Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυρμιζή Κατερίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυρμιζή Κατερίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

31 Μαρτίου 2021

Κατερίνα Κυρμιζή: Λάρβα [δισκοκριτική, 2015]


Το 1996, η πρωτοεμφανιζόμενη Κατερίνα Κυρμιζή πέτυχε να αφήσει ισχυρό χνάρι στις εγχώριες αναζητήσεις για μια pop που θα μπορούσε να γνωρίσει ραδιοφωνική επιτυχία χωρίς να παραδοθεί στον mainstream ήχο: το Κοντσέρτο Για Σοκολάτα Και Τριαντάφυλλα ‎έγινε σημείο αναφοράς για αρκετούς νέους της εποχής που είχαν τις κεραίες τους στραμμένες σε πιο εναλλακτικά ακούσματα. 

Για διάφορους λόγους, εκείνο το μπαμ δεν μπόρεσε να έχει συνέχεια. Εντούτοις η Κυρμιζή συνέχισε να υπάρχει, έστω και με σποραδικές ανά τα χρόνια κυκλοφορίες. Μία από αυτές ήταν και η Λάρβα, πίσω στο 2015, η οποία βγήκε σε CD με την Κόκκινη Καρφίτσα –το πάλαι ποτέ μουσικό ένθετο που είχε στήσει ο Βαγγέλης Βέκιος και έβγαινε σε μηνιαία βάση με την εφημερίδα Αυγή. Ο μακαρίτης, μάλιστα, με είχε μπλέξει κι εμένα με αυτή την ιστορία. Και παρότι ήταν εποχή που δεν είχα καθόλου χρόνο ή ανοχή για τον ρομαντισμό τον οποίον απαιτούσε η προσπάθεια, έδωσε την ευκαιρία συνεργασίας με ανθρώπους τους οποίους εκτιμούσα (Σωκράτης Παπαχατζής, Δημήτρης Στούμπος).

Σε κάθε περίπτωση, η Λάρβα ήταν δίσκος αξιοπρόσεχτος. Στον οποίον τόσο η Κυρμιζή, όσο και ο κάτωθι εικονιζόμενος Νίκος Γρηγοριάδης που υπέγραφε μουσική και στίχους (σύντροφός της στη ζωή μα και στην τέχνη), απέδειξαν ότι παρέμεναν δύο σοβαροί δημιουργοί, που δεν είχαν πάψει να αναρωτιούνται για εκείνη την «άλλη» εγχώρια pop ή για το πώς μπορούσες να σκαρώσεις μια μοντέρνα αστικη μπαλάντα με νόημα.

Το τελευταίο διάστημα, το άλμπουμ έδειχνε να έχει χαθεί από τις ψηφιακές πλατφόρμες (Spotify, iTunes κλπ.), κάτι όμως που αποδείχθηκε προσωρινό: πριν λίγες μέρες, η Λάρβα έγινε εκ νέου διαθέσιμη. Είναι λοιπόν μια καλή αφορμή αυτή για μια επαν-επίσκεψη στην κριτική που έγραψα πίσω στο 2015 για λογαριασμό του Avopolis. Η οποία αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η παρακάτω φωτογραφία ανήκει στην Έφη Ρίζου και προέρχεται από το promo υλικό που συνόδευσε την έκδοση της Λάρβας


H Νίκη –μία από τις ηρωίδες της Λάρβας– έχει πτυχίο, μιλά ξένες γλώσσες και ψάχνει δουλειά. Στο "Είμαι Καλά" βλέπει τον Πάνο να μεταναστεύει αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, έχει δε και την αιώνια Ελληνίδα μάνα να της γκρινιάζει για γάμους και παιδιά. 

Πιο κάτω, κορίτσια ή μεγαλύτερες γυναίκες μας μιλούν για τον έρωτα (π.χ. "Δεύτερη Ευκαιρία"), τον οποίον βρίσκουμε συχνά ενταγμένο σε μια καθημερινότητα που φαίνεται να έχει γενικότερα στραβώσει. Η λαχτάρα λ.χ. της νέας αρχής στην "Καινούρια Μέρα" εμπεριέχει κάτι το συνολικό, ενώ το γκρίζο κενό του θεατρικά δοσμένου "Χρυσόψαρου" θίγει κι αυτό κάτι μεγαλύτερο. Στο "Λουλούδι Της Ερήμου", μάλιστα, ο έρωτας προβάλλει ως αντίδοτο σε βίους οι οποίοι βουλιάζουν στο τσιμέντο μιας αναγνωρίσιμα αγχωτικής Αθήνας. 

Ακόμα όμως και στη στιχοκεντρική μας Ελλάδα, η επιτυχία δεν είναι μόνο θέμα ωραία δοσμένων στίχων. Είχα τις αμφιβολίες μου όταν έμαθα ότι η Κατερίνα Κυρμιζή θα ξανατραγουδούσε Νίκο Γρηγοριάδη, γιατί στο αμέσως προηγούμενο ραντεβού του διδύμου με τη δισκογραφία (6 χρόνια πριν, με το άλμπουμ Είμαι Εδώ!), είχαν μεν επιβεβαιωθεί τα κεκτημένα, μα είχε λείψει η σπίθα. Αλλά στη Λάρβα, ο Γρηγοριάδης λάμπει. Κι ας έμεινε σε κάπως «κλειστά» κι ασφαλή για εκείνον νερά, αφήνοντας τον δίσκο να κυλήσει σε υπερβολικά οικεία σχήματα, από ένα σημείο κι έπειτα: στιγμές π.χ. σαν το "Ψάχνω Για Σένα" ή την "Προδοσία" θα μπορούσαν να υπάρχουν σε κάθε δουλειά του, είναι ο «μέσος όρος» του. 

Εδώ ο Γρηγοριάδης προτάσσει ολοκληρωμένες, μοντέρνες αστικές μπαλάντες, με έξυπνες πινελιές από διάφορα όργανα (τσέλο, γιουκαλίλι, charago, βιολί) να υποστηρίζουν ενορχηστρωτικά τις κυρίαρχες κιθάρες. Φτιάχνει έτσι τραγούδια αβίαστα ραδιοφωνικά, με υψηλό βαθμό συναισθηματικής νοημοσύνης. Αν λ.χ. ακολουθούσαμε την πεπατημένη της ελληνικής δισκογραφίας, το προαναφερθέν "Είμαι Καλά" θα ήταν ένα θλιμμένο, μελαγχολικό άσμα. Ως το τραγούδι εντούτοις μιας 20άρας, η οποία δεν νιώθει τον χρόνο ως εχθρό, το ακούμε να ηχεί ανέμελο. Πολύ σωστά, αφού οι μέρες και οι νύχτες της Νίκης αργοσβήνουν δίχως τη βαριά αίσθηση μεγαλύτερων ηλικιών: η προοπτική βρίσκεται (εξ ορισμού) μπροστά.

Η Κυρμιζή, με τη σειρά της, πατάει σε αυτό το βάθρο για να παραδώσει τις πιο μεστές της ερμηνείες, μέχρι τώρα. Είναι αληθινά θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίον μεταμορφώνεται κάθε φορά στις αφηγήτριές της, ενώ ειδικά στο ηλιολουσμένο ρεφρέν της "Καινούριας Μέρας" –αλλά και στο χαμογελαστό, σουρεάλ γαϊτανάκι με φόντο τα πέριξ της Ομόνοιας που εκτυλίσσεται στο "Σε Είδα Στην Πειραιώς"– τα φωνητικά της κομίζουν μια λιακάδα που πολύ λείπει από το εγχώριο μουσικό σκηνικό. 

Κάποιους μήνες πριν κυκλοφορήσει η Λάρβα, της είχα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης σε μία από τις τελευταίες συσκέψεις της Κόκκινης Καρφίτσας στις οποίες μετείχα. Δεν είχα ακούσει ούτε νότα, μάλιστα στην αρχή νόμιζα κιόλας πως ο δίσκος λέγεται Λάβα. Δεν είχε σημασία, πάντως· θα έδινα σε κάθε περίπτωση ψήφο εμπιστοσύνης στην Κατερίνα Κυρμιζή. Θα έχω πάντα την περιέργεια να δω τι κάνει, καθώς πιστεύω ότι μόνο κέρδος αποτελεί η ύπαρξή της στην εγχώρια δισκογραφία. Αν ψάχνετε το γιατί, γδύστε τα φετινά της τραγούδια σε μια κιθάρα: δεν θα χάσουν τίποτα από την ομορφιά ή από την αμεσότητά τους. 

Ας μου επιτραπεί λοιπόν μια παρατήρηση. Η Κυρμιζή έχει έναν μικρό μα πιστό πυρήνα φίλων, που είμαι βέβαιος πως την αγαπούν, μα της κάνουν κακό γράφοντας για εκείνη δημοσίως, με τον τρόπο με τον οποίον συνήθως το κάνουν. Καλώς ή κακώς, τα χρόνια πέρασαν. Δεν γίνεται λοιπόν να μιλάμε για μια ενεργή δημιουργό/τραγουδίστρια με μόνιμο σημείο αναφοράς ένα «αχ!» για το Κοντσέρτο Για Σοκολάτα Και Τριαντάφυλλα (1996) και για το "Στην Πίσω Τσέπη Του Blue Jean". Ούτε προσφέρεται κάτι με τα διαπρύσια κηρύγματα για τα άδικα της δισκογραφίας απέναντι σε δημιουργούς που –προφανώς– δεν χωράνε στην κοπτοραπτική της. Ζούμε στο 2015. Είμαστε συνηθισμένοι πια σε καλλιτέχνες που δεν ταίριαξαν στα στάνταρ των εταιριών και την έψαξαν διαφορετικά. Άλλωστε, όποιος ακούσει τη Λάρβα και την αντιπαραβάλλει με το σύνηθες μενού που κυκλοφορούν/υποστηρίζουν οι δισκογραφικές σε ανάλογο ύφος, θα το ακούσει να κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια, χωρίς όλες αυτές τις έμπλεες συναισθηματισμών και ηθικολογίας κορώνες. 

Επίσης, υπάρχει εκεί έξω ένας νέος κόσμος, παιδιά σαν τη Νίκη του εναρκτήριου άσματος. Τι όφελος προκύπτει για την Κυρμιζή της Λάρβας, αν παρουσιάζεται διαρκώς ως το pop thing κάποιων άλλων 20άρηδων, οι οποίοι πλέον σαραντάρισαν ή σαρανταρίζουν και νοσταλγούν τα νιάτα τους, ίσως και τις μέρες που χώραγαν σε εκείνο το μπλου-τζιν; Δεν είναι θέμα «μάνατζμεντ», ούτε «promotion», δεν το θέτω έτσι. Είναι όμως ζήτημα επικοινωνίας, σε εποχές που έχει τεράστια σημασία και το πώς περνάς το μήνυμά σου, πέρα από το ίδιο το μήνυμα. Το χαμηλό, ευγενικό, προσιτό προφίλ του Νίκου Γρηγοριάδη και της Κατερίνας Κυρμιζή δεν πρέπει λοιπόν να οδηγεί σε συγχύσεις. Είναι δύο δημιουργοί σοβαροί, με εγνωσμένη αξία, οι οποίοι αποδεικνύουν εδώ ότι έχουν ακόμα πράγματα να μας πουν. Τους οφείλουμε λοιπόν ανάλογη σοβαρότητα, αντί να τους παρουσιάζουμε στο κοινό σαν να 'ναι «δυο παιδιά από την παρέα μας».