Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευαγγελάτος Γεράσιμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευαγγελάτος Γεράσιμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Ιουνίου 2023

Fame - κριτική μιούζικαλ (2012)


Παρότι δεν το βάζω στα μεγάλα μιούζικαλ της κινηματογραφικής ιστορίας, το «Fame» του Alan Parker (1980), γνωστό στα καθ' ημάς με τον τίτλο «Στον Πυρετό της Δόξας», είναι μια πολύ οικεία παιδική ανάμνηση: η ομώνυμη τραγουδάρα της πρόσφατα μακαρίτισσας Irene Cara ήταν μεγάλη αγάπη απ' όταν θυμάμαι τη μουσική, ενώ το τηλεοπτικό σίριαλ που ακολούθησε το 1982 (ως το 1987) το βλέπαμε στο σπίτι οικογενειακώς, στα χρόνια του κρατικού μονοπωλίου –ζούσε μάλιστα και η μητέρα μου, τότε, όντας ακόμα στα καλά της, οπότε είναι μια πολύ αγαπημένη μνήμη αυτή. Κάποτε, μάλιστα, στις απαρχές του ίντερνετ, όταν ελάχιστοι είχαμε emails, είχα και μια αλληλογραφία με τον Lee Curreri, που έπαιζε τον Bruno Martelli (και στο φιλμ και στο σίριαλ).

Κάπως έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να πάω να δω το ελληνικό ανέβασμα του «Fame» τον Δεκέμβριο του 2012, στην αίθουσα «Αντιγόνη» του Ελληνικού Κόσμου, σε σκηνοθεσία Θέμις Μαρσέλλου, με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο να έχει εμπλακεί στην ελληνική μεταφορά του σεναρίου. Άλλωστε, τη διευθύντρια της σχολής είχε αναλάβει να παίξει η Αλέκα Κανελλίδου –και το έκανε όπως τη φανταζόμουν, με κάτι από Debbie Allen στον όλον αέρα της. Αν και η μεγάλη, ευχάριστη έκπληξη ήταν τελικά η Demy. Και είχε κι άλλους διάσημους το cast: τον Νίκο Βουρλιώτη, τον Ησαΐα Ματιάμπα, την Idra Kayne, τη Νάντια Μπουλέ.

Όμως, παρότι βρήκα διάφορα θετικά, έφυγα δυσαρεστημένος από τον Ελληνικό Κόσμο. Και τους λόγους τους εξήγησα σε μια λεπτομερή κριτική, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι από την παράσταση, προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο και ανήκουν στον Λουκά Ζιάρα


Αν η τελευταία εντύπωση είναι αυτή που μετράει, έφυγα από το Fame αληθινά δυσαρεστημένος. Σκεπτόμενος, δηλαδή, ότι έχασα άσκοπα 2,5 ώρες από τη ζωή μου, ότι επιβεβαιώθηκαν οι (περισσότερες από τις) χειρότερες υποψίες μου, ότι το μιούζικαλ κύλησε περίπου όπως το είχα φανταστεί. Αποδομώντας βέβαια τα πράγματα, βάζοντάς τα σε τάξη, τηρώντας τους κανόνες ψυχραιμίας και νηφαλιότητας ενός κριτικού, τα θετικά στοιχεία δεν τα λες λίγα. Το θέμα είναι, λοιπόν, γιατί το Fame απέτυχε να θεμελιωθεί πάνω στα ευδιάκριτα συν του, επιτρέποντας στα πλην να πάρουν το πάνω χέρι –και μάλιστα με τόσο έκδηλο τρόπο.

Ξεκινώντας από τα βασικά, το Fame ανεβαίνει σε μια αίθουσα υπερ-κατάλληλη για έναν τέτοιον σκοπό. Μεγάλη, με ευρύχωρα καθίσματα, καλή οπτική προς τη σκηνή (όσο πίσω κι αν κάθεσαι), με θαυμάσια ακουστική, η «Αντιγόνη» δεν σου επιτρέπει κανένα παράπονο. Άντε να πεις για τις τουαλέτες, ότι σε περίπτωση πολυκοσμίας δημιουργούνται ουρές, άντε να πεις και για εκείνα τα τρία προειδοποιητικά της έναρξης «κουδούνια», τα οποία στέλνουν λίγο την ψυχή στην Κούλουρη έτσι ως ηχούν ξαφνικά και με βροντή. 

Προχωρώντας στα απαραίτητα, τώρα, το Fame διαθέτει καλή σκηνοθεσία. Η Θέμις Μαρσέλλου το έχει σκεφτεί σε βάθος και επένδυσε σε ένα λιτό μα λειτουργικό σκηνικό, το οποίο σου δημιουργεί την αίσθηση ότι βρίσκεσαι όντως σε μια σχολή, όσο το φόντο πίσω αλλάζει, είτε ενισχύοντας αυτή την εντύπωση, είτε θυμίζοντάς σου ότι τόπος του μιούζικαλ είναι η Νέα Υόρκη. Απλά μα καίρια πράγματα, που έκαναν τη δουλειά τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, συνεπικουρούμενα από τους εύστοχους φωτισμούς του Τάσου Ζαφειρόπουλου. Αναρωτήθηκα μόνο αν η ορχήστρα παραήταν στριμωγμένη στη γωνία δεξιά, αν γινόταν να έχει μια σπιθαμή επέκτασης «συνορεύοντας» με τη μεταλλική σκάλα, αλλά αυτά δεν μπορώ να τα ξέρω. 

Ξέρω πάντως ότι ήταν μια άξια ορχήστρα, με καλούς μουσικούς (ξεχώρισα το σαξόφωνο του Δημήτρη Καραγάνη και την τρομπέτα του Φάνη Βερνίκου) και έμπειρο μαέστρο: ο Νίκος Πλατύραχος έχει ως τώρα άφθονα διαπιστευτήρια και στάθηκε στο ύψος του τη Δευτέρα το βράδυ, τόσο ως διευθυντής ορχήστρας, όσο και ως ενορχηστρωτής της παράστασης. Όμορφα βρήκα επίσης τα κοστούμια της Χριστίνας Κωστέα, γιατί απέδιδαν πετυχημένα –με ζωηρά, όμορφα χρώματα– τα νιάτα των πρωταγωνιστών, όντας προσαρμοσμένα στην ταυτότητα του κάθε ενός, μα δημιουργώντας συνάμα κι ένα ευχάριστο στο μάτι σύνολο όταν έβλεπες τον θίασο όλον μαζί. Αλλά και οι χορογραφίες του Αλέξανδρου Γιαννή ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν: χορογραφίες Fame, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.    

Υπήρξαν επίσης δύο ευχάριστες εκπλήξεις. Πρώτον, η Θέμις Μαρσέλλου πέτυχε κάτι που προσωπικά θεωρούσα αδύνατον: έβαλε ταιριαστούς ελληνικούς στίχους στο "Fame" της Irene Cara, κρατώντας ατόφιο το πνεύμα του, μα βρίσκοντας και το μονοπάτι για να το «ελληνοποιήσει» χωρίς να ξενίζει. Μου άρεσε, επίσης, να σημειώσω, και ως κυρία Μάιερς, καθώς έπαιξε τον ρόλο με πειθώ. 


Η δεύτερη έκπληξη ήταν η Demy. Μια τραγουδίστρια την οποία μέχρι πρότινος είχα ταυτίσει με αδιάφορα ποπ χιτάκια του συρμού, όμως στο Fame μου αποκαλύφθηκε ως αληθινή πρωταγωνίστρια: πήρε επ' ώμου τον κεντρικό χαρακτήρα της Κάρμεν Ντίαζ, έπαιξε λες και ήταν επαγγελματίας ηθοποιός και τραγούδησε ωραία, αποδίδοντας όλη τη φιλοδοξία που απαιτούσε ο ρόλος, μα κρατώντας συνάμα κι εκείνο το άγουρο, κοριτσίστικο υπόβαθρο που τελικά πρόδωσε την Κάρμεν. Τα συγχαρητήριά μου, έμεινα ειλικρινά εντυπωσιασμένος. 

Ε, την Αλέκα Κανελλίδου δεν θα τη βάλω στις εκπλήξεις, να μου επιτρέψετε... Ήταν δεδομένο ότι θα της ταίριαζε γάντι ο ρόλος της διευθύντριας της Ακαδημίας. Και τον έπαιξε με την πρέπουσα αυστηρότητα, ευθύτητα μα και ανθρωπιά, βαδίζοντας με προσοχή στα χνάρια όχι τόσο της Anne Meara, όσο της Debbie Allen (για όσους θυμούνται το Fame του Alan Parker ή την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά του 1982-1987, που στην Ελλάδα μάθαμε με το όνομα Στον Πυρετό Της Δόξας). Είχε τύπο, είχε αέρα, είχε την κίνηση, είχε εκείνη την ακαταμάχητη χροιά –κρίμα που το μόνο τραγούδι που της αναλογούσε ήταν ένα επίπεδο, εντελώς αδιάφορο κομμάτι. 

Όπως ήταν και τα περισσότερα, εδώ που τα λέμε. Τραγούδια πάρα πολλά, τα οποία ανέβασαν αναίτια τη διάρκεια της παράστασης και τη βαρυφόρτωσαν, αφού συχνά δεν προωθούσαν καν την ιστορία: έστεκαν στις παρυφές της, κωλυσιεργώντας την εξέλιξη, μην διαθέτοντας κανένα ενδιαφέρον ως αυτόνομα ακούσματα, αποκομμένα δηλαδή από την εικόνα και από το πλαίσιο που ήθελαν να υπηρετήσουν. Αν εκδοθεί soundtrack της παράστασης, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεθεί κάτω από την όποια βαθμολογική βάση. Δεύτερο κεντρικό πρόβλημα αποδείχθηκαν τα κείμενα, το σενάριο αν θέλετε της ιστορίας. Εδώ όμως ελλοχεύει ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, το οποίο έχει να κάνει με το αυθεντικό Fame, με την αποτίμησή του και με την αισθητική θέση που ήθελαν τελικά να πάρουν απέναντί του η Μαρσέλλου με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, οι οποίοι ανέλαβαν την απόδοση στα ελληνικά. 

Θέλω να πω ότι το Fame, παρά τη θραύση που ομολογουμένως έκανε και τη θέση του στην ιστορία των μιούζικαλ, δεν στάθηκε ποτέ καλός εκπρόσωπος του είδους του. Αντιθέτως, ήταν μια ταινία γεμάτη αφέλειες, κλισέ και βαρετά στερεότυπα, τα οποία διογκώνονται περισσότερο στις δικές μας ημέρες, αφού τα έχεις βρει πλέον μπροστά σου σε πολλαπλάσιες εκδοχές (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση), συγκριτικά με τη δεκαετία του 1980. Απέναντι λοιπόν σε ένα τέτοιο πρωτότυπο, αποφασίζεις αν θα το πειράξεις ή αν θα το σεβαστείς. 

Διέκρινα πειράγματα και απόπειρες φρεσκαρίσματος, ειδικά στο πρώτο μέρος –ένα αρκετά ευχάριστο μέρος– όπου υπήρχε χιούμορ, ανοιχτό παιχνίδι με τη σεξουαλικότητα, μια γλώσσα σύγχρονη και καθημερινή, διόλου παράταιρη με την εποχή μας. Αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί οι παρεμβάσεις δεν υπήρξαν εκτενέστερες και γιατί ειδικά το δεύτερο μέρος αφέθηκε να καταρρεύσει τόσο θεαματικά, αναλωνόμενο σε πλήθος μελοδραματικών κοινοτοπιών και ανόητων διαλόγων. 

Ίσως βέβαια να πήρα την απάντηση που ψάχνω στο χειροκρότημα που έπεσε στα περισσότερα απ' όσα εγώ βρήκα κατακριτέα –μεγάλη μερίδα του κοινού ενδεχομένως επικροτεί τέτοιες ευκολίες και αγάλλεται με το περίσσιο, υπερβολικό ερωτικό δράμα. Ωστόσο, η σκηνή όπου ο καθηγητής Σέινκοπφ ανακοινώνει στον Σλόμο τον θάνατο της Κάρμεν είναι για μένα μία από τις πέντε χειρότερες που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Λυπάμαι που θα το πω, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα γέλια μου... Στάθηκε αντάξια δραματικών σκηνών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου με Νίκο Ξανθόπουλο και Μάρθα Βούρτση, οι οποίες, δικαίως, σατιρίζονται ανελέητα από τις νεότερες γενιές.  

Περαιτέρω προβλήματα δημιούργησαν πάντως και κάποιες διανομές. Δεν αντιλήφθηκα λ.χ. για ποιον ακριβώς λόγο επιλέχθηκε ο Ησαΐας Ματιάμπα ως Σλόμπο, ρόλος από τους κεντρικούς, ο οποίος απαιτούσε συνδυαστικές ικανότητες ηθοποιού και τραγουδιστή. Στα δικά μου μάτια υπήρξε αποτυχημένος και στα δύο. Το ίδιο ισχύει και για τον Βασίλη Αξιώτη, ο οποίος ανέλαβε τον ρόλο του καθηγητή Σέινκοπφ: αντί να πατήσει στον ανεπανάληπτο Σορόφκσι που έπλασε ο Albert Hague, ο Αξιώτης εμφάνισε έναν χαρακτήρα άκυρο, μετέωρο και υπερβολικό. 

Πολλοί θεατές βρήκαν ίσως τη Σοφία Κουρτίδου χαριτωμένη, εγώ τη βρήκα εκνευριστική –παρά την αναμφίβολη καλλιφωνία της– και σκέφτηκα ότι ο ρόλος της Γκρέις ταίριαζε περισσότερο στην Idra Kayne (επαρκέστατη ως Μέιμπελ, μα στη σκιά των υπολοίπων). Η Νάντια Μπουλέ είχε πλάκα στην αρχή παίζοντας πετυχημένα τη χαζοβιόλα Σερίνα, έκανε όμως κατάχρηση των στοιχείων της κουτής παιδίσκης, ενώ εμφάνισε κι ένα αταίριαστα σοβαρό και επίσημο πρόσωπο κάθε που τραγουδούσε –είπε επίσης περισσότερα τραγούδια από όσα μπορούσε να υποστηρίξει ή από όσα, τέλος πάντων, άντεχαν τα δικά μου αφτιά: μια σωστή φωνή με μια κάποια έκταση δεν σε κάνει ντε και καλά αξιόλογη τραγουδίστρια. Και το Fame διαδραματίζεται, υποτίθεται, σε μια Ακαδημία ταγμένη στο να σου μάθει να κάνεις τέτοιες διακρίσεις. 

Ο Χρήστος Ζαν Μπατίστ, πάλι, ήταν απόλαυση κάθε που χόρευε –είχε όντως κάτι από το δαιμόνιο του LeRoy Johnson– σαν ηθοποιός όμως αποδείχθηκε κάτω του μετρίου, ενώ ανάλογα προβλήματα παρουσίασε και ο Νίκος Βουρλιώτης: ναι μεν έπλασε έναν τύπο ικανό να ξεχωρίσει σε κάθε εμφάνιση στη σκηνή (παράστημα, φωνή, βλέμμα, κινήσεις), δεν έπεισε όμως ως καθηγητής χορού, ενώ στο δεύτερο μέρος χρεώθηκε μια δακρύβρεχτη μπαλάντα εντελώς αταίριαστη και με την περσόνα τη δική του, αλλά και με εκείνη του καθηγητή Μπελ. Οι υπόλοιπες διανομές (για να μη μακρηγορώ άσκοπα) κρίνονται από επαρκείς έως συμπαθείς. 

Συνοψίζοντας, νομίζω ότι η ελληνική εκδοχή του Fame αφέθηκε να παρασυρθεί από τα όσα αρνητικά μάστιζαν το φιλμ του 1980, δίχως να τα προκαλέσει επαρκώς. Ίσως γιατί τα έκρινε ως «συνταγή επιτυχίας», έχασε επαφή με το πόσο ξεφτισμένα φαντάζουν πια πολλά από αυτά, αν και –ξαναλέω– ενδέχεται οι συντελεστές να έχουν καλύτερη επαφή με το μέσο αισθητήριο από τη δική μου και να ξέρουν καλά τι κάνουν, από την άποψη της εισπρακτικής επιτυχίας. 

Δική μου δουλειά, ωστόσο, είναι η αισθητική αποτίμηση. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, λοιπόν, βρίσκω ότι χάθηκε μια ευκαιρία να ρετουσαριστεί το Fame σε κάτι καλύτερο και λίγο πιο ουσιώδες απ' ότι υπήρξε, χρησιμοποιώντας π.χ. δάνεια από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, η οποία διέθετε και καλύτερη ανάπτυξη χαρακτήρων και ορισμένες πιο προσεγμένες αφηγήσεις. Δευτερευόντως, δεν δόθηκε η ίδια προσοχή στο στήσιμο του μιούζικαλ και στην επάρκεια των ερμηνειών, με αποτέλεσμα να βλέπεις πολύ καλή δουλειά ως προς όλα όσα αφορούν στο πρώτο, μα κάτω του μετρίου αποδόσεις στο τόσο καίριο δεύτερο θέμα. Είναι κρίμα να φεύγεις με μια αίσθηση πεταμένου χρόνου, όταν είναι φανερό ότι υπήρχαν βάσεις για να γίνουν τόσα πράγματα.



22 Δεκεμβρίου 2020

Νατάσσα Μποφίλιου, Θέμης Καραμουρατίδης & Γεράσιμος Ευαγγελάτος - συνέντευξη (2010)


Δεν ξέρω αν φταίει η διπλή καραντίνα, το γενικώς ανάποδο 2020, οι αναταράξεις-ντόμινο που είχα επαγγελματικά από τον Μάρτη κι έπειτα ή απλά το προσωπικό μου χρονολόγιο στο Facebook. Σε κάθε περίπτωση, μόνο φευγαλέα «έπεσα» πάνω στον δίσκο Η Εποχή Του Θερισμού, τη φετινή δηλαδή δουλειά της Νατάσσας Μποφίλιου σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη και σε στίχους Γεράσιμου Ευαγγελάτου (βγήκε 1 Οκτωβρίου, από την Cobalt). 

Το ότι αγνοήθηκε πάντως σε διάφορες «λίστες της χρονιάς», δεν το μετράω. Όπως έγραψα και πρόσφατα στο δικό μου Facebook, οι ετήσιες αυτές λίστες δεν αντανακλούν πια τίποτα, παρά μόνο την κατηφόρα του εγχώριου (και όχι μόνο) μουσικού Τύπου, τη φτώχεια ακουσμάτων των συντακτών του κι ένα γενικότερο θράσος στη χρήση βαρύγδουπων εκφράσεων τύπου «τα καλύτερα», «τα κορυφαία» κτλ.

Προσωπικά, βρήκα λόγους να σταθώ στην Εποχή Του Θερισμού· μπορεί να μην τάραξε τα έντεχνα ύδατα (τα οποία παραμένουν στάσιμα), ωστόσο στα δικά μου αυτιά έφερε μια συναισθηματική επανασύνδεση με το «τρένο» της εν λόγω παρέας, είτε λόγω των πιο προσγειωμένων ερμηνειών της Μποφίλιου –που θύμισε ξανά την τραγουδίστρια στην οποία πολλοί σταθήκαμε κατά τα '00s– είτε λόγω στίχων σαν κι αυτούς:
«Μη σηκώνετε το χώμα,
Παίξτε τους Θούριους σιγά.
Κανείς δεν ξύπνησε ακόμα
Μάλλον κοιμήθηκαν αργά
» 

Θυμήθηκα έτσι τη συζήτηση που κάναμε με τον φίλο και κάποτε συνάδελφο στα μουσικογραφικά Δημήτρη Μεντέ (μια πένα που λείπει από το φτωχό εγχώριο σκηνικό), καθώς περπατούσαμε ένα βράδυ του Μάρτη 2016 στο Γκάζι, έχοντας μόλις δει Μποφίλιου στον Βοτανικό. Θίξαμε λοιπόν σε αυτήν ότι η τριπλέτα Μποφίλιου-Καραμουρατίδης-Ευαγγελάτος είναι η τελευταία (και η ηλικιακά νεότερη) που κατόρθωσε όχι μόνο να λειτουργήσει με όρους παρέας, αλλά και να φτάσει σε επιτυχημένα προγράμματα τα οποία βασίζονται σε δικά τους τραγούδια, αντί να τα γεμίζει με του κόσμου τις διασκευές. Είναι μια συνθήκη που ισχύει ατόφια και τώρα, καθώς ετοιμαζόμαστε να δρασκελίσουμε σε μια νέα δεκαετία. 

Θυμήθηκα επίσης ότι πέρασαν 10 ακριβώς χρόνια από μια κουβέντα στη Νεάπολη Εξαρχείων, που κι αυτή στήθηκε με τους όρους παρέας με τους οποίους λειτουργούν η Μποφίλιου, ο Καραμουρατίδης και ο Ευαγγελάτος –και με τους τρεις τους δηλαδή παρόντες. Αφορμή ήταν ο δίσκος Εισιτήρια Διπλά (2010), με τη συζήτηση να επεκτείνεται από εκεί και πέρα σε διάφορα ακόμα θέματα. 

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε το 2010 από τη Lyra, για την προώθηση του άλμπουμ Εισιτήρια Διπλά


Ένα πράγμα που μου έχει κάνει εντύπωση, είναι το πόσο λειτουργείτε ως παρέα, σε μια εποχή με πιο ατομικές διαδρομές. Είναι και ο βασικός λόγος που ήθελα να σας έχω και τους τρεις μαζί για συνέντευξη…

Νατάσσα Μποφίλιου: Γι' αυτό και επιδιώκουμε να δίνουμε συνεντεύξεις μαζί, άλλωστε. Χαίρομαι, γιατί και ο κόσμος αλλά και οι περισσότεροι δημοσιογράφοι μας αντιμετωπίζουν έτσι: ως ομάδα. Το έχουμε επιβάλλει, μ' έναν τρόπο –και μάλιστα σε καιρούς όπου η προβολή πέφτει αποκλειστικά πάνω στους τραγουδιστές. 

Κι έχετε επίσης επιβάλλει ένα ανάλογο δισκογραφικό «ήθος», κόντρα δηλαδή στην επικράτηση του πολυσυλλεκτικού δίσκου...

Ν.Μ.: Κανείς από τους τρεις μας δεν πιστεύει στους πολυσυλλεκτικούς δίσκους.  

Γεράσιμος Ευαγγελάτος: Όταν ξεκινήσαμε, ακόμα και φτασμένοι καλλιτέχνες επέλεγαν τους συνειδητά πολυσυλλεκτικούς δίσκους. Εμείς όμως δεν θέλαμε να το κάνουμε και πήραμε ένα ρίσκο. Το να παίρνεις βέβαια στις πλάτες σου μια ολοκληρωμένη δουλειά τόσο νέος –όταν σου λείπει η εμπειρία, το κριτήριο, και δεν έχεις και αναγνωρισιμότητα– θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ επικίνδυνο. 

Τι αντιμετώπιση βρήκε αλήθεια το ρίσκο που πήρατε τότε (2005), με τις 100 Μικρές Ανάσες;

Ν.Μ.: Εμείς βγήκαμε από τη Δεύτερη Ακρόαση της Μικρής Άρκτου που διοργάνωσε ο Παρασκευάς Καρασούλος (2004), ο οποίος είναι ένας καλλιτέχνης με συγκεκριμένο όραμα: μια μικρή, καλλιτεχνική εταιρεία, με διάθεση να συστήσει ξανά τον παλιό τρόπο δημιουργίας του τραγουδιού.

Γ.Ε.: Ο Καρασούλος ήθελε να στηρίξει τον λεγόμενο «κύκλο τραγουδιών». Πήρε λοιπόν κι αυτός το ρίσκο του, στη βάση μιας προσωπικής τρέλας· και εμείς πέσαμε ακριβώς σ’ εκείνη τη συγκυρία. 

Ν.Μ.: Ως τότε, ο Θέμης είχε κάνει προσπάθειες να δώσει τραγούδια σε εταιρείες. Για εμένα και τον Γεράσιμο, αν δεν γινόταν έτσι, νομίζω ότι θα έκλεινε για πάντα η πόρτα του τραγουδιού. Δεν θα το κάναμε –δεν θα μπαίναμε στη λογική να ξεκινήσουμε κι εμείς πολυσυλλεκτικά. 

Θέμης Καραμουρατίδης: Εγώ δεν θα το εγκατέλειπα, γιατί έχω μια άλλη σχέση με τη μουσική. Δεν θα ήμουν τόσο ευτυχισμένος, πιστεύω, εντασσόμενος σε ένα πολυσυλλεκτικό πλαίσιο. Αλλά δεν θα μπορούσα και να μην ασχοληθώ με τη μουσική.

Γνωριζόσασταν από πριν, ή γίνατε παρέα μέσω της διαδικασίας της Δεύτερης Ακρόασης;

Ν.Μ.: Ήμουν πολύ φίλη με τον Κώστα τον Τσίρκα, που έγραψε τη μουσική για τις 100 Μικρές Ανάσες, ο οποίος ήταν φίλος με τον Γεράσιμο. Όταν θέλησαν λοιπόν να κάνουν το demo για τη Δεύτερη Ακρόαση, μου ζήτησε να έρθω να το τραγουδήσω, ώστε να μην πάει με τη φωνή του. Έτσι γνώρισα τον Γεράσιμο, τον λάτρεψα και αρχίσαμε να κάνουμε πολύ παρέα –ήμασταν όλη μέρα μαζί. 

Στην ακρόαση έπειτα της Μικρής Άρκτου, γνωρίσαμε και τον Θέμη. Και όταν ο Τσίρκας αποφάσισε, μετά τις 100 Μικρές Ανάσες, ότι δεν ήθελε να κάνει άλλον δίσκο, δέσαμε οριστικά ως παρέα. Είναι μια φυσική ιστορία, αυθόρμητη και βασισμένη σε προσωπικές επιθυμίες και σχέσεις!

Θ.Κ.: Ίσως να ακούγεται λίγο ρομαντική, αλλά τα πράγματα μας ήρθαν κάπως έτσι· και γι’ αυτό μάλλον παραμένουμε και οι ίδιοι αρκετά ρομαντικοί. 

Ο νέος σας δίσκος, τα Εισιτήρια Διπλά, ξεκινάει και τελειώνει με μια αίσθηση Γαλλίας: οι Ομπρέλες του Χερβούργου στο άνοιγμα, το “Belle Rêve” στο κλείσιμο, τραγουδισμένο μεν στα αγγλικά, με γαλλική δε ονομασία. Τυχαίο;

Γ.Ε.: Θέλαμε να κάνουμε έναν δίσκο ευρωπαϊκό, καθώς και οι δικές μου αναφορές, αλλά και του Θέμη, ξεκινούν από την Ευρώπη. Η αμερικάνικη έκφανση αυτών είναι και πάλι η πιο ευρωπαϊκή: αν μας ρωτήσεις δηλαδή ποια πόλη αγαπάμε περισσότερο στις Η.Π.Α., θα σου πούμε τη Νέα Υόρκη. 

Θέλαμε λοιπόν να κάνουμε έναν δίσκο με κεντρική ηρωίδα μια κοπέλα η οποία θ’ αγαπάει την πόλη –και υποσυνείδητα λειτούργησε η αγάπη για ό,τι συμβολίζει το Παρίσι. Προσωπικά, επιστρέφω στις Ομπρέλες του Χερβούργου κάθε φορά που τα πράγματα ζορίζουνε. Μου αρέσει πολύ πώς βλέπει ο Jacques Demy τον κόσμο: έχει πάρει μια μίζερη, κλισέ ιστορία, επιλέγει όμως πώς θα μας τη δείξει. Είναι νομίζω οδηγός και για τους τρεις μας, για το πώς κάνουμε και οι ίδιοι τέχνη. 

Θ.Κ.: Από τη δική μου πλευρά, η ταινία δεν είναι εκλεκτή στην ταινιοθήκη μου, είναι όμως στη δισκοθήκη μου. Θεωρώ ασύλληπτο το βασικό μουσικό θέμα του Michel Legrand. Κάτι έχουμε πάρει όλοι απ’ αυτή την ταινία.

Ν.Μ.: Τα ρούχα, το φως, τα χρώματα… Ειδικά τα χρώματα. 

«Είναι άγρια στις μέρες μας τα πράγματα», λένε οι στίχοι στο “Σε Ξεχώρισα” και ηχούν εξαιρετικά επίκαιροι. Θα τη βρούμε την άκρη; 

Γ.Ε.: Έχει ταυτόχρονα και λίγο φως αυτός ο στίχος… Είναι μεν άγρια τα πράγματα, αλλά όταν βρεις αυτό που θα το ξεχωρίσεις, το οποίο θα τα κάνει να φαίνονται λιγότερο άγρια, άρπαξέ το. Είναι άγρια τα πράγματα, δυστυχώς, όλοι μας το παρατηρούμε ολοένα και περισσότερο. 

Ν.Μ.: Όσο όμως περνάει ο καιρός θα καλυτερέψουν. Θα μας κάνουν εμάς, πρώτα-πρώτα, καλύτερους. Αποδομείται, ξεφτίζει ό,τι οι Έλληνες στήναμε για πάνω από μια εικοσαετία τώρα… Θα πάμε πιο κοντά στον Άνθρωπο, ξανά.

Θ.Κ.: Συνήθως, όσο χειροτερεύουν τα πράγματα τόσο καλυτερεύουν οι άνθρωποι. Πιστεύω στην επόμενη γενιά, τα παιδιά αυτά ίσως φέρουν τα πράγματα στα ίσα τους. Εμείς ως γενιά μάλλον στερούμαστε μιας τέτοιας δυνατότητας, γιατί μας τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια. Αλλά τα επόμενα παιδιά δεν θα έχουν κανένα χαλί, θα ξεκινήσουν από το μηδέν. 

Στους δίσκους, αποτυπώνεστε ως παιδιά της πόλης: οι μουσικές, οι στίχοι και οι ερμηνείες αντικατοπτρίζουν δηλαδή την Αθήνα, όπως βιώνεται λ.χ. περπατώντας το κέντρο της. Βρίσκω όμως ότι λείπει πολύ μια τέτοια αίσθηση από το ελληνικό τραγούδι των τελευταίων χρόνων... 

Ν.Μ.: Όταν με ρωτάνε τι ακριβώς τραγουδάω, απαντάω «αστικό, συγκινητικό τραγούδι»! (γέλια)

Γ.Ε.: Παρατηρούμε την πόλη και προσπαθούμε να τη δεχτούμε ακριβώς όπως είναι. Δεν ονειρευόμαστε λιβάδια, ουρανούς και πεδία διαφυγής. Ονειρευόμαστε τον ουρανό μέσα στην πόλη, ψάχνουμε διαρκώς τα σημεία ομορφιάς στην ίδια την πόλη. Την αγαπάμε. 

Υπάρχει επίσης και μια καλή σχέση με το ελαφρό τραγούδι του παρελθόντος. Δεν ξέρω, Νατάσσα, αν την έχεις εσύ περισσότερο, μιας και σε έχω παρακολουθήσει και στο Ηρώδειο, σε ένα αφιέρωμα στον Μιχάλη Σουγιούλ…

Ν.Μ.: Το λατρεύω το ελαφρό τραγούδι! Αλλά και ο Γεράσιμος το ίδιο. Έχω μάλλον φτάσει σ’ αυτό μέσω της μεγάλης αγάπης την οποία έχω για την τζαζ. Μου αρέσει ο καθημερινός του χαρακτήρας, όπως και το ότι, ενώ μπορεί να μιλάει για τόσο θλιβερά πράγματα, το κάνει με ανάλαφρο τρόπο: τις λέξεις π.χ. δεν τις πατάνε καλά οι τραγουδίστριες, πίσω μπορεί να παίζει μια ορχήστρα. Ενώ μιλάει έτσι για τον πόνο, ταυτόχρονα τον απαλύνει. Οι “Μεγάλες Αγάπες” έχουν όντως κάτι από το αρχοντορεμπέτικο ύφος.

Γ.Ε.: Ναι, και ο Θέμης έχει κάνει μια εξαιρετική ενορχήστρωση, έχει αναπαράγει τις μικρές εκείνες ορχηστρούλες με τα βασικά όργανα και τους τρόπους προσέγγισής τους στα τραγούδια.
 
Θ.Κ.: Ε, τι να πω, έχω κάνει εξαιρετική δουλειά! (γέλια) Σοβαρά τώρα, τα Εισιτήρια Διπλά έχουν τον χαρακτήρα της αναφοράς προς ό,τι αγαπάμε. Πειραματιζόμαστε μαζί τους: το ελαφρό τραγούδι ας πούμε θέλαμε να το προσεγγίσουμε με έναν συγκινησιακό τρόπο, όχι ηθογραφικά. 

Γ.Ε.: Το ελαφρό τραγούδι αντιπροσωπεύει τις ρίζες του ό,τι κάνουμε, αν σκεφτείς ότι πρόκειται για το πρώτο αστικό τραγούδι στην Ελλάδα. Είναι η πρώτη συγκροτημένη απόπειρα η οποία φεύγει από τα δημοτικά και εκφράζει την αγάπη για την Αθήνα –όσο αθώα και εξιδανικευμένα κι αν ίσως συμβαίνει.   

Δεν φοβάστε επομένως να δείξετε τις επιρροές σας... 

Θ.Κ.: Αν τα έχεις καλά με σένα, τότε δεν τις φοβάσαι τις αναφορές σου. Αν όμως αισθάνεσαι μειονεκτικά, τότε εύκολα μπορείς να γίνεις οι αναφορές σου –ακριβώς γιατί τις φοβάσαι.

Ν.Μ.: Είτε μιλάμε για τέχνη, είτε για τη ζωή μας, για τις σχέσεις μας ας πούμε, οι αναφορές παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο. Πατάς κάπου, ακριβώς γι’ αυτό και εξελίσσεσαι. 

Σύμφωνοι, αλλά θα έχετε παρατηρήσει πόσο εύκολο είναι να την πατήσεις και να μείνεις να αναμασάς τις αναφορές σου. Για παράδειγμα, τα αγγλόφωνα συγκροτήματα της τελευταίας δεκαετίας. Δεν ξέρω πόσο τα παρακολουθείτε, όμως νομίζω ότι τα περισσότερα μηρυκάζουν τις επιρροές τους…

Γ.Ε.: Αυτό ξέρεις γίνεται γιατί είναι ακόμα πολύ νωρίς. Πίσω τους δεν υπάρχει μια προϊστορία, η οποία θα τους ωθούσε να δουλέψουν περισσότερο αυτόνομα από τις επιρροές τους. Στην ελληνική αγορά, ένας αγγλόφωνος καλλιτέχνης μπορεί άνετα να κρύψει τα πρότυπά του, ειδικά αν δεν είναι και τόσο γνωστά. Όταν όμως κάνεις πράγματα σε άμεση σχέση με το παρελθόν του ελληνικού τραγουδιού, τότε θα φανεί αν προσπαθείς απλά να αναπαράγεις κάτι άλλο. 

Ν.Μ.: Οι Έλληνες είμαστε πολύ συνδεδεμένοι με το τραγούδι, ως είδος έκφρασης. Μέσα στις μουσικές μας μνήμες εμπεριέχεται, θες δεν θες, η Μοσχολιού, ο Τσιτσάνης, ο Κραουνάκης, ο Μικρούτσικος. Ακόμα κι αν δεν έχεις έτσι ακούσει πολλά και συγκεκριμένα πράγματα, δεν είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις πού πατάει ο κάθε νεότερος καλλιτέχνης. Δεν αναμασούν πάντως όλοι οι αγγλόφωνοι. Υπάρχουν και καλές περιπτώσεις. Η Μόνικα, ας πούμε, ή οι Modrec, ο Lolek… Ή οι αγαπημένοι μου, οι Old House Playground. Πάντως προσωπικά αγαπώ το ελληνικό τραγούδι περισσότερο από το ξένο. 

Εμπεριέχονται στις μνήμες μας όλα όσα είπες, εντούτοις η αγγλόφωνη φουρνιά στην οποία αναφέρθηκα προσπαθεί, με νύχια και με δόντια, ν’ αποτινάξει από πάνω της το οτιδήποτε ελληνικό...

Γ.Ε.: Παίζει και το θέμα της παγκοσμιοποίησης. Αν γράψεις ένα αγγλόφωνο τραγούδι και το ρίξεις στο ίντερνετ, μπορείς να έχεις και το όνειρο ότι κάποιος, κάπου θα τ’ ακούσει και κάτι θα γίνει. Είναι της εποχής. 

Ν.Μ.: Οι Old House Playground βρίσκονται έξω αυτή τη στιγμή. Τους ανακάλυψε ένας Άγγλος παραγωγός και πλέον η μουσική τους απευθύνεται ευθέως και στο βρετανικό κοινό. 

Θ.Κ.: Είναι και θέμα ανασφάλειας. Αλλά γιατί να γυρίσουμε πλάτη στο καημένο το ελληνικό τραγούδι, το οποίο είναι πια τόσο κουτσό, τόσο ανάπηρο… Στην Ελλάδα ζούμε και, προσωπικά, ποτέ δεν γύρισα να πω «I’m in love with you». Γιατί λοιπόν, εφόσον δεν πήραμε μια βαλίτσα και ήρθαμε εδώ για έναν μήνα, να μην προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι και γι’ αυτό; Του γυρνάμε την πλάτη, λες και φταίει για όλα αυτό ή η ελληνική μας γλώσσα. 

Γ.Ε.: Καταλαβαίνω πάντως, ειδικά ως στιχουργός, ότι τα είδη με τα οποία κυρίως καταπιάνεται η αγγλόφωνη γενιά λειτουργούν καλύτερα με τον αγγλικό στίχο. Από μετρική ας πούμε άποψη, είναι πολύ δύσκολο να το καταφέρουν με την ελληνική γλώσσα. 

Γιατί το λες αυτό; Τελικά τα ροκ συγκροτήματα που κυρίως θυμόμαστε δεν ήταν όσα τραγούδησαν ελληνικά –οι Τρύπες π.χ. και τα Ξύλινα Σπαθιά;

Γ.Ε.: Οι Τρύπες έκαναν όμως μια άλλη μουσική, μουσική λόγου. Μπορούσες να απομονώσεις τον λόγο. Βέβαια, ναι, υπάρχει και το ζήτημα της ευκολίας εδώ: κάποιος με καλύτερη σχέση με το τζαμάρισμα, παρά με τον λόγο, το βρίσκει πιο εύκολο να γράψει στα αγγλικά.
 
Ν.Μ.: Τα αγγλικά βοηθούν πάντως τον λόγο να είναι πιο κοφτός και απλός. Σκέψου πόσα πράγματα, για τα οποία στα ελληνικά θα χρειαζόσουν δύο π.χ. στροφές, εκφράζονται με πολύ λιγότερα λόγια, ακόμα και με δύο στίχους.

Θ.Κ.: Δηλαδή εσείς πιστεύετε ότι είναι καθαρά θέμα χρηστικότητας και λειτουργικότητας; Δεν υπάρχει και ο σνομπισμός; Συμφωνώ ότι κάποιοι το κάνουν από επιλογή, ας πούμε οι Modrec, όμως υπάρχει όντως απαξία από άλλους.

Ν.Μ.: Όχι, δεν λέω αυτό. Σαφώς υπάρχει και θέμα σνομπισμού. Και πιστεύω ότι όσοι αντιμετωπίζουν το ελληνικό τραγούδι υπό τέτοιο πρίσμα, τελικά θα αποτύχουν. 

Ως ακροατές και πλέον άμεσα εμπλεκόμενοι με το ελληνικό τραγούδι, τι κατά τη γνώμη σας το οδήγησε ως εδώ;

Θ.Κ.: Φταίει ότι, από εκεί που ήταν ένα μέσο έκφρασης, άρχισε να πουλάει πολύ. Οπότε δημιουργήθηκε γύρω του μια βαριά βιομηχανία: νοθεύτηκε. Άρχισαν π.χ. τα υπέρογκα νυχτοκάματα για κάποιους, τα οποία συγκρίνονταν μόνο με εκείνα στις λαϊκές πίστες. Και ξαφνικά οι δίσκοι επικεντρώθηκαν σε έναν τραγουδιστή, ο οποίος έπρεπε να συντηρήσει αυτή του τη φήμη.
 
Γ.Ε.: Είναι πολύ βασική αλλαγή αυτή που θίγει ο Θέμης. Από εκεί όπου οι δημιουργοί στέκονταν πίσω από τους ερμηνευτές και τους έλεγαν να ο κύκλος τραγουδιών ο οποίος έχω για σένα, πες τον, ξαφνικά οι ερμηνευτές πήραν πάνω τους την επιλογή του υλικού, δίχως να ξέρουν πώς να το κάνουν. Και μες στον πανικό του να μαζέψουν τραγούδια από χίλιες πλευρές, είχαν και το άγχος του σουξέ. 

Ν.Μ.: Και μη μπορώντας να το κάνουν, άφησαν τέτοιες αποφάσεις στα χέρια μάνατζερ και άλλων διαχειριστών δίχως καλλιτεχνικό κριτήριο, οι οποίοι και φέρουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Εξαιτίας τους ακούσαμε όλη αυτή τη σαβούρα, η οποία ευτέλισε και μείωσε το ελληνικό τραγούδι, ειδικά στα μάτια της γενιάς μας, που ως έναν βαθμό ήταν πια λογικό ότι θα το απαξίωνε. 

Θ.Κ.: Όταν είχες μια τραγουδίστρια που το ήξερες πως είναι άσχημη, ενδεχομένως και κακοντυμένη, αλλά δεν σε ένοιαζε –γιατί ήξερες ότι είναι ικανή να σε κάνει να κλαις– και ξαφνικά μπήκαν στη μέση στιλίστες και κομμωτές, το τραγούδι άρχισε να γίνεται συνολικά ένα είδος πρότζεκτ, να αποφασίζεται στη βάση σχεδιασμών. 

Γ.Ε.: Δεν απαξιώνουμε την εικόνα. Δεν είναι στην ίδια εικόνα το πρόβλημα, είναι στον τρόπο με τον οποίο άρχισαν να γίνονται τα πράγματα. 

Δεν φταίει και τ’ ότι, μετά τον Σταμάτη Κραουνάκη και τη Λίνα Νικολακοπούλου, δεν εμφανίστηκε κανείς συνθέτης και κανείς στιχουργός με ανάλογο ειδικό βάρος; 

Γ.Ε.: Δεν δόθηκε ποτέ βήμα στους δημιουργούς, ώστε να μπορούμε να το πούμε αυτό. Δεν πιστεύουμε ότι η δική μας περίπτωση οφείλεται στο τρομερό μας ταλέντο, όσο στο ότι βρέθηκε ένας άνθρωπος ο οποίος έδωσε μια ευκαιρία στο να γίνουν τα πράγματα αλλιώς. Εν αντιθέσει με τον κανόνα να μαζεύονται όμορφες φατσούλες και κορμιά και να αναρωτιούνται όλοι πώς θα τους βγάλουν σουξέ. Το ότι επίσης εμείς βρήκαμε αποδοχή, σημαίνει ότι υπάρχει κόσμος ο οποίος διψάει για κάτι τέτοιο –κόντρα και πάλι στον σχεδιασμό των εταιρειών. 

Ν.Μ.: Ο οποίος σχεδιασμός έχει να κάνει και με την ευκολία στη διαχείριση. Αλλιώς αντιμετωπίζεις έναν –ειδικά έναν ανασφαλή λόγω έκθεσης στο κοινό ερμηνευτή– και αλλιώς τρεις ανθρώπους. 

Πάντως μου έκανε εντύπωση ότι, σε κάποιο σημείο, ο προηγούμενος δίσκος σας Μέχρι Το Τέλος (2008) εξαφανίστηκε εντελώς από τα δισκοπωλεία…

Ν.Μ.: Όπως και οι 100 Μικρές Ανάσες

Θ.Κ.: Συνέβη διότι φύγαμε από την εταιρεία. Ξέρεις, όταν φεύγεις από μια εταιρεία με την οποία έχεις δεσμούς σχεδόν οικογενειακούς, ενόψει ενός δημιουργικού τέλματος, οι σχέσεις κλονίζονται. Από εκεί και πέρα, ο καθείς δρα και λίγο συγκινησιακά –έγιναν τέτοιες κινήσεις και από τις δύο πλευρές. Τώρα πάντως τα πράγματα έχουν εξομαλυνθεί, νομίζω ότι ήδη πρέπει να είναι εύκολο να βρει κανείς το Μέχρι Το Τέλος.

Εντύπωση μου έχει επίσης κάνει ότι περιοδεύεις παντού, Νατάσσα. Έρχονται στα χέρια μου δελτία Tύπου, που σε κάνουν να φαίνεσαι ως μία καλλιτέχνης η οποία οργώνει την επαρχία...

Γ.Ε.: Εμάς ρώτα, τι τραβάμε! (γέλια)

Ν.Μ.: Την επαρχία τη γνωρίσαμε πρόσφατα. Κι αυτό γιατί βρέθηκε στον δρόμο μας η μάνατζέρ μας, η Κατερίνα Σταματάκη, η οποία μας έφτιαξε μια περιοδεία εξοντωτική –με την καλή έννοια. Μας εξόντωσε συναισθηματικά, μας ώθησε δηλαδή να δοκιμάσουμε τα όρια των δυνάμεών μας στο 100%. 

Πιστεύω ότι τώρα, μετά από αυτή την περιοδεία, έγινα επαγγελματίας. Και τελικά γύρισα ξέρεις γεμάτη από εμπειρίες στο σπίτι μου. Αλλά και με τη γνώση ότι η επαρχία δεν αποτελεί έναν άλλο κόσμο: είναι ακριβώς όπως και ο αθηναϊκός κόσμος, ως προς το κοινό. Παντού μας ακούν οι ίδιοι άνθρωποι.