Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δρυγιανάκης Κωστής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δρυγιανάκης Κωστής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Οκτωβρίου 2023

Κώστας Παντόπουλος & Κωστής Δρυγιανάκης - Ο Μύθος Του Πενθέα [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το καλοκαίρι του 2019 στο άλμπουμ «Ο Μύθος Του Πενθέα», το οποίο κυκλοφόρησε το label Ήχοι Κάτω Από Το Σπίτι, μαζεύοντας αδημοσίευτες ηχογραφήσεις του Κωστή Δρυγιανάκη και του Κώστα Παντόπουλου από το 1989 –λίγο μετά το τέλος του σημαντικού γκρουπ Οπτική Μουσική.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία απεικονίζει τον Κωστή Δρυγιανάκη και ανήκει στον Θάνο Λαΐνα 


Σε κάποιο σημείο, οι άνθρωποι του εγχώριου μουσικού Τύπου μάθαμε να χρησιμοποιούμε σχετικώς σωστά τις λέξεις «πειραματισμός» και «πειραματικό» για να αναφερθούμε σε ένα συγκεκριμένο ηχητικό φάσμα –έστω και αποδίδοντας στα ελληνικά ό,τι ο διεθνής Τύπος κατέτασσε στο «experimental». Δεν κράτησε όμως πολύ, καθώς το ιντερνετικό μπαμ οδήγησε γοργά σε πλήθος κειμένων στα οποία αναγορεύτηκε σε «πειραματισμό» ό,τι ξέφευγε από τα (κατά βάση στενά, ενίοτε και στεγνά) γούστα του εκάστοτε συντάκτη. 

Ωστόσο, στην κατ' εξοχήν εποχή δράσης της βολιώτικης μπάντας Οπτική Μουσική κατά τη δεκαετία του 1980, ο όρος ευσταθούσε χωρίς να ξεχειλώνει· και περιέγραφε με αρκετή επάρκεια τόσο τις ηχογραφήσεις μεταξύ 1984 και 1987 που μαζεύτηκαν αργότερα (2017) στη συλλογή Τα Πρώτα Λόγια και στην κασέτα «Λίθον, Ον Απεδοκίμασαν Οι Οικοδομούντες», όσο και το –ιστορικό, πλέον– άλμπουμ Τόμος 1 (1987). 

Ο Μύθος Του Πενθέα έρχεται βέβαια να διηγηθεί μια χωριστή ιστορία, αλλά έχει άμεση συνάφεια με τις ζυμώσεις της άνωθεν εποχής: τόπος παραμένει ο Βόλος, ο χρόνος είναι κοντινός (1989), ως κινητήριος μοχλός εξακολουθεί να λειτουργεί η παρουσία του Κωστή Δρυγιανάκη, ο Κώστας Παντόπουλος ανήκει σε όσους εμπλέχτηκαν με εκείνη τη φάση της Οπτικής Μουσικής (που είχε λήξει μέσα στο 1988). Υπάρχουν όμως και σημαντικές διαφοροποιήσεις, που –ιδωμένες από τη σημερινή σκοπιά, τώρα που αποκαλύπτονται όσα έμειναν από τις τότε ηχογραφήσεις (οι οποίες ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν)– εξασφαλίζουν στον δίσκο μια πολύτιμη αυτοτέλεια. Με λίγα λόγια, ο Μύθος Του Πενθέα δεν είναι ούτε τα απόνερα της Οπτικής Μουσικής, ούτε κάποιος χαμένος κρίκος με τη μετέπειτα δράση του Δρυγιανάκη στους Γκραφίτι (έστω κι αν εντοπίζονται επιρροές στο άλμπουμ τους Εγκαίνια του 1991).

Εδώ, λ.χ. τηρούνται ευδιάκριτες αποστάσεις με τον πειραματισμό που χαρακτήρισε τη δράση της Οπτικής Μουσικής: τα άτιτλα κομμάτια που μπαίνουν στις θέσεις 2, 5 και 6 του CD, συνηγορούν σε ό,τι το συνοδευτικό της έκδοσης σημείωμα περιγράφει ως «άνοιγμα σε κατευθύνσεις που έμοιαζαν πιο εύληπτες». Είναι βεβαίως αλήθεια ότι και στα χρόνια των Οπτική Μουσική φτιάχτηκαν πράγματα από τα οποία δεν έλειπε μια παλλόμενη αμεσότητα, ωστόσο στον Μύθο Του Πενθέα τα τρία Yamaha (DX7, RX5 και TX81Z), το Korg DS8 και ο υπολογιστής Atari 1040ST, πάνε το πράγμα αλλού, αξιοποιώντας μια τεχνολογία αιχμής: «μας ενθουσίασε η δυνατότητα που μας έδινε ο υπολογιστής να υλοποιούμε τις ιδέες μας, πολλές από τις οποίες ήταν έτσι κι αλλιώς αδύνατο να αποδοθούν από ζωντανούς μουσικούς». 

Πώς τα έφερε η ιστορία, εκείνοι οι πρωτοπόροι ήχοι θεωρούνται πλέον vintage, είναι δε ένα οικείο vintage για όσους νεότερους έμελλε να γαλουχηθούν με τα ηλεκτρονικά των 1990s ή/και να ανακαλύψουν τα ηλεκτρονικά των 1970s. Ίσως στις σχετικές συγκρίσεις ο Μύθος Του Πενθέα να βγαίνει κομματάκι «ξερός», πάντως δεν έχει χαθεί ο αρχικός του παλμός, που βοηθάει το σύγχρονο αυτί να στήσει την απαραίτητη γέφυρα επικοινωνίας.

Ο Δρυγιανάκης, ασφαλώς, γνώριζε ήδη πολύ καλά τα πεπραγμένα των Tangerine Dream, τα οποία είχαν ενημερώσει τόσο την πρώιμη δράση του με τους Blue Encephalitis, όσο και μια οπτική αίσθηση για τη μουσική, με καταβολές στις αισθητικές ιδέες του γερμανικού γκρουπ για ένα «soundtrack χωρίς εικόνα». Αλλά στον Μύθο Του Πενθέα βρίσκεται μακριά από τέτοιες συλλογιστικές: αν επιστρέφει κάπου, είναι στους ΊγκοΠίγκο, τους οποίους διατηρούσε μεταξύ 1981 και 1983 –παρέα με τον Παντόπουλο κατά κύριο λόγο, παρά την ανά περιστάσεις παρουσία του Νίκου Ξηράκη ως τρίτου μέλους. Κι αν πρέπει να οριστεί ένα επιδραστικό διεθνές πρότυπο, αυτό είναι ο Jon Hassell και οι δίσκοι του στην αρχή της δεκαετίας του 1980. 

Είναι δηλαδή τα αυτοσχέδια όργανα των ΊγκοΠίγκο, η «χειροτεχνική» τους προσέγγιση και η δική τους εκδοχή για το «ανορθόδοξο» που απηχούνται στο ξάνοιγμα το οποίο ακούμε εδώ προς τους ήχους των παραδόσεων της Ασίας και της Αφρικής. Μάλιστα, η κίνηση απέφυγε να καταφύγει στo κολλάζ και αναδείχθηκε έτσι λίαν επίκαιρη, καθώς περνούσαμε τότε από τον Hassell και το περιθωριακό ενδιαφέρον της Δύσης για τη μουσική εθνογραφία (δίσκοι της Ocora, της Lyrichord κτλ.) σε μια φάση ευρύτερης και αμεσότερης ενασχόλησης, στην οποία πρωτοστάτησε η επιτυχία του Graceland του Paul Simon (1986) και το ξεκίνημα της Real World του Peter Gabriel (1989). Παραμένει δε έτσι και σήμερα, καθώς –παρά τις διακυμάνσεις ενδιαφέροντος του Δυτικού ακροατηρίου– έχει πλέον παγιωθεί η πεποίθηση πως πολλά ενδιαφέροντα συμβαίνουν έξω από τη σφαίρα αντίληψης των μεγάλων μουσικών sites της Αμερικής και της Βρετανίας. 

Διαθέτει λοιπόν μια αυταξία ο Μύθος Του Πενθέα. Ήταν ηχογράφημα απίθανα σύγχρονο σε σχέση με το τι συνέβαινε εντός Ελλάδος το 1989, το οποίο άνοιγε γενναίο διάλογο με τις εξω-Δυτικές μουσικές αναζητήσεις της εποχής. Έστω κι αν βάλουμε έναν αστερίσκο στο «γενναίο», με βάση αφενός την παραδοχή των Παντόπουλου & Δρυγιανάκη ότι δούλεψαν τότε και με πιο τολμηρές ιδέες από όσες αποτυπώνονται εδώ και την εκ των υστέρων επίγνωση, αφετέρου, ότι δεν επιτεύχθηκε ποτέ πλήρης σύγκλιση με το Μπαλί ή το Μπαμακό, παρά με μία ακόμα προσπάθεια του Δυτικού νου να διαφύγει του βάρους της καθημερινότητας. Σίγουρα, επίσης, έχει χαθεί από ό,τι ακούμε η όποια διασύνδεση είχαν κατά νου οι δύο συνεργάτες με την αρχαία ελληνική ιστορία του Πενθέα, του μυθικού βασιλιά της Θήβας που τα έβαλε με τον θεό Διόνυσο. 

Σε κάθε περίπτωση, μένουμε με ένα άλμπουμ που καταφέρνει να ακούγεται φρέσκο και περιπετειώδες, παρά την τόση ανάλογη μουσική την οποία έχουμε ακούσει από το 1989 μέχρι τις μέρες μας. Και αυτή είναι η μεγάλη του αισθητική δύναμη, πέρα από την αδιαφιλονίκητη θέση την οποία καταλαμβάνει πλέον στο παζλ της σύγχρονης ελληνικής δημιουργίας. 

05 Μαΐου 2023

Γιάννης Ισούφης, Μητσάρας Λάζος & Θανάσης Λαβίδας – Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί... Τραγούδια Και Σκοποί Των Ελλήνων Ρομά Από Τους Σοφάδες Καρδίτσας (1992) [δισκοκριτική, 2015]


Μια κριτική μου από το 2015 σε μια πολύ ιδιαίτερη συλλογή ηχογραφήσεων του 1992, την οποία επιμελήθηκαν ο Κωστής Δρυγιανάκης με τον Βαγγέλη Μπαντελά για την Εκδοτική Δημητριάδος, που την κυκλοφόρησε σε βιβλίο και CD.

Υπό τον τίτλο «Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί...», λοιπόν, μαζεύτηκαν εδώ τραγούδια και σκοποί των Ελλήνων Ρομά από τους Σοφάδες της Καρδίτσας –όπως δηλώνει και ο υπότιτλος. Συγκροτώντας το πορτρέτο ενός χαμένου μουσικού κόσμου, τον οποίον εκπροσωπούν οι πρωταγωνιστές του άλμπουμ: ο (εικονιζόμενος άνωθεν, με τη γυναίκα του) Γιάννης Ισούφης, ο Μητσάρας Λάζος και ο Θανάσης Λαβίδας.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το αρχειακό υλικό που έδωσαν οι επιμελητές στον Τύπο, ενόψει της παρουσίασης της έκδοσης


Ο χρόνος, στην παρούσα έκδοση, είναι κάτι το ρευστό. Ξεχνιέσαι καθώς ακούς, παρασυρμένος από τη ζωντάνια του δίσκου, και νιώθεις πως κινείσαι στο παρόν· βρίσκεσαι όμως 23 χρόνια πριν. 

Μάλιστα, διαβάζοντας τα συνοδευτικά κείμενα, δεν αργείς να συνειδητοποιήσεις πως στην πραγματικότητα βρίσκεσαι ακόμα πιο πίσω: ο κόσμος του (βασικού τραγουδιστή) Μητσάρα Λάζου είναι ένας κόσμος που δύει. Ο ίδιος έχει πλέον αποσυρθεί λόγω εμφράγματος όταν γίνεται η ηχογράφηση και θα πέθαινε 3 χρόνια αργότερα (1995), έτος στο οποίο έφυγε και ο Γιάννης Ισούφης. Μόνο ο Θανάσης Λαβίδας ζει από τους κύριους συντελεστές, όντας στα 63 καθώς γράφονται τούτες οι γραμμές. Όμως δύει και η γενικότερη αισθητική την οποία εκπροσώπησαν αυτοί οι καλλιτέχνες, μιας και οι Ρομά μουσικοί της περιόδου εγκατέλειπαν τότε τα παιξίματα α-λα-τούρκα και περνούσαν προς τη σχολή Βασίλη Σαλέα. Η επικράτησή της θα φέρει τελικά (μια κάποια) πανελλαδική ομογενοποίηση, καθώς και τη σύγκλιση με τη Δύση.   

Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι υπάρχει μια δεδομένη αξία στο Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί, καθώς παρουσιάζει ένα από τα λιγότερα φωταγωγημένα κομμάτια του ευρύτερου λαϊκού μας πολιτισμού, σε μια κρίσιμη καμπή για το τοπικό ιδίωμα που ανθούσε στους Σοφάδες της Καρδίτσας. Συχνά, βέβαια, τέτοιοι δίσκοι έχουν ακαδημαϊκό μόνο ενδιαφέρον, καθώς προτάσσουν το «πολύτιμο για την έρευνα», παραγκωνίζοντας τον παράγοντα της ακουστικής ευχαρίστησης. Εδώ, όμως, δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο: υπό την αιγίδα της Εκδοτικής Δημητριάδος, οι επιμελητές Βαγγέλης Μπαντελάς & Κωστής Δρυγιανάκης προσφέρουν ένα άλμπουμ που δεν ξεχνά να είναι απολαυστικό. Συγκλονιστικά απολαυστικό, μάλιστα, σε ορισμένα του σημεία. 

Ο χρόνος διαθέτει εντωμεταξύ μία ακόμα διάσταση, εκείνη της συγκεκριμένης στιγμής. Δεν εισπράττεις δηλαδή εδώ ακριβώς αυτό που θα άκουγες σε ένα Ρομά γλέντι του 1992. Όχι μόνο γιατί λείπει το κοινό, αλλά και γιατί λείπει ο ηλεκτρισμός, που ήδη είχε επικρατήσει στα πανηγύρια. Ο Κώστας Λαβίδας (αδερφός του Θανάση) πιάνει μεν την ηλεκτρική κιθάρα στο καταπληκτικό "Τούνγκε Τούνγκε", είναι όμως το μόνο παράδειγμα τέτοιας παρουσίας στα περιεχόμενα. 

Ως έναν βαθμό, επομένως, Μπαντελάς & Δρυγιανάκης «επέβαλλαν» μια αισθητική προτίμηση για κάτι το ακουστικό, την οποία φυσικά δέχτηκαν οι συμμετέχοντες· με αποτέλεσμα έναν δίσκο που ναι μεν αποτελεί αξιόπιστο πορτρέτο των γαμήλιων (κυρίως) τραγουδιών τα οποία παίζονταν κάποτε σε εκείνο το κομμάτι της Θεσσαλίας, μα ταυτόχρονα είναι και κάτι το μοναδικό, συγκρινόμενο π.χ. με τις κασέτες που κυκλοφορούσαν τότε Ρομά καλλιτέχνες σε τοπικές εταιρείες. 

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι όμως και μία ακόμα διάσταση των περιεχομένων, η οποία ανήκει στο ευρύτερο πλαίσιο διαλόγου που μας απασχολεί τα τελευταία χρόνια και στο διεθνές ποπ/ροκ τερέν: τι είναι ξαναζεσταμένο φαγητό από μία ήδη υπάρχουσα «παράδοση» και τι καινούριο σε σχέση με αυτήν τη «μήτρα», ρωτάμε εκεί –το ίδιο ρωτάμε κι εδώ, βγάζοντας βέβαια τη λέξη παράδοση από τα εισαγωγικά της. 

Με μια σχετική ακρίβεια, λοιπόν, μπορούμε να ορίσουμε την παρουσία του Μητσάρα Λάζου ως κομβικής σημασίας, αναγορεύοντάς τον σε τραγουδοποιό που βρήκε πώς να πατήσει μεταξύ παραδοσιακού και νεωτερικού διατηρώντας τον απαραίτητο ερωτισμό που χρειάζεται μια τέτοια σχέση, ώστε να καταστεί δυναμική: η παράδοση του πρόσφερε πρότυπα και μηχανισμούς κι εκείνος έφτιαξε τα δικά του τραγούδια με αυτούς, με την οπτική του στον στίχο, τμήμα της οποίας ήταν και η έκφραση στα ρομάνι. Προφανώς πολύ πριν ο Καιρός Των Τσιγγάνων του Εμίρ Κουστορίτσα και το κατά Goran Bregović "Ederlezi" δημιουργήσουν τον ρομαντικό εξωτισμό που γοήτευσε τα μεγάλα ακροατήρια, οδηγώντας στο τηλεοπτικό κρεσέντο των Ψιθύρων Καρδιάς

Λυπάσαι έτσι που βρίσκεις εδώ τον Μητσάρα Λάζο σε κάμψη. Παραμένει μεν ένας υποβλητικός τραγουδιστής, μα σε γενικές γραμμές το νιώθεις πως το ζενίθ του έχει πια περάσει. Μέχρι βέβαια το σημείο εκείνο όπου η φωνή του ξεπηδά μέσα από μια διήγηση για το γαμήλιο έθιμο της κίνα, για να πει το "Σαράντα Φαμιλιά Ρομά" –το τραγούδι δηλαδή που έλεγε όταν ήταν εν ενεργεία καθώς η οικογένεια αποχαιρετούσε τη νύφη και, κατά τις μαρτυρίες, έκανε τους πάντες να κλαίνε. Είναι απλά καταπληκτικός σε αυτό το στιγμιότυπο: ένας μεγάλος μάστορας της τέχνης του. 

Εξαιρετικός είναι όμως και ο Θανάσης Λαβίδας, όχι μόνο στο ξεσηκωτικό "Τούνγκε Τούνγκε" που ήδη αναφέρθηκε, αλλά και στο "Μεραούλι", όπως και στο θαυμάσιο "Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί", το οποίο δίνει και τον τίτλο στην όλη έκδοση: ναι μεν το λέει και ο Λάζος λίγο πιο κάτω (και το λέει ωραία), προσωπικά όμως προτιμώ το χρώμα της απόδοσης του Λαβίδα. Τέλος, ο Γιάννης Ισούφης, ονομαστός κλαριντζής στα γκαραγκούνικα γλέντια μιας παρελθούσας Θεσσαλίας, λάμπει με το καίριο, καθάριο παίξιμό του στο "Τσιφτετέλι Του Παλιού Λαβίδα": άμα πας στο χωριό Λιοντάρι στην Καρδίτσα και δεν το παίξεις, λέει, «τρως ξύλου». Ίσως δικαιολογημένα, μονολόγησα κι εγώ γελώντας, καθώς το άκουγα.

Είναι ένα θαυμάσιο απόκτημα το Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί, ακόμα κι αν θέλετε να ασχοληθείτε μόνο με τη μουσική και όχι με το παζλ ενός χαμένου κόσμου, που άκμασε στις παρυφές μιας επίσημης λαϊκής κουλτούρας. Θα χάσετε βέβαια έτσι κάτι υπέροχα δρυγιανακικά σχόλια που προσωπικά πολύ αγαπώ, σαν αυτό το «Απομεσήμερο με χειμωνιάτικο ήλιο, αλλά και κρυαδάκι. Στους Σοφάδες υπάρχει μια έντονη και γοητευτική, θα έλεγα, αίσθηση ότι η σύγχρονη ανάπτυξη έχει σταματήσει σε ένα προγενέστερο στάδιο. Έτσι ήταν και το 1992, έτσι είναι και σήμερα, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών». Αλλά, ακόμα κι έτσι, κερδισμένοι θα μείνετε. Και με το παραπάνω.



20 Ιανουαρίου 2023

Διάφοροι - Κατακαημένε Σκόπελε... Επιτόπιες Ηχογραφήσεις Του Μάρκου Φ. Δραγούμη (1967) [δισκοκριτική, 2016]


Η εντύπωση που αποκόμισα από τον μουσικολόγο Μάρκο Φ. Δραγούμη, στη σύντομη γνωριμία μαζί του όταν επισκέφτηκα (το 2008, νομίζω) το «Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ», ήταν ενός αυστηρού μα και ανάλαφρου συνάμα ανθρώπου. Ο οποίος είχε βαθιές γνώσεις πάνω στην εγχώρια παράδοση, συμπεριλαμβανομένων των βυζαντινών.

Η ανακοίνωση του θανάτου του σκόρπισε θλίψη, άσχετα αν ήρθε στα 89, από φυσικά αίτια: θα λείψει ένας σημαντικός και αναντικατάστατος άνθρωπος και μελετητής.

Ως φόρο τιμής, λοιπόν, επιστρέφουμε σήμερα στον δίσκο «Κατακαημένε Σκόπελε...», ο οποίος βασίστηκε σε επιτόπιες ηχογραφήσεις του Δραγούμη στο νησί αυτό των Βορείων Σποράδων. Ο ίδιος τις έκανε το 1967, μα χρειάστηκαν πολλά χρόνια πριν δουν το φως της δημοσίευσης, χάρη στο φροντισμένο βιβλίο/CD από την Εκδοτική Δημητριάδος (2016), που είχε ως «πιλότο» του τον ακούραστο Κωστή Δρυγιανάκη. 

Μια κριτική παρουσίαση πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Μάρκου Φ. Δραγούμη ανήκει στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ


Ίσως γιατί ποτέ δεν τις επισκέφθηκα, οι Σποράδες παρέμειναν σε μια άκρη του μυαλού μου ως ένας τόπος μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, σαν βγαλμένος από τις «Παγανιστικές Δοξασίες στη Θεσσαλική Επαρχία» του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη: λίγο εκείνα τα Δαιμονονήσια, όπως ήταν γνωστές επί Τουρκοκρατίας, λίγο οι διηγήσεις για τον δράκο που κατοικοέδρευε στη Σκόπελο και σκότωσε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ο Άγιος Ρηγίνος, λίγο ότι οι χάρτες στο σχολείο τις αποκαλούσαν «Βόρειες Σποράδες» κι εμείς ψάχναμε με περιέργεια (ματαίως, βέβαια) τις Νότιες, έγινε η δουλειά. Ο Μάρκος Φ. Δραγούμης, από την άλλη –αυτός ο σπουδαίος μουσικολόγος– τις επισκέφθηκε, τη Σκόπελο τουλάχιστον. Και με σχεδόν μισό αιώνα καθυστέρηση μας παρουσιάζει εδώ ένα λίαν ενδιαφέρον πορτραίτο της μουσικής ζωής που κάποτε άνθιζε εκεί. 

Η λαογραφική αξία αυτών των ηχογραφήσεων είναι βέβαια ανεκτίμητη και δεν χωρά στις βαθμολογίες των δισκοκριτικών. Υπάρχει ωστόσο ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό, που δεν είναι πάντοτε δεδομένο σε τέτοιου είδους εκδόσεις: ότι τα όσα ακούμε εδώ τυγχάνουν και «ωραία», είναι δηλαδή ικανά να αγγίξουν και το αυτί του μη ειδικευμένου, απλού ακροατή σε ένα καθαρά συναισθηματικό επίπεδο. Ο τελευταίος, μάλιστα, έχει να ωφεληθεί πολύ από τη συνολική έκδοση των 96 σελίδων, τόσο από τον γλαφυρό πρόλογο του Δραγούμη, όσο και από την εποπτεία του Χρήστου Γ. Καλαντζή στην ιστορία της Σκοπέλου, κυρίως δε από το κατατοπιστικότατο εισαγωγικό κείμενο που υπογράφει ο «πιλότος» της όλης προσπάθειας, ο ακούραστος Κωστής Δρυγιανάκης. Χτίζεται λοιπόν μια πολυσύνθετη εμπειρία, η οποία απευθύνεται και στον εγκέφαλο, μα δεν ξεχνά και την καρδιά. 

Περνώντας στο ψητό, εδώ έχουμε ένα CD με 40 κομμάτια χωρισμένα σε πέντε μεγάλες ενότητες (τραγούδια του Χορού, του Γάμου, του Ετήσιου Εορταστικού Κύκλου, της Θάλασσας και Ξενιτειάς, Αμανέδες), τις οποίες συμπληρώνει ένα μοναχικό νανούρισμα, αφοπλιστικά ερμηνευμένο από τη Μοσχάνθη Σιναΐτη (1912-1996). Πρόκειται για άριστη δόμηση, που επιτρέπει να παρακολουθήσεις πολλές περιστάσεις της σκοπελίτικης καθημερινότητας από όσες έδιναν στους κατοίκους αφορμή για μουσική και τραγούδι. Η όλη υπόθεση, μάλιστα, λαμβάνει αυτομάτως μεγαλύτερες διαστάσεις αν συνειδητοποιήσεις ότι έρχεσαι σε επαφή με έναν κόσμο χαμένο πια ακόμα και για τους ίδιους τους Σκοπελίτες: η ταχεία ομογενοποίηση του εγχώριου λαϊκού πολιτισμού λόγω της τεχνολογίας (ραδιόφωνο, τηλεόραση) και της γενικότερης μείωσης των παλαιών αποστάσεων, έστειλε στη λήθη ένα μεγάλο κομμάτι του ντόπιου ρεπερτορίου. Για τους πρωταγωνιστές όμως αυτού του CD, που δεν έχουν δει το μέλλον, παραμένει μία ζώσα μνήμη. 

Πολύ ενδιαφέρουσα, επίσης, αποδεικνύεται και η τοποθέτηση της μουσικής στο κοινωνικό περιβάλλον μιας εποχής κατά την οποία δεν είχε αναπτυχθεί ο τουρισμός, οπότε ευημερούσαν ακόμα οι τεχνίτες και επαγγελματίες. Οι Σκοπελίτες που ακούμε εδώ ήταν ερασιτέχνες: για εκείνους, η μουσική αποτελούσε μεράκι και τρόπο συμπληρωματικού εισοδήματος. Ασφαλώς, η αριστεία σε ένα όργανο μπορούσε να προσδώσει κύρος εντός κοινότητας· όμως το κυρίως επάγγελμα παρέμενε μια διαφορετική ιστορία. 

Έτσι, ο βιολιστής λ.χ. Κώστας Λιθαδιώτης (1915-2004) διατηρούσε ταβέρνα και ύστερα περίπτερο, ο τραγουδιστής Σπύρος Στιβαχτής (1881-1967) ήταν βοσκός, ενώ ο οργανοπαίχτης/τραγουδιστής Τριαντάφυλλος Μπουνταλάς (1927-2012) υπήρξε εξέχων μικροναυπηγός. Όπως θαυμάσια παρατηρεί ο Δρυγιανάκης, αντιμετωπίζοντας τους ηχογραφούμενους σαν πρόσωπα και όχι σαν ανώνυμο λαό (καταγράφοντας δηλαδή ηλικίες, επαγγέλματα, μορφωτικό επίπεδο κτλ.), ο Δραγούμης αναδεικνύεται σε προδρομική μορφή των πιο σύγχρονων τάσεων στην εθνομουσικολογία/ανθρωπολογία. Εκείνων που μεταθέτουν τη συζήτηση από τις ρίζες στις διαδρομές.

Η κουβέντα για την παρούσα έκδοση, τώρα, δύσκολα τελειώνει. Είναι άλλωστε τόσες οι ιστορίες και οι λεπτομέρειες που μπλέκονται με τα τραγούδια, ώστε δημιουργείται ένας κόσμος ολόκληρος γύρω από το κάθε ένα από αυτά –κόσμος που δεν γίνεται να χωρέσει σε μία κριτική. Κι αν ηχητικά το ευρύ πλαίσιο του πολιτισμού των Σποράδων δείχνει γνώριμο, με την κυριαρχία π.χ. του κλαρίνου και τις μάλλον οικείες, νησιώτικες διαδρομές των βιολιών, τα όσα ανθολογούνται εδώ έχουν αρκετή αυτόνομη ομορφιά και «χρώμα», ώστε να τέρπουν και δίχως καμία από τις παραπάνω αναλύσεις. 

Μερικά χαρακτηριστικά καλούδια είναι τα "Παίρνω Τ' Αρμιδάκι Μου" και "Περιβολαριά Μου" με τη φωνή του Μπουνταλά, το "Χίλια Καλώς Ορίσετε" με την Ευλαλία Παχή, τα εποχιακά "Σήκω Λάζαρε" και "Άιντε Να Πάμε, Βλάχα" με τη Διαμαντούλα Κεχριώτη (το δεύτερο σε ντουέτο με τον σύζυγό της, Μιχάλη), ο αμανές "Δεν Ημπορώ Να(ι) Κλαίγω Πια" με τον εντυπωσιακό Νίκο Κορέντη, αλλά και τα υπέροχα κάλαντα των Φώτων όπως τα λέει ο Στιβαχτής, ο οποίος τραγουδά επίσης και το ρεμπέτικο "Τι Σου 'Φταιξα, Κυρ Λοχαγέ" –δείγμα ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 στη ζωή του νησιού είχε εισέλθει κι ένα πιο «εθνικό» ρεπερτόριο. 

Ιδιαίτερη αξία έχουν όμως και οι δύο καταγεγραμμένες αφηγήσεις, που  σωστά επιλέχθηκε να φιλοξενηθούν, αφού τρόπον τινά συμπληρώνουν ένα ζωντανό παζλ γύρω από τη γενικότερη καθημερινότητα στο νησί στους παλιότερους καιρούς: στη μία, ο Μπουνταλάς μας ξεναγεί στο έθιμο της τράτας· στην άλλη, ο Παρίσης Βαλσαμάκης (1897-1989), ο αφανής «ήρωας» πίσω από τις παρούσες ηχογραφήσεις, μιλάει για το αλλοτινό ζύγισμα του κρασιού. Του προϊόντος δηλαδή για το οποίο φημιζόταν η Σκόπελος ήδη από την αρχαιότητα (πριν τη ναυτική άνοδο της Αθήνας, η πόλη-κράτος Πεπάρηθος πλούτισε εμπορευόμενη τον ξακουστό «πεπαρήθιο οίνο»), μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή των αμπελώνων της από φυλλοξήρα. Καθώς αυτή είχε συντελεστεί όταν ο Δραγούμης επισκέφθηκε το νησί, ο Βαλσαμάκης διηγείται κάτι ήδη χαμένο (εξ ου και το «αλλοτινό»), που όμως λόγω ηλικίας είχε προλάβει να το βιώσει, έστω και στη ραγδαία του παρακμή.  

Περιττεύει να πω πόσο πολύτιμες υπηρεσίες προσφέρει μια τέτοια έκδοση στον τόπο μας, στον πολιτισμό μας, στο πώς νοούμε, κατασκευάζουμε και εν τέλει αποτιμούμε την παράδοσή μας, στο τι μπορεί να γίνεται εκείνη πέφτοντας στον ορμητικό χείμαρρο της Ιστορίας (εδώ ας πούμε εξαφανίζεται, πριν καν έρθει η Παγκοσμιοποίηση): είναι πολύ εύστοχη η φράση «για την αναβάθμιση της πνευματικής ζωής της ευρύτερης περιοχής» που χρησιμοποιεί στον χαιρετισμό του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδας κ. Χρυσόστομος. Όσο για εμένα, ξαναγυρνώντας στις σκέψεις της εισαγωγικής παραγράφου, νομίζω ότι η κυκλοφορία αυτή τόνωσε λίγο περισσότερο τις φανταστικές ιδιότητες που έχουν αποκτήσει οι Σποράδες στο μυαλό μου. Κάτι που πάντα για καλό το έχω. 



28 Απριλίου 2021

Διάφοροι: Ὕμνοι Τοῦ Πάθους Καί Τῆς Ἀνάστασης Ἀπό Ναούς Τῆς Ἀνατολικῆς Θεσσαλίας [δισκοκριτική, 2014]


Ξεκίνησε λοιπόν και η φετινή Μεγάλη Εβδομάδα, η οποία θα οδηγήσει σε ένα ακόμα Πάσχα στην Πόλη, αποθαρρύνοντας όσους έλπιζαν σε Πάσχα στο Χωριό, άρα σε εξάλειψη των πολλών-πολλών συνεπειών του κορωνοϊού. Τυπικά τουλάχιστον, γιατί η αίσθησή μου είναι πως ήδη υπήρξαν αρκετές κινήσεις φυγής από την πρωτεύουσα.

Από την άλλη, υπάρχουμε κι εμείς που έτσι κι αλλιώς κάναμε Πάσχα στην Πόλη. Και για μας βέβαια έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες –για όσους τέλος πάντων παίρνουμε στα σοβαρά την όλη ιστορία και αποφεύγουμε ακόμα και τους προβλεπόμενους συνωστισμούς στα οικογενειακά τραπέζια. Γιατί, εκτός από τους παράνομους συνωστισμούς, υπάρχουν και οι νόμιμοι: στις εορταστικές συνεστιάσεις μην και ξεσηκωθεί ο Νεοέλλην, στα ελλιπή μέσα μαζικής μεταφοράς της πρωτεύουσας μην και θιχτεί ο ιστός της εργασίας κ.ο.κ.

Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, κάποιες αγαπημένες συνήθειες της περιόδου μένουν ακλόνητες. Είναι ο καιρός λ.χ. να βγουν από το ράφι τα Πασχαλιάτικα της Δόμνας Σαμίου (1998), καθώς και δίσκοι με θρησκευτικό ρεπερτόριο της Μεγάλης Εβδομάδας. 

Ανάμεσα στους τελευταίους, περίοπτη θέση τα τελευταία χρόνια έλαβε η έκδοση του τομέα Τομέα Ψαλτικής & Μουσικολογίας της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου  Ὕμνοι Τοῦ Πάθους Καί Τῆς Ἀνάστασης Ἀπό Ναούς Τῆς Ἀνατολικῆς Θεσσαλίας (2014), με επιτόπιες ηχογραφήσεις που έκανε ο Κωστής Δρυγιανάκης από το 1991 ως το 2002. Ο ίδιος ανέλαβε και τον σχολιασμό στο συνοδευτικό βιβλιαράκι (μαζί με τον Κωνσταντίνο Χ. Καραγκούνη), «ξεναγώντας» μας σε ένα προσωπικό ημερολόγιο με πολλές ενδιαφέρουσες επισημάνσεις.

Μεγάλη Τετάρτη λοιπόν σήμερα, αφορμή καλή για μια επαν-επίσκεψη σε αυτόν τον καταπληκτικό δίσκο, μέσω της κριτικής που είχα γράψει πίσω στο 2014 για λογαριασμό του Avopolis. Η οποία αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Κωστή Δρυγιανάκη ανήκει στην Olya Gluschenko


Όταν πια τα πάντα έχουν κλωθογυρίσει στο πλυντήριο του νου και οι σημειώσεις ακρόασης δεν επιδέχονται άλλων τροποποιήσεων, το συμπέρασμα στέκει μπροστά σου λαμπερό, ακλόνητο· και κάθε απόπειρα να το ψειρίσεις περισσότερο, απλά το δικαιώνει. Δικαιώνει –εν προκειμένω– την αληθινή προσφορά αυτής της έκδοσης (2CD + βιβλίο 160 σελίδων) στον εγχώριο πολιτισμό. Κι εννοώ εδώ τον ζώντα πολιτισμό της παράδοσής μας, όχι όσα βαρύγδουπα και θολά προβάλλει ο επίσημος λόγος μιας πολιτείας που αισθανόταν (κι αισθάνεται) άβολα με ό,τι συγκροτεί τη νεοελληνική ταυτότητα.
 
Περιέχει πολλές συγκινήσεις αυτό το προσωπικό ημερολόγιο του Κωστή Δρυγιανάκη, το οποίο καταγράφει τις μεταξύ 1991 και 2002 περιπλανήσεις του στο κομμάτι της Θεσσαλίας που ορίζεται από τον Τύρναβο Λαρίσης ως το νότιο άκρο της Μαγνησίας και από τον Λαύκο του Πηλίου ως (σχεδόν) τα Φάρσαλα. Κι έχει μεγάλη σημασία να τονιστεί η συγκεκριμένη διάσταση  του ημερολογίου. 
 
Γιατί δεν έχουμε εδώ κάποια εξαντλητική μελέτη της ψαλτικής τέχνης, μα μια ανθολογία που γεννήθηκε όταν ο Δρυγιανάκης έσκυψε –με τα μυαλά πια του 2013– πάνω σε ένα αρχείο λαθραίων (κυρίως) ηχογραφήσεων, το οποίο ξεκίνησε να συγκροτεί όταν ακόμα είχε ελάχιστη σχέση με το αντικείμενο. Ο ίδιος μας εξηγεί πολύ ωραία τις σκέψεις του, τη μεθοδολογία και τους προβληματισμούς του, σε ένα υποδειγματικό εισαγωγικό κείμενο. Οπότε έχει περισσότερη σημασία για μας το ότι κινείται προς μια ανθρωπολογία της ψαλτικής, ακολουθώντας τη «γραμμή» που χαράχτηκε ήδη το 1935 από τη Μέλπω Μερλιέ, μα εξακολουθεί να σπανίζει στη δισκογραφία: μελετά δηλαδή την προφορική παράδοση της ψαλτικής τέχνης, τη λεγόμενη λατρευτική (σε αντιδιαστολή με τη συναυλιακή) ψαλτική.
 
Επιπλέον, μεγάλη σημασία για τα όσα ακούμε έχει ότι καταγράφηκαν από έναν άνθρωπο σαν τον Κωστή Δρυγιανάκη. Για πολλούς λόγους. Πρώτα-πρώτα, η παράλληλη εντρύφησή του στον μουσικό πειραματισμό του 20ου αιώνα του επέτρεψε να εντάξει στις ηχογραφήσεις τον γενικότερο ηχητικό κόσμο των λατρευτικών δρώμενων: π.χ. τους πιστούς, τους θορύβους του περιβάλλοντος, την αισθητική που επιβάλλει η ίδια η αντήχηση των ναών ή και η ηχητική τους  εγκατάσταση ακόμα. Συμπληρωματικά, η εξοικείωσή του με το έργο του Γιάννη Χρήστου και του Wolf Vostell τον βοήθησε, όπως ο ίδιος αναφέρει, να εκτιμήσει και τις στιγμές εκείνες όπου η ψαλτική τέχνη έδωσε τη θέση της «σε μια άφωνη τελετουργική επιτέλεση, όπως η Αποκαθήλωση». 
 
Δεύτερον, γιατί τα σχόλιά του δεν δίστασαν να ξεφύγουν των απαραίτητων τυπικών πληροφοριών, μεταδίδοντας κάτι από το γενικότερο κλίμα της ηχογράφησης. Για παράδειγμα, εκείνο το «συννεφιασμένο απόγευμα στις αρχές του Απρίλη με ελάχιστο κόσμο στην εκκλησία και ημίφως» προσφέρει στην ήδη εκπληκτική εκτέλεση του Στέφανου Μάργαρη στο "Κύριε, Τα Τελεώτατα Φρονείν" (Άγιος Αθανάσιος, Σταγιάτες Πηλίου, 1996) μία επιπλέον διάσταση. Κι αυτό το «η Βρύναινα, ορεινό χωριό στις πλαγιές της Γούρας, παράγει εξαιρετικό μέλι και τσάι του βουνού» εικονοποιεί άμεσα τον κόσμο στον οποίον ανασαίνει το "Προφητεία Ιεζεκιήλ-Απόστολος". 

Τρίτον, γιατί μερικές εκλογές φαίνεται να έγιναν στη βάση ενός ορθότατου ενστίκτου: «με κέρδισε αμέσως ο ιερέας [στη Νεράιδα Φαρσάλων], η καθαρή ματιά του, η απλότητα και η πραότητα», γράφει ο Δρυγιανάκης στις σημειώσεις για το "Σήμερον Κρεμάται Επί Ξύλου..." (Άγιος Δημήτριος, Νεράιδα Φαρσάλων, 1999), «αποφάσισα ότι έπρεπε να συμπεριληφθεί στις Μεγαλοβδομαδιάτικες ηχογραφήσεις μου». Κι έτσι κερδίσαμε κι εμείς μία από τις πιο συγκλονιστικές εκτελέσεις που φιλοξενούνται εδώ.
 
Ασφαλώς, στη βάση μιας τέτοιας καταγραφής δεν βρίσκεται το «ωραίο» –ή, εν πάση περιπτώσει, δεν βρίσκεται μόνο αυτό. Αρκετά από όσα ακούμε περιέχουν λάθη και ατέλειες, ενώ κάποια είναι πολύ ενδιαφέροντα για τα όσα μάς μαρτυρούν, αλλά όχι «ευχάριστα» στο αυτί, το δικό μου τουλάχιστον. Με όρους ας πούμε πνευματικότητας και προσευχής, αληθεύει πως η εκτέλεση στο "Τέλος Του Απόδειπνου" (Άγιος Γεράσιμος, Μακρυνίτσα, 1996) είναι ασυναγώνιστη· εντούτοις, βρισκόμαστε στα όρια της ακουστότητας. Αναλόγως, στα "Πασαπνοάρια-«Σήμερον Συνέχει Τάφος...»" αποτυπώνεται εξαιρετικά ο ψαλτικός υπερπληθυσμός από ευκαιριακούς, ενθουσιώδεις συμμετέχοντες· αλλά ταυτόχρονα, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Χ. Καραγκούνης, «κατανοούμε γιατί η Εκκλησία ανέδειξε τους ψάλτες, προκειμένου ν' αποφύγει την ακαταστασία που μπορεί να δημιουργηθεί από ένα ένθερμο, ενθουσιασμένο εκκλησίασμα, το οποίο επιθυμεί να ψάλλει χωρίς επίγνωση των δυσκολιών». Παρεμπιπτόντως, ο σχολιασμός του Καραγκούνη αναδεικνύεται σε πολλά σημεία καίριος και οξυδερκής, συμπληρώνοντας ιδανικά τα κείμενα του Δρυγιανάκη.
 
Παρά ταύτα, η μεγάλη επιτυχία βρίσκεται θεωρώ στην ικανότητα πρόσδεσης του λαογραφικώς/ανθρωπολογικώς σημαντικού στο αισθητικώς ωραίο. Πρόκειται για χαρακτηριστικό που απουσιάζει ηχηρά από δίσκους με αρχειακές καταγραφές, οι οποίοι συχνά κρίνονται με βάση την αξία του υλικού για έναν μικρό κύκλο μελετητών, παρά με βάση τη συγκινησιακή δυναμική αυτού –που συνήθως αποδεικνύεται μικρή, έως αμελητέα. Τα παραδείγματα, πάρα πολλά.
 
Είναι λ.χ. διαρκής η εντύπωση που αφήνει η εκτέλεση του Ιδομενέα Κασσαβέτη στο "Τον Νυμφώνα Σου Βλέπω" (Δώδεκα Απόστολοι, Αγριά, 1997), σε άψογο θεσσαλονικιώτικο στυλ. Ο Θεόδωρος Μυλωνάς ψάλλει το "Πάσα Η Κτίσις Ηλλοιούτο Φόβω" (Τίμιος Πρόδρομος, Ανακασιά, 1991) κατά λαμπρό πατριαρχικό τρόπο, ενώ εκπληκτική αναδεικνύεται η συνύπαρξη δυτικοευρωπαϊκών και βυζαντινών στοιχείων στην εκτέλεση του "Πασαπνοάρια-«Εν Ταις Λαμπρότησι Των Αγίων Σου»" (Άγιος Γεώργιος, Τύρναβος, 1994). Στο "Ω Της Ιούδα Αθλιότητος!" (Άγιος Γεώργιος, Κάπουρνα, 1999) ο Αντώνης Αναστασίου χάνει ίσως σε κατάρτιση, καταπλήσσει όμως με τις γέφυρες τις οποίες ρίχνει προς το δημοτικό τραγούδι. Ο Απόστολος Νίτης, πάλι, αποδεικνύεται αφοπλιστικός στο "Ω! Πώς Η Παράνομος Συναγωγή" (Άγιος Δημήτριος, Άγιος Λαυρέντιος Πηλίου, 1996), το ντουέτο Μιχάλη Γονδουλάκη & Κατερίνας Αγγελοπούλου στο "Σε Τον Αναβαλλόμενον Το Φως Ώσπερ Ιμάτιον" (Άγιος Νικόλαος, Σέχι, 2002) στέκει ως μια πραγματικά ιδιαίτερη νότα, το "Φωτίζου, Φωτίζου" («Κάτω» Παναγία, Ξενιά, 1996) είναι η καλύτερη από τις γυναικείες ψαλμωδίες που φιλοξενούνται εδώ –ανεπιτήδευτη, ιεροπρεπής, με χορό μοναστικού τύπου– ενώ ο "Κατηχητικός Λόγος" (Άγιος Γεώργιος, Ελευθεροχώρι, 1999) συνιστά ένα βαθιά βιωματικό δείγμα εκκλησιαστικού λόγου: θαυμάσιος αναγνώστης ο πατήρ Γιώργης Μπουκουβάλας, μα και «πομπός» των εμπεριεχόμενων θεολογικών εννοιών. 
 
Εάν λοιπόν απομείνει κάτι όρθιο μέσα στην τρέχουσα λαίλαπα της χρεοκοπίας και των μνημονίων και υπάρξει τελικά ένα κάποιο μέλλον σε αυτόν τον τόπο, εκτιμώ ότι η παρούσα δουλειά του Κωστή Δρυγιανάκη θα (πρέπει να) καταστεί σημείο αναφοράς για το πώς αντιλαμβανόμαστε/καταγράφουμε/επεξεργαζόμαστε την εκκλησιαστική μας μουσική στον 21ο αιώνα. Κι αν θέλετε, οτιδήποτε άλλο λογίζουμε ως παράδοση σε ένα σημείο της ιστορίας μας όπου οι νέοι άνθρωποι γυρίζουν μαζικά την πλάτη τους σε τέτοια πράγματα, έχοντας λόγους (κάποιους καλούς, άλλους κακούς) να αισθάνονται εγγύτερα σε όσες τάσεις εισβάλλουν από την Εσπερία.