29 Οκτωβρίου 2022

Πολυξένη Καράκογλου - Πολύχρωμες Ζακέτες [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από τo 2019 στο άλμπουμ «Πολύχρωμες Ζακέτες» της Πολυξένης Καράκογλου: μία από τις καλύτερες γυναικείες φωνές που ακούσαμε τα τελευταία χρόνια στο εγχώριο τραγούδι, η οποία δεν ευτύχησε όμως ως προς το υλικό.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Ποδαρικό με το δεξί στη δισκογραφία για την Πολυξένη Καράκογλου, με βήμα σταθερό και γενναίο. Αλλά, ενώ δεν έχει καλά-καλά διαβεί το κατώφλι, σκουντουφλά, αφήνοντας στον ακροατή τις δύσκολες αποφάσεις: θα της δώσει μια χείρα βοηθείας να σταθεί; Ή θα την αφήσει να πέσει, ως ένα ακόμα από τα χαμένα έντεχνα στοιχήματα του 21ου αιώνα;

Πέρα από ντεμπούτο της Καράκογλου, ωστόσο, οι Πολύχρωμες Ζακέτες αποτελούν και ενδιαφέρουσα μικρογραφία των δημιουργικών ανησυχιών που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στο κυρίως εκεί έξω. 

Το «κυρίως εκεί έξω» είναι βέβαια ένας αδόκιμος όρος. 

Ελλείψει καλύτερου, όμως, ας αφεθεί σε αυτόν να διασαφηνίσει ότι δεν αναφερόμαστε στα μικρής ή μεσαίας απήχησης ρεύματα που εδράζονται στο αγγλοσαξονικό τραγούδι και συχνά υπερπροβάλλονται ως «καινούριο πράγμα» στον εναπομείναντα μουσικό Τύπο. Αντιθέτως, μιλάμε εδώ για το εν πολλοίς αχαρτογράφητο ηλικιακό φάσμα των 20 με 40, το οποίο ενδιαφέρεται για το (ακόμα κυρίαρχο) ελληνικό τραγούδι, θέλοντας να το οδηγήσει στο επόμενο πιθανό του κεφάλαιο.

Σε μια τέτοια λοιπόν ανάγνωση, οι Πολύχρωμες Ζακέτες είναι το άλμπουμ μιας 25χρονης ερμηνεύτριας, ενός 33χρονου συνθέτη και μιας 40χρονης στιχουργού. Και είναι πραγματικά δύσκολο, όσο και αν μεσολαβεί η παραγωγή μιας έμπειρης εταιρίας (δια χειρός Παρασκευά Καρασούλου), να μη διακρίνεις ότι και η Πολυξένη Καράκογλου και ο Γρηγόρης Πολύζος και η Αθηνά Σπανού κουβαλάνε εδώ το όνειρό τους για το σύγχρονο εγχώριο τραγούδι. 

Ακούγοντας τον δίσκο, σχεδόν οσμίζεσαι τα «καύσιμα» που έχουν προμηθευτεί από το μεγάλο παρελθόν του έντεχνου (κυρίως) ήχου. Αντιλαμβάνεσαι όμως και την αρμονική αφομοίωση των επιρροών, όσο και το ότι έχεις να κάνεις με ανθρώπους που ξάνοιξαν τα αυτιά τους και σε διαφορετικές μουσικές: οι ενορχηστρώσεις του Πολύζου, όπως και οι στίχοι της Σπανού, κομίζουν ένα σύμπαν πιο σύνθετο. Στο οποίο η ελληνική έκφραση συμπορεύεται με ένα πιο λόγιο ή/και πιο τζαζ περιβάλλον (κοντραμπάσο, τσέλο, τρομπέτα, όμποε, βιόλα, τρομπόνι), αλλά και με στίχους ικανούς να ανασχεδιάσουν την κλασική διάταξη ενός μικροαστικού διαμερίσματος σε λαβύρινθο για δύο άτομα ("Καναπές").  

Οι βάσεις λοιπόν είναι καλές και η όλη εμπειρία πραγματικά αναπτερώνεται χάρη στην ερμηνευτική επίδοση της Καράκογλου: καθάρια, μετρημένη και ικανή να απλώνεται δίχως να χάνει τα εκφραστικά της χρώματα, είναι ό,τι ωραιότερο έχουμε ακούσει σε γυναικεία φωνή κατά την τρέχουσα δεκαετία. 

Κι όμως, παρά τα τόσα θετικά, οι Πολύχρωμες Ζακέτες σε αφήνουν με λίγα πράγματα μετά την ακρόαση. Στο καθιερωμένο δηλαδή πείραμα όσων από μας γράφουμε ακόμα κριτικές στα σοβαρά, μέρες μετά τους κύκλους ακροάσεων σημειώνεις ότι σου έχει μείνει μόνο η φωνή της Καράκογλου και ο "Καναπές" –αν γυρίσεις βέβαια στις ορίτζιναλ σημειώσεις σου, θα θυμηθείς και το "Άργος" και το ερωτηματικό που έβαλες στο "Οι Μάχες Μου". 

Τις πταίει; 

Σε μια εύκολη ανάγνωση, φταίνε λίγο οι στίχοι και λίγο το κλίμα. Ο δίσκος αφήνεται να «μελώσει», φέρνοντας στο προσκήνιο εκείνον τον άσχημο έντεχνο κλαυθμό, που δεν κατέχει ούτε τις λεπτές αποχρώσεις της μελαγχολίας, ούτε τα λιτώς άγρια βάθη της θλίψης, ούτε το χατζιδακικό μέτρο –τον Μάνο Χατζιδάκι πολλοί εν τέλει επικαλούνται, μα ελάχιστοι έχουν αληθώς κατανοήσει. 

Οι "Πολύχρωμες Ζακέτες", ας πούμε, διηγούνται μια ιστορία που θυμίζει κομματάκι εκείνη της Dolly Parton στο "Coat Of Many Colors" (1971)· ενώ όμως η Parton συναρπάζει, εδώ η φιγούρα της μάνας μένει στεγνή και στατική και δεν κατανοούμε τι ακριβώς φταίει στην ηρωίδα και κλαίει, πέρα από το ότι πέρασε η παιδικότητά της. Ακόμα και στο "Οι Μάχες Μου", ένα τραγούδι με σαφέστερη κατεύθυνση και με μη ερωτικό περιεχόμενο, η εμφανής αστοχία του μεγαλόσχημου στίχου «το πατρικό μου το χαρίζω σε αντάρτες» θέτει το αποτέλεσμα σε μια αχρείαστα ηρωική τροχιά. 

Σε μια πιο δύσκολη ανάγνωση (με αρκετές παγίδες, ομολογουμένως), ίσως να φταίει και η εποχή. Το ίντερνετ έφερε επανάσταση στις ζωές μας, θρυμμάτισε όμως τον ορίζοντα των μεγάλων κοινών εμπειριών, οι οποίες έμειναν παρούσες μέχρι και τη δεκαετία του 1990. Με αποτέλεσμα πολλοί σύγχρονοι δημιουργοί –και στο δικό μας έντεχνο, αλλά και στη διεθνή pop/rock τραγουδοποιία– να πελαγοδρομούν στιχουργικά σε μια συνεχή ενδοσκόπηση της μικρής, ιδιωτικής τους κλίμακας. Αδυνατούν έτσι να γράψουν κάτι με συνολικότερη οπτική και μαζικότερη αιχμή, απομένοντας λίγοι και εγκαταλείποντας τις ευρύτερες συγκινήσεις στους παλιούς και νέους αστέρες που λαϊκοτροπούν πάνω σε ποπ ενορχηστρώσεις με καθαρά Δυτική λογική. 

Ίσως κάπου εκεί να την πατάνε λοιπόν και οι Πολύχρωμες Ζακέτες, αν και μπορούσαν να τηρήσουν σαφέστερες αποστάσεις από τα όσα φταίνε στο έντεχνο και δεν περπατά πια, παρά την εμμονή συγκεκριμένων «κάστρων» να τα λιβανίζουν. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, μας μένει η φωνή της Πολυξένης Καράκογλου, η οποία μπορεί εμφανώς και για περισσότερα και για καλύτερα. 



26 Οκτωβρίου 2022

Ευρυδίκη - συνέντευξη (2014)


Την Ευρυδίκη (Θεοκλέους) τη γνωρίσαμε ως μεγάλη εγχώρια pop star στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τότε περίπου που μετακόμισε στην Αθήνα (πατρίδα της είναι η Κύπρος) και ρίχτηκε στη δισκογραφία. 

Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, στήνει παραστάσεις που διατηρούν το ευρύτερο pop πρόσημό τους, μα την ίδια στιγμή απηχούν και τις σπουδές μουσικής, θεάτρου και χορού τις οποίες έκανε στο Studio des Variétés του Παρισιού. Μια τέτοια ετοιμάζει και τώρα, λοιπόν, υπό τον τίτλο «La Bohème». Πρόκειται για ένα αφιέρωμα στις μεγάλες δόξες του γαλλικού chanson, που θα τρέξει στο Half Note για 3 παραστάσεις –την Παρασκευή 28/10, το Σάββατο 29/10 και την Κυριακή 30/10.

Η επικαιρότητα αυτή δίνει αφορμή επιστροφής σε μια παλιότερη παράσταση της Ευρυδίκης, η οποία είχε τίτλο «Η Edith, ο Elvis και Ό,τι Αγαπώ» και παρουσιάστηκε στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», στην πλατεία Καρύτση, τον Φεβρουάριο του 2014. Λίγο πριν, λοιπόν, τη συνάντησα για καφέ στο Ελληνικό και κάναμε μια μεγάλη, εφ' όλης της ύλης κουβέντα, καθώς φάνηκε πρόθυμη να μιλήσει ανοιχτόκαρδα για ό,τι είχα να ρωτήσω, δίχως ατζέντα καμιά. 

Η συζήτησή μας εκείνη πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με αφορμή τις εμφανίσεις στο Half Note –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

Οι φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που έχει δοθεί κατά καιρούς στον Τύπο.


Μιας και συναντιόμαστε με αφορμή την επικείμενη εμφάνισή σου στον Παρνασσό, ας αρχίσουμε από εκεί: κατά πόσο θα διαφοροποιηθεί η συναυλία αυτή από το πρόγραμμα με τίτλο «Μπλε Ταξίδι», το οποίο είχες παρουσιάσει πρόσφατα στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο;

Θα είναι βασικά εκείνη η παράσταση, με τη σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου, ξαναδουλεμένη όμως με γνώμονα το περιβάλλον της αίθουσας του Παρνασσού. Πρόκειται για έναν εντυπωσιακό χώρο, με παλιά ιστορία, οπότε θέλουμε με τον Κωνσταντίνο να κάνουμε μια ταιριαστή προσαρμογή. Είναι τιμή για εμένα που θα εμφανιστώ εκεί, μαζί με τον Βαγγέλη Τζάτζο (κοντραμπάσο & ενορχηστρώσεις), τον Στράτο Σπηλιωτόπουλο (ακουστική & ηλεκτρική κιθάρα), τον Λευτέρη Πουλιού (πιάνο & σαξόφωνο), τον Γιώργο Λιβαδά (τύμπανα) και τον Γιώργο Σχοινά (ακορντεόν). 

Θα πω τραγούδια με τα οποία μεγάλωσα και μ' έχουν σημαδέψει, από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι και σήμερα. Ο τίτλος εστιάζει βέβαια στον Elvis Presley και στην Edith Piaf, αλλά υπάρχουν πολλοί ακόμα αγαπημένοι –ο Jacques Brel, η Nina Simone, η Nancy Sinatra, η Judy Garland, η Ella Fitzgerald... 

Δεν θα γινόταν όμως να λείπει και το ελληνικό κομμάτι, όλα εκείνα π.χ. τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου, του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη τα οποία ακούγονταν στο σπίτι μου. Ξέρω ότι από τη μέχρι τώρα δισκογραφία μου δεν έχει φανεί το πόσο αγαπώ τη συγκεκριμένη πλευρά του ελληνικού τραγουδιού, γι' αυτό και χαίρομαι που μου δίνεται η ευκαιρία να την αγγίξω. Χτυπάει σε δικές μου ευαίσθητες χορδές, μα συμπίπτει κιόλας, νομίζω, με ό,τι αγαπούν οι περισσότεροι Έλληνες.  

Τι συμβαίνει με τον Elvis Presley και την Edith Piaf; Τι σημαίνουν για σένα; 

Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μουσική από το δημοτικό, άκουγα κρυφά τους δίσκους του πατέρα μου και ονειρευόμουν ήδη από τότε να γίνω τραγουδίστρια. Στα 13 μου διάβασα τη βιογραφία της Edith Piaf κι έκλαιγα –και ξαναβίωσα αυτήν τη συγκίνηση όταν πήγα να δω το «La Vie En Rose» με τη Μαριόν Κοτιγιάρ, παρότι ήξερα κάθε λεπτομέρεια των όσων έβλεπα. Με σημάδεψε αυτό που εξέφρασε με τη φωνή της, ήταν τόσο έντονο. 

Το ίδιο έπαθα και με τον Jacques Brel, με παράσερνε χωρίς να καταλαβαίνω τι λένε οι στίχοι. Με τον Elvis Presley ήταν επίσης πολύ ισχυρή η σχέση μου ως ακροάτρια, αλλά διαφορετική, γιατί είχα και την εικόνα του: τον έβλεπα στις ταινίες. Γι' αυτό και λέω ότι θαυμάζω τους καλλιτέχνες τα τραγούδια των οποίων θα πω στον Παρνασσό, αλλά ειδικά τον Presley, την Piaf και τον Brel τους αγαπάω. Χαίρομαι έτσι που μου έδωσε η ΕΜΙ την ευκαιρία να επαναλάβω το «Μπλε Ταξίδι», γιατί είχε περάσει μεν μόλις ένας χρόνος από το ανέβασμά του στο Γυάλινο, μα ήδη το νοσταλγούσα.

Έχει να κάνει με το πέρασμα του χρόνου αυτή η ας πούμε επιστροφή στις ρίζες; Ή είναι και μια γενικότερη καλλιτεχνική σου ανάγκη; 

Και τα δύο... Είναι και ανάγκη, αλλά είναι κι έτσι όπως το λες: με το πέρασμα του χρόνου, ξυπνάει μέσα μας μια νοσταλγία και θέλουμε να γυρίσουμε πίσω, να ξαναγίνουμε παιδιά. Με το γαλλικό τραγούδι, ας πούμε, ήρθα πολύ κοντά καθώς μεγάλωνα στην Κύπρο, λόγω του πατέρα μου. Ο οποίος δούλευε στη γαλλική πρεσβεία, οπότε είχα την ευκαιρία να συναναστραφώ με Γάλλους φίλους της οικογένειας και να βρεθώ και κάποια καλοκαίρια στη Γαλλία. 

Καμιά φορά, ο κόσμος που με παρακολουθεί κι έρχεται στις συναυλίες μου παραπονιέται ότι λέω πολλά ξένα τραγούδια. Αλλά θέλω κι εγώ να δείξω ότι δεν υπάρχει μόνο η ποπ την οποία έχουν μάθει από τη δισκογραφία μου –είναι ένα μόνο κομμάτι από το τι είμαι και τι ακούω. Και νομίζω ότι έχει φτάσει πια ο καιρός για να δείχνω και τις υπόλοιπες πλευρές μου. 

Σε μάθαμε όμως όλοι με ποπ τραγούδια. Γιατί ταυτίστηκες αποκλειστικά με τέτοιο ρεπερτόριο;

Ήρθα στην Ελλάδα πολύ μικρή, το 1989. Η φωνή μου, τότε, είχε ακόμα μια παιδικότητα στη χροιά. Μπορεί λοιπόν να άκουγα ήδη τζαζ, γαλλικά και πιο κλασικά ελληνικά τραγούδια, αλλά δεν μπορούσα να τα υποστηρίξω. Ακόμα κι αν είχα τη διάθεση να δοκιμάσω, δηλαδή, οι άνθρωποι της εταιρείας με την οποία υπέγραψα με τοποθέτησαν κάπου –κι έπρεπε να ακολουθήσω. 

Τώρα λοιπόν νιώθω μέσα μου πιο γυναίκα, έχω την ωριμότητα, μα  αισθάνομαι και να πατάω με μεγαλύτερη σιγουριά σ' ένα τέτοιο ρεπερτόριο. Όχι βέβαια ότι μου έλειπε ποτέ η αυτοπεποίθηση: την είχα πάντα και ίσως μικρότερη και σε μεγαλύτερο βαθμό –στα όρια μάλιστα του θράσους! (γελάει) Μιλάω ασφαλώς για το καλό θράσος, εκείνο που σε βοηθάει να προχωράς, γιατί αγενής δεν υπήρξα ποτέ. 

Σχεδιάζεις επομένως να υποστηρίξεις και δισκογραφικά αυτό που κάνεις επί σκηνής;

Θα το ήθελα πάρα πολύ. Γιατί μέσα από αυτήν την παράσταση είδα φως· μπορεί γύρω μας να επικρατεί ένα χάος, μπορεί και στη δισκογραφία να επικρατεί χάος, ωστόσο βρήκα για εμένα έναν καινούριο δρόμο, που με εκφράζει όσο τίποτα άλλο σήμερα. 

Πέρα βέβαια από το διαδικαστικό κομμάτι (ό,τι έχει να κάνει με άδειες, δικαιώματα κλπ.), υπάρχουν και οι σημερινές δυσκολίες, που σε σχέση με το παρελθόν είναι περισσότερες: πλέον οι καλλιτέχνες αναλαμβάνουν οι ίδιοι μεγάλο μέρος της παραγωγής, ας πούμε. Και μια ωραία παραγωγή, με σωστό ήχο, κοστίζει. Χρειάζονται πολλές ώρες στο στούντιο, ενώ πρέπει να παίξουν και καλοί μουσικοί, να γίνουν αρκετές πρόβες, να αφιερωθεί χρόνος στις ενορχηστρώσεις. 

Ποια τραγούδια από τα παλιά σου ζητούν πιο επίμονα στις συναυλίες; 

Εντάξει, σταθερά την "Πυξίδα" και το "Το Μόνο Που Θυμάμαι". Πολύς κόσμος αγαπάει επίσης το "Πόσο Λίγο Με Ξέρεις" και το "Μίσησέ Με". Συχνά δεν το πιστεύω αυτό που γίνεται στο άκουσμά τους. 

Να ρωτήσω και για το "Comme Ci, Comme Ca"; Το θεωρούσα πάντα μία από τις ωραιότερες ποπ επιτυχίες σου και ειλικρινά απόρησα που δεν πέρασε τότε στον τελικό της Γιουροβίζιον...

Ήταν δύσκολος ο ημιτελικός του 2007: ένας μόνο, με 38 χώρες, στον οποίον ψήφιζαν και οι υπόλοιπες που συμμετείχαν. Έπαιξε έτσι πολύ η μέθοδος υποστήριξης γειτονικών χωρών, νομίζω πάντως ότι δεν ήταν μόνο αυτό. Μπορεί και να μην αρέσαμε. Ο Χρήστος ο Δάντης, ο οποίος πίστευε κι εκείνος πολύ στο "Comme Ci, Comme Ca", μου είπε μετά ότι ίσως ήταν πιο προχωρημένο –ως ήχος– από όσα συμμετείχαν στην τότε Γιουροβίζιον. Τα περισσότερα δηλαδή σε πήγαιναν 20 χρόνια πίσω. 

Πώς ανταποκρίνεται σήμερα μια ερμηνεύτρια σαν κι εσένα, που έχεις μέτρο σύγκρισης μιας και έζησες και τις καλές μέρες της δισκογραφίας; 

Έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα τα έσοδα από τους δίσκους δεν ήταν ποτέ σπουδαία. Μπορεί οι πωλήσεις στο παρελθόν να ακούγονταν μεγάλες, όμως τα ποσοστά δεν αρκούσαν για να πεις «ζω από αυτό». Το έκανες από τις εμφανίσεις στα μαγαζιά και στις μουσικές σκηνές, που τότε δούλευαν 5 και 6 μέρες την εβδομάδα. Παρότι ήταν πολύ κουραστικό, μας έδινε τη δυνατότητα να μη ζούμε με άγχος. 

Σήμερα, πάλι, είσαι τυχερός αν δουλεύεις μία φορά την εβδομάδα κι έχεις τη διαρκή έννοια για το τι θα κάνεις τον επόμενο μήνα, μετά από δύο μήνες, το καλοκαίρι... Κι επιπλέον, είναι από εκεί πια που πρέπει να στηρίξεις και τη δισκογραφία σου. Αλλά και τα βιντεοκλίπ σου. Οι εταιρείες δύσκολα επενδύουν, αν δεν έχεις χορηγό. Υπάρχει όμως και μια θετική πλευρά σε όλο αυτό: προσέχεις πλέον την ουσία του πράγματος. Αν π.χ. κάνεις ένα τραγούδι, θα κοιτάξεις να κάνεις κάτι καλό. Όχι απλά για να παιχτεί στο ραδιόφωνο. Εγώ τουλάχιστον έτσι το σκέφτομαι. 

Έχει αλλάξει δηλαδή και το δικό σου κριτήριο επιλογής τραγουδιών;

Θεωρώ πως πάντα υπήρξα προσεκτική. Ακόμα κι εκείνα που ούτε η ίδια δεν θέλω να ακούω σήμερα και «απορρίπτω», δεν τα κατηγορώ: αγαπάω και σέβομαι τα λάθη μου, με έμαθαν να ψάχνω μέσα μου για το καλύτερο. Λέω καμιά φορά, «μα γιατί το έκανα τότε αυτό»; Ναι, αλλά έμαθα, οδηγήθηκα σε έναν πιο δικό μου δρόμο. 

Με προκαλείς βέβαια τώρα να ρωτήσω, τι ακούει σήμερα η Ευρυδίκη και λέει «μα γιατί το έκανα αυτό»;

(γελάει) Δεν έχω κανένα πρόβλημα! Έκανα δύο δίσκους με πιο έθνικ και λαϊκά ακούσματα. Ήταν και η τάση της εποχής τότε, αλλά κι εγώ ένιωθα ότι δοκιμαζόμουν σε διαφορετικά και νέα πράγματα. Εκ των υστέρων, θεωρώ ότι δεν μου ταίριαζαν. Με τα χρόνια κατάλαβα μάλιστα και πόσο πολύτιμη ήταν η συμβουλή που μου έδωσε κάποτε ο Κώστας Τουρνάς, αγαπημένος φίλος, με τον οποίον και πρωτοξεκίνησα όταν ήρθα στην Ελλάδα: ότι δεν πρέπει ποτέ να ακολουθείς την τάση της εποχής. Μόνο την καρδιά σου. Να μην πηγαίνεις δηλαδή όπου φυσάει ο άνεμος, όπως λέει κι ένα δικό του τραγούδι.

Σ' αυτό το πλαίσιο ξεκίνησες να γράφεις και δικά σου τραγούδια;

Έτυχε. Πάντα ζήλευα τους τραγουδοποιούς κι επέλεγα μάλιστα τα τραγούδια μου πρώτα με βάση τον στίχο κι έπειτα με τη μουσική –αν και το καλύτερο είναι να συνδυάζονται και τα δύο. Δεν σου κρύβω λοιπόν ότι αποτελούσε κρυφό πόθο να γράψω κάποια στιγμή τα δικά μου πράγματα. 

Όταν ξεκίνησα να το κάνω, βέβαια, ντρεπόμουν να τα παίξω. Έγραφα για 2-3 χρόνια μέχρι που τόλμησα να τα μοιραστώ με φίλους, οι οποίοι και με ενθάρρυναν να τα δημοσιεύσω. Πλέον αποτελεί και στόχο για το μέλλον, να κάνω έναν δίσκο με μόνο δικά μου τραγούδια. 

Νομίζω ότι ήταν ο Δημήτρης Κοργιαλάς, σε εκείνη τη φάση που έλεγες πιο πάνω, ο οποίος σου έδωσε μια νέα ώθηση και μια καινούρια φρεσκάδα, έτσι δεν είναι; 

Έχεις δίκιο σ' αυτό. Όταν το 2002 ένιωθα εγκλωβισμένη στα όσα έκανα και υπήρχε η ανάγκη να ξεφύγω, είχα την τύχη να γνωρίσω ανθρώπους σαν τον Γιώργο τον Δημητριάδη, τον Δημήτρη Καρρά, τον Γιώργο Αλουπογιάννη και βέβαια τον Δημήτρη τον Κοργιαλά. 

Μου έκανε δε ιδιαίτερη εντύπωση από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε: γιατί ενώ η εικόνα του, με τη μοϊκάνα και τα λοιπά, έδειχνε κάτι άλλο, ήταν τόσο ντροπαλός και συνεσταλμένος μα και αυστηρός παράλληλα στο στούντιο. Και μου άρεσαν πολύ τα κομμάτια τα οποία μου έδωσε. Όταν πρωτάκουσα το "Πιάσε Με" κατάλαβα ότι είχε γενικά κάτι καινούριο να φέρει στην ελληνική ποπ πραγματικότητα. 

Πώς κατάφερες αλήθεια και συνδύασες καριέρα και μητρότητα με τους παλιούς όρους, των εντατικών εμφανίσεων; 

Δεν αποσύρθηκα εντελώς από τη δουλειά μου, έκανα όμως διαλείμματα. Και δεν ήμουν έτσι κι αλλιώς από τους καλλιτέχνες που εμφανίζονταν συνέχεια.  Πάντως, όταν ήρθε στη ζωή ο Άγγελος, ήθελα στην αρχή να τα παρατήσω και να μείνω στο σπίτι. Δυσκολεύτηκα, ένιωθα τύψεις που έφευγα για δουλειά. 

Μου πήρε λίγο χρόνο για να βρω την ισορροπία. Κι έμαθα να κάνω έτσι τα πράγματα ώστε να είμαι κι εγώ ευτυχισμένη. Πέταξα αν θέλεις τα «πρέπει» και έβαλα προτεραιότητες. Για εμένα η πιο συγκλονιστική στιγμή ολόκληρης της ζωής μου ήταν όταν κράτησα για πρώτη φορά στα χέρια τον γιο μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το συναίσθημα και δεν το συγκρίνω με τίποτα άλλο. 

Για πολλούς από μας, η πρώτη εικόνα σου ήταν να τραγουδάς «τρελαίνεις την πυξίδα μου και δείχνει όπου πας». Πώς έγινε αυτή η αρχή; 

Φάνηκα τυχερή, γιατί τα πράγματα έγιναν πραγματικά γρήγορα. Βρισκόμουν τότε για σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Berklee, μαζί με τον Γιώργο τον Θεοφάνους. Ένας φίλος λοιπόν, ο Λεωνίδας Μαλένης –ο στιχουργός του "Χρυσοπράσινου Φύλλου", ο οποίος μετά μου χάρισε και το τραγούδι "Το Μόνο Που Θυμάμαι"– είχε ένα demo, το οποίο δειγμάτισε χωρίς να μας το πει. Η εταιρεία έδειξε αμέσως ενδιαφέρον κι όταν γυρίσαμε για καλοκαιρινές διακοπές στην Κύπρο μας λέει ο Λεωνίδας, παίζει αυτό κι αυτό, πάμε για ένα ραντεβού στην Αθήνα, να δούμε τι γίνεται; 

Εμείς είπαμε ναι, αλλά δεν μας πέρασε από το μυαλό ότι θα γινόταν κάτι. Ήμασταν άλλωστε και φοιτητές και  κάναμε διαφορετικά σχέδια. Όμως υπογράψαμε συμβόλαια ήδη από εκείνο το πρώτο ραντεβού! Κι έκτοτε δεν ξανάφυγα από την Ελλάδα. Άφησα τις σπουδές μου, ψάξαμε για σπίτι και αρχίσαμε δουλειά για τον πρώτο δίσκο, ο οποίος μας πήρε 2 χρόνια. Από εκεί και πέρα, χρωστάω πολλά και στον Φίλιππα Παπαθεοδώρου, τον πρώτο μου παραγωγό.     

Σε στήριξε η οικογένειά σου στο να αφήσεις το πτυχίο για να γίνεις τραγουδίστρια στην Ελλάδα; 

Τους έπεισα, δεν ξέρω πώς! Οι γονείς μου δεν είχαν αντίρρηση να γίνω τραγουδίστρια, ήθελαν όμως να σπουδάσω. Δεν ήμασταν πλούσια οικογένεια, αλλά είχαν τη δυνατότητα και με στήριξαν για να πάω π.χ. σε ωδείο ή για να αγοράσω κιθάρα και πιάνο –ο πατέρας μου, μάλιστα, μου πήρε και το πρώτο μου πικάπ, όταν πήγαινα στην Πρώτη Γυμνασίου. Θεωρούσαν εντούτοις το πτυχίο απαραίτητο, ώστε, αν κάτι δεν πάει καλά, να μπορώ να διδάξω. 

Και τώρα που βρίσκεσαι εσύ στη θέση τους; Αν ερχόταν ο γιος σου και σου έλεγε μάνα το παρατάω το πανεπιστήμιο για κάτι άλλο, πώς θα αντιδρούσες;

Θα του έλεγα το πτυχίο πρώτα! (γελάει) Συμφωνώ πάντως ότι πρέπει να αφήσεις το παιδί σου να ακολουθήσει τα όνειρά του. Είμαστε εκεί για να το συμβουλεύουμε, αλλά θα κάνει εκείνο που θέλει. Ο γιος μου θέλει να ασχοληθεί με τον σχεδιασμό video games. Φιλόδοξο πλάνο, αλλά αν το πάρει απόφαση και γίνει πραγματικά καλός... Έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα για τα νέα παιδιά, βέβαια. Δεν είναι ωραία τα όσα ζούμε και το άγχος είναι τεράστιο. 

Ελλάδα και Κύπρος βρέθηκαν μάλιστα περίπου το ίδιο διάστημα σε αυτήν την κατάσταση. Βλέπεις φως στο βάθος του τούνελ;

Και στην Κύπρο πιο απότομα... Και δεν είμαι σίγουρη ότι υπήρχε ουσιαστικό πρόβλημα και δεν ήταν καθαρά θέμα τραπεζών, αλλά και μιας απόφασης να μας δώσουν μια σφαλιάρα, έτσι για να μάθουμε. Όμως, ίσως γιατί η Κύπρος είναι μικρότερη κοινωνία, ίσως γιατί είναι λίγο πιο πειθαρχημένη, ελπίζω ότι θα βγούμε γρήγορα –με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο κόσμος θα αντέξει τα τωρινά μέτρα, τα οποία είναι σκληρά. 

Αλλά στην Ελλάδα το χρέος είναι τεράστιο και τα μέτρα δυστυχώς δεν βλέπω να βγάζουν πουθενά. Για εμένα η ευθύνη για όλο αυτό βαραίνει σαφέστατα τις κυβερνήσεις και τους πολιτικούς που άφησαν τα πράγματα να φτάσουν εδώ. Και θέλουν μεν να μας τα παρουσιάζουν όμορφα και με αισιοδοξία, όμως πόσες είναι πια οι αυτοκτονίες; Ένα θέμα για το οποίο δεν θέλουμε και να μιλάμε...

Δισκογραφικά, τώρα, τι σχεδιάζεις για το άμεσο μέλλον; 

Ετοιμάζω πράγματα, αλλά δεν έχω κατασταλάξει. Είμαι ανάμεσα σε 2-3 εγχειρήματα. Το ένα αφορά σε καινούρια τραγούδια. Έχω γράψει κάποια εγώ και περιμένω μερικά και από φίλους, από ανθρώπους με τους οποίους έχουμε συζητήσει και στο παρελθόν και θέλουμε να παίξουμε και μαζί. Οπότε φέτος θα κάνουμε μάλλον μερικά πράγματα παρέα. 

Θέλω επίσης να κάνω ένα άλμπουμ με διασκευές σε διεθνή τραγούδια, όπως κι ένα ακόμα, με επανεκτελέσεις σε δικά μου παλιότερα κομμάτια –όχι τα πιο γνωστά, μα κάποια πιο ιδιαίτερα, που πιστεύω ότι αξίζει να βγουν ξανά προς τα έξω– με διαφορετική ματιά και πιο σύγχρονο ήχο. Προτεραιότητα πάντως έχει το άλμπουμ με το καινούριο υλικό. Όσα έχουν να κάνουν με διασκευές θα γίνουν πιο σταδιακά. 




25 Οκτωβρίου 2022

Δέσπω Βαρουδάκη - Σπιτικά Γλυκά [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από τo 2017 στο άλμπουμ «Σπιτικά Γλυκά» της Δέσπως Βαρουδάκη, την οποία μου σύστησε ο παλιός συνάδελφος στα μουσικογραφικά Νίκος Σαραφιανός.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το Facebook της Δέσπως Βαρουδάκη, φέροντας το credit του Μάνου Μανιού 


Η βιομηχανία της εστίασης έχει τόσο καταχραστεί λέξεις και φράσεις όπως «παραδοσιακό», «σπιτικό», «της γιαγιάς», ώστε δίνω συχνά δίκιο στον φίλο μου τον Θωμά, που λέει ότι, αν δεν δεις πράγματι μια γριά στο πίσω μέρος να καθαρίζει πατάτες ή φασολάκια, άσε τον κατάλογο του όποιου καταστήματος να λέει τα δικά του. Ωστόσο τα «γλυκά» της Δέσπως Βαρουδάκη προκύπτουν πράγματι σπιτικά. Κι αυτό, πέρα από έναν ωραίο, ιντριγκαδόρικο τίτλο, προσφέρει και μια γερή βάση στον δίσκο της.

Ο οποίος, πάντως, πάσχει από έναν κάποιον αναχρονισμό. Είναι ένα εγχώριο πρόβλημα παλιό, το οποίο έχει μαστίσει –και μαστίζει– κι άλλους καλλιτέχνες που ποιουν πράγματα «έξω από το ρεύμα». 

Θέλω να πω με αυτό ότι τα υλικά των Σπιτικών Γλυκών έχουν πίσω τους κάμποσα χρόνια ζυμώσεων, τουλάχιστον από το 2009/2010, όταν ορισμένα από τα εν λόγω τραγούδια πρωτοπαρουσιάστηκαν σε συναυλίες κι άρχισαν να δουλεύονται σε στούντιο μορφή με σταθερούς συνεργάτες τον πιανίστα/σαξοφωνίστα Μιχάλη Κραουνάκη, τον μπασίστα Κωστή Ραΐση και τον Δημήτρη Στεργίου στα τύμπανα. Μας δίνουν λοιπόν μια καλή εικόνα του ποια ήταν τότε η Δέσπω Βαρουδάκη, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο αντικατοπτρίζουν ποια είναι σήμερα. 7-8 χρόνια είναι πολλά, πόσο μάλλον αν τα έχεις ζήσει στην Ελλάδα της Κρίσης. Δεν μπόρεσα, για παράδειγμα, να μην αναρωτηθώ αν (και κατά πόσο) επιβιώνει αλώβητη η τρυφερή αθωότητα που διακρίνει το σύνολο. 

Σε κάθε περίπτωση, εδώ έχουμε μια δουλειά ιδιαίτερη και πολυπρόσωπη. Σε πολλαπλές ακροάσεις, βρέθηκα να σημειώνω πρόχειρα, ως highlights, διαφορετικά τραγούδια κάθε φορά –το "Αλογάκι", τα "Βράδια", το "Σύννεφο", τα "Σπιτικά Γλυκά", το "Λίγες Φορές"– σημάδι ότι κάθε φορά υπήρχαν κι άλλα πράγματα να εντοπιστούν, τόσο στις ενορχηστρώσεις, όσο και στα νοήματα. Κι όμως, ουδέποτε διακυβεύεται η απλότητα με την οποία παραδίδονται όλα, ακόμα και στίχοι που ορισμένες φορές προτιμούν να είναι ελλειπτικοί, παρά στρογγυλοί. Τα Σπιτικά Γλυκά βρίσκονται πάντοτε εκεί μπροστά σου: το χέρι σου τα φτάνει χωρίς να χρειάζεται να μπλέξεις με περισπούδαστες μουσικολογικές έννοιες ή να διαβείς καστρογέφυρες σοβαροφάνειας. 

Η Βαρουδάκη σε καλεί λοιπόν σε ένα παιχνίδι, το οποίο είναι πράγματι απλό, είναι όμως μαζί και ιδιότυπο. Σε βάζει δηλαδή σε έναν κόσμο με λόγιες βάσεις, που αντανακλά την ωδειακή και ακαδημαϊκή της παιδεία και μουσικά μπορεί να απλώνεται με άνεση ως την τζαζ, τη Δυτική μπαλάντα ή και την ποπ που στις μέρες μας παίζει η Joanna Newsom ή κάποτε εκπροσωπούσε η Tori Amos. Την ίδια στιγμή η στιχουργία παραμένει ελληνικότατη, διεκδικώντας ρίζες σε μία τουλάχιστον έκφανση της εγχώριας τραγουδοποιίας που κουκουλώνουμε κάτω από την ονομασία «έντεχνο». Ωστόσο, έτσι όπως εννοούμε το «έντεχνο» στον 21ο αιώνα, βρισκόμαστε εδώ αρκετά μακριά. Οπότε αφήστε παράμερα την παραπλανητική αυτή ταμπέλα και σκεφτείτε ένα τεραίν όπου η πιο παιχνιδιάρικη όψη του Μάνου Χατζιδάκι συναντά τον Μιχάλη Σιγανίδη, με καταλύτη τη Λένα Πλάτωνος.

Κράτησα για το τέλος ορισμένα πράγματα που δεν με άφησαν ευχαριστημένο, όχι για να δώσω τόνο αρνητικό, αλλά γιατί τα θεωρώ ως δευτερεύουσας σημασίας έναντι των θετικών επισημάνσεων. Τα "Βράδια", δηλαδή, δεν παύουν να είναι ένα ωραίο τραγούδι κι ας φοβήθηκαν τη λαϊκότητα με την οποία τα τοποθετεί έμπροσθέν μας η παρέα που αρχίζει να τα τραγουδά (Γιώργος Θεοδωρόπουλος, Θανάσης Πέτρου & Αφεντούλα Ραζέλη), προτιμώντας μια πιο διανοουμενίστικη προσέγγιση. Και η Βαρουδάκη δεν παύει να καταγράφεται ως εκφραστική ερμηνεύτρια, ακόμα κι αν φτάνει να ισοπεδώνει τις πτυχές του υλικού της με την παγιωμένη παιδικότητα του τραγουδιού της, η οποία προσωπικά με κούρασε από ένα σημείο κι έπειτα. Ή, πιο σωστά, με λίγωσε, αφού αντικείμενό μας παραμένουν τα γλυκά της. 



24 Οκτωβρίου 2022

Λεωνίδας Μπαλάφας - Ανηφοριά [δισκοκριτική, 2015]


Από τις διάφορες νέες δυνάμεις στο ελληνικό τραγούδι –ο ορισμός αφορά όσους βγήκαν μετά τον «Βραχνό Προφήτη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου, για να μην παρεξηγούμαστε– ο Λεωνίδας Μπαλάφας είχε τη μάλλον πιο απρόσμενη διαδρομή. Από την άποψη, δηλαδή, ότι ξεκίνησε από τη μπουάτ «Απανεμιά» της Πλάκας (2003), έγινε γνωστός κερδίζοντας το τηλεοπτικό σόου ταλέντων «Fame Story 4» (2006), μα έγινε ακόμα γνωστότερος αλλάζοντας το ίματζ και την πλεύση της τραγουδοποιίας του έκτοτε. 

Δεν έχω σαφή άποψη για τον Μπαλάφα, καθώς στα 15 χρόνια στα οποία δισκογραφεί δεν μπόρεσα να ατενίσω τα πονήματά του με αμείωτο ενδιαφέρον. Ενίοτε στάθηκα σε αυτά, ωστόσο –ιδιαίτερα το 2014, όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Ανηφοριά».

Τώρα, μαθαίνω ότι είναι έτοιμος να επιστρέψει στο προσκήνιο με έναν νέο δίσκο ονόματι «Αβέρτα». Αφορμή καλή, λοιπόν, για μια επαν-επίσκεψη στην «Ανηφοριά». Η κριτική που ακολουθεί πρωτοδημοσιεύτηκε το 2014 στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί στον Τύπο ως promo και ανήκει στον Γιάννη Μαργετουσάκη


Την Ανηφοριά αυτήν καλείσαι να την ανέβεις πεζός, ώστε να αισθανθείς την κλίση της, να σκονιστείς από το χώμα της, να μετρήσεις τις ανάσες σου –ίσως μάλιστα και να σκουντουφλήσεις εδώ κι εκεί σε καμιά πέτρα ή σε καμιά ρίζα, που προεξέχει περισσότερο από όσο υπολογίζει το μάτι. Είναι πάντως ο «σωστός» τρόπος για να ακούσεις τον συγκεκριμένο δίσκο, για να νιώσεις κι εσύ κάτι από τον κάματο της κατασκευής του και τον ιδρώτα του ρομαντισμού του.

Ο Λεωνίδας Μπαλάφας βρίσκει σταθερά πώς να σου αποσπάσει την προσοχή. Δεν τα κάνει όλα ωραία, βέβαια· δεν είναι σε όλα καλός. Είναι στιγμές δηλαδή που χάνεται εντελώς ο βηματισμός μουσικής, στίχων και τραγουδιού –όπου ο «χειροποίητος» χαρακτήρας του δίσκου αποτυπώνει μεν τον ενθουσιασμό ενός καλώς νοούμενου ερασιτεχνισμού, μα ως αποτέλεσμα προσεγγίζει επικίνδυνα στην κακοτεχνία. Επίσης, το τουρλού είναι δισυπόστατο. Μπορεί δηλαδή να αποτελεί άποψη αυτή η αέναη κίνηση μεταξύ ελληνικού ροκ, ηπειρώτικων, Goran Bregović, Poll, Θανάση Παπακωνσταντίνου, ska, Χειμερινών Κολυμβητών και Gloria Estefan, μπορεί όμως απλά να πρόκειται για κουβάρι. Οι ισορροπίες δεν είναι δεδομένες, το πράγμα κουνάει. 

Κουνάει όμως; Ή σαλεύει; Διότι, τελικά, ακόμα κι αν φορέσεις την ταμπέλα της σύγχυσης στον Μπαλάφα, εκείνος θα στη γυρίσει υπέρ του. Γίνεται άλλωστε να μην είναι συγχυσμένος σήμερα ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται να κάνει ελληνικό τραγούδι με παρυφές στον ηλεκτρισμό; 

Γιατί το ακούσαμε το ροκ-ροκ στα νιάτα μας και αφήσαμε και μαλλί, αλλά μας έκαναν και τα βουνίσια τα κλαρίνα να κλάψουμε, στήνοντας γέφυρες με τη βαθιά παράδοση του τόπου, μας έπιασε κι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου κάπου στα μισά του δρόμου, μας έπιασαν και τα soundtrack των ταινιών του Εμίρ Κουστουρίτσα, ακούσαμε και μερικά όμορφα λάτιν τώρα που το ύφος αγαπήθηκε ξαφνικά από τη μισή και βάλε Αθήνα. Και μην το πάρετε μόνο μουσικά το όλο ζήτημα. Διότι κάπου αγαπάμε και την Εσπερία –οι κιθάρες μας είναι από εκεί– κάπου ζούμε και στην Αθήνα και αντανακλούμε έτσι αυτήν την ημιμητροπολιτική, ανατολικομεσογειακή καθημερινότητα, κάπου νοσταλγούμε και το χωριό (εκείνο που έχουμε; εκείνο που φαντασιωνόμαστε σε σποραδικά ταξίδια απόδρασης;). Πώς διάολο μπορείς να είσαι συγκεκριμένος, ζώντας στην Ελλάδα στα μισά των '10s;       

Κι αυτή του την αλήθεια, ο Μπαλάφας την κάνει τελικά «ψυχή» των τραγουδιών του. Φωνασκεί ας πούμε αντιαισθητικά στο "Δεν Έχω Μάτια Γι' Άλληνε", μα πώς να μην του το συγχωρήσεις όταν συνειδητοποιείς πως έχεις μια ερωτική μπαλάντα που, με έναν περίπου χειμερινοκολυμβητικό τρόπο, προσπαθεί να ακροβατήσει μεταξύ άστεως και υπαίθρου; Κι αν ο ίδιος δεν τα έχει κι όλα λυμένα και ξεκαθαρισμένα –πού τελειώνουν οι σκηνές ροκ, πού αρχίζει ο Θανάσης, πού πάει να μπει σφήνα το έντεχνο– το κλαρίνο λ.χ. του Κώστα Φόρτσα αρκεί για να οδηγήσει σωστά τα βήματα της "Αναστασιάς", σε κάτι παρεμφερές με ό,τι πέτυχαν οι Villagers Of Ioannina City: ο διάλογος είναι εκεί, κρατιέται ζωντανός κι ας μοιάζει λίγο μακριά η ανηφοριά. Ακόμα και το λάτιν αποχρώσεων ρεφρέν που ρίχνει ξαφνικά στο τραπέζι η "Κούπα" είναι ίσως ξεκούδουνο μα είναι συνάμα και τίμιο, δεν γίνεται «και καλά». Έστω κι αν νιώθεις πως ο Μπαλάφας αισθάνεται πιο άνετα σε τραγούδια σαν το "Χίλια Δυο Γυρίσματα" –όπου ο Νικόλας Άσιμος συναντά τους Μητέρα Φάλαινα Τυφλή– το "Κόσμε Γλέντα" ή το "Καρδιά Μου Μπαλωμένη".

Ακόμα λοιπόν κι αν δεν ξεπερνά τον ορίζοντα που πρώτη έθεσε η Ανοιξιάτικη Μέρα του 2011 –και υπηρέτησαν ύστερα το Ας Ρίχνει Και Χαλάζι (2012) και ο Απηλιώτης (2013)– η Ανηφοριά πετυχαίνει να ηχεί μια από τα ίδια, χωρίς όμως να είναι. Πεζοπορεί δηλαδή στη γενική κατεύθυνση στην οποία τραβάει ο Μπαλάφας, όμως κάθε στάση διαθέτει μια διαφοροποιημένη οπτική στο ζητούμενο, έστω κι αν όλα τελικά αποτιμώνται στη βάση λιγότερο/περισσότερο. Εδώ, πάντως, κλίνουμε προς το περισσότερο. 




23 Οκτωβρίου 2022

Μπάμπης Παπαδόπουλος - συνέντευξη (2010)


Η δισκογραφική επιστροφή του Μπάμπη Παπαδόπουλου με το ΕΡ «IN[A]HABIT», όπου φιλοξενούνται 4 οργανικές συνθέσεις που δημιουργήθηκαν για την ομώνυμη παράσταση (σύγχρονου) χορού της ομάδας Creo Dance Company (Ιούνιος 2022), παρέχει εκ νέου επικαιρότητα στον σημαντικό αυτό μουσικό. Τον οποίον μάθαμε ασφαλώς από τις Τρύπες, μα τον ακολουθήσαμε έπειτα και στις εκλεκτικές, ιντριγκαδόρικες περιπέτειες της σόλο διαδρομής του.

Μία από αυτές, λοιπόν, ήταν και το άλμπουμ του 2010 «Από Τη Σπηλιά Του Δράκου» (κι αυτό στην Puzzlemusik, όπως και το φρέσκο «IN[A]HABIT»), για το οποίο μπορείτε να δείτε και να μάθετε περισσότερα πατώντας εδώ.

Με την αφορμή της επικαιρότητας, λοιπόν, παρουσιάζεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– μια κουβέντα που κάναμε με τον Παπαδόπουλο πίσω στο 2010, τότε που έβγαλε το «Από Τη Σπηλιά Του Δράκου». Πρωτοφιλοξενήθηκε στις σελίδες του περιοδικού Ήχος και δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο ίντερνετ.

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που έχει δοθεί κατά καιρούς στον Τύπο. Η κεντρική ανήκει στον Σίμο Σαλτιέλ


Είναι δίσκος διασκευών το «Από Τη Σπηλιά Του Δράκου»; Επανεκτελείτε μεν τραγούδια του παρελθόντος, αλλά τόσο η μεταχείρισή τους ως μελωδίες (χωρίς λόγια και φωνή) όσο και η απόφασή σας να συμπεριλάβετε δικές σας συνθέσεις, δημιουργούν την εντύπωση ότι έχετε προχωρήσει σε κάτι διαφορετικό...

Υπάρχουν μουσικοί οι οποίοι έχουν προβεί σε επανεκτελέσεις ρεμπέτικων κομματιών, όλα αυτά τα χρόνια. Για εμένα, λοιπόν, δεν έχει ενδιαφέρον άλλος ένας τέτοιος δίσκος. Θέλησα περισσότερο, με αφορμή τα συγκεκριμένα τραγούδια, να δοκιμάσω να μεταφέρω στο σήμερα την αισθητική εκείνης της εποχής.

Γιατί επικεντρωθήκατε αποκλειστικά σε υλικό της δεκαετίας του 1930; Οφείλεται στην παραδοχή ότι κατόπιν το ρεμπέτικο ύφος μετεξελίσσεται σε λαϊκό; Και τι υπαγόρευσε την εξαίρεση του "Ένα Τραγούδι Απ' Τ' Αλγέρι" –τραγούδι του 1948;

Επικεντρώθηκα στη δεκαετία το 1930 γιατί πάντα με συγκινούσε στα τραγούδια εκείνης της περιόδου η λιτότητα στη μελωδική κίνηση και η δύναμη στην έκφραση, που είναι αποτυπωμένη στις πρώτες ηχογραφήσεις. 

Όσο για το "Ένα Τραγούδι Απ' Τ' Αλγέρι", πρόκειται για κομμάτι το οποίο έχει παιχτεί σε πολλές (επαν)εκτελέσεις –ακόμη κι από τον ίδιο τον συνθέτη του. Αλλά είναι η πρώτη του εκδοχή που με συγκινεί ακόμη. Μου αρέσει ιδιαίτερα το εξωτικό στοιχείο της που, τελικά, νομίζω, πάντα γοήτευε τους δημιουργούς αυτής της μουσικής.  

Υπάρχει δημιουργική συνέχεια με το «Σκηνές Από Ένα Ταξίδι» (2008); Ή ανοίγετε μια παρένθεση με το νέο άλμπουμ;
            
Υπάρχει συνέχεια. Άλλωστε φαίνεται νομίζω και από την αισθητική των δύο δίσκων. 

Παρατήρησα ότι διαλέξατε να ανασκευάσετε δύο συνθέσεις του Γιώργου Μπάτη. Οφείλεται σε κάποια προτίμησή σας στο έργο του;
                      
Τα  τραγούδια του Μπάτη είναι από τα πιο λιτά του ρεπερτορίου. Οπότε, εκτός του ότι μου ξεριζώνει την καρδιά η φωνή του και η δύναμη των μελωδιών του, μια τέτοια λιτότητα βοηθάει στην επιπλέον μελωδική και αρμονική ανάπτυξη.

Ένας τέτοιος δίσκος έχει τη δυνατότητα να φέρει κοντά σας κι ακροατές που ενδεχομένως να μη σας παρακολουθούσαν. Από την άλλη, κάποιοι ίσως θεωρήσουν ότι ένας δίσκος «διασκευών» ως δεύτερο προσωπικό βήμα δείχνει αδυναμία εύρεσης πρωτότυπου υλικού. Σας απασχολεί η πρόσληψη του υλικού σας από το ευρύτερο κοινό;
      
Τα εξασκημένα αυτιά μπορούν να καταλάβουν την πρωτοτυπία του υλικού του άλμπουμ «Από Τη Σπηλιά Του Δράκου» –όπως και τη δουλειά που χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί το συγκεκριμένο εγχείρημα. Σε αυτά τα αυτιά με ενδιαφέρει να φτάσει ο δίσκος. Άλλωστε η πορεία μου έχει δείξει γιατί κάνω μουσική και σε ποιους απευθύνομαι.

Σε αυτή σας την πορεία, ωστόσο, έχετε ταυτιστεί, για πολλούς, με τις Τρύπες και με το rock. Τα ρεμπέτικα ενυπήρχαν στα ακούσματά σας από το ξεκίνημά σας; Ή τα συναντήσατε αργότερα;

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος στη χώρα που να μην έχει ακούσει, κάποια στιγμή στη ζωή του, έστω και τυχαία, ρεμπέτικα τραγούδια. Εμένα με έφερε ακόμη πιο κοντά τους το γεγονός ότι δούλεψα σαν μουσικός σε χώρους όπου παιζόταν αυτή η μουσική. Πράγματι, τότε εκφραζόμουν καλύτερα μέσα από το rock, αργότερα όμως και μέσα από όλες τις μουσικές τις οποίες άκουσα –και ακούω. 

Θα πρέπει  να βιώσατε από πρώτο χέρι τη ρεμπέτικη αναβίωση της δεκαετίας του 1980, ως ακροατής. Πρόσφερε κάτι στη μεταγραφή του αυθεντικού βιώματος στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης; Ή υπήρξε μια στείρα αναβίωση, βασισμένη σε έναν άγαρμπο εκσυγχρονισμό;

Δεν μπόρεσα ποτέ να ταυτιστώ με όσους «μερακλήδες» κάνουν τούμπες χορεύοντας ένα ζεϊμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη ή με εκείνους που λούζουν με λουλούδια την τραγουδίστρια (ή τον τραγουδιστή) στο άκουσμα της "Γυφτοπούλας". 

Από την άλλη, μια τέτοια αναβίωση διατήρησε για τις επόμενες γενιές –μέσα από ανθρωπους που αγάπησαν το ρεμπέτικο και το αναπαρήγαγαν με σεβασμό– την τεχνική, την τεχνοτροπία και την αισθητική μιας εποχής που απετέλεσε την αρχή και τη βάση για τη εξέλιξη του μετέπειτα λαϊκού τραγουδιού. Μια γνώση που είναι καλό να την έχουμε. Κι όσον αφορά εμένα, είναι και μια πρώτη ύλη για εξέλιξη. 

Ποιες στάθηκαν οι κύριες δυσκολίες τις οποίες προέβαλλε το επιλεγμένο υλικό, όσο φτιάχνατε το άλμπουμ; Τι είχατε κατά νου να αποφύγετε;

Το πιο δύσκολο για εμένα ήταν να κάνουμε αυτά τα τραγούδια να ακουστούν με τη φυσικότητα που έχει η πρώτη τους ηχογράφηση, χρησιμοποιώντας σύγχρονες μουσικές τεχνικές. Να μην απομακρυνθούν δηλαδή από την ουσία των αυθεντικών εκτελέσεων. Αισθητικά, επίσης, ήθελα να φύγουμε από τη «μαγαζίλα» των ρεμπετάδικων, του στυλ πίνω κρασιά και ουρλιάζω ό,τι θυμάμαι από τους στίχους των τραγουδιών.

Πόσο ουσιαστική σχέση πιστεύετε ότι έχει η σημερινή νεολαία με αυτή τη ρεμπέτικη κληρονομιά, σε μια εποχή αγγλόφωνης άνθισης, η οποία έχει φέρει μαζί κι έναν σνομπισμό για ό,τι «μυρίζει» ελληνικότητα;

Δεν πιστεύω στην κληρονομιά. Η κληρονομιά σημαίνει ιδιοκτησία και κανένα είδος μουσικής δεν αποτελεί ιδιοκτησία κανενός. Πιστεύω όμως στην έννοια της παράδοσης, από την άποψη της μεταφοράς της γνώσης, της  εμπειρίας, της αισθητικής. Όταν αυτή διαχειρίζεται με τρόπο δημιουργικό, μπορεί να φτιάξει κάτι που να τους αφορά όλους –πέρα από ηλικίες και, φυσικά, πέρα από εθνότητες. Είμαστε πολίτες μιας παγκόσμιας κοινωνίας, θέλουμε δεν θέλουμε!



22 Οκτωβρίου 2022

Μπάμπης Παπαδόπουλος - Μουσική Για Την Παράσταση Χορού «Βορεάδες» [δισκοκριτική, 2018]


Τον Μπάμπη Παπαδόπουλο τον (πρωτ)αγαπήσαμε ως κιθαρίστα στις εμβληματικές Τρύπες και τον επαν-εκτιμήσαμε μετά τη διάλυσή τους, μέσω της περιπετειώδους ηχητικής διαδρομής που χάραξε ως σόλο καλλιτέχνης. 

Τμήμα της τελευταίας ήταν και δίσκος-soundtrack που υπέγραψε στα τέλη του 2018 για την παράσταση «Βορεάδες» της ομάδας σύγχρονου χορού Creo Dance Company, ο οποίος εκδόθηκε από την Puzzlemusik. 

Τώρα, το ανήσυχο label του Χρήστου Αλεξόπουλου επαναφέρει τον Θεσσσαλονικιό δημιουργό στο προσκήνιο με μια νέα συναφή δουλειά: ένα ΕΡ ονόματι «IN[A]HABIT», όπου περιέχονται 4 οργανικές συνθέσεις που έντυσαν μία ακόμα παράσταση της  Creo Dance Company –την ομώνυμη, που παρουσιάστηκε τον Ιούνιο στο Σύγχρονο Θέατρο.

Μια καλή αφορμή, επομένως, για επιστροφή στους «Βορεάδες». Το αρχικό κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Στα 18 χρόνια που κύλησαν αφότου διαλύθηκαν οι Τρύπες, οι περισσότεροι από τους παλιούς fans ακολούθησαν τον Γιάννη Αγγελάκα. Σε διάφορες φάσεις μιας αποσπασματικής μα επιτυχημένης προσωπικής καριέρας, από την οποία αν μη τι άλλο δεν έλειψε η ανησυχία, παρά την ...ανησυχητική σύγκλιση με το κοινό των έντεχνων συναυλιών. Όμως –αναπάντεχα ίσως, με βάση το τι θα προβλέπαμε πίσω στο 2001– την έκπληξη έκανε τελικά η πιο συνεπής στις δισκογραφικές της παρουσίες, αλλά (συγκριτικά) αποτυχημένη ως προς την ευρύτερη απήχησή της σόλο πορεία του Μπάμπη Παπαδόπουλου. Και το soundtrack που έφτιαξε για τους «Βορεάδες» έρχεται να σφραγίσει αυτή την εντύπωση.    

Η λέξη «έκπληξη», βέβαια, ίσως έχει χάσει το εκτόπισμά της έτσι όπως καταστρατηγήθηκε από τους μουσικογραφιάδες του νέου μιλένιουμ, συχνά κολλώντας δίπλα σε πράγματα τα οποία δεν διέκρινε τίποτα το αναπάντεχο (πόσο μάλλον το εκπληκτικό). Όμως στέκει κυριολεκτικά, αν συμπυκνώσουμε τις καταγραφές του Μπάμπη Παπαδόπουλου: ο 20άρης που στα μέσα των 1980s ξεπατίκωνε με πάθος τα κιθαριστικά διδάγματα των Gang Of Four, μετασχηματίστηκε στον 35άρη που και την Αγρύπνια του Θανάση Παπακωνσταντίνου ενορχήστρωσε με φρεσκάδα και δίπλα στον ευρωπαϊκών προδιαγραφών αυτοσχεδιασμό του Φλώρου Φλωρίδη μπόρεσε να σταθεί (2002). Κατόπιν, το 2010, έγινε ο 40άρης του δίσκου Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου (δείτε εδώ), ο οποίος φαντάστηκε εκ νέου τα ρεμπέτικα δεδομένα του μακρινού Μεσοπολέμου· και, πλέον, ο 50άρης που φέρνει το αναγνωρίσιμο ηλεκτρικό του παίξιμο να συγκατοικήσει με ηλεκτρονικά στοιχεία.

Στους «Βορεάδες», λοιπόν, ο Παπαδόπουλος είναι το απόσταγμα όλων των παραπάνω, μα την ίδια στιγμή και κάποιος άλλος· μια καινούρια εκδοχή του καλλιτέχνη που ξέρουμε. Εκείνος επενδύει μια παράσταση σύγχρονου χορού της Creo Dance Company (σε χορογραφία-έρευνα της Πωλίνας Κρεμαστά) με 5 ορχηστρικές συνθέσεις συνολικής διάρκειας 54 λεπτών, ενώ εμείς έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε την ηλεκτρική του κιθάρα να ψηλαφεί τη θέση της σε ένα αρκετά πυκνό ηλεκτρονικό τοπίο, αρθρωμένο με λούπες, λογιών-λογιών εφέ και samples. Κι αν κάτι πρέπει να τονιστεί με έμφαση, είναι ότι η κιθάρα δεν ψάχνει απλά να χωρέσει ή να βολευτεί (έστω και τσίμα-τσίμα), ώστε να πετύχει η επιδιωκόμενη συμπόρευση. Ίσα-ίσα, αναζητεί το πώς θα συνυπάρξει ουσιαστικά. Κι αν εξαιρέσεις την επαναληπτική τροχιά του "Αέναος", η οποία ίσως δοκιμάζει την υπομονή σου από τη στιγμή που υπερβαίνει το 8ο/9ο λεπτό, τους βρίσκει τους τρόπους, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τα κομμάτια "Στην Κοσμόπολη" και "Περιπλανώμενος".

Κάτι εξίσου σημαντικό είναι ότι όλα τα ηλεκτρονικά  προέρχονται από τον ίδιο τον Παπαδόπουλο. Πρόκειται για σημείο-κλειδί, αφενός γιατί δεν έχουμε κάποιο δεύτερο πρόσωπο να κομίζει το εν λόγω σύμπαν των ήχων, αφετέρου γιατί όλες αυτές οι λούπες, τα samples και τα εφέ δεν εδράζονται στη νοσταλγία για τα 1980s ή τα 1990s την οποία κουβαλούν πολλά από τα «μπλιμπλίκια» που κυριαρχούν εκεί έξω, επιβραβευόμενα για την αμετροεπή τους ρετρομανία. Αντιθέτως, ο χαρακτήρας τους είναι σύγχρονος. Κάτι που και την κεντρική ιδέα των «Βορεάδων» υπηρετεί έξοχα (το χτίσιμο δηλαδή μιας νέας κοινότητας, βάσει παλαιότερων υλικών), μα και το αυτί ιντριγκάρει, ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα ωραία που προκύπτουν από την εμπλοκή της ηλεκτρικής κιθάρας. 

Ασφαλώς, κάθε κριτική σε soundtrack που αγνοεί το έργο για το οποίο έχει εξαρχής γραφτεί (όπως η παρούσα), υπόκειται σε μια σημαντική έλλειψη: διαφεύγει η λειτουργική σύνδεση της μουσικής με τα δρώμενα. Εν προκειμένω, μπορείς ίσως να φανταστείς ότι μια σύνθεση σαν την "Απόγειο" θέλει να εκφράσει τα παλλόμενα βήματα των χορευτών και την κίνηση εκείνη που ξεκινά από τη γη και πορεύεται ανοδικά· όμως λείπει η από πρώτο χέρι εμπειρία και ελλοχεύει έτσι εκείνο το φριχτό, αγοραίο τσιτάτο «σου δημιουργεί εικόνες στο μυαλό». 

Ευτυχώς, η δουλειά του Παπαδόπουλου διαθέτει επαρκή αυταξία, ώστε να μπορεί να ακουστεί –άρα και να αποτιμηθεί– (και) ανεξάρτητα από την παράσταση της οποίας υπήρξε οργανικό μέρος. Είναι ένα χάρισμα που το διακρίναμε και στο παρελθόν, με το soundtrack του λ.χ. για την ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Το Μικρό Ψάρι» (2014). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, οι «Βορεάδες» θα ξαναπαιχτούν στην Αθήνα  (θέατρο Ροές, για 4 παραστάσεις), για όσους ενδιαφέρονται να διαπιστώσουν τι πέτυχε το score και ως προς τη λειτουργικότητά του.



21 Οκτωβρίου 2022

Νίκος Χαλβατζής - ανταπόκριση (2019)


Από τα ονόματα που μπήκαν στην εγχώρια δισκογραφία μετά τον «Βραχνό Προφήτη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου (2000) με στόχο να υπηρετήσουν ένα ανοιχτών οριζόντων ελληνικό τραγούδι, αυτό του Νίκου Χαλβατζή δεν έχει πάψει να με απασχολεί. Χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι έχω σταθεί με το ίδιο ενδιαφέρον σε κάθε του μέχρι στιγμής δουλειά.

Περισσότερη σημασία έχει ότι ο Χαλβατζής είναι τραγουδοποιός που δεν στερείται στίγματος, ο οποίος πορεύεται σε μια συνειδητά ιδιαίτερη διαδρομή, επιλέγοντας λ.χ. να αφήσει την Αθήνα για να ζήσει στην Κοζάνη ή βγάζοντας δίσκους μόνο όταν αισθάνεται ότι έχει κάτι να καταθέσει –γι' αυτό και η εργογραφία του από το 2006 που εμφανίστηκε παραμένει μικρή. «Θεωρώ τη γραφή μου πιο λόγια και ακριβή από ό,τι μου καταλογίζεται. Πολλοί στέκονται στα σημεία του πειραματισμού, αλλά είναι νομίζω μια βιαστική ανάγνωση αυτού που κάνω», είχε πει χαρακτηριστικά τον Μάρτιο του 2015 στον φίλο και πάλαι ποτέ συνοδοιπόρο μου στα ερτζιανά Στυλιανό Τζιρίτα. 

Τον Δεκέμβριο του 2019 πήγα λοιπόν στο Six d.o.g.s. για να δω τον Χαλβατζή να παίζει ζωντανά. Μια ανταπόκριση από εκείνη τη βραδιά βρήκε τον δρόμο της δημοσίευσης στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, κυρίως αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στο Six d.o.g.s. και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Ο Νίκος Χαλβατζής δρα περιστασιακά. Έχει κάνει τις επιλογές του, με αποτέλεσμα ούτε να τον ακούμε συχνά, ούτε και να τον βλέπουμε εύκολα σε ζωντανή εμφάνιση. Παρά ταύτα, οι 3 δίσκοι που σποραδικώς κατέθεσε από το 2006 ως το 2014, αν και ποτέ δεν μπήκαν σε «πιάσε Μελωδία» τροχιά για να τους πεις επιτυχημένους με τους όρους της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας, έκαναν τη δική τους μικρή «φασαρία» ανάμεσα σε όσους αναζητούν το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. 

Κι έτσι το Six d.o.g.s. την Πέμπτη το βράδυ είχε τον κόσμο του· ούτε πολύ, αλλά ούτε και λίγο. Ήταν μάλιστα μια συναυλία στην οποία έδωσαν το παρών και καλλιτέχνες με ανάλογες ή παρεμφερείς ανησυχίες –όχι συχνό φαινόμενο: φεύγοντας χαιρέτισα τον Αποστόλη Αρμάγο, τον Διαμαντή Διαμαντίδη και τον Lumiere, ενώ το μάτι μου πήρε και τον Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη. Και ίσως να μην ήταν οι μόνοι ανάμεσα στο κοινό. Στη σκηνή, τώρα, ο Χαλβατζής είχε δίπλα του τον Κωνσταντίνο Τσιώλη, τον Δημήτρη Γρηγοριάδη (αμφότεροι των Τεφλόν) και τον Παντελή Ραβδά. Κι ένα πράγμα που μου έκανε άμεση εντύπωση, είναι ότι δεν ήταν η «τυπική» συναυλία που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε από τραγουδοποιούς. Αποκόμιζες δηλαδή την αίσθηση ότι δεν έπαιζε ο πρωταγωνιστής και οι συνοδευτικοί του μουσικοί, αλλά μια τετράδα. 

Τα τραγούδια του Χαλβατζή ζητούν προσήλωση. Δεν είναι συμβατά με τον κόσμο που πάει στις συναυλίες για να τα πει και λίγο με τους γνωστούς του ή με όσους έχουν τον νου τους παράλληλα και στο smartphone: και στις δύο περιπτώσεις θα χαθούν από τον ορίζοντα, καθώς ούτε έχουν φτιαχτεί να λειτουργούν ως χαλί, ούτε βασίζονται σε κάποιο «μεγάλο» ηχητικό οικοδόμημα, ικανό να απασχολεί το αυτί σου σε παράλληλη δράση. 

Ευτυχώς όσοι ήρθαν στο Six d.o.g.s. ήταν υποψιασμένοι. Στύλωσαν λοιπόν με ευλάβεια το βλέμμα στους 4 μουσικούς και αφέθηκαν να βυθιστούν, ερχόμενοι στο προσκήνιο μόνο για να χειροκροτήσουν ή καθώς σιγομουρμούριζαν τους στίχους στον "Άνθρωπο Με Το Μικρότερο Σπίτι Στον Κόσμο", στον "Φυγά" και στον "Διάδοχο". Να σημειώσουμε εδώ ότι η συναυλία ευτύχησε να έχει και πολύ καλό ήχο (δουλειά του Γιάννη Ταβουλάρη), κάτι που ενίσχυσε περαιτέρω τον χαρακτήρα του υλικού.

Ο Χαλβατζής δείχνει δημιουργός που πιστεύει στην αξία των βασικών πραγμάτων. Τα τραγούδια του δεν είναι εύκολα, ωστόσο δεν τους λείπει η αμεσότητα –κι εδώ παίζει σημαντικό ρόλο η ερμηνεία, καθώς τα κοινωνεί με μια καθάρια αποτελεσματικότητα, η οποία πραγματικά σε υποβάλλει. Την ίδια στιγμή εμπεριέχουν και μικρές ενορχηστρωτικές ανατροπές, που ιντριγκάρουν το αυτί σου με εκείνο το κάτι διαφορετικό. Όσο κι αν βρίσκεις λίγο Παύλο Παυλίδη, Θανάση Παπακωνσταντίνου ή Σωκράτη Μάλαμα εδώ, λίγα Διάφανα Κρίνα εκεί, λίγο τις εναλλακτικές κιθάρες του Conor Oberst (και της νεότερης Αμερικής, γενικότερα) πιο πέρα, το αποτέλεσμα παραμένει Νίκος Χαλβατζής. 

Πότε ηλεκτρικός και πότε πιο έντεχνος, μα συνάμα ούτε εμφανώς ηλεκτρικός ούτε εμφανώς έντεχνος, ο τραγουδοποιός υφαίνει μεθοδικά τη δική του παρουσία στο πεντάγραμμο. Και στη ζωντανή διάσταση όχι μόνο την υπερασπίστηκε επιτυχώς, μα άφησε και ζωηρή την εντύπωση καθώς έπιανε τον μπαγλαμά ή καθώς έλεγε για «καμμένα χωριά» ότι εδώ –ακριβώς εδώ– βρίσκεται το σύγχρονο τραγούδι που αιτούμαστε όσοι έχουμε ξανοιχτεί μεν (και) στη rock έκφραση της Δύσης, μα επιθυμούμε και το στιβαρό, στιχοκεντρικό περιεχόμενο που χαρακτηρίζει την εγχώρια δημιουργία, κάνοντάς σε να ...τραγουδάς. Και όπως ξέρουν κατά βάθος ακόμα και όσοι ονειρεύονται να ζούσαν στις Λόντρες και στα Παρίσια, είναι πάντα αλλιώς να τα λες στη δική σου γλώσσα. Πρόκειται για ένα γερό νήμα, που ενώνει τον Βασίλη Τσιτσάνη με τους Τρύπες και τους Στέρεο Νόβα, φτάνοντας ως την επίκαιρη χιπ χοπ νεολαία (όχι εκείνη που γράφει μοδάτες βλακείες, την άλλη).

Η συναυλία στο Six d.o.g.s. λειτούργησε παράλληλα και σαν προάγγελος ενός 4ου δίσκου, ο οποίος ίσως έρθει μέσα στην άνοιξη του 2020, ανοίγοντας έναν νέο κύκλο δράσης για τον Χαλβατζή, αφού –όπως ο ίδιος έχει δηλώσει– το Άλφα Ζεύγος έκλεισε το 2014 τον δημιουργικό κύκλο που άνοιξε το ντεμπούτο Πλάνο Εξόδου (2006). Αναζητείστε και θα σας δοθεί, το λέει και η Αγία Γραφή.



18 Οκτωβρίου 2022

Zebra Tracks - Waves [δισκοκριτική, 2015]


Μια κριτική μου από τo 2015 στο άλμπουμ «Waves» των Zebra Tracks, οι οποίοι σε κάποιο σημείο συγκαταλέγονταν στα ευρέως αναγνωρίσιμα (εγχώρια) indie ονόματα για την alternative διασκέδαση του ευρύτερου αθηναϊκού κέντρου.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Αν μου ζητούσαν να αναφέρω ένα εγχώριο μουσικό όνομα που να ακούστηκε πολύ στο σινάφι μας κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας των 2010s, αλλά να μην εξαργύρωσε αυτή τη φήμη «εκεί έξω», ίσως διάλεγα τους Zebra Tracks. 

Δεν νομίζω δηλαδή ότι υπάρχει άνθρωπος που να μην τους ξέρει ανάμεσα σε όσους γράφουμε για μουσική ή στο μικρό εκείνο κοινό που από το 2004 κι έπειτα στήριξε την indie φάση –λυπάμαι, φάση και όχι σκηνή– στη Σύνταγμα/Καρύτση/Αβραμιώτου/Γκάζι ακτίνα. Σε αυτόν τον κόσμο, οι Zebra Tracks υπήρξαν και γνωστοί και αναγνωρίσιμοι· και σαν γκρουπ και σαν ξεχωριστές φιγούρες, αφού για αρκετούς δημοσιογραφούντες μα και για διάφορες γνωστές φάτσες σε συναυλίες είναι «o Ζήσης, ο Γιώργος ο Νίκας, ο Αντώνης». Έξω ωστόσο από το συγκεκριμένο πλαίσιο, μάλλον δεν συνέβη ποτέ τίποτα, παρά τη δισκογραφική περιπέτεια του Collective Guilt (2012) στο πάντα εξωτικό (για μας) Μαϊάμι.

Τα παραπάνω φωτίζουν και το τι συμβαίνει με το Waves. Μέχρι τώρα, δηλαδή, οι Zebra Tracks έδειχναν λίγο-πολύ βολεμένοι με το να παρέχουν ένα αθηναϊκό soundtrack σε όσους ακούγανε indie πράγματα, μη θέλοντας κάτι περισσότερο από ένα οικείο «χαλί», το οποίο να παίζει στο φόντο της φιλικής μάζωξης στο σπίτι ή του ποτού σε «κοινοτικά» στέκια σαν το Key. Αναπαρήγαν (με συγκρότηση, ομολογουμένως) τις δόξες του βρετανικού post-punk και των κλαδιών του, παίζοντας μουσική που σε καμία περίπτωση δεν πρόσβαλλε τη νοημοσύνη σου, μα δεν άλλαξε και ποτέ τη ζωή κανενός. Σαν άπειρα ακόμα συγκροτήματα στο πλανητικό στερέωμα που πήραν μικρόφωνα, κιθάρες και ντραμς για να το κάνουν κι εκείνα «όπως» οι ηρωές τους. Η σχετική ιστορία είναι πιο παλιά και από τους Beatles. 

Αλλά το Waves δείχνει μια αντίληψη ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα '10s βρίσκονται πια στα μέσα τους, οι 20άρηδες του 2004 είναι πλέον και με τη βούλα 30άρηδες, οι 20άρηδες πάλι που πήραν την (indie) σκυτάλη ψήνονται (για την ώρα) περισσότερο με τη νεοψυχεδέλεια παρά με το post-punk, τα μούσια αρχίζουν να μη θεωρούνται και τόσο cool, το ελληνικό indie δεν το αποκαλούν πια «σκηνή» ούτε όσοι λύσσαξαν κάποτε να μας πείσουν πως έτσι είχαν τα πράγματα. Έτσι, οι Zebra Tracks καβαλάνε τα Κύματα και ψάχνουν για τη νέα στεριά.   

Γίνονται λοιπόν κάτι τις πιο ποπ, δίνουν μια ώθηση σε πιο χορευτικούς ρυθμούς ("Indian Summer"), ψάχνουν με λίγα λόγια την ανανέωση σε γειτνιάζουσες περιοχές του ήχου τους, χωρίς να εγκαταλείπουν τη βασική κατεύθυνση ("Waves", "Writing Fields"). Και χωρίς βέβαια να πάνε κι εκείνοι προς τις ψυχεδέλ αναβιώσεις, όπου ο συναγωνισμός φαντάζει πλέον πραγματικά μεγάλος. Πολύ σωστά το βλέπουν, είναι η γνώμη μου. Και τραγούδια σαν το αληθώς καλοστεκούμενο "Grains Of Sand" (που πρωτακούσαμε πέρυσι, σε ένα ΕΡ-προπομπό του Waves) τους επιβεβαιώνουν, διατηρώντας τους αναγνωρίσιμους μα συνάμα φρεσκαρισμένους. 

Τίποτα ωστόσο από αυτά δεν επανακαθορίζει τη μεγάλη εικόνα. Οι Zebra Tracks ή, εφόσον επιμένετε, «o Ζήσης, ο Γιώργος ο Νίκας, ο Αντώνης (και ο Νικόλας στα ντραμς)», ανανεώνουν μεν τον ήχο τους, παραμένουν δε μια εγχώρια αντανάκλαση παγιωμένων εναλλακτικών τάσεων του διεθνούς ποπ/ροκ στερεώματος. 

Μπορεί η εκτελεστική τους δεινότητα να γνωρίζει πρόοδο, μπορεί η άνεσή τους με την κατασκευαστική διαδικασία ενός τραγουδιού να έχει εξελιχθεί σε σύγκριση με τις μέρες των "Silicone Valley" και "Borealis Fallacia", αλλά οι δημιουργικές τους φιλοδοξίες τελειώνουν εκεί ακριβώς όπου αρχίζουν: επιμένουν να το κάνουν όπως στους (διεθνείς) δίσκους τους οποίους ακούνε (τους ακούμε κι εμείς), αδιαφορώντας για οτιδήποτε ελληνικό, αθηναϊκό, ζίμπρα, ζήσικο, γιωργονίκικο, καββαδιώτικο –πείτε το όπως θέλετε τέλος πάντων το «διακριτό». Κι έτσι, πέρα από τις ευπρόσωπες ανοιχτωσιές του Waves και κάτω από τον πράγματι δουλεμένο νέο ήχο εξακολουθούν να φτιάχνουν μουσική που επουδενί δεν θα σε προσβάλλει, μα ποτέ δεν θα σου αλλάξει και τη ζωή.



16 Οκτωβρίου 2022

The Velvoids - Polynesia Baby [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική μου από τo 2014 στο ντεμπούτο των Velvoids, που εκείνες τις μέρες είχαν κερδίσει κάμποση δημοσιότητα ανοίγοντας τη συναυλία των Brian Jonestown Massacre στην Αθήνα.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Οι ρυθμοί των εγχώριων πραγμάτων είναι συχνά αργοί και ενδέχεται να δημιουργούν παραπλανητικές εντυπώσεις. Στο δελτίο Τύπου για την έκδοση του Polynesia Baby, λ.χ., διαβάζεις ότι πρόκειται για το ντεμπούτο των Velvoids. Οπότε, αν δεν είσαι χωμένος στα γκαραζοψυχεδελικά πράγματα της πρωτεύουσας, μπορεί και να νομίσεις ότι η Δώρα Χ με τον Vice Lesley πήραν τις κιθάρες τους κανα-δυο-τρία χρόνια πριν, καβαλώντας κι εκείνοι στο τρένο μιας παγκόσμιας τάσης. Αλλά οι Velvoids υπάρχουν από το 2003· και πριν το Polynesia Baby έχουν μια σειρά ΕΡ κυκλοφοριών, με (κάπως) γνωστότερο το Las Freak Voodoo του 2012, που νομίζω μάλιστα πως είναι πια και εξαντλημένο. 

Αυτή η παρατήρηση δεν γίνεται απλά για το βολικό μιας εισαγωγής. Όπως τουλάχιστον το βλέπω εγώ, δηλαδή, μια δεκαετία πάνω-κάτω και το συναφές «ψήσιμο» των Velvoids σε συναυλίες, ηχογραφήσεις και στην όλη ανεξάρτητη πορεία την οποία έχουν χαράξει μέσω της TBMr Records, θα έπρεπε να τους έχει οδηγήσει σε μια κατάθεση με περισσότερη άποψη. Γιατί ζούμε στο 2014, όχι στο 1984. Με μερικά κλικ έχεις σπίτι σου την τελευταία γκαραζοροκιά απ' όπου μπορείς να φανταστείς. Χώρια τον πλούτο των ύστερων 1960s, που κάποτε αποκτούσες μόνο με σεβαστά χρηματικά ποσά. 

Βρίσκω λοιπόν άστοχη την οπτική «καν' το όπως εκείνοι που αγαπάς», η οποία δεν αφορά βέβαια μόνο τους Velvoids, μα και το μεγαλύτερο κομμάτι της εγχώριας αγγλόφωνης παραγωγής, καθώς και πάμπολλα συγκροτήματα του εξωτερικού. Διάβολε, θέλουμε την άποψή σου για όσα σου παίρνουν τα μυαλά, η δισκογραφία δεν είναι διαγωνισμός τελειότερης απομίμησης. Γεμίσαμε μπάντες με άρτια παιξίματα και καλές παραγωγές, απλά για να πεθυμήσουμε κάποιους εγχώριους ήρωες του παρελθόντος, που μπορεί να τα έκαναν σαλάτα στα κατασκευαστικά και να μίλαγαν αστεία αγγλικά ή να κολλούσαν ελληνικά που «κούναγαν» στους αγγλοσαξονικούς ρυθμούς, όμως είχαν κάτι περισσότερο να πουν για αυτά που τους έκαιγαν. 

Στην περίπτωση των Velvoids, τώρα, λυπάσαι που δεν βρίσκεις αρκετά καλά να πεις για το Polynesia Baby, ακριβώς γιατί δείχνουν ότι το μπορούσαν αυτό το βήμα παραπέρα. Στις ζωντανές εμφανίσεις εκλύουν οργιαστική ενέργεια, η οποία συνυπάρχει μερικές φορές με έναν γουστόζικο rock αισθησιασμό. Αλλά εδώ εντοπίζεις μόνο τον δεύτερο, στο καλύτερο τραγούδι της δουλειάς "Dead Don't Dance". Κατά τ' άλλα τους τρώνε οι διαδρομές ρουτίνας: αρκούνται σε ένα καλοπαιγμένο γκαραζοψυχεδέλ, που είναι φανερό πως το ευχαριστιούνται πολύ ("Talk In Red", "Unwind"), οπότε ζήσαν εκείνοι καλά και οι 1960s ήρωές τους καλύτερα. Κι ας λέει η Nina Antonia στο συνοδευτικό σημείωμα –Βρετανίδα συγγραφέας, έχει γράψει για Johnny Thunders και New York Dolls– για ηχητικά υποσυνείδητα, για παραπομπές στον Brian Jones και για τη βαθιά μπλε συνοριακή γραμμή του ξυπνητού ονείρου.

Ως –πράγματι– ένα από τα καλύτερα εγχώρια συγκροτήματα του συγκεκριμένου ήχου τα οποία μπορείς να τρακάρεις live, οι Velvoids καλούνται λοιπόν να αποδείξουν ότι μπορούν να αντιληφθούν τη δισκογραφία ως πεδίο πιο απαιτητικό από το συναυλιακό σανίδι. Εκπέμποντας ένα πιο ισχυρό στίγμα από αυτό του Polynesia Baby, ειδικά με δεδομένη την παρούσα συγκυρία, που επιτρέπει σε πάμπολλα παρεμφερή συγκροτήματα να ξεφυτρώσουν και να διεκδικήσουν μερίδιο της προσοχής.  



15 Οκτωβρίου 2022

Γιάννης Σπανός & Αλέκα Κανελλίδου - ανταπόκριση (2017)


Όσοι παρακολουθούν την αρθρογραφία μου στο Αθηνόραμα, ξέρουν ότι πριν λίγες μέρες πήγα να παρακολουθήσω το αφιέρωμα στον Γιάννη Σπανό στο Ηρώδειο –έναν αγαπημένο δημιουργό. 

Όταν είδα λοιπόν την Πέννυ Ξενάκη να ανεβαίνει στη σκηνή ως συμμετοχή-έκπληξη της βραδιάς, η μνήμη πέταξε στην τελευταία φορά που είδα live τον συνθέτη: καθισμένο στο πιάνο του, με βλέμμα πάντοτε σπινθηροβόλο, παρά την πάροδο των ετών. 

Ήταν τέλη Δεκέμβρη του 2017, στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Στις παραστάσεις «Ξανά Μαζί» που έδινε τότε εκεί με την Ξενάκη, την Αλέκα Κανελλίδου και τον Δημήτρη Σαββαΐδη. Σε μια ωραία βραδιά, έστω και με την απογοητευτική διαπίστωση ότι το «Μαζί» του τίτλου δεν ήταν και πολύ αληθινό, αφού Σπανός & Κανελλίδου μοιράστηκαν τη σκηνή για μικρό μονάχα μέρος του προγράμματος που είχαν σχεδιάσει.

Η συναυλιακή επικαιρότητα, λοιπόν, δημιουργεί καλή αφορμή ώστε να αναδημοσιευτεί εδώ η ανταπόκριση που έγραψα τότε για λογαριασμό του Avopolis –ως συνήθως, με μικρές τροποποιήσεις, κατά κύριο λόγο αισθητικής φύσης. 

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά της 29/12 στο «Γυάλινο» και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


«Ξανά μαζί» είναι φέτος ο Γιάννης Σπανός και η Αλέκα Κανελλίδου, ύστερα από τις επιτυχημένες εμφανίσεις του 2016 στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Για όποιον δεν έχει ξαναπάει, πάντως, ελλοχεύει και μια παρεξήγηση σε όλο αυτό το «ξανά μαζί». Κι εγώ, δηλαδή, μια διαφορετική εικόνα είχα σχηματίσει στο κεφάλι μου για το τι θα έβλεπα πηγαίνοντας στην παράσταση· με αποτέλεσμα να βρεθώ απορημένος, όταν κατάλαβα ότι οι δυο τους μοιράζονται τη σκηνή για μικρό μόνο μέρος του όλου προγράμματος.

Η νύχτα, δηλαδή, είναι στην πραγματικότητα κομμένη στα δύο: ένα μέρος ανήκει στην Αλέκα Κανελλίδου κι ένα στον Γιάννη Σπανό και τους δυο βασικούς συνοδοιπόρους του, την Πέννυ Ξενάκη (τραγούδι) και τον Δημήτρη Σαββαΐδη (τραγούδι, μπουζούκι). Αμφότεροι, πάντως, πλαισιώνονται από την ίδια ορχήστρα ικανών μουσικών, την οποία αποτελούν οι Θωμάς Καραμαζάκης (κιθάρα), Γιώργος Σχοινάς (ακορντεόν), Γιώργος Κατσίκης (τύμπανα) & Μίμης Ντούτσουλης (κοντραμπάσο), με μαέστρο τον πιανίστα Γιώργο Τσοκάνη, που επιμελήθηκε γενικά τις ενορχηστρώσεις και την όλη μουσική διεύθυνση.

H Αλέκα Κανελλίδου εμφανίστηκε ενώπιόν μας λίγο μετά τις 11 και μπήκε χωρίς εισαγωγές με το "Crazy Girl" –το τραγούδι με το οποίο ξεκίνησαν ουσιαστικά όλα πίσω στο 1967, όταν το είπε ντουμπλάροντας τη Ζωή Λάσκαρη στην περίφημη ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Οι Θαλασσιές Οι Χάντρες». Έψαχναν τότε μια τραγουδίστρια, μας είπε· και ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ένας από τους μουσικούς του Μίμη Πλέσσα (ο βιολιστής Γιάννης Κανελλίδης), σκέφτηκε την κόρη του, που όλη μέρα τραγουδούσε «τα ξένα». Δεν πρέπει να του έδωσαν χρήματα για τη συμμετοχή της, όταν δε βγήκε η ταινία, μάταια έψαχνε το όνομά της: δεν είχε μπει πουθενά. Παρότι λίγο πιο μετά παραπονέθηκε ότι μας έβρισκε «παγωμενάκια» ως θεατές, νομίζω ότι ήταν ωραία εισαγωγή, η οποία δημιούργησε κλίμα. Αν οι αντιδράσεις μας άργησαν να γίνουν πιο ενθουσιώδεις, οφείλεται στο ότι αρχικά υπήρξε μεγάλη προσήλωση στις ερμηνείες της, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει μια σαγήνη.


Όλα τα γνωστά κι αγαπημένα της μας τα είπε η Κανελλίδου. Και το ικανοποιητικά γεμάτο Γυάλινο τραγούδησε με προσήλωση, σχεδόν σε κάθε περίσταση: όσοι είχαν έρθει, ήξεραν καλά τι ήρθαν να δουν. "Πόσο Γλυκά Με Σκοτώνεις" (η διασκευή του 1981 στο "Killing Me Softly With His Song" της Lori Lieberman), "Μια Περιπέτεια", "Μονά Ζυγά", "Αλλιώτικος Νόμος", "Δεν Είναι Έτσι Η Αγάπη", "Μόλις Χθες", "Νύχτα Είναι Θα Περάσει" και φυσικά το "Άσε Με Να Φύγω", ήταν όλα εκεί. Δοσμένα με φλόγα και με τη μοναδικότητα μιας αληθινά ξεχωριστής φωνής: μπορεί ο χρόνος να την έχει βαθύνει, μα η ερμηνευτική δύναμη της Κανελλίδου και τα εκφραστικά της χρώματα μένουν ανέπαφα.

Μας είπε βεβαίως και τα "Δίδυμα Φεγγάρια" –και ίσως ήταν εκεί που το κοινό να άρχισε να κάνει πιο αισθητή την παρουσία του. Δίπλα της στάθηκε ο Δημήτρης Σαββαΐδης με το μπουζούκι του, φοβάμαι πάντως ότι τούτη η πρώτη γνωριμία είχε εν τέλει τον χαρακτήρα ψυχρολουσίας, καθώς ανέλαβε και τα ανδρικά φωνητικά της υπόθεσης. Ασφαλώς και δεν περίμενε κανείς να ανταγωνιστεί τον Δημήτρη Μητροπάνο, δεν γίνονται αυτά. Αλλά ο γλυκερός τρόπος του αποτυπώθηκε υπέρ το δέον μακριά από το αιτούμενο. Η Κανελλίδου έκανε και μια μικρή περιπλάνηση στο ελαφρό ρεπερτόριο με επιλογές από Μιχάλη Σουγιούλ και Γιώργο Μουζάκη, όμως το ενδιαφέρον μας κορυφώθηκε όταν έφερε τον Γιάννη Σπανό στη σκηνή, για να κάτσει απέναντί της στο πιάνο και να τραγουδήσουν μαζί.  


Ο πολύ ωραίος δίσκος του 1976 «Η Αλέκα Κανελλίδου Τραγουδά Γιάννη Σπανό» τιμήθηκε με τους "Νόμους" και το "Ήρθε Ένας Φίλος", διάλεξαν όμως και αγαπητά τραγούδια εκτός της συνεργασίας τους, που έμειναν με άλλες γυναικείες φωνές, όπως το "Αν Μ' Αγαπάς" και το "Σ' Ένα Εξπρές", με την Κανελλίδου να κλείνει το κοινό αυτό set με μια καταπληκτική, a cappela εκτέλεση στο "Άνθρωποι Μονάχοι", το οποίο έχει σφραγίσει βέβαια η ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού. Αναλόγως καταπληκτικό, πάντως, ήταν και το φινάλε της δικής της παρουσίας στο Γυάλινο, για το οποίο διάλεξε τα "Ήσυχα Βράδια", αποδίδοντάς τα όπως ακριβώς τους πρέπει, σε ένα συγκινητικό στιγμιότυπο. Μας χαιρέτησε κατόπιν χωρίς πολλά-πολλά, με μερικές πρωτοχρονιάτικες ευχές.

Μετά από μια τέτοια εμπειρία στάθηκε δύσκολο να δεχθούμε ότι τη σκυτάλη θα έπαιρναν η Πέννυ Ξενάκη με τον Δημήτρη Σαββαΐδη, όσο σεβασμό κι αν ενέπνεε η παρουσία του Γιάννη Σπανού στο πιάνο –όσο από καρδιάς και αν του απαντήσαμε θετικά στην από μικροφώνου έκκλησή του να τελειώσουμε τη βραδιά μαζί. Ήταν ένα δύσκολο στοίχημα, ομολογουμένως. Αλλά το γεγονός ότι οι περισσότεροι μείναμε στις θέσεις μας μέχρι το τέλος, χειροκροτώντας θερμά στο ενδιάμεσο ή και χορεύοντας ανά περιστάσεις, είναι η καλύτερη πιστοποίηση ότι το στοίχημα δεν χάθηκε. 

Τα εύσημα πρέπει να δοθούν στην Πέννυ Ξενάκη, γιατί έκανε μια επιτυχημένη «πρώτη επαφή» ερμηνεύοντας πολύ ωραία, με τη βαθιά, ζεστή φωνή της το "Μια Αγάπη Για Το Καλοκαίρι". Κυρίως, όμως, ανήκουν στον Γιάννη Σπανό: αυτόν τον εξαιρετικό συνθέτη με το έργο-ποταμό, που δεν έχει αναγνωριστεί ακόμα στους «μεγάλους» του τόπου μας, όπως θα έπρεπε. Ίσως γιατί πάντα είναι έτσι αναλόγως σεμνός όσο τον είδαμε και στο Γυάλινο, να προτιμά τα μετόπισθεν, εκεί στο πιάνο του, αφήνοντας τα φώτα στους εκάστοτε συνοδοιπόρους του στα μικρόφωνα. Το υπόλοιπο πρόγραμμα ήταν η καλύτερη απόδειξη του πόσο σπουδαίος είναι, αφού έδωσε την ευκαιρία να θυμηθούμε ότι κι εκείνο και το άλλο και το παράλλο από τα πασίγνωστα άσματα που ακούγαμε, όλα δικά του ήταν. 


Η Ξενάκη ανέλαβε με άνεση και αέρα το κομμάτι που της αναλογούσε, ξετυλίγοντας μια διακριτή ερμηνευτική ταυτότητα, εύστοχα τοποθετημένη κάπου μεταξύ Αλέκας Κανελλίδου και Τάνιας Τσανακλίδου, με ολίγη από Χαρούλα Αλεξίου –απόρησα που μια τέτοια φωνή έχει μείνει χωρίς δισκογραφία από το 1995 και μετά, μετρώντας μόλις 2 άλμπουμ στο ενεργητικό της. 

Η Χριστίνα δίπλα μου παρατήρησε ότι κάτι πρέπει να βελτιώσει στην κίνηση και στην επί σκηνής έκφρασή της, ενώ κι εγώ σημείωσα ότι ίσως τα πιο λαϊκά να μην της πάνε και τόσο, θεωρώντας ότι έφτασε στις καλύτερές της στιγμές λέγοντας το "Φίλε" και την "Κίτρινη Πόλη". Ωστόσο ήταν εκείνη που ξεσήκωσε τον κόσμο στον χορό, κατεβαίνοντας ανάμεσα στα τραπέζια για το "Ναύτης Βγήκε Στη Στεριά" και το "Ρίξε Στο Κορμί Μου Σπίρτο", δύο σουξεδάρες του Σπανού από το 1977 και το 1992, με πρώτες διδάξασες (αντίστοιχα) τη Μοσχολιού και την Κατερίνα Κούκα. 

Το πιο λαϊκό κομμάτι του προγράμματος το πήρε γενικά επ' ώμου ο Σαββαΐδης, ο οποίος συνολικά υπήρξε καλύτερη παρουσία σε σύγκριση με την πρώτη ιδέα που μας έδωσε στο πλάι της Κανελλίδου. Παίζει ωραίο μπουζούκι, στέκεται στη σκηνή και διαθέτει αναντίρρητα μια ωραία φωνή, με αρκετά χαρίσματα. Ερμηνευτικά, ωστόσο, κάτι λείπει. Ίσως γιατί είναι ακόμα «άγουρος» και τείνει να ρέπει προς το παράδειγμα του Γιώργου Νταλάρα (στα πιο ώριμά του χρόνια) για τις πιο απαιτητικές νότες, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση μιας ομοιότητας που δεν βγαίνει υπέρ του. Πάντως τραγούδησε μια χαρά σε αρκετές στιγμές, με καλύτερη ανάμεσά τους το "Μια Κυριακή", που ο Σπανός έγραψε πίσω στο 1969 για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. 

Στο τέλος του προγράμματος, όταν αρχίσαμε τα «κι άλλο, κι άλλο», ο Σπανός μας χαμόγελασε πονηρά, έκανε νόημα συναίνεσης με το δάχτυλο για ένα ακόμα και γύρισε στο πιάνο του, παίζοντας τις χαρακτηριστικές νότες του "Οδός Αριστοτέλους". Περίμενα ότι θα έβγαινε η Κανελλίδου να το πει, έτσι για γκραν φινάλε και για να τονωθεί εκείνο το «ξανά μαζί» με το οποίο διαφημίζεται το όλο πρόγραμμα. Αλλά δεν βγήκε. Ήταν η Ξενάκη που μας το είπε κι αυτό. Με μας να τραγουδάμε μαζί της, σε ένα αντικειμενικά ωραίο κλείσιμο. Όσο κι αν ήθελα λίγη Κανελλίδου ακόμα.