29 Νοεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 21 Ιουλίου 2018

Σήμερα, το μικρό ραδιοφωνικό αρχείο που βρίσκεται στα χέρια τα δικά μου και του Στυλιανού Τζιρίτα, επιστρέφει πίσω στο 2018, ανασύροντας μία από τις Συχνοτικές Συμπεριφορές που ηχογραφήσαμε ενόψει του τότε θέρους, με ηχολήπτη τον Αχιλλέα Φακόπουλο.

Σε αντίθεση με άλλες μας εκπομπές, αυτή δεν είχε πολύ ελληνικό ρεπερτόριο, ωστόσο στη διάρκειά της τέθηκαν διάφορα ιντριγκαδόρικα ερωτήματα, όπως:
* Ποιος μπορεί να θεωρηθεί σαν Ringo Starr του πειραματισμού;
* Ποια Ελληνίδα λαϊκή σταρ θα μπορούσε ίσως να έχει τραγουδήσει το "More Than A Woman" των Bee Gees;
* Σε ποια sci-fi δυστροπία του 2015 σκοτώνουν τον Μπρους Γουίλις, γεγονός που έκανε έξαλλο τον Στυλιανό Τζιρίτα;

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το προσωπικό μας αρχείο, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα.
 
Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. CHICK COREA & HERBIE HANCOCK: Liza (All The Clouds'll Roll Away) - live in San Francisco 1978
2. DEEP PURPLE: Knockin' At Your Back Door
3. DAVID SYLVIAN: All Of My Mother's Names (Summers With Amma)
4. BRIAN ENO: Baby's On Fire
5. ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ: Και Λέγε-Λέγε
6. RICK WAKEMAN: Anne Of Cleves
7. PHILADELPHIA ORCHESTRA (σε διευθ. EUGENE ORMANDY): Charles Ives' Symphony no. 1 (Allegro)
8. DAVID HELFGOTT: Sergei Rachmaninoff's Piano Concerto No. 3 (Allegro Ma Non Tanto)
9. IAN GILLAN: One Eye To Morocco
10. VAN MORRISON: Roll With The Punches
11. THE SEEDS: Nobody Spoil My Fun
12. AEROSMITH: Walk On Water
13. CRACKER: Shake Some Action
14. THE BEE GEES: More Than A Woman
15. METALLICA: Ain't My Bitch



27 Νοεμβρίου 2020

White Ring - συνέντευξη (2019)

Αν και υπηρετώ τον μουσικό Τύπο από το 2004, έχοντάς τον μάλιστα ως βασική μου ενασχόληση, ουδέποτε μου άρεσαν τα παιχνίδια που ενίοτε παίζει σε επικοινωνιακό επίπεδο. Υπάρχουν βέβαια και σημαντικότερα πράγματα για να γκρινιάξει κανείς, πάντως την τάση να βγάζουμε νέες ταμπέλες για υποτιθέμενα είδη, τα οποία εν τέλει δεν είναι παρά στυλ μέσα σε ήδη στεγανοποιημένες τάσεις, τη θεωρώ από τις πιο ανεύθυνες. 

Το λεγόμενο «witch house» εντάσσεται σε αυτήν την περίπτωση, αν και δεν υπήρξε τόσο ανυπόστατο και τόσο ενοχλητικό όσο η λίγο προγενέστερή του «indietronica». Για ένα διάστημα, βέβαια, ορισμένοι προσπάθησαν να πείσουν (εαυτούς και κοινό) ότι το witch house θα ήταν το next big thing της μουσικής βιομηχανίας –κάτι που δεν συνέβη ούτε όταν άλλοι προσπάθησαν να το πλασάρουν ως ...«gothotronica», ελπίζοντας ίσως να εξαργυρώσουν το hype της indietronica στον ιντερνετικό indie Τύπο. Ειρωνικά, πάντως, η gothotronica είχε περισσότερη περιγραφική δύναμη για το τι άκουγε κανείς.

Το όνομα που κατ' εξοχήν σχετίστηκε με την εν λόγω ετικέτα ήταν βέβαια οι Αμερικανοί oOoOO, για μένα όμως πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση στάθηκαν οι συμπατριώτες τους White Ring -οι οποίοι και ξεκίνησαν συνεργαζόμενοι μαζί τους, για το split single Roses/Seaww (2010). Παρά ταύτα, απέτυχαν να εκμεταλλευτούν τον πρόσκαιρο ντόρο που δημιούργησε το ΕΡ Black Earth That Made Me (2011). Όταν ξαναφάνηκαν στα πράγματα με το πρώτο τους πλήρες άλμπουμ Gate Of Grief, ήμασταν πια στο 2018, με τη witch house ετικέτα να έχει εξαφανιστεί σε επίπεδο δημοσιογραφικής προβολής. 

Το Gate Of Grief έβγαλε τον Bryan Kurkimilis και την Kendra Malia σε διεθνή περιοδεία, οδηγώντας και στην πρώτη τους συναυλία στην Ελλάδα (Οκτώβριος 2019). Ωστόσο η Malia δεν έδωσε το παρών στη Death Disco: ο Kurkimilis εμφανίστηκε με την Adina Viarengo στα φωνητικά. Λίγες ημέρες αργότερα, το BrooklynVegan (νομίζω) έγραψε ότι η Malia βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της, μόλις στα 37 της χρόνια. Αιτία θανάτου δεν ανακοινώθηκε επισήμως, αν και αρκετοί γύρω από το γκρουπ υπέδειξαν κάποιο θέμα με ναρκωτικά. Το τι θα γινόταν στο μεταξύ με τους White Ring έμεινε (δικαιολογημένα) αβέβαιο για κάποιο διάστημα, πλέον όμως φαίνεται ότι ο Kurkimilis συνεχίζει, με τη Viarengo να αναβαθμίζεται σε πλήρες μέλος, παίρνοντας τη θέση της Malia.

Πριν συμβούν πάντως όλα τούτα, είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω με τον Bryan Kurkimilis, ο οποίος μου αποκάλυψε μάλιστα και την (απώτερη) καταγωγή του από τα Κουρκουμελάτα της Κεφαλλονιάς! Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το κατά καιρούς promo υλικό της μπάντας, με τη δεύτερη να ανήκει στον Columbine Goldsmith


Σας περιμένουμε σύντομα στην Ελλάδα, για την πρώτη σας συναυλία εδώ. Αλήθεια, μας έχετε επισκεφθεί ξανά; Ίσως ως τουρίστες;

Δεν έχουμε ξανάρθει ποτέ στην Ελλάδα και είναι χώρα την οποία πάντα ήθελα να επισκεφθώ. Το επώνυμό μου, ξέρεις, είναι μια μπασταρδεμένη, αμερικανοποιημένη εκδοχή του Κουρκουμελάτα, το οποίο γνωρίζω ότι είναι χωριό στην Κεφαλλονιά. Και είναι κάτι που ονειρεύομαι από παιδί να τσεκάρω.

Απ' όσο βλέπω, η περιοδεία σας τελειώνει στην Αθήνα. Άρα να υποθέσω ότι έχετε κανονίσει να μείνετε λίγες μέρες στην Ελλάδα, πριν πετάξετε για πίσω;

Α, ναι, ισχύει! Είπαμε ότι θα κάνουμε λίγες μέρες διακοπές μετά τη συναυλία, στόχος μας είναι να εξερευνήσουμε όσο μπορούμε την Ελλάδα.

Φέτος κυκλοφορήσατε ένα single ονόματι Slow Burned, με δύο καινούρια τραγούδια, τα "Aessence" και "Shaken To Sleep". Να τα θεωρήσουμε προπομπό του άλμπουμ που ετοιμάζετε για το 2020; Θα ακούσουμε αλήθεια ακυκλοφόρητο υλικό στη Death Disco;

Όχι, τα κομμάτια του Slow Burned προορίζονται αυστηρά για την 7ιντση αυτή κυκλοφορία, είναι ένα non-album single. Δεν λέω ότι αποκλείεται να τα ξαναδείτε κι αργότερα, όχι πάντως στη συγκεκριμένη τους μορφή. Είναι κάτι που πάντα μου άρεσε και σε άλλα συγκροτήματα, να γυρνάνε πίσω στο υλικό τους και να το ξαναφαντάζονται σε διαφορετική εκδοχή.

Όσο για τη συναυλία, σχεδόν σε κάθε μας εμφάνιση παίζουμε νέα ή/και ακυκλοφόρητα τραγούδια. Και δεν σκοπεύουμε να κάνουμε εξαίρεση για την Αθήνα, οπότε θα ακούσετε σίγουρα καινούριο υλικό. Προσωπικά μιλώντας, τρελαίνομαι να παίζω live αδημοσίευτα πράγματα.

Το πρόσφατο άλμπουμ Gate Of Grief (2018), για το οποίο και περιοδεύετε, είναι φτιαγμένο να ακούγεται σαν σύνολο. Υπάρχει εδώ κάποια επίκληση σε παλιότερες δισκογραφικές ημέρες, π.χ. σε σπουδαίους δίσκους της pop/rock ιστορίας που κι εσείς απολαύσατε ως ακροατές στην ολότητά τους;

Σε ευχαριστούμε πολύ γι' αυτό το σχόλιο, χαίρομαι πραγματικά που το Gate Of Grief αφήνει μια τέτοια εντύπωση. Δεν ήμουν ποτέ φίλος των δίσκων που έμοιαζαν με συλλογές κομματιών, στις οποίες απλώς ξεχώριζαν ένα ή δύο, ως πιθανά singles. Ελπίζουμε μάλιστα ποτέ να μην κάνουμε μεγάλη επιτυχία με κάποιο τραγούδι. Θέλουμε οι White Ring να παραμείνουν ένα εγχείρημα πολύ αφηγηματικό, του οποίου τα μέρη θα λειτουργούν πάντα με αίσθηση συνόλου.

Ο μουσικός Τύπος συχνά πασχίζει να βάλει μια ταμπέλα στη μουσική που φτιάχνετε –συνήθως την αποκαλεί «witch house». Για σας, υπάρχει νόημα σε όλο αυτό; Σας βοηθάει σε κάτι, π.χ. δίνοντας την αίσθηση ότι ανήκετε σε κάποια σκηνή;

Προσωπικά δεν χρησιμοποιώ τον όρο «witch house» για τη μουσική μας, ωστόσο προσπαθώ να στέκομαι ουδέτερα απέναντί του. Όσοι πάντως είναι εξοικειωμένοι μαζί του, συνήθως γνωρίζουν και τους White Ring –οπότε τελικά δεν βοηθάει και σε κάτι.

Δεν με πειράζει πάντως να αυτοπροσδιορίζονται κάποιοι ως witch house ακροατές, απλά δεν μου αρέσει η ιδέα ότι μέρος της ταυτότητάς μου ανήκει σε μια συγκεκριμένη ομάδα (όποια κι αν είναι αυτή). Γιατί οι ομάδες εύκολα μετατρέπονται σε πλήθη και τα πλήθη, τελικά, γίνονται όχλος.

Τα τραγούδια σας εκπέμπουν νομίζω ένα αίσθημα προσμονής για πράγματα λίγο απροσδιόριστα, που ίσως και να μην υπάρχουν ακόμα. Νιώθετε να σας ενώνει αυτό με τους goth και dark wave εξερευνητές των 1980s;

Ναι, οπωσδήποτε. Σκέφτομαι προσωπικά τη μουσική μας σαν μια καινούρια, αγνή μορφή του post-punk εκείνης της δεκαετίας, η οποία απευθύνεται σε όσα παιδιά μεγάλωσαν έχοντας δίπλα τους το ίντερνετ.

Υπό μια τέτοια έννοια, το Gate Of Grief εκφράζει μια αυστηρώς εσωτερική πραγματικότητα; Ή υπάρχει και κάποια αναφορά εδώ στο Bab-el-Mandeb (Πύλη των Δακρύων), άρα εμμέσως και στη φρίκη του εμφυλίου πολέμου στην Υεμένη;

Υπάρχει πράγματι μια γεωγραφική αναφορά στην περιοχή, όχι όμως στον πόλεμο της Υεμένης. Πήραμε το όνομα Gate Of Grief από ένα ντοκιμαντέρ που είδαμε, για τις μετακινήσεις των πρώιμων ανθρώπων: ήταν το μοντέρνο όνομα της τοποθεσίας όπου οι ειδικοί εντοπίζουν τους πρώτους εκπροσώπους του είδους μας που έκαναν το πέρασμα από την Αφρική στη Μέση Ανατολή.

Κατά τα λοιπά, ο τίτλος του δίσκου αναφέρεται σε ένα τραύμα του παρελθόντος το οποίο κουβαλά κανείς από τα παιδικά του χρόνια και συνεχίζει να τον απασχολεί και στην ενήλικη ζωή. Νομίζω είναι κάτι που όλοι έχουν βιώσει, σε έναν τουλάχιστο βαθμό –και έχουν συνείδησή του, τουλάχιστον αν εξερευνούν τα του εαυτού τους.

Ως μπάντα, είστε «παιδί» της MySpace εποχής, η οποία ήδη δείχνει σαν κάτι πολύ μακρινό. Αισθάνεστε άνετα στα σημερινά social media; Τελικά οι υψηλές, ψηφιακές ταχύτητες μας φέρνουν όντως πιο κοντά;

Δεν μισώ τα social media, αλλά δεν νιώθω και κάτι απέναντί τους –κάτι που δεν ισχύει όμως για το ίντερνετ, συνολικά μιλώντας. Περνάω ας πούμε πολύ χρόνο στο YouTube, στο BitChute και σε μερικά ακόμα sites, στα οποία μάλλον θα με κράξουν που συχνάζω! Γενικά, μου αρέσει να διαβάζω ιστορία και φιλοσοφία προερχόμενη από μη mainstream πηγές.

Έχω γνωρίσει σχεδόν όλους μου τους φίλους μέσω ίντερνετ και οι ίδιοι οι White Ring δεν θα υπήρχαν, αν δεν βρισκόμασταν κάπως στα social media. Ωστόσο το ίντερνετ είναι ένα εργαλείο. Αν ψάχνεις λοιπόν για μερικές προφανείς πληροφορίες για το ποιος είναι κάποιος, μπορείς να τις πάρεις βλέποντας πώς το χρησιμοποιεί. Θα σου δώσει μια εικόνα της αληθινής του φύσης.



25 Νοεμβρίου 2020

Still Corners - συνέντευξη (2018)


Ο Ιανουάριος του 2021 προβλέπεται να φέρει φρέσκους Still Corners, περίπου 3 χρόνια μετά την τελευταία τους δουλειά Slow Air (2018), η οποία μας απασχόλησε αρκετά και στην Ελλάδα: έγινε αιτία μιας νέας επίσκεψης των Greg Hughes & Tessa Murray στην Αθήνα, που επιβεβαίωσε το γκελ τους στη χώρα μας με ένα εμφατικό sold-out στο Gagarin. 

Το δίδυμο έχει αποκαλύψει 2 τραγούδια από το νέο άλμπουμ ("The Last Exit", "Crying"), το οποίο θα λέγεται κι αυτό The Last Exit και θα βγει 21 Ιανουαρίου από τη Wrecking Light –το label της μπάντας. 

Τα νέα δίνουν λοιπόν καλή αφορμή για μια εκ νέου επίσκεψη στην κουβέντα που κάναμε τον Νοέμβριο του 2018, λίγο πριν την έλευσή τους στο Gagarin. Στην οποία δεν συζητήσαμε μόνο τα του Slow Air, αλλά και για τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τις σκέψεις τους να μετακομίσουν στην Ελλάδα και βέβαια για το τι έγινε σε εκείνο τη νησί στη Μαύρη Λιμνοθάλασσα, που αποτυπώθηκε σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια τους, το "Black Lagoon".

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η πρώτη ανήκει στους Still Corners, ενώ η δεύτερη ανήκει στον Chad Kamenshine. Αμφότερες προέρχονται από το υλικό που η μπάντα κοινοποίησε κατά καιρούς στον Τύπο, ως promo


Αν δεν σας ξέραμε και η πρώτη γνωριμία γινόταν με το Slow Air, θα ορκιζόμασταν ότι είσαστε αμερικάνικη μπάντα. Πώς καταφέρνετε και απορροφάτε τόσο πετυχημένα το περιβάλλον στο οποίο δισκογραφείτε;

Είμαστε ανοιχτοί σε κάθε είδους έμπνευση, άλλωστε υπάρχουν πάρα πολλά για να σε εμπνεύσουν: η φύση, οι άνθρωποι, το μαγείρεμα, οι ταινίες, η μουσική βεβαίως. Τις προάλλες στη Νέα Υόρκη, ας πούμε, είδαμε από κοντά να δουλεύουν πάνω σε ξύλο· το θέαμα, το όλο αίσθημα, ακόμα και η μυρωδιά ήταν εξαίσια. Αν εκτίθεσαι σε τέτοια πράγματα, κάτι πάντα μένει μαζί σου, το οποίο μπορείς να ανασύρεις στο κεφάλι σου καθώς γρατζουνάς την κιθάρα ή το πιάνο. Το καλύτερο είναι να το αφήσεις να ρεύσει μέσα σου –αυτή η ροή πιστεύουμε ότι είναι το πιο σημαντικό στοιχείο, καθώς και η διατήρησή της.

Κάτι τέτοιο μπορεί ασφαλώς να αποδειχθεί δύσκολο· ίσως για παράδειγμα μπλοκαριστείς τελικά, γιατί ο κόσμος μπορεί να είναι όμορφος, αλλά μπορεί και να γίνει τρομακτικός –υπάρχουν καλές και κακές ημέρες. Αν ας πούμε διαβάζεις τα νέα, μπορεί να σε αποπροσανατολίσει καθώς γράφεις, αφού θα έρχονται συνέχεια κατά νου και θα πρέπει να αγωνιστείς να διατηρήσεις τη δημιουργικότητά σου, κρατώντας μακριά ό,τι το αρνητικό και το τοξικό. Πάντως αυτό κάναμε στο Austin του Τέξας όπου γράφτηκε το Slow Air: αφεθήκαμε στο περιβάλλον και γίναμε ένα με τον κόσμο του.

Η Αμερική, ωστόσο, δεν έχει γίνει πρόσφατα ένα τρομακτικό μέρος;

Και ναι, και όχι... Στη μεγάλη εικόνα της, δεν διαφέρει αισθητά από τη χώρα που ήταν και στο πρόσφατο παρελθόν, αφού –όπως συνήθως συμβαίνει– υπάρχει αρκετός διαχωρισμός μεταξύ του πώς ζούνε οι άνθρωποι και του τι κάνει η κυβέρνηση. Αν όμως κάτσουμε να μιλήσουμε για το μέλλον της Αμερικής, αυτό ναι, μπορεί να είναι πράγματι μια πολύ διαφορετική ιστορία.

Δουλεύετε μαζί εδώ και αρκετό καιρό πια. Αυτό κάνει πιο εύκολη τη δημιουργική σύμπραξη; Ή χρειάζεται να αντιμετωπίζετε και διάφορες εντάσεις;

Την κάνει οπωσδήποτε πιο εύκολη· επί σκηνής ειδικά, είναι λες και έχουμε τηλεπάθεια. Τα πράγματα επίσης κινούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα, ενώ κάποιες φορές γίνονται και πολύ διασκεδαστικά. Το τελευταίο μας άλμπουμ, για παράδειγμα, μας φάνηκε ότι συναρμολογήθηκε πολύ γρήγορα.

Τι έγινε αλήθεια με τη Sub Pop; Δεν ήσασταν ικανοποιημένοι; Δεν έμειναν εκείνοι ευχαριστημένοι;

Παραμένουμε στη Sub Pop, όσον αφορά το publishing της δουλειάς μας· κάτι σπουδαίο. Απλά, στο κομμάτι που έχει να κάνει αυστηρά με το δισκογραφικό label, κάναμε ένα άλμα πίστης ξεκινώντας τη δική μας εταιρία. Πάντα μας ενέπνεε άλλωστε ο Steve Albini και γενικά το πανκ πνεύμα του DIY. Και μας αρέσει να έχουμε εμείς τον έλεγχο των πραγμάτων. Το κουμαντάρισμά τους, το να βρίσκουμε π.χ. εργοστάσια κοπής βινυλίου ή το να μιλάμε με ατζέντηδες δημοσίων σχέσεων, μας ενθουσιάζει. Νιώθουμε ότι εμείς κινούμε το «πλοίο», ξέροντας ανά πάσα στιγμή πού ακριβώς βρίσκεται.

Λιγότερο ή περισσότερο, λοιπόν, είμαστε επικεφαλής του πεπρωμένου μας: αν μας έρθει να βγάλουμε ένα άλμπουμ τον άλλον μήνα, μπορούμε. Και βέβαια υπάρχουν και τα χρήματα, τα οποία φτάνουν όλα απευθείας σε μας και δεν χρειάζεται να μοιραστούν στη διαδρομή σε μεσάζοντες. Δεν είμαστε στη μουσική για τα λεφτά, οπωσδήποτε όμως είναι ένα σπουδαίο αποτέλεσμα της δράσης μας.

Το Slow Air σας φέρνει ξανά στην Ελλάδα (21 Νοεμβρίου), αλλά αυτή δεν είναι η πρώτη σας φορά εδώ. Θυμάστε κάτι ιδιαίτερα από τον τελευταίο σας ερχομό στα μέρη μας;

Λατρεύουμε την Ελλάδα, είναι ένα από τα πιο όμορφα μέρη στα οποία έχουμε ταξιδέψει. Μας αρέσουν οι άνθρωποί της και το όλο κλίμα, έχουμε μάλιστα σκεφτεί πάνω από μία φορά να μετακομίσουμε στα μέρη σας. Το να περπατάμε στους δρόμους της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, να τρώμε το φαγητό σας, να συναντάμε τους fans που έρχονται στις συναυλίες, όλα μας έχουν δώσει πολύ αγαπητές μνήμες. Μας αρέσει επίσης πολύ ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, οπότε νιώθουμε σπουδαία να βρισκόμαστε στον τόπο του.

Οπότε, τι να περιμένουμε από το επερχόμενο live στην Αθήνα; Σας αρέσει ακόμα να χαμηλώνετε τον φωτισμό και να προβάλλετε οπτικό υλικό ενώ παίζετε;

Θα σας ξετινάξουμε! Ναι, ακόμα θέλουμε να είναι σκοτεινές και ατμοσφαιρικές οι συναυλίες και ακόμα χρησιμοποιούμε οπτικό υλικό. Μαζί μας θα έρθει και ένας εξαιρετικός ντράμερ, αλλά κι ένας μηχανικός ήχου. Θα είναι ένα σπουδαίο σόου.

Ορισμένες κριτικές βρήκαν ότι το "The Message" θυμίζει πολύ Chris Isaac. Είστε fans;

Ω, ουάου, αυτό είναι ωραίο. Ναι, λατρεύουμε τον Chris Isaac.

Κι αν ρωτήσουμε τι ακριβώς συνέβη σε εκείνο το νησί στη Μαύρη Λιμνοθάλασσα;

Ααα, αυτό τώρα είναι ένα μυστήριο, το οποίο ποτέ δεν θα αποκαλυφθεί!



22 Νοεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Στην πρώτη από μια σειρά ειδικών αναρτήσεων οι οποίες θα καταστήσουν διαθέσιμο το αρχείο της Συχνοτικής Συμπεριφοράς που βρίσκεται στα χέρια τα δικά μου και του Στυλιανού Τζιρίτα, επιστρέφουμε στην εκπομπή της 10ης Μαρτίου του 2019. 

Η οποία, αν και μεταδόθηκε «κονσέρβα» ένεκα της περσινής Καθαράς Δευτέρας, είχε μια έντονη ροπή προς την παρασάλευση του χρόνου· παραλίγο, μάλιστα, να τρέξουμε και διαγωνισμό «Κερδίστε Κούλουμα με τον Τζιρίτα και τον Συμβουλίδη». 

Τελικά δεν συνέβη, έδωσε όμως πάσα σε μια συζήτηση γύρω από τη σωστή ...λαγάνα και το ποια κονσέρβα ντολμαδάκια είναι η καλή –ενώ θα μάθετε και τι από τα νηστίσιμα δεν τρώει ο (ηχολήπτης) Γιάννης Κολύβας. Αλλά για να κάνουμε (εν τέλει) και μια παρασάλευση χρόνου, κρατήστε σημειώσεις, ώστε να ανακαλύψετε πού μπορεί να συναντήσετε τον κύριο Τζιρίτα το πρωί της Καθαράς Δευτέρα του 2021, καλά να είμαστε!

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το προσωπικό μας αρχείο, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα. 

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. BBC SCOTTISH SYMPHONY ORCHESTRA (σε διευθ. DONALD RUNNNICLES): Antonín Dvořák's Adagio from Symphony no. 9 (New World)
2. IRON HORSE: Pennyroyal Tea
3. ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΙΝΟΥ & MOKITA: Στο Τέλος Της Μέρας
4. PRINCE: South
5. SIOUXSIE & THE BANSHEES: Happy House
6. BRUCE SPRINGSTEEN: Lucky Day
7. GHOST: Rats
8. ROBERT JOHNSON: Sweet Home Chicago
9. ΜΑΤΟΥΛΑ ΖΑΜΑΝΗ: Βάλια Κάλντα -ζωντανή ηχογράφηση
10. RAMONES: Bop 'Til You Drop
11. ΔΟΜΝΑ ΣΑΜΙΟΥ & ΟΜΙΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΟΡΩΝ «ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΟΥΛΗ»: Να 'Μουν Νύχτα Στον Γιαλό
12. B.T. EXPRESS: Do It (Til' You're Satisfied)
13. ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟ: Άνωση
14. THE FLYING BURRITO BROTHERS: Wild Horses



19 Νοεμβρίου 2020

Cult Of Luna: A Dawn To Fear [δισκοκριτική, 2019]

Για μερικούς μουσικούς εκεί έξω, φαίνεται ότι η κρίση του κορωνοϊού εξασφάλισε περισσότερο στούντιο χρόνο από όσο ίσως θα είχαν υπό κανονικές συνθήκες (με περιοδείες κτλ.). Οι Cult Of Luna, για παράδειγμα, οι οποίοι πραγματοποιούν γρήγορη δισκογραφική επιστροφή, αφού ήταν μόλις 2019 που έβγαλαν το A Dawn To Fear (στη Metal Blade). 

Αυτές λοιπόν τις μέρες, οι Σουηδοί ανακοίνωσαν το νέο τους EP The Raging River, που θα κυκλοφορήσει στις 5 Φεβρουαρίου 2021 από το δικό τους label, Red Creek Records. Οι ίδιοι το παρουσιάζουν ως μια γέφυρα· ως ένα ενδιάμεσο σημείο το οποίο πρέπει να διασχίσουν προκειμένου να ολοκληρωθεί ό,τι άρχισε με το A Dawn To Fear. Πρόσθεσαν μάλιστα πως το καινούριο ΕΡ θα περιέχει και συνεργασία-έκπληξη με τον Mark Lanegan, του οποίου δηλώνουν από χρόνια fans. 

Μέχρι να δούμε τι μας επιφυλάσσουν, τα νέα αυτά δίνουν καλή αφορμή επαν-επίσκεψης στην κριτική που υπέγραψα το 2019 για το A Dawn To Fear, αποτιμώντας το ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ εκείνης της χρονιάς: μια σπιράλ κατάβαση εἰς Ἔρεβος, που θαρρείς εκπροσωπεί μουσικά όσους νιώθουν να παθαίνουν ό,τι και η φιγούρα της περίφημης Κραυγής του Έντβαρτ Μουνκ, ζώντας και δρώντας στο σύγχρονο αστικό πεδίο. Η κριτική δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η φωτογραφία της μπάντας ανήκει στη Silvia Grav και προέρχεται από το promo υλικό που έδωσε η Metal Blade στον Τύπο, για τις ανάγκες προώθησης του A Dawn To Fear


Το ξάνοιγμα των Neurosis από το 1980s hardcore punk της καλιφορνέζικης νιότης τους σε μια ηχητικώς διευρυμένη προσέγγιση με στοιχεία αληθινής πρωτοπορίας, προκάλεσε έναν από τους μεγάλους σεισμούς στον κόσμο της σκληρής μουσικής, κατά τη δεκαετία του 1990. Και κλόνισε κάμποσα από τα μέχρι τότε κάστρα, χάριν μιας ανίερης (για τα παλιά χρόνια) σύγκλισης με ανησυχίες που άνηκαν στο alternative φάσμα. Τα υπόλοιπα είναι πλέον ιστορία, είτε δέχεται κανείς τον post-metal όρο, είτε προτιμά να κάνει λόγο για sludge.

Για τα συγκροτήματα βέβαια που ακολούθησαν τα καράβια των Neurosis στις νέες γαίες, η παρουσία τους αποδείχθηκε ευχή, μα και κατάρα. Μπορεί δηλαδή να αποκάλυψαν συναρπαστικές προοπτικές, πρόσφορες για εξερεύνηση, μα παρέμειναν συνάμα και οι καλύτεροι: ακόμα και οι Isis, που για λίγο τους κοίταξαν στα μάτια το διάστημα 2002 με 2004, έμειναν γρήγορα από καύσιμα. Πόσο μάλλον ευρωπαϊκά γκρουπ σαν τους Cult Of Luna, τα οποία χρειάστηκε να παλέψουν σε αυτήν την κατά βάση αμερικάνικη πραγματικότητα απλώς για να σταθούν όρθια –παρά τις υπερθετικές κουταμάρες που διαβάσαμε στα '00s από μερίδα του μεταλλικού Τύπου, στον απόηχο του όντως αξιόλογου άλμπουμ Somewhere Along The Highway (2006).

Ωστόσο οι Cult Of Luna όχι μόνο έμειναν όρθιοι, μα δούλεψαν και σκληρά, ώστε να πάψουν να λογίζονται ως οι φτωχοί συγγενείς από την ακριτική Umeå της Σουηδίας. Στο Vertikal του 2013 βρήκαν ξέφωτο για να καλπάσουν, ενώ στο Mariner του 2016 (σε συνεργασία με την Julie Christmas) υπερπήδησαν τον πήχη του «καλού», διεκδικώντας πιο σημαίνοντα ρόλο στα πράγματα της τρέχουσας δεκαετίας, δίπλα σε μπάντες που επίσης επένδυσαν στην υπέρβαση, σαν π.χ. τους Rosetta ή τους Amenra. Με το A Dawn To Fear, λοιπόν, κάνουν μια συγκροτημένη προσπάθεια να αφήσουν πίσω τους αντιπάλους, προσφέροντας ένα άλμπουμ σφιχτά μεγαλοπρεπές, ικανό να απευθυνθεί και σε όσους ενδιαφέρονται για τη σκηνή, χωρίς όμως να ακολουθούν και κατά πόδας.

Παρά τα 79 λεπτά ακρόασης και τα μακροσκελή τραγούδια, οι Σουηδοί δεν φλυαρούν. Ναι, χάνουν λίγο τον βηματισμό στα πρώτα λεπτά του "Lights On The Hill" και πέφτουν σε κλισέ μανιέρες που θυμίζουν post-rock αδιέξοδα, όταν επιδιώκουν να «ξεφουσκώσουν» την ένταση στο "We Feel The End". Όμως οι ισορροπίες γρήγορα αποκαθίστανται και η συνολική αίσθηση είναι αυτή ενός καλά αρμολογημένου δίσκου. Οι όποιες «προοδευτικές» παρεκκλίσεις τείνουν ευτυχώς προς τους The Ocean και όχι προς τη νεο-progressive νύστα, ενώ τα synths τοποθετούνται εξαιρετικά στην ενορχήστρωση: εμπλουτίζοντας τον επιδιωκόμενο ήχο, χωρίς να μπαίνουν άκομψα σε πρώτο πλάνο.

Το A Dawn To Fear μοιάζει με σπιράλ κατάβαση εἰς Ἔρεβος. Τα σχισμένα ουρλιαχτά του Johannes Persson προσωποποιούν τη βουβή απελπισία όσων ζουν και δρουν σε αστικό τοπίο, νιώθοντας διαχρονικά να παθαίνουν ό,τι και η φιγούρα της περίφημης Κραυγής του Έντβαρτ Μουνκ (1893). Την ίδια όμως στιγμή οι κιθάρες –έχοντας πίσω τους την εμπειρία του Mariner– κομίζουν γλυκές, μελαγχολικές μελωδίες, οι οποίες χτίζουν πυρήνα συναισθηματικής αντίστασης στην όλη φρενίτιδα, προσφέροντας εκλεπτυσμένο χαρακτήρα στον δίσκο. Το δυσοίωνο drone που εκκινεί το "The Silent Man" γίνεται το πρώτο βήμα προς την άβυσσο, το "Nightwalker" πραγματώνει την αίσθηση Φόβου που επικαλείται ο τίτλος, το "Lights On The Hill" σε σπρώχνει στη θλίψη, ενώ το "The Fall" αναλαμβάνει να τσαλαπατήσει κάθε ελπίδα για (δι)έξοδο ή προορισμό, μετατρέποντας την κατάβαση σε καταβαράθρωση.

Παρά τα τόσα ωραία, πάντως, ο πλήρης αισθητικός και εκφραστικός ορίζοντας του A Dawn To Fear παραμένει οριοθετημένος από τη δράση των Neurosis και των Isis. Οι Cult Of Luna δεν έχουν πάει δηλαδή κάπου πιο πέρα, εν πολλοίς μάλιστα δοκιμάζουν εδώ κόλπα ήδη γνώριμα και σε προηγούμενους δίσκους, είτε αυτούσια, είτε ιδωμένα με μια πιο λοξή ματιά. Έφτασαν πάντως στα απώτατα σύνορα και τα ψηλαφούν με αυτοπεποίθηση. Και, για πρώτη φορά στην καριέρα τους, διεκδικούν ισότιμη αντιμετώπιση με τα post-metal τοτέμ. 



14 Νοεμβρίου 2020

Ihsahn - συνέντευξη (2019)

                           

Ανάμεσα στους αγαπημένους καλλιτέχνες που επέστρεψαν φέτος με καινούριες δουλειές, είναι και ο Ihsahn. Βέβαια, το καλλιτεχνικό αυτό ψευδώνυμο του Vegard Sverre Tveitan είναι ίσως «καταδικασμένο» να κουβαλάει τον θρύλο των απίθανων Emperor. Ωστόσο –πολύ συνειδητά– έχει ήδη από το 1996 ξανοίξει τις ανησυχίες του πέρα από το νορβηγικό black metal, αγκαλιάζοντας progressive κατευθύνσεις, συχνά και alternative pop πτυχές. Σε μια αναζήτηση ενός προσωπικού ηχητικού «κράματος», η οποία δείχνει διαρκής.

Δεν θα προσποιηθώ ασφαλώς ότι μου αρέσουν όλα όσα έχει παρουσιάσει στις μετα-Emperor διαδρομές. Όμως του αναγνωρίζω ότι δεν έχει πάψει να εξερευνά και να εκπλήσσει. Στο νέο ΕΡ Pharos, ας πούμε, διασκευάζει A-Ha (με τον Einar Solberg των Leprous καλεσμένο στα φωνητικά), αλλά και Portishead! 

Το Pharos, τώρα, έρχεται να συμπληρώσει το EP Telemark που εμφανίστηκε νωρίτερα φέτος, απαρτίζοντας ένα ιδιότυπο σύνολο: όπως εύστοχα γράφει το δελτίο Τύπου της Candlelight Records, το Pharos είναι το φως στο σκοτάδι του Telemark.

Με αυτά τα ΕΡ ως αφορμή, το blog επαν-επισκέπτεται σήμερα τη Skype κουβέντα που κάναμε με τον Ihsahn το καλοκαίρι του 2019, ενόψει της πρώτης του επίσκεψης στην Αθήνα ως σόλο καλλιτέχνη. Μεταξύ άλλων, συζητήσαμε για τα «σύνορα» του black metal ήχου, για το καταλυτικό σημείο σύγκλισης της Diamanda Galás με τους Bathory, για το σκοτάδι ως άγνωστο πεδίο, για τη σφήκα που τον τσίμπησε στη γλώσσα το 1997 όταν είχε έρθει στην Αθήνα με τους Emperor, αλλά και για την ευδαιμονία της Νορβηγίας, την οποία δεν αντιλαμβανόταν στα νιάτα του. Η συνομιλία μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από διάφορα promo πακέτα της Candlelight κατά την τελευταία δεκαετία

Χαιρετισμούς από την Αθήνα, είναι μια μέρα γεμάτη συνεντεύξεις αυτή, ε;

Ναι, έτσι ακριβώς. Ημέρα συνεντεύξεων. Άφησα μάλιστα τις διακοπές μου για να επιστρέψω σπίτι και να μιλήσω σε σένα και στους συναδέλφους σου, αλλά έτσι είναι αυτή η δουλειά. Είμαστε οικογενειακώς στην καμπίνα μας στην εξοχή το παρόν διάστημα, στο Telemark. Τα παιδιά πέταξαν τη σκούφια τους για τις συνολικά 4 εβδομάδες διακοπές που έχουμε προγραμματίσει. 

Νομίζω ότι κι εγώ στη θέση τους, έτσι θα έκανα!

(γελάει) Αλίμονο, όταν είσαι παιδί, πώς αλλιώς να το σκεφτείς; 

Σε περιμένουμε τον Σεπτέμβρη στην Αθήνα, για πρώτη φορά ως σόλο καλλιτέχνη. Η προηγούμενη επίσκεψη ήταν καιρό πριν, το 1997, με τους Emperor. Θυμάσαι πράγματα από τότε;

Βασικά θυμάμαι πολλά πράγματα από τότε. Ήταν εποχή που βρέθηκα στην Ελλάδα και για διακοπές, καθώς προγραμματίσαμε με τη γυναίκα μου να περάσουμε ένα διάστημα στα νησιά σας. Και μετά ήταν το φεστιβάλ στην Αθήνα, στο οποίο headliners θα έπαιζαν οι Venom. Στο soundcheck που κάναμε, χρειάστηκα ένα διάστημα ανάπαυλας γιατί δίψασα –ήμασταν υπαιθρίως και είχε πολλή ζέστη. Όμως μια μέλισσα ή μια σφήκα βρισκόταν στο κουτάκι που σήκωσα να πιώ, ακριβώς στο χείλος. Δεν την είδα, με αποτέλεσμα να με τσιμπήσει στη γλώσσα και να πρηστεί. 

Ήταν κάτι που έφερε μεγάλη αναστάτωση: θύμωσα, πέταξα με οργή την κιθάρα μου κάτω από τη σκηνή, γιατί και πονούσα και σκεφτόμουν ότι θα πήγαιναν όλα στράφι, αφού θα έπρεπε λογικά να πάω στο νοσοκομείο. Ο άνθρωπος εντωμεταξύ στην κονσόλα του ήχου, δεν είχε καταλάβει τι συνέβη· κι έτσι νόμιζε ότι έκανε κάποιο λάθος, το οποίο με έβγαλε από τα ρούχα μου. 

Αυτή κι αν είναι ιστορία... Φοβερή, με κάθε έννοια...

Ευτυχώς, στο τέλος όλα πήγαν καλά. Χρειάστηκε λίγος χρόνος, αλλά η γλώσσα μου επανήλθε γρήγορα λίγο-πολύ στα κανονικά της. 

Το τελευταίο σου άλμπουμ Ámr (2018), για το οποίο και περιοδεύεις τώρα, λαμβάνει τον τίτλο του από μια παλιά νορβηγική λέξη, με κάπως δυσοίωνο περιεχόμενο. Είναι μία ακόμα αποτύπωση του αυτοπροσδιορισμού σου μέσω του σκοτεινού στοιχείου; 

Το περιεχόμενο δεν είναι ακριβώς δυσοίωνο, θα έλεγα ότι υπάρχει μια ασάφεια. Μία σημασία έχει πράγματι να κάνει με το σκοτάδι, όμως η νοηματοδότηση εξαρτάται πολύ από το πλαίσιο όπου θα χρησιμοποιήσεις τη λέξη. Στη δική μου περίπτωση, ταίριαξε γάντι με τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίον στήσαμε τη φωτογράφηση του promo –με εμένα στην πολυθρόνα, σε ένα δωμάτιο σκοτεινό, δίχως ορατούς τοίχους με παράθυρα. 

Αλλά, ναι: σε ένα πιο γενικό επίπεδο, συνεχίζει και τη σχέση μου με το σκοτεινό στοιχείο, η οποία μου συμβαίνει φυσικά, χωρίς δηλαδή να τη σκέφτομαι. Θέλω ωστόσο να διασαφηνίσω ότι κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος. Δεν βλέπω το σκοτάδι ως καταθλιπτικό αδιέξοδο, του δίνω τη σημασία του «αγνώστου». Κάτι που επιτρέπει να εξερευνήσεις πολλές όψεις και πιθανότητες του Ανθρώπου και της ζωής· μερικές μάλιστα από μια ασφάλεια, αφού φλερτάρεις μαζί τους μέσω της μουσικής, των ταινιών ή και των βιβλίων, χωρίς να χρειαστεί να τις βιώσεις. 

Αλήθεια, η γλώσσα που μιλάτε σήμερα στη Νορβηγία, πόσο κοντά είναι σε αυτά τα παλιά νορβηγικά;

Δυστυχώς, είναι πολύ μακριά. Η διάλεκτος μάλιστα που τυχαίνει προσωπικά να μιλώ, είναι στην πραγματικότητα η προφορική εκδοχή της γραπτής δανέζικης γλώσσας –κάτι που έχει να κάνει βέβαια με το διάστημα στο οποίο η Δανία εξουσίαζε τη Νορβηγία. Είναι ίσως δύσκολο να το εξηγήσω, αλλά στα δανέζικα αλλάζει σημαντικά το πώς προφέρεις τις λέξεις, αναλόγως του αν μιλάς ή γράφεις τη γλώσσα. 

Τα παλιά νορβηγικά, αντιθέτως, μοιάζουν με τη γλώσσα που μιλάνε σήμερα στην Ισλανδία. Εντυπωσιαστήκαμε μάλιστα με τη γυναίκα μου πρόσφατα, γιατί κάτσαμε να δούμε ένα ισλανδικό αστυνομικό σίριαλ –κι ενώ είχαμε βάλει υπότιτλους, καταλαβαίναμε αρκετές λέξεις. Δεν λέω ότι κατανοούσαμε με ακρίβεια τι έλεγαν, όμως αρκούσαν για να πάρουμε τη γενική ιδέα.

Πάνε περίπου 6 χρόνια από το άλμπουμ Das Seelenbrechen (2013), το οποίο υπήρξε νομίζω κομβικής σημασίας για την εξέλιξη του ήχου σου. Θα έλεγες ότι το Ámr περπατά στο μονοπάτι που χάραξε;

Οπωσδήποτε. Με τον δικό του βέβαια τρόπο, αλλά σε αυτές τις παραμέτρους. Είναι πράγματι ένας πολύ ξεχωριστός δίσκος το Das Seelenbrechen για μένα. Στα πρώτα μου τρία προσωπικά άλμπουμ προσπάθησα συνειδητά να προσδιοριστώ ως σόλο καλλιτέχνης. Θεωρώ ότι το κατάφερα, όμως δεν ήθελα να εγκλωβιστώ σε κάποιο δίχτυ ασφαλείας. Το Das Seelenbrechen έγινε έτσι το σημείο όπου δοκίμασα να σπρώξω τα πράγματα ακόμα πιο πέρα και να επανεφεύρω τον εαυτό μου, έτσι ώστε να διατηρηθεί η πρόκληση. 

Πόσο κοντά βρίσκεται το Ámr στον προκάτοχό του, το Arktis (2016);

Βρίσκεται κοντά και την ίδια στιγμή μακριά. Στο δικό μου το μυαλό, κάθε άλμπουμ που φτιάχνω έχει ουσιαστικά πηγάσει από το προηγούμενο, αποσκοπώντας όμως στην αντίθεση. Στο Ámr, έτσι, πρωταγωνιστεί το ίδιο αρκτικό τοπίο όπως και στο Arktis –με όλη τη μεταφορά που μπορεί να εννοεί κάτι τέτοιο. Ενώ όμως εκεί τα πράγματα ξανοίγονται, εδώ κλείνουν, επιστρέφουν σε μια πιο προσωπική ενδοσκόπηση. 
Παραμένουν βέβαια κάποια θεμελιώδη στοιχεία, θα έλεγα όμως ότι αλλάζουν τόσο οι ερωτήσεις, όσο και το γενικότερο «σενάριο».

Συνεχίζεις να ονομάζεις τη μουσική σου «black metal». Όμως, οι ποπ ευαισθησίες τραγουδιών σαν το "Twin Black Angels", μάλλον σοκάρουν τους φίλους του είδους. Είναι τελικά το black metal το οποίο έχει ανοίξει τα σύνορα τόσο πολύ; Ή είσαι εσύ ο ταξιδευτής εκείνος που έφτασε τόσο μακριά;

Δεν θέλω να μιλήσω για το black metal και τους ορισμούς του, μπορώ να τοποθετηθώ μόνο σε προσωπικό επίπεδο για το πώς βλέπω τα πράγματα. Για μένα ο ορίζοντας επανατοποθετήθηκε όταν είδα τη Diamanda Galás να τραγουδάει ζωντανά σε έναν καθεδρικό ναό. Υπήρχε το ίδιο αίσθημα με αυτό που γνώριζα από τις δικές μου αναφορές και πυροδότησε ανάλογες αντιδράσεις μέσα μου –με έναν διαφοροποιημένο φυσικά τρόπο, προσέγγιζε στο ίδιο σημείο όπου είχαν φτάσει π.χ. οι Bathory. Συνεχίζω λοιπόν πολύ συνειδητά να ονομάζω τη μουσική μου ως black metal, γιατί από εκεί πορεύομαι, αυτόν τον κόσμο έχω κατά νου όταν γράφω και τραγουδάω και τις δικές του ατμόσφαιρες επιχειρώ να αναπαράγω. 

Οι στίχοι σου θίγουν βαθιά υπαρξιακά ζητήματα, μένοντας συνήθως αρκετά ανοιχτοί σε ερμηνείες. Πόσο πρόκληση είναι για κάτι τέτοιο η ζωή στη Νορβηγία, η οποία για πολλούς ανθρώπους στον πλανήτη φαντάζει σήμερα ως επίγειος παράδεισος; 

Από πολλές απόψεις, πρόκειται πράγματι για επίγειο παράδεισο. Είναι σίγουρα μία από τις καλύτερες χώρες για να ζεις. Υπήρξαμε τυχεροί με το πετρέλαιο, αλλά φροντίσαμε να χτίσουμε και αυτήν τη μικτή οικονομία, η οποία κρατά τις καπιταλιστικές συνθήκες μα φροντίζει και για ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Και υπήρξα με τη σειρά μου τυχερός που γεννήθηκα σε αυτό το μέρος, στη δεδομένη χρονική συγκυρία. Είναι μάλιστα κάτι που το αντιλαμβάνομαι καλύτερα τώρα, που έφτασα στα 43, παρά όταν ήμουν νεότερος. 

Νομίζω ωστόσο ότι υπήρχε πάντα στην άκρη του μυαλού μας μια βεβαιότητα ότι μπορούμε να κυνηγήσουμε απρόσκοπτα τα όνειρά μας, ότι δεν θα χρειαζόμασταν ποτέ ένα plan B. Για τις περισσότερες κοινωνίες, δεν ισχύει κάτι ανάλογο. Ειδικά αν μιλάμε για καλλιτεχνικά όνειρα, μπαίνει ένα αναπόφευκτο στοιχείο βιοπορισμού και είναι αδύνατον να πορευτείς χωρίς plan B. Πλέον, χρησιμοποιώ πολύ συνειδητά την άνεση που μου προσφέρει η Νορβηγία ώστε να εξερευνήσω σε βάθος τα υπαρξιακά ζητήματα τα οποία θίγονται στους στίχους μου. Υπάρχει ο χρόνος για να κάνεις κάτι τέτοιο, η πρόσβαση στα μέσα που μπορεί να χρειαστείς και η καθαρότητα του νου.

Ας κλείσουμε αυτήν την κουβέντα μιλώντας λίγο και για τους Emperor. Ενδιαφέρεστε να ηχογραφήσετε κάποιο νέο άλμπουμ;

Καθόλου, το θεωρώ προσωπικά ως κίνηση από την οποία θα βγούμε και θα βγω χαμένος. Τι λόγο έχω να φτιάξω έναν δίσκο με τους Emperor; Κάνω όσα θέλω να κάνω μέσω των προσωπικών μου άλμπουμ. Το να μπούμε για ηχογραφήσεις με τη μπάντα σημαίνει ότι θα πρέπει να κάνω συμβιβασμούς και να περιορίσω τις επιθυμίες μου. Δεν θέλω να ακουστεί αυτό σνομπίστικα προς τους Emperor, πάντως. Έχει να κάνει με μένα, γιατί είμαι διαβόητα κακός συνεργάτης στις συλλογικές προσπάθειες: επιθυμώ να περνάει το δικό μου κι έχω μια πολύ απαιτητική άποψη για το πώς ακριβώς πρέπει να ακούγεται η μουσική. 

Είναι βεβαίως ένα μεγάλο κομπλιμέντο ότι ο κόσμος που μας ακολουθεί θέλει να ακούσει ξανά δίσκο μας. Αλλά, ας γίνουμε λίγο ρεαλιστές. Ένας τέτοιος δίσκος σίγουρα θα πουλήσει, είναι ένα ξεκάθαρα θετικό στοιχείο αυτό. Αλλά είναι το μόνο θετικό. Τι δίσκο θα κάναμε σήμερα ως Emperor; Και ποιες προσδοκίες θα ικανοποιούσε; Όσοι μας έχουν αγαπήσει, έχουν ήδη ταυτιστεί συναισθηματικά με τα άλμπουμ του παρελθόντος· οπότε φοβάμαι ότι το μόνο που θα μπορούσαμε να τους δώσουμε, είναι μια αίσθηση νοσταλγίας για εκείνα. Και δεν μας ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος να μπούμε ξανά στο στούντιο, ρισκάροντας να ξεθωριάσουμε όσα έχτισαν το όνομα των Emperor. 



11 Νοεμβρίου 2020

Ο Πλανήτης των Ηντιάκαρα

                            

Διανύοντας πλέον τον 21ο αιώνα, η Ανθρωπότητα έχει μια εικόνα για το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα με τη Γη και την ανάπτυξη της ζωής, πριν την εμφάνιση του δικού μας είδους. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι έχουμε απαντήσεις για όλα –ή ότι δεν υπάρχουν αινίγματα. 

Ένα από αυτά αφορά τα Ηντιάκαρα· την πρώτη μορφή ζωής που 620.000.000 χρόνια πριν ξεπέρασε τον ορίζοντα των μικροβίων. Οπωσδήποτε, η εμφάνισή τους προκύπτει κάπως ξαφνικά και δεν είναι σαφές αν σχετίζεται ή όχι με τη μορφή που έλαβε η Γη μετά το λιώσιμο των εκτενών πάγων (635.000.000 π.Χ.), οι οποίοι κάλυψαν σημαντικό μέρος της επιφάνειάς της από το 717.000.000 π.Χ. και μετά. 

Η παρουσία των Ηντιάκαρα μπορεί πάντως να οφείλει πολλά στο πού κυμάνθηκαν τα επίπεδα οξυγόνου στους ωκεανούς. Ο καθηγητής φυσικής ιστορίας Andrew H. Knoll, ας πούμε, έχει εύστοχα παρατηρήσει ότι, πριν τα ζώα αποκτήσουν σοφιστικέ κυκλοφοριακά συστήματα, πρέπει να ήταν το διαθέσιμο οξυγόνο που καθόριζε το μέγεθος ανάπτυξής τους. [σημείωση 1] Και ο γεωλόγος Donald Canfield έχει δείξει ότι οι ωκεανοί της εποχής διέθεταν μεσαία επίπεδα οξυγόνου μόνο στην επιφάνειά τους: όσο προχωρούσε κανείς πιο βαθιά, τόσο κυριαρχούσε το δηλητηριώδες για τους αερόβιους οργανισμούς υδρόθειο. [σημείωση 2]

Αυτό οπωσδήποτε εξηγεί γιατί τα Ηντιάκαρα κατοίκησαν στα ρηχά των θαλάσσιων βυθών του 620.000.000, όμως δεν βοηθά να κατανοήσουμε την αινιγματική τους καταγωγή. Αν και μια πολύ πρόσφατη μελέτη θέλει τη ντικινσόνια (Dickinsonia costata) να είναι «ζώο» [σημείωση 3],  άλλοι ερευνητές διστάζουν να ξεχωρίσουν τα Ηντιάκαρα από τους μύκητες και τα φύκια, ενώ ο παλαιοντολόγος Mark A. S. McMenamin συμφωνεί μεν ότι δεν πρόκειται για ζώα, μα προτείνει ότι –κατά έναν αξιοθαύμαστο τρόπο– μπόρεσαν να αναπτύξουν εγκέφαλο και κεντρικό νευρικό σύστημα. [σημείωση 4]


Πέρα από τη ντικινσόνια, στο ντοκιμαντέρ του BBC First Life (2010) ο σερ David Attenborough στέκεται επίσης στη χάρνια (Charnia masoni), η οποία μοιάζει με θαλάσσια φτέρη. Κάτοικος στο ίδιο περιβάλλον ήταν και η κιμπερέλα (Kimberia quadrata), που θυμίζει οβάλ γυμνοσάλιαγκα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει επίσης ο σκελετός του ναμακάλαθου (Namacalathus hermanastes, βλέπε άνωθεν αναπαράσταση), καθώς και η φουνίσια (Funisia dorothea): ένα σωληνοειδές ον περίπου 30 εκατοστά σε μήκος, ίσως το πρώτο στην ιστορία που αναπαραγόταν κάνοντας σεξ, με έναν τρόπο που μοιάζει με ό,τι σήμερα συμβαίνει στα σφουγγάρια και στα κοράλια. [σημείωση 5]

Το τέλος των Ηντιάκαρα γύρω στο 542.000.000 είναι εξίσου παράξενο με την απαρχή τους. Αν και μερικά είδη σχετίστηκαν στο παρελθόν με μοντέρνα πλάσματα σαν τις μέδουσες ή τις θαλάσσιες ανεμώνες, νεότερα στοιχεία ανέτρεψαν αυτήν την ανάγνωση, συνηγορώντας για το ότι πρόκειται για στάδιο της εξέλιξης το οποίο έβγαλε σε αδιέξοδο. [σημείωση 6] Παρά δε την (συζητήσιμη) πιθανότητα να υπήρξαν μερικοί επιζώντες μέχρι το 510.000.000 [σημείωση 7], παρατηρούμε μια ξεκάθαρα μαζική εξαφάνιση στο απολιθωματικό αρχείο. 

Για πολλά εκατομμύρια χρόνια, πάντως, αν κάποιος επισκεπτόταν τη Γη μας, θα την έβλεπε ως έναν Πλανήτη των Ηντιάκαρα, αφού, παρά τη μικροσκοπική τους φύση, ήταν η μοναδική ζωή που γινόταν ορατή με το μάτι.

Σημειώσεις

[1] Andrew H. Knoll, Life on a Young Planet: The First Three Billion Years of Evolution on Earth [2003], 2η εκδ. αναθεωρημένη (Princeton, NJ: Princeton University Press, 2015), σελ. 218.

[2] Donald E. Canfield, «A new model for Proterozoic ocean chemistry», Nature, vol. 396 (1998), σελς. 450-453.

[3] Ilya Bobrovskiy, Janet M. Hope, Andrey Ivantsov, Benjamin J. Nettersheim, Christian Hallmann & Jochen J. Brocks, «Ancient steroids establish the Ediacaran fossil Dickinsonia as one of the earliest animals», Science, vol. 361, no. 6408 (Σεπτέμβριος 2018), σελς. 1246-1249.

[4] Mark A. S. McMenamin, The Garden of Ediacara: Discovering the First Complex Life (Νέα Υόρκη: Columbia University Press, 1998).

[5] Mary L. Droser & James G. Gehling, «Synchronous Aggregate Growth in an Abundant New Ediacaran Tubular Organism», Science, vol. 319, no. 5870 (Μάρτιος 2008), σελς. 1660-1662.

[6] Jonathan B. Antcliffe & Martin D. Brasier, «Charnia and sea pens are poles apart», Journal of the Geological Society, vol. 164, no. 1 (2007), σελς. 49-51.

[7] Simon Conway Morris, «Ediacaran-like fossils in Cambrian Burgess Shale-type faunas of North America», Palaeontology, vol. 36, no. 3 (1993), σελς. 593-635.

07 Νοεμβρίου 2020

Ελένη Καραΐνδρου - συνέντευξη (2009)

                           

Με την Ελένη Καραΐνδρου μας ενώνει το Τείχιο της Δωρίδος –ένα όμορφο χωριό μες το πράσινο της ημιορεινής Φωκίδας– αλλά και μια συγγένεια από την πλευρά της μητέρας μου. Όχι ωστόσο ιδιαίτερα κοντινή, αν ανακαλώ σωστά τα όσα κατά καιρούς άκουγα στα οικογενειακά τραπέζια, ιδίως όταν ζούσε ο θείος μου Γιώργος Σταθόπουλος, ο οποίος αποκατέστησε επιτυχώς τον δεσμό μας με το Τείχιο. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή (και προς αποφυγή παρεξηγήσεων, καλόπιστων ή κακόπιστων), δεν είχαμε σχέσεις.

Όση πάντως σημασία κι αν δίνει κανείς στον τόπο και στο αίμα, τίποτα από τα δύο δεν γεννά την εκτίμηση. Και την εκτίμησή μου, η Ελένη Καραΐνδρου την έχει κερδίσει με ολότελα δικές της δυνάμεις: με τις συνθέσεις της, οι οποίες την ανέδειξαν σε μία από τις σημαντικότερες μορφές της νεότερης ελληνικής μουσικής –αλλά και σε μία από τις λίγες φιγούρες του εγχώριου πενταγράμμου που έχουν αυτήν τη στιγμή μια αληθινή διεθνή καριέρα. Δεν είναι τυχαία άλλωστε ούτε η επί σειρά ετών συνεργασία της με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, ούτε βέβαια η σταθερή παρουσία των δίσκων της στους καταλόγους της ECM. Η δημιουργική της φωνή ταίριαξε γάντι με το πνεύμα, αλλά και το όραμα που είχε ο Manfred Eicher για τον ήχο τον οποίον θα εκπροσωπούσε η εταιρεία του.

Αυτές τις δύσκολες ημέρες, με το νέο πανελλαδικό κλειδαμπάρωμα (για να μη μας κυνηγάει και ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης, τον οποίον εκτιμώ κι ας μη συμφωνώ πάντοτε με τη συγκυρία των επισημάνσεών του) να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα ενός δεύτερου κύματος κορωνοϊού –αλλά και την πραγματικότητα ενός συστήματος υγείας που δεν αντέχει πολλά– η Ελένη Καραΐνδρου ετοιμάζει μια μεγάλη συναυλία στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος· για μεθαύριο Δευτέρα 9 Νοεμβρίου, με επιλογές από τις συνθέσεις της για τον κινηματογράφο. Φυσικά, ένεκα των έκτακτων συνθηκών, κοινό δεν θα υπάρχει: η βραδιά θα μεταδοθεί με live streaming από την ιστοσελίδα του χώρου, αλλά και από το κανάλι του στο YouTube και τη σελίδα του στο Facebook.

Ενόψει της συναυλίας, η Καραΐνδρου έχει δώσει αρκετές ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αυτές τις μέρες. Κάτι που μου θύμισε τη μοναδική δική μας συνομιλία, στα χρόνια της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας –τον Μάρτιο του 2009 στο σπίτι της στο Μετς, όταν ο Αγγελόπουλος ζούσε ακόμα και μόλις είχε βγει (στην ECM, ασφαλώς, με ειδική αφιέρωση στον Eicher) το soundtrack της για την ταινία του Η Σκόνη του Χρόνου (2008). Το κείμενο που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η πρώτη ανήκει στην Πέπη Λουλακάκη και προέρχεται από το υλικό που δόθηκε στον Τύπο ως promo για τη συναυλία της Καραΐνδρου στο Ηρώδειο, το 2019. Η κάτωθι, πάλι, προέρχεται από το αντίστοιχο promo υλικό για την προαναφερθείσα συναυλία στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος


Η Σκόνη Του Χρόνου... Μια νέα ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ένας νέος δίσκος της Ελένης Καραΐνδρου. Όπως όμως σας άκουσα να λέτε στη συνέντευξη Τύπου στον Ιανό, αυτήν τη φορά ο Αγγελόπουλος σας είχε ετοιμάσει μια «συγκινητική έκπληξη», σωστά;

Ναι, μου είχε επιφυλάξει μια έκπληξη πολύ συγκινητική. Γιατί, διαβάζοντας το σενάριο, είδα ότι υπήρχε μια σκηνή στην οποία θα έπαιζε ορχήστρα, μαέστρος και πιανίστα. Ήταν μια τόσο σαφής αναφορά στη συνεργασία μας, ώστε δεν γινόταν να με αφήσει ασυγκίνητη. Το συγκεκριμένο γύρισμα ήταν από τα πρώτα που έγιναν. Τα θέματα τα είχα βρει έναν χρόνο πριν, από την πρώτη μας επαφή με τον Θόδωρο για την ταινία· αλλά δεν του είχα πει τίποτα, γιατί εκείνη την περίοδο αναζητούσε τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για τη Σκόνη Του Χρόνου. Γι’ αυτό και αναβλήθηκαν τόσο τα πρώτα γυρίσματα. 

Όταν ήρθε τελικά στο σπίτι να ακούσει τα θέματα ήταν από την αρχή πολύ ενθουσιώδης, πράγμα που δεν συμβαίνει πάντα –είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς από την αρχή τη χημεία της εικόνας με τη μουσική. Είχα έτσι την εξαιρετική εμπειρία να τα δω να ζωντανεύουν μπροστά στους ηθοποιούς και στο συνεργείο· σε έναν χώρο του Μεγάρου Μουσικής, ο οποίος διαμορφώθηκε από τον σκηνογράφο Διονύση Φωτόπουλο σαν να ήταν στούντιο της Τσινετσιτά. Δεν είχα ξαναζήσει κάτι τέτοιο.

Ως soundtrack, η Σκόνη Του Χρόνου έπρεπε να παρακολουθήσει τη διαδρομή του σεναρίου και το αλληλοσυμπλεκόμενο παιχνίδι του μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Είχε δυσκολίες κάτι τέτοιο;

Για μένα τουλάχιστον, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία. Πρέπει ίσως να έχεις συνηθίσει τη γραφή του Θόδωρου Αγγελοπουλου, αλλιώς ενδεχομένως και να μπερδευτείς.

Ο δίσκος διαφέρει αρκετά, τόσο από τη μουσική σας για την τηλεοπτική σειρά Το 10 (2008), όσο και από την Ελεγεία Του Ξεριζωμού (2006) –έχει μια ηρεμία από την οποία μοιάζουν να γεννιόνται όλα. Ήταν μόνο θέμα ταινίας η προσέγγιση ή και μια δική σας, εσωτερική ανάγκη;

Το κάθε έργο το αντιμετωπίζω διαφορετικά, γιατί κάθε φορά έχω κι ένα άλλο ερέθισμα. Στο 10, ας πούμε, είχα ως ερέθισμα την ίδια την πληθωρική προσωπικότητα του Καραγάτση, αλλά και τον κοινωνικό περίγυρο της εποχής, με τις γειτονιές και τις στενές σχέσεις των ανθρώπων. Γι’ αυτό και η μουσική είχε εκεί πιο έντονη την αίσθηση της Ελλάδας, ενώ στη Σκόνη Του Χρόνου, αντιθέτως, υπάρχει κάτι πιο παγκόσμιο. Έτσι κι αλλιώς η μουσική είναι μια γλώσσα παγκόσμια, στην οποία μπορείς, αν θέλεις, να προσθέσεις και κάτι από την Ελλάδα –όπως π.χ. μια λύρα πολίτικη. Δεν λέω βέβαια πως εξαφανίζεται εντελώς η καταγωγή μου· όμως στη Σκόνη Του Χρόνου, όπως και σε παλιότερες δουλειές μου για τον Αγγελόπουλο, η γραφή είναι περισσότερο διεθνής.

Αν θα πρέπει να περιγράφατε σε κάποιον ας πούμε πολύ νέο τη σχέση σας ως δημιουργού με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, πού θα εστιάζατε;

Θα έλεγα ότι η μουσική είναι μια τέχνη εντελώς αφηρημένη, η οποία υπακούει στους δικούς της νόμους. Γι’ αυτό και, ακόμα και όταν ένας συνθέτης κληθεί να συνυπάρξει με έναν σκηνοθέτη γράφοντας τη μουσική για μια ταινία, ο ένας δίνει αφορμές στον άλλον. 

Στον αμερικάνικο ειδικά κινηματογράφο υπάρχει βέβαια μια τάση οι συνθέτες των soundtrack να περιγράφουν απλώς σκηνές. Αυτού του είδους η μουσική, η περιγραφική, δεν με ενδιαφέρει καθόλου, παρ’ όλο που κατά καιρούς με προσεγγίζουν με τέτοιες προτάσεις –πιο πρόσφατα από τη Χιλή, παλιότερα και από την Κίνα. Με ενδιαφέρει η μουσική αντιστικτική, που να δημιουργεί δηλαδή μια χημεία με την εικόνα: ένα πάντρεμα, το οποίο τελικά να γίνεται κάτι τρίτο. 

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος υπήρξε για μένα μια πολύ σημαντική συνάντηση και δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι κάνω μουσικές επενδύσεις στις ταινίες του. Θα το περιέγραφα ως μια παράλληλη συνδημιουργία, γιατί ούτε ο Θόδωρος πιστεύει στην περιγραφική μουσική στον κινηματογράφο. Γι’ αυτό και με έχει αφήσει εντελώς ελεύθερη –ή, για να ακριβολογούμε, την πήρα εγώ εξ’ αρχής την ελευθερία από μόνη μου, κι εκείνος το δέχτηκε!.

Είναι το ένατο άλμπουμ σας για την ECM του Manfred Eicher, στον οποίον μάλιστα και αφιερώνετε τη Σκόνη Του Χρόνου. Τι είναι αυτό που σας τράβηξε ως δημιουργό στην ECM;

Έγινε ξέρεις το αντίθετο, κάτι τράβηξε την ECM προς εμένα! (γέλια) Όταν έκανα τη μουσική του Μελισσοκόμου, έγραψα ένα θέμα και κατόπιν άκουγα συνέχεια στο κεφάλι μου τον ήχο του Jan Garbarek –του οποίου είχα τότε όλους του τους δίσκους. Κι έγραψα έτσι το “Places” σε μια κασέτα, πήγα στη Φλώρινα όπου έκανε τα γυρίσματα ο Θόδωρος και του είπα «άκου, αυτός θέλω να το παίξει». 

Του Θόδωρου του άρεσε μεν, αλλά το Όσλο βρισκόταν πολύ μακριά και η παραγωγή δεν έδειχνε ζήλο να με στείλει. Έτσι βρήκα το τηλέφωνο του Garbarek, του τηλεφώνησα, πήρα το αεροπλάνο με δικά μου έξοδα και πήγα στο Όσλο τον Φεβρουάριο του 1986, παρ’ ότι τα αγγλικά μου δεν είναι σπουδαία. Ο Garbarek, λοιπόν, ζήτησε την άδεια του Manfred Eicher ώστε να συμμετάσχει στον Μελισσοκόμο, ο οποίος του είπε πως γνώριζε τη μουσική μου από το Ταξίδι Στα Κύθηρα (1984) και με θεωρούσε πολύ καλή συνθέτρια. 

Το 1988 έστειλα ένα βίντεο στον Garbarek από την τότε συναυλία στο Ηρώδειο, όπου συμμετείχε, ως αναμνηστικό. Και έτυχε να το δει ο Eicher, ο οποίος τότε βρισκόταν στο σπίτι του· και συγκλονίστηκε, όπως είπε αργότερα, γιατί είδε μια γυναίκα να γράφει adagio. Κάπως έτσι έγινε η προσέγγιση, γνωριστήκαμε και ξεκίνησε η συνεργασία μας. Και φέτος έχω την τιμή και τη χαρά να κυκλοφορήσει και σε DVD από την ECM η Ελεγεία Του Ξεριζωμού, ενώ βγάζει γενικά πολύ λίγα DVD ως εταιρεία. Θεωρώ επίσης ότι έχει κάνει εξαιρετική επιλογή δίνοντας τα δικαιώματα κυκλοφορίας των δίσκων της στην Ελλάδα στη Μικρή Άρκτο, γιατί πρόκειται για μια μικρή εταιρεία πολύ δραστήρια, με αισθητική, φαντασία, αλλά και ποιότητα.

Ξεκινήσατε από ένα μικρό χωριό της Φωκίδας, που δεν είχε καν ηλεκτρικό ρεύμα όταν γεννηθήκατε, και φτάσατε να είστε μια συνθέτρια με διεθνή εμβέλεια και διακρίσεις. Ήταν δύσκολος αυτός ο δρόμος για μια γυναίκα με τέτοια ενδιαφέροντα σε εκείνη την Ελλάδα;

Τώρα πια μου φαίνεται σαν να έκανα το πιο φυσιολογικό των πραγμάτων. Όταν ήμουν μικρή εννοείται ότι δεν είχαμε ηλεκτρικό και ότι το νερό το κουβαλάγαμε απ’ ευθείας από μια βρύση, ενώ θυμάμαι ότι δεν είχα καν παπούτσια –το πόδι είχε κάνει «σόλα» από κάτω από το περπάτημα. Για μένα όλα αυτά τα βιώματα υπήρξαν πολύτιμα εφόδια. 

Μετά βρέθηκα απότομα στην Αθήνα, στους Αμπελόκηπους, λόγω της εκπαιδευτικής ιδιότητας του πατέρα μου –ήταν μαθηματικός. Το πρώτο λοιπόν βράδυ που βρέθηκα εδώ, όχι μόνο είδα ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά και σινεμά, γιατί το υπόγειο που είχαν παραχωρήσει στον πατέρα μου από το σχολείο βρισκόταν δίπλα στο Σινέ Φλερύ! Όταν δε ανέβηκα τη σκάλα για να βγω στο σχολείο έπαθα και τρίτη ταραχή, γιατί ανακάλυψα ένα πιάνο, το οποίο δεν σταμάταγα να το γρατζουνάω. Έτσι κατάλαβε ο πατέρας μου ότι κάτι συνέβαινε και με έστειλε σε μια δασκάλα για να μάθω. 

Πέρασα μετά τη δύσκολη φάση της βαρεμάρας, κατάλαβα όμως από μικρή πόσο σημαντικό ήταν να κάνω υπομονή και να αποκτήσω πειθαρχία, ώστε μια μέρα να μπορώ να κάνω όσα θέλω με το πιάνο –γιατί σε κάποια φάση ανακάλυψα ότι δεν με ενδιέφερε να γίνω σολίστ. Στα ωδεία βέβαια υπάρχει μια καταπίεση, αναφορικά με τα όσα «επιτρέπονται» και «δεν επιτρέπονται»· η οποία εμένα, επειδή μου άρεσε ο αυτοσχεδιασμός με τον οποίον θεωρούνταν ότι «χαλάς το χέρι σου», με γέμισε με ενοχές. Έτσι, το έκανα στα κρυφά. Αυτές τις ενοχές τις αποτίναξα το 1975, όταν πρωτοήλθα σε επαφή με τις κυκλοφορίες της ECM.

Η εποχή 1953-1989, την οποία πραγματεύεται η Σκόνη Του Χρόνου, ήταν μια ιστορική περίοδος την οποία ζήσατε από πρώτο χέρι και πολύ ενεργά. Πώς θα την αποτιμούσατε;

Ήταν μια περίοδος ξεριζωμών, όπως και όλος ο 20ος αιώνας, στον οποίο διαρκώς διώχνονται άνθρωποι από τις εστίες τους. Ήταν βέβαια περίοδος ξεριζωμών και σε προσωπικό επίπεδο: πρώτα αποχωρίστηκα το χωριό μου, που ήταν ο παράδεισός μου με όλη αυτή την ανόθευτη φύση. Κατόπιν αποχωρίστηκα τη μητέρα μου και μετά έγινε χούντα και μια ωραία πρωΐα με συνέλαβαν και με πήγαν στην ασφάλεια. Ευτυχώς είχα και το παιδί μαζί μου –τον γιο μου τον έκανα 19 χρονών– και με άφησαν. Οπότε το πρώτο πράγμα που έκανα μετά ήταν να πάρω το αεροπλάνο και να φύγω για το Παρίσι, για να αποφύγω τα χειρότερα, με αποτέλεσμα τρίτο αποχωρισμό. 

Βέβαια μου βγήκε σε καλό: κατάφερα να πάρω μια υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση και να σπουδάσω. Την αγάπησα πολύ τη Γαλλία και μέχρι σήμερα κρατώ τους δεσμούς μου μαζί της· και αισθάνομαι ευγνωμοσύνη, γιατί άνοιξαν οι ορίζοντές μου εκεί.

Άλλοι μουσικοί θα διάλεγαν πάντως να μείνουν μόνιμα στο Παρίσι και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ κατά εδώ...

Δεν το ήθελα να μείνω μόνιμα. Αγαπώ πολύ τον τόπο μου και επιπλέον ούτε ο γιος μου ήθελε να μείνει –κι ας πηγαινοέρχεται τώρα! (γέλια) Ίσως να δημιουργεί έναν διχασμό η όλη κατάσταση: είσαι εδώ νοσταλγείς το εκεί, εκεί πάλι σου λείπει το εδώ. Όμως νομίζω ότι είναι εμπλουτιστικό αυτό.

Ζήσατε και τον Μάη του 1968 στη Γαλλία, σωστά;

Ναι, τον έζησα! Είχα μόλις βρει δουλειά τότε, ως πιανίστρια σε μια διάσημη μπουάτ, και σε μια εβδομάδα ξέσπασε ο Μάης του 68 κι έκλεισαν τα πάντα. Αλλά δεν πειράζει, γιατί ζήσαμε ένα φοβερό κίνημα, το οποίο μας έδωσε και πολλά μαθήματα. Στο Παρίσι τότε υπήρχαν δυσκολίες, όλα όμως ήταν κατορθωτά. Υπήρχε μια ομοψυχία, άγνωστη δυστυχώς στην Ελλάδα. Εδώ δεν έχουμε καταλάβει τη δύναμη της συλλογικότητας, τη δύναμή μας ως λαός. Ακριβαίνουν τα σούπερ μάρκετ; Δεν πατάει κανείς –όχι οι μισοί να διαμαρτύρονται απέξω κι οι άλλοι μισοί μέσα να ψωνίζουν...

Τα δικά μας γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008 τα βλέπετε με ανάλογα θετικό μάτι;

Προσωπικά πιστεύω αρκετά στη νέα γενιά, δεν συμφωνώ με διάφορα τα οποία ακούω να λέγονται γι’ αυτήν. Πάντα οι νέοι έχουν μια αθωότητα, όμως νομίζω ότι οι σημερινοί νέοι είναι και πιο συνειδητοποιημένοι από παλιότερα. Με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου πιστεύω ότι κάτι κουνήθηκε. Όμως θέλει πολύ κούνημα ακόμα, γιατί η κατάσταση είναι τραγική στην Ελλάδα –ιδιαίτερα στον χώρο της παιδείας. Είναι πολύ δύσκολο να είσαι εκπαιδευτικός σήμερα στην Ελλάδα, το κράτος έχει δώσει κατραπακιά σε αυτόν τον κλάδο: γελοίους μισθούς δίνει στους δασκάλους και στους καθηγητές και γενικά στους επιστήμονές του, ενώ τα παιδιά σε σχολεία και πανεπιστήμια εκθέτονται σε ένα σύστημα διάτρητο.

Και πώς θα αλλάξει αυτό κατά τη γνώμη σας, εφόσον η παιδεία σχεδιάζεται από την κάθε κυβέρνηση;

Είναι πρόβλημα… Χρειάζεται ίσως μια γερή επιτροπή με καταπληκτικούς ειδικούς, αδιάφθορους και δίχως κομματικά χρώματα. Να υπάρξει μια μελέτη, να υπάρξει αξιολόγηση, να γίνει μια αρχή. Βέβαια, πώς θα γίνει αυτό, όταν οι πολιτικοί κυνηγάνε ψήφους και θέλουν να είναι αρεστοί σε κάποιους και όταν η διαφθορά έχει φτάσει να διεισδύσει παντού; Τι παράδειγμα δίνεται έτσι στους νέους και ποιος να αισθανθούν έπειτα πως νοιάζεται γι’ αυτούς; Αλλά δεν είναι σωστό να τα βλέπουμε όλα απαισιόδοξα και να μιλάμε λες και η μόνη λύση είναι να βγούμε έξω με τα τσεκούρια.

Συμμερίζεστε την άποψη που βλέπει με απαισιοδοξία και το παρόν της ελληνικής μουσικής, αντιστικτικά με το λαμπρό πρόσφατο παρελθόν της;

Δεν πιστεύω ότι δεν γίνονται πράγματα, είναι που δεν το έχουμε μάθει ακόμα. Ξέρεις ας πούμε ότι για πρώτη φορά υπάρχουν μαέστροι –άντρες και γυναίκες– οι οποίοι διαπρέπουν στο εξωτερικό, όπως και συνθέτριες; Απλώς τα φώτα της δημοσιότητας, κυνηγώντας το επίκαιρο, δεν πέφτουν πάνω τους. 

Την εποχή του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι δεν υπήρχαν πολλοί που να ασχολούνται με τη μουσική κι έτσι εκείνοι μονοπωλούσαν κάπως το ενδιαφέρον· ήταν και το πολιτικά φορτισμένο κλίμα στη μέση. Τώρα επίσης υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες κι έτσι η προβολή κατανέμεται διαφορετικά –δεν μιλάω βέβαια για τα όσα δείχνουν στις τηλεοράσεις, αυτά είναι ένα τίποτα και πλέον η τηλεόραση έχει αρχίσει να πέφτει σε ανυποληψία. 

Δεν πιστεύω ας πούμε ότι οι νέοι άνθρωποι που εκπροσωπούνται στο Avopolis ασχολούνται με την τηλεόραση για να ενημερωθούν ή για να διαμορφώσουν γούστο. Μόνο η κρατική θα μπορούσε να κάνει κάτι, αλλά κάνει λίγα και κάνει και όσα δεν θα έπρεπε να κάνει. Δεν νομίζω επίσης ότι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχει προσφέρει κάτι ενδιαφέρον, ενώ η Γιουροβίζιον είναι πολλά χρήματα σπαταλημένα. Γιατί να μη δίνει το κράτος αυτά τα λεφτά σε υποτροφίες για νέους μουσικούς;





06 Νοεμβρίου 2020

Exarsis - συνέντευξη (2018)


Γνώριμη συντακτική υπογραφή για όσους διαβάζουν το περιοδικό Metal Hammer, ο Νίκος Τραγάκης είναι και τραγουδιστής ήδη από τα εφηβικά του χρόνια, όταν βρέθηκε στους Hellroad Caravan, στους Misty Valley και στους Spiral God. Οι περισσότεροι ωστόσο τον έμαθαν όταν ανέλαβε το πόστο του frontman στους Exarsis (2013), με τους οποίους και δρα έκτοτε, πάντοτε σε thrash metal διαδρομές. 

Αυτό το διάστημα, οι Exarsis βρίσκονται στην τελική ευθεία για τον νέο τους δίσκο, που θα διαδεχθεί το New War Order του 2017: θα λέγεται Sentenced To Life και αναμένεται στις 27 Νοεμβρίου από τη MDD Records, σε παραγωγή Μιχάλη Καρπαθίου –δεν ξέρω βέβαια αν επηρεαστούν τα σχέδιά τους από τη νέα έκτακτη συνθήκη στην οποία ξαναμπαίνουμε όλοι από αύριο, ελέω δεύτερου κύματος κορωνοϊού. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, λάνσαραν κι ένα επίσημο βιντεοκλίπ για το φρέσκο τραγούδι "Mouthtied", το οποίο βρίσκεται στον σύνδεσμο στο τέλος της παρούσας ανάρτησης.

Τα νέα της επιστροφής τους μου θύμισαν την κουβέντα που κάναμε με τον Νίκο Τραγάκη τον Μάρτη του 2018, όταν οι Exarsis επέστρεψαν στα πάτρια εδάφη μετά από μια πετυχημένη περιοδεία στο πλευρό των Nile και των Terrorizer και ετοιμάζονταν για μια εγχώρια συναυλία, στο An Club. 

Η τότε συζήτησή μας έθιξε –μεταξύ άλλων– τη φασαρία που προξένησε μια παρεξήγηση γύρω από το εξώφυλλο του άλμπουμ New War Order, την κίνησή τους να διανείμουν τρόφιμα σε άστεγους στο κέντρο της Αθήνας (2016), την πολιτική κόντρα του Talib Kweli με τους Taake, αλλά και το πόσο «πάθος, καύλα, αρρώστια» είναι οι Judas Priest. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η φωτογραφία της μπάντας προέρχεται από το promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο εκείνα τα χρόνια, ενώ η φωτογραφία του Νίκου Τραγάκη που έπεται ανήκει στην Erika Rossi


Είχατε την ευκαιρία για ένα ακόμα σπουδαίο βήμα στην καριέρα σας, με την ευρωπαϊκή περιοδεία που ολοκληρώσατε πρόσφατα στο πλευρό των Nile και των Terrorizer. Υπάρχει κάποιο ας το πούμε «μάθημα», το οποίο κρατάτε ως πολύτιμο;

Πάρα πολλά μαθήματα, όπως κάθε βήμα που κάνουμε, ιδίως στο εξωτερικό. Ήταν η πιο επιτυχημένη μας περιοδεία, δίπλα σε ηχηρά ονόματα και μ’ ένα από τα καλύτερα booking agencies και road crews της πιάτσας παγκοσμίως. 

Εμείς είχαμε πολλά να κερδίσουμε: να μας μάθει νέο κοινό (ένα μεγάλο κομμάτι του οποίου δεν θα μας έβλεπε σε άλλη περίπτωση), να αποδείξουμε την αξία μας και να γίνουμε επί σκηνής καλύτερη, πιο δεμένη μπάντα. Πέραν δε της συνεργασίας με όποιον αναμίχθηκε στο tour, αποκτήσαμε και καινούριους φίλους. Όταν έχεις ανθρώπους σαν τον Γιώργο Κόλλια, τον Karl Sanders και τον ζωντανό θρύλο Pete Sandoval να σου δίνουν ένα μεγάλο thumbs up και πολλά κολακευτικά σχόλια –που τα εννοούν– για ό,τι κάνεις σαν metal συγκρότημα, σου δίνουν μεγάλη δύναμη για τη συνέχεια. Επίσης, σ' αυτό το σημείο να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον ηχολήπτη Alexi Keito.

Συχνά ακούμε για το ελληνικό metal κοινό, ότι το λατρεύουν αρκετοί διεθνείς καλλιτέχνες για τις παθιασμένες αντιδράσεις του. Έχοντας πλέον εμπειρίες από πρώτο χέρι, υπάρχει πράγματι τόση διαφορά στο πώς ζει το heavy metal το κοινό κάθε χώρας;

Πολύ μεγάλη διαφορά. Κάθε χώρα έχει τη δική της heavy metal κουλτούρα, η οποία είναι προέκταση της γενικότερης κουλτούρας της. Αλλιώς πωρώνεται ο Άγγλος κι αλλιώς ο Πολωνός. Δεν έχουμε παίξει παντού ακόμα, αλλά έχουμε καλή εικόνα για τις χώρες που έχουμε επισκεφθεί, γιατί πλέον έχουμε εμφανιστεί αρκετές φορές στα ίδια σημεία. 

Ε, λοιπόν, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι από τα καλύτερα κοινά. Δεν λένε ψέματα οι ξένες μπάντες! Αλλά όπου και να πάει μία μπάντα σαν εμάς, οφείλει να κερδίσει τον κόσμο. Κι αυτό είναι μεγάλο στοίχημα για εμάς, κάθε βράδυ. Όμως περιμένω πώς και πώς τη ζέση και την πώρωση του αθηναϊκού κοινού την Παρασκευή 16 Μαρτίου στο An Club…

Τι ακριβώς συνέβη με το εξώφυλλο του New War Order (2017); Βιάζονται κάποιοι να παρεξηγηθούν ή εντοπίζετε και μια προκατάληψη προς το metal;

Θεωρήθηκε προσβλητικό από κάποια γερμανικά media, που είτε έθαψαν τον δίσκο καθαρά λόγω εξωφύλλου(!), είτε αρνήθηκαν να τον παρουσιάσουν. Επίσης αντέδρασε και μία μικρή ομάδα Ελλήνων στο Facebook, η οποία δεν έχει ιδέα τι είναι οι Exarsis. Αυτό είναι όλο. Η μπάντα έχει κάνει δύο επίσημες τοποθετήσεις περί εξωφύλλου, στις οποίες ξεκαθαρίζονται όλα· και, ειλικρινά, δεν χρειάζεται να προστεθεί ούτε μία λέξη σ’ αυτά τα κείμενα.

Επ’ ευκαιρία της περιοδείας μας με Nile και Terrorizer, η οποία μεταξύ άλλων πέρασε από διάφορα σημεία της Γερμανίας, της Ελβετίας και της Αγγλίας, να πούμε ότι δεν υπήρξε η παραμικρή διαμαρτυρία για το εξώφυλλο (το έβλεπαν και μεγάλο στο βινύλιο) ή για τη μπλούζα με το ίδιο σχέδιο. Και, πίστεψέ με, αυτά τα είδαν χιλιάδες μάτια τον περασμένο μήνα. Να σου πω επίσης πως το τελευταίο CD, το βινύλιο και η αντίστοιχη μπλούζα είναι εκείνα που πουλούσαν περισσότερο· οπότε, όπως καταλαβαίνεις, το μεμπτό υπάρχει αν θέλουμε εμείς με το ζόρι να το δούμε. 

Και για να απαντηθεί και το τελευταίο ερώτημα, είναι ξεκάθαρο το «βιάζονται κάποιοι να παρεξηγηθούν». Υπάρχουν και προκαταλήψεις προς το metal, αλλά αυτές είναι κάπως ...διαχρονικές και δεν μας αφορούν εδώ.

Το 2016 κάνατε μια εξαιρετική κίνηση, διανέμοντας τρόφιμα σε άστεγους στο κέντρο της Αθήνας για τις ανάγκες του βιντεοκλίπ για το "Change Οf Plans" –τιμήσατε έτσι και έμπρακτα τις κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες του thrash. Γιατί κατά τη γνώμη σας δεν έχουμε δει περισσότερες τέτοιες ενέργειες από την εγχώρια metal κοινότητα; Υποφέρει κι αυτή από το ελληνικό κουσούρι της διάσπασης και του αλληλοσπαραγμού; Ή είναι θέμα συγκυριών;

H ελληνική metal κοινότητα πραγματοποιεί συνεχώς κοινωφελείς πράξεις, κυρίως στο συναυλιακό σανίδι, απλά εμείς το κάναμε με διαφορετικό τρόπο. Δυστυχώς εξακολουθεί να υποφέρει από το κουσούρι της διάσπασης που περιγράφεις, αλλά στα εσωτερικά της. Όμως, επειδή ο καλλιτέχνης είναι και ευαίσθητος, μου αρέσουν τα αντανακλαστικά της εκεί όπου υπήρξε ανάγκη. Θυμήσου τα live των Rock ‘n’ Roll Children, κινήσεις για τους πυρόπληκτους, πιο παλιά για τους σεισμούς, ακόμα και το live για τον θρυλικό Πολωνό, όπου είχαμε συμμετάσχει κι εμείς και έγινε ΤΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ. Πολύ συγκινητική βραδιά. Αλλά για να μιλήσουμε και για τους άστεγους και τους μετανάστες, γίνονται κινήσεις, κυρίως από μεμονωμένα μέλη συγκροτημάτων. Γι’ αυτό και δεν «φαίνονται» τόσο συχνά.

Παρακολουθήσατε αλήθεια καθόλου αυτήν την ιστορία με τον ράπερ Talib Kweli και τους Taake, που οδήγησε τους Νορβηγούς να ακυρώσουν την υπόλοιπη αμερικάνικη περιοδεία τους; Έχετε άποψη;

Δεν είδα τι έγινε. Διάβασα μόνο ότι ο King Dude ακύρωσε τις υπόλοιπες εμφανίσεις του με τους Taake στην Ευρώπη, επειδή τα μέλη των Νορβηγών άρχισαν να αποκαλύπτουν «περίεργες», ακροδεξιές αντιλήψεις. Όσο καλή μπάντα και να 'σαι (και οι Taake είναι), άμα έχεις σκατά στο κεφάλι, η συνταγή χαλάει και δεν μπορείς να απολαύσεις τη μουσική όπως πριν. Το black metal δυστυχώς έχει γίνει φωλιά της ακροδεξιάς κι αυτό ξεκίνησε πριν πολλά χρόνια και φτάνει ως τις ρίζες του δεύτερου κύματος του ιδιώματος. Κρίμα, πάντως, γιατί επαναλαμβάνω πως οι Taake έχουν γράψει πολύ καλά πράγματα.

Έχετε γράψει υλικό για τον διάδοχο του New War Order ή είναι ακόμα νωρίς; Θα ακούσουν οι fans κάτι το καινούριο στο live στο An Club, στις 16 Μαρτίου; Ή θα μείνετε στην παρουσίαση του άλμπουμ, κατά βάση;

Φυσικά. Το μεγαλύτερο μέρος του επόμενου δίσκου είναι συνθετικά έτοιμο, αλλά έχουμε δρόμο ακόμα. To live στις 16 Μαρτίου αφορά στην κυκλοφορία του New War Order, αισίως και σε βινύλιο από τις εταιρείες Labyrinth of Thoughts και The Lab. Επομένως θα βασιστούμε σε αυτό και στα τρία προηγούμενα άλμπουμ.

Το γεγονός ότι γράφεις για το Metal Hammer (και γράφεις και καλά), διευκόλυνε σε κάτι τις σχέσεις σας με τον εγχώριο Τύπο;

Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Όχι, η σχέση του συγκροτήματος με τον εγχώριο Τύπο ήταν η ίδια και πριν μπω στη μπάντα. Τόσο οι Exarsis, όσο και το Hammer είναι δύο πράγματα που με ορίζουν: είναι δύο διαφορετικές μου πλευρές, αλλά φροντίζω να τα διαχωρίζω όσο γίνεται και δεν θέλω το ένα να παρεμβάλλει στο άλλο, απ’ όπου και να το εξετάσεις. Αμφότερα εξάλλου καταλήγουν στο ότι το heavy metal είναι η ζωή μου. Πάντως, υπάρχουν ακόμα κάποιοι τοίχοι με τον εγχώριο Τύπο, που μου κάνουν εντύπωση.

Ξέρουμε τι αγάπη έχετε στους Judas Priest. Ακούσατε το καινούριο άλμπουμ; Θα πάτε το καλοκαίρι να τους δείτε στο Rockwave;

Όχι απλά αγάπη... Πάθος, καύλα, αρρώστια! Όταν παίξαμε κάτω από τους Priest στο Rockwave του 2015 ήταν η μεγαλύτερη τιμή! Το νέο τους άλμπουμ είναι το καλύτερό τους από την εποχή του Angel Οf Retribution (2005), άρα το δεύτερο καλύτερο μετά την κυκλοφορία του Painkiller (1990). Aθανάτο heavy metal πνεύμα, διάχυτο παντού! Τέτοιους δίσκους θέλουμε. Θα είμαστε εκεί για το Rockwave, αν και χωρίς Glenn Tipton. Βέβαια, θα προηγηθούν οι Saxon και οι Accept…

Κατά τη διάρκεια της τουρνέ ποστάρατε από τη Μπρατισλάβα μια φωτογραφία με λεζάντα για το πνεύμα του Lemmy: αν είχατε λοιπόν την ευκαιρία να διασκευάσετε ένα τραγούδι των Motörhead για κάποιο tribute άλμπουμ, ποιο θα διαλέγατε και γιατί;

Ωραίο μέρος ήταν αυτό. Και να ξέρεις, έχει πολλούς Έλληνες στη Μπρατισλάβα. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό που ρωτάς γιατί, παρ' όλο που λατρεύουμε Motörhead, δεν θεωρώ πως θα μας ταίριαζε τόσο. Αλλά μας αρέσουν οι προκλήσεις. Θα διάλεγα το “Live To Win”. Ευχαριστούμε για τη συνέντευξη και το ενδιαφέρον!