Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σελαμσής Κορνήλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σελαμσής Κορνήλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

05 Ιουλίου 2023

ARTéfacts Ensemble: Μοντέρνες Κυκλάδες - ανταπόκριση (2015)


Μέσα δεκαετίας των 2010s, το θέατρο «Πόρτα» φιλοξενούσε και κάποιες ιδιαίτερες μουσικές παραστάσεις, υπό τον τίτλο-ομπρέλα «Τρίτες Παράλληλες». 

Το 2014 οι εκδηλώσεις αυτές πέτυχαν και βρήκαν τη «γωνιά» τους στο πρόγραμμα του θεάτρου, οπότε για την επόμενη σεζόν αποπειράθηκαν να κάνουν πράγματα κάπως μεγαλύτερης κλίμακας, πάντα υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Κορνήλιου Σελαμσή. 

Κάπως έτσι, τον Οκτώβρη του 2015 πραγματοποίησαν φιλόδοξη έναρξη, μεταξύ άλλων με μια παγκόσμια πρώτη εκτέλεση του soundtrack του Albert Jeanneret για μια χαμένη πλέον γαλλική ταινία του 1931 με ελληνική θεματολογία («Voyage aux Cyclades», των Roger Vitrac, Eli Lotar & Jacques Brunius). Πρωταγωνιστές επί σκηνής, οι ARTéfacts Ensemble, σε διεύθυνση Ιάσονα Μαρμαρά.

Μια ανταπόκριση για την απαιτητική μα υπέροχη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης


Οι "Τρίτες Παράλληλες" χάραξαν πέρυσι τη δική τους διαδρομή, βρίσκοντας τη «γωνιά» τους στο θέατρο Πόρτα· και πάνε, καθώς φαίνεται, για πράγματα μεγαλύτερης κλίμακας. Αυτή τουλάχιστον την εντύπωση άφησε η έναρξη των φετινών δρώμενων. Μια έναρξη αξιώσεων, πολύ καλά σχεδιασμένη, που υπερέβαινε –και κατά μία έννοια κύκλωνε– το «τυράκι» της παγκόσμιας πρώτης εκτέλεσης του Une Croisière Aux Cyclades (1931).

Τα όσα είδαμε έλαβαν χώρα στο πλαίσιο μιας μεγάλης, πολυμορφικής δέσμης εκδηλώσεων για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Le Corbusier. Τρόπον τινά ως μουσικό σκέλος της όλης διοργάνωσης, με τη βασική διασύνδεση να παρέχεται από την αδερφική συγγένεια μεταξύ του Ελβετού «πατέρα» της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και του συνθέτη Albert Jeanneret. Αυτά σε πρώτο επίπεδο, δηλαδή. Γιατί, στην πραγματικότητα, ο Le Corbusier παρείχε τα θεμέλια μιας τριμερούς οπτικοακουστικής εμπειρίας μελετημένης και καλοστημένης, η οποία –στις 2 ώρες διάρκειας– μας μετέφερε από τον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο στη σύγχρονη εποχή, εγείροντας προβληματισμούς και παίζοντας (στο μυαλό σου) με τις έννοιες του «χαμένου», του «αποκατεστημένου», του «παλιού» και του «καινούριου». 

Κάτσαμε λοιπόν αναπαυτικά στα καθίσματά μας –σημειωτέον, το θέατρο ήταν σχεδόν γεμάτο– με τις κεραίες της περιέργειας τεντωμένες: δεν παρακολουθείς κάθε μέρα μια παγκόσμια πρώτη, άλλωστε. Έστω κι αν υπάρχει εδώ ένα σημείο προς ιστορικό ξεκαθάρισμα, αν δηλαδή η σύνθεση παίχτηκε το 1932, στην προβολή του φιλμ σε στενό κύκλο, στα γραφεία ενός γαλλικού περιοδικού. Σε κάθε περίπτωση, οι 7μελείς ARTéfacts Ensemble, σε διεύθυνση Ιάσονα Μαρμαρά, ξετύλιξαν το κουβάρι ενός soundtrack γερά ριζωμένου στον γαλλικό ιμπρεσιονισμό (ή, έστω, μεταρομαντισμό), που παρέπεμπε στα χρώματα του Maurice Ravel μα διέθετε και την απαιτούμενη αυτονομία ώστε να μας κεντρίσει με τη ζωηράδα του, την ενεργητικότητά του, την ελαφριά του διάθεση. 

Με δεδομένο ότι η ταινία Voyage aux Cyclades των Roger Vitrac, Eli Lotar & Jacques Brunius θεωρείται χαμένη, είναι ευτύχημα που η παρτιτούρα του Jeanneret στη Βιβλιοθήκη της Λωζάννης περιλαμβάνει σημειώσεις για διάφορες σκηνές. Γιατί σου δίνεται έτσι η δυνατότητα να συνδυάσεις την ανέμελη διάθεση ενός σημείου του score με το πλάνο της ανάπαυσης σε μια αιώρα κάπου στην Τήνο, να προσέξεις τον δειλό τρόπο με τον οποίον πήγε να αποτυπωθεί το «άρωμα» ενός κρητικού συρτού (που προφανώς γοήτευσε τους συντελεστές) ή να «διαβάσεις» στους κάπως πανηγυρικούς τρόπους ενός άλλου στιγμιότυπου τον ενθουσιασμό τους για την παρακολούθηση παρασκευής τυριού στη Νάξο –το οποίο κατόπιν τρίφτηκε πάνω από μακαρόνια με κιμά! Είναι ένα soundtrack που νομίζω ότι μπορεί να ευτυχήσει και σαν δισκογραφική έκδοση, βρίσκοντας πρόθυμους ακροατές και πέρα από τη λόγια σφαίρα.  

Στη συνέχεια, παρουσιάστηκαν δύο κινήσεις από το Κουαρτέτο για το Τέλος του Χρόνου του Olivier Messiaen (1940), οι οποίες με άφησαν προβληματισμένο. Όχι σε εκτελεστικό επίπεδο: ο Σπύρος Τζέκος (σόλο κλαρινέτο) στο "III. Abîme Des Oiseaux" και το ντουέτο Λαέρτης Κοκολάνης (βιολί) & Ai Motohashi-Σιδέρη (πιάνο) στο "VIII. Louange À L' Immortalité De Jésus" απέδωσαν έξοχα την αγωνία του θανάτου ή γενικότερα του επικείμενου τέλους που περικλείει το έργο αυτό, γραμμένο κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του συνθέτη από τους Ναζί. 

Αλλά δεν υπήρχε νοηματική ή συναισθηματική συνάφεια με όσα είχαμε μόλις ακούσει. Για να παρακολουθήσεις το επιχειρούμενο άλμα, έπρεπε να ανασκευάσεις μέσα σου τις Κυκλάδες από γεωγραφικό τόπο σε εσωτερικό τοπίο, προκειμένου να «ακουμπήσεις» μετά εκεί έναν Le Corbusier που, από τον προπολεμικό του ενθουσιασμό για τη μεσογειακή μας γειτονιά, περνούσε μεταπολεμικά προς την αναζήτηση του ιερού, συγκλίνοντας με το έργο του Messiaen. Σταυρόλεξο δηλαδή για πολύ δυνατούς λύτες, στην πρεμιέρα μιας σειράς συναυλιών που επιθυμούν να θέλξουν το ευρύτερο ακροατήριο –και όχι τους βαθιά υποψιασμένους.  

Από εκεί και ύστερα, πάντως, η συνοχή της βραδιάς δεν εμφάνισε την παραμικρή ρωγμή. Μένοντας στο μεταπολεμικό περιβάλλον και με «όχημα» τον δικό μας Ιάννη Ξενάκη –συνεργάτη του Le Corbusier και πνευματικού τέκνου του Messiaen– βρεθήκαμε στη Διεθνή Έκθεση των Βρυξελλών (1958), επισκεπτόμενοι νοερά το Περίπτερο της Philips, για την οπτικοακουστική πανδαισία Poème Électronique που παρήγγειλε ο ίδιος ο Ελβετός αρχιτέκτονας και υλοποίησε ο Γάλλος συνθέτης Edgar Varèse, με βοηθό τον Ξενάκη. 

Παρότι η εμπειρία που έζησαν τότε οι επισκέπτες (με τα 400 ηχεία και τα λοιπά) δεν επαναλαμβάνεται, πήραμε εντούτοις μια γεύση του πώς πρέπει να αισθάνθηκαν μπαίνοντας στον χώρο, όπου τους υποδεχόταν μια ιδιοφυής musique concrète δημιουργία του Ξενάκη, ονόματι "Concret PH". Η οποία βασίζεται στο καιόμενο κάρβουνο, παρέχοντας έτσι κι ένα θεμέλιο συμβατό με ό,τι πραγματευόταν ο Le Corbusier στο περίπτερο και στο συνοδευτικό φιλμ, που παρακολουθήσαμε ευθύς αμέσως στο ασπρόμαυρο πρωτότυπο, με soundtrack τη διάσημη σύνθεση του Varèse: την ανανέωση των όρκων λατρείας μεταξύ του μοντέρνου ανθρώπου και της τεχνολογίας, στη βάση της  πίστης ότι, μέσω αυτής, θα ξημερώσει ένας πιο αρμονικός κόσμος. 

Ταίριαξε λοιπόν γάντι στο όλο οικοδόμημα η προσκόλληση της δεύτερης κίνησης των Αναπηδήσεων του Ξενάκη (1987/1989), σε ένα στιγμιότυπο που καταχειροκροτήθηκε δίκαια, αφού ο Κώστας Σερεμέτης όχι μόνο εντυπωσίασε σε μια ποικιλία κρουστών οργάνων, μα έδειξε και βαθιά κατανόηση του χώρου για προσωπική έκφραση που άφησε στην παρτιτούρα του συγκεκριμένου έργου ο συνθέτης, αξιοποιώντας τον με σφρίγος και φαντασία.  

Ο επίλογος της βραδιάς έκλεισε κι έναν νοητό κύκλο: οι ARTéfacts Ensemble ξαναπαρατάχθηκαν ως σεπτέτο, πλέον για μια σωζόμενη ταινία του 1931 με χαμένο score, δουλειά κι εκείνο του Jeanneret. Στη θέση του –κι ενώ άρχισε ταυτόχρονα η προβολή του ντοκιμαντερίστικης υφής L' Architecture d' Aujourd'hui του Pierre Chenal (αφιερωμένο στο έργο του Le Corbusier)– ακούσαμε μια ολοκαίνουρια δουλειά του καλλιτεχνικού διευθυντή της σειράς "Τρίτες Παράλληλες", Κορνήλιου Σελαμσή: το Ingénieur, γραμμένο κατά παραγγελία της διοργάνωσης. 

Ο συνθέτης δεν έλαβε καθόλου υπόψη τον εμβατηριακό χαρακτήρα που λέγεται πως διέκρινε το soundtrack του Jeanneret, προκρίνοντας μια μουσική πολύ σύγχρονη, η οποία έμεινε πιστή στις διαθέσεις τις εικόνας, όσο αξιοποιούσε τον χαρακτήρα και την «υφή» των οργάνων. Αμφιβάλλω ότι θα άρεσε στον Jeanneret αυτό που ακούσαμε. Πιστεύω πάντως πως ο Le Corbusier θα ενέκρινε, αφού, με μία έννοια, ο Σελαμσής αναζήτησε τον διάλογο με ό,τι όριζε για τον επιφανή αρχιτέκτονα το όραμα της μοντέρνας, Ακτινοβολούσας Πόλης.

Συνοψίζοντας, ήταν μια εμπειρία πέρα από μια «απλή» συναυλία, μια «απλή» προβολή ή μια «σύνθετη» συναυλία + προβολή. Η οποία επιβεβαίωσε πλήρως τα λεγόμενα του Κορνήλιου Σελαμσή: «θα έρθεις στις Τρίτες Παράλληλες με την ανάγκη να στοχαστείς. Θα σε παραδώσουμε πολύ ελαφρύτερο στη Λεωφόρο Μεσογείων, απ' ό,τι όταν μπήκες».  



17 Μαρτίου 2023

Κ.ΒΗΤΑ, Κορνήλιος Σελαμσής, ARTéfacts Ensemble & Θεοδώρα Μπάκα: Συγκατοίκηση - ζωντανή ηχογράφηση στη «Στέγη Ιδρύματος Ωνάση», 2013 [δισκοκριτική, 2016]


Μια δισκοκριτική μου από το 2016, πάνω σε μια ενδιαφέρουσα συναυλιακή σύμπραξη-συγκατοίκηση του 2013, η οποία βρήκε τις σύγχρονες λόγιες δυνάμεις της χώρας (Κορνήλιος Σελαμσής, ARTéfacts Ensemble & Θεοδώρα Μπάκα) να αναμετρώνται επί σκηνής (στη «Στέγη Ιδρύματος Ωνάση») με την παρακαταθήκη του Κ.ΒΗΤΑ.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από τη βραδιά του 2013 στη Στέγη, διατέθηκε ως promo υλικό στον Τύπο και ανήκει στον Γιάννη Σούλη


Όταν ο Κ.ΒΗΤΑ επισκέφθηκε τη μυθολογία του Μάνου Χατζιδάκι στο Transformations (2003) και φαντάστηκε το "Χάρτινο Το Φεγγαράκι", την "Αθανασία" και τη "Σερενάτα Της Σεξουαλικής Απουσίας" εν μέσω συνθετητών και μαγνητοταινιών, η μεν δική του γενιά –η μεγαλωμένη με Στέρεο Νόβα– πανηγύρισε (ίσως γιατί ένα μέρος της ήθελε να βρει μια γέφυρα προς τον Χατζιδάκι;), οι δε του εντέχνου στράβωσαν (ίσως γιατί μερίδα τους ήταν πολύ απασχολημένη με το αγαπημένο σπορ της ομφαλοσκόπησης;). 

Έχω την αίσθηση, λοιπόν, ότι, 10 χρόνια αργότερα, η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε αντεστραμμένη: η μικρή  κοινότητα της Αθήνας που αναζητεί λόγιες συγκινήσεις σε avant garde φόντο, δηλαδή, τις βρήκε στην αναδιάταξη μιας ηλεκτρονικής μυθολογίας, μα η γενιά του Κ.ΒΗΤΑ –εκείνη που αισθανόταν «δικό της» τον "Ασύρματο Κόσμο", τη "Νέα Ζωή", ακόμα και τα "Ατέλειωτα Χρυσάνθεμα"– δεν είχε καμία όρεξη να ανοίξει παρτίδες με κάτι που στα αυτιά της δεν σχετιζόταν με την ποπ κουλτούρα (και που έθετε όρια στα όσα νόμιζε πως κάτεχε, καθότι, ως γνωστόν στους υπόλοιπους, η μουσική δεν εξαντλείται σε ό,τι κάθε εποχή ορίζεται ως «ποπ»).   

Ωστόσο, η δισκογράφηση αυτής της ζωντανής ρετροσπεκτίβας (της πρώτης, για την ακρίβεια, από τις δύο συναυλίες που δόθηκαν στις 28+29 Σεπτέμβρη 2013), πέραν του ότι κατέγραψε κάτι το ιδιαίτερο –το οποίο ίσως να πήγε και λίγο χαμένο στο ιστορικό του πλαίσιο, δεδομένης της καθίζησης που γνώρισαν οι τσέπες, οι ζωές και η ψυχολογία μας– επιτρέπει να βγουν και πιο ξεκάθαρα συμπεράσματα για το όλο εγχείρημα. Απαλλαγμένα, ως έναν βαθμό, από τον ορίζοντα προσδοκιών όσων μουσικών «κοινοτήτων» έδωσαν τότε το παρών στη Στέγη, επιτρέποντας να ορίσουμε τη Συγκατοίκηση ως σημαντικό στιγμιότυπο των εγχώριων 2010s, που γενικά πέτυχε, παρά τις επιμέρους αστοχίες. 

Την πιο καίρια δουλειά εδώ την έχει κάνει ο Κορνήλιος Σελαμσής. Γιατί, αν οι «συγκάτοικοι» καταφέρνουν να συνυπάρξουν αρμονικά, δίχως να νιώθει κανείς ότι ο κόσμος του χάνεται μέσα στου άλλου, οφείλεται στις ενορχηστρώσεις του: αυτές έχουν φτιάξει δηλαδή ένα κοινό «σπίτι» για όλους, για να το θέσω σχηματικά. Αντικαθιστώντας τους υπολογιστές του Κ.ΒΗΤΑ με φυσικά όργανα, προέβη σε μια αναδιατύπωση των αρχικών έργων, που από τη μία δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τη συνήθη κοπτοραπτική των διασκευών/επανεκτελέσεων, μα από την άλλη δεν αναγκάζει το πρωτότυπο υλικό να διασχίσει αχαρτογράφητα νερά, διακυβεύοντας τον χαρακτήρα του ή θυσιάζοντάς τον στον βωμό κάποιας αδιόρατα «προωθημένης» καλλιτεχνικής πρότασης.

Κάπως έτσι, τα "Ατέλειωτα Χρυσάνθεμα" και η δοξασμένη από τους Στέρεο Νόβα "Νέα Ζωή" παραμένουν άκουσμα γνώριμο μαζί και διαφορετικό, με τους ARTéfacts Ensemble να δείχνουν την εκτελεστική τους δεινότητα, όπως και την «αντίληψή» τους πάνω σε κομμάτια που οφείλουν να διατηρήσουν και μια ποπ αίσθηση δίπλα στο καινοφανές λόγιο στοιχείο. Και το "Δωμάτιο" –η μόνη στούντιο ηχογράφηση που ακούμε εδώ, καθώς είχε προηγηθεί της συναυλιακής συνθήκης– μετατρέπεται ευφυώς σε κάτι σαν liede (ρομαντικά τραγούδια του γερμανόφωνου κόσμου του 19ου αιώνα, που αναπτύχθηκαν παράλληλα με ό,τι ονομάζουμε «κλασική μουσική»), επιτρέποντας στη μεσόφωνο Θεοδώρα Μπάκα να δείξει την εμπειρία της πάνω στο θέμα. 

Από την άλλη, ορισμένα πράγματα –χωρίς να έχει γίνει κάτι λάθος– απλά δεν λειτουργούν· με την έννοια ότι δεν κερδίζουν τη μάχη με τη μνήμη, στην οποία αναπόφευκτα μπαίνουν. Ο "Ασύρματος Κόσμος" και η "Ποπ Κατσαρίδα", ας πούμε, έχουν οπωσδήποτε ενδιαφέρον, αλλά αποτελούν ταυτόχρονα και σημεία τριβής, καθώς οι ισορροπίες με τις στερεονοβικές αποτυπώσεις κινούνται σε μάλλον οριακές περιοχές. 

Η "Νύχτα", επίσης, αποδεικνύεται αμφιλεγόμενη. Μεταπλάθεται άρτια σε ένα ακόμα στιγμιότυπο στο οποίο οι ARTéfacts Ensemble δείχνουν την αξία τους, χάνεται όμως εν τέλει εκείνη η απόκοσμη και κάπως επικίνδυνη αίσθηση με την οποία τη γνωρίσαμε το 2007 στον δίσκο Άργος. Τέλος, το "Ταξίδι Στη Γη" είναι η πλέον ευδιάκριτη αποτυχία της Συγκατοίκησης: δεν γίνεται να τραγουδιούνται όλα ως lieder: η επιλογή αυτή κονιορτοποίησε φοβάμαι την πρώτη εκτέλεση με την Πόπη Αστεριάδη, μαζί και τις αναμνήσεις των παλιότερων ακροατών από μια εμπειρία που κουβαλούσε μαζί της κάτι από το παγωμένο του Διαστήματος.  

Τέτοιες κριτικές σημειώσεις, πάντως, απλά θέτουν ταβάνι σε ένα δεδομένα αξιόλογο πείραμα, οπωσδήποτε από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που ακούσαμε σε επίπεδο πρότασης στην εγχώρια δισκογραφία των τελευταίων χρόνων. Προτιμήστε τη CD εκδοχή, αν αναζητήσετε το άλμπουμ σε φυσικό format, καθώς περιέχει 4 κομμάτια παραπάνω από το βινύλιο.



09 Μαρτίου 2023

Λεόντιος και Λένα - ανταπόκριση όπερας (2016)


Καλοκαίρι 2016. Τέλη Ιουλίου, για την ακρίβεια, λίγο πριν την αναχώρηση για πολυπόθητες διακοπές μακριά από τη ζέστη, δίπλα στη θάλασσα. 

Αλλά η τελευταία αποστολή της τότε σεζόν, είχε ίντριγκα: πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο (Κτίριο Τσίλλερ) για τη μετατροπή της σάτιρας του Georg Büchner «Λεόντιος και Λένα» (1836) σε όπερα. Σε μουσική Κορνήλιου Σελαμσή, σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη και σε λιμπρέτο Γιάννη Αστερή.

Το αποτέλεσμα, δυστυχώς, δεν υπήρξε ανάλογο της ίντριγκας, παρότι σε σημεία είδαμε μια αληθώς σύγχρονη και οπωσδήποτε ευρηματική παράσταση. Μια ανταπόκριση για τα πώς και τα γιατί δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε ως promo από την παραγωγή της παράστασης, εκτός από την κάτωθι του Κορνήλιου Σελαμσή, η οποία παραχωρήθηκε χωριστά για τις ανάγκες της τότε ανταπόκρισης και ανήκει στη Μαριλένα Σταφυλίδου


Συγκεντρώθηκε κάμποσος κόσμος στο Εθνικό Θέατρο γι' αυτήν την καθυστερημένη πρεμιέρα (σχεδιαζόταν για το καλοκαίρι του 2015, μα την πρόλαβαν οι πολιτικές εξελίξεις) –γι' αυτήν την οπωσδήποτε τολμηρή μετατροπή της σκηνικής σάτιρας του Georg Büchner («Leonce und Lena», 1836) σε όπερα. Επώνυμοι κι ανώνυμοι ήρθαν στο Κτίριο Τσίλλερ με ανυπομονησία και περιέργεια. Στο πρώτο διάλειμμα, αρκετοί τιτίβιζαν απογοητευμένοι· στο δεύτερο, είχαν αναθαρρήσει· στο φινάλε, όσοι δεν έφυγαν στο μεταξύ διακριτικά, χειροκρότησαν ευγενικά και βιάστηκαν να εξέλθουν των θυρών. Κι ας προσπάθησε ένας κύκλος φίλων των συντελεστών στους εξώστες να στήσει μια πιο θορυβώδη κερκίδα.  

Φταίμε κι οι δυο, όπως λέει κι εκείνο το παλιό τραγούδι του Γιάννη Πάριου. Το μεν κοινό γιατί μάλλον κάτι πιο συγκεκριμένο περιμένει πηγαίνοντας να δει όπερα, ο δε Κορνήλιος Σελαμσής –ο εμπνευστής της οπερατικής διάστασης του Λεόντιος Και Λένα– γιατί τα πόνταρε όλα σε κάτι που επιθυμούσε να είναι ριζοσπαστικά διαφορετικό, συγκριτικά με τα «δεδομένα». 

Το τέλος της 1ης πράξης κατέγραψε γλαφυρά την ασυνεννοησία και τον αντιθετικό ορίζοντα προσδοκιών, η 2η αποπειράθηκε να στήσει τις κατάλληλες γέφυρες, το φινάλε ωστόσο του έργου κατέδειξε ότι τελικά δεν επετεύχθη επικοινωνία. Λίγοι, πιστεύω, θα διαφωνήσουν πως είδαμε μια παράσταση που σε σημεία της υπήρξε ευρηματική και σύγχρονη, σε βαθμό μάλλον ασυνήθιστο για τα ντόπια στάνταρ. Αλλά εξίσου λίγοι θα πουν, με το χέρι στην καρδιά, ότι βρήκαν εν τέλει καλή ιδέα τη μεταφορά της σάτιρας του Büchner σε όπερα.


Στον βαθμό εντούτοις που όπερα σημαίνει σκηνικά, κοστούμια, κίνηση, το «Λεόντιος Και Λένα» αρίστευσε. Ελένη Παπαναστασίου & Γιάννης Κιτάνης έφεραν αέρα από Βερολίνο, στήνοντας ένα πλέγμα-θόλο από το οποίο κρέμονταν άπειροι θαρρείς κύλινδροι, σε διάφορα ύψη. Στο ξεκίνημα μπορεί να μην γέμισε το μάτι, μα έπεισε πολύ γρήγορα, ιδίως όταν το είδαμε με φόντο τους καταπληκτικούς φωτισμούς της Σοφίας Αλεξιάδου ή αργότερα, όταν ανέλαβε να παίξει τον αφαιρετικό ρόλο των ιταλικών κήπων όπου άνθισε ο έρωτας του φυγόπονου πρίγκιπα του Ποπό και της ανεύθυνης πριγκίπισσας του Πιπί. Τα κοστούμια πάλι της Ιωάννας Τσάμη ήταν όσο χρωματιστά, εκκεντρικά και μοντέρνα έπρεπε, με τη γκουβερνάντα της Λένας (θαυμάσια ενσαρκωμένη επί σκηνής από τη Λητώ Μεσσήνη), να στέκει ως μία από τις πιο ξεχωριστές φιγούρες που απολαύσαμε τελευταία σε ελληνική παράσταση. 

Η κίνηση επίσης των πρωταγωνιστών (δουλειά της Σταυρούλας Σιάμου) κρίνεται εξαιρετική –σαν χορογραφία έμοιαζε, ανά περιστάσεις– ενώ και η σκηνοθεσία του Αργύρη Ξάφη στάθηκε εκπληκτική: στην πρώτη πράξη βλέπαμε τον Λεόντιο μόνο από τη μέση και πάνω, με το φοβερό του μαλλί να γίνεται άμεσα κομμάτι του χαρακτήρα του· στη δεύτερη, τον είδαμε άξαφνα ανάμεσά μας, εκεί μπροστά από την πρώτη σειρά των θεατών, να γκρινιάζει για τη στενότητα του κόσμου. Αργότερα, δε, εμφανίστηκε και σε έναν από τους εξώστες. Υπήρχε επομένως μια διευρυμένη αντίληψη του τι σημαίνει «σκηνή», την οποία βρήκα πολύ επιτυχημένη.

Από την άλλη, στον βαθμό που όπερα σημαίνει μουσική, λιμπρέτο και τραγούδι, νομίζω ότι σημειώθηκαν οι πιο διακριτές ήττες. Ο Σελαμσής έγραψε βέβαια μια πολύ απαιτητική παρτιτούρα, που συχνά διέθετε κάτι από την ορμή, τη σκέψη και την πρωτοπορία του Mauricio Kagel. «Ποιότητες» που μπόρεσε κι απέδωσε η ορχήστρα δωματίου, υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Ζιάβρα, καθώς και οι εντυπωσιακές συμμετοχές των δύο ακροβολισμένων (δεξιά κι αριστερά) κρουστών σε διάφορες ηχητικές κατασκευές, οι οποίες τόνιζαν τη γενικότερη εικαστική διάσταση του όλου θεάματος. Σε πολλά σημεία, ωστόσο, η μουσική αυτή δεν έδειχνε να συμβαδίζει αρμονικά με το κείμενο: άλλοτε έδειχναν κόσμοι παράταιρα συγκολλημένοι, άλλοτε η μουσική «χανόταν», άλλοτε επισκίαζε θαρρείς τα πάντα με την περιπετειώδη της πλοκή (ιδίως στο ξεκίνημα της 3ης πράξης).  


Πιο ξεκάθαρη απογοήτευση υπήρξε το λιμπρέτο του Γιάννη Αστερή –λαμπρά μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον (φίλο και παλιό συνοδοιπόρο στα μουσικοκριτικά) Δημήτρη Μεντέ για τους υπέρτιτλους, που δεν βοήθησαν μόνο τους ξένους επισκέπτες, μα ενίοτε κι εμάς, σε σημεία όπου οι λέξεις χάνονταν. Η ποιητική ανασύνθεση/συμπύκνωση μπορεί να μην φοβήθηκε το ατόφιο χιούμορ και να μην έχασε τα ερωτήματα που έθεσε τον 19ο αιώνα το κείμενο του Büchner, όμως δεν έπεισε ότι αυτό μπορούσε πράγματι να γίνει όπερα. Έτσι, μείναμε με μια τραγουδιστική αντίληψη του κειμένου πολύ κουραστική για τις ακροαστικές αισθήσεις (ειδικά στην 1η πράξη), η οποία δεν άφησε παρά περιορισμένο χώρο για να απολαύσουμε τις εγνωσμένης αξίας φωνές του Τάση Χριστογιαννόπουλου (Λεόντιος), της Θεοδώρας Μπάκα (Λένα) και του Χάρη Ανδριανού (Βαλέριος). Όταν πάντως συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν απέτυχαν να εντυπωσιάσουν με την τέχνη τους. 

Κάποια πράγματα κερδήθηκαν λοιπόν, άλλα όμως χάθηκαν. Και νομίζω εν τέλει ότι χάθηκαν τα πιο κρίσιμα, εκείνα που εξαρχής είχαν και τον βαρύτερο ρόλο στο όλο εγχείρημα, αφού καλούνταν να πείσουν και μας ότι το «Λεόντιος Και Λένα» γινόταν να μετατραπεί σε μοντέρνα όπερα. Παρά ταύτα, ο Κορνήλιος Σελαμσής τόλμησε να μας προτείνει κάτι έξω από τα συνηθισμένα. Οι ιδέες του αυτές, σε συνδυασμό με την ενάργειά του ως συνθέτη, αποτελούν νομίζω σημαντική παρακαταθήκη για το τι μπορούμε να δούμε στο μέλλον εκ μέρους του. Σε εκδοχές πιο πετυχημένες, μα και ευτυχέστερες για τα αυτιά μας.