Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζανάτος Τσιμάρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζανάτος Τσιμάρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18 Αυγούστου 2022

«Κώστας Νούρος: Ξένος Δυο Φορές» – ένας αποχαιρετισμός στον Τσιμάρα Τζανάτο


Στεναχωρήθηκα πριν λίγο όταν, σε ένα μικρό διάλειμμα από τη δουλειά, σκρόλαρα βαριεστημένα στο χρονολόγιο του Facebook και ανακάλυψα ότι πέθανε ο ποιητής και ηθοποιός Τσιμάρας Τζανάτος.

Δεν γνώρισα ποτέ τον άνθρωπο, ούτε και έτυχε να μιλήσουμε. Αλλά πριν 5 χρόνια πήγα να δω την ιδιαίτερη μουσικοθεατρική παράσταση «Ξένος Δυο Φορές» που έστησε στην ταβέρνα Ρεβαΐζι στη Δραπετσώνα, αναφερόμενος στην ξεχασμένη φιγούρα του Κώστα Νούρου –από το παρελθόν του ρεμπέτικου, με βίο μυθιστορηματικό. 

Μου έκανε λοιπόν μεγάλη εντύπωση το εξής: αν και η κριτική μου δεν ήταν θετική σε όλα (σε σημεία, μάλιστα, αφορούσε και ευθέως την ερμηνευτική του επίδοση), ο Τσιμάρας Τζανάτος αποζήτησε να γίνουμε ιντερνετικοί φίλοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συχνά περνούσε από τις αναρτήσεις μου για ένα «like», όπως αντίστοιχα κι εγώ από τις δικές του –όπου ανακάλυψα και διάφορα ποιητικά καλούδια του, τα οποία φιλοξενήθηκαν τελικά στη συλλογή «Αγνώστου: Η Βία του Βίου» (Κάπα Εκδοτική, 2021). 

Το κείμενο γύρω από την παράσταση για τον Κώστα Νούρο πρωτοδημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2017 στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ (με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποποιήσεις), ως κάτι σαν αποχαιρετισμός σε έναν αν μη τι άλλο ενδιαφέροντα άνθρωπο. Ήταν κρίμα που δεν μπορέσαμε να τον γνωρίσουμε περισσότερο, αν και τη μέχρι τώρα καριέρα του μόνο μικρή δεν τη λες (για την ιστορία, ξεκίνησε το 1985 από το ραδιόφωνο). 

Από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική τραβήχτηκε από τον Γιάννη Πρίφτη, όπως και η τέταρτη κατά σειρά. Η τρίτη ανήκει στον Στέλιο Μαστοραντωνάκη, ενώ η δεύτερη είναι της Χριστίνας Κουτρουλού.  


Στη Δραπετσώνα, σε μικρή απόσταση από το λιμάνι, το αεράκι του Σαββατόβραδου είχε κάτι από πρώτο φθινόπωρο και η κλασική ξύλινη καρέκλα της ελληνικής ταβέρνας κάτι το ελαφρώς ασταθές, έτσι όπως πάσχιζε να βολευτεί στο ασφαλτοστρωμένο κράσπεδο. 

Το Ρεβαΐζι ήταν γεμάτο, κι αυτό σήμαινε ότι χρειαζόταν λίγη υπομονή μέχρι να σερβιριστούν όλοι το κοτόπουλο που περιλάμβανε το εισιτήριο, ώστε να αρχίσει η παράσταση χωρίς τους σερβιτόρους να πηγαίνουν πάνω-κάτω στα τραπέζια. Αναλογίστηκα για λίγο τι θα σκεφτόταν ο Κώστας Νούρος, αν έβλεπε μαζεμένους τόσους μεσήλικες (και μερικά νεότερα πρόσωπα) να τρώνε καλοψημένα φιλέτα, παρακολουθώντας τη ζωή του σε μουσικοθεατρική παράσταση. Με βάση τα όσα ξέρουμε, δεν θα τον αδικούσα αν μας έριχνε μια μούντζα. 

Ο Κώστας Νούρος, αηδόνι μιας Σμύρνης που ο Μικρασιατικός Πόλεμος άφησε μόνο ως μακρινή θύμηση –παγωμένη στον χρόνο ως ιδανική κοσμοπολίτικη Πολιτεία, με τον Ελληνισμό να διαφεντεύει την κουλτούρα και τις τύχες της– στέκει σήμερα ολότελα ξεχασμένος· πιο ξεχασμένος κι από όταν πέθανε εκείνον τον Μάη του 1972 στην Κοκκινιά, ήδη 10 χρόνια μακριά από τα πάλκα όπου κάποτε καθιερώθηκε. 

Γι' αυτό και μόνο, η μουσικοθεατρική παράσταση της Χρύσας Καψούλη (σε κείμενα της ιδίας, της Ανθής Γουρούντη και του Τσιμάρα Τζανάτου) έχει την αξία της. Όπως και τη σημειολογία της, γιατί δεν επιλέχθηκε βλέπετε το κλασικό σανίδι ενός θεάτρου για να πραγματωθεί, μα δύο ταβέρνες στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά. Ένα λαϊκό σκηνικό, δηλαδή. Το οποίο ίσως αποθάρρυνε τους νεότερους με μια τόσο ευθεία παραπομπή στη διασκέδαση των γονιών ή/και των παππούδων τους, μα σίγουρα προσπάθησε για κάτι συνεπές προς τη σμυρνέικη ψυχαγωγία των προσφύγων του Μεσοπολέμου που προλόγισε το ρεμπέτικο. 

Από εκεί και πέρα, ξεκινά μια διαφορετική ιστορία. Η παράσταση δηλώνει «βασισμένη στη ζωή και τα τραγούδια του Κώστα Νούρου», είναι όμως φοβάμαι μόνο τα τελευταία που εν τέλει αναδεικνύονται. Καθισμένοι βέβαια στον υπαίθριο χώρο στο Ρεβαΐζι, χάναμε ορισμένα από τα λόγια (μόνο ο πρωταγωνιστής Τσιμάρας Τζανάτος και η ορχήστρα είχαν μικρόφωνα), ενώ την όλη ακουστική δεν βοηθούσε το γεγονός ότι από την άλλη πλευρά απ' όπου κάθονταν οι μουσικοί υπήρχε αφετηρία λεωφορείου. 


Έστω κι έτσι, πάντως, απολαύσαμε μια καλή, εύστοχη επιλογή από το ρεπερτόριο που υπήρχε στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 στον κόσμο του Κώστα Νούρου, σε εξαιρετικές εκτελέσεις όσον αφορά την ορχήστρα και τους επαγγελματίες τραγουδιστές της (Δημήτρης Παπαγεωργίου & Ευφροσύνη Γιάννη) και σε πιο ερασιτεχνικές μα οπωσδήποτε γουστόζικες όσον αφορά τον Τσιμάρα Τζανάτο –που ενσάρκωσε όπως είπαμε τον Νούρο– και τον θίασο (δηλαδή το Πειραϊκό Φωνητικό Σύνολο Libro Coro). Προσωπικά, ας πούμε, μου άρεσε πολύ ο γενικός τρόπος με τον οποίον λειτούργησε ο τελευταίος, θυμίζοντας χορό αρχαίας τραγωδίας: μπορεί ο συντονισμός να μην ήταν πάντα πετυχημένος, όμως η όλη παρουσία και το ομαδικό άσμα σε κέρδιζαν.

Ακούσαμε λοιπόν τραγούδια που συνδυάστηκαν με τη φωνή του Νούρου, ορισμένα περίφημα (τη διασκευή του λ.χ. στα "Παιδιά Της Γειτονιάς Σου" ή το "Σμυρνέικο Μινόρε"), αλλά και ρεπερτόριο γνωστό σε όσους έχουν βουτήξει στο παρελθόν του ρεμπέτικου ("Μεμέτης", "Δολοφόνισσα", "Εργάτης Τιμημένος" κ.ά.). Η παράσταση ξεκινούσε ωστόσο με το παραδοσιακό θρακιώτικο "Κυρ-Κωστάκη Έλα Κοντά", ενώ στην πορεία ενσωματώθηκε κι ένας Γιάννης Μαρκόπουλος (το "Πέραμα", που πρωτοτραγούδησε ο Σταύρος Πασπαράκης μα έγινε γνωστό από τη Βίκυ Μοσχολιού), όπως κι ένα άσμα γραμμένο ειδικά για την παράσταση, με τίτλο "Δυο Φορές Ξένος". Αν και τέτοιες περιπτώσεις ή εκλογές σαν το προαναφερόμενο "Εργάτης Τιμημένος" –το οποίο ουδέποτε δισκογράφησε ο Νούρος, αν δεν κάνω λάθος– θολώνουν το «βασισμένη στη ζωή και τα τραγούδια του Κώστα Νούρου» μότο της παράστασης, είχαν τοποθετηθεί άψογα στον συνολικό κορμό.

Όσον αφορά τη ζωή του Νούρου, τώρα, όποιος δεν ήξερε κάτι για εκείνη, αμφιβάλλω ότι έφυγε σοφότερος βλέποντας τη συγκεκριμένη παράσταση. Ευτυχώς μάλιστα που υπήρξε ένας πρόλογος με τα βασικά βιογραφικά, τα οποία μπορεί οποιοσδήποτε να βρει στους καιρούς μας με ένα πρόχειρο γκουγκλάρισμα, γιατί διαφορετικά τα πάντα θα έμεναν στο σκοτάδι. Κι αυτό γιατί αφενός τα τραγούδια δεν είχαν μπει με χρονική σειρά, ούτε και αντανακλούσαν τη συχνά μυθιστορηματική ζωή του Νούρου –με τις προσωπικές τραγωδίες και τις συνεχείς γεωγραφικές μετακινήσεις– αφετέρου τα σημεία πρόζας υπήρξαν κατά τη γνώμη μου αποτυχημένα. 


Όλο δηλαδή το κέντρο βάρους της πρόζας έπεσε στην απεικόνιση του Νούρου ως μορφής που δεν χώρεσε στην εποχή του· ερμηνεία αμφιλεγόμενη, κρίνοντας από τη δημοφιλία και απήχηση την οποία γνώρισε κατά τον Μεσοπόλεμο. Η ενδυματολογική του κομψότητα δεν ήταν μεν χαρακτηριστική εκείνου του μικροσύμπαντος, δεν ήταν ωστόσο και μοναδική (θυμίζω εδώ τον καταπληκτικό Αντώνη Νταλγκά). 

Αν δε βάση της όλης αντιμετώπισης είναι τελικά η φημολογούμενη ομοφυλοφιλία του, έχω να πω ότι τίποτα σχετικό δεν λέχθηκε στο βιογραφικό του (μόνο μια αοριστία της Αγγέλας Παπάζογλου), μα και τίποτα τέτοιο δεν φάνηκε στην παράσταση, παρά ίσως ως υπαινιγμός, σε μία μόνο σκηνή. Αντιθέτως, περίσσεψε μια ψυχολογική ερμηνεία, την οποία βρήκα επιφανειακή και αγοραία στην προσπάθειά της να απεικονίσει τον Νούρο ως άνθρωπο που τραγουδούσε, λέει, από φόβο και λόγω της αναζήτησης του αλλιώτικου. 

Δέσμιος αυτής της προσέγγισης υπήρξε νομίζω και ο Τσιμάρας Τζανάτος, μια αν μη τι άλλο γοητευτική φιγούρα, που μπορεί να ξεκίνησε επιτυχώς –στην καθηλωτική εναρκτήρια σκηνή, όπου μας μίλησε λευκοντυμένος, έχοντάς μας στην πλάτη του– μα ετέλεψε με ένα μαύρο ξεκούμπωτο πουκάμισο, επενδύοντας σε χαμόγελα αυτάρεσκης λεβεντιάς και σε γουρλωμένα μάτια. Ο Νούρος με ξεκούμπωτο πουκάμισο; Αν η παράσταση τον ήθελε δύο φορές ξένο, φοβάμαι ότι πρόσθεσε ακόμα μία, τρίτη φορά με τη συγκεκριμένη πινελιά...

Το συνολικό πρόσημο, πάντως, παραμένει θετικό, παρά τις ευδιάκριτες αυτές απογοητεύσεις. Ο Νούρος δεν φωτίστηκε παραπάνω, δεν αναδύθηκε από το πλαίσιο της εποχής του, ούτε και διασαφηνίστηκε το θολό τοπίο γύρω από τις σεξουαλικές του προτιμήσεις και το πόσο ανοιχτά ή όχι τις έδειξε. Τα τραγούδια όμως που είπε (ή που τραγουδήθηκαν γύρω του) πυροδότησαν και πάλι μια ίντριγκα, η οποία τον έβγαλε τουλάχιστον από τα σκοτάδια όπου τυλίχτηκε μετά τον αθόρυβο θάνατό του.