Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τριανταφυλλίδης Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τριανταφυλλίδης Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

08 Ιουνίου 2021

Νίκος Τριανταφυλλίδης - συνέντευξη (2014)


Πέντε χρόνια συμπληρώθηκαν αυτές τις μέρες από τον θάνατο του Νίκου Τριανταφυλλίδη και μια βόλτα στο Facebook εύκολα πιστοποιούσε ότι οι άνθρωποι που τον γνώρισαν ή που τους άγγιξε το έργο του (είτε το κινηματογραφικό, είτε το Gagarin) δεν τον ξέχασαν. 

Το τελευταίο από τα πνευματικά του παιδιά, το Gimme Shelter Film Festival, ετοιμάζεται για έναν φόρο τιμής τώρα που, ύστερα από τέσσερις κορωνο-αναβολές, θα καταφέρει επιτέλους να πραγματοποιηθεί, Παρασκευή 11, Σάββατο 12 και Κυριακή 13 του μήνα, στην Τεχνόπολη. Το αφιέρωμα θα λάβει χώρα τη 2η μέρα, σε επιμέλεια Μαρίνας Δανέζη. Φέτος, μάλιστα, θα βρεθώ κι εγώ στο φεστιβάλ, καλεσμένος της Παρασκευής, στο πάνελ που θα συζητήσει πριν την πρώτη πανελλήνια προβολή του ντοκιμαντέρ της Emer Reynolds Phil Lynott: Songs For While I'm Away (2020), το οποίο θα ξετυλίξει τη ζωή και την καριέρα του θρυλικού ηγέτη των Thin Lizzy. Δίπλα μου θα βρίσκονται εξαιρετικοί συνάδελφοι –ο αρχισυντάκτης του Metal Hammer Χάκος Περβανίδης και ο Σάκης Φράγκος, αρχισυντάκτης του Rockhard.gr– ενώ συντονιστής θα είναι ο Δημήτρης Παπανδρέου, καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ.

Με τον Νίκο Τριανταφυλλίδη βρισκόμασταν κάποτε πολύ συχνά, στο παλιό κτήριο του 105,5 Στο Κόκκινο στη Σαρρή, καθώς η πρώτη φάση της Συχνοτικής Συμπεριφοράς που είχαμε ξεκινήσει εκεί με τον Στυλιανό Τζιρίτα (2008) γειτνίαζε με την Αισθηματική Αγωγή –μια ραδιοφωνική εκπομπή με τη δική της ιστορία, τόσο σε λόγο, όσο και σε ήχο. Οπότε έπεφταν διάφορες μικροσυζητήσεις και πολλά γέλια στα ενδιάμεσα των διαλειμμάτων και των δελτίων ειδήσεων. Ψέματα βέβαια δεν μου αρέσει να λέω, καλές σχέσεις δεν είχαμε πάντα με τον Νίκο: κάπου το 2010 ψυχραθήκαμε και δεν ξαναμιλήσαμε μέχρι το 2014. Η αιτία, βέβαια, είχε να κάνει με το στάτους των τότε σχέσεών του με τρίτα μέρη (δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες, δεν έχει πια καμία σημασία άλλωστε). 


Θα πω μόνο ότι αφορμή για να τα σπάσουμε και αφορμή για να τα ξαναβρούμε, στάθηκαν οι Κόρε.Ύδρο. Στη φοβερή τους δηλαδή βραδιά της 17ης Γενάρη 2014 στο Six d.o.g.s. (που ο Άρης Καραμπεάζης είχε κάθε δίκιο να χαρακτηρίσει «ιστορική», στην τότε κριτική του για το Mic.gr), ο Παντελής Δημητριάδης τον κάλεσε από τη σκηνή. Εκείνος ήταν στο μπαρ. Δίστασε κάποια δευτερόλεπτα, αλλά άφησε το ποτήρι του (χαμηλό, ουίσκι, πάγος) και όρμησε να χορέψει ένα φοβερό ζεϊμπέκικο, ενώ η μπάντα έπαιζε το "Χωρίς Επίκληση". Αυθόρμητα, βρέθηκα κι εγώ να του χτυπάω παλαμάκια ζωσμένος με τη γνωστή μου τσάντα Kraftwerk (τότε σε καλή κατάσταση, ακόμα), σε ένα κινηματογραφικό στιγμιότυπο που σώθηκε για την ιστορία χάρη στην άνωθεν ασπρόμαυρη φωτογραφία της Πηνελόπης Γερασίμου.

Από εκείνη τη στιγμή, χωρίς να πούμε οτιδήποτε άλλο, κάθε μεταξύ μας παρεξήγηση είχε τελειώσει. Λίγους μήνες αργότερα, έλαβα πρόσκληση για την πρεμιέρα της ταινίας του Οι Αισθηματίες. Πήγα, τα είπαμε βιαστικά στο φινάλε. Έπειτα, τον Δεκέμβριο, κανονίσαμε και συναντηθήκαμε στο σπίτι του στην Κυψέλη, για ουίσκι και κουβέντα. Από την τελευταία προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με αφορμή την πενταετία από τον θάνατό του. Μετά τη δημοσίευση, μάλιστα, μου έστειλε και ευχαριστίες στο inbox του Facebook, γράφοντάς μου ότι ήταν ίσως η καλύτερή του αποτύπωση σε γραπτό λόγο.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Νίκο Πάστρα. Η κάτωθι φωτογραφία ανήκει στον Χρήστο Σαρρή


Αισθηματίες η νέα ταινία, "Αισθηματική Αγωγή" η ραδιοφωνική εκπομπή που παρουσίαζες κάποτε στον 902 κι έπειτα στους 105,5 Στο Κόκκινο. Τι παίζει με τα αισθηματικά;
 
Τώρα που το λες! Δεν το είχα σκεφτεί... Πέρα από την ειρωνεία αμφότερων των τίτλων, νομίζω πως υπάρχει μια αλήθεια. Ότι δηλαδή, ανεξάρτητα από το πού μας οδηγούν και σε τι δρόμο μας βγάζουν, τα αισθήματά μας είναι η αλήθεια μας. Κι αυτό έχει ενδιαφέρον, γιατί αυτό είναι που αξίζει. Ανεξάρτητα από το τίμημα που καταβάλλει καθένας και καθεμία από μας. 
 
Είπες γι' αυτήν την ταινία πως είναι μια «ελεγεία για έναν κόσμο που φεύγει». Πώς το εννοείς;
 
Πρόκειται για έναν κόσμο στον οποίον ζήσαμε, μα εκφυλίστηκε, αρρώστησε και πλέον πνέει τα λοίσθια. Δεν ξέρω βέβαια αν αυτό που θα έρθει θα είναι καλύτερο ή χειρότερο. Πάντως αυτός ο κόσμος πεθαίνει. Είχε λ.χ. συγκεκριμένους κώδικες, που πλέον αποσυρναμολογήθηκαν, αναφορές τις οποίες υποσκάψαμε εμείς οι ίδιοι, μα και μια γλώσσα που τελικά μας απομακρύνει, αντί να μας βοηθά να συνεννοούμαστε.   
 
Ναι, αλλά ο χαρακτήρας του Δασκάλου –τον οποίον παίζει μοναδικά ο Τάκης Μόσχος– δεν εκπροσωπεί έναν κόσμο που μένει;
 
Δυστυχώς ναι. Ο Τάκης Μόσχος έδωσε μια εξαιρετική ερμηνεία, απέδωσε αυτήν την πατριαρχική φιγούρα η οποία και μας οδήγησε σε όσα βιώνουμε σήμερα. Αυτή η φιγούρα και είναι εδώ, αλλά και θα μείνει. Και θα σου πω και τι έγινε στο Μόναχο, μετά την προβολή της ταινίας: πολλά κορίτσια στις συζητήσεις που κάναμε ήταν όχι ενοχλημένα με το τέλος, αλλά σε μια απελπισία. Τους είπα λοιπόν να μην ανησυχούν, γιατί, εάν κάνουμε sequel, θα αρχίζει με τη δολοφονία του πατέρα από την κόρη! Και ίσως αυτός να είναι ο δρόμος... 
 
Τι ψάχνεις συνήθως στους ηθοποιούς σου;
 
Αλήθεια. Την αλήθεια τους. Δεν με ενδιαφέρουν όσοι άνθρωποι προσεγγίζουν την ηθοποιία έντεχνα ή αναλωνόμενοι σε γραφικές ασκήσεις ύφους –άσχετα με το πόσο επιτυχημένες μπορεί να είναι. Με ενδιαφέρει να καίγονται για τον χαρακτήρα τους, ν' αρχίζουν αλισβερίσι μαζί του. Κι όπου τους πάει.  
 
Και πού βάζεις το όριο μεταξύ των όσων θέλεις εσύ για μια ταινία και των όσων μπορεί να σου φέρουν/προτείνουν εκείνοι;
 
Από ένα σημείο και μετά, τους ακολουθείς. Τους αφουγκράζεσαι, τους χαζεύεις και υποκλέπτεις ό,τι καλύτερο κάνουν. Είμαι καλός κλέφτης! (γελάει) Πάντα βέβαια έχω μια εικόνα, κυρίως ως προς τη συγκρότηση του ρόλου αυτού καθ' αυτού. 
 
Τι χρωστάς στο σινεμά του Νίκου Νικολαΐδη;
 
Στον ίδιο τον Νικολαΐδη χρωστάω ουκ ολίγα. Κατά κάποιον τρόπο υπήρξε ο πνευματικός μου πατέρας, άσχετα αν εγώ δεν υπήρξα καλός γιος. Αυτό θα το έλεγε εκείνος! Στο σινεμά του, τώρα, χρωστάω ένα παράθυρο στον κόσμο· το μεγαλύτερο δώρο δηλαδή το οποίο μπορεί να σου κάνει ένας άνθρωπος όταν βρίσκεσαι σε μια κρίσιμη κι ευαίσθητη ηλικία, σαν την εφηβεία. Αλλά και την ιδέα ότι το σινεμά δεν είναι κάτι απλό: απεναντίας, είναι υπόθεση ζωή και θανάτου. Και βέβαια έφερε στο εκράν misfits χαρακτήρες και μια ολόκληρη μυθολογία που ήταν απωθημένοι στο υποσυνείδητο του Νεοέλληνα, τότε. Είχε μια αγάπη για τους απόκληρους και τους καταραμένους ο Νίκος. Κι αυτό νομίζω μας συνδέει, πολύ. 
 
Γι' αυτό είχες γράψει και στο Facebook τις προάλλες ότι, όταν πεθάνεις, θέλεις να σκορπιστεί η στάχτη σου στους υπονόμους και στις χαβούζες; 
 
Α, ναι το έγραψα! Βέβαια το έκανε ο Πετρόπουλος πρώτος. Θα ήθελα πολύ να γίνει εδώ στη Φωκίωνος Νέγρη. Γιατί, έξω από την αγορά, αν βάλεις το κεφάλι σου στη σκάφη του υπονόμου, μπορείς ακόμα ν' ακούσεις το ποτάμι, εκείνο που τη διέσχιζε κάποτε και φτάνει μέχρι την Αχαρνών κι από εκεί στη θάλασσα. Έχω λοιπόν διαλέξει και τον υπόνομο και μάλιστα έχω κάνει και τη σχετική συμβολαιογραφική πράξη. Που σημαίνει βέβαια ότι, και πεθαμένος, πάλι μπελάς θα 'μαι! Κάποιος δηλαδή θα πρέπει να με στείλει κάπου, να με κάψουνε, να με φέρουν ξανά πίσω. Ο μπαγάσας, θα λένε, δεν μας αφήνει ήσυχους ούτε και πεθαμένος.
 
«Πάλι» μπελάς; 
 
Δυστυχώς είμαι... Δεν το θέλω. Αλλά προκύπτει. 
 
Η μουσική στους Αισθηματίες, για να ξαναγυρίσω εκεί, δεν είναι απλά ένα soundtrack, έτσι δεν είναι; 
 
Για μένα και τον Αλέξανδρο Βούλγαρη –τον Boy– η μουσική στους Αισθηματίες έχει τον ρόλο του χορού σε μια αρχαία τραγωδία. Και έγινε πολύ συνειδητά αυτό: αποτελεί μια δεύτερη αφήγηση, μια αφήγηση κάτω από την αφήγηση, η οποία σχολιάζει την πρώτου επιπέδου δράση. Το προσπαθήσαμε πάρα πολύ και ποικιλοτρόπως. Κι έτσι επιλέξαμε για το soundtrack συγκεκριμένους μουσικούς και ερμηνευτές ως «μέλη» του συγκεκριμένου χορού. Καλλιτέχνες δηλαδή που έχουν να κάνουν με την ανολοκλήρωτη μοντερνιτέ της νεοελληνικής μας ταυτότητας. 
 
Ακούμε και την Τζένη Βάνου σ' αυτό, που αν δεν κάνω λάθος έδωσε το τελευταίο λάιβ της ζωής της στο Gagarin...
 
Ναι, ήταν το τελευταίο. Η Τζένη για μένα είναι σειρήνα, νεράιδα, μάγισσα, ένα πνεύμα που με συντροφεύει. Σπάνια, σπάνια προσωπικότητα... Και, ξέρεις, ίσως στην Τζένη υπάρχει η απάντηση για το γιατί κάποια πράγματα μου πάνε όπως μου πάνε. Όταν οι γονείς μου ήταν στο Μόντρεαλ, και ήταν νέοι και ήθελαν να βγουν κανά ραντεβουδάκι, ήμουν 2-3 ετών, οπότε η Τζένη Βάνου αναλάμβανε χρέη μπεϊμπι-σίτερ. Λοιπόν, όταν κάποιος έχει τη Βάνου ως μπεϊμπι-σίτερ, δεν ξέρω τι θ' απογίνει ως ενήλικας! (γέλια) Η αυταπάρνηση, το συναισθηματικό ολοκαύτωμα, η θυσία κι όλα αυτά με μια τέτοια κλάση, δεν νομίζω ότι θα το απαντήσουμε σε άλλο πλάσμα στο ελληνικό τραγούδι.
 
Και ο Νίκος Γούναρης;
 
Ο Νίκος Γούναρης είναι για μένα ο crooner της Ελλάδας, ο Frank Sinatra μας. Η φωνή της μοντερνικότητας που δεν ολοκληρώθηκε κι έμεινε να σέρνεται, σαν σακάτης στο υποσυνείδητό μας. Ο Γούναρης είναι από τους πρωταγωνιστές στους Αισθηματίες. Γι' αυτό και η προτομή του παρακολουθεί τα τεκταινόμενα: εκείνος ξέρει τι θα συμβεί.
 
Οι Κόρε.Ύδρο.; Σε συναυλία των οποίων στο Six d.o.g.s. σε έχω δει να χορεύεις και ζεϊμπέκικο; 
 
Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Εγώ δεν χορεύω, αλλά μου το αφιέρωσαν –και δεν γινόταν να μην τους τιμήσω. Βέβαια μ' ένα άθλιο ζεϊμπέκικο... (γελάει) 

Τους αγαπώ πολύ τους Κόρε.Ύδρο. και τον Παντελή τον Δημητριάδη ιδιαίτερα. Αυτά τα παιδιά είχαν τη διορατικότητα να καταλάβουν πως το σύμπαν μας αποτελείται από κατακερματισμένες εικόνες, ήχους και ιδέες. Είναι δηλαδή σαν ένα παζλ, σαν εκείνο που έλεγαν οι Στέρεο Νόβα ότι διαλύθηκε στον αέρα. Και νομίζω ότι ο Παντελής, ως ποιητής, προσπαθεί να ενώσει ξανά αυτά τα κομμάτια. Βεβαίως ποτέ ένα παζλ δεν το κάνεις το ίδιο. Κι εδώ βρίσκεται το ενδιαφέρον. 

Το συγκεκριμένο τώρα ζεϊμπέκικο, το "Χωρίς Επίκληση", το έχω λατρέψει, γιατί φέρνει την αύρα των σκυλάδικων της επαρχίας, των μοναχικών ανδρών σε κωλόμπαρο λίγο πριν τους διώξει ο ιδιοκτήτης. Έχει μια αφόρητη μοναξιά· κι από την άλλη μια μεγάλη ζέση. Πράγματα που νομίζω μόνο άνθρωποι που δουλεύουν πάνω από κατακερματισμένους κόσμους μπορούν να συλλάβουν. Στεναχωρήθηκα που διαλύθηκαν. 
 
Και ο Λευτέρης Μυτιληναίος; 
 
Α, ο αγαπημένος Λευτέρης! Κατ' αρχήν οι καταβολές του είναι στο ελαφρό τραγούδι, υπηρέτησε βέβαια τον ελαφρολαϊκό ήχο, για λόγους της εποχής. Άρα είναι εξ ορισμού crooner. Το αξιοπερίεργο είναι το πόσο κουλ μπορεί να παραμένει ενώ διηγείται ιστορίες συναισθηματικής καταστροφής, μετά το τέλος τους μάλιστα! (γελάει) Και μου άρεσε που κάναμε αυτό το βιντεοκλίπ, έτσι παλιομοδίτικο, με έναν λαϊκό βάρδο στους δρόμους της Αθήνας. Κάτι ανάλογο είχαμε κάνει και με τον Μανίκα, για τον Γιώργο τον Μαργαρίτη και τους "Δρόμους Του Πουθενά". Μ' αρέσουν αυτοί οι απόκληροι, οι outsiders. 
 
Σε κάποια φάση θυμάμαι ότι προσπάθησες να ξαναστήσεις στο Gagarin τα αναψυκτήρια, χώρο όπου διακρίθηκε κάποτε ο Μυτιληναίος. Τι το σημαντικό είχαν για σένα τα αναψυκτήρια; Τι μας άφησαν;
 
Δεν νομίζω ότι μας άφησαν κάτι. Δεν μ' αρέσει να εξωραΐζω το παρελθόν και το έχω πολύ συνειδητά κατά νου αυτό και στα Στέκια· με ενδιαφέρει όμως να μη χάνεται το νήμα που μας ενώνει μ' εκείνο –ψάχνω και γενικότερα δηλαδή για όσα μας ενώνουν. 

Για μένα, τώρα, τα αναψυκτήρια είχαν να κάνουν με την αθωότητα. Ήταν ένα αμιγώς λαϊκό θέαμα, για ανθρώπους που δεν μπορούσαν να ξοδέψουν τη νύχτα. Τους παρουσίαζαν έτσι ένα φαντασιακό υποκατάστατο. Το κοινό τους ήταν οικογενειάρχες, άτομα που περνούσαν ζόρια, άνθρωποι που τέλος πάντων δεν μπορούσαν να πάνε το βράδυ να δουν τη φίρμα. Θα ερχόταν λοιπόν η φίρμα σ' εκείνους. 

Κι έχει μεγάλη σημασία κάτι τέτοιο: η φίρμα τότε πήγαινε και τραγουδούσε γι' αυτό το κοινό. Μιλάμε για μια συνθήκη η οποία έχει πλέον χαθεί. Έχει έναν βαθμό κοινωνικής συνείδησης και έχει βέβαια να κάνει και με το να τιμάς τις καταβολές σου. Γιατί οι πιο πολλές από εκείνες τις φίρμες ήταν λαϊκά παιδιά. 
 
Μιας κι ανέφερες τα Στέκια, γυρίζεις κι ένα επεισόδιο για το Ρόδον, σωστά;
 
Φλας-μπακ επικίνδυνο... Γιατί έχω ζήσει εκεί από την πρώτη μέρα. Ήταν σαν κιβωτός, έμπαινες μέσα κι αισθανόσουν ασφαλής, λες και βρισκόσουν στο σαλόνι σου. Που δεν ήσουν καθόλου βέβαια, όμως έτσι ένιωθες, ότι ήσουν εκεί με τους δικούς σου. Μόνος μου πήγαινα στο Ρόδον, δεν υπήρχε θέμα, ήξερες ότι πάντα θα είναι εκεί κάποιος. Άλλη φάση τότε, ζούσαμε και την ψευδαίσθηση του Greil Marcus, ότι το ακροατήριο μιας ροκ συναυλίας μπορεί και να είναι η μαγιά μιας καλύτερης κοινωνίας. Κι εκείνος έκανε λάθος βέβαια, μα κι εμείς το πιστέψαμε λάθος. 
 
Είναι επώδυνο να γυρνάς στο παρελθόν σου και είναι επίσης επώδυνο να συναντάς ανθρώπους που έχεις να δεις πολλά χρόνια και να ξαναπηγαίνεις μαζί τους προς τα πίσω. Και πιστεύω ότι η νοσταλγία, η λατρεία του ρετρό είναι πάρα πολύ επικίνδυνο πράγμα. Ανθυγιεινό και καθόλου δημιουργικό. Καλό είναι λοιπόν να τα διακωμωδείς λίγο τα πράγματα: να σαρκάζεις και ν' αυτοσαρκάζεσαι. 
 
Είναι αλήθεια ότι είχες κάνει πρόταση να το πάρεις το Ρόδον, πριν ανοίξεις το Gagarin;
 
Ναι, αληθεύει. Δεν πιστέψαν ότι έχω χρήματα, όμως είχα πάρει δάνειο. Δεύτερον, δεν πιστέψανε πως μπορούσα να συνεισφέρω· εκ των πραγμάτων, αποδείχθηκε ότι έκαναν λάθος. Και γι' αυτό άλλωστε άνοιξε το Gagarin. 
 
Σε ενόχλησε ο Δημήτρης ο Κανελλόπουλος μ' αυτό που έγραψε στο e-tetRadio για τα Στέκια και τη ΝΕΡΙΤ; Μια σωστή εκπομπή σε λάθος κανάλι;
 
Ο Κανελλόπουλος είναι φίλος μου, αλλά λέει μαλακίες –κι αυτό μπορείς να το γράψεις έτσι ακριβώς. Έχω φίλους με τους οποίους δεν συμφωνώ, είτε πολιτικά, είτε αλλού· και θα συνεχίσω να έχω τέτοιους φίλους. 

Ο Δημήτρης προφανώς μου προτείνει να πάω στο MEGA, μετά το Κάτω Παρτάλι ίσως; Ή στο Κανάλι της Βουλής, ξέρω 'γω. Δεν αναρωτήθηκε όμως αν το MEGA θα πρόβαλλε ποτέ μια σειρά όπως τα Στέκια. Κι επειδή έχω ακούσει ουκ ολίγα, ότι νομιμοποιώ λέει με τη θέση μου ως εξωτερικός συνεργάτης το μόρφωμα της ΝΕΡΙΤ, εγώ δεν νομιμοποίησα ποτέ κανέναν. Δεν υπέγραψα καμία δήλωση μετανοίας, ούτε και αλλαξοπίστησα. Και, εν πάσει περιπτώσει, πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων δεν θα δώσω.
 
Μόνο όποιος επέλεξε τη ρήξη με τον κόσμο στον οποίον ζούμε θεωρώ πως έχει δικαίωμα να ομιλεί, άσχετα εάν συμφωνώ ή διαφωνώ: από τον Παλαιοκώστα, μέχρι τον Ρωμανό. Οι υπόλοιποι, όπως τραγουδούσαν και οι Pop Group, «We're All Prostitutes». Kαι, σαν σκηνοθέτης του κινηματογράφου στην Ελλάδα, ε, είμαι από τις μεγαλύτερες «πουτάνες». Και έχω δανειστεί κι από τοκογλύφους κι έχω κλέψει, ακόμη και τον ίδιο μου τον εαυτό, και έχω κάνει στο παρελθόν τα ανήκουστα προκειμένου να γίνει μια ταινία. 
 
Γι' αυτό που κάνω και μεταδίδεται από τη ΝΕΡΙΤ είμαι ιδιαίτερα περήφανος. Κατά τα λοιπά, ζούμε σε μια χώρα όπου απουσιάζει η κριτική σκέψη κι όπου τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας λέγονται Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ένα τραγικό λάθος στον ορισμό, που αφήνει απέξω τον πολιτισμό –όχι τυχαία βέβαια. Ο πολιτισμός ήταν και είναι μια τσόντα μέσα στον νεοελληνικό πολιτισμό.
 
Στις συνεντεύξεις βλέπω ότι σε ρωτάνε συνέχεια για τον πατέρα σου, τον Χάρρυ Κλυνν...
 
Ναι, άλλο πάλι και τούτο... Καμιά φορά το παρακάνω βέβαια κι εγώ, γιατί είμαι περήφανος για τον πατέρα μου. Αλλά δεν καταντάει πια βαρετό; Ολόκληρος μαντράχαλος είμαι, βρωμόγερος...
 
Ήθελα λοιπόν να σε ρωτήσω για τη μητέρα σου, για την οποία δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει κάτι...
 
Τη λατρεύω. Όλα για τη μητέρα μου, όπως έλεγε κι ο Αλμοδόβαρ. Είναι ο άνθρωπος που με έκανε να σταθώ στα πόδια μου και να γίνω ό,τι είμαι. Εξ ου και η αγάπη μου για τις γυναίκες –και δεν εννοώ ερωτικά. Τις λατρεύω, μ' αρέσει να δουλεύω με γυναίκες, τις εμπιστεύομαι. Πιστεύω ότι ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος, εάν έκαναν κουμάντο εκείνες. Έχουμε αποτύχει ως αρσενικά, το μόνο που κάναμε ήταν κακό. Γιατί, δυστυχώς, διαπλέκεται η πούτσα με την εξουσία. Ενώ οι γυναίκες έχουν μέσα τους τη ζωή και τη θάλασσα. Άλλα πλάσματα... Εμείς τι έχουμε; Ξηρασία.
 
Τι ακούς αλήθεια αυτήν την περίοδο, από μουσική;
 
Μ' άρεσε πολύ το τελευταίο άλμπουμ του Leonard Cohen. Και τη Marissa Nadler την αγαπώ πάρα πολύ. Ήθελα να πάω να τη δω, δεν μπόρεσα δυστυχώς λόγω υποχρεώσεων. Τα άπαντα του The Boy. Και χάρηκα που έρχονται και οι Black Keys. Τις τελευταίες μέρες, πάντως, ακούω και ξανακούω το Forever Changes των Love. Ανάθεμα κι αν ήξερα τι μ' έχει πιάσει!
 
Και για να κλείσουμε με μια διαφορετική νότα, τι θα γίνει, θα το σηκώσει φέτος ο ΠΑΟΚ το πρωτάθλημα; 
 
Μπορεί! Αν η Παναγία το θελήσει! (γελάει) Αλλά κάτι μου λέει ότι φέτος η Παναγία είναι μαζί μας. Ο Άγγελος είναι πολύ καλός κόουτς κι όσοι κοροϊδεύουν δεν ξέρουν πού έχουν μπλέξει, θα το βρουν απ' τον Θεό! (γέλια) Έφτιαξε όμως ομάδα, ενώ πέρυσι ήταν ένα συνονθύλευμα μισθοφόρων, έτσι; 

Τον αγαπάω τον ΠΑΟΚ, γιατί είναι ομάδα με αντιφάσεις: αξιοπρεπής, κατατρεγμένη μα και μη κατατρεγμένη –μην το παρακάνουμε– αυτοκαταστροφικό αουτσάιντερ. Το τελευταίο πρωτάθλημα το πήραμε το 1983, ήμουν 22 χρονών τότε. Ε, να μη δω λοιπόν κι ένα δεύτερο στη ζωή μου;