Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καραμουρατίδης Θέμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καραμουρατίδης Θέμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

13 Νοεμβρίου 2022

Ελευθερία Αρβανιτάκη - ανταπόκριση (2015)


Έγινε λοιπόν η πρεμιέρα του νέου προγράμματος της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, η οποία συμπράττει φέτος με την Ελεωνόρα Ζουγανέλη στο «Vox», για μια παράσταση φιλόδοξη, με δυναμική που απευθύνεται και στο έντεχνο κοινό, αλλά και στον κόσμο που συνήθως διασκεδάζει στις μεγάλες λαϊκές πίστες –ειδικά αυτές που έχουν ένα νεανικότερο προφίλ.

Δεν αποκλείεται να πάω να τη δω την παράσταση για λογαριασμό του Αθηνοράματος. Τη φοβάμαι λίγο, ωστόσο την παρακολουθώ πολλά χρόνια την Αρβανιτάκη. Κι έχω ενδιαφέρον να βλέπω τι κάνει, έστω κι αν τελευταία δεν έχω ενθουσιαστεί. 

Άλλωστε έχω καιρό να τη δω ζωντανά: από τον Σεπτέμβρη του 2015, όταν έδωσε μια ωραία συναυλία στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», το οποίο βούλιαξε από κόσμο για χάρη της. Επί σκηνής, μάλιστα, παρέλασαν και διάφοροι επιφανείς καλεσμένοι.

Ένα κείμενο για εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis κι αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, δοθείσης της αφορμής του νέου προγράμματος, με μικρές, (κυρίως) αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Αφροδίτη Χουλάκη


Μου άρεσε η Ελευθερία Αρβανιτάκη στον Βύρωνα. Περισσότερο, όμως, μου άρεσε η νοοτροπία την οποία επέδειξε στήνοντας τη συγκεκριμένη συναυλία: κράτησε μεν κάποια στάνταρ πολύ αναγνωρίσιμα στα έντεχνα προγράμματα, μα τα πείραξε ώστε να «χωρέσουν» στη ροή που εκείνη είχε προαποφασίσει –και στήριξαν ο καλός ήχος και οι πέντε θαυμάσιοι μουσικοί της. 

Με λίγα λόγια, έβαλε λιγάκι δύσκολα στο κοινό που βούλιαξε για χάρη της το θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη». Άσχετα τώρα αν αυτό είχε έρθει ως εκεί με έκδηλο ενθουσιασμό: δημιουργήθηκε τέτοιο κλίμα με το που εμφανίστηκε η ερμηνεύτρια στη σκηνή, ώστε πιστεύω ότι και τα πιο άγνωστά της τραγούδια αν ήθελε να παίξει, πάλι χαμός θα γινόταν.

Όχι ότι η Αρβανιτάκη έπαιξε υλικό για τους μυημένους, δεν εννοώ κάτι τέτοιο. Η συναυλία απευθυνόταν στους πολλούς, που την έχουν αγαπήσει από τις επιτυχίες των ραδιοφώνων: και σε όσους είχαν έρθει ως το Βράχων στη δεκαετία του 1990, όταν ηχογραφήθηκε ένας live δίσκος ιστορικός για τα εγχώρια πράγματα, μα και στα κορίτσια που στέκονταν μπροστά μου βρίσκοντας ότι ο τάδε που άρεσε σε μία από την παρέα ήταν «πολύ μεγάλος» στα ...25 του! Αναμενόμενα, λοιπόν, ήταν μια συναυλία στην οποία θα παίζονταν και τα νέα τραγούδια του πρόσφατου άλμπουμ 9+1 Ιστορίες, ενώ –εξίσου αναμενόμενα– θα βλέπαμε και καλεσμένους πάνω στη σκηνή, πιάνοντας (περίπου) τρίωρο σε διάρκεια.

Κι ακούσαμε πράγματι κάμποσα από τα καινούρια κομμάτια, μοιρασμένα σοφά στη setlist. Απλώθηκαν ομαλά, με φειδώ, υπακούοντας στις δυναμικές που έπρεπε να έχει η ροή και όχι δημιουργώντας τις. Ο πολύς κόσμος δεν ήξερε βέβαια τα λόγια και σιώπησε κατά τη διάρκειά τους, τα άκουσε όμως με σεβασμό και προσοχή και πιστεύω ότι η Αρβανιτάκη κέρδισε κάποιους πόντους υπέρ τους, ειδικά με το πώς στάθηκε ερμηνευτικά –χάρηκα δε που άκουσα και το δικό μου αγαπημένο από αυτά, το "Άτομα".  


Και είδαμε πράγματι καλεσμένους, και μάλιστα όχι λίγους. Ήρθαν εκεί ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Θέμης Καραμουρατίδης, ο Στάθης Δρογώσης και ο Θεσσαλονικιός τραγουδιστής Πάνος Ζώης. Αλλά κι αυτοί σκορπίστηκαν αρμονικά, συμμετέχοντας σε 2 τραγούδια ο καθένας, ώστε να μας γλιτώσουν από τη γνωστή –και υπέρ το δέον κουραστική– «παρέλαση ηχηρών ονομάτων». Πάνω από όλα, όπως είπαμε, η ροή του προγράμματος· την οποία η Αρβανιτάκη έδειχνε  αποφασισμένη να διατηρήσει. 

Μόνο ο Παπαδημητρίου εξαιρέθηκε, λίγο γιατί υπήρξε λαϊκή απαίτηση να μείνει και για ένα τρίτο κομμάτι, λίγο γιατί το δικαιούταν εδώ που τα λέμε, λόγω της πορείας του με την τραγουδίστρια. Η στιβαρή του παρουσία την οδήγησε άλλωστε σε ένα από τα ωραιότερα στιγμιότυπα της βραδιάς: την απέριττη, ρομαντική απόδοση στο "Όλα Τα Πήρε Το Καλοκαίρι".  

Από τους υπόλοιπους, ο Πορτοκάλογλου έφερε τον ορεξάτο έτσι πιο ροκ εαυτό του, ο Ξυδάκης το ιδιόμορφο, χαμηλών τόνων στυλ του και την αλεξανδρινή του αβρότητα, ο Καραμουρατίδης κόμισε κέφι ανάκατο με δεξιοτεχνία –μόνο τον Στάθη Δρογώση θα ψέξω, ο οποίος μπήκε με τρακ και δεν μπόρεσε να σταθεί δίπλα στην Αρβανιτάκη, στο ντουέτο που επιχείρησαν στο νέο κομμάτι "Τώρα Ή Τώρα". Ο Πάνος Ζώης αντιθέτως, τον οποίον η Αρβανιτάκη συστήνει από όσο κατάλαβα ως αξιόλογη φρέσκια παρουσία, δεν κέρδιζε καθόλου ως σκηνική φιγούρα. Στάθηκε όμως ανέλπιστα καλά δίπλα της στην εκτέλεση του "Πριν Το Τέλος", ενώ της έδωσε και μερικές πολύτιμες ανάσες με μια δυναμική διασκευή στις "Μέλισσες" της Φωτεινής Βελεσιώτου. 


Πράγματι, επίσης, γύρω στο τρίωρο κράτησε η συναυλία. Μόνο που δεν το κατάλαβα παρά μόνο εκεί πια προς το φινάλε, όταν η ορθοστασία άρχισε να έχει το τίμημά της. Γιατί κύλησαν όλα αρμονικά, από τη χαλαρή, μαζεμένη αρχή ως την ανάταση της μέσης και το ρολερκόστερ ενέργειας το οποίο μας πήγε κατόπιν ως το θριαμβικό φινάλε του "Δυνατά"· ένα τραγούδι για «τους καιρούς που έρχονται», όπως τόνισε η Αρβανιτάκη. 

Δεν ήταν λίγα τα όσα άλλα αγαπημένα παίχτηκαν στην πορεία, βέβαια. Η μνήμη μου κράτησε την "Αναστασία", όπου ξεσπάθωσαν οι μεγαλύτερες ηλικίες σε κερκίδες και πλατεία (όσες θα θυμούνταν και το πολύκροτο σίριαλ), το "Του Πόθου Τ' Αγρίμι", εκείνο το περίφημο "Κόκκινο Φουστάνι", το "Παράπονο" –ίσως η πιο μεστή στιγμή της βραδιάς για την ερμηνεύτρια– το "Μηδέν" στην έναρξη του encore, μα και το "Τον Έρωτα Ρωτάω" από τα νεότερα σουξέ. Παράπονα θα εκφράσω μονάχα για την αχρείαστη εκτέλεση στο "Άγγελος Εξάγγελος", που δεν πήγε καθόλου στην πρωταγωνίστρια της βραδιάς, και για τη βιαστική εκτέλεση της "Βάρκας", όπου ο κατά τα λοιπά εξαιρετικός ντράμερ εκτέθηκε με ένα εκτός τόπου και χρόνου για το συγκεκριμένο άσμα drum solo. 

Περάσαμε πολύ όμορφα στον Βύρωνα. Και δεν μπορείς να μην το πιστώσεις αυτό στην Αρβανιτάκη, η οποία διατηρεί τη φωνή της σε καλό επίπεδο και εξερευνά περαιτέρω την εκφραστική της ωριμότητα, παραμένοντας δύναμη στην επαφή της και στην επικοινωνία με το κοινό. 



22 Δεκεμβρίου 2020

Νατάσσα Μποφίλιου, Θέμης Καραμουρατίδης & Γεράσιμος Ευαγγελάτος - συνέντευξη (2010)


Δεν ξέρω αν φταίει η διπλή καραντίνα, το γενικώς ανάποδο 2020, οι αναταράξεις-ντόμινο που είχα επαγγελματικά από τον Μάρτη κι έπειτα ή απλά το προσωπικό μου χρονολόγιο στο Facebook. Σε κάθε περίπτωση, μόνο φευγαλέα «έπεσα» πάνω στον δίσκο Η Εποχή Του Θερισμού, τη φετινή δηλαδή δουλειά της Νατάσσας Μποφίλιου σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη και σε στίχους Γεράσιμου Ευαγγελάτου (βγήκε 1 Οκτωβρίου, από την Cobalt). 

Το ότι αγνοήθηκε πάντως σε διάφορες «λίστες της χρονιάς», δεν το μετράω. Όπως έγραψα και πρόσφατα στο δικό μου Facebook, οι ετήσιες αυτές λίστες δεν αντανακλούν πια τίποτα, παρά μόνο την κατηφόρα του εγχώριου (και όχι μόνο) μουσικού Τύπου, τη φτώχεια ακουσμάτων των συντακτών του κι ένα γενικότερο θράσος στη χρήση βαρύγδουπων εκφράσεων τύπου «τα καλύτερα», «τα κορυφαία» κτλ.

Προσωπικά, βρήκα λόγους να σταθώ στην Εποχή Του Θερισμού· μπορεί να μην τάραξε τα έντεχνα ύδατα (τα οποία παραμένουν στάσιμα), ωστόσο στα δικά μου αυτιά έφερε μια συναισθηματική επανασύνδεση με το «τρένο» της εν λόγω παρέας, είτε λόγω των πιο προσγειωμένων ερμηνειών της Μποφίλιου –που θύμισε ξανά την τραγουδίστρια στην οποία πολλοί σταθήκαμε κατά τα '00s– είτε λόγω στίχων σαν κι αυτούς:
«Μη σηκώνετε το χώμα,
Παίξτε τους Θούριους σιγά.
Κανείς δεν ξύπνησε ακόμα
Μάλλον κοιμήθηκαν αργά
» 

Θυμήθηκα έτσι τη συζήτηση που κάναμε με τον φίλο και κάποτε συνάδελφο στα μουσικογραφικά Δημήτρη Μεντέ (μια πένα που λείπει από το φτωχό εγχώριο σκηνικό), καθώς περπατούσαμε ένα βράδυ του Μάρτη 2016 στο Γκάζι, έχοντας μόλις δει Μποφίλιου στον Βοτανικό. Θίξαμε λοιπόν σε αυτήν ότι η τριπλέτα Μποφίλιου-Καραμουρατίδης-Ευαγγελάτος είναι η τελευταία (και η ηλικιακά νεότερη) που κατόρθωσε όχι μόνο να λειτουργήσει με όρους παρέας, αλλά και να φτάσει σε επιτυχημένα προγράμματα τα οποία βασίζονται σε δικά τους τραγούδια, αντί να τα γεμίζει με του κόσμου τις διασκευές. Είναι μια συνθήκη που ισχύει ατόφια και τώρα, καθώς ετοιμαζόμαστε να δρασκελίσουμε σε μια νέα δεκαετία. 

Θυμήθηκα επίσης ότι πέρασαν 10 ακριβώς χρόνια από μια κουβέντα στη Νεάπολη Εξαρχείων, που κι αυτή στήθηκε με τους όρους παρέας με τους οποίους λειτουργούν η Μποφίλιου, ο Καραμουρατίδης και ο Ευαγγελάτος –και με τους τρεις τους δηλαδή παρόντες. Αφορμή ήταν ο δίσκος Εισιτήρια Διπλά (2010), με τη συζήτηση να επεκτείνεται από εκεί και πέρα σε διάφορα ακόμα θέματα. 

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε το 2010 από τη Lyra, για την προώθηση του άλμπουμ Εισιτήρια Διπλά


Ένα πράγμα που μου έχει κάνει εντύπωση, είναι το πόσο λειτουργείτε ως παρέα, σε μια εποχή με πιο ατομικές διαδρομές. Είναι και ο βασικός λόγος που ήθελα να σας έχω και τους τρεις μαζί για συνέντευξη…

Νατάσσα Μποφίλιου: Γι' αυτό και επιδιώκουμε να δίνουμε συνεντεύξεις μαζί, άλλωστε. Χαίρομαι, γιατί και ο κόσμος αλλά και οι περισσότεροι δημοσιογράφοι μας αντιμετωπίζουν έτσι: ως ομάδα. Το έχουμε επιβάλλει, μ' έναν τρόπο –και μάλιστα σε καιρούς όπου η προβολή πέφτει αποκλειστικά πάνω στους τραγουδιστές. 

Κι έχετε επίσης επιβάλλει ένα ανάλογο δισκογραφικό «ήθος», κόντρα δηλαδή στην επικράτηση του πολυσυλλεκτικού δίσκου...

Ν.Μ.: Κανείς από τους τρεις μας δεν πιστεύει στους πολυσυλλεκτικούς δίσκους.  

Γεράσιμος Ευαγγελάτος: Όταν ξεκινήσαμε, ακόμα και φτασμένοι καλλιτέχνες επέλεγαν τους συνειδητά πολυσυλλεκτικούς δίσκους. Εμείς όμως δεν θέλαμε να το κάνουμε και πήραμε ένα ρίσκο. Το να παίρνεις βέβαια στις πλάτες σου μια ολοκληρωμένη δουλειά τόσο νέος –όταν σου λείπει η εμπειρία, το κριτήριο, και δεν έχεις και αναγνωρισιμότητα– θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ επικίνδυνο. 

Τι αντιμετώπιση βρήκε αλήθεια το ρίσκο που πήρατε τότε (2005), με τις 100 Μικρές Ανάσες;

Ν.Μ.: Εμείς βγήκαμε από τη Δεύτερη Ακρόαση της Μικρής Άρκτου που διοργάνωσε ο Παρασκευάς Καρασούλος (2004), ο οποίος είναι ένας καλλιτέχνης με συγκεκριμένο όραμα: μια μικρή, καλλιτεχνική εταιρεία, με διάθεση να συστήσει ξανά τον παλιό τρόπο δημιουργίας του τραγουδιού.

Γ.Ε.: Ο Καρασούλος ήθελε να στηρίξει τον λεγόμενο «κύκλο τραγουδιών». Πήρε λοιπόν κι αυτός το ρίσκο του, στη βάση μιας προσωπικής τρέλας· και εμείς πέσαμε ακριβώς σ’ εκείνη τη συγκυρία. 

Ν.Μ.: Ως τότε, ο Θέμης είχε κάνει προσπάθειες να δώσει τραγούδια σε εταιρείες. Για εμένα και τον Γεράσιμο, αν δεν γινόταν έτσι, νομίζω ότι θα έκλεινε για πάντα η πόρτα του τραγουδιού. Δεν θα το κάναμε –δεν θα μπαίναμε στη λογική να ξεκινήσουμε κι εμείς πολυσυλλεκτικά. 

Θέμης Καραμουρατίδης: Εγώ δεν θα το εγκατέλειπα, γιατί έχω μια άλλη σχέση με τη μουσική. Δεν θα ήμουν τόσο ευτυχισμένος, πιστεύω, εντασσόμενος σε ένα πολυσυλλεκτικό πλαίσιο. Αλλά δεν θα μπορούσα και να μην ασχοληθώ με τη μουσική.

Γνωριζόσασταν από πριν, ή γίνατε παρέα μέσω της διαδικασίας της Δεύτερης Ακρόασης;

Ν.Μ.: Ήμουν πολύ φίλη με τον Κώστα τον Τσίρκα, που έγραψε τη μουσική για τις 100 Μικρές Ανάσες, ο οποίος ήταν φίλος με τον Γεράσιμο. Όταν θέλησαν λοιπόν να κάνουν το demo για τη Δεύτερη Ακρόαση, μου ζήτησε να έρθω να το τραγουδήσω, ώστε να μην πάει με τη φωνή του. Έτσι γνώρισα τον Γεράσιμο, τον λάτρεψα και αρχίσαμε να κάνουμε πολύ παρέα –ήμασταν όλη μέρα μαζί. 

Στην ακρόαση έπειτα της Μικρής Άρκτου, γνωρίσαμε και τον Θέμη. Και όταν ο Τσίρκας αποφάσισε, μετά τις 100 Μικρές Ανάσες, ότι δεν ήθελε να κάνει άλλον δίσκο, δέσαμε οριστικά ως παρέα. Είναι μια φυσική ιστορία, αυθόρμητη και βασισμένη σε προσωπικές επιθυμίες και σχέσεις!

Θ.Κ.: Ίσως να ακούγεται λίγο ρομαντική, αλλά τα πράγματα μας ήρθαν κάπως έτσι· και γι’ αυτό μάλλον παραμένουμε και οι ίδιοι αρκετά ρομαντικοί. 

Ο νέος σας δίσκος, τα Εισιτήρια Διπλά, ξεκινάει και τελειώνει με μια αίσθηση Γαλλίας: οι Ομπρέλες του Χερβούργου στο άνοιγμα, το “Belle Rêve” στο κλείσιμο, τραγουδισμένο μεν στα αγγλικά, με γαλλική δε ονομασία. Τυχαίο;

Γ.Ε.: Θέλαμε να κάνουμε έναν δίσκο ευρωπαϊκό, καθώς και οι δικές μου αναφορές, αλλά και του Θέμη, ξεκινούν από την Ευρώπη. Η αμερικάνικη έκφανση αυτών είναι και πάλι η πιο ευρωπαϊκή: αν μας ρωτήσεις δηλαδή ποια πόλη αγαπάμε περισσότερο στις Η.Π.Α., θα σου πούμε τη Νέα Υόρκη. 

Θέλαμε λοιπόν να κάνουμε έναν δίσκο με κεντρική ηρωίδα μια κοπέλα η οποία θ’ αγαπάει την πόλη –και υποσυνείδητα λειτούργησε η αγάπη για ό,τι συμβολίζει το Παρίσι. Προσωπικά, επιστρέφω στις Ομπρέλες του Χερβούργου κάθε φορά που τα πράγματα ζορίζουνε. Μου αρέσει πολύ πώς βλέπει ο Jacques Demy τον κόσμο: έχει πάρει μια μίζερη, κλισέ ιστορία, επιλέγει όμως πώς θα μας τη δείξει. Είναι νομίζω οδηγός και για τους τρεις μας, για το πώς κάνουμε και οι ίδιοι τέχνη. 

Θ.Κ.: Από τη δική μου πλευρά, η ταινία δεν είναι εκλεκτή στην ταινιοθήκη μου, είναι όμως στη δισκοθήκη μου. Θεωρώ ασύλληπτο το βασικό μουσικό θέμα του Michel Legrand. Κάτι έχουμε πάρει όλοι απ’ αυτή την ταινία.

Ν.Μ.: Τα ρούχα, το φως, τα χρώματα… Ειδικά τα χρώματα. 

«Είναι άγρια στις μέρες μας τα πράγματα», λένε οι στίχοι στο “Σε Ξεχώρισα” και ηχούν εξαιρετικά επίκαιροι. Θα τη βρούμε την άκρη; 

Γ.Ε.: Έχει ταυτόχρονα και λίγο φως αυτός ο στίχος… Είναι μεν άγρια τα πράγματα, αλλά όταν βρεις αυτό που θα το ξεχωρίσεις, το οποίο θα τα κάνει να φαίνονται λιγότερο άγρια, άρπαξέ το. Είναι άγρια τα πράγματα, δυστυχώς, όλοι μας το παρατηρούμε ολοένα και περισσότερο. 

Ν.Μ.: Όσο όμως περνάει ο καιρός θα καλυτερέψουν. Θα μας κάνουν εμάς, πρώτα-πρώτα, καλύτερους. Αποδομείται, ξεφτίζει ό,τι οι Έλληνες στήναμε για πάνω από μια εικοσαετία τώρα… Θα πάμε πιο κοντά στον Άνθρωπο, ξανά.

Θ.Κ.: Συνήθως, όσο χειροτερεύουν τα πράγματα τόσο καλυτερεύουν οι άνθρωποι. Πιστεύω στην επόμενη γενιά, τα παιδιά αυτά ίσως φέρουν τα πράγματα στα ίσα τους. Εμείς ως γενιά μάλλον στερούμαστε μιας τέτοιας δυνατότητας, γιατί μας τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια. Αλλά τα επόμενα παιδιά δεν θα έχουν κανένα χαλί, θα ξεκινήσουν από το μηδέν. 

Στους δίσκους, αποτυπώνεστε ως παιδιά της πόλης: οι μουσικές, οι στίχοι και οι ερμηνείες αντικατοπτρίζουν δηλαδή την Αθήνα, όπως βιώνεται λ.χ. περπατώντας το κέντρο της. Βρίσκω όμως ότι λείπει πολύ μια τέτοια αίσθηση από το ελληνικό τραγούδι των τελευταίων χρόνων... 

Ν.Μ.: Όταν με ρωτάνε τι ακριβώς τραγουδάω, απαντάω «αστικό, συγκινητικό τραγούδι»! (γέλια)

Γ.Ε.: Παρατηρούμε την πόλη και προσπαθούμε να τη δεχτούμε ακριβώς όπως είναι. Δεν ονειρευόμαστε λιβάδια, ουρανούς και πεδία διαφυγής. Ονειρευόμαστε τον ουρανό μέσα στην πόλη, ψάχνουμε διαρκώς τα σημεία ομορφιάς στην ίδια την πόλη. Την αγαπάμε. 

Υπάρχει επίσης και μια καλή σχέση με το ελαφρό τραγούδι του παρελθόντος. Δεν ξέρω, Νατάσσα, αν την έχεις εσύ περισσότερο, μιας και σε έχω παρακολουθήσει και στο Ηρώδειο, σε ένα αφιέρωμα στον Μιχάλη Σουγιούλ…

Ν.Μ.: Το λατρεύω το ελαφρό τραγούδι! Αλλά και ο Γεράσιμος το ίδιο. Έχω μάλλον φτάσει σ’ αυτό μέσω της μεγάλης αγάπης την οποία έχω για την τζαζ. Μου αρέσει ο καθημερινός του χαρακτήρας, όπως και το ότι, ενώ μπορεί να μιλάει για τόσο θλιβερά πράγματα, το κάνει με ανάλαφρο τρόπο: τις λέξεις π.χ. δεν τις πατάνε καλά οι τραγουδίστριες, πίσω μπορεί να παίζει μια ορχήστρα. Ενώ μιλάει έτσι για τον πόνο, ταυτόχρονα τον απαλύνει. Οι “Μεγάλες Αγάπες” έχουν όντως κάτι από το αρχοντορεμπέτικο ύφος.

Γ.Ε.: Ναι, και ο Θέμης έχει κάνει μια εξαιρετική ενορχήστρωση, έχει αναπαράγει τις μικρές εκείνες ορχηστρούλες με τα βασικά όργανα και τους τρόπους προσέγγισής τους στα τραγούδια.
 
Θ.Κ.: Ε, τι να πω, έχω κάνει εξαιρετική δουλειά! (γέλια) Σοβαρά τώρα, τα Εισιτήρια Διπλά έχουν τον χαρακτήρα της αναφοράς προς ό,τι αγαπάμε. Πειραματιζόμαστε μαζί τους: το ελαφρό τραγούδι ας πούμε θέλαμε να το προσεγγίσουμε με έναν συγκινησιακό τρόπο, όχι ηθογραφικά. 

Γ.Ε.: Το ελαφρό τραγούδι αντιπροσωπεύει τις ρίζες του ό,τι κάνουμε, αν σκεφτείς ότι πρόκειται για το πρώτο αστικό τραγούδι στην Ελλάδα. Είναι η πρώτη συγκροτημένη απόπειρα η οποία φεύγει από τα δημοτικά και εκφράζει την αγάπη για την Αθήνα –όσο αθώα και εξιδανικευμένα κι αν ίσως συμβαίνει.   

Δεν φοβάστε επομένως να δείξετε τις επιρροές σας... 

Θ.Κ.: Αν τα έχεις καλά με σένα, τότε δεν τις φοβάσαι τις αναφορές σου. Αν όμως αισθάνεσαι μειονεκτικά, τότε εύκολα μπορείς να γίνεις οι αναφορές σου –ακριβώς γιατί τις φοβάσαι.

Ν.Μ.: Είτε μιλάμε για τέχνη, είτε για τη ζωή μας, για τις σχέσεις μας ας πούμε, οι αναφορές παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο. Πατάς κάπου, ακριβώς γι’ αυτό και εξελίσσεσαι. 

Σύμφωνοι, αλλά θα έχετε παρατηρήσει πόσο εύκολο είναι να την πατήσεις και να μείνεις να αναμασάς τις αναφορές σου. Για παράδειγμα, τα αγγλόφωνα συγκροτήματα της τελευταίας δεκαετίας. Δεν ξέρω πόσο τα παρακολουθείτε, όμως νομίζω ότι τα περισσότερα μηρυκάζουν τις επιρροές τους…

Γ.Ε.: Αυτό ξέρεις γίνεται γιατί είναι ακόμα πολύ νωρίς. Πίσω τους δεν υπάρχει μια προϊστορία, η οποία θα τους ωθούσε να δουλέψουν περισσότερο αυτόνομα από τις επιρροές τους. Στην ελληνική αγορά, ένας αγγλόφωνος καλλιτέχνης μπορεί άνετα να κρύψει τα πρότυπά του, ειδικά αν δεν είναι και τόσο γνωστά. Όταν όμως κάνεις πράγματα σε άμεση σχέση με το παρελθόν του ελληνικού τραγουδιού, τότε θα φανεί αν προσπαθείς απλά να αναπαράγεις κάτι άλλο. 

Ν.Μ.: Οι Έλληνες είμαστε πολύ συνδεδεμένοι με το τραγούδι, ως είδος έκφρασης. Μέσα στις μουσικές μας μνήμες εμπεριέχεται, θες δεν θες, η Μοσχολιού, ο Τσιτσάνης, ο Κραουνάκης, ο Μικρούτσικος. Ακόμα κι αν δεν έχεις έτσι ακούσει πολλά και συγκεκριμένα πράγματα, δεν είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις πού πατάει ο κάθε νεότερος καλλιτέχνης. Δεν αναμασούν πάντως όλοι οι αγγλόφωνοι. Υπάρχουν και καλές περιπτώσεις. Η Μόνικα, ας πούμε, ή οι Modrec, ο Lolek… Ή οι αγαπημένοι μου, οι Old House Playground. Πάντως προσωπικά αγαπώ το ελληνικό τραγούδι περισσότερο από το ξένο. 

Εμπεριέχονται στις μνήμες μας όλα όσα είπες, εντούτοις η αγγλόφωνη φουρνιά στην οποία αναφέρθηκα προσπαθεί, με νύχια και με δόντια, ν’ αποτινάξει από πάνω της το οτιδήποτε ελληνικό...

Γ.Ε.: Παίζει και το θέμα της παγκοσμιοποίησης. Αν γράψεις ένα αγγλόφωνο τραγούδι και το ρίξεις στο ίντερνετ, μπορείς να έχεις και το όνειρο ότι κάποιος, κάπου θα τ’ ακούσει και κάτι θα γίνει. Είναι της εποχής. 

Ν.Μ.: Οι Old House Playground βρίσκονται έξω αυτή τη στιγμή. Τους ανακάλυψε ένας Άγγλος παραγωγός και πλέον η μουσική τους απευθύνεται ευθέως και στο βρετανικό κοινό. 

Θ.Κ.: Είναι και θέμα ανασφάλειας. Αλλά γιατί να γυρίσουμε πλάτη στο καημένο το ελληνικό τραγούδι, το οποίο είναι πια τόσο κουτσό, τόσο ανάπηρο… Στην Ελλάδα ζούμε και, προσωπικά, ποτέ δεν γύρισα να πω «I’m in love with you». Γιατί λοιπόν, εφόσον δεν πήραμε μια βαλίτσα και ήρθαμε εδώ για έναν μήνα, να μην προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι και γι’ αυτό; Του γυρνάμε την πλάτη, λες και φταίει για όλα αυτό ή η ελληνική μας γλώσσα. 

Γ.Ε.: Καταλαβαίνω πάντως, ειδικά ως στιχουργός, ότι τα είδη με τα οποία κυρίως καταπιάνεται η αγγλόφωνη γενιά λειτουργούν καλύτερα με τον αγγλικό στίχο. Από μετρική ας πούμε άποψη, είναι πολύ δύσκολο να το καταφέρουν με την ελληνική γλώσσα. 

Γιατί το λες αυτό; Τελικά τα ροκ συγκροτήματα που κυρίως θυμόμαστε δεν ήταν όσα τραγούδησαν ελληνικά –οι Τρύπες π.χ. και τα Ξύλινα Σπαθιά;

Γ.Ε.: Οι Τρύπες έκαναν όμως μια άλλη μουσική, μουσική λόγου. Μπορούσες να απομονώσεις τον λόγο. Βέβαια, ναι, υπάρχει και το ζήτημα της ευκολίας εδώ: κάποιος με καλύτερη σχέση με το τζαμάρισμα, παρά με τον λόγο, το βρίσκει πιο εύκολο να γράψει στα αγγλικά.
 
Ν.Μ.: Τα αγγλικά βοηθούν πάντως τον λόγο να είναι πιο κοφτός και απλός. Σκέψου πόσα πράγματα, για τα οποία στα ελληνικά θα χρειαζόσουν δύο π.χ. στροφές, εκφράζονται με πολύ λιγότερα λόγια, ακόμα και με δύο στίχους.

Θ.Κ.: Δηλαδή εσείς πιστεύετε ότι είναι καθαρά θέμα χρηστικότητας και λειτουργικότητας; Δεν υπάρχει και ο σνομπισμός; Συμφωνώ ότι κάποιοι το κάνουν από επιλογή, ας πούμε οι Modrec, όμως υπάρχει όντως απαξία από άλλους.

Ν.Μ.: Όχι, δεν λέω αυτό. Σαφώς υπάρχει και θέμα σνομπισμού. Και πιστεύω ότι όσοι αντιμετωπίζουν το ελληνικό τραγούδι υπό τέτοιο πρίσμα, τελικά θα αποτύχουν. 

Ως ακροατές και πλέον άμεσα εμπλεκόμενοι με το ελληνικό τραγούδι, τι κατά τη γνώμη σας το οδήγησε ως εδώ;

Θ.Κ.: Φταίει ότι, από εκεί που ήταν ένα μέσο έκφρασης, άρχισε να πουλάει πολύ. Οπότε δημιουργήθηκε γύρω του μια βαριά βιομηχανία: νοθεύτηκε. Άρχισαν π.χ. τα υπέρογκα νυχτοκάματα για κάποιους, τα οποία συγκρίνονταν μόνο με εκείνα στις λαϊκές πίστες. Και ξαφνικά οι δίσκοι επικεντρώθηκαν σε έναν τραγουδιστή, ο οποίος έπρεπε να συντηρήσει αυτή του τη φήμη.
 
Γ.Ε.: Είναι πολύ βασική αλλαγή αυτή που θίγει ο Θέμης. Από εκεί όπου οι δημιουργοί στέκονταν πίσω από τους ερμηνευτές και τους έλεγαν να ο κύκλος τραγουδιών ο οποίος έχω για σένα, πες τον, ξαφνικά οι ερμηνευτές πήραν πάνω τους την επιλογή του υλικού, δίχως να ξέρουν πώς να το κάνουν. Και μες στον πανικό του να μαζέψουν τραγούδια από χίλιες πλευρές, είχαν και το άγχος του σουξέ. 

Ν.Μ.: Και μη μπορώντας να το κάνουν, άφησαν τέτοιες αποφάσεις στα χέρια μάνατζερ και άλλων διαχειριστών δίχως καλλιτεχνικό κριτήριο, οι οποίοι και φέρουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Εξαιτίας τους ακούσαμε όλη αυτή τη σαβούρα, η οποία ευτέλισε και μείωσε το ελληνικό τραγούδι, ειδικά στα μάτια της γενιάς μας, που ως έναν βαθμό ήταν πια λογικό ότι θα το απαξίωνε. 

Θ.Κ.: Όταν είχες μια τραγουδίστρια που το ήξερες πως είναι άσχημη, ενδεχομένως και κακοντυμένη, αλλά δεν σε ένοιαζε –γιατί ήξερες ότι είναι ικανή να σε κάνει να κλαις– και ξαφνικά μπήκαν στη μέση στιλίστες και κομμωτές, το τραγούδι άρχισε να γίνεται συνολικά ένα είδος πρότζεκτ, να αποφασίζεται στη βάση σχεδιασμών. 

Γ.Ε.: Δεν απαξιώνουμε την εικόνα. Δεν είναι στην ίδια εικόνα το πρόβλημα, είναι στον τρόπο με τον οποίο άρχισαν να γίνονται τα πράγματα. 

Δεν φταίει και τ’ ότι, μετά τον Σταμάτη Κραουνάκη και τη Λίνα Νικολακοπούλου, δεν εμφανίστηκε κανείς συνθέτης και κανείς στιχουργός με ανάλογο ειδικό βάρος; 

Γ.Ε.: Δεν δόθηκε ποτέ βήμα στους δημιουργούς, ώστε να μπορούμε να το πούμε αυτό. Δεν πιστεύουμε ότι η δική μας περίπτωση οφείλεται στο τρομερό μας ταλέντο, όσο στο ότι βρέθηκε ένας άνθρωπος ο οποίος έδωσε μια ευκαιρία στο να γίνουν τα πράγματα αλλιώς. Εν αντιθέσει με τον κανόνα να μαζεύονται όμορφες φατσούλες και κορμιά και να αναρωτιούνται όλοι πώς θα τους βγάλουν σουξέ. Το ότι επίσης εμείς βρήκαμε αποδοχή, σημαίνει ότι υπάρχει κόσμος ο οποίος διψάει για κάτι τέτοιο –κόντρα και πάλι στον σχεδιασμό των εταιρειών. 

Ν.Μ.: Ο οποίος σχεδιασμός έχει να κάνει και με την ευκολία στη διαχείριση. Αλλιώς αντιμετωπίζεις έναν –ειδικά έναν ανασφαλή λόγω έκθεσης στο κοινό ερμηνευτή– και αλλιώς τρεις ανθρώπους. 

Πάντως μου έκανε εντύπωση ότι, σε κάποιο σημείο, ο προηγούμενος δίσκος σας Μέχρι Το Τέλος (2008) εξαφανίστηκε εντελώς από τα δισκοπωλεία…

Ν.Μ.: Όπως και οι 100 Μικρές Ανάσες

Θ.Κ.: Συνέβη διότι φύγαμε από την εταιρεία. Ξέρεις, όταν φεύγεις από μια εταιρεία με την οποία έχεις δεσμούς σχεδόν οικογενειακούς, ενόψει ενός δημιουργικού τέλματος, οι σχέσεις κλονίζονται. Από εκεί και πέρα, ο καθείς δρα και λίγο συγκινησιακά –έγιναν τέτοιες κινήσεις και από τις δύο πλευρές. Τώρα πάντως τα πράγματα έχουν εξομαλυνθεί, νομίζω ότι ήδη πρέπει να είναι εύκολο να βρει κανείς το Μέχρι Το Τέλος.

Εντύπωση μου έχει επίσης κάνει ότι περιοδεύεις παντού, Νατάσσα. Έρχονται στα χέρια μου δελτία Tύπου, που σε κάνουν να φαίνεσαι ως μία καλλιτέχνης η οποία οργώνει την επαρχία...

Γ.Ε.: Εμάς ρώτα, τι τραβάμε! (γέλια)

Ν.Μ.: Την επαρχία τη γνωρίσαμε πρόσφατα. Κι αυτό γιατί βρέθηκε στον δρόμο μας η μάνατζέρ μας, η Κατερίνα Σταματάκη, η οποία μας έφτιαξε μια περιοδεία εξοντωτική –με την καλή έννοια. Μας εξόντωσε συναισθηματικά, μας ώθησε δηλαδή να δοκιμάσουμε τα όρια των δυνάμεών μας στο 100%. 

Πιστεύω ότι τώρα, μετά από αυτή την περιοδεία, έγινα επαγγελματίας. Και τελικά γύρισα ξέρεις γεμάτη από εμπειρίες στο σπίτι μου. Αλλά και με τη γνώση ότι η επαρχία δεν αποτελεί έναν άλλο κόσμο: είναι ακριβώς όπως και ο αθηναϊκός κόσμος, ως προς το κοινό. Παντού μας ακούν οι ίδιοι άνθρωποι.