόρια «σαν τον Gordon Ramsay», κομπάζοντας για τα sneakers 2k και το πορτοφόλι τους που ξεχείλωσε, τόσο πιο σαγηνευτικοί φαντάζουν σε μια πατριαρχική κοινωνία η οποία πάντα αγαπούσε το εύκολο χρήμα. Μετατρέπονται δηλαδή σε ήρωες του περιθωρίου που, πιάνοντας την καλή, ξεφεύγουν και από τη σκατοζωή, αλλά και από την πιο ύπουλη καταπίεση που ελλοχεύει στη μικροαστική τακτοποίηση.

Εδώ υπάρχει βέβαια ένας τεράστιος σκόπελος, στον οποίον ναυαγεί και η διεθνής υπεράσπιση της trap έκφρασης: επειδή κάτι είναι βιωματικό, δεν μετατρέπεται αυτομάτως και σε αισθητικώς «ωραίο» ή «σημαντικό». Αν ίσχυε άλλωστε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να θυμόμαστε τους Sham 69 ως ισάξιους των Clash. 

Είναι ψέμα ότι δεν υπάρχει ένα «κάτι» στα τραγούδια του Sin Boy, είτε εστιάσεις στο γαργάλημα του φαντασιακού για το πώς παίζει η φάση στις παρυφές μιας διάτρητης νεοελληνικής νομιμότητας, είτε στο πόσο πιασάρικα είναι το "Mama?", το "#31", το "Sientelo" ή το "Ciao Bella". Όσες όμως ακροάσεις κι αν αφιερώσεις, φεύγεις με στοιχειώδη μόνο πράγματα. Τα οποία ωχριούν σε ουσία, νοήματα και ποιότητα μπροστά σε όσα διαδραματίζονται (μουσικά και στιχουργικά) στο σύγχρονο του Sin Boy «κανονικό» ελληνικό χιπ χοπ –αυτό που εκπροσωπούν μορφές σαν τον ΛΕΞ, τον Βέβηλο, τους Στίχοιμα, τον Ευθύμη, τον Anser, τον ΤΑΦ Λάθος. Το γκελ μπορεί λοιπόν να είναι έως και τρομακτικό στις νεαρότερες ηλικίες, μα οι εν συγκρίσει καλλιτεχνικές αποστάσεις παραμένουν μεγάλες. Χώρια την αίσθηση του γελοίου, που καραδοκεί διαρκώς στη γωνία.