Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλογεράκης Μιχάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλογεράκης Μιχάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

19 Μαρτίου 2021

Μιχάλης Καλογεράκης & Απόστολος Κίτσος: Κάτι Παράξενο [δισκοκριτική, 2017]


Μέσα στον Μάρτη, μαθαίνω, έρχεται ένα νέο ΕΡ από τον Μιχάλη Καλογεράκη, πάνω στην ποιητική συλλογή του Νίκου Φιλντίση Όλα Τα Αδέσποτα Γατιά του Ονείρου Μου. Ουσιαστικά, δηλαδή, θα κυκλοφορήσει το βιβλίο (από τη Μικρή Άρκτο), συνοδεία ενός ένθετου CD όπου ο Καλογεράκης θα μελοποιεί και θα τραγουδά 3 από τα ποιήματα, σε ενορχήστρωση Θάνου Καλέα και παραγωγή του Παρασκευά Καρασούλου. 

Ο Μιχάλης Καλογεράκης δρα συνήθως μαζί με τον αδερφό του Παντελή, γι' αυτό και όσοι τους γνωρίζουν τους λένε συνήθως «Τα Καλογεράκια». Όπως δείχνει και το επώνυμό τους κατάγονται από την Κρήτη και ανήκουν στη φουρνιά μουσικών που ξεχώρισαν κατά την 4η Ακρόαση της Μικρής Άρκτου (2013). Πρωτοέγιναν γνωστοί έπειτα, μέσω της Μαρίας Φαραντούρη, την οποία και συνόδευσαν σε συναυλίες το 2017. Αλλά το καλλιτεχνικώς αξιοπρόσεκτο συνέβη προς τα τέλη εκείνης της χρονιάς, όταν ο Μιχάλης Καλογεράκης έβγαλε το άλμπουμ Κάτι Παράξενο, με βασικό ερμηνευτή τον Απόστολο Κίτσο –«κάνοντας τα συνήθως στάσιμα κλαδιά του έντεχνου να αναριγήσουν», όπως παρατήρησε και ο φίλος (και συνοδοιπόρος άλλοτε στα μουσικά) Δημήτρης Μεντές.

Το Κάτι Παράξενο ίσως δεν ήταν πολύ παράξενο, διέθετε όμως ένα «κάτι» που δεν το βρίσκεις συχνά στο μετά τον Βραχνό Προφήτη έντεχνο. Γι' αυτό δεν είναι τυχαίο ότι τράβηξε την προσοχή και πέρα από τα «σύνορα» του τελευταίου, λαμβάνοντας λ.χ. μια πολύ καλή κριτική στο MiC από τον Άρη Καραμπεάζη (δείτε εδώ). Η δική μου κριτική γράφτηκε για λογαριασμό του Avopolis και, δοθείσης της άνωθεν αφορμής, αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

Μένουν βέβαια κάμποσα να αποδειχθούν από αυτές τις «νέες δυνάμεις», πόσο μάλλον σε έναν χώρο που εδώ και κάμποσα πια χρόνια δεν πατάει καλά στα πόδια του. Αν είναι όμως να υπάρξει κάποιο μέλλον, πιστεύω ότι θα φανεί από τέτοιους δημιουργούς, που έχουν διάθεση να συνεχίσουν τον διάλογο εντοπιότητας και Δύσης, ο οποίος τροφοδότησε τις μεγάλες ημέρες της συγκεκριμένης σχολής του ελληνικού τραγουδιού.


Κάποιες εκατοντάδες δίσκοι συνεχίζουν να βγαίνουν κάθε χρόνο στη χώρα μας, παρά τους γενικά χαλεπούς καιρούς· όμως το μήνυμα είτε βραχυκυκλώνει και χάνεται –φτάνοντας μόνο σε όσους σκάβουν συστηματικά κάτω από την επιφάνεια– είτε η όλη φάση θυμίζει εκείνο το παλιό τραγούδι του Bruce Springsteen που λέει «57 channels and there's nothing on». Ακόμα πάντως και σε ένα τόσο κατακερματισμένο σκηνικό, ο συνθέτης Μιχάλης Καλογεράκης δεν έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό, ως μάννα ή τέλος πάντων ως κάτι παράξενο: με τον αδερφό του Παντελή είχε ήδη καταθέσει το άλμπουμ Προσωπικό το 2016, δουλειά σε έντεχνο ύφος, με μελοποιήσεις ποιημάτων, τίμια σε όλα της μα με μια κάποια δυσκολία να δημιουργήσει (αποτελεσματική) αναταραχή σε νερά λιμνάζοντα. 

Αλλά στο Κάτι Παράξενο η συνταγή (παρ)εκτρέπεται, με προφανή καταλύτη την Τέταρτη Ακρόαση της Μικρής Άρκτου (2013), όπου ο Καλογεράκης γνώρισε τον τραγουδοποιό Απόστολο Κίτσο. Κι έτσι, ενώ φαινομενικά ο συνθέτης συνεχίζει τις αναζητήσεις του στη μελοποιημένη ποίηση, η πορεία του συδαυλίζεται και υπονομεύεται ταυτόχρονα από την έντονη παρουσία του Κίτσου στον ενορχηστρωτικό και ερμηνευτικό τομέα. Ο οποίος αυτοανατρέπεται κι εκείνος με τη σειρά του, αφού ο τυπικός τραγουδοποιός της εποχής μας –που τρέχει να προλάβει με κάμποσα καρπούζια κάτω από δυο όλες κι όλες μασχάλες– αφήνει τις τύχες της μουσικής και των στίχων σε χέρια τρίτων. 

Ασφαλώς, το παιχνίδι που παίζουν οι δύο νεαροί δημιουργοί μεταξύ τους δεν θα μας απασχολούσε αν δεν αποτελούσε «καύσιμο» για έναν δίσκο πραγματικά ξεχωριστό, που μπαμ-μπουμ, μέσα σε 20 περίπου λεπτά, με μόλις 5 τραγούδια + 2 ορχηστρικά, έρχεται να σε εκπλήξει και να σε καταπλήξει, απορρέοντας ό,τι τόσοι και τόσοι ψάχνουν στη δισκογραφία, μα όλο και πιο σπάνια βρίσκουν: φρεσκάδα. Η οποία τρέχει στις καθάριες, στρογγυλές και καλά ισορροπημένες ερμηνείες του Κίτσου, μα οφείλει πολλά και στον τρόπο με τον οποίον κινούνται η σύνθεση και οι ενορχηστρώσεις.

Αυτή η μαγική λέξη «φρεσκάδα» κυριαρχεί στο Κάτι Παράξενο, απαλύνοντας ακόμα και όσα σημεία μπουρδουκλώνονται λίγο στις αναζητήσεις τους. Μάλιστα, η μικρή διάρκεια σιγοντάρει τον ενθουσιασμό, γιατί προκαλεί την εντύπωση ότι η δόση δεν ήταν αρκετή, οπότε οι επαναλήψεις διαδέχονται η μία την άλλη, με το πλήκτρο να κολλάει ιδιαίτερα στο ομώνυμο του δίσκου τραγούδι –μια κοφτερή αιχμή στο όραμα που έχουν(;) οι δύο συνοδοιπόροι, η οποία πολύ σωστά έγραψε ο Άρης Καραμπεάζης στη δική του κριτική για το MiC ότι σε βάζει φτου κι από την αρχή «στο trip ιδεολογικής (ίσως και ιδεοληπτικής) μανίας σκέψεων γύρω από το τι είναι (και κυρίως τι δεν είναι) έντεχνο και γιατί μας ενοχλεί τόσο πολύ». 

Τον Άρη νομίζω βέβαια ότι τον ενοχλεί περισσότερο από μένα η όλη ιστορία, είναι πάντως μια παρατήρηση με θαυμαστή ακρίβεια. Γιατί στο Κάτι Παράξενο βρίσκουμε το έντεχνο τραγούδι όπως θα το θέλαμε να ηχεί όσοι το αγαπήσαμε με τους δίσκους του Μάνου Χατζιδάκι, με τα ερωτικά του Μίκη Θεοδωράκη, με τη ματιά του Σταύρου Ξαρχάκου ή του Δήμου Μούτση και όχι με τις ασκήσεις ύφους των μικρών ή/και ανάξιων επιγόνων τους: στον δικό του ορίζοντα δοσμένο, ναι, με τη γνωστή μανία για τον ελλειπτικό και αφαιρετικό λόγο με τον οποίον αποδομεί/αναδομεί τον έρωτα, αλλά με το μέτρο εκείνο που διακρίνει καθοριστικά τη θλίψη από τη μίρλα, ακομπλεξάριστα λόγιο αντί για στεγνώς ακαδημαϊκό και ενορχηστρωτικώς κομψό, κόντρα στη συνήθως άχαρη χωροταξία 1970s κιθάρων με Σταμάτη Κραουνάκη σε κλάσικ συνταγή και ολίγη από τζαζοσουίνγκ ως πασπάλισμα «νεότητας». 

Κλείνω σημειώνοντας την καλή Έλλη Πασπαλά στο "Ερωτικό (Καληνύχτα)" –παρουσία που επίσης λείπει από την έντεχνη δισκογραφία– την εξαιρετική σημασία του στίχου «το νιώθω πως η νέα μου ζωή/τη ρότα της παλιάς μου έχει πάρει» ("Κάτι Παράξενο") σε ένα είδος τραγουδιού που ενώ παραμένει στιχοκεντρικό φυλλοροεί διαρκώς στο συγκεκριμένο πεδίο με πλήθος αστοχίες εδώ και 15+ χρόνια τουλάχιστον, αλλά και το γεγονός ότι δεν θα βρείτε πιο αληθώς πολιτικό στίχο από εκείνο «Το ξέρουν όσοι φτιάχνουνε κλουβιά/τα κάγκελα πως πρέπει να χρυσώνουν» ("Λουξεμβούργο"), σε μια εποχή όπου ακόμα και τα εκτός playlist ραδιόφωνα ευαγγελίστηκαν ως πολιτικοποίηση φωνασκίες τύπου «Κι άμα τα πάρω, θα πάρω φόρα/θα σας ρημάξω στις κλοτσιές στην ανηφόρα».