18 Αυγούστου 2023

Fenster - συνέντευξη (2013)


Τη δεκαετία μου από ένα θαυμάσιο επαγγελματικό ταξίδι στο Βερολίνο αναπολώ αυτές τις μέρες (έχω αναφερθεί ξανά, σε τούτο το blog) και σήμερα, μάλιστα, το Facebook μου θύμισε και μια καταπληκτική φωτογραφία που τραβήξαμε όλη η ομάδα στο Γερμανικό Κοινοβούλιο –αν και λείπει ο Μπάρτεκ που μας τράβηξε, ο οποίος είναι και από τους λίγους που κρατάμε έτσι περισσότερη επαφή.

Σε εκείνο το πλαίσιο, λοιπόν, έκανα και μια συνέντευξη με το συγκρότημα Fenster, μια διεθνή indie pop μπάντα αποτελούμενη (τότε) από έναν Γερμανό, μια Αμερικανίδα, έναν Γάλλο κι έναν Έλληνα, η οποία έδρευε στο Βερολίνο. Εγώ, βέβαια, τους συνάντησα στο Αμβούργο, στα παρασκήνια του Dockville Festival 2013 –και μίλησα μόνο με τον Jonathan Jarzyna και την JJ Weihl, καθώς ο Έλληνας της παρέας (Tadklimp, κατά κόσμον Θωμάς Χούσος) απουσίαζε. Απολαυστική συζήτηση, από τις καλύτερες που έχω κάνει με μουσικούς του εναλλακτικού φάσματος.

Το κείμενο που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τους ιθύνοντες του ταξιδιού μου για τους σκοπούς της δημοσίευσης


Είστε δεν είστε 3 χρόνια μαζί ως μπάντα, όμως δείχνετε πολύ ενεργοί: βγάλατε δίσκο και δίνετε διαρκώς συναυλίες. Το κάνετε επειδή σας αρέσει; Ή έτσι πρέπει να κινείται στις μέρες μας ένα νέο συγκρότημα που θέλει να τα καταφέρει; 

Jonathan: Λίγο-πολύ και τα δύο... Νομίζω ότι η μουσική βιομηχανία έχει αλλάξει στις μέρες μας: πηγή εισοδήματος για μια μικρή μπάντα δεν είναι πλέον οι πωλήσεις από τους δίσκους, αλλά οι συναυλίες. Πρέπει λοιπόν να περιοδεύεις πολύ. Από όσο επίσης ξέρω, ούτε οι εταιρείες σου υπογράφουν συμβόλαιο αν πρώτα δεν έχουν δει κάποιο λάιβ σου. Ενώ παλιότερα ήταν αρκετό να βγάλεις ένα σπουδαίο άλμπουμ, ας θυμηθούμε για παράδειγμα τους Beatles, οι οποίοι σταμάτησαν τις συναυλίες από ένα σημείο και μετά. Από την άλλη, πάντως, μας αρέσει και πολύ να βρισκόμαστε σε τουρνέ!

JJ: Ναι, έχουμε περάσει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο δίνοντας συναυλίες. Στην αρχή, βέβαια, όλα ήταν καινούρια κι έπρεπε να οργανώσουμε έναν σωρό πράγματα, αλλά όσο περνάει ο καιρός βλέπεις να εξελίσσονται οι σχέσεις σου με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ, υπάρχει ο αντίκτυπος των εμπειριών από όσα μέρη έπαιξες, όλα αυτά... Φυσικά, μια τουρνέ δεν έχει μόνο την καλή πλευρά της –πρόκειται για δουλειά. Ας πούμε, όμως, ότι είναι μια πολύ ευχάριστη δουλειά!

Τι άλλο καθορίζει στις μέρες μας την επιτυχία ενός συγκροτήματος στο ξεκίνημά του, εκτός από τις συναυλίες; Ίσως τα views στο YouTube;

Jonathan: Εκτός από τις συναυλίες, επιτυχία θεωρείται να παραχωρείς δικαιώματα τραγουδιών σε ταινίες ή σε διαφημιστικά. Είναι όμως περίεργες αυτές οι ισορροπίες. Είχαμε κι εμείς ορισμένες τέτοιες προσφορές, από διαφημιστικές εταιρείες, αλλά δεν προχωρήσαμε: όχι ότι δεν χρειαζόμασταν τα χρήματα, δεν λέω κάτι τέτοιο –πρέπει όμως να πειστούμε κι εμείς ότι ένα τραγούδι μας μπορεί να σχετιστεί κάπως με ένα προϊόν, ώστε να πούμε εντάξει. 

JJ: Αν μιλάμε δηλαδή για προϊόντα, θα το κάναμε για κάτι που θα μας φαινόταν κι εμάς κουλ και ταιριαστό. Ίσως και για μια τηλεοπτική σειρά που θα μας άρεσε. Ή για έναν καλό σκοπό. 

Πώς ξεκίνησαν οι Fenster; Ποιος ήξερε ποιον; 

Jonathan: Οι πρώτοι που γνωριστήκαμε ήμουν εγώ με την JJ. Υπήρξε ένα άμεσο «κλικ» μεταξύ μας, καθώς ανακαλύψαμε ότι είχαμε παρόμοιο γούστο στη μουσική. Σιγά-σιγά αρχίσαμε λοιπόν να παίζουμε μαζί, κυρίως στο σπίτι, αργότερα και σε μικρά μπαρ, όπου παρουσιάζαμε διασκευές και κερδίζαμε μεροκάματα. Όλα αυτά τα χρήματα πήγαν κατόπιν σε αγορά εξοπλισμού, στούντιο κ.ά. και ύστερα τα πράγματα έγιναν πιο σοβαρά, καθώς αρχίσαμε να γράφουμε δικά μας τραγούδια, βάζοντας πλώρη για τον πρώτο μας δίσκο. 

JJ: Και να φανταστείς, ο Jonathan γνώρισε τον Tadklimp τυχαία, στον δρόμο, ενώ έπαιζε μαζί με κάποιον άλλον φίλο! Στο Βερολίνο είναι συνηθισμένο κάτι τέτοιο, ειδικά το καλοκαίρι. Ο Tad καθόταν λοιπόν σε ένα μπαρ, άκουσε τον Jonathan να παίζει, του άρεσε κι άρχισαν να μιλάνε.

Α, αυτή είναι ωραία ιστορία!

JJ: Ναι, δεν είναι; (γέλια)

Jonathan: Είναι πραγματικά παράξενο, πάντως γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Και χάρηκα που πείσαμε τον Tadklimp να έρθει στο Βερολίνο να μας κάνει την παραγωγή στο Bones. Ήμασταν ενθουσιασμένοι με την προσέγγισή του στη μουσική και δεν θέλαμε κανέναν άλλον. Δεν είναι εδώ τώρα, δυστυχώς, για να στα πει ο ίδιος, πάντως έχει σπουδάσει σύνθεση στην Πάτρα κι έτσι ξέρει απίστευτα πράγματα. 

Κι έπειτα, πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα; Πήγατε στη Morr Music και τους δείξατε τη δουλειά σας ή σας βρήκαν εκείνοι; 

Jonathan: Εκείνοι μας βρήκαν. Αρχικά είχαμε γράψει 8 τραγούδια για το Bones –αργότερα προστέθηκαν άλλα 4. Το σχέδιό μας, τότε, ήταν να έχουμε κάτι να δείξουμε στους συναυλιακούς χώρους, ώστε να μπορούμε να κλείσουμε ορισμένα λάιβ. Εκείνο το καλοκαίρι παίξαμε λοιπόν όπου ήταν δυνατόν στο Βερολίνο: σε σπιτικά πάρτυ, σε μικρές γκαλερί, όπου μπορείς να φανταστείς. Και κάπου μας πέτυχαν οι άνθρωποι της Morr Music, τους αρέσαμε και μας προσέγγισαν. 

Είστε μια πραγματικά διεθνής μπάντα. Θα μπορούσαν άραγε να υπάρξουν οι Fenster σε λιγότερο παγκόσμιους καιρούς; 

JJ: Πιστεύω πως ναι, έχει να κάνει με το Βερολίνο, είναι ένα τόσο ξεχωριστό μέρος... Για παράδειγμα, ο Tad διάλεξε το Βερολίνο θέλοντας να κάνει μουσική κι εγώ μετακόμισα εκεί από τη Νέα Υόρκη για άλλους λόγους, κατέληξα όμως επίσης στη μουσική. 

Jonathan: Πολύ καλή ερώτηση... Εγώ θα έλεγα όχι. Γιατί ο κόσμος έχει αλλάξει δραστικά στα τελευταία 15-20 χρόνια και μάλλον εκφράζουμε κι εμείς μια όψη αυτής της παγκοσμιοποίησης, αυτής της εποχής που οι άνθρωποι μετακινούνται τόσο πολύ από τους ιδιαίτερους τόπους τους.  

Είστε ευχαριστημένοι από τη μέχρι στιγμής πορεία του Bones;

JJ: Δεν είχαμε προσδοκίες για το Bones, όταν το φτιάξαμε το μόνο που θέλαμε ήταν να ηχογραφήσουμε έναν δίσκο. Και εκπλαγήκαμε όταν ήρθε η εταιρεία να μιλήσουμε και μας είπε ότι θέλει να το κυκλοφορήσει.

Jonathan: Ναι, έγιναν πολύ περισσότερα από όσα περιμέναμε –ο δίσκος, οι συναυλίες σε Γερμανία, μα και στο εξωτερικό... Νομίζω ότι χρειάστηκε κι εμείς να «μεγαλώσουμε» πολύ γρήγορα μέσα από αυτήν τη διαδικασία. Μάλιστα, όπως έχει πλέον η μουσική βιομηχανία, το κάθε επόμενο βήμα σου πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το προηγούμενο. Κάτι που εμπεριέχει βέβαια και αρκετό άγχος, το οποίο παλεύουμε με το να σκεφτόμαστε πόσα πολλά έχουν ήδη συμβεί.

Η συγκεκριμένη λογική, του ακόμα μεγαλύτερου επόμενου βήματος, είδαμε κατά την προηγούμενη ειδικά δεκαετία να καταστρέφει πολλά υποσχόμενα βρετανικά σχήματα, τα οποία δεν μπόρεσαν να κάνουν έναν δεύτερο δίσκο αντάξιο του ντεμπούτο τους... 

JJ: Ναι, σε κάποιον βαθμό το αναλογιστήκαμε κι εμείς καθώς ηχογραφούσαμε το δεύτερο άλμπουμ μας και είδαμε πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα –όχι μόνο στο επίπεδο της μουσικής, αλλά και στη δική μας τη νοοτροπία. Στο Bones υπήρχε μια αφέλεια, μια αθωότητα καλύτερα. Πλέον υπάρχει και ο παράγοντας του τι μπορεί να περιμένει από σένα ένα κοινό. Είναι, όμως, κάτι το οποίο πρέπει να ζήσει και να ξεπεράσει κάθε μπάντα στο δικό μας στάδιο. Είναι καλό λοιπόν να ξέρεις πού βρίσκεσαι, τι έχει αλλάξει, προς τα πού σκοπεύεις να κινηθείς. 

Jonathan: Είναι επίσης και το γεγονός ότι το δεύτερο άλμπουμ το ηχογραφείς συνήθως ενώ ταυτόχρονα περιοδεύεις, κάτι που αλλάζει τις ψυχολογικές ισορροπίες μέσα σε ένα συγκρότημα: το κάθε μέλος βλέπει στην πράξη αν μπορεί να αντέξει την πίεση, ενώ παράλληλα φαίνεται και στην ομάδα αν πράγματι δένει και μπορεί να λειτουργήσει ως σύνολο.

JJ: Τότε γίνεται φανερό αν σου αρέσει όλο αυτό κι αν είσαι σε θέση να το κάνεις όχι μόνο ως ευχαρίστηση, μα και ως δουλειά. 

Jonathan: Στην αρχή μοιάζει σαν περιπέτεια και υπερισχύει ο ενθουσιασμός, μετά μπαίνουν στον λογαριασμό κι άλλα πράγματα... Εμείς, για παράδειγμα, καταλάβαμε τι σημαίνει ένταση στις 6 εβδομάδες που βρεθήκαμε στις Η.Π.Α. Άσχετα αν όλα πήγαν καλά. 

Πόσο διαφορετικό είναι να δίνεις συναυλίες στις Η.Π.Α., συγκριτικά με την Ευρώπη; 

Jonathan: Η Αμερική είναι σούπερ ανταγωνιστική. Μια περιοχή πολύ πιο δύσκολη, όπου υπάρχουν πάρα πολλές καλές μπάντες, οι οποίες έχουν περάσει αρκετές δοκιμασίες για να μπορέσουν να σταθούν εκεί όπου τις βρίσκεις

JJ: Πολιτιστικά, στην Ευρώπη υπάρχει μια διαφορετική λογική φιλοξενίας: σου εξασφαλίζουν μέρος να μείνεις, φαγητό και γύρω στα 45 λεπτά soundcheck. Στις Η.Π.Α. το περισσότερο που μπορείς να πάρεις είναι μια μπύρα κι ένα σακουλάκι πατατάκια και να σε αφήσουν να κοιμηθείς στη σκηνή όπου έπαιξες. Αλλά το κοινό είναι φανταστικό, συνδέεται πραγματικά με τη μουσική σου, υπάρχει αλληλεπίδραση. Σκοπεύουμε να ξαναπάμε στις Η.Π.Α. 

Σε ενδιαφέρει πολύ αυτή η αλληλεπίδραση, έτσι δεν είναι; Σε άκουσα πριν λίγο να απολογείσαι στο κοινό κατά τη διάρκεια του set σας, που δεν είχατε χρόνο να τους μιλήσετε περισσότερο....

JJ: Το βρίσκω απαίσιο να στέκεσαι εκεί πάνω και να μη λες κουβέντα. Αλλά είχαμε ένα ασφυκτικό πρόγραμμα να τηρήσουμε, δεν γινόταν διαφορετικά. 

Καταλαβαίνω τις κιθάρες και τα ντραμς, όμως πώς στο καλό κατασκευάζει κανείς ποπ τραγούδια χρησιμοποιώντας φτυάρια και χαλασμένα κυκλώματα; 

Jonathan: (γελάει) Υπήρχε βλέπεις εκείνο το κομμάτι, το "Gravediggers", οπότε κόλλησε πολύ να τοποθετηθεί στη σύνθεση ο ήχος από ένα φτυάρι! Τα χαλασμένα δε κυκλώματα είναι ακόμα πιο ενδιαφέροντα ηχητικά, γιατί η δυσλειτουργία τους παράγει ήχους τους οποίους δεν θα μπορούσες να φτιάξεις στο στούντιο. Σε εμπνέουν λοιπόν να ακολουθήσεις μια διαδρομή έξω από τα συνηθισμένα, κατασκευάζοντας ένα τραγούδι. 

Αποδέχεστε την ταμπέλα «indie pop» για τη μουσική σας;

Jonathan: Δεν μου αρέσει, είναι όμως ΟΚ όσο γίνεται αντιληπτή ως κάτι που δεν ανήκει στο mainstream, μα συνεχίζει να έχει τη βάση του στη μελωδία. Δεν έχω άλλωστε να συνεισφέρω κάτι καλύτερο: όταν με ρωτάνε τι μουσική παίζουμε, συνήθως απαντώ «ένα περίεργο είδος ποπ».

JJ: Ή αποδομημένη ποπ. 

Δεν σας απασχολεί, όμως, ότι έτσι συγκαταλέγεστε σε μια τάση, η οποία ήδη υπερ-εκπροσωπείται από βρετανικά και αμερικάνικα γκρουπ;

Jonathan: Μας απασχολεί, αλλά ο κόσμος έχει την ανάγκη να βαφτίζει κάπως όσα ακούει. Εμείς φτιάχνουμε τη μουσική κι έχουμε την αντίληψή μας για εκείνη, όμως το πώς θα ονομαστεί εκεί έξω είναι μάλλον πέρα από τον έλεγχό μας –πέρα από τον έλεγχο ενός καλλιτέχνη γενικότερα. Περισσότερο με ενοχλεί να διαβάζω σε κριτικές ότι ακουγόμαστε σαν μπάντες με τις οποίες δεν έχουμε στην πραγματικότητα καμία σχέση. 

Κάποιος λ.χ. έγραψε ότι οι Fenster είναι σαν τους Mumford & Sons, δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα... Η εταιρεία μας ήθελε να υπάρχουν παραπομπές σε γνωστά γκρουπ για το δελτίο τύπου του Bones, μπήκαν κάπου λοιπόν οι Mumford & Sons και κάποιος το έλαβε σαν δεδομένο. Δεν νομίζω όμως ότι έχουμε κοινή αντίληψη για τη μουσική, πέρα από το ότι είναι κι εκείνοι ένα αγόρι/ένα κορίτσι και διαθέτουν μια μινιμαλιστική προσέγγιση. 

Ποιους θα διαλέγατε λοιπόν ως συγγενείς καλλιτέχνες και κύριες επιρροές;

Jonathan: Οπωσδήποτε τα πρώτα άλμπουμ του Beck, κυρίως το One Foot In The Grave. Μου αρέσουν πολύ οι Grizzly Bear, επίσης.  

JJ: Κι επίσης, οι δουλειές του Lee Hazlewood με τη Nancy Sinatra! Ακούμε βασικά τόνους διαφορετικής μουσικής, π.χ. Aphex Twin, αλλά και Kendrick Lamar. Στον επόμενο δίσκο μας θα βρείτε και κάμποσες γαλλικές επιρροές, από εκείνα τα φτηνά 1970s soundtracks για ερωτικά φιλμ, με τα ονειρικά συνθεσάιζερ. 

Τι θα πρέπει επομένως να συγκρατήσουμε γι' αυτόν τον επόμενο δίσκο σας;

JJ: Θα έχει πολύ περισσότερα συνθεσάιζερ. 

Jonathan: Θα βγει τον Μάρτιο του 2014. 

JJ: Και, χτύπα ξύλο, θέλουμε να βγούμε ξανά σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία. Μακάρι να έρθουμε και στην Ελλάδα να παίξουμε. 



17 Αυγούστου 2023

Γιώργος Κουρουπός & Καμεράτα, Ορχήστρα των «Φίλων της Μουσικής»: Πυλάδης + Ιοκάστη - ανταπόκριση (2015)


Δεν ήταν εύκολο το στοίχημα αυτής της ιδιαίτερης παράστασης, που πήγα να παρακολουθήσω τον Ιούλιο του 2015 στο Κτήριο Δ' της Πειραιώς 260. 

Όπερες δωματίου και μια αναθεωρητική ματιά στην κατά Σοφοκλή αρχαία τραγωδία, όμως, συνδυάστηκαν επιτυχώς με δύο καταπληκτικές ερμηνεύτριες (Ειρήνη Καράγιαννη & Μυρτώ Παπαθανασίου), αλλά και με τη δράση ενός Αμερικανού σκηνοθέτη από άλλον πλανήτη (Jay Scheib), ο οποίος τοποθέτησε την όλη δράση μέσα στο... νερό! 

Μια ανταπόκριση γράφτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τη διοργάνωση και ανήκουν στην Εύη Φυλακτού


Δεν ήταν εύκολο το στοίχημα που έβαλε η Καμεράτα και δεν της το έκανε ευκολότερο η πολιτικο-οικονομική κατάσταση των τελευταίων ημερών, καθώς οι δύο παραστάσεις έγιναν τελικά μία (ακυρώθηκε, δηλαδή, εκείνη της 7ης Ιούλη), κάτι που είχε ως αποτέλεσμα μια γεμάτη αίθουσα στο Κτήριο Δ΄της Πειραιώς 260. Το οποίο ελέγχεται πάντως ως επιλογή, κυρίως ως προς θέματα ακουστικής: ειδικά στην «Ιοκάστη», όπου η σαφήνεια του λεκτικού/ερμηνευτικού τομέα ανήκει στα προαπαιτούμενα, έχω την αίσθηση πως ο χώρος δεν βοήθησε σε κάθε περίπτωση, συσκοτίζοντας σημεία της πρόζας. 

Έφυγα αρκετά εντυπωσιασμένος από τη διπλή αυτή παρουσίαση του «Πυλάδη» και της «Ιοκάστης», την οποία βρήκα γενικώς εύστοχη ως  εγχείρημα: μπορεί τα δύο έργα του Γιώργου Κουρουπού να τα χωρίζει μια δεκαετία (1992 παίχτηκε ο «Πυλάδης» στο Μέγαρο Μουσικής, 2002 η «Ιοκάστη», σε Δελφούς και Βέροια), αλλά οι ομοιότητές τους είναι μεγάλες –περισσότερο είναι η οπτική που διαφοροποιείται. 

Ωστόσο, δεν ήμουν σίγουρος για το ποιος κέρδισε την παρτίδα του εν λόγω ενθουσιασμού. Ήταν το ατόφιο μουσικό έργο του Κουρουπού, πάνω στο λιμπρέτο του Γιώργου Χειμωνά (στην περίπτωση του «Πυλάδη») και στο κείμενο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου (στην περίπτωση της «Ιοκάστης»); Ήταν η εκτέλεση της Καμεράτα, σε διεύθυνση Γιώργου Πέτρου; Ήταν το cast; Ήταν η σκηνοθεσία του Jay Scheib, συνεπικουρούμενη από τα σκηνικά του Πάρι Μέξη και τα κοστούμια της Laine Rettmer; Μου πήρε δύο μέρες να αποφασίσω, αλλά τα εύσημα θα τα δώσω τελικά στους τελευταίους, με το cast να κατακτά το άτυπο αργυρό μετάλλιο. 

Ζητούμενο τόσο του «Πυλάδη», όσο και της «Ιοκάστης», είναι η αναθεωρητική ματιά στο δεδομένο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπως το θέτει η «Ηλέκτρα» (στην πρώτη περίπτωση) και ο «Οιδίπους Τύραννος» (στη δεύτερη) –γι' αυτό άλλωστε εστιάζουμε και σε δύο δορυφορικές φιγούρες των έργων του Σοφοκλή, αντίστοιχα στον παιδαγωγό και σύντροφο του Ορέστη και στη μητέρα/ερωμένη του Οιδίποδα. Στο περιβάλλον λοιπόν μιας όπερας δωματίου, η μουσική αναλαμβάνει ρόλο οδηγού και οφείλει να αποδώσει ευδιάκριτα τούτη την αναζήτηση του διαφορετικού. 

Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι ο Κουρουπός το έχει πετύχει. Το ατόφιο μουσικό του έργο αναδείχθηκε επαρκές, διέθετε τις στιγμές του αν το αντιμετωπίσουμε ως θεατρικό soundtrack, έδωσε και τον απαιτούμενο «αέρα» στις κεντρικές ερμηνείες, μα δεν κόμισε τίποτα το ανατρεπτικό –κάτι ικανό να συμβαδίσει με την οπτική των κειμένων του Χειμωνά και της Ηλιοπούλου ή με τη ριζοσπαστική αισθητική του Scheib. Από κοντά, η ευθυτενής, αποτελεσματική Καμεράτα δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα όρια τα οποία έθετε η παρτιτούρα. Μέσα σε αυτά, εντούτοις, έπαιξε θαυμάσια, με τον Γιώργο Πέτρου να ανταποκρίνεται σε έναν ρόλο οπωσδήποτε απαιτητικό.


Όσο άκουγες, βέβαια, αναντίρρητα ευχαριστιόσουν. Δεν γινόταν όμως να μην παρατηρήσεις ότι το μυαλό ταξίδευε διαρκώς σε ρετρό αναφορές, άλλες πηγάζουσες από την ίδια τη φύση της μουσικής (η «Ιοκάστη» λ.χ. χρωστάει πάρα πολλά σε εκείνο το μιλητό/τραγουδιστικό στυλ που εξερευνήθηκε από τη Δεύτερη Σχολή της Βιέννης και τους ατονικούς δημιουργούς), άλλες πηγάζουσες απλά από την εκάστοτε ατμόσφαιρα –ανακάλεσα προσωπικά τον Bernard Herrmann στα σασπένς του «Πυλάδη» και τον Maurice Jarre σε σημεία της «Ιοκάστης». Δεν βρήκα δηλαδή κάτι το χτυπητά μοναδικό στο κουρούπειο έργο. Περισσότερο ευχαριστήθηκα μια δεξιοτεχνική διαπραγμάτευση αναφορών και τον τρόπο με τον οποίον σύμπλευσαν με τα επί σκηνής δρώμενα. 

Υπήρξε, ας πούμε, μια αξέχαστη κορύφωση στον «Πυλάδη», όταν η Ηλέκτρα έδωσε το μαχαίρι στον Ορέστη και σύριξε «Μπες μέσα! Σκότωσε τον Αίγισθο και σφάξε τη μητέρα σου» κι εκείνος κατέπεσε σαστισμένος μεταξύ κάποιου μυκηναϊκού χρέους τιμής και της προπατορικής ατίμωσης της μητροκτονίας, ενώ παράλληλα σίγησε σχεδόν το ελλειπτικό πιάνο του Θανάση Αποστολόπουλου και ο Δημήτρης Δεσύλλας στα κρουστά χτύπησε με πάταγο ένα ορθογώνιο έλασμα. Ή, στην «Ιοκάστη», ένας θαυμάσιος διάλογος κρουστών και πνευστών που αποτύπωνε την κορύφωση της απελπισίας της, ενώ ξανοιγόταν σε δρόμους οι οποίοι ίσως και να άνοιγαν δίαυλο επικοινωνίας προς τον John Zorn. Να ένα σημείο που μπορεί και να είχε προσφέρει περισσότερα, αν υπήρχε η διάθεση και η τόλμη να εξερευνηθεί.

Πάντως ο Κουρουπός πέτυχε διάνα στον χώρο τον οποίον άφησε στους βασικούς ερμηνευτές. Στον «Πυλάδη», έτσι, θαυμάσαμε τη mezzo σοπράνο Ειρήνη Καράγιαννη ως Ηλέκτρα, εκείνη που πιτσιρίκα είχε παίξει τον ίδιο ρόλο στην παράσταση του 1991, η οποία άφησε τη δική της εποχή χάρη στη σκηνοθεσία του Διονύση Φωτόπουλου και στα περίφημα βίντεο με τη Μελίνα Μερκούρη, που –στην τελευταία της παρουσία στο σανίδι– είχε παίξει την Κλυταιμνήστρα. Στα ξέφρενα όρια της εμμονής, ακροβατώντας στη γνήσια τρέλα, η Καράγιαννη απέδωσε έξοχα το ξέχειλο μίσος της Ηλέκτρας για την Κλυταιμνήστρα, το πατρονάρισμα του μάλλον άβουλου και απρόθυμου αδερφού της (που ακόμα και την τελευταία στιγμή αμφέβαλλε για τις «προσταγές των θεών»), μα κι εκείνον τον κάπως διαστροφικό πόθο που φάνηκε να ανθίζει πρόσκαιρα μέσα της για έναν Ορέστη τον οποίον είχε περάσει χρόνια εξιδανικεύοντας ως πρότυπο άνδρα, αδερφού, ταγού των παλιών εθίμων και προστάτη της υστεροφημίας των Ατρειδών: η σκηνή της παρηγοριάς του μέσα στη μπανιέρα είχε, στα μάτια μου τουλάχιστον, μια πολύ ενδιαφέρουσα σεξουαλική διάσταση.  


Ένα ανάλογο μπέρδεμα –μητέρα, βασίλισσα της ξακουστής Θήβας, ερωμένη– είχε μόλις αποκαλυφθεί στην Ιοκάστη, την οποία παρακολουθούμε κλεισμένη στα δώματά της, να ξεδιαλύνει στο μυαλό της τον μίτο των γεγονότων που την είχαν οδηγήσει σε μια κατάσταση που ορίζει το τραγικό. Εδώ η Μυρτώ Παπαθανασίου, ένα από τα λαμπρά νέα αστέρια του λυρικού τραγουδιού, μπόρεσε να υπερβεί τα εμπόδια της πρώτης Ιοκάστης –η οποία είχε βασιστεί σε μία ερμηνεύτρια και σε μία ηθοποιό– και να υπηρετήσει τη σύλληψη της παρτιτούρας του Κουρουπού: η σκηνική της δεινότητα αποδείχθηκε μεγάλη κι έτσι μπόρεσε να πλάσει μια επιβλητική, σαγηνευτική Ιοκάστη, αλλά και να υπηρετήσει στην εντέλεια την τραγουδιστική διάσταση του μιλητού λόγου: και εκμεταλλευόμενη τα περιθώρια που είχε αφήσει ο συνθέτης ως προς τα ύψη της φωνής, μα και αναδεικνύοντας τη μελωδία της πρόζας. Υπήρξε πραγματικά άριστη στην ακρίβειά της ως προς τον ρυθμό της εκφοράς, τον χειρισμό της αναπνοής και τη φωνητική στίξη. Να σημειώσουμε, πάντως, και τον βροντερό, παραστατικό Τάσο Αποστόλου στον ρόλο του Οιδίποδα.  


Αλλά περισσότερο από όλα, ήταν τελικά θέμα Jay Scheib. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης οραματίστηκε ένα σκηνικό νερού για τις δύο όπερες δωματίου του Κουρουπού. Και το εννοώ κυριολεκτικά: και τα δύο έργα διαδραματίστηκαν μέσα στο νερό. Η σχεδία με το φανάρι που πρόσφερε το εναρκτήριο πεδίο δράσης στην Ηλέκτρα, η οποία τα έβαζε με τον Απόλλωνα για την αδικία στο παλάτι των Ατρειδών, έγινε κατόπιν η βασιλική κλίνη της Ιοκάστης. Ο θρόνος όπου σφαγιάστηκε ο Αίγισθος, έπειτα, λειτούργησε σαν το σαλονάκι (ας πούμε) της βασίλισσας των Θηβών. Το παλάτι του Άργους που βάφτηκε από το αίμα της Κλυταιμνήστρας αναπαραστάθηκε ως καλύβα στην «όχθη» του όλου σκηνικού, ενώ υπήρχε και μια μπανιέρα στο αριστερό άκρο. Σύμβολο τόσο του λουτρού όπου είχε σφαγιαστεί ο Αγαμέμνων –είδαμε τον Ορέστη να καταφεύγει εκεί, κατακόκκινος από το αίμα της Κλυταιμνήστας για να βρει παρηγοριά– όσο και της αδιέξοδης επιθυμίας της Ιοκάστης για εξαγνισμό, που κατέληξε στην αυτοκτονία της μέσα στην ίδια μπανιέρα.  

Κι αν κάτι έλειπε για να δώσεις το απόλυτο άριστα στον Scheib, αν η αυστηρότητά σου είχε ακόμα ένα κάποιο κενό, στο κάλυψε κι αυτό. Αφενός μέσω του καταπληκτικού τρόπου με τον οποίον αποτύπωσε τον κατά Χειμωνά Πυλάδη: έναν βουβό ήρωα, που πρωταγωνιστεί χωρίς να πει κουβέντα, απλά στεκόμενος, παρατηρώντας την Ηλέκτρα και τον Ορέστη, μαζεύοντας έπειτα το χάος των κοινών τους πράξεων. Κι αφετέρου μέσω της σημειολογίας, καθώς ένα ομοίωμα σφίγγας στεκόταν πάνω στην καλύβα/παλάτι, ήδη από την αρχή της παράστασης· με την πλάτη γυρισμένη, όσο βρισκόμασταν στο Άργος, ανφάς στη συνέχεια, προκειμένου να δηλώσει ότι τόπος μας ήταν πλέον η Θήβα.  

16 Αυγούστου 2023

Dear Reader - ανταπόκριση (2013)


Πολλές οι χαρές που έζησα 10 χρόνια πριν (Αύγουστος ήταν και πάλι), κάνοντας ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Γερμανία, ως εκπρόσωπος του μουσικού Τύπου της χώρας. Αλλά και πολλή η δουλειά που έριξα στο πλαίσιό του –και γιατί έτσι όφειλα, βάσει των όσων είχαμε συμφωνήσει με τη θαυμάσια ομάδα που μας υποδέχτηκε εκεί, μα και γιατί κανείς δεν θα έπρεπε να βρει πάτημα να πει για τεμπέληδες Έλληνες, σε μια εποχή τεταμένη, που κάτι τέτοιο «φοριόταν» δυστυχώς αρκετά (και στη Γερμανία, όπως και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά). Το θυμάμαι με πολλή αγάπη αυτό το ταξίδι κι ας ήταν δύσκολα χρόνια εκείνα, με την οικονομική κρίση που είχε πέσει στα κεφάλια μας. 

Ανάμεσα στα όσα έκανα τότε, λοιπόν, ήταν να παρακολουθήσω και μια συναυλία της (Νοτιοαφρικανικής προέλευσης) τραγουδοποιού Dear Reader, στο «Badeschiff» του Βερολίνου –τέτοιες μέρες ήταν περίπου, μάλιστα, 14 Αυγούστου 2013. Οι εντυπώσεις μου κρατήθηκαν σε σημειώσεις και δημοσιεύτηκαν μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, στο Avopolis. Αναδημοσιεύονται τώρα κι εδώ, λοιπόν, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τη διοργάνωση για τους σκοπούς του κειμένου


Στο Βερολίνο, ένα μικρό μα ανερχόμενο όνομα δεν φοβάται να εμφανιστεί δίχως support στο Kreuzberg, συνοικία που πια δεν λογίζεται μόνο ως «έδρα» της τουρκικής κοινότητας της γερμανικής πρωτεύουσας, μα και ως καρδιά της εναλλακτικής της σκηνής. 

Πάντως, όταν οι άνθρωποι της Initiative Musik μας οδήγησαν στο «Badeschiff», πραγματικά αναρωτήθηκα πώς η Dear Reader θα κατόρθωνε να μαζέψει κόσμο σε έναν κλειστό χώρο μες στο κατακαλόκαιρο, όταν ακόμα κι ένας Έλληνας το βρίσκει εύκολο να κυκλοφορεί με κοντομάνικο. Ειδικά από τη στιγμή που απέξω υπήρχε ένα ωραίο, παραποτάμιο μπαρ, αλλά και μια απίστευτη πισίνα φτιαγμένη στην όχθη, όπου κολυμπούσαν μάλιστα αρκετοί, παρά το περασμένο της ώρας. Στοιχημάτισα ότι δεν θα τα κατάφερνε, ωστόσο διαψεύστηκα θεαματικά: δεν ήταν λίγοι όσοι έδωσαν το παρών, ενώ κάμποσοι ανάμεσά τους –κυρίως όσοι κατέκλυσαν τις πρώτες σειρές– αποδείχθηκαν και ενθουσιώδεις φανς.

Η μουσική της πολιτογραφημένης Βερολινέζας, μα Νοτιοαφρικανικής προέλευσης Cherilyn MacNeil με αυτό το σόλο (πλέον) project βολεύεται άνετα κάτω από την ταμπέλα «alternative pop», του είδους εκείνου που αρέσει σε εταιρείες σαν τη City Slang. Αλλά στο «Badeschiff» είδαμε την απογυμνωμένη και λιτή εκδοχή της εν λόγω μουσικής, καθώς η MacNeil κατέλαβε το κέντρο της σκηνής έχοντας μια κοπέλα στα δεξιά της κι άλλη μία στα αριστερά της για να την ενισχύουν στα φωνητικά, ενώ δεν χρησιμοποίησε άλλα όργανα πέρα από κιθάρα και πιάνο. Το set είχε μικρή, μα λογική διάρκεια (γύρω στη 1 ώρα) και βασίστηκε αρκετά στα τραγούδια του πρόσφατου άλμπουμ Rivonia, καθώς και σε παλιότερο υλικό –κυρίως από το Idealistic Animals του 2011.  

Εντάξει, τι γίνεται όμως στο δια ταύτα; Εδώ τα πράγματα γίνονται νομίζω διφορούμενα. Οι μπροστινές σειρές οπωσδήποτε ενθουσιάστηκαν, τραγούδησαν στίχους και χειροκρότησαν με ζέση. Αλλά οι πίσω σειρές βαρέθηκαν· σχημάτισαν πηγαδάκια και επιδόθηκαν σε ενοχλητική οχλαγωγία. Δηλώνω κι εγώ βαριεστημένος, γιατί το απογυμνωμένο set της MacNeil δεν διέθετε τελικά αρκετές ιδέες: ένιωθες ότι ακούς ένα μεγάλο τραγούδι με μικρές εδώ κι εκεί παραλλαγές. 

Ωστόσο, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ την πραγματικά όμορφη φωνή της ή το ότι οι βοκαλιστικές αρμονίες στις οποίες επιδόθηκε μαζί με την Emma Greenfield και την Petra Nachtmanova ήχησαν χάρμα. Είχε δε μεγάλο ενδιαφέρον για μένα να παρατηρώ το πόσο έχει πιάσει η μουσική της σε ένα τουλάχιστον κομμάτι του βερολινέζικου alternative κοινού, όσους πραγματικά απόλαυσαν τη συγκεκριμένη συναυλία –παρότι αρκετά κοντά υπήρχε ισχυρό αντίπαλο δέος, ένα λάιβ δηλαδή με ελεύθερη είσοδο οργανωμένο από το περιοδικό «Intro» με επικεφαλής τους electrofolkers Still Parade, όπου έμαθα ότι έγινε της κακομοίρας.   

Εκεί στο τέλος, πάντως, η συναυλία έκανε μια αναπάντεχη και λίαν ικανοποιητική στροφή: η Dear Reader με την Greenfield και τη Nachtmanova προέβησαν σε μια φανταστική a cappella εκτέλεση στο "Victory", κάνοντας αυτό το αντιπολεμικό άσμα να ηχήσει ως φλογισμένο spiritual. Υποτίθεται ότι έτσι θα έκλεινε το λάιβ, αλλά οι ιαχές και τα χειροκροτήματα έφεραν τη MacNeil πίσω στη σκηνή. Μόνη, με την κιθάρα της, έκατσε τότε μπροστά στο μικρόφωνο και μας έπαιξε τη δική της εκδοχή στο "Dancing In The Dark" του Bruce Springsteen. Λίγο νιαουριστή βγήκε –οι περισσότερες από τις τραγουδοποιούς του 21ου αιώνα (ημεδαπές και αλλοδαπές) αρέσκονται άλλωστε στο νιαουρίζειν– δόθηκε όμως με ψυχή και αφοσίωση. 

Χειροκρότησα λοιπόν κι εγώ, πεισμένος ότι, πράγματι, υπάρχουν λόγοι που η Dear Reader αποκτά κοινό στην κεντρική Ευρώπη. Και κατόπιν ξαμολήθηκα έξω από το «Badeschiff», για μια κρύα μπύρα στις όχθες του ποταμού Spree. 



14 Αυγούστου 2023

Schoolboy Q: Blank Face [δισκοκριτική, 2016]


50 χρόνια χιπ χοπ. Μισός αιώνας ζωής, για ένα είδος μουσικής που ξεκίνησε από τα πάρτυ στις μαύρες γειτονιές των μεγαλουπόλεων των Η.Π.Α. (1973), για να εξελιχθεί σε «φωνή» των μη προνομιούχων των απανταχού Δυτικών κοινωνιών μετά τις 1980s και 1990s δόξες των Public Enemy και των Wu-Tang Clan. Και σήμερα, κάτι που δεν θα περίμενε κανείς, φιγουράρει ως δημοφιλέστερη ηχητική έκφραση για τη νεολαία του 21ου αιώνα, έχοντας βέβαια υποστεί και διάφορες μεταλλάξεις στην πορεία. Μισός αιώνας είναι αυτός, άλλωστε...

Εορτασμοί, λοιπόν, με μια κριτική μου από το 2016 στο άλμπουμ «Blank Face» του Schoolboy Q, ο οποίος διάλεξε να τα διατηρήσει όλα ωμά, κόντρα σε μια εποχή που τα προτιμά εκλεπτυσμένα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που διακινήθηκε εκείνη την εποχή στον αμερικάνικο Τύπο


Eξημερωμένο στο «κλουβί» της soul εγκεφαλικότητας του Frank Ocean ή στο κοινωνικοπολιτικό εκτόπισμα των δίσκων του Kendrick Lamar, το χιπ χοπ θηρίο γνωρίζει καινούριες χρυσές ημέρες, κρατώντας διακριτικές αποστάσεις από την Αυτοκρατορία της Νύχτας (respect στον παλιό συνάδελφο Γιάννη Ιωάννου), που το έκανε κάποτε παγκόσμια κουλτούρα. 

Έτσι, η πιτσιρικαρία του 2016 αδιαφορεί για τα χεσμένα στο δολάριο αλάνια της κλάσης του Snoop Dogg και τις peaches 'n cream διηγήσεις για όσα έζησαν κάποτε, πριν χαθούν στις τεράστιες επαύλεις τους και σε βαριεστημένα όργια. Ακόμα και όταν μιλάμε με όρους underground, η φάση πλέον είναι cloud rap, witch house και ό,τι το swag, με τύπους σαν τον Danny Brown να απομένουν εκπρόσωποι μιας κάποιας «αλητείας». 

Θέλει λοιπόν ένα άλφα θράσος να χαλάς την όλη συναίνεση με έναν δίσκο-ύμνο προς την παλιά gangsta rap κουλτούρα, που επιπλέον βάζει δύσκολα στην αποσπασματικά ικανοποιούμενη γενιά της YouTube μουσικοφιλίας: στο Blank Face δεν υπάρχουν ξεκάθαρα singles, καθώς συνειδητά θολώνονται τα όρια του πού ξεκινά και πού λήγει ένα κομμάτι. Oι στίχοι, επίσης, βαραίνουν ιδιαίτερα –σε βαθμό να μένει μισή η εμπειρία, αν δεν τους μελετήσεις. Όλα επομένως καλούν τον υποψήφιο ακροατή να αφιερώσει το πολυτιμότερο σύγχρονο αγαθό. Χρόνο. 

Την ίδια στιγμή, το άλμπουμ χαρίζει στον Schoolboy Q ένα εκτόπισμα που μέχρι τώρα δεν είχε γίνει σαφές, παρά το ηχηρό αμερικάνικο νούμερο 1 του Oxymoron το 2014, αλλά και την επιτυχία στη Βρετανία (#23). Άλλος στη θέση του θα είχε περισσότερο άγχος τύπου «να διευρύνω το κοινό», αν και ίσως ένα τέτοιο να δίνει έμμεσα το παρών, μέσα από την πληθώρα συμμετοχών, που μοσχοβολάνε φρεσκάδα: Vince Staples, Kanye West, Miguel και Anderson.Paak, όλοι περνούν από το Blank Face και όλοι κάνουν εντύπωση, καθείς με τον τρόπο του. 

Το άλμπουμ αρθρώνεται γύρω από μια «άρρωστη» ατμόσφαιρα, άριστα σμιλεμένη σε επίπεδο παραγωγής, η οποία μοιάζει να κυκλώνει τα πάντα με τα αργόσυρτα beats και με κάτι απίθανα πιανάκια σε mellow τόνους. Νιώθεις δηλαδή λες κι άνοιξε τυχαία ένα μαγνητόφωνο σε μια συνάθροιση γκάνγκστερ που έχει μαστουρώσει παρέα κι εσύ ακούς τις ιστορίες τους, τους ξιπασμένους τσαμπουκάδες, τις εξομολογήσεις των ναρκωμένων οραμάτων τους και βέβαια τις ρίμες τους. Είναι ένας ανδρικός κόσμος γεμάτος πιστόλια, ναρκωτικά, πουτάνες και κυνηγητά με περιπολικά, στον οποίον κατοικούν άνθρωποι που κυκλοφορούν από τα 14 στους δρόμους πουλώντας ντόπα, οι οποίοι θεωρούν μεγάλη υπόθεση να φτάσει κανείς τα 25. Η εφηβική εγκληματικότητα φωλιάζει βαθιά στο "JoHn Muir", η κληρονομιά του 2Pac αντανακλάται έξοχα στο "Str8 Ballin", ενώ στο "Ride Out" αντηχεί με παρρησία ένα «turn around and fuck the system».

Ο ίδιος βέβαια κόσμος θα μπορούσε να είχε παρουσιαστεί με λειασμένες «γωνίες», χωρίς να διακυβεύει την αλήθεια του. Εδώ ακριβώς, όμως, εντοπίζεται και το κρίσιμο στοιχείο που κάνει το Blank Face σημαντικό. Στην  επιλογή, δηλαδή, να διατηρηθούν όλα ωμά, κόντρα σε μια εποχή που τα θέλει όλα εκλεπτυσμένα: από τα πεζοδρομέ raps του ίδιου του Schoolboy Q και την αγχώδη αίσθηση κινδύνου σε κομματάρες σαν το "Groovy Tony" –ακούγονται και πυροβολισμοί, υποθέτω από μη καταχωρημένα όπλα– ή το "Ride Out" (με έναν απολαυστικό Vince Staples), ως την αναιδή περιφρόνηση της πολιτικής ορθότητας στο "Big Body", την οποία κομίζει εκείνο το «δώσε στις σκύλες πούτσο στο στόμα και μετά πήδα τις στα 4 στον καναπέ». Είναι μάλιστα τόσο καταλυτικό το όλο κλίμα, ώστε να προσαρμόζεται ακόμα κι ένας εγωμανής σαν τον Kanye West (φοβερός στο "ΤHat Part") και να παρασύρεται ακόμα κι ένα παλικάρι με καλή ανατροφή σαν τον Miguel, που εν μέσω του ανέμελου R'n'B του "Overtime" αναλύεται σε ένα επίμονο «I wanna fuck right now» ρεφρέν. 

Αν κάπου χάνει το Blank Face, είναι στο ότι δεν διατηρείται το ενδιαφέρον σταθερό σε 17 κομμάτια και 72 λεπτά διάρκειας. Πράγματι, θα μπορούσε να είχε συμμαζευτεί λίγο το πράγμα: κανείς δεν θα λυπόταν αν κομμάτια σαν το "Black THougHts" ή το "Kno Ya Wrong" είχαν καταλήξει στα b-sides. Είναι πάντως μια μικρή ένσταση κόντρα στο τόσο καλό χιπ χοπ που περιέχεται εδώ, καθώς και στη «δήλωση» την οποία κάνει. Αντανακλώντας κάτι από τους δρόμους της σημερινής Αμερικής και όχι από τον κόσμο μιας (αναντίρρητα ανήσυχης) μεσαίας τάξης, που έμαθε συν τω χρόνω να ραπάρει.



11 Αυγούστου 2023

Uli Jon Roth - ανταπόκριση (2013)


Περνάνε τα χρόνια, διάβολε. Με έναν τρόπο που το καταλαβαίνεις και δεν το καταλαβαίνεις... Δέκα καλοκαίρια κύλησαν, ας πούμε, από τον Ιούνιο του 2013, όταν πήγα στο «Κύτταρο» να δω τον Uli Jon Roth. Τον θυμήθηκα γυρίζοντας από τη δουλειά, καθώς ο ταξιτζής άκουγε Scorpions –στη μετά τη δική του περίοδο, ωστόσο ο νους μου πήγε στα σόλο του.

Ωραίος ήταν ο Uli, έστω και με αστερίσκους. Πάντα ωραίος είναι, δηλαδή: οι όποιοι αστερίσκοι, αφορούν τους κατά καιρούς συνεργάτες. 

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά στο «Κύτταρο» γράφτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες έχουν αλιευτεί από τον μέγα ωκεανό του ίντερνετ


«Ούλι, Ούλι!» φώναξε ρυθμικά το πλήθος, ουκ ολίγες φορές. Κι όταν λέμε πλήθος, εννοούμε πλήθος. Εντάξει, δεν γκρεμίστηκε και καμιά αρένα, γέμισε όμως το Κύτταρο (κάτω και πάνω) και μάλιστα σε ευρύ ηλικιακό φάσμα –πιτσιρικάδες και καραφλομαλλιάδες ενωθείτε. 

Και γέμισε με κοινό που δεν ήρθε ως Ηπείρου & Αχαρνών μόνο για να λανσάρει μπλουζάκια Dio, Deep Purple, Led Zeppelin και βέβαια Scorpions: οι άνθρωποι ξέρανε κάθε στίχο, απολαύσανε κάθε σόλο, φωνάξανε ψαγμένες παραγγελιές, χτυπήθηκαν, ζητωκραύγασαν, χειροκρότησαν. Το ευχαριστήθηκαν. Και υπήρχαν λόγοι πέραν της συνθήκης «ο Uli Jon Roth θυμάται τα χρόνια του στους Σκορπιούς». Συνέβησαν δηλαδή πράγματα επί σκηνής, άξια να θαυμάσεις. Ακόμα κι αν δεν δούλεψαν όλα ρολόι.

Τι δεν δούλεψε; Μου πήρε λίγο να συμφιλιωθώ με την παρουσία του Άγγλου κιμπορντίστα Steve Owen. Το έκανα μόνο και μόνο γιατί θεώρησα ότι ο Roth προσπάθησε να αναπλάσει τους Scorpions όπως αναγεννήθηκαν μέσω των δικών του Dawn Road, οι οποίοι περιλάμβαναν θυμίζω πληκτρά (τον Achim Kirschning, που έπαιξε στο Fly To The Rainbow). Πείστηκα ωστόσο πως οι Schenker, Meine & Dierks είχαν τελικά δίκιο στην απόφασή τους να καταργήσουν τη θέση. Δεν κερδίζει σε τίποτα το δεδομένο υλικό από την προσθήκη πλήκτρων: ο Owen απλά θάφτηκε κάτω από τη rhythm section, αδυνατώντας να συνεισφέρει το οτιδήποτε ουσιαστικό. Σε αντίθεση με τον έτερο Άγγλο της παρέας, τον ακούραστο, δυναμικό ντράμερ Jamie Little, ο οποίος παρέα με τον Ule W. Ritgen στο μπάσο –παλιά καραβάνα– κράτησαν συχνά τα μπόσικα στο φόντο της βασικής δύναμης πυρός.

Πολύ περισσότερο, όμως, μου πήρε να συμφιλιωθώ με την παρουσία του Niklas Turmann στα φωνητικά. Δεν συμφιλιώθηκα ποτέ, για να λέμε την αλήθεια. Το ξέραμε βέβαια όλοι όσοι δώσαμε το παρών, ότι ο Klaus Meine δεν αντικαθίσταται. Εδώ γελάνε κάποιοι, τους ακούω, όμως οι Scorpions είναι μπάντα με πολύ μεγαλύτερη ιστορία από το "Wind Of Change" κι έναν σωρό αστοχίες από τα 1990s κι έπειτα. 

Μπορεί ο Meine να έδειξε την κλάση του ως ερμηνευτής αφότου έφυγε ο Roth (στο Lovedrive λ.χ. ή στο Blackout), όμως και στα άλμπουμ των 1970s είχε καθοριστική συνεισφορά στη σφυρηλάτηση της Scorpions ταυτότητας. Οπότε, ήταν εξαρχής ζητούμενο ποιος θα κατάφερνε να πει το "In Trance" στο Κύτταρο. Σίγουρα όχι ο Niklas Turmann, σκέφτηκα, με το που τον άκουσα στα "All Night Long" και "Crying Days", στην έναρξη της βραδιάς. Όχι ένας τραγουδιστής ο οποίος φωνάζει κάθε που ανεβαίνει η ένταση και μοιάζει να έχει θητεύσει στο power metal και όχι στο χαρντ ροκ, θυμίζοντάς μου μια τομή μεταξύ Andi Deris και Ralf Scheepers.

Πάντως ο Turmann κέρδισε στην πορεία και μερικά πράγματα. Βρήκε τον τρόπο να πει τραγούδια όπως το "Top Of The Bill" ή το "Speedy's Coming", έδωσε συναισθηματικές ερμηνείες σε πιο δεύτερο υλικό τύπου "Yellow Raven" και "Evening Wind" (και όχι "Wing", όπως το είδα γραμμένο –δις– σε κριτική συναδέλφου σε άλλο site), ενώ ως κιθαρίστας συμπλήρωσε άψογα τον Roth και τον λαμπρό David Klisinski: στις στιγμές όπου οι τρεις τους ένωναν κιθάρες, η συναυλία εκτοξευόταν. Είχαν τον τρόπο, την τεχνική, τον συγχρονισμό μα τελικά και την κλάση, ώστε να αποτελούν μια ομάδα που πετάει. 

Ε, το "In Trance" σοφά δεν το είπε: εμφανίστηκε στη θέση του ένας ντόπιος καλεσμένος, ο Γιάννης Παπανικολάου των Rock 'N' Roll Children. Κι ενώ βλέποντάς τον (δεν τον ήξερα) είπα από μέσα μου «Θεέ μου, αυτό το γραφικό μέταλλο θα πει ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια των Scorpions;», ο άνθρωπος άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε μια φωνή στεντόρεια, σωστή, με τα απαραίτητα πατήματα στο τενόρο του Meine, μα και κάτι από την περσόνα του στον αέρα των ερμηνειών. Μπράβο –κι ακόμα ένα μπράβο για την απόδοση του "Pictured Life", στο encore. 

Άφησα επίτηδες τελευταίο τον Uli Jon Roth, γιατί το εκτόπισμά του αποδείχθηκε τέτοιο, ώστε σκέπασε κάθε παράπονο που μπορούσες να καταγράψεις για τη συνοδευτική του ομάδα. Κοντά στα 60, πια, ο Γερμανός κιθαρίστας παραμένει συναρπαστικός: όχι μόνο να τον ακούς, μα και να τον βλέπεις. Με τα χίπικα ρούχα/κοσμήματά του κι εκείνη την παχιά μπλε κορδέλα στο κεφάλι, με το ντελικάτο, ανεπαίσθητο, σχεδόν θηλυκό λίκνισμά του, με το μακρύ ξανθό μαλλί και τη σκληρή φυσιογνωμία με το μουστάκι, με το ελαφρώς υπεροπτικό στιλ με το οποίο στέκεται επί σκηνής και μιλάει στον κόσμο.

Στάθηκε, λοιπόν, ηγέτης αδιαφιλονίκητος στο Κύτταρο. Δεν ήταν μόνο θέμα βιρτουοζιτέ: χαιρόσουν να ακούς τις κιθαριές του, ακριβώς γιατί διέθεταν προσωπικότητα, διακριτό ήχο και σε άρπαζαν συναισθηματικά. Το "We'll Burn The Sky" –πάντα το τραγούδι που τον πονάει περισσότερο– στάθηκε μάλλον το highlight σε μια σειρά highlights, μαζί βέβαια με το "The Sails Of Charon" και το "Fly To The Rainbow". 

Θα τον ήθελα, νομίζω, να έχει έρθει με κάποιον ικανότερο τραγουδιστή στην Αθήνα γι' αυτό το σπέσιαλ Scorpions σόου, πάντως υπήρξε ηλίου φαεινότερο ότι ο Roth δεν μας επισκέφθηκε για να κολλήσει ένσημα ή για να βγάλει κανά ευρουλάκι από τη δεδομένη αγάπη του εγχώριου κοινού στο γερμανικό γκρουπ. Ήρθε για να ροκάρει και για να μας δείξει τη μπάλα την οποία ξέρει να παίζει, αποδεικνύοντας ότι παραμένει ένας μεγάλος μουσικός, ικανός να πάρει πάνω του μια βραδιά με ευδιάκριτα πλην και να τη φέρει εντελώς τούμπα.  



10 Αυγούστου 2023

KYKLOS Ensemble & Ω²: Η Ιστορία του Στρατιώτη - ανταπόκριση (2014)


Ωραία βραδιά με χρώμα Igor Stravinsky στο θέατρο Πόρτα, με αφορμή ένα απαιτητικό έργο, φτιαγμένο για να «διαβαστεί, παιχθεί και χορευτεί».

Έτσι είχα σημειώσει, πίσω στον Οκτώβρη του 2014, όμως στο διάβα των χρόνων, έκτοτε, την ξέχασα φοβάμαι τη βραδιά αυτή. Ευτυχώς υπάρχουν και τα κιτάπια μας, να ενισχύουν το πεπερασμένο της μνήμης.

Μια ανταπόκριση για τη σύμπραξη των KYKLOS Ensemble & Ω² πάνω στην κατά Stravinsky «Ιστορία του Στρατιώτη» δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης


Μάλλον θα υπάρχουν αρκετές διαφωνίες, πάντως δεν θεωρώ την Ιστορία του Στρατιώτη του Charles-Ferdinand Ramuz (1917) ως κείμενο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν αντιλέγω ότι βρίσκεται κοντά στα λαογραφικά πρότυπα τα οποία την ενέπνευσαν, αλλά έχει νομίζω μια παιδική παραμυθικότητα πιο έντονη από όσο σηκώνει η εποχή μας, μια ηθικοπλασία αρκετά αφελή, μα και ορισμένες αστοχίες ως προς τη ροή. 

Ως βάση ενός έργου ευρύτερου, όμως, προορισμένου να «διαβαστεί, παιχθεί και χορευτεί» (lue, jouée et dansée), η σημασία της είναι ακριβή, τόσο για την ιστορία της μουσικής τέχνης στον 20ο αιώνα, όσο και για ό,τι ονομάσαμε Νέο Μουσικό Θέατρο. Και ακριβώς αυτήν τη σημασία ανέδειξε στο θέατρο Πόρτα η εκλεκτή συνεργασία των KYKLOS Ensemble με την ομάδα Ω². 

Για να πιάσουμε τα πράγματα με τη σωστή σειρά, η έναρξη της βραδιάς ήταν αμιγώς μουσική. Οι KYKLOS Ensemble, υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη, παρατάχθηκαν εμπρός από ένα υποβλητικό μπλε φόντο και μας παρουσίασαν το τριμερές έργο του Φάνου Δυμιώτη The Soldier's Blues (2007). Η εκτέλεση, αναντίρρητα καλή: το σύνολο έπαιξε με σφρίγος και απέδωσε όλα τα επιδιωκόμενα από τον Δυμιώτη «χρώματα», με ειδική μνεία να αξίζει στα κρουστά του Δημήτρη Δεσύλλα, που είχαν και σημαντικό ρόλο να επιτελέσουν ως προς αυτό. Ωστόσο το ίδιο το έργο δεν άφηνε χώρο για συγκινήσεις. Συνειδητά, βέβαια, ο Δυμιώτης έχει μείνει πλησίον του Igor Stravinsky –η ενορχήστρωση, μάλιστα, είναι ταυτόσημη της Ιστορίας του Στρατιώτη. Αλλά υπερβολικά πλησίον, με αποτέλεσμα να διακυβεύει την αυτονομία της δουλειάς του, «υποβιβάζοντάς» τη σε μια άσκηση πάνω στην αυθεντία του Stravinsky.

Στο δεύτερο μέρος, όμως, μαζί με το φόντο –από μπλε έγινε κόκκινο– άλλαξε άρδην και το κλίμα. Μπροστά από τον Λογιάδη και τους KYKLOS Ensemble παρατάχθηκαν τώρα η Χρηστίνα Γαρμπή και ο Βασίλης Σαφός, δύο νέα παιδιά, τα οποία ανέλαβαν το «παιχθεί/χορευθεί» της υπόθεσης, ενώ κατέθεσαν σημαντική δουλειά και στην προεργασία, υπογράφοντας τόσο τη μετάφραση της Ιστορίας του Στρατιώτη, όσο και τη χορογραφία (μαζί με τον συν-σκηνοθέτη Κώστα Κουνέλλα και τη βοήθεια της Αγγελικής Τρομπούκη). 

Ο στρατιώτης και ο Διάβολος, ο φυσικός και ο υπερφυσικός κόσμος, τα όρια των επιθυμιών μας και μια γενική συζήτηση περί ευτυχίας, καθώς και το ρομάντσο του παγαπόντη στρατιώτη με μια πριγκίπισσα, αποδόθηκαν καταπληκτικά. Υπήρξαν άριστοι σε όλα τους, η Γαρμπή με τον Σαφό: στην κίνηση, στην άρθρωση, στην ηθοποιία, στην εκφραστικότητα (με κορυφαίο σημείο τη γκριμάτσα Διαβόλου της Γαρμπή). Σε έβαζαν στο κλίμα ακόμα κι αν δεν σου άρεσε η ιστορία, ενώ δεν έλειψαν και οι στιγμές που πρόσφεραν άφθονο γέλιο στους –λίγους, δυστυχώς– θεατές. 

Ήταν μάλιστα τόσο καλοί, που λίγο ήθελες να ξεχάσεις τους KYKLOS Ensemble από πίσω. Αλλά θα ήταν σφάλμα. Γιατί ακόμα κι αν το σύνολο δεν έκλεψε την παράσταση, αποδείχθηκε πολύ διαβασμένο πάνω στο λεξιλόγιο του Stravinsky και σε θέση να παραδώσει μια άρτια εκτέλεση στο μουσικό τμήμα της Ιστορίας του Στρατιώτη. Θαύμασα προσωπικά το κομβικής σημασίας για το έργο (καθώς αναπαριστά την ψυχή του ήρωα) βιολί που έπαιξε ο Αντώνης Σουσάμογλου, αλλά και το πόσο λαμπρά αναδείχθηκαν οι δικλείδες επικοινωνίας του μεγάλου Ρώσου συνθέτη με τον γενναίο νέο (για εκείνον) κόσμο της τζαζ εκ μέρους των κρουστών του Δεσύλλα, του Σπύρου Μουρίκη (κλαρινέτο), του Γεώργιου Φαρούγκια (φαγκότο), του Δημήτρη Γκόγκα (τρομπέτα), του Τάκη Καπογιάννη (κοντραμπάσο) και του Ανδρέα Ρολάνδου Θεοδώρου (τρομπόνι). 

Το ζεστό χειροκρότημα στο φινάλε αποδόθηκε ισομερώς σε μουσικούς και ηθοποιούς, όπως ακριβώς έπρεπε. 



09 Αυγούστου 2023

Psychic TV - ανταπόκριση (2016)


Ήταν πολύτιμη η παρακίνηση της Χριστίνας, πίσω στον Οκτώβριο του 2016, να πάμε ως το «MODU» –έναν χώρο της Αθήνας που δεν φτούρησε– για να δούμε τους Psychic TV.

Έμελλε να είναι η τελευταία τους συναυλία στην Ελλάδα και η τελευταία φορά που θα απολαμβάναμε το χάρισμα του Genesis P-Orridge, ο οποίος ταρακούνησε δεόντως κορμιά, μυαλά και ψυχές στον κατάμεστο χώρο. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 2020, θα άφηνε τα εγκόσμια, σε ηλικία 70 ετών.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, τόσο η κεντρική, όσο και η κάτωθι ανήκουν στη Sophie Doz, ενώ αυτή των Mani Deum είναι της Σμαρώς Μπότσα


Δεν ξέραμε τι να περιμένουμε ή δεν ξέραμε τι μας περίμενε; Όποια εκδοχή κι αν πάρετε μέσα θα πέσετε, καθώς οι Psychic TV ταρακούνησαν κορμιά, μυαλά και ψυχές στο κατάμεστο MODU, διαχέοντας έναν διονυσιακό αισθησιασμό/ενθουσιασμό, που δημιούργησε γενική ευφορία. Στην πορεία, έδωσαν και μια καταπληκτική, πλήρη σε όλα της συναυλία: από εκείνες που σε άλλες εποχές –όταν δεν γίνονταν 18 live κάθε μέρα– σου δημιουργούσαν την ανάγκη να πάρεις τους φίλους σου και να τους πεις «μαλάκα μου, τι ήταν τούτο;». 

Πριν τον Genesis P-Orridge και τους συνοδοιπόρους του, πάντως, τη βραδιά άνοιξαν οι Mani Deum, σε ένα κλίμα όχι ιδιαίτερα θερμό, καθώς το κοινό ακόμα ερχόταν κατά κύματα στο MODU. Από την άλλη, δεν ξέρω αν κι εκείνοι ήταν η καταλληλότερη επιλογή για το άνοιγμα των Psychic TV: ο ήχος τους έχει καταβολές στα πιο σκοτεινά κλαδιά της μεγάλης του 1980s post-punk σχολής, ενώ η «σκιά» των γκόθων και του Nick Cave δείχνει να πέφτει βαρύγδουπη στα φωνητικά μέρη. 


Δεν ξέρω, επίσης, αν περίμενα περισσότερα με βάση τα όσα έχω διαβάσει κατά καιρούς για εκείνους, πάντως κουράστηκα γρήγορα από αυτήν τη ζωντανή υπόσταση ενός υλικού υπέρ το δέον μονότονου και στατικά de profundis. Όσο σφιχτοδεμένοι κι αν αποδείχθηκαν δηλαδή οι Mani Deum εκεί πάνω στη σκηνή, η αίσθηση ότι άκουγες ένα μεγάλο κομμάτι μέτρησε εναντίον τους, κάνοντάς μας να κοιτούμε ανυπόμονα το ρολόι. 

Οι Psychic TV, τώρα, έχουν περάσει από τόσα κύματα, ώστε για τους παλιούς –τους στατιστικά πιο γκρινιάρηδες, όσους έμαθαν να προσδιορίζονται περισσότερο από το τι δεν ακούν, παρά από αυτά που προτιμούν– έχουν (ακόμα) νόημα συζητήσεις για το «ανυπέρβλητο» αρχικό υλικό, για το αν ήταν διασκεδαστική, επίκαιρη μα εν τέλει αμφιλεγόμενη η acid house στροφή, για το αν, γενικά, η πιο «προσβάσιμη» όψη της μπάντας (εκείνη λ.χ. που καταγράφηκε στα μέσα των 1980s στο Hyperdelia) όρισε κι έναν Ρουβίκωνα. 

Παρά ταύτα, κάμποσοι πάλιουρες έδωσαν δυναμικό παρών στο MODU, έμμεσα αναγνωρίζοντας, έτσι, ότι είναι τελικά η αυθεντικότητα του Genesis P-Orridge και η συνέπεια με την οποία «θόλωσε» σύνορα και νερά ως καλλιτεχνική περσόνα που παρέχει τη συνοχή στο όλο Psychic TV αφήγημα. Για να μην παρεξηγηθώ, το live είχε και κάμποσες νεανικές παρουσίες, αγόρια και κορίτσια στα 20+, για τα οποία όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν κάτι το επείγον, παρά πτυχές μιας μυθολογίας που (προφανώς) τους μαγνητίζει.

Ό,τι πάντως κι αν είχες κατά νου οδεύοντας στο Μεταξουργείο, απλά διαλύθηκε στην ανάταση και στα χαμόγελα που σκόρπισε η έναρξη, με τη μπάντα να μετατρέπει το "Jump Into The Fire" του Harry Nilsson σε ευφορικό τζαμάρισμα και τον Genesis P-Orridge να στέκει στο μέσον της σκηνής κηρύσσοντας φλογερά τη σημασία του «we can make each other happy». 

Ήταν η αρχή μιας καταπληκτικής βραδιάς, στην οποία κάθε επιλογή φαινόταν και κορύφωση, μέχρι να ακούσεις το επόμενο κομμάτι. Μιας συναυλίας που ενορχηστρώθηκε από την άριστη στα παιξίματα και στον ήχο της μπάντα: η Alice Genese στις γκρούβι μπασογραμμές, ο εορτάζων τα γενέθλιά του Edley O'Dowd στα τύμπανα, ο Join Weingarten στα πλήκτρα με κάτι από Jah Wobble στην αύρα της παρουσίας του και ο Jeff Berner στην ηλεκτρική κιθάρα, να θυμίζει στην αναιμική indie εποχή μας τι διάολο 'πα να πει ροκ. Βασικός κινητήριος μοχλός όλων, όμως, παρέμενε ο φυσικός ηγέτης αυτής της ομήγυρης μουσικών. Ο άνθρωπος που γεννήθηκε ως Neil Megson μπορεί να έχει πια πατήσει τα 66, μα απέδειξε και στον πιο δύσπιστο, νομίζω, ότι πολυμορφικές περσόνες σαν και τη δική του είναι αειθαλείς, οπότε πάντα θα αισθάνονται «σαν στο σπίτι τους» πάνω στη σκηνή.

Έτσι, η θαυμάσια διασκευή στο "How Does It Feel To Feel?" των Creation, ο μελαγχολικός λυρισμός του "Just Drifting", το κεφάτο "Just Like Arcadia", το μη προγραμματισμένο encore που ήρθε σαν ανταπόκριση στις ιαχές και στον ενθουσιασμό του πλήθους (κι ας είχε πάει 00.30, βράδυ Δευτέρας) και βέβαια η κατακεραύνωση όσων εργάζονται στους καιρούς μας για να γίνονται οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, με την οποία κορυφώθηκε το φοβερό "Greyhounds Of The Future", αποτέλεσαν τους σπονδύλους μιας ζωντανής εμπειρίας αξέχαστης. Από εκείνες που έχουν τη δύναμη να ανανεώσουν την πίστη σου στην Ανθρωπότητα, όπως εύστοχα σχολίασε έπειτα ο Διονύσης στην έξοδο από το MODU, όταν σταθήκαμε να αποτιμήσουμε λίγο τα όσα βιώσαμε, πριν αρχίσουμε πάλι τη μάχη με τα ξυπνητήρια της επόμενης καθημερινής.



07 Αυγούστου 2023

Céline Dion: Loved Me Back To Life [δισκοκριτική, 2013]


Λυπήθηκα με τα νέα που κάνουν τον γύρο του κόσμου για τη Céline Dion, η οποία διαγνώστηκε τον Δεκέμβριο του 2022 με το Σύνδρομο του Δύσκαμπτου Ατόμου: μια σπάνια πάθηση, που δεν φαίνεται να επιδέχεται φαρμακευτικής αγωγής και δεν την αφήνει πια να τραγουδήσει, ούτε καν να περπατήσει.

Στην άγρια νιότη την απεχθανόμουν την Καναδέζα σταρ, θεωρώντας ότι ενσαρκώνει ότι πιο μεσοβέζικο, κοιμίσικο και γλυκερό επικρατούσε στην παγκόσμια ποπ. Δεν έχω αλλάξει και πολύ γνώμη για το ρεπερτόριο που τραγούδησε –μεγάλο του μέρος κινήθηκε, πράγματι, σε τέτοιες τροχιές. Όμως τη φωνή της Céline Dion, δεν γίνεται να μην τη θαυμάσεις. Αργότερα, λοιπόν, κάπως, κάπου τα βρήκαμε. Κι έτσι περίμενα πώς και πώς να έρθει στην Ελλάδα να τη δω και από κοντά, αφού είχε ανακοινωθεί για το Ολυμπιακό Στάδιο.

Στα χρόνια που τα βρήκαμε, τέλος πάντων, το 2013 (μια δεκαετία πριν), της έγραψα και μια κριτική για το άλμπουμ «Loved Me Back To Life». Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο και ανήκει στον Alix Malka


Η Céline Dion έχει υπάρξει αγαπημένος σάκος του μποξ και τα νέα μιας καινούριας κυκλοφορίας της γίνονται συνήθως δεκτά με θυμηδία και ειρωνικά γελάκια, ανάμεσα σε όσους κατέχουν μια βασικώς καλή ποπ/ροκ δισκοθήκη. Αποτελεί δε κλασικό (κλασικότατο) παράδειγμα για την απόσταση που χωρίζει το λεγόμενο ευρύ κοινό από την όποια έννοια σοβαρότητας επιθυμεί να διεκδικήσει ένας γραφιάς, ένας ακροατής, ένας ραδιοφωνικός παραγωγός. Και υπάρχουν κάμποσοι λόγοι πίσω από αυτή την αντιμετώπιση –αρκετοί καλοί, ορισμένοι σαθροί.

Υπάρχουν λ.χ. κριτικές σαν μία του Rolling Stone που εγώ προσωπικά θα έκοβα ως αρχισυντάκτης, καθώς περισσότερο έσταξε εμπάθεια για οτιδήποτε mainstream και ποπ, παρά βασίστηκε στο τι όντως συνέβαινε σε κάποιον (πρόσφατο) δίσκο της Καναδέζας σούπερ σταρ. Από την άλλη, πόσες και πόσες λαβές δεν έχει δώσει η ίδια η Dion για μια τέτοια αντιμετώπιση; Πάντα με το άγχος των charts, πάντα με την έννοια μην ξεφύγει τόσο δα από το μέσο γούστο, πάντα χωμένη στις ασφαλείς μέχρι θανατερής πλήξης επιλογές –συνθέσεων, ενορχηστρώσεων, παραγωγής, διασκευών– πάντα με δουλειές πνιγμένες στα πανάκριβα λούσα, κάτω από τα οποία κρύφτηκε τόσο συχνά το τίποτα με το μπόλικο καθόλου...   

Αλλά το Loved Me Back To Life αποτελεί προϊόν μιας διαφορετικής εποχής. Γιατί εδώ και μια δεκαετία (περίπου) τα charts Η.Π.Α. και Βρετανίας δεν αγαπούν τη Céline Dion, ενώ κι εκείνη έχει βρεθεί σε αμηχανία ως προς την εν λόγω αγορά, επιλέγοντας έτσι να κυκλοφορεί αγγλόφωνους δίσκους σε αραιά μόνο διαστήματα· 7 χρόνια χωρίζουν το νέο της πόνημα από τον προκάτοχό του, για του λόγου το αληθές. Οπότε η δική μου περιέργεια έγκειται στο εξής: τώρα που (πρέπει να) το χώνεψε ότι το μεγάλο παιχνίδι τέλειωσε, τώρα που έφτασε πια στα 45, είναι άραγε σε θέση να αξιοποιήσει το στάτους της ως υπέρλαμπρη πλανητική ντίβα και να κοντρολάρει αποτελεσματικά τις οκτάβες της και τις σοπράνο ικανότητές της, ώστε να φτιάξει κάτι με στοιχειώδες, έστω, ενδιαφέρον; 

Η απάντηση δεν αποδεικνύεται απλή υπόθεση. Eίναι και ναι, και όχι... Σ' αυτό το κομψί/κομψά, πάντως, η Céline Dion προλαβαίνει να διασωθεί από τις πολλές-πολλές κακοτοπιές και τουλάχιστον να διεκδικήσει το δικαίωμα να υπάρχει με τους συντηρητικούς της όρους. Στη συνολική εικόνα, δηλαδή, είναι πράγματι αδύνατον να παραβλέψεις το οφθαλμοφανές λάθος της να διασκευάσει το "Lullaby (Goodnight, My Angel)" του Billy Joel στη βάση μιας εντελώς νερόβραστης παραγωγής του Babyface ή την επιμονή της να πει κι εκείνη το "How Do You Keep The Music Playing?" του Michel Legrand –μπαίνοντας σε συγκρίσεις με τη Barbra Streisand και τη Shirley Bassey, στις οποίες χάνει. Ή να μη σταθείς στο πόσο ρουτινιάρικα, αφόρητα ρουτινιάρικα, ηχεί το ντουέτο της με τον Stevie Wonder στο "Overjoyed" (αν και ομολογουμένως φταίει ο Wonder εδώ, γιατί εκείνος το έχει γράψει). 

Συγκρίνω όμως το Loved Me Back To Life με το One Heart του 2003: κι ενώ το τελευταίο θα σκότωνε για ένα top-40 hit, το πρώτο δείχνει ευχαριστημένο με το να μη βγάλει και κανένα. Η φετινή Dion είναι η πιο χαλαρή Dion που έχω ακούσει κι εγώ δεν ξέρω από πότε. Μια ερμηνεύτρια η οποία επιτέλους δεν τραγουδάει τα αγγλικά κατά τρόπο κατεψυγμένο, μα εμπλέκεται συναισθηματικά με το υλικό της και δείχνει να διασκεδάζει λίγο την ύπαρξή της, αντί να έχει το μυαλό της στα λογιστικά. 

Μπορεί δηλαδή να μη δοκιμάζει τίποτα έξω από τα πλαίσια στα οποία έχει συνηθίσει να κινείται, αλλά βρίσκει τον τρόπο να κάνει ένα χαριτωμένο R'n'B ντουέτο με τον Ne-Yo ("Incredible"), να παραδώσει μια όμορφη διασκευή στο "Water And Flame" του Daniel Merriweather, να τραγουδήσει το "At Seventeen" της Janis Ian αναπλάθοντας κάτι, έστω, από την απαράμιλλη πίκρα του πρωτοτύπου, αλλά και να σταθεί στο ύψος των δύο καλύτερων νέων κομματιών της εδώ συγκομιδής ("Somebody Loves Somebody", "Breakaway"), παραδίδοντας συγκροτημένες ποπ ερμηνείες. 

Θαύματα, ασφαλώς, δεν γίνονται, πάντως με αυτή τη Céline Dion εγώ τουλάχιστον μπορώ να συνυπάρξω. Μπορούμε ρε παιδί μου να πίνουμε πού και πού έναν καφέ, ακόμα κι αν παραμένει γεγονός ότι φίλοι δεν θα γίνουμε.



04 Αυγούστου 2023

XXXTentacion: ? [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «?» του XXXTentacion, του οποίου η δολοφονία, μόλις στα 20 του χρόνια, οδήγησε σε αχαρακτήριστες υπερβολές στον αμερικάνικο Τύπο («τεράστιο μουσικό αποτύπωμα» και δεν συμμαζεύεται), που, αν έδειξαν κάτι, ήταν η διεθνής κατάντια του κριτικού λόγου στους καιρούς μας.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που διακινήθηκε εκείνη την εποχή στον αμερικάνικο Τύπο


Μέσα σε 3 μήνες, από τον Μάρτιο ως τον Ιούνιο, ο Jahseh Onfroy όδευσε από το νούμερο 1 της Αμερικής στον θάνατο, πέφτοντας νεκρός από σφαίρες ληστών κάπου στη Φλόριντα. Μόλις στα 20 του χρόνια, σχόλιο ειρωνικά κατάλληλο και για τα δύο ορόσημα. Και με έναν τρόπο που ήρθε να θυμίσει ότι πολλά μπορεί να άλλαξαν στο χιπ χοπ από την εποχή του Notorious B.I.G., άλλα τόσα όμως έμειναν ίδια, ως δείκτες μιας λαϊκής έκφρασης η οποία συνεχίζει –παρά την εμφανώς ποπ διάσταση που πλέον διαθέτει– να ζει και ενίοτε να πεθαίνει στους δρόμους των Η.Π.Α., κάπου δίπλα στο θρυλικό Αμερικάνικο Όνειρο.

Μέσα σε 3 επιπλέον μήνες, τα γρανάζια που έχτισαν μύθους γύρω από τον 2Pac και την Amy Winehouse κινήθηκαν ξανά, για λογαριασμό τώρα του νεανικού ακροατηρίου μίας ακόμα δεκαετίας, το οποίο σε χώρες σαν τη δική μας τείνει προς το αόρατο. Σε όσους δηλαδή διαφεντεύουν ραδιόφωνα, έντυπα και sites, ο XXXTentacion είναι οριακά γνωστός ως κάποιος ράπερ που δολοφονήθηκε, το όνομα του οποίου δύσκολα προφέρεις. «Εκεί έξω», όμως, για ένα πλήθος αγοριών και κοριτσιών τσουβαλιασμένων στο 15/25 των στατιστικών –τα οποία συναντάς στους δρόμους χαμένα στα ακουστικά τους και στη WiFi πλευρά της ζωής– είναι αυτός που ενδεχομένως παίζει στο repeat, εκφράζοντας εκείνο το παλιό άγχος που συντροφεύει κάθε επικείμενη ένταξη σε έναν κόσμο ενήλικων απαιτήσεων. 

Το Rolling Stone έσπευσε να μιλήσει για ένα «τεράστιο μουσικό αποτύπωμα». Όμως το άλμπουμ με το Ερωτηματικό δεν αντανακλά τίποτα τέτοιο: άλλο να μιλάμε για τον αντίκτυπο του XXXTentacion σε μερίδα των νέων και άλλο ο προσδιορισμός της διαχρονικότητάς του. Πόσο μάλλον αν προσθέσουμε ότι προέκυψε άβολος ήρωας για ρομαντικοποίηση, ειδικά για έναν κόσμο ο οποίος ξημερώνει ολοένα και πιο άγριος, παρά τις ασύρματες ταχύτητες που υποτίθεται μας φέρνουν πιο κοντά. Το δραματικό του τέλος δεν αναιρεί ότι πρόλαβε να γίνει ένας δυσάρεστος άνθρωπος, αφήνοντας πίσω ένα βιογραφικό βάναυσων κακοποιήσεων, σε ευθεία αντίθεση με όλα τα συναισθηματικά και ευαίσθητα των τραγουδιών του. Φυσικά και δεν ήταν ο πρώτος: δεν ξεχάσαμε δα τι κουμάσια υπήρξαν ο Richard Wagner, ο James Brown, ο Miles Davis, ο Johnny Cash, ο Στέλιος Καζαντζίδης.

Το «?» μπλέκεται συνήθως σε διαξιφισμούς για το αν είναι ή δεν είναι χιπ χοπ. Πρόκειται για ψευδοδίλημμα: το είδος εξελίσσεται, ενώ ακόμα και ο Eminem, που κοροϊδεύει ηχηρά το όλο mumble rap στυλ, εξακολουθεί εντούτοις να το θεωρεί rap. Είναι πάντως αλήθεια ότι συχνά στο «?» ο XXXTentacion δεν ακούγεται ως ράπερ, αλλά σαν κάποιος από το 3ο emo κύμα που άφησε τους Jimmy Eat World για να ριμάρει ή σαν κάποιος που περισσότερο τον αφορούν οι λυγμόλαλοι indie folk τροβαδούροι, παρά η κληρονομιά του Dr. Dre και των 36 Wu-Tang chambers. Η όλη εμπειρία ηχεί λοιπόν διαφορετική, όχι όμως απαραίτητα και ωραία. Ας μην ξεχνάμε ότι το 3ο emo κύμα άφησε πενιχρή κληρονομιά, ενώ το αμερικάνικο indie folk, παρά το μόνιμο hype που απολαμβάνει, σε κάνει συχνά να αναρωτιέσαι τι λιγότερο έχουν δικές μας περιπτώσεις σαν τον Στάθη Δρογώση, συν/πλην τις παραγωγές. 

Στον βαθμό που αφορούν τον XXXTentacion, όλα αυτά έρχονται καβάλα σε ένα καταγέλαστο ego trip, το οποίο προλογίζει τον δίσκο με τη μορφή «οδηγιών ακρόασης», όπου ο Onfroy μας μιλά για το «genius» του και μας ενημερώνει ότι «if you don't listen to the alternative sound, οpen your mind before you listen to this album». Ωστόσο, στο τέλος της εμπειρίας μένει ζωηρή η εντύπωση ενός συνόλου με αρκετά σκαμπανεβάσματα ενδιαφέροντος, όπου το «διαφορετικό» μεταφράζεται συχνά σε κάτι έκδηλα φτωχό και τέλος πάντων όχι και τόσο «διαφορετικό» για όσους ακούν και κιθαριστικά πράγματα: τραγούδια τύπου "Pain = BESTFRIEND", "The Remedy For A Broken Heart (Why Am I So In Love)", "Changes" ή "Alone part 3", δεν έχουν κάτι να πουν σε όσους διαθέτουν χιλιόμετρα στον κόσμο της μουσικής. 

Δένοντας πάντως αυτά τα «περιβάλλοντα» με στίχους που μιλάνε –άτσαλα, εντούτοις εκφραστικά– για μια σύγχυση ταυτότητας ανάκατη με λύπη και σκέψεις περί αυτοκτονίας ("Sad!"), πετώντας μια τζούρα κλασικού ρομαντισμού υπό το παραδοσιακό φεγγαρόφως στο «Girl you know when you call, make me feel right» ("Moonlight"), γράφοντας κομμάτια σαν το "NUMB" και κατορθώνοντας να ακούγεται παθιασμένος στο μικρόφωνο παρά τους φωνητικούς του περιορισμούς, ο XXXTentacion καταφέρνει και το θέτει σε κίνηση το μικρό του σύμπαν. 

Αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο, λοιπόν, «εκπροσωπεί», με εκείνη την παλιά χιπ χοπ έννοια, ένα κομμάτι των νέων της εποχής μας που βιώνει υπαρξιακό κενό, μπουρδουκλωμένο καθώς είναι στην κραταιά εξίσωση υλισμός = ευτυχία και χαομένο ανάμεσα στον κυνισμό της σύγχρονης Μητρόπολης και τις πάντα παρούσες συναισθηματικές ανάγκες. Εδώ, βέβαια, μπορεί να ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση, ειδικά αν ορίσουμε ως άμεσο πρόγονο όλων αυτών το emo, το οποίο έχασε γρήγορα την κοινωνική και ταξική διάσταση πίσω από ό,τι κίνησε να εκφράσει, μένοντας σε μια στείρα «I feel like this» αντίδραση, που τελικά, καθώς κόπαζε η νιότη, τρύπωσε στο πλέγμα της μικροαστικής βολής. 

Να προσθέσουμε, μένοντας στα μουσικά, ότι όταν ο XXXTentacion αποφασίζει να δοκιμαστεί στην αμιγώς χιπ χοπ πλευρά των πραγμάτων, το κάνει εδώ με μια πειστικότητα που του έλειπε παλιότερα. Χωρίς να μετατρέπεται σε ράπερ ολκής, θα μπορούσε άνετα να είναι guest στις παλιές, καλές μέρες των Prodigy με βάση τις επιδόσεις στο "Floor 555", ενώ όταν έρχεται δικός του καλεσμένος ο Joey Bada$$ στο "Infinity (888)" –και αναγκάζεται έτσι να τον ακολουθήσει σε πιο ορθόδοξους χιπ χοπ δρόμους– στέκεται δίπλα σε έναν από τους καλύτερους ράπερ που έχουν σήμερα οι 20άρηδες στις Η.Π.Α. χωρίς να εκτίθεται.  

Όχι, λοιπόν, δεν εντοπίζεται κανένα «τεράστιο μουσικό αποτύπωμα». Αλλά ναι, ο XXXTentacion άνηκε στους γνήσιους εκφραστές ενός τμήματος του «σήμερα». Και, πράγματι, δεν ήταν και για πέταμα το emo rap του. Ίσως αν ζούσε (κι έκανε και λίγη φυλακή) να μας έλεγε και περισσότερα και καλύτερα.