Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βίσση Άννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βίσση Άννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

27 Ιανουαρίου 2023

Άννα Βίσση - Συνέντευξη [δισκοκριτική, 2015]


Με γυροφέρνουν με διάφορους τρόπους οι αναφορές στην Άννα Βίσση, τελευταία, γυροφέρνω κι εγώ τις εμφανίσεις της στο «Hotel Ερμού», είναι και τα 50 χρόνια δισκογραφίας της αργότερα μέσα στο έτος. Να λοιπόν και μια κριτική μου από το 2015 στο άλμπουμ «Συνέντευξη».

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Αργύρη Μακρή και προέρχεται από υλικό που διακινήθηκε κατά καιρούς στον Τύπο, ως promo


Δεν είναι ότι δεν έχει πράγματα για να σταθείς η Συνέντευξη. Είναι ένας δίσκος της Άννας Βίσση, πρώτα-πρώτα. Μιας σπουδαίας τραγουδίστριας, για να ξεμπερδεύουμε εξαρχής με την ξινίλα ορισμένων. Και τις σπουδαίες τραγουδίστριες τις απολαμβάνεις, ό,τι ρεπερτόριο κι αν έχουν ή δεν έχουν κάθε φορά: ακολουθείς τη φωνή, τα χρώματα των ερμηνειών, την ηχώ των φωνηέντων. Και το μόνο που διακυβεύεται είναι το πόσο τις απολαμβάνεις. Την Άννα Βίσση, λοιπόν, έπρεπε να την απολαμβάνουμε περισσότερο.     

Ένας λόγος για τον οποίον μένεις στραβωμένος στο τέλος της ακρόασης, είναι το ακατάσχετο τουρλουμπούκι της Συνέντευξης. Όλα μέσα –ροκ ηλεκτρικές κιθάρες, λάτιν τρομπέτες, βιολιά, λαϊκά περάσματα με μπαγλαμάδες και μπουζούκια, πλήκτρα, μέχρι και μπάντζο ακούγεται στο "Προτιμώ"– κι όλα τσίτα, στα μούτρα σου, να σε σέρνουν μια από εδώ και μια από εκεί. Και μόλις κοντοσταθείς για ανάσα ή για γουλιά νερό, μπαμ, μπουμ, φεύγουμε πάλι σαν τα τρελά πουλιά· με την Άννα Βίσση να κάνει ακόμα ένα σπριντ 200 μέτρων ώστε να υψωθεί πάνω από τον αχό της «μάχης». 

Δεν λέω, από μία άποψη θαυμάζω πραγματικά. Θαυμάζω δηλαδή και τις βίσσειες επιδόσεις, μα και την άνεση του Νίκου Καρβέλα να τα χειρίζεται όλα αυτά και να μεταπηδά από το ένα στο άλλο χωρίς ποτέ να τον πιάνεις εκτός κώδικα. Τελειώνει όμως η Συνέντευξη και αισθάνεσαι εξοντωμένος.

Έπειτα, σου δίνεται η εντύπωση ότι η Βίσση & Καρβέλας δεν έχουν δίπλα τους ένα σωστό επιτελείο. Αναρωτιέμαι, πραγματικά: δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος –όχι με θάρρος, μα με ειλικρινές ενδιαφέρον για τον νέο τους δίσκο– να τους πει ότι μερικά τραγούδια δεν έπρεπε ποτέ να περάσουν την τελική ευθεία; «Έναν τριπλό καφέ θα πιω για να στανιάρω, αφού δεν θέλεις πια να είμαστε μαζί / Θα ξαναρχίσω το ποτό και το τσιγάρο κι άντε στον διάολο και οι συγγνώμες σου κι εσύ» ("Τριπλός Καφές"). Μα, αλήθεια τώρα; Και sachlamara alert δεν σήμανε κανείς; Τέτοιο χάλι δεν ξαναβρίσκεις, βέβαια, ωστόσο υπάρχουν κι άλλα τραγούδια σαφώς δεύτερα, χωρίς τα οποία η Συνέντευξη θα ανέπνεε περισσότερο, θα ήταν κάπως πιο κομψή. 

Και πάλι, πάντως, βρίσκεις πράγματα να κρατήσεις. Το "Ξανά Μανά" λάμπει χάρη στην ερμηνεία της Βίσση, χάρη στην άριστη αντίληψη της ενορχήστρωσης περί τοποθέτησης πνευστών, αλλά και χάρη στους απλούς μα εύστοχους καρβέλειους στίχους για τις μουσικές που ακούμε («φρέσκιες μουσικές με μπαγιάτικες νότες») και για το πώς ζούμε τους έρωτές μας (στα ρηχά). Πετυχαίνει έτσι όσα δεν έχουν πετύχει όλα μαζί τα λάτιν, σουίνγκ, δεν ξέρω τι διάολο γκρουπάκια της Αθήνας: να είναι ακομπλεξάριστο, διασκεδαστικό, επαγγελματικό, να έχει κάτι να πει –και να διαθέτει κι ένα ωραίο βιντεοκλίπ, δια χειρός Βαγγέλη Καλαϊτζή. Αν θέλετε να μιλήσουμε για εγχώρια ποπ, κυρίες και κύριοι, ιδού η ...Αβάνα, ιδού και το πήδημα.  

Επιπλέον, η συμμετοχή του Γεράσιμου Ευαγγελάτου στους στίχους, άξιζε τον κόπο. Θα έλεγα μάλιστα ότι έπρεπε να δοκιμαστεί σε μεγαλύτερη κλίμακα. Όχι επειδή έγραψε κάτι το συγκλονιστικό, αλλά γιατί έθεσε τη Βίσση σε λίγο διαφορετική τροχιά κι εκείνη ανταποκρίθηκε. Η "Συνέντευξη", ας πούμε, τη διατηρεί ντίβα, την οδηγεί σε μεγαλοπρεπώς θεατρική ερμηνεία, αλλά την ίδια στιγμή εμπεριέχει και μια αποδόμηση που δεν τη συναντάς συχνά στο mainstream ρεπερτόριο. Το "Άσε Τους Έρωτες", πάλι, της στήνει ένα αλέγκρο πάλκο για να ανέβει πάνω με άνθος ιβίσκου στα μαλλιά –βγαλμένη λες από το "Mi Tierra" της Gloria Estefan– και να τραγουδήσει «Αν οι λυγμοί σου μες τη νύχτα αντηχούν, άσε τους έρωτες για εκείνους που μπορούν». Σκέρτσο ανάκατο με κυνισμό, έτσι απλά γιατί μπορεί. Μετά από κάτι τέτοιο, τι να μας πουν συνταγοποιημένες κοπτορραπτικές της σειράς, τύπου "Χωριστά" και "Της Ψυχής Τ' Αντισώματα";

Δεν μένεις λοιπόν και με άδεια χέρια από τη Συνέντευξη. Δεν μένεις όμως και με πολλά. Η σούμα είναι κομματάκι καλύτερη από άλλους δίσκους των πρόσφατων χρόνων της Άννας Βίσση, σαν το Αγάπη Είναι Εσύ (2010), όμως παραμένει απογοητευτική. Κυρίως γιατί πείθεσαι ότι εύκολα μπορούσε να ανέβει ο πήχης, μα κανείς δεν ενδιαφέρθηκε αρκετά για κάτι τέτοιο.  



28 Ιουνίου 2021

Άννα Βίσση - ανταπόκριση (2018)


Όταν πληροφορήθηκα ότι η Άννα Βίσση θα συνεργαζόταν με τον Μπάμπη Στόκα για ένα νέο τραγούδι, είπα από μέσα μου «ωχ, καμιά δακρυβρεχτοβαρετή μπαλάντα θα βγάλουν». Το αποτέλεσμα –μια διασκευή στο "Fino In Fondo" των Luca Barbarossa & Raquel Del Rosario (2011) σε στίχους Νίκου Μωραΐτη– αποδείχθηκε καλύτερο από το πηλίκο των φόβων μου, αν και προσωπικά δεν μου είπε κάτι. 

Εδώ που τα λέμε, βέβαια, ούτε το αυθεντικό τραγούδι μου λέει κάτι. Ωστόσο η «χημεία» μεταξύ Barbarossa & Del Rosario αποτυπώνεται πιο πειστική. Το ελληνικό αποτέλεσμα, απεναντίας, αφήνει μια γεύση «κοπτοραπτικής»: σαν να απασχολήθηκε περισσότερο με το τι παίζουν συνήθως τα ραδιόφωνα ή με το τι κρίθηκε ότι εξυπηρετεί την καριέρα και το προφίλ των συντελεστών του εν έτει 2021, παρά με τις όποιες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες μπορεί να γέννησε η σύμπραξη Βίσση-Στόκα. Πάντως η «μαγειρική» του είναι σωστή (ποτέ δεν χάνεις άλλωστε όταν έχεις ως βάση ιταλικό ...μπατούτο), οπότε πιστεύω ότι δεν θα δυσκολευτεί να αναδειχθεί σε σουξεδάκι.

Από την άλλη, διαβάζοντας για τον παλμό των δύο sold-out συναυλιών της Άννας Βίσση στο Άλσος (14 + 15/6), δεν απόρησα διόλου. Ειδικά όταν είδα ότι η καλοκαιρινή μπόρα όχι μόνο δεν την πτόησε, μα έγινε εν τέλει και κομμάτι του όλου σκηνικού. Γιατί η Βίσση δεν είναι έτσι τυχαία η μεγαλύτερη σταρ που έχει αναδείξει το ελληνικό ρεπερτόριο τα τελευταία χρόνια. Πόσο μάλλον αν μιλάμε για τον ανελέητο χώρο της κατεστημένης και ουχί εναλλακτικής ποπ, όπου επιβιώνει μόνο όποιος μπορεί να μεταμορφώνεται και να ξαναγεννιέται. 

Όλη η αυτή η επικαιρότητα, λοιπόν, μου θύμισε πόσο την είχα απολαύσει πριν τρία καλοκαίρια, τον Ιούνιο του 2018, όταν την είδα στο Ξέφωτο του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στα πλαίσια του Summer Nostos Festival. Αν είχε πει και τη "Συνέντευξη", που της έγραψε (στιχουργικά) ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος το 2015, δεν θα μου είχε λείψει τίποτα. Μια ανταπόκριση από εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στο ΚΠΙΣΝ. Η κεντρική ανήκει στον Άγγελο Χριστοφιλόπουλο, ενώ η κάτωθι ανήκει στην Πηνελόπη Γερασίμου. Η τρίτη κατά σειρά φωτογραφία, λίγο πιο κάτω, ανήκει στη Χριστίνα Κουτρουλού


Τα μετεωρολογικά sites έδειχναν βροχή και τα posts γνωστών και φίλων στο Facebook κατέγραφαν διάφορες όψεις της ταλαιπωρίας από τα μεγάλα συναυλιακά τεκταινόμενα της αμέσως προηγούμενης ημέρας στην Πλατεία Νερού (Ejekt Festival), στο Ηρώδειο (Sting & Shaggy), αλλά και στο ίδιο το Ξέφωτο του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (Animal Collective σε εκδοχή διδύμου) όπου επρόκειτο να παίξει η Άννα Βίσση, ρίχνοντας την αυλαία του Summer Nostos Festival 2018. Παρά ταύτα, ο κόσμος έδωσε δυναμικό παρών και οι ουρανοί έκαναν σε όλους μας τη χάρη να μείνουν απλά φορτωμένοι για τη μιάμιση ώρα του live.

Ντυμένη με πράσινο παντελόνι και σακάκι, η Άννα Βίσση βγήκε στη σκηνή κομψή, χαμογελαστή, με σταθερή φωνή κι ένα εμφανές κέφι, το οποίο δεν έχασε ούτε στιγμή στη συνέχεια. Μπήκε μάλιστα πολύ δυνατά, με την πολυμελή της μπάντα να τη συνοδεύει στο πιο πρόσφατο από τα πάμπολλα σουξέ της "Ξανά Μανά", το οποίο χάρισε στη βραδιά μια λαμπερή εκκίνηση σε λάτιν ρυθμό. Φαίνεται να της αρέσουν τα λάτιν της Βίσση, αν κρίνουμε από τις νέες, εμπλουτισμένες με πνευστά, ενορχηστρώσεις που ακούσαμε σε παλιότερες επιτυχίες της –και γιατί όχι; Όσο κι αν είναι της μόδας ο κακός συρφετός του σουίνγκ, εκείνη το έχει κάνει πολύ πιο πριν ("Λάμπω") και εξακολουθεί να παίζει πολύ καλύτερα το σπορ «φρέσκιες μουσικές με μπαγιάτικες νότες» (ξανά μανά αναφορά στο "Ξανά Μανά").

Η Βίσση πήγε πίσω στο 1974 για να θυμηθεί τα "Χρόνια Της Υπομονής", στάθηκε στη δεκαετία του 1980 και στα ποπ χιτάκια του Νίκου Καρβέλα, «πείραξε» λαϊκοπόπ επιτυχίες της από τα 1990s κι έφτασε ως τα μαζικά ηλεκτρονικά beats που έντυσαν τα τραγούδια της κατά τα '00s. Δεν ήταν τόσο εύκολο αυτό το ατέλειωτο γαϊτανάκι από το "Όσο Έχω Φωνή" στην "Αντίστροφη Μέτρηση", από το "Ένα Σου Λέω Ένα" στη "Σχιζοφρένεια", από το "Παραλύω" στο "Αγάπη Υπερβολική", από την "Έμπνευση" στο "Ατμόσφαιρα Ηλεκτρισμένη". Πραγματοποιήθηκε όμως με σωστή ροή και προσεγμένες ισορροπίες χάρη στους καλούς μουσικούς που την πλαισίωσαν, χάρη στον καλό ήχο που εξασφάλισε για μας ο Γιάννης Παξεβάνης και χάρη –κυρίως– στην ίδια.


Εκεί στο Ξέφωτο του ΚΠΙΣΝ, δηλαδή, η Άννα Βίσση απέδειξε γιατί παραμένει η μεγαλύτερη σταρ στην Ελλάδα, ακόμα κι αν τα έχει πατήσει πια τα 60. Καμία από τις νεότερες που συχνά ζήλεψαν το στέμμα της δεν μπορεί να την πιάσει ερμηνευτικά –μια αντικειμενική συνθήκη που ισχύει είτε μας αρέσουν τα όσα τραγουδά, είτε δεν μας αρέσουν. Ενώ εκείνες φωνάζουν πια για να ακουστούν και βασίζονται σε αλλαγές φορεμάτων και σε εκκωφαντικά ντεσιμπέλ, η Βίσση τραγουδά ως εκεί που την παίρνει, ίπταται της ορχήστρας της ακόμα και όταν η τελευταία παίζει με φουλ σχηματισμό και ερμηνεύει με απέριττα συγκλονιστικό τρόπο όταν επιλέγει να αφήσει το σόου και το πάνω/κάτω στο σανίδι, για να σταθεί απλά πίσω από το μικρόφωνο και, με λιτή οργανική συνοδεία, μάτια κλειστά και όλο της το σώμα σε εγρήγορση, να πει το "Παραλύω" και το "Δώδεκα". Αν μας έλεγε και τη "Συνέντευξη" που της έγραψε ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, δεν θα μου είχε λείψει προσωπικά τίποτα.

Για να μην συντηρούμε νεοελληνικούς μύθους σε αέναη ανακύκλωση εντός σφιχτοκουμπωμένων εναλλακτικών σωλήνων, η Άννα Βίσση μάζεψε στο Νιάρχος όσο κόσμο μάζεψαν και οι Στέρεο Νόβα. Το τι σημαίνει αυτό, αν σημαίνει και πώς, είναι από εκεί και πέρα υπόθεση του καθενός μας να το αποτιμήσει –το γεγονός ωστόσο, είναι γεγονός. Για να μη στερηθούμε επίσης της σημειολογίας, όταν η Βίσση φώναξε αν νιώθουμε ερωτευμένοι για να πιάσει ύστερα κουβέντα με κάποιο άτομο στις μπροστινές σειρές ρωτώντας «με κορίτσι ή με αγόρι;», εξέφρασε και κάτι που την ομορφαίνει τη ζωή μας σε καιρούς έξαρσης της μισαλλοδοξίας. Και μάλιστα έτσι ξάστερα και απολύτως κατανοητά, χωρίς ηρωικές διαλέξεις από μικροφώνου και αναλύσεις με υποσημειώσεις γαλλικής βιβλιογραφίας.

Φαίνονται άλλος κόσμος βέβαια οι συναυλίες των Στέρεο Νόβα και της Άννας Βίσση κι ας έλαβαν χώρα στον ίδιο χώρο, στο ίδιο καλοκαιρινό φεστιβάλ. Και μάλλον είναι, αν θέλετε την άποψη κάποιου που πήγε και στις δύο. Μόνο που οι κόσμοι αυτοί δεν είναι χωρίς γέφυρες, δεν είναι χωρίς τις αλληλοσυμπληρούμενες όψεις τους. Κάπως έτσι, άλλωστε, «περπατάει ο ένας πίσω απ' τον άλλο, γελώντας ή κλαίγοντας σ' έναν κόσμο μεγάλο». Τα υπόλοιπα είναι για τους μικρόκοσμους.