30 Νοεμβρίου 2023

Θάνος Ανεστόπουλος - συνέντευξη (2012)


Είναι δύσκολο να κάτσω εδώ, στα πλαίσια αυτών των σύντομων εισαγωγών που φτιάχνω για διάφορα παλιά μου δημοσιεύματα, να μιλήσω για τον Θάνο Ανεστόπουλο (Φεβρουάριος 1967 - Σεπτέμβριος 2016). 

Όχι από κάποιο οπαδιλίκι για τα Διάφανα Κρίνα, παρότι παραμένουν ένα από τα πολύ αγαπημένα μου ακούσματα από το εγχώριο rock –αύριο 1η Δεκέμβρη, μάλιστα, ο Λεωνίδας Σκιαδάς στήνει και μια βραδιά αφιερωμένη στο γκρουπ, στη «Death Disco». Αλλά γιατί, κάνοντας τη δουλειά αυτή, ήρθαν έτσι τα πράγματα που με κάποιους καλλιτέχνες συγχρωτίστηκες, συμπαθήθηκες και μοιράστηκες και κάποιες αυστηρά ανθρώπινες στιγμές. 

Δεν γράφω τη λέξη «φίλος», γιατί κάτι τέτοιο δεν γίναμε ποτέ με τον Θάνο Ανεστόπουλο. Όμως υπήρχε θέρμη μεταξύ μας. Στο «Κούζκο», ας πούμε, μια μέρα που με συνάντησε τυχαία κι έκατσε για έναν καφέ, του είπα ότι έφευγα για στρατιωτική θητεία, στο Πολεμικό Ναυτικό. Κι αμέσως έβγαλε ένα χαρτόνι από την τσάντα του και τσικ-τσικ μου σχεδίασε ένα σκίτσο, όπου προοικονομούσε ότι το διάστημα αυτό θα μοιάζει σαν διακοπές κάπου ονειρικά: ίσως σε εκείνο το νησί στον Ειρηνικό που, κατά τον Γιώργο Μαρίνο, πάντα θα μας περιμένει. 

Με συγκίνησε πολύ, αν και ποτέ δεν του το είπα. Και τον σκέφτηκα πολλές φορές γελώντας κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, όταν αποκαλούσαμε το στρατόπεδό μας στον Πόρο «Poros Resort». Και τώρα αγχώνομαι που τα γράφω αυτά, γιατί πάλι δεν θυμάμαι πού το έχω βάλει το σκίτσο, στο χάος το οποίο βασιλεύει μονίμως στο σπίτι μου.

Επίσης, εκτίμησα πολύ που μόνος του, μια μέρα που καθόμασταν στο «Φλοράλ» και συζητάγαμε για τον Τύπο και τη ραδιοφωνία, μου είπε ότι, επειδή κάνουμε παρέα, δεν έπρεπε να γράφω πια κριτικές για τα όσα κάνει, είτε με το γκρουπ, είτε μόνος του. Το είχα βέβαια κατά νου, γιατί αυτή είναι η πάγια τακτική μου. Όμως το μέτρησα που το σκέφτηκε και θέλησε να το ξεκαθαρίσει, γιατί η πλειονότητα των καλλιτεχνών στην Ελλάδα αρέσκεται να έχει αυλικούς. 

Και ήμουν, τελικά, εγώ που δεν τήρησα τη συμφωνία μας, αφού ξανάγραψα κάτι για δουλειά του, μετά βέβαια από τον θάνατό του (δείτε εδώ). Θέλω να πιστεύω, όμως, ότι θα καταλάβαινε πως εκκρεμούσε ο αποχαιρετισμός μας, ο οποίος δεν χώραγε φυσικά σε κηδείες και τα συναφή: τέλος πάντων, μόνο έτσι ήξερα να το κάνω. Και το έπραξα, θεωρώ, με τιμιότητα απέναντι στο έργο της κριτικής αποτίμησης.

Κάτι που «επιτρεπόταν», πάντως –και ήταν θεμιτό– ήταν να κάνουμε καμιά συνέντευξη. Όπως έγινε το 2012, 3 χρόνια μετά τη διάλυση των Διάφανων Κρίνων, όταν έβγαλε το πρώτο του σόλο άλμπουμ «Ως Το Τέλος». Στήσαμε λοιπόν μια σύντομη κουβέντα, ικανή να χωρέσει στις σελίδες του περιοδικού «Ήχος», το οποίο και την παρήγγειλε. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουλίου εκείνης της χρονιάς, αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις –για πρώτη φορά στο ίντερνετ.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε κατά καιρούς στον Τύπο, είτε από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, είτε από την Inner Ear


Πώς εννοεί ο Θάνος Ανεστόπουλος το τέλος; Πώς θα έπρεπε να αποκωδικοποιηθεί ο τίτλος του πρώτου σου σόλο πονήματος, «Ως Το Τέλος»;

Πίσω απ' τη φράση «ως το τέλος», εννοώ «ως την Τελείωση». Ως την τελείωση του κόσμου, του πνεύματος, της αγάπης. Σε κάποια πράγματα τέλος δεν δίδεται ποτέ. Για παράδειγμα, στην αγάπη δεν υπάρχει τέλος. Το ίδιο όπως σ' ένα άπειρο!

Και στον νέο δίσκο βλέπουμε τη σχέση σου με την ποίηση, μια σχέση βαθιά και διαρκείας. Τι έχεις να πεις προς όσους ισχυρίζονται ότι αυτοί που ασχολούνται πολύ με τη μουσική συνήθως δεν διαβάζουν ποίηση;

Έχω την αίσθηση, πολλές φορές, πως την ποίηση δεν τη διαβάζεις, μα την αισθάνεσαι και την ανακαλύπτεις παντού, όποτε νιώσεις αυτήν την ανάγκη. Τότε σε επισκέπτεται σε κάθε νότα και φθόγγο, αν είσαι μουσικός, σε κάθε πιρουέτα αν χορεύεις, σε κάθε πινελιά αν είσαι ζωγράφος. Καραδοκεί –και περιμένει εσένα να την ανακαλύψεις και να την αισθανθείς.  

Βρέθηκες κι εσύ στην Inner Ear για το «Ως Το Τέλος». Φαντάζομαι ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο, έτσι δεν είναι; Τι συμβαίνει εκεί στην Πάτρα;

Αυτό που έχει κάνει μέχρι στιγμής η Inner Ear –και συνεχίζει να το κάνει– είχε να γίνει, όσον αφορά στη χώρα μας, από την εποχή του Αλέκου Πατσιφά και διεθνώς από τα χρόνια της Factory Records και της σκηνής του Μάντσεστερ. 

Κι έχω την αίσθηση ότι ο Περικλής και τα παιδιά του στην εταιρεία, ή, καλύτερα, σ' αυτήν την παρέα όπου έχουν μαζευτεί τρελοί εραστές της μουσικής και της ωραίας τέχνης, δεν κάνουν ό,τι κάνουν για να δώσουν κάποια απάντηση σε κάτι νεκρό από καιρό. Απλά πολλές φορές τα Άνθη του Κακού βρίσκουν τον τρόπο να γεννούν την ομορφιά μέσα στη γενική αφυδάτωση και καρβουνίλα.  

Σε αντίθεση με πολλούς συνομηλίκους σου, είσαι πολύ δραστήριος στο Facebook. Υπάρχει αληθινή επαφή εκεί στο δίκτυο; Έχεις ακούσει ποτέ παράπονα ότι το παρακάνεις; 

Το παρακάνεις όταν σταματήσεις να χειρίζεσαι ένα μέσο όπως το Facebook ως δίαυλο επικοινωνίας ή ως μέσο προώθησης της δουλειάς σου και των ιδεών σου και βουτήξεις μέσα του χωρίς οριοθέτηση, αφήνοντάς το να γίνει εθισμός και εξάρτηση. Πολλοί έχουν πράγματι ανταλλάξει την αληθινή ζωή με μια εικονική πραγματικότητα, έχοντας φτιάξει μια ηλεκτρονική φυλακή όπου μπήκαν από μόνοι τους, αδυνατώντας πλέον να βρουν τον δρόμο για να βγουν ξανά έξω –στον αληθινό κόσμο, στην ουσιαστική επικοινωνία. 

Είναι γνωρίσματα και παρενέργειες αυτά μιας εποχής μεγάλης αποξένωσης, μα και της τρομερής μοναξιάς του ατόμου των μεγαλουπόλεων και του αδιεξόδου των κλειστών κοινωνιών της επαρχίας. Και συμβαίνει τώρα, παντού, ως το τέλος του κόσμου... Πάντως, εγώ έχω το πιο ρομαντικό λάπτοπ στον κόσμο! Ένα ACER Aspire 9410 με το ίδιο φιλότιμο που είχε ο ΣιΘρίΠιο (το ρομπότ στον «Πόλεμο των Άστρων»). 

Είσαι από τους καλλιτέχνες που δεν μασάνε τα λόγια τους όταν τους ρωτάνε για την πολιτικο-κοινωνική πραγματικότητα. Πώς είδες λοιπόν το αποτέλεσμα των «πιο ιστορικών εκλογών μετά τη Μεταπολίτευση», όπως τις χαρακτήρισαν αρκετοί;  

Και μετά τα 7 χρόνια του γύψου αλλά και τώρα –με αφορμή τον λυσσαλέο παγκόσμιο πόλεμο του τραπεζικού κεφαλαίου με τους λαούς– το κόλπο με την «ελπίδα για αλλαγή» και το τρικάκι με το «κάνε κουράγιο και θα 'ρθει μια άσπρη μέρα και για μας» (μαζί με την πατερίτσα μιας ροζ ευμάρειας ενός τραγικού, χάρτινου και ψεύτικου χτες, χτισμένου σε πήλινα πόδια), άρκεσαν για να πάρει τα πάνω του ο Χοντρός Τραπεζίτης. 

Δεν χρειάζεται να 'σαι φάκιν ειδικός για να καταλάβεις ότι ο άκρατος καπιταλισμός φτάνει στο τέλος του ή την οπισθοχώρηση σε δικαιώματα κατακτημένα με πολύ πόνο και αίμα στην Ιστορία. Έχω έναν γιο 9 χρονών με καλύτερο αισθητήριο από τους εντεταλμένους «ειδικούς» για το πώς μπορούμε να πάρουμε ξανά την πάνω βόλτα. 

Μιας κι έχεις ιδιαίτερη σχέση με τους ποιητές της Γενιάς του '30, είναι ξανά επίκαιροι, θα έλεγες, στις τωρινές συνθήκες; Έχουμε ξανά ανάγκη από πνευματικά αναχώματα κατά της θλίψης; Ή η προσδοκία των πολλών εξαντλείται στο πώς θα μπορέσουν να ξαναγυρίσουν στα «χρυσά» χρόνια; 

Αυτή την εποχή δεν μου 'ρχεται να μιλάω για τους ποιητές που αγάπησα. Αρκετή απογοήτευση έχω φάει από τους περισσότερους ντόπιους ποιητάδες μας, οι οποίοι έχουν βολευτεί, κρυφτεί κι εξαφανιστεί από το τώρα και από το εκεί έξω... 

Όσους, δηλαδή, δεν βρίσκονται μέσα στο όλον, μέσα στον κόσμο τον απλό. Όσους, αφού παρέδωσαν το ποίημα (ή γενικότερα το έργο τους), χρησιμοποίησαν κατόπιν τη μοναχικότητα του ποιητή σαν πιασάρικη δικαιολογία και κρύφτηκαν στα υπόγεια της σιωπής. Πολλοί, μάλιστα, με ένα βαθύ ενοχικό σύμπλεγμα για τη συμπόρευση και τις πεολειχιστικές τους σχέσεις με την ανέραστη εξουσία, η οποία τους βόλεψε –με το αζημίωτο κι αυτή με τη σειρά της– σε θέσεις και σε διάφορους θώκους. Εξαιρούνται πάντα οι νεκροί. Συχωρεμένοι...

«Φεύγουν οι ομορφότεροι και μόνο οι άθλιοι μένουν
Καταραμένοι ποιητές τις μνήμες σας μαραίνουν»
Τον Καββαδία εκτιμώ, τη Σύλβια Πλαθ την αγαπώ, την Πολυδούρη τη λατρεύω.

Τι έχεις γραμμένο στην ατζέντα σου για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο; Θα είναι γεμάτοι συναυλίες ή σκοπεύεις να ξεκουραστείς;

Η ξεκούραση είναι ο δρόμος και η γνώση χρειάζεται καθημερινή τροφή και μόχθο. Αν προσπαθείς να τιμάς την ιδέα του να ζεις την κάθε σου μέρα σαν να είναι η τελευταία σου, χρειάζεται να βρίσκεσαι σε διαρκή κίνηση, ώστε να αυξάνεις συνεχώς αυτές τις τελευταίες σου ημέρες. Ανήκω άλλωστε και σε μια γενιά που είχε κάνει μότο της ότι «ένα Σαββατοκύριακο δικό μας είναι ολόκληρη η ζωή τους». Ο δρόμος, λοιπόν, με ξεκουράζει. Η ακινησία, πλέον, είναι για τους νεκρούς εν ζωή.



22 Νοεμβρίου 2023

Traveler - συνέντευξη (2020)


Το 2020, το 15ο Up The Hammers Festival θα έφερνε και τους Traveler για την 1η του μέρα στο «Gagarin», οπότε άδραξα την ευκαιρία που παρουσιάστηκε για μια κουβέντα με τον κιθαρίστα και συνιδρυτή τους Matt Ries. 

Στο κάτω-κάτω, αν και νέα φυντάνια, οι Καναδοί πέτυχαν να καταθέσουν έναν από τους πιο συζητημένους δίσκους του 2019 (στον χώρο τους), ντεμπουτάροντας με το δεξί ανάμεσα στους σύγχρονους αναβιωτές του κλασικού heavy metal ήχου.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis, λίγο πριν την οριστική λήξη/ρήξη της μακροχρόνιας συνεργασίας μας. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ως promo


Είστε μαζί μόλις από το 2017, παρά ταύτα κατορθώσατε κι έχετε κάνει διεθνές γκελ. Υπάρχει λοιπόν η αίσθηση μιας ιδανικής αρχής, στις τάξεις σας; 

Οπωσδήποτε το νιώθουμε σαν μία περίσταση από εκείνες που λέμε «στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή». Και, αναρωτιέμαι: αν αποφάσιζα να το κάνουμε αυτό 5 χρόνια πριν, θα είχαμε άραγε τον ίδιο αντίκτυπο; Σίγουρα σε μια τέτοια στιγμή, ας πούμε, δεν θα είχα γνωρίσει όλους τους κατάλληλους ανθρώπους. Όπως και να έχει, νιώθουμε αφάνταστα ευγνώμονες για όλα. 

Με βάση το ντεμπούτο Traveler (2019), περιμένουμε πολλά από την επικείμενη εμφάνισή σας στην Αθήνα, για το φετινό Up The Hammers Festival. Εσείς, όμως, τι περιμένετε από την Ελλάδα;

Έχω παρακολουθήσει πλέον αρκετά live αποσπάσματα από προηγούμενα Up The Hammers και τα πλήθη δείχνουν εντελώς παρανοϊκά –όλοι, όχι μόνο οι αφοσιωμένοι fans. Επίσης, ανυπομονώ να δοκιμάσω το φαγητό στην Ελλάδα. Ίσως χρειαστεί να παίξουμε το set μας φορώντας φόρμες γυμναστικής.

Οι ρίζες του ήχου σας πάνε πίσω στον κλασικό heavy metal ήχο συγκροτημάτων όπως οι Judas Priest, οι Riot ή οι Iron Maiden. Παρ' όλα αυτά, βλέπω συχνά να σας περιγράφουν ως «speed metal» περίπτωση. Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Δεν έχω ιδέα, ειλικρινά! (γελάει) Ίσως λόγω του "Speed Queen"; Ακόμα κι αυτό, όμως, δεν είναι κάτι που θα το θεωρούσα κοντά στον speed ήχο. Όταν μιλάμε για speed metal, έχω στο μυαλό μου τους Exciter, τους Iron Angel, τους Blood Money, τους Living Death. Έχω δει κι εγώ να μας χαρακτηρίζουν έτσι. Και υποθέτω ότι, κάπως, επικράτησε έπειτα.

Το demo του 2018 και το περσινό σας ντεμπούτο έχουν το ίδιο πλάσμα στα εξώφυλλά τους. Είναι κάποιο είδος ταξιδευτή του Διαστήματος; Έχει σχέση με ό,τι περιγράφετε στους στίχους του "Starbreaker", ως «αρχαίο καταστροφέα»;

Ακριβώς! Είναι ο φίλος μας ο STARvin' Marvin. Σκανάρει το Σύμπαν, ψάχνοντας για ζωή. Παρακολουθεί έπειτα τους πλανήτες που έχουν ζωή, για να δει αν υπάρχει επιτυχημένη συνύπαρξη. Φυσικά, όσον αφορά την Ανθρωπότητα, βλέπει μια αποτυχημένη φυλή. Και μας σκοτώνει, έτσι ώστε να ξεκινήσουμε από την αρχή. Είναι μια διασκεδαστική κεντρική ιδέα, να περιμένετε λοιπόν τη συνέχεια αυτής της ιστορίας, στο επόμενό μας άλμπουμ!

Πριν το Traveler του 2019, στο μεταξύ, κάνατε κι ένα ΕΡ με τους Φινλανδούς Coronary. Ήταν δική σας πρωτοβουλία; Ή σας έσμιξε μαζί το label;

Ήταν επιλογή του label. Το θεώρησα όμως κι εγώ ως ένα καλό σημείο εκκίνησης, το να κυκλοφορήσεις δύο μπάντες μαζί, καθώς ξεκινήσαμε από το απόλυτο τίποτα. Βοηθάει, επομένως, να έχεις δύο συγκροτήματα, να δίνει ώθηση το ένα στο άλλο. Κι ελπίζω να ακούσουμε περισσότερα από τους Coronary, ήταν φοβεροί!

Μέσα στο 2019, επίσης, σας είδαμε να συνεισφέρετε και το "Betrayer" στη συλλογή Trapped Under Ice, ένα τραγούδι με διαφοροποιημένο ήχο, σε σύγκριση με ό,τι παρουσιάσατε στο ντεμπούτο. Σκοπεύετε να ξαναγυρίσετε σε μια ανάλογη κατεύθυνση, για το επόμενό σας άλμπουμ; 

Ναι, μπορείς να ακούσεις ψήγματα αυτού του στυλ στο νέο μας άλμπουμ. Ωστόσο έγραψα το συγκεκριμένο κομμάτι αποκλειστικά για τη συλλογή. Όταν δηλαδή έγινε η πρόσκληση να συμμετάσχουμε –από την Annick Giroux, της Temple Of Mystery Records– είχαμε ήδη γράψει τα τραγούδια για το ντεμπούτο, οπότε άρχισα να δουλεύω απλά σε μια μελωδία που ήταν τότε κολλημένη στο κεφάλι μου. Και θεωρώ ότι βγήκε ωραία. Άσε που ήταν μεγάλη τιμή να έχουμε τον νέο μας φίλο, τον JP Fortin των Deaf Dealer, να ροκάρει στο μπάσο.

Με δεδομένο ότι πυρήνας των Traveler είσαι εσύ και ο Jean-Pierre Abboud, οι οποίοι είστε ενεργοί και με άλλα σχήματα, πώς δουλεύει το πράγμα όσον αφορά το γράψιμο νέας μουσικής και τις απαιτήσεις μιας διεθνούς περιοδείας;

Πράγματι, με δεδομένο ότι υπάρχουν κι αυτά τα άλλα projects, απαιτείται ένας συντονισμός στην όλη ιστορία. Μέχρι στιγμής, πάντως, δεν έχουν υπάρξει προβλήματα: όλοι μας θέλουν οι υπόλοιποι να κάνουν ό,τι επιθυμούν, όσον αφορά τη μουσική. Ανάμεσά μας, δηλαδή, δεν υπάρχουν περιστατικά τύπου James Hetfield εναντίον Jason Newsted. Το έκανα ίσως ευκολότερο, παίρνοντας πάνω μου τον κύριο όγκο του γραψίματος. Πάντως όλοι είχαν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν τις ιδέες τους και τις δομές τους. Όταν θέλεις κάτι, βρίσκεις τον τρόπο!

Ο Καναδάς, απ' όπου προέρχεστε, έχει μια μακρά hard & heavy παράδοση, αλλά τα τελευταία 5-10 χρόνια βλέπουμε να ξεπηδά ένα καινούριο «κύμα». Γιατί συμβαίνει τώρα; Ποια είναι η φλόγα πίσω από όλη αυτήν τη δραστηριότητα; Υπάρχει μεταξύ σας αίσθηση κοινότητας;

Αν σκεφτώ τι έπαιζε στα πρώτα χρόνια μετά το 2000, δεν άκουγα τίποτα άλλο από την τοπική σκηνή, παρά thrash και death metal μπάντες. Κάτι που οδήγησε σε έναν κορεσμό. Κάπου στη διαδρομή, λοιπόν, βρέθηκαν άνθρωποι πρόθυμοι για κάτι διαφορετικό, οι οποίοι άρχισαν να σκάβουν ξανά στο κλασικό heavy metal. Δεν είμαι βέβαιος πώς ακριβώς ξεκίνησαν όλα, νομίζω όμως ότι έγινε μια εκ νέου ανακάλυψη του πόσο σπουδαία ήταν τα μεγάλα συγκροτήματα αυτού του ήχου.

Από εκεί και πέρα το πράγμα γύρισε, χάρη και στο YouTube· ειδικά σε εκείνη την πλαϊνή μπάρα, η οποία σου υποδεικνύει τι άλλο μπορεί να σου αρέσει, με βάση το ό,τι άκουσες! (γέλια) Είμαι σίγουρος, βέβαια, ότι για κάποιους ακροατές λειτούργησε απλά ως τάση. Όμως υπάρχουν και αφοσιωμένοι οπαδοί, που θα μείνουν εδώ γύρω για πάντα. 



19 Νοεμβρίου 2023

Νάνα Μούσχουρη - ανταπόκριση (2008)


Πρόσφατα, με αφορμή τον Ντέμη Ρούσσο, συζήτησα αρκετά και για τη Νάνα Μούσχουρη, η οποία έχει μάλιστα κι επικαιρότητα, καθώς αυτές τις μέρες κυκλοφόρησαν κάποιες παλιές, ανέκδοτες ηχογραφήσεις που είχε κάνει για την (εγχώρια) κρατική ραδιοφωνία. 

Λατρεμένη φωνή για μένα η Μούσχουρη, από έφηβος ακόμα έψαχνα δίσκους της στο Μοναστηράκι –κι ακόμα δεν έχω βγάλει άκρη με την εκτενέστατη, αληθώς διεθνή της δισκογραφία. Τον Ιούλιο του 2008, λοιπόν, δεν υπήρχε περίπτωση να μη δώσω το παρών στο Ηρώδειο, για τη συναυλία που έκλεισε την αποχαιρετιστήρια παγκόσμια περιοδεία της: ένα τελευταίο χειροκρότημα, ήταν το λιγότερο που της όφειλα.

Νομίζω, βέβαια, ότι δεν το τήρησε τελικά αυτό το «αποχαιρετιστήρια» –αλλά δεν πειράζει. Εγώ, πάντως, τότε είπα τα αντίο μου μαζί της, αν κι αργότερα μπλέχτηκα αν θυμάμαι σωστά και με την κριτική κάποιου νέου της άλμπουμ.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε στον Τύπο από τη βραδιά στο Ηρώδειο 


Η παγκόσμια, αποχαιρετιστήρια περιοδεία της Νάνας Μούσχουρη έκλεισε στο Ηρώδειο κατά τρόπο μεγαλοπρεπή μα και συγκινητικό, με τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή παρόντα στο ακροατήριο, όπως και μέλη της κυβέρνησης, καθώς και διακεκριμένους ξένους επισκέπτες. Κανείς μας δεν κατάλαβε, βέβαια, γιατί η πιο επιτυχημένη Ελληνίδα τραγουδίστρια στην ιστορία πήρε την απόφαση του φινάλε, με δεδομένη την αρκετά καλή κατάσταση στην οποία διατηρείται η φωνή της. Όμως υπήρξε πλήρης σεβασμός στην απόφασή της αυτή, όπως έδειξε όχι μόνο το γεγονός πως καταχειροκροτήθηκε στο τελικό αντίο, αλλά και τα δάκρυα συγκίνησης πολλών από τους θεατές. 

Το Ηρώδειο ήταν ασφυκτικά γεμάτο με κόσμο, δυστυχώς όμως όχι με νέο κόσμο: φαίνεται πως για τους κάτω των 30 με 35, το αντίο μιας ερμηνεύτριας της κλάσης της Μούσχουρη δεν έλεγε και πολλά πράγματα. Εντύπωση, δε, έκανε πως στην πρώτη σειρά δεν βρίσκονταν μόνο μέλη της εγχώριας πολιτικής ηγεσίας –με προεξάρχοντα τον Πρωθυπουργό– μα και ο πρέσβης της Γαλλίας, όπως και ο δήμαρχος του Παρισιού, αλλά και ο δήμαρχος του Βερολίνου. 

Ύστερα από ένα βιντεάκι-σύνοψη της 50χρονης πορείας της στο διεθνές τραγούδι, η ερμηνεύτρια έκανε την εμφάνισή της ντυμένη με ένα όμορφο κόκκινο φόρεμα, εκκινώντας το πρόγραμμα με το "Αθήνα" και με το "Τώρα Που Πας Στην Ξενιτιά", τα οποία κέρδισαν μαζικά χειροκροτήματα. Στη συνέχεια έπιασε τα πράγματα από την αρχή, ενθυμούμενη τα άσματα που μάθαινε μικρή από τη μητέρα της ("Ετίναξα Την Ανθισμένη Αμυγδαλιά", "Άϊντε Το Μαλώνω"), καθώς και διεθνείς επιτυχίες της εποχής, οι οποίες κατέφταναν στην Ελλάδα μέσω του κινηματογράφου (π.χ. το "Lili Marlen"). Κι ύστερα πέρασε στις πρώτες της συνεργασίες με τον Μάνο Χατζιδάκι ("Κάπου Υπάρχει Η Αγάπη Μου", "Το Φεγγάρι Είναι Κόκκινο"), μα και στα παρθενικά της διεθνή βήματα, χαρίζοντάς μας μια εκπληκτική εκτέλεση στο "Smoke Gets In Your Eyes", που συνόδευσε μια διήγηση για το ταξίδι της στη Νέα Υόρκη και τη συνεργασία της με τον μέγα Quincy Jones. 


Το δεύτερο μέρος του προγράμματος βρήκε τη Μούσχουρη ντυμένη στα λευκά, να εγκαταλείπει τη γραμμική αφήγηση και να ξανοίγεται σε αντιπροσωπευτικά δείγματα τραγουδιών από το σύνολο του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου το οποίο υπηρέτησε με τεράστια εμπορική επιτυχία επί σειρά ετών, γενόμενη ντίβα παγκόσμιας εμβέλειας. 

Είπε υπέροχα την "Ενδεκάτη Εντολή", όπως και τα "Ξύπνα Αγάπη Μου" και "Κόκκινο Γαρύφαλλο", ενώ αποθεώθηκε στα "Παιδιά του Πειραιά", στην "Παρεξήγηση" και στο "Πάμε Μια Βόλτα Στο Φεγγάρι". Η φωνή της μπορεί να μην έχει πια την έκταση της ακμής της, παραμένει όμως στιβαρή και ικανή να κινηθεί σε απαιτητικές κλίμακες, καθιστώντας τη μια τραγουδίστρια ανώτερη από πολλές νεότερές της –ακόμα και ταλαντούχες. Στο σημείο αυτό αξίζει μια αναφορά και στους μουσικούς οι οποίοι τη συνόδευσαν στο Ηρώδειο. Όλοι τους ξένοι (υπό τη διεύθυνση του Luciano Di Napoli), μα εξαιρετικά καταρτισμένοι στις απαιτούμενες πτυχές των επιλογών της βραδιάς. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ότι δεν ένιωσα στιγμή να χάνεται η «ελληνικότητα» του ρεπερτορίου, παρότι ο κυρίαρχος ενορχηστρωτικός αέρας ήταν σαφώς προσανατολισμένος προς το ευρωπαϊκό ελαφρό τραγούδι.

Όταν συνειδητοποιήσαμε ότι το πρόγραμμα έφτανε πια προς το τέλος, όρθιοι και με παρατεταμένο χειροκρότημα καλέσαμε τη Νάνα Μούσχουρη πίσω στη σκηνή. «Δεν ήθελα να σας κουράσω», μας απάντησε με σεμνότητα, χαρίζοντάς μας πρώτα το "Μίλησέ Μου" και ύστερα τα "Παιδιά Της Σαμαρίνας" - σε μια εκτέλεση που, αν και ζωντανή, στάθηκε πολύ ανώτερη της στούντιο εκδοχής του παραδοσιακού αυτού τραγουδιού, όπως είχε παρουσιαστεί στο τελευταίο της ελληνόφωνο άλμπουμ. Στο φινάλε, κατασυγκινημένη και σκουπίζοντας τα δάκρυά της που πλέον δεν γινόταν να κρύψει, μας μίλησε για τον ρόλο που έπαιξαν στη ζωή της ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Νίκος Γκάτσος και μας αποχαιρέτησε με μια θαυμάσια από κάθε άποψη εκτέλεση στο "Χάρτινο Το Φεγγαράκι": λιτή και βαθιά συναισθηματική, έφερε δάκρυα συγκίνησης σε πολλά μάτια. 

Κάπως έτσι αποχαιρετήσαμε, λοιπόν, μία από τις πολύ μεγάλες τραγουδίστριες που ευτύχησε να βγάλει ο τόπος μας. Και ήταν σημαντικό ότι, ακριβώς στο αντίο της και σε μια αντικειμενικά μεγάλη (πια) ηλικία, έκανε κι εμάς τους νεότερους να συναισθανθούμε γιατί γνώρισε τις δόξες τις οποίες γνώρισε. Νομίζω, μάλιστα, ότι έτσι θα τη θυμάμαι για πάντα τη Νάνα Μούσχουρη: στη μέση της σκηνής του Ηρωδείου, συνεπαρμένη και συγκινημένη, με τα μάτια κλειστά, να χαρίζει στο "Χάρτινο Το Φεγγαράκι" όλη τη σπαραχτική δύναμη και τη συντριβή που το διακρίνει.



18 Νοεμβρίου 2023

Στέλλα Γκρέκα: «Μια Φωνή Μύθος» - ανταπόκριση (2013)


Σχεδόν 10 χρόνια πριν, τον Δεκέμβριο του 2013, παρά τις δυσκολίες των χρόνων εκείνων, είχα κυκλώσει στο ημερολόγιό μου μια συναυλία που δεν ήθελα με τίποτα να χάσω: το αφιέρωμα «Μια Φωνή Μύθος» στο Badminton, που επρόκειτο να τιμήσει τη Στέλλα Γκρέκα. 

Η οποία, (σχεδόν) στα 92 της, θα ανέβαινε και στη σκηνή, χαρίζοντάς μας μια σπάνια διασύνδεση με μια εποχή προ πολλού περασμένη για μας τους νεότερους, όσους θαυμάζουμε (αναγκαστικά από μακριά) φωνές σαν και τη δική της.

Μια ανταπόκριση από τα όσα έλαβαν χώρα εκεί δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη


Είχα φτιάξει την ανταπόκριση αυτή στο μυαλό μου με μια σειρά αρχή/μέση/τέλος, αποδείχθηκε όμως ότι υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο. Γιατί η Στέλλα Γκρέκα, τρεις μήνες πριν τα 92 της παρακαλώ, αποδείχθηκε στο φινάλε της συναυλίας κάτι πολύ περισσότερο από ένα τιμώμενο πρόσωπο ή από μια φευγαλέα φιγούρα με νοσταλγικές προεκτάσεις. Εκεί στη σκηνή του Badminton, η παρουσία της στο μικρόφωνο κατά το τελευταίο μισό του δεύτερου μέρους διέθετε τόση δύναμη και τόσο χάρισμα, ώστε επισκίασε όλο το υπόλοιπο αφιέρωμα. 

Ευγενική, κομψή στο κοκκινωπό, πτυχωτό της φόρεμα, μετρημένα συγκινημένη και εμφανώς χαρούμενη από το θερμό χειροκρότημα, η Στέλλα Γκρέκα δεν θύμιζε σε τίποτα μια γυναίκα της ηλικίας της. Την έκανες για 30 χρόνια νεότερη έτσι με την πρώτη ματιά, όταν δε άνοιξε το στόμα της τραγουδώντας «χθες το βράδυ, ονειρεύτηκα πως ήσουνα κοντά μου», κανείς δεν περίμενε να ακούσει μια φωνή με τα σημάδια μεν του χρόνου μα άθικτη κατά τα άλλα στα χρώματά της, σε ένα κάποιο εύρος, στην υπέροχη εκφραστικότητά της. Και δεν οφειλόταν στο ότι τα έδωσε όλα για μια καλή πρώτη αίσθηση: η Στέλλα Γκρέκα παρέμεινε το ίδιο καλή στο "Που Να 'Σαι Τώρα", στης "Φαντασίας Το Καράβι", στο "Πάμε Στο Άγνωστο" και στο "Κι Όμως, Κι Όμως". 

Καθώς μας πήραν τα αισθήματα στο γεμάτο Badminton –να σημειωθεί εμφατικά η προσέλευση– το υπόλοιπο αφιέρωμα ξεθώριασε. Όχι όλες του οι πλευρές, βέβαια. Ακλόνητη έμεινε λ.χ. η εντύπωση για τη σφριγηλή παρουσία της Ορχήστρας Ποικίλης Μουσικής της Ένωσης Επτανησίων Ελλάδας. Την οποία διηύθυνε με παλμό και ενθουσιασμό ο Παναγής Μπαρμπάτης, που στη διάρκεια της βραδιάς θα αποκαλυπτόταν και ως σολίστ ολκής στο πιάνο.


Ακλόνητος έμεινε στη μνήμη και ο πληθωρικός Άγγελος Παπαδημητρίου: ήταν η φωνή του που μας υποδέχθηκε στην έναρξη της παράστασης, σε ένα κωμικό σκετς για τον «αγροίκο τον Μιχάλη Κουμπιό» που τον έμπλεκε με μύθους και κουραφέξαλα, παίρνοντας στη συνέχεια τη μορφή μιας ραδιοφωνικής εκπομπής, η οποία μετέδιδε ένα αφιέρωμα στη Γκρέκα, πριν αποκτήσει τελικά σάρκα και οστά μπροστά μας, πάνω στη σκηνή. Εκεί κόμισε κάτι που κανείς από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες δεν είχε: μια θεατρική/μελοδραματική προσέγγιση, η οποία έφερνε κατά νου το αυθεντικό κλίμα των ελαφρών ηχογραφήσεων του Μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Χωρίς ποτέ να το παρακάνει, τραγούδησε με εκείνο τον παλιό λυρικό στόμφο την "Παπαρούνα" του Αττίκ, το "Δυο Πράσινα Μάτια" –η Γκρέκα το είχε απορρίψει ως εκκεντρικό, για να το πει το 1974, κατά την επιστροφή που έκανε τότε στη δισκογραφία– καθώς και το "Γύρισε, Σε Περιμένω, Γύρισε". 

Στο κοινό άρεσαν αρκετά και οι τρεις υπόλοιποι συμμετέχοντες στο αφιέρωμα. Η Καλλιόπη Βέττα, εδώ και χρόνια φίλη με τη Γκρέκα, βρήκε βηματισμό μετά από το μουδιασμένο ξεκίνημά της στο "Χθες Το Βράδυ" και ερμήνευσε πραγματικά σωστά, άρτια, συχνά δε και απολαυστικά ό,τι έλαχε στο μερτικό της –με τις πιο ξεχωριστές στιγμές να τις εντοπίζω προσωπικά στο "Μαραμένα Τα Γιούλια", στο "Είδα Μάτια Πολλά" και στο "Τρεχαντήρι". Δεν βρήκα πάντως να της πηγαίνει εκείνο το μεγαλίστικο μελιτζανί φόρεμα που είχε διαλέξει για τη βραδιά: την έχω δει με σαφώς πιο εύστοχες επιλογές. 


Αν και άγουρος ακόμα, καλά στάθηκε και ο Μπάμπης Βελισσάριος, καθώς εμφάνισε μια φωνή που και όγκο διέθετε (τον οποίον έλεγχε σωστά) και χρώματα κατάλληλα για ελαφρό τραγούδι, μα και εκφραστικές δυνάμεις, οι οποίες αποδείχθηκαν πολύ βοηθητικές τόσο στις σόλο στιγμές του, όσο και στις ντουέτο εκτελέσεις. Δεν κατάλαβα ωστόσο γιατί στο τέλος του πρώτου μέρους έπρεπε να ακούσουμε ένα νέο τραγούδι που του έγραψε ο Κουμπιός σε ανέκδοτους στίχους του Ορέστη Λάσκου (πρώτου συζύγου της Γκρέκα) όχι ζωντανά, αλλά μέσω ενός εντελώς ανέμπνευστου βιντεοκλίπ, το οποίο προβλήθηκε στο video wall πίσω από την ορχήστρα. Παρεμπιπτόντως, το υπόλοιπο οπτικό υλικό που συνόδευσε τη συναυλία ήταν σε γενικές γραμμές καλαίσθητο και ταιριαστό με την περίσταση. 


Αντιθέτως, η μεσόφωνος Ελένη Βουδουράκη με απογοήτευσε. Ναι μεν κατέχει θαυμάσια φωνή, ναι μεν μπήκε στον κόπο να αφουγκραστεί το παλιό ελαφρό κλίμα και να αφήσει τη ζώνη ασφαλείας της τραγουδώντας κατά μη οπερετικό τρόπο, αλλά σπάνια οι ερμηνευτικές της εξάρσεις επικοινώνησαν ουσιωδώς με τα λόγια που εκστόμιζε. Είχε μια αναντίρρητα λαμπρή στιγμή στο δύσκολο "Έλα Γι' Απόψε", κατέστρεψε όμως το "Που Να 'Σαι Τώρα" και το "Πέρσι Τέτοιον Καιρό". Ιδιαίτερη νότα στο αφιέρωμα πρόσδωσε τέλος και η παρουσία των χορευτών της ομάδας Pasion del Tango, τη δεξιοτεχνία των οποίων φάνηκε να απολαμβάνει η πλειονότητα των πιο ηλικιωμένων ακροατών.  

Ξανακυκλώνοντας όμως το θέμα από εκεί όπου το ξεκίνησα, εκείνη που έκανε την κυρία παραδίπλα μου να δακρύσει και το ηλικιωμένο ζευγάρι στην πορεία προς την έξοδο να κόψει ταχύτητα όταν κατάλαβε πως θα παιζόταν ξανά το "Πάμε Στο Άγνωστο" (ως άτυπο encore) και να γυρίσει ξανά προς τη σκηνή, τραγουδώντας πιασμένο χέρι με χέρι «να βγούμε λίγο απ' της ζωής την καταιγίδα/και να γνωρίσουμε καινούργιους ουρανούς», ήταν η Στέλλα Γκρέκα. Η καταπληκτική Στέλλα Γκρέκα. 



17 Νοεμβρίου 2023

Αλκίνοος Ιωαννίδης - συνέντευξη (2014)


Την περιπέτεια της Κόκκινης Καρφίτσας, δεν τη συζητάω πρόθυμα. Δεν την έχω στο βιογραφικό μου, δεν τη βρίσκει κανείς στα info των social media. Και πιστεύω ότι δεν θα είχα μπλέξει, εάν δεν ήταν στη μέση ο Βαγγέλης ο Βέκιος ως διευθυντής –ο οποίος με πήρε τηλέφωνο λέγοντάς μου γελώντας «ξέρω, όλο σου προτείνω πράγματα δίχως λεφτά»– και ο Σωκράτης ο Παπαχατζής που θα έτρεχε την αρχισυνταξία, τον οποίον είχα ήδη αρχισυντάκτη στον Ήχο, οπότε ήξερα ότι θα συνεννοούμασταν χωρίς πολλές και περιττές κουβέντες.

Με τον Βαγγέλη είχαμε μια σύμπλευση με πολλά σκαμπανεβάσματα όσο ζούσε, όμως τον είχα συγχωρέσει, πια, για τις όποιες παγαποντιές και διατηρούσαμε μια καλή σχέση –δεν ξεχνούσα, άλλωστε, ότι του όφειλα την καριέρα μου στο ραδιόφωνο. Επειδή, όμως, πράγματι μου πρότεινε συνέχεια πράγματα δίχως λεφτά κι επειδή εγώ δεν δούλευα έτσι, κάναμε μια συμφωνία: ναι, θα έρθω στην Κόκκινη Καρφίτσα να σου γράφω ελληνικά, με διορία 4 τεύχη (νομίζω, μπορεί να είπαμε και 5;) για να βρεθούν χρήματα.

Κόκκινη Καρφίτσα, λοιπόν, ένα ειδικό μουσικό ένθετο που αποφασίστηκε να κυκλοφορεί μία φορά τον μήνα με την κυριακάτικη έκδοση της «Αυγής», προτείνοντας μάλιστα κι ένα CD, το οποίο έβγαινε ως αποκλειστικό του όλου πακέτου. Δεν έκανα πολλά που θυμάμαι εκεί, ούτε με ευχαριστούσε η σύνδεση του ονόματός μου με την «Αυγή»: τη σεβόμουν την ιστορία της, μα δεν μου άρεσε η γλώσσα της εκείνα τα χρόνια και θεωρούσα ότι, όντας ήδη στον 105,5 Στο Κόκκινο –ένα κομματικό ραδιόφωνο– έδινα λαβές για λάθος συμπεράσματα γύρω από την πολιτική μου ιδεολογία, συμπορευόμενος ΚΑΙ με την εφημερίδα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Αλλά για μένα οι άνθρωποι έπαιζαν και παίζουν σημαντικότερο ρόλο από το τι θα πει ο κόσμος για την πάρτη μου.

Τέλος πάντων, χάρη στην Καρφίτσα γνώρισα τη Λένα Πλάτωνος, βγήκε σε CD και μια αξιόλογη δουλειά της Κατερίνας Κυρμιζή με τον Νίκο Γρηγοριάδη και κλείσαμε μια παλιά «σύρραξη» με τον ακριβοθώρητο σε επίπεδο συνεντεύξεων Αλκίνοο Ιωαννίδη, οργανώνοντας μια κουβέντα με αφορμή την έκδοση του άλμπουμ «Μικρή Βαλίτσα» και τις επικείμενες εμφανίσεις του στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Φιλοξενήθηκε λοιπόν στην Κόκκινη Καρφίτσα, στο ένθετο του Οκτωβρίου 2014 και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις –για πρώτη φορά στο ίντερνετ.

Λεφτά, βέβαια, δεν φάνηκαν ποτέ κι εγώ παραιτήθηκα, όπως είχα πει: με αντικατέστησε η Πέννυ Γέρου, αν θυμάμαι καλά, με την οποία, αργότερα, θα είχαμε αγαστή συνεργασία όταν ήρθε στο Avopolis ως συντάκτρια. Με τον Βαγγέλη περπατήσαμε αρκετά μια μέρα στα πέριξ Ομόνοιας και Ψυρρή, ήταν κι αυτός μπαϊλντισμένος. Μου είπε ότι σκόπευε να πάει την Καρφίτσα πακέτο σε μια άλλη εφημερίδα, ικανή να τη χρηματοδοτήσει, του είπα ότι εκεί στην Αριστερά φυτρώνει διαρκώς το «βάλτε πλάτη» και ότι εγώ παραμένω ιδεολογικά αντίθετος του εθελοντισμού, όσο ζούμε σε συνθήκες οργανωμένου καπιταλισμού, έστω και α λα ελληνικά. Ήταν, δυστυχώς, η τελευταία φορά που τον είδα. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από εμφανίσεις του Αλκίνοου Ιωαννίδη στο «Κύτταρο» 2 χρόνια αργότερα και ανήκουν στον Χάρη Σφακιανάκη


Πέντε χρόνια μας χωρίζουν πια από τη Νεροποντή (2009), έναν δίσκο που συζητήθηκε αρκετά για την επιλογή του να στηριχτεί στο λόγιο τραγούδι. Πόσο κοντά της και πόσο μακριά της βρίσκεται –για σένα, ως δημιουργό– η Μικρή Βαλίτσα; 

Η Νεροποντή ήταν ίσως ο πιο προσωπικός δίσκος που είχα κάνει μέχρι τότε, η Μικρή Βαλίτσα είναι ο πιο αληθινός. Κρύβει μιάν άλλη δύναμη. Είναι πιο συμπυκνωμένος και συμπαγής. Φέρνει το μέσα μου έξω και το έξω μέσα μου, περισσότερο από κάθε προηγούμενη δουλειά μου. 

Ήταν έντονα τα χρόνια που πέρασαν, τόσο κοινωνικά, όσο και προσωπικά. Στο ενδεχόμενο –για διάφορους λόγους– να μετακομίσουμε οικογενειακώς στο εξωτερικό, αναγκάστηκα να δω τι θα κρατούσα από τον τόπο, τη ζωή και τον εαυτό που θα άφηνα. Η εποχή μάς υποχρέωσε να δούμε με διαφορετικό μάτι τη ζωή μας και τους άλλους. Προσπάθησα να τα συσκευάσω όλα αυτά σε μια μικρή αποσκευή. 

Η Μικρή Βαλίτσα είναι λοιπόν ένας γυμνός δίσκος, χωρίς ευκολίες και στολίδια. Είναι όπως βλέπω εμένα και τους συνανθρώπους μου. Οι εντάσεις του εκφράζονται χωρίς ηλεκτρικά όργανα και κρουστά. Στηρίζεται στο κουαρτέτο εγχόρδων, που άλλοτε γλυκαίνει κι άλλοτε σπάει χορδές, και στο τρίχορδο, αφού κάτι που θα έπαιρνα οπωσδήποτε μαζί μου φεύγοντας, θα ήταν τα λαϊκά μας τραγούδια. Η Μικρή Βαλίτσα δεν είναι χρονογράφημα. Είναι ένα παιδί της εποχής μας. Αυτής της άγριας, αβέβαιης και τόσο ζωντανής εποχής.

Και τι σε κάνει να μη θες να την αφήσεις αυτήν τη Μικρή Βαλίτσα, ακόμα και όταν σου κόβει τα χέρια –όπως γλαφυρά περιγράφεις στο ομώνυμο τραγούδι; 

Δεν είναι που δεν θέλω, είναι που δεν μπορώ… Δεν μπορεί κανείς να φύγει χωρίς να πάρει μαζί το βάρος του παρελθόντος, ούτε και μπορεί να μείνει χωρίς να σηκώσει το βάρος του παρόντος. Είτε μείνει κανείς, λοιπόν, είτε φύγει, πρέπει να πάρει την απόφαση και να σηκώσει το βάρος. Για να έχει νόημα η μέρα που πέρασε, η μέρα που ζούμε και η μέρα που θα 'ρθει.

Έγραψες το "Πάντα Θα Ξημερώνει" μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ωστόσο δύσκολα θα φανταζόταν κανείς κάτι τέτοιο ακούγοντάς το, αν δεν το σημείωνες ο ίδιος στα credits. Σε έχει ενοχλήσει μήπως η ευκολία με την οποία κάποιοι κάνουν θόρυβο γύρω από το όνομά του;

Σκέφτηκα αν πρέπει να αφιερώσω το τραγούδι στη μνήμη του, αφού για εκείνον το έγραψα κι αυτόν σκέφτομαι όταν το λέω. Αποφάσισα τελικά πως μια «επίσημη» αφιέρωση δεν θα του πρόσφερε τίποτα. Είναι καλό να τιμά και τον άλλον η αφιέρωση, όχι μόνο εσένα που αφιερώνεις. 

Δεν το χρειάζεται η μνήμη του, ώστε να κρατήσει και να μας κρατήσει στα δύσκολα χρόνια που έρχονται. Ο ίδιος ήταν απλό παιδί, καμιά επισημότητα δεν του ταιριάζει. Ούτε και τους δικούς του νομίζω πως θα παρηγορούσε καθόλου. Έχασα κι εγώ έναν αδερφό πριν από κάποια χρόνια, βλέπω τη μάνα μου, ξέρω πώς είναι. Πάντως δεν με ενόχλησε η χρήση του ονόματός του, τουλάχιστον από τους μουσικούς, αν και δεν παρακολουθώ πολύ το τι γίνεται. Στο κάτω-κάτω, χάσαμε συνάδελφο από μαχαίρι φασίστα, να μην τον τραγουδήσουμε; Να μην τραγουδήσουμε μαζί και για όσους άλλους χάθηκαν με τον ίδιο τρόπο; 

Πιστεύω πως, αν ήμουνα στη θέση του, θα χαιρόμουν να γράφονταν τραγούδια, ειδικά αν γράφονταν από καρδιάς. Με αφιερώσεις ή χωρίς, επομένως, θα τον τραγουδάμε για χρόνια. Η δολοφονία του, όπως και να 'χει, αποτελεί ορόσημο. Μένει στον καθένα μας να την αντιμετωπίσει όπως μπορεί και αντέχει. Τέτοια γεγονότα σού υψώνουν έναν καθρέφτη και σε υποχρεώνουν να κοιταχτείς. Ο καθένας –και η κοινωνία όλη– καθρεφτίζεται όπως του αξίζει. Ο καθρέφτης γερός, το είδωλο σπασμένο...

Στην "Πολιτική Τοποθέτηση" σκιαγραφείς απολαυστικά μια γνώριμη φιγούρα: του Νεοέλληνα της εποχής μας, που «ρεύεται σούσι κι ονειρεύεται επανάσταση» και «απαγγέλει το κενό του στο διαδίκτυο». Πόσο κυρίαρχη τη θεωρείς ωστόσο αυτή τη μορφή; Και τι μας περιμένει από τις λαβές που λαμβάνει για να ενδυναμωθεί πολιτικά; 

Δεν αναφέρομαι στον Νεοέλληνα γενικώς, αλλά σε ένα είδος Αριστερού, και, αναπόφευκτα, σε μένα: βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη, όπου πήγαινα συχνά για συναυλίες και μαζί για να δω κάποιους ανθρώπους που πεθυμώ. Καθόμουν σ' ένα παγκάκι στην πλατεία των εκεί «Αγανακτισμένων» κι έτρωγα σούσι στο πλαστικό, από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς –εκεί δεν είναι είδος πολυτελείας. 

Κοίταζα γύρω και σκεφτόμουν πώς θα μπορούσε να είναι η μέρα μετά από μια επανάσταση σε μια τέτοια πόλη. Πώς (και αν) εμείς, οι σωτήρες της Ανθρωπότητας, με τις μεγάλες ιδέες, την αυτοθυσία και τα αισθήματα να ξεχειλίζουν, θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε τον τεράστιο αυτόν οργανισμό. Την καθημερινότητα, τα σκουπίδια, τα λουλούδια, τους βόθρους, την υγεία, την ελευθερία, τις συνήθειες, τις προμήθειες, το έγκλημά της. 

Αν μας δινόταν η δυνατότητα, θα είμασταν έτοιμοι και ικανοί; Ποιες αξίες θα έπρεπε να έχουμε διαφυλάξει βαθιά μέσα μας, κρατώντας τις καθαρές μες στα χρόνια της ευμάρειας και της φούσκας; Τι προετοιμασία θα έπρεπε να είχαμε κάνει, μόνος του ο καθένας και όλοι μαζί; Πόσα τέρατα θα έπρεπε να έχουμε νικήσει μέσα και έξω μας; Πώς δεν θα καταντούσαμε κι εμείς εξουσία; Τέτοια σκεφτόμουνα... Και κατέληξα να μετράω ποιοι είμαστε, πόσοι είμαστε και πώς είμαστε. Μου 'κατσε βαρύ το κολατσιό.

Σε συνέντευξη του 2012 μίλησες εκτενώς για το έντεχνο τραγούδι, ευχόμενος να «βρει σημαντικότερα πράγματα να πει, απ' όσα είπε τις τελευταίες δύο δεκαετίες». Πολλοί συνάδελφοί σου έλεγαν σε δικές τους συνεντεύξεις, όταν ξεκίνησε η παρούσα Κρίση, πως θα δώσει την ευκαιρία για το απαιτούμενο ξεσκαρτάρισμα, στρέφοντας ξανά τον κόσμο στα ουσιαστικά. Βρίσκεις ότι συνέβη όντως κάτι τέτοιο; 

Παρά τα όσα ευχηθήκαμε στους εαυτούς μας, λίγα πράγματα άλλαξαν μέχρι στιγμής: το πλαστικό, επαρχιώτικο lifestyle μας μοιάζει πιο μίζερο, πιο φτωχό, πιο άδειο, πιο ανεξήγητο και πιο γελοίο ίσως· εξακολουθεί όμως να παίζει καθοριστικό ρόλο, αφού ακόμα ορίζει την αισθητική, άρα και την ηθική μας. 

Από την άλλη, το έντεχνο αδειάζει ύποπτα, αδυνατώντας να εκφράσει βαθιά τις ψυχές μας. Όλα όμως ξεκινούν και τελειώνουν στον ακροατή, ο οποίος έχει τεράστια ευθύνη, αφού είναι πάντα ο μεγάλος πρωταγωνιστής: τα τραγούδια γράφονται γιατί υπάρχει εκείνος που θα τα ακούσει. Φεύγουν από τον δημιουργό τους γιατί κάποιος άλλος τα θέλει. Και διαδίδονται γιατί μερικοί αδυνατούν να εκφραστούν, να χαρούν, να επικοινωνήσουν, να ζήσουν χωρίς αυτά. 

Ας γίνουμε λοιπόν ουσιαστικοί ακροατές, δηλαδή ουσιαστικοί άνθρωποι, και τότε θα προκύψουν και τα ουσιαστικά τραγούδια. Τα λέω και στην αγουροξυπνημένη φάτσα μου κάθε πρωί: βρες σήμερα, άχρηστε, βρες 3 λεπτά να νιώσεις τα τρίσβαθά σου. Και πολύ συχνά το βράδυ πέφτω για ύπνο έχοντας κάνει χίλια-δυο, εκτός από αυτό. Εξακολουθούμε, παρά τα όσα συμβαίνουν μέσα και δίπλα μας, δημιουργοί και ακροατές, να αποφεύγουμε την ουσία συστηματικά· σαν να πρόκειται για καμιά αρρώστια ή αγγαρεία.

Πώς θα στηρίξεις τη Μικρή Βαλίτσα στη χειμερινή σεζόν που έρχεται; Θα βρίσκεσαι κάπου σε μόνιμη βάση ή να περιμένουμε μεμονωμένες συναυλιακές εμφανίσεις; 

Αυτή θα με στηρίξει! Θα με πάει ταξίδια, θα μπω στην καθημερινότητα ανθρώπων που δεν γνωρίζω, θα ενοχλήσω κάποιους, θα ενωθώ με άλλους, άλλοι θα αδιαφορήσουν, θα περάσω στιγμές πολύτιμες με το κοινό στις συναυλίες. Όλα αυτά εξαιτίας της. Θα παίξουμε αρχικά στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, κάθε Παρασκευή και Σάββατο –από 31 Οκτωβρίου και για τέσσερα διήμερα. Μετά, θα πάμε στη Θεσσαλονίκη και σε διάφορες ακόμα πόλεις. Και την άνοιξη στην Ευρώπη, για έναν μήνα. Μετά, ποιος ξέρει; Η Μικρή Βαλίτσα θα με πάρει μαζί της, όπου εκείνη ταξιδέψει. Θα είμαι η αποσκευή της.



12 Νοεμβρίου 2023

Fujiya & Miyagi - συνέντευξη (2009)


Ο Δεκέμβριος φέρνει κάμποσα διεθνή ονόματα στην Αθήνα, μεταξύ τους και τους Βρετανούς Fujiya & Miyagi –δηλαδή το δίδυμο των David Best & Steve Lewis, συν τους μουσικούς που τους πλαισιώνουν κατά την τελευταία δεκαετία.

Να πω την αλήθεια μου, δεν την ακούω τη χίπστερ-friendly ηλεκτρονική μουσική την οποία παράγουν. Αλλά δεν την απαξιώνω, ίσα-ίσα που κάποια χρόνια πριν είχα φάει κόλλημα με το κομμάτι τους "Knickerbocker", από το 3ο τους άλμπουμ Lightbulbs (2008).

Εκείνα τα χρόνια, μάλιστα, λίγο πριν το χτύπημα της οικονομικής κρίσης, τον Φεβρουάριο του 2009, δόθηκε και η ευκαιρία μιας κουβέντας με τον David Best. Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Φυσικά και μιλήσαμε (και) για τη Λένα Ζαβαρόνι, αυτό έλειπε.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο 


Ποια ήταν η Lena Zavaroni και γιατί είναι φάντασμα, πλέον, στο "Knickerbocker";

Η Lena Zavaroni ήταν ένα κοριτσάκι-σταρ κάπου στο τέλος των 1970s/αρχές 1980s, η οποία αναδείχθηκε ως νικήτρια ενός τηλεοπτικού διαγωνισμού ταλέντων. Κάτι σαν το X Factor ή το Pop Idol, αλλά με χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Κι εγώ και η αδερφή μου ήμασταν μεγάλοι fans της, όταν ήμασταν παιδιά. Το φάντασμα στο "Knickerbocker" αναφέρεται βασικά στην ανάμνησή μου από τη Lena Zavaroni και γενικότερα στις αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας.

Αληθεύουν αυτά που γράφονται για εσάς σχετικά με το όνομά σας και μια κοινή λατρεία για τον παλαιστή Kendo Nagasaki;

Από όσο ξέρω, κανείς από μας δεν μετέχει σε καμία τέτοια λατρεία! Το όνομά μας προέρχεται όντως από κάτι το ιαπωνικό, όχι όμως σχετικά με τον Nagasaki. Είναι από κάτι άλλο, μα δεν το αποκαλύπτουμε! (γέλια)

Νιώθετε ότι με το Lightbulbs σας χαμογέλασε επιτέλους η θεά τύχη; Βρίσκεται ήδη σε κάμποσες λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ, αλλά και γενικότερα βλέπω ότι κερδίζει πολύ περισσότερη δημοσιότητα, συγκριτικά με τις προηγούμενες δουλειές σας...

Ξέρεις, εμείς γενικά δεν διαβάζουμε κριτικές κι έτσι δεν ξέρουμε τι υποδοχής έχει τύχει το Lightbulbs. Για εμάς τα πάντα άλλαξαν πραγματικά όταν βγήκε το Transparent Things (2006): αυτός ο δίσκος θεωρούμε ότι έφερε τα πάνω-κάτω στην όποια δημοτικότητά μας. Αλλά όσα λες σαφώς μας ευχαριστούν, μας αρέσει αν ο κόσμος πιστεύει ότι το Lightbulbs είναι ένας τόσο καλός δίσκος.

Και συνοδεύεται και από φοβερές φωτογραφίσεις, με εσάς κυνηγημένους και περικυκλωμένους από στρατιές λαμπτήρων! Τι είναι αυτό που έχετε πάθει με τους λαμπτήρες; Δική σας ήταν η ιδέα για αυτές τις φωτογραφίες;

Σε ευχαριστούμε! Κι εμένα μου άρεσαν οι φωτογραφίες αυτές! Βασικά η ιδέα να μας επιτίθονται στρατιές λαμπτήρων άνηκε στον φωτογράφο μας. Συνήθως σε βάζουν να στέκεσαι σε έναν τοίχο ή να κοιτάς ολόισα και ευθεία, πιο τυπικά πράγματα. 

Το όνομα Lightbulbs για το άλμπουμ, τώρα, ήταν δική μας ιδέα, γιατί βρίσκουμε πως οι λαμπτήρες είναι οπτικά θεαματικοί. Είναι επίσης και μια αναφορά «σπιτική»: μόλις, ας πούμε, άλλαξα δύο καμένες λάμπες στο διαμέρισμά μου!

Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, αλλά η Wikipedia έχει βάλει το Lightbulbs κάτω από την ετικέτα του, χμ, krautrock! Είστε βέβαια γνωστοί για την εκτίμησή σας προς το τελευταίο, αλλά δεν νομίζεις ότι αυτό είναι μια άτοπη ετικέτα για τη μουσική σας;

(γέλια) Ούτε εμένα μου φαινόμαστε για...krautrock μπάντα! Έχεις δίκιο, πάντως, είμαστε πραγματικά φανατικοί συγκροτημάτων όπως οι Can ή οι Neu!, αλλά σε καμία περίπτωση δεν προσπαθούμε να κοπιάρουμε κάτι το οποίο ήδη υπάρχει και κατά τη γνώμη μας δεν γίνεται να βελτιωθεί. Ίσως βέβαια στον προηγούμενο δίσκο μας να είχαμε περισσότερες αναφορές σε krautrock σχήματα, ειδικά στο Lightbulbs, όμως, είναι συνειδητά μετριασμένες.

Τι σας άρεσε πολύ από δίσκους το 2008;

Το Modern Guilt του Beck, το Odd Couple των Gnarls Barkley, το Tell Tale Signs του Bob Dylan, το In Ear Park των Department Of Eagles και το Cryland του Don Cavalli. 

Θέλουμε απελπισμένα να σας δούμε στην Ελλάδα. Να ελπίζουμε;

Μη νομίζεις, κι εμείς θέλουμε πολύ να παίξουμε στην Ελλάδα. Θα σου πω λοιπόν πως ποτέ στο παρελθόν δεν ήμασταν τόσο αισιόδοξοι για κάτι τέτοιο, όσο για τη χρονιά που ξεκινά...



04 Νοεμβρίου 2023

Βασίλης Τσαμπρόπουλος & Νεκταρία Καραντζή - συνέντευξη (2013)


Μερικούς μήνες μετά την πασχαλινή παράσταση «Ώρες» (δείτε εδώ), ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος και η Νεκταρία Καραντζή αναπροσάρμοσαν την ίδια κεντρική ιδέα στη χριστουγεννιάτικη εποχή, παρουσιάζοντας τη συναυλία «Γένεσις» στο Gazarte, τον Δεκέμβριο του 2013.

Με αυτή την αφορμή, κάναμε τότε μια κουβέντα, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis –και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό για την τότε συναυλία


Τι περιεχόμενο θα έχουν οι συναυλίες που θα δώσετε στο Gazarte υπό τον τίτλο Γένεσις; Να τις φανταστούμε ως ένα χριστουγεννιάτικο ανάλογο του προγράμματος Ώρες, που είχατε παρουσιάσει κατά την πασχαλινή περίοδο;

Βασίλης Τσαμπρόπουλος: Η Γένεσις βασίζεται ασφαλώς στην κεντρική ιδέα των Ωρών, προσαρμοσμένη στο μουσικό περιεχόμενο των Χριστουγέννων. Θα υπάρξουν οι στιγμές που η Δύση διακριτά θα σταθεί απέναντι στην Ανατολή, αλλά και οι στιγμές που οι δύο κόσμοι θα ενώνονται στο ίδιο μέλος. 

Το πρόγραμμα θα κινηθεί από κλασικό ρεπερτόριο –κυρίως με Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ– έως βυζαντινούς ύμνους των Χριστουγέννων, με μια διαφορετική προσέγγιση. Θα περιέχει και στιγμές Γρηγοριανού μέλους και ελληνικών παραδοσιακών καλάντων και τραγουδιών, υπό τον ίδιο τρόπο προσέγγισης μέσα από το πιάνο, που αναδεικνύει μια εντελώς διαφορετική πτυχή τους. Επίσης, οι ψαλμοί του Δαυίδ, δικής μου σύνθεσης, οι οποίοι αποτελούν τη βάση και την ταυτότητα του συνδυασμού μας, θα έχουν την τιμητική τους.

Η συνεργασία σας θα αποκτήσει σύντομα και δισκογραφική υπόσταση, μέσω της ECM. Σε ποιον βαθμό το κοινό σας άλμπουμ θα απηχεί όσα θα έχουμε δει επί σκηνής το 2013; Και σε τι θα διαφοροποιείται από τις συναυλίες;

Β.Τ.: Με την ECM συνεργάζομαι από το 2000, έχοντας ήδη 6 επιτυχημένα άλμπουμ. Πρώτη φορά, ωστόσο, αισθάνομαι αυτό το «κάτι ιδιαίτερο» για το μέλλον του δίσκου μας που έρχεται. Όταν ηχογραφήσαμε το υλικό με τη Νεκταρία ήμουν σίγουρος για την απάντηση της ECM –και δεν διαψεύσθηκα... 

Ως προς το περιεχόμενο, έχουν διαφοροποιηθεί κάποιες ερμηνευτικές προσεγγίσεις μου σε κομμάτια που παρουσιάσαμε στις Ώρες, τα οποία και θα εμπεριέχονται. Μάλλον θα έλεγα ότι τηρήσαμε ένα γενικό ύφος μυστηρίου και κατάνυξης. Περιέχονται επίσης και μέλη που δεν περιλήφθησαν στις Ώρες του Μεγάρου. Ο δίσκος, λοιπόν, θα κυκλοφορήσει –πρώτα ο Θεός– λίγο πριν το Πάσχα του 2014. Θα έχει τον τίτλο Ores και θα παρουσιαστεί με μια μεγάλη συναυλία στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής, την ίδια περίοδο.

Είχα παρακολουθήσει τις Ώρες, έτυχε μάλιστα να κάθομαι δίπλα-δίπλα με τον Δημήτρη Βερύκιο, έναν από τους δασκάλους της Νεκταρίας Καραντζή. Στο διάλειμμα, μια κυρία ήρθε να τον χαιρετίσει και δειλά-δειλά τον ρώτησε «πώς σας φαίνεται»; «Είναι καλό», της απάντησε εκείνος, για να ανταπαντήσει αυτή «για να το λέτε εσείς... γιατί εμάς, να, μας φαίνεται λιγάκι παράξενο...». Έχετε συναντήσει κι εσείς τέτοιες αντιδράσεις; Και πώς τις χειρίζεστε;

Νεκταρία Καραντζή: Τώρα μάλλον θα σας εκπλήξω... Παρότι επί της ουσίας τον χαρακτηρισμό «παράξενο» τον θεωρώ καλή κριτική –γιατί, πράγματι, το άκουσμα αυτού του συνδυασμού είναι ανοίκειο, απρόβλεπτο και μη γνώριμο– οφείλω να σας αποκαλύψω κάτι. Περιγράφοντας το περιστατικό αυτό, το οποίο θυμάμαι πως προτάξατε και στην κριτική σας για το Avopolis, τότε μετά τη συναυλία μας (για την οποία σας ευχαριστούμε), μου είχατε θυμίσει έντονα έναν τύπο διαλόγου που έχω ξανακούσει...

Φαντάστηκα, έτσι, αμέσως για ποια κυρία επρόκειτο. Πρέπει λοιπόν να σας πληροφορήσω, επειδή το διασταύρωσα, ότι η κυρία αυτή ήταν η μητέρα μου! Η οποία, από τότε που ήμουν σε μικρή ηλικία, σεβόμενη πάντοτε τη γνώμη του κυρίου Βερύκιου, όχι μόνο τον ρωτούσε, αλλά τον «προκαλούσε» να απαντήσει σε ενδεχόμενες επιφυλάξεις για τις μουσικές επιλογές μου... 

Παρόμοιος διάλογος μεταξύ τους υπήρξε άλλωστε και την εποχή που ξεκίνησα να εμφανίζομαι πλάι στον Χρόνη Αηδονίδη, ρωτώντας μήπως είναι παράξενο από τις ψαλμωδίες να βρίσκομαι τώρα στη σκηνή και να λέω παραδοσιακά... Οπότε θα έλεγα μάλλον ότι πέσατε στην περίπτωση. Αν εξαιρέσουμε λοιπόν τη μητέρα μου, η οποία, παρότι έχει ταχθεί υπέρ όλων των επιλογών μου, συνηθίζει πάντα να «εξετάζει ενδεχόμενα», ο αντίκτυπος που έχω εισπράξει εγώ προσωπικά από αυτήν τη συνεργασία είναι αντιδράσεις θερμής αποδοχής.

Πρόσφατα, μετά την παρόμοιου ύφους με τις Ώρες συναυλία μας μπροστά στον Ναό της Παναγίας της Τήνου, ενώπιον κατά κύριο λόγο εκκλησιαστικού κοινού –την οποία πραγματοποιήσαμε τον Αύγουστο, εγκαινιάζοντας το 1ο Φεστιβάλ Θρησκευτικής Μουσικής του Ρ\Σ της Εκκλησίας της Ελλάδος– συναντήσαμε τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Σύρου κ.κ. Δωρόθεο, ο οποίος μας είπε ότι έως σήμερα λαμβάνει ενθουσιώδη μηνύματα για τη συναυλία. Και αναφέρω ενδεικτικά το εν λόγω παράδειγμα, γιατί προέρχεται από τον επίσημο χώρο της Εκκλησίας, από τον οποίο ίσως θα ανέμενε κάποιος πιθανές επιφυλάξεις ή «ξάφνιασμα».

Από την άλλη, μπορώ να φανταστώ ότι πιθανώς έχουν υπάρξει ή θα υπάρξουν και οι γνώμες επιφύλαξης ή αντίθεσης σε αυτό που επιχειρήσαμε με τον Βασίλη. Αλίμονο αν γινόταν αποδεκτό από όλους. Κοινή αποδοχή δεν υπάρχει σε τίποτα. Μπορώ να λάβω υπόψη μου κάθε ενδεχόμενη επιφύλαξη. Η αφετηρία μου, όμως, θα παραμένει η πίστη μου στη δυναμική που αναγνωρίζω στο συγκεκριμένο μουσικό αποτέλεσμα και κυρίως στην αλήθεια του. Εδώ δεν παρατάσσουμε απλώς δύο κόσμους: δεν βάλαμε απλώς από τη μια τον Μπαχ και από την άλλη τον Ύμνο, κάτι που θα ήταν όχι απλώς προβλέψιμο, μα και το πλέον εύκολο. Εδώ ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος –γιατί στη μουσική ευφυΐα του αποδίδω το τελικό αποτέλεσμα– συνδυάζοντας τη βαθιά του γνώση στον χώρο της Δυτικής κλασικής μουσικής και της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής, δημιούργησε νέες συνθέσεις, οι οποίες εμπερικλείουν τα στοιχεία των δύο κόσμων.

Ο σύνδεσμος έτσι αυτών των κόσμων, για εμάς, δεν εξαντλήθηκε στη συνοδεία του "Η Απεγνωσμένη Δια Τον Βίον" ή των εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευής από το πιάνο –έστω κι αν η λέξη «συνοδεία» ηχεί προσβλητική για τον τρόπο προσέγγισης του Τσαμπρόπουλου που, ενώ βασίζεται στη μελωδική γραμμή του κειμένου, εκτείνεται πέρα και πάνω από αυτήν, με την ανάσα νέας σύνθεσης. Για εμάς, το βασικότερο παράδειγμα του συνδυασμού είναι κυρίως οι συνθέσεις του Βασίλη στους Ψαλμούς του Δαυίδ. Εκεί είναι που συναντώ προσωπικά την αρμονία συνύπαρξης των μουσικών χρωμάτων. Εκεί που το βυζαντινό χρώμα προδίδεται ως ατμόσφαιρα χωρίς να αποτυπώνεται με κλασικό μοτίβο βυζαντινής γραφής και ταυτόχρονα το πιάνο αγγίζει την ιερότητα του ύμνου, με τα δικά του «Δυτικά» υλικά δείχνοντας τον «σεβασμό» του μέσα από απρόβλεπτες αρμονικές. Τα λοιπά, επί το έργον!

Β.Τ.: Να συμπληρώσω, επίσης, σε όσα πολύ εύστοχα είπε η Νεκταρία, ότι προσωπικά εξακολουθώ έως σήμερα να λαμβάνω μηνύματα με πραγματικά ιδιαίτερα θερμά λόγια για το αποτέλεσμα, ενώ μέσω αποσπασμάτων βίντεο που έχουμε αναρτήσει στο YouTube μας ρωτούν συχνά πότε θα υπάρξει ο δίσκος. Κάτι τέτοιο είναι για μένα η μεγαλύτερη ικανοποίηση: να τολμάς κάτι εντελώς νέο, να το πιστεύεις και στην πορεία να βρίσκεις συμμάχους και ανθρώπους οι οποίοι να αγαπούν και να πιστεύουν τις επιλογές σου, σχεδόν όπως εσύ ο ίδιος.

Κυρία Καραντζή, σας φάνηκε μεγάλη η απόσταση που χρειάστηκε να διανύσετε για να συναντηθείτε με τον Τσαμπρόπουλο, με δεδομένο ότι έχουμε συνηθίσει το πιάνο να συνοδεύει φωνές σπουδαγμένες στο κλασικό τραγούδι; Ή τελικά η απόσταση φαντάζει μεγάλη λόγω του ότι κατασκευάζουμε στη συνείδησή μας τη Δύση ως αντιθετικό στοιχείο της Ανατολής (όπου συνήθως συμπεριλαμβάνουμε και τη χώρα μας);

Ν.Κ.: Δεν αισθάνθηκα απόσταση, ούτε δυσκολία, αλλά νομίζω ότι αυτό το οφείλω στον Βασίλη Τσαμπρόπουλο. Ο οποίος είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Είναι μια μουσική ιδιοφυΐα. Παραγνωρισμένος στον τόπο που τον γέννησε και εμφανώς παραγκωνισμένος από τους κατέχοντες κομβικές θέσεις πολιτισμού –κανονικά, αν κάποιος στην Ελλάδα έπρεπε σίγουρα να βρίσκεται σε θέση αρμοδιοτήτων για τα μουσικά πράγματα, αυτός έπρεπε να είναι ο Τσαμπρόπουλος– αλλά αναγνωρισμένος στη διεθνή μουσική σκηνή, όπου δραστηριοποιείται συστηματικά τα περισσότερα χρόνια της καριέρας του.

Έχει την ικανότητα να κινείται με απίστευτη άνεση σε διαφορετικά είδη και να τα παρουσιάζει στο υψηλότατο επίπεδο. Έχοντας τη βαθιά γνώση της Βυζαντινής μουσικής, ήξερε όχι μόνο πώς να υπερβεί τις εγγενείς δυσκολίες συνάντησης των δύο κόσμων, αλλά και πώς να με βοηθήσει να σταθώ φωνητικά πλάι σε ένα πιάνο, κάτι το οποίο δεν είχα επιχειρήσει ποτέ μου. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν στάθηκα ποτέ απλώς πλάι σε ένα πιάνο, αλλά σε έναν οικείο μου κόσμο.

Στην προσέγγιση του Τσαμπρόπουλου, Δύση και Ανατολή δεν συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται απλώς αρμονικά, μα συνταιριάζουν και συμβιώνουν σαν δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, οι φύσεις των οποίων ζυμώνονται και συγχρωτίζονται μετά από χρόνια συμβίωσης.

Η απόσταση Δύσης και Ανατολής ασφαλώς και υπάρχει μουσικά. Όπως άλλωστε και ο κανόνας ότι τα ετερώνυμα έλκονται. Γι' αυτό, όταν η Δύση συναντά επί της ουσίας την Ανατολή, η χημεία είναι απρόβλεπτη.

Έχω ακούσει, κύριε Τσαμπρόπουλε, ότι το πιάνο αδυνατεί να αποδώσει τα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής, εσείς όμως το πετύχατε και έχετε μάλιστα και στο παρελθόν καταθέσει έναν δίσκο (Akroasis, 2003) που σημείωσε αν δεν κάνω λάθος σημαντική επιτυχία διεθνώς. Σας βοήθησε αυτή η εμπειρία, όταν ξεκινήσατε να συνεργάζεστε με τη Νεκταρία Καραντζή;

Β.Τ.: Το πιάνο, από τη φύση του, ως συγκερασμένο όργανο, δεν μπορεί να αποδώσει τα ασυγκέραστα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής. Αυτό ήταν μια δυσκολία που αναμφισβήτητα κλήθηκα να υπερβώ όταν ξεκίνησα το εγχείρημα. Ωστόσο δεν χρειάστηκε κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια, γιατί ο ήχος του Akroasis προέκυψε εντελώς αβίαστα. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η ηχογράφηση που ακούτε έγινε μία κι έξω, χωρίς ούτε μια διόρθωση και μέσα σε μία μέρα. Προσπάθησα να μην μεταφέρω απλώς τη μελωδική γραμμή των ύμνων στο πιάνο, αλλά κυρίως να αποδώσω την ατμόσφαιρά τους. Καθώς δεν στάθηκε δυνατόν να αποδώσω στα πλήκτρα τα μικροδιαστήματα των βυζαντινών ήχων, επιχείρησα να δημιουργήσω τον χώρο ώστε να αναδειχθεί και να ανασάνει το ηχόχρωμά τους με έναν διαφορετικό τρόπο.

Ασφαλώς το Akroasis, το οποίο έγινε πράγματι αποδέκτης διθυραμβικών κριτικών διεθνώς, αποτέλεσε την πρώτη φάση αυτού του εγχειρήματος που πιστεύω ότι τώρα κορυφώνεται και ολοκληρώνεται ιδανικά με τη φωνή της Νεκταρίας.

Η Νεκταρία Καραντζή είναι ένας εντυπωσιακά πολυτάλαντος άνθρωπος, με βαθιά γνώση της Βυζαντινής μουσικής, με ξεχωριστό κριτήριο και αισθητική και με ιδιαίτερο χρώμα και ύφος, που για εμένα την καθιστά «σχολή» στο είδος της, από μόνη της. Όταν άκουσα τους ψαλμούς που έγραψα από τη φωνή της, ένιωσα ότι το έργο το οποίο ξεκίνησα σε σχέση με τη Βυζαντινή μουσική ήρθε η ώρα να ενσαρκωθεί με τον ιδανικότερο τρόπο. Η φωνή της ισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής και γνωρίζει πώς να κρατά το μέτρο στο άκουσμα.

Τη συνεργασία μου μαζί της τη νιώθω, έτσι, σαν ένα παράθυρο προς έναν νέο μουσικό κόσμο, που μόλις εγκαινιάστηκε. Και μπορώ να αισθανθώ ότι θα πάει μακριά...

Ανήκετε σε έναν χώρο, της κλασικής, που έχει συνδυαστεί –και επαγγελματικά, αλλά και στη συνείδηση μεγάλου μέρους του κοινού– με την εξειδίκευση. Ωστόσο δεν διστάζετε να επιδεικνύετε μια σαφώς πιο πολύπλευρη αντιμετώπιση της μουσικής τέχνης. Φαντάζομαι ότι δεν ήταν ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα και ότι θα χρειάστηκε, στην πορεία, να υπερνικήσετε διάφορα διλήμματα...

Β.Τ.: Είναι αλήθεια ότι στον χώρο της κλασικής η εξειδίκευση είναι, ως έναν βαθμό, απαραίτητη. Όταν ακολουθείς έναν τέτοιον δρόμο, πάντα έρχεται η στιγμή που καλείσαι να επιλέξεις τη συνέχεια. Παρότι βρέθηκα σε αυτό το σταυροδρόμι και πολλοί πίστεψαν ότι θα επέλεγα την εξειδίκευση του κλασικού ρεπερτορίου, τελικά αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσα να αγνοήσω ό,τι δίνει χαρά στην ψυχή μου.

Καλώς ή κακώς, νιώθω πριν από όλα μουσικός και όχι αθλητής. Η εξειδίκευση, οι διαγωνισμοί και η καριέρα κλασικού ρεπερτορίου με τους όρους που τίθεται σήμερα, αλλά και εδώ και πολλά χρόνια, αποκλίνει από τη φύση μου. Παραμένω στον χώρο του κλασικού ρεπερτορίου. Δεν έχω φύγει. Αλλά με τον τρόπο μου. Προτιμώ αυτό που κάνω σήμερα, το οποίο έχει ίσως μια μεγαλύτερη και πιο ιδιάζουσα δυσκολία. Πριν λίγες εβδομάδες, για παράδειγμα, παρουσίασα ένα ρεσιτάλ με έργα Σεργκέι Ραχμάνινοφ στο Μέγαρο. Σήμερα προετοιμάζομαι για τη Γένεσι. Πρόσφατα, επίσης, κυκλοφόρησε καινούρια μουσική μου, με τον τίτλο You. Τρία εντελώς διαφορετικά γεγονότα, τα οποία ισορροπούν, ωστόσο, στην ψυχή μου.

Δεν αποσπώμαι σε άπειρο χώρο, πάντως. Προσπαθώ να κινούμαι, στον καλύτερο βαθμό που μπορώ, μεταξύ της σύνθεσης –που με αναζωογονεί– του κλασικού ρεπερτορίου (με προτίμηση στον Ραχμάνινοφ), της Βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, του αυτοσχεδιασμού και ασφαλώς της διεύθυνσης ορχήστρας. Κάποιοι, βέβαια, έχουν δημιουργήσει προσχώματα και εμπόδια για την εξακολούθηση της πορείας μου ως μαέστρου, με όποιον τρόπο μπορούν, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είχαν μεγάλη επιτυχία οι συναυλίες μας με τη Συμφωνική της ΕΡΤ, υπό τη διεύθυνσή μου. 

Ωστόσο, αν και δεν ανήκω σε κάποιο λόμπι, ούτε επικαλούμαι στημένες βραβεύσεις στο βιογραφικό μου –ούτε επίσης στηρίζομαι από κάποια εφοπλιστική ή επιχειρηματική οικογένεια– θα εξακολουθώ να είμαι εδώ και να συνεχίζω να αγωνίζομαι, όπως έκανα πάντα. Κανείς ποτέ δεν με προώθησε σε τίποτα. Ούτε καν οι γονείς μου, οι οποίοι δεν είχαν οι άνθρωποι τη δυνατότητα. Ό,τι πέτυχα έγινε με τη βοήθεια του Θεού και τις δικές μου δυνάμεις. Ως προς αυτό, νιώθω λοιπόν μακράν πιο δυνατός και ασφαλής από κάθε αλεξιπτωτιστή και κατέχοντα θέση μετά από ανταλλάγματα, προσκυνήματα και πλάτες.

Τι περιθώρια αφήνετε στη ζωή σας για το θρησκευτικό συναίσθημα; Τι μεταπτώσεις έχετε βιώσει σε αυτές σας τις αναζητήσεις και πόσο σας έχουν εμπνεύσει στη μέχρι τώρα δημιουργική σας πορεία; 

Β.Τ.: Ο Θεός υπήρχε και υπάρχει στη ζωή μου. Χωρίς μεταπτώσεις πίστης, παρά μόνο με τις μεταπτώσεις της Αγάπης... Ασφαλώς εμπνέομαι από το θρησκευτικό συναίσθημα και τον τελευταίο χρόνο, ακόμα περισσότερο.

Γνωρίζω ότι έχετε διατελέσει και ψάλτης, αλλά μόλις πρόσφατα αποτολμήσατε να δημοσιεύσετε μια ηχογράφηση με τη φωνή σας ("Ιδιόμελο Μεγάλου Βασιλείου"), στο CD Ύμνοι Και Κάλαντα της Νεκταρίας Καραντζή. Ήταν κάτι που το κάνατε έτσι για μία φορά, ή θα πρέπει να το θεωρήσουμε ως αφετηρία μελλοντικών εκπλήξεων;

Β.Τ.: Η αλήθεια είναι ότι γι' αυτήν την ηχογράφηση με έπεισε η Νεκταρία... Παρότι ψάλλω από μικρός κι έχω υπάρξει σε αναλόγια εκκλησιών, δεν είχα ηχογραφήσει, μέχρι τότε, ποτέ μου ύμνο. Πολλές μελλοντικές εκπλήξεις μην περιμένετε... Κάποια στιγμή, όμως, ίσως ηχογραφήσω για μένα μια σειρά από αγαπημένους μου ύμνους, τους οποίους δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν θα τους κυκλοφορήσω...

Κυρία Καραντζή, κατά μία έννοια, θεωρώ ότι ίσως πραγματοποιείτε μεγαλύτερη υπέρβαση από τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο συνεργαζόμενη μαζί του. Γιατί είναι κυρίως στο δικό σας πεδίο δράσης όπου ανθούν απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί για «φραγκολεβαντίνικες» παραδόσεις και εντοπίζεται μια γενικότερη άρνηση για ό,τι θρησκευτικό προέρχεται από τη Δύση –κατά περιστάσεις, ακόμα και για τον Μπαχ. Είναι έτσι τα πράγματα ή πρόκειται για μια παλαιική αντίληψη, που δεν ανταποκρίνεται στη νυν πραγματικότητα;

Ν.Κ.: Νομίζω ότι περιγράφετε ένα σημαντικό κομμάτι της πραγματικότητας. Μακάρι να επρόκειτο για παλαιική αντίληψη, αλλά στον κόσμο που ασχολείται με την παράδοση δεν είναι. Το ελπιδοφόρο, τουλάχιστον, είναι το γεγονός ότι αυτές οι αντιλήψεις έχουν εγκαταλειφθεί εν πολλοίς από τη νεότερη γενιά και ειδικά από εκείνη που έχει περάσει από μουσικά σχολεία και μουσικά πανεπιστήμια.

Όταν αρχίζεις να μαθαίνεις τη μουσική ως τέχνη, με κανόνες και όρια τα οποία η ίδια θέτει και σε καλεί να τα κατακτήσεις, τότε αρχίζεις να αντιμετωπίζεις αλλιώς τα πράγματα. Τότε εκπαιδεύεσαι στην πραγματική ελευθερία της. Γιατί από τους περιορισμούς γεννιέται η Τέχνη, από τις πολλές ελευθερίες πεθαίνει. Στη Δυτική μουσική τα όρια αυτά τίθενται εξ αρχής, από την πρώτη μέρα στο ωδείο. Στην παραδοσιακή είναι επόμενο να μην τίθενται, γιατί η συγκεκριμένη μουσική δεν έγινε ποτέ χώρος αξιώσεων: λειτούργησε ως αυθόρμητη φυσική έκφραση των ανθρώπων και ως τέτοια διασώθηκε, διατηρώντας την αγνότητα, αλλά και την ανωνυμία του λαϊκού ποιητή. Σε αντίθεση με τη Δυτική μουσική, η οποία άρχισε από πολύ νωρίς να εξελίσσεται και να δομείται σε φόρμες, να θέτει όρια κατάκτησης και να αναδεικνύει συνθέτες.

Ίσως αυτή η φαινομενική «ευκολία» του χώρου της  παράδοσης τροφοδοτεί αντιδράσεις όπως εκείνες που περιγράφετε. Όταν δεν έχεις περάσει από την ασκητική της μουσικής, εύκολα υποτιμάς και απαξιώνεις ό,τι σου φαίνεται ανοίκειο.

Έχετε καταφέρει το απίθανο, πάντως: είστε σχολή από μόνη σας, όπως είπε πιο πάνω και ο κ. Τσαμπρόπουλος –μια αναγνωρισμένη και αγαπητή στο κοινό ψάλτρια, σε έναν αυστηρά ανδροκρατούμενο χώρο. Ωστόσο δεν αποτελείτε μοναδική περίπτωση, αν κάποιος δει τα πράγματα εκτός δισκογραφίας. Βρίσκουν περισσότερη ενθάρρυνση σήμερα οι γυναίκες να καταπιαστούν με την ψαλτική; Και σε τι βαθμό συνεισέφερε η δική σας επιτυχία σε αυτό;

Ν.Κ.: Ασφαλώς και δεν είμαι η μόνη, γι' αυτό άλλωστε έχει ιδρυθεί ο «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ψαλτριών», όπου έχω την τιμή να είμαι επίτιμη πρόεδρος, με Πρόεδρο την κα. Γλυκερία Μπεκιάρη. Ο Σύνδεσμος αριθμεί πολλές ψάλτριες, οι οποίες δραστηριοποιούνται ενεργά σε αναλογία, σε όλη την Ελλάδα.

Έχουν αλλάξει σήμερα τα πράγματα, σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια, ως προς την παρουσία των γυναικών στο ψαλτήρι. Γίνονται, ως επί το πλείστον, αποδεκτές στη θέση του ιεροψάλτη, από κλήρο και λαό, παρά τις απαγορευτικές ερμηνείες Ιερών Κανόνων, όσων προτάσσονταν τα παλαιότερα χρόνια. Παραμένουν ασφαλώς τα προβλήματα της διαφορετικής τονικότητας όταν συμψάλλουν άνδρας και γυναίκα, ωστόσο με λίγη καλή συνεννόηση όλα λύνονται...

Αναμφισβήτητα, η ύπαρξη κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι καταφέρνουν να προβάλλουν εντονότερα και σε δημόσιο επίπεδο αυτό που αγαπούν και επιλέγουν, βοηθά και επηρεάζει κι άλλους να συνομολογήσουν. Γιατί για εμένα περί ομολογίας πρόκειται. Την ευλογία για να ανέβω στο ψαλτήρι –από κοριτσάκι ακόμα– την έλαβα από τον προσφάτως αγιοποιηθέντα Όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβήτη, ο οποίος επιθυμούσε γυναικείες φωνές στα ψαλτήρια. Και για εμένα αυτή η ευλογία ενός Αγίου ισοδυναμεί επί της ουσίας με ερμηνεία Ιερού Κανόνα.

Την ίδια στιγμή, το ταλέντο σας έχει λάμψει και στον χώρο του παραδοσιακού τραγουδιού –έχετε μάλιστα τοποθετηθεί και θεωρητικά, με ένα ενδιαφέρον άρθρο σας στο Ψαλτήρι, πριν 4 περίπου χρόνια, γύρω από τις ομοιότητες και τις διαφορές βυζαντινού μέλους και δημοτικού τραγουδιού. Ενώ όμως το πρώτο έχει την ασφάλεια της εκκλησίας, το δεύτερο καλείται σήμερα να επιβιώσει σε έναν κόσμο ιδιαίτερα αφιλόξενο, ενδεχομένως και να αλλάξει, μετέχοντας σε ό,τι ονομάζεται «world music». Θα τα καταφέρει, κατά τη γνώμη σας; 

Ν.Κ.: Κατ' αρχάς, σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια! Την επαφή μου και τη γνώση μου για την παραδοσιακή μουσική την οφείλω εξ ολοκλήρου στον Χρόνη Αηδονίδη, ο οποίος συνηθίζει να λέει ότι «δύσκολα η ελληνική παράδοση μπορεί να χαθεί. Έχει ήδη περάσει κατά καιρούς δια πυρός και σιδήρου και παρέμεινε άθικτη». Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ. Η παραδοσιακή μουσική, όπως και η Βυζαντινή, διαθέτει εγγενείς άμυνες. Έχει ήδη υπερβεί τις δυσκολίες της προφορικής διάσωσης κι έχει εισέλθει στον κόσμο της τεχνολογίας, όπου μπορεί να καταγραφεί, εξασφαλίζοντας την πιστότητά της, που κάποτε υπήρξε ζητούμενο.

Ως προς το πώς μπορεί να εκφραστεί και να διαδίδεται στον σύγχρονο κόσμο, αυτό είναι σίγουρα ένα διαφορετικό και πιο ουσιώδες θέμα. Πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για βίωμα παράδοσης. Σήμερα, ακόμα και το πολύ σημαντικό έργο των πολιτιστικών παραδοσιακών συλλόγων, όσων παρουσιάζουν ζωντανά τα χορευτικά συγκροτήματα με τις παραδοσιακές στολές και με παραδοσιακές ορχήστρες, αποσκοπεί επί της ουσίας περισσότερο στο να διαδώσει την ιστορική μνήμη κι ένα πατριωτικό συναίσθημα που ασθμαίνει, παρά να αναβιώσει μια κατάσταση. Τελικά, μόνο ως τέτοιος μπορεί να σταθεί ο ρόλος της αυθεντικής παράδοσης: ως σημείο αναφοράς και συνεχούς εκκίνησης για νέους δρόμους.

Λέμε συχνά, βέβαια, ότι η παράδοση δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι μουσειακό είδος. Ωστόσο σε μια κοινωνία στην οποία τα μουσεία και η ιστορική μνήμη θα είχαν πραγματικά τον σημαντικό ρόλο που μπορούν να επιτελέσουν στην ψυχή και στη συνείδηση καθενός μας προσωπικά, τότε θα ήταν ζητούμενο η παράδοση να μπορεί να λειτουργεί ως μουσειακό είδος. Να μπορεί δηλαδή να «μιλά» σιωπηλή, χωρίς προλόγους και επεξηγήσεις και να αποκτήσει κάποιον χρηστικό ρόλο στη ζωή μας χωρίς ψυχαναγκασμό: να «εκτίθεται», αποκαλύπτοντας έναν ολόκληρο δεσμό αιώνων μεταξύ των ανθρώπων και να μπορούμε ως ακροατές να προτιμάμε να την ακούμε ευλαβικά, αντί να προσπαθούμε να αναβιώσουμε πανηγύρια ή έθιμά της με τα οποία κανένα βίωμα πλέον δεν μας συνδέει. Μας συνδέει όμως η ουσία τους κι αν είναι κάπου να εμμείνουμε, θα προτιμούσα εκεί.

Όσο για τη world μουσική, δεν τη θεωρώ ως κίνδυνο ή απειλή για το μέλλον της παράδοσης. Η παράδοση είναι το παρελθόν. Έχει εξασφαλίσει λοιπόν το μέλλον της. Δεν προβάλλεται ως νέο είδος, ανταγωνιστικό. Αποτελεί την πηγή από όπου αντλούν κατά καιρούς οι μουσικοί στοιχεία για να πειραματίζονται σε νέες τάσεις. Δεν το θεωρώ καθόλου κακό, ειδικά μάλιστα αν συνοδεύεται από γνώση και αισθητική, γιατί αρκετές απόπειρες δημιουργίας ενός καινούριου ήχου βασισμένου στην παράδοση ισορροπούν μεταξύ του άκομψου και του προβλέψιμου –τουλάχιστον για τη δική μου αισθητική.

Ζούμε στον πυρετό της λίστας στα μουσικά περιοδικά, λογομαχώντας για και ψηφίζοντας (όπως και κάθε Δεκέμβρη) «τα καλύτερα άλμπουμ» της χρονιάς που φεύγει. Θα μας ενδιέφερε λοιπόν πολύ να μάθουμε για τις δικές σας προτιμήσεις από τη «σοδειά» του 2013...

Ν.Κ.: Χωρίς δεύτερη σκέψη, το You του Βασίλη Τσαμπρόπουλου, με συνθέσεις του, το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες από την Utopia. Είναι ένας δίσκος που έζησα σχεδόν από κοντά τη σύνθεσή του και τον έχω συνδυάσει με πολλά και σημαντικά γεγονότα της ζωής μου...

Β.Τ.: Σίγουρα θα ξεχώριζα το δισκογραφικό αφιέρωμα της Decca στον μέντορά μου, Vladimir Ashkenazy, το οποίο εκδόθηκε με ευκαιρία συμπλήρωσης 50 χρόνων συνεργασίας του με την εταιρεία. Πιστεύω ότι, για έναν τόσο σπουδαίο πιανίστα, αποτελεί το επισφράγισμα μιας αξιοζήλευτης, πολύχρονης, παγκόσμιας καριέρας.