Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κεφάλαιο 24. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κεφάλαιο 24. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

07 Μαΐου 2021

Κεφάλαιο 24: Μέρες Αργίας 1984/1985 [δισκοκριτική, 2013]


To MiC δημοσίευσε σήμερα την κριτική του Αναστάσιου Μπαμπατζιά στο άλμπουμ του Περικλή Μπουλουχτσή Μικρές Ώρες (λεπτομέρειες εδώ), το οποίο περιέχει 17 οργανικά και 2 τραγούδια, ηχογραφημένα τον χειμώνα του 1987-1988. Το υλικό αυτό βλέπει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας (με την αποκατάσταση και το mastering να υπογράφονται από τον Γιάννη Χριστοδουλάτο) και περιγράφεται ως «19 ηχητικά επεισόδια ισάριθμων, εντός και εκτός των τειχών, συμβάντων μίας ανήσυχης ολονυχτίας». Πρόκειται μάλιστα για το vol. 1 μιας σειράς από 1980s side projects του συγκροτήματος Κεφάλαιο 24, τα οποία αναμένονται να κυκλοφορήσουν από το label Κ.24 Εταιρεία Περιορισμένης Ορατότητας

Με αυτήν την αφορμή, το blog επαν-επισκέπτεται σήμερα μια συγγενική έκδοση. Το 2013, οι Κεφάλαιο 24 έδωσαν στο label Ειρκτή 3 κομμάτια από την κασέτα 0651 Συλλογή (1985), άλλα 3 από την κασέτα Κεφάλαιο 24 (1985), συν 2 ακυκλοφόρητα, ηχογραφημένα το 1984. Οι κασέτες είχαν βγει στον καιρό τους από τη Βάρκα Records Εταιρεία Περιορισμένης Ορατότητας –η οποία αναγνωρίζεται λοιπόν ως άμεσος πρόγονος της νυν Κ.24 Εταιρεία Περιορισμένης Ορατότητας– και πλέον ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν. Το υλικό που μαζεύτηκε συγκρότησε ένα βινύλιο με τίτλο Μέρες Αργίας, το οποίο εκδόθηκε κατόπιν σε 321 αντίτυπα.

Οι Μέρες Αργίας δεν είχαν μόνο «βιβλιογραφικό» ενδιαφέρον. Αντιθέτως, κατέγραφαν ψηφίδες ενός ιντριγκαδόρικου διαλόγου ανάμεσα στην εντοπιότητα και στο παγκόσμιο, ο οποίος λάβαινε χώρα στα Γιάννενα της δεκαετίας του 1980 εμπεριέχοντας 1960s καταβολές, τα επίκαιρα μετά το punk δρώμενα, αλλά και την παρακαταθήκη του Peter Hammill.

Η κριτική δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Δύο παλιές κασέτες γίνονται βινύλιο, κόβονται σε 321 κόπιες κι έρχονται στο σήμερα. Τυπικά, αποκαθιστούν ένα κομμάτι στο ιστορικό παζλ της ανεξάρτητης εγχώριας δημιουργίας και κυρίως «θυμίζουν στους παλιότερους», καθώς έχει πολλές φορές αποδειχθεί πως το δεύτερο σκέλος της γνωστής φράσης («για να μαθαίνουν οι νεότεροι») δεν ισχύει: λίγοι ενδιαφέρονται να ψάξουν τι υπήρξε πριν από τις μέρες τους και ακόμα λιγότεροι ιθύνοντες/ειδήμονες στα μουσικά μέσα είναι διατεθειμένοι να τους χαλάσουν τη ζαχαρένια –υιοθετώντας μια πιραντελική αντίληψη τύπου «έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε». Ουσιαστικά λοιπόν υπάρχει και μια εξτρά διάσταση στις Μέρες Αργίες: τοποθετείται ένα ακόμα σημάδι στον χάρτη και δίνεται η ευκαιρία μιας αποτίμησης, σε όσους παρακολουθούν. 

Ας μεταφερθούμε λοιπόν στα Γιάννινα της δεκαετίας του 1980, σ' έναν χώρο δηλαδή ακριτικό και «εκτός». Όπου η ύπαρξη και μόνο της Βάρκα Records Εταιρεία Περιορισμένης Ορατότητας και η κυκλοφορία κασετών με  συγκροτήματα που προσπαθούσαν να δαμάσουν τα κατακλυσμιαία κελεύσματα του εξωτερικού δημιούργησαν έναν μικρό θρύλο. Θρύλο που έφερε στην Αθήνα της εποχής ο Αργύρης Ζήλος –μέσω της ραδιοφωνικής του εκπομπής Απόηχοι– καθιστώντας τα ονόματα των Κεφάλαιο 24, των Μεταλλακτικοί Επικίνδυνοι ή των Έγχρωμο Γάλα (λίγο πιο) οικεία σε όσους αναζητούσαν/αναρωτιόνταν. Τι έχουμε επομένως Στις Μέρες Αργίας;  Έχουμε έξι κομμάτια από δύο περίφημες κασέτες του 1985, τρία από την 0651 Συλλογή και τρία από την Κεφάλαιο 24, συν δύο ακυκλοφόρητα από το 1984. Πραγματικά δυσεύρετο υλικό, το οποίο η Ειρκτή μεταφέρει τώρα πολύ προσεγμένα σε βινύλιο. 

Γέλασα θυμάμαι τον Νοέμβρη που μας πέρασε, όταν, ρίχνοντας μια ματιά στο δελτίο Τύπου για την κοινή εμφάνιση των Κεφάλαιο 24 με τους Mechanimal στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, διάβασα ότι το σχήμα αφήνει ανοικτό το ερώτημα «για το εάν κατατάσσεται στην πρωτοπορία ή σε μια λαϊκή (ποπ) μουσική». Πρόκειται για μια εύστοχη παρατήρηση ως προς τι έπαιζαν και παίζουν οι Κεφάλαιο 24, η οποία αποκτά σάρκα και οστά εάν κάτσει ν' ακούσει κανείς με προσοχή αυτές τις Μέρες Αργίας, καθώς ξεδιπλώνουν πολλά από όσα τους ανέδειξαν σε σημείο αναφοράς: γίνεται λ.χ. αρκετά πιο ξεκάθαρο από πού ακριβώς μας ήρθε το Tin Invaders του 1988 ή (αργότερα) το Ευρετήριο Των Συμπτώσεων.  

Αλλά το ενδιαφέρον δεν είναι μονάχα βιβλιογραφικό. Μπορεί να παρελαύνει εδώ η προϊστορία ενός σημαντικού συγκροτήματος, την ίδια όμως στιγμή  παρουσιάζονται και ψηφίδες ενός ιντριγκαδόρικου διαλόγου ανάμεσα στην εντοπιότητα και στο παγκόσμιο. Ξέρω βέβαια ότι είμαι ανάμεσα στους πολύ λίγους που στεναχωριούνται για την ευκολία με την οποία ο διάλογος αυτός πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων τα τελευταία 15 χρόνια· στο όνομα λέει της κατάντιας του ελληνόφωνου ροκ (μια υπαρκτή κατάσταση), κάτω από την οποία τόσο βολικά κρύφτηκε ωστόσο η ανάγκη να κυκλοφορεί ελεύθερη και σπονσοραρισμένη από "in" γραφιάδες η αφόρητη μαϊμουδιά. 

Ασφαλώς π.χ. είχαν και οι Κεφάλαιο 24 τα πρότυπά τους, κουβέντιαζαν όμως μαζί τους: το "Μέρες Αργίας" εμπεριέχει τον Peter Hammill στα φωνητικά και στις απότομες εναλλαγές, εντούτοις δεν τον αντιγράφει· παλεύει να τον φέρει στο εδώ και τώρα και κατά τη γνώμη μου το κάνει εξαιρετικά. Η "Μυστηριώδης Εξαφάνιση Του Ερμή" έχει βρει προσωπικά πατήματα στα μετά το πανκ δρώμενα, αλλά και τρόπους να αναφερθεί σε αγαπημένα 1960s ακούσματα δίχως να ακυρώνει τα επείγοντα 1980s –για κάντε μια αντιπαραβολή με το στείρο revival των '00s... Σε όσους δε θριαμβολόγησαν προσφάτως με το electro rock των Mechanimal (μιας και τους αναφέραμε και πιο πάνω) θα πρότεινα ν' ακούσουν το "Ο Μάης Δεν Θα 'Ρθει". Θα καταλάβουν ίσως καλύτερα γιατί ορισμένοι άλλοι δεν ενθουσιαστήκαμε αναλόγως, παρότι σαφώς θαυμάσαμε και ορισμένα τραγούδια και την αρτιότητα του ήχου και του στιλ. 

Ελάχιστοι έχουν διατηρήσει σήμερα το πνεύμα και την προσέγγιση των Κεφάλαιο 24 του 1984/1985 στη μουσική δημιουργία –και είναι συνήθως οι λιγότερο προβαλλόμενοι. Γι' αυτό και οι Μέρες Αργίας δεν αποτελούν μόνο ένα κομμάτι ελληνικής εναλλακτικής ιστορίας, μα καταγράφουν παράλληλα και μια γερή ήττα που υπέστη ο χώρος, έτσι όπως συμβιβάστηκε με τον εξοβελισμό του ντόπιου στοιχείου, με τη φτώχεια σε ιδέες και με τη μανία για την επίτευξη της τέλειας απομίμησης του Δυτικού αρχετύπου. Εδώ, σε ημέρες περιφερειακών κασετών, η εγχώρια «σκηνή» πάλλεται από ζωντάνια, ανησυχία και εξερευνητική τόλμη και καίγεται να φτιάξει στίγμα. Πράγματα που, αν δεν εκλείψανε σε εποχές ευκολότερων δισκογραφικών εκδόσεων, οπωσδήποτε περιθωριοποιήθηκαν.



24 Ιουλίου 2020

Αντώνης Λιβιεράτος - συνέντευξη (2018)


Μερικές φορές, ο χρόνος «ζωής» ενός δίσκου σε επίπεδο προώθησης υπερβαίνει το διάστημα που ο Τύπος και το κοινό θεωρούν «σύνηθες». Πρόσφατο εγχώριο παράδειγμα, το τελευταίο άλμπουμ του Αντώνη Λιβιεράτου 4 1/2, το οποίο βγήκε στα τέλη του 2018 από την Puzzlemusik, αλλά αυτές τις μέρες κινήθηκε ξανά, μέσω ενός καινούριου βιντεοκλίπ για το τραγούδι "Η Αγία Σκουριά" (θα το βρείτε στο τέλος της ανάρτησης). Υπάρχει βέβαια και κάτι εξτρά ως επιπλέον «τυράκι», ως είθισται: η "Αγία Σκουριά" λανσάρεται δηλαδή στις γνωστές πλατφόρμες (Spotify, Google Play κτλ.) ως ψηφιακό single, οπότε λαμβάνει ως b-side κι ένα καινούριο/ακυκλοφόρητο οργανικό κομμάτι με τίτλο "Σφυρίζοντας Αδιάφορα".

Γνωστός ως μέλος των Κεφάλαιο 24 και των Sigmatropic (μεταξύ άλλων συγκροτημάτων), ο Αθηναίος δημιουργός έχει μια μακρά πορεία στα μουσικά πράγματα, με μπόλικες πτυχές· μέρος των οποίων είναι ασφαλώς και μια μικρή σόλο δισκογραφία, όπου για πολλούς δεσπόζει το άλμπουμ του 2000 Το Πλαστικό Κουτί –το 4 1/2, μάλιστα, σηματοδοτεί την επιστροφή του στον ελληνικό στίχο 18 χρόνια μετά από αυτό.

Τώρα, το βίντεο της "Αγίας Σκουριάς" δίνει μια αφορμή επανεπίσκεψης στην κουβέντα που κάναμε με τον Αντώνη Λιβιεράτο τον Νοέμβριο του 2018, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται με πολύ μικρές, αισθητικής φύσης παρεμβάσεις.

Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Βαγγέλη Κώστογλου και ήταν μέρος του τότε promo για το 4 1/2


Τέσσερα και ένα δεύτερο; Τέσσερα και μισό; Τέσσερα μισό σκέτο; Ποιος είναι ο «σωστός» τίτλος του νέου σου δίσκου και πώς σου προέκυψε; Υπάρχει κάποια σχέση με το του Φεντερίκο Φελίνι;

Τεσσεράμισι κατά προτίμηση χωρίς, όμως, να είναι λάθος κι οι υπόλοιποι τρόποι εκφοράς. Ήθελα να χρησιμοποιήσω ως τίτλο, απλά, τον «αύξοντα αριθμό παραγωγής» του δίσκου. Στην παράδοση του Led Zeppelin II ή του Black Sabbath Vol. 4, ας πούμε. Συνειδητοποίησα, όμως, πως πριν απ' αυτόν είχα κυκλοφορήσει ως Αντώνης Λιβιεράτος τρία ολοκληρωμένα άλμπουμ και ένα EP. Άρα το νέο μου πόνημα δεν ήταν, βεβαίως, το τέταρτο ούτε όμως και, ακριβώς, το πέμπτο. Κι έτσι κατέφυγα στη Φελίνεια (όπως λέμε «Σολομώντεια») λύση: θυμήθηκα πως το   είχε «βαφτιστεί» έτσι διότι είχαν προηγηθεί 7 ταινίες μεγάλου μήκους και μία μικρού. Έχει περάσει ποτέ απ' το μυαλό σου η ιδέα να κάνεις καριέρα ως μέντιουμ;

Παρότι έχεις πλούσια θητεία ως μέλος σε συγκροτήματα, οι σόλο καταθέσεις σου είναι σποραδικές. Υπάρχει κάποια «ειδική συνθήκη» δημιουργίας, που να σηματοδοτεί πότε θα κινηθείς μοναχικά; 

Όπως έχω ξαναπεί στο παρελθόν, θεωρώ τη μουσική κυρίως ομαδικό σπορ. Απολαμβάνω να βλέπω τις ιδέες μου να αλληλεπιδρούν με τις ιδέες άλλων μουσικών και τα κομμάτια που προκύπτουν από εκείνες να παίρνουν απρόοπτη τροπή. Δουλεύω μοναχικά μόνο όταν αισθάνομαι πως αυτό που έχω να πω είναι τόσο προσωπικό και ταυτόχρονα τόσο ξεκάθαρα διαμορφωμένο στο μυαλό μου, ώστε το να μοιραστώ τη δημιουργική διαδικασία με άλλους να μου είναι αδύνατο. 

Στο νέο άλμπουμ πραγματοποιείς πλήρη επιστροφή στον ελληνικό στίχο, 18 χρόνια μετά το Πλαστικό Κουτί. Τον υπαγόρευσαν τα τραγούδια; Ή αποτελεί και δήλωση εντοπιότητας, σε καιρούς όπου ο διωκόμενος κάποτε αγγλικός στίχος έγινε μέχρι και της μόδας; 

Μάλλον η διάθεσή μου να γράψω στα ελληνικά υπαγόρευσε τα τραγούδια. Ο ίδιος ο χαρακτήρας και ο ήχος της γλώσσας, η ανάγκη μου να εκφραστώ με μια, στις περισσότερες περιπτώσεις, μη έμμετρη στιχουργική και η αλλεργία μου στον παρατονισμό (τον οποίο θεωρώ μάστιγα της νεοελληνικής τραγουδοποιίας) καθόρισαν στην ουσία, εκτός από το ύφος, και τα ίδια τα τραγούδια (συνθετικά, εννοώ).

Η εντοπιότητά μου, πάλι, είναι δεδομένη και γνωστή. Την αποδέχομαι ως ένα «ουδέτερο» χαρακτηριστικό μου και πορεύομαι μαζί της χωρίς να ντρέπομαι ή να είμαι περήφανος γι' αυτήν. Ούτε κρίνω πως είναι ικανή να με θέσει σε πλεονεκτική ή μειονεκτική θέση έναντι οιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Εν κατακλείδει δεν βλέπω κανέναν απολύτως λόγο να την υπογραμμίσω. Δεδομένου επίσης πως δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου το «τι είναι της μόδας», δεν αισθάνομαι την ανάγκη να διαφοροποιηθώ απ' αυτήν αποστασιοποιούμενος απ' τον «σωρό» των αγγλόφωνων γκρουπ. Άλλωστε συνεχίζω να γράφω και αγγλόφωνα τραγούδια, τα οποία διοχετεύω στους Dr. Atomik. 

Τα νέα τραγούδια αφουγκράζονται ένα οικείο αστικό τοπίο, που λαμβάνει μάλιστα διάφορες όψεις επικαιρότητας (π.χ. με τη σκόνη από την Αφρική στο "Καύσωνας", η οποία μας έγινε συνήθεια τελευταία). Αισθάνεσαι να σε αφορά ακόμα η πόλη, ως δημιουργό; Πώς βλέπεις την εξέλιξη της Αθήνας, καθώς οδεύουμε πια στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα;

Γεννήθηκα στα Εξάρχεια (ναι, υπήρχε μαιευτική κλινική στη Θεμιστοκλέους, μεταξύ Σόλωνος και Κωλέττη) κι έχω περάσει, με την εξαίρεση μιας επταετίας στα Γιάννενα, ολόκληρη τη ζωή μου εδώ. Οπότε η πόλη –θέλοντας και μη– συνεχίζει να με αφορά ως άνθρωπο και ως εκ τούτου και ως δημιουργό. 

Η Αθήνα ήταν, ήδη, εδώ και δεκαετίες, μια πόλη ασφυκτική. Πρακτικά χωρίς δημόσιο χώρο. Οι χιλιάδες νέων κατοίκων που έχουν συρρεύσει τα τελευταία χρόνια σ' αυτήν από κάθε πιθανό τόπο –συνήθως συμπτωματικά ή εξ ανάγκης κι όχι εξ επιλογής– έχουν εγκλωβιστεί σε μια σειρά στεγανών γκέτο. Οπότε είναι δύσκολη η ζύμωση, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους αυτόχθονες, η οποία θα χάριζε στην πόλη έναν, ουσιαστικά, πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Αντίθετα έχει καταλήξει να είναι μια πόλη όλοι οι κάτοικοι της οποίας αισθάνονται, λίγο ή πολύ, ξένοι.

Τι έχεις ακούσει περισσότερο αυτόν τον καιρό; Υπάρχουν τραγούδια ή δίσκοι που να τα έχεις κάπως συνδυάσει με το καινούριο σου άλμπουμ; 

Η ολοκλήρωση του άλμπουμ μου πήρε πάνω από 2 χρόνια. Προφανώς στο διάστημα αυτό μπήκαν στη ζωή μου αρκετοί νέοι δίσκοι αρκετούς απ' τους οποίους έχω, ήδη, ακούσει πολύ κι αγαπήσει. Όπως το The Hope Six Demolition Project της PJ Harvey, το ομώνυμο των Ex-Eye, το Blackstar του David Bowie, το Mess των Liars, το >> των Beak, και αρκετοί άλλοι. Επίσης ανατρέχω συχνά (και χωρίς ενοχές) στα «πίσω ράφια» της δισκοθήκης μου. Πέρασα, για παράδειγμα, ένα διάστημα ακούγοντας κυρίως Grateful Dead, Flying Burrito Brothers και Incredible String Band.  Δεν νομίζω, όμως, πως έχω συνδέσει ή συνδυάσει κάτι απ' αυτά με το .

Στο "Βήματα Στις Σκάλες" αντιστρέφεις κατά μία έννοια ένα μοτίβο που έχει χρησιμοποιηθεί παλιότερα στο ελληνικό τραγούδι και έχει συνδυαστεί με την προσμονή. Εδώ, υπάρχει μεν προσμονή, μα κυριαρχεί τελικά μια δυνατή άρνηση εκπλήρωσής της. Παραμένει ωστόσο ένα ερωτικό τραγούδι, έτσι δεν είναι; 

Θα μπορούσε κανείς να το πει κι έτσι. Κάποτε ο θείος Frank (Zappa) είχε πει πως το μόνο πράγμα που είναι πιo γελοίο απ' το να γράψεις ένα τραγούδι για να πεις πως είσαι ερωτευμένος, είναι το να γράψεις ένα τραγούδι για να πεις πως είσαι ερωτευμένος με κάποιαν ή κάποιον που απορρίπτει τον έρωτά σου. Αυτή η ρήση συνεχίζει να με εκφράζει απόλυτα. Αδυνατώ να γράψω ένα «φυσιολογικό» ερωτικό στιχούργημα. Ένα στιχούργημα, δηλαδή, που να μην εμπεριέχει κάποιου είδους «ανατροπή» των σχετικών κλισέ. 

Ποια είναι η ταξική θέση και η πολιτική προτίμηση των "Εξαίσιων Πτωμάτων"; Πού μπορεί να τα συναντήσει κανείς μαζεμένα, στην καθημερινότητά μας; Τα έθρεψε ή τα συρρίκνωσε η πρόσφατη Κρίση;

Τα εξαίσια πτώματα είναι άνθρωποι οι οποίοι ανήκουν στους, κατά φαντασίαν, «αρίστους». Πιστεύουν πως διαθέτουν παιδεία ανώτερη εκείνης του γενικού πληθυσμού, η οποία τους τοποθετεί αυτομάτως εκτός (και υπεράνω) οποιασδήποτε κοινωνικής ή οικονομικής τάξης. Πολιτικά αυτοπροσδιορίζονται, συνήθως, ως «δημοκράτες». Ενίοτε και ως ανήκοντες, αορίστως, στον «προοδευτικό» χώρο (για αισθητικούς, πάντα, λόγους). 

Τους συναντάς σχεδόν οπουδήποτε: Στον δρόμο, στο διαδίκτυο, σε συναυλίες (σε επιλεγμένους, εννοείται, χώρους), σε εγκαίνια εκθέσεων, στο σουπερμάρκετ, σε παρουσιάσεις βιβλίων... Σπανίως ακόμα και σε διαδηλώσεις (αν και όχι χωρίς ένα ποτήρι καλό κρασί στο χέρι). Η Κρίση τους πλήγωσε και τους έδωσε έναν καλό λόγο για να γκρινιάζουν διαρκώς. Στο τέλος, όμως, θα βγουν κατά πάσα πιθανότητα αλώβητοι απ' αυτήν, όπως βγήκαν αλώβητοι κι απ' όλες τις κρίσεις του παρελθόντος. 

Τι σχέδια υπάρχουν για το νέο άλμπουμ, αφού βγει; Θα γίνει live παρουσίασή του στο άμεσο μέλλον;

Θα γίνουν οπωσδήποτε live. Δεν θα ξεκινήσουν όμως πριν τον Φλεβάρη του 2019. Χρειάζεται κάποιος χρόνος, τόσο για να προετοιμαστεί η μπάντα ώστε να καταφέρει ν' αποδώσει το ύφος και την αίσθηση του άλμπουμ, όσο και για να προλάβει να γίνει αντιληπτή απ' το κοινό η ύπαρξή του.


29 Ιουνίου 2020

Όμμα - συνέντευξη (2008)


Με έτος ίδρυσης το 1982, το Κεφάλαιο 24 αποτελεί ...κεφάλαιο για τα εγχώρια πράγματα, στα οποία έχει παραδώσει μια μικρή μεν, εκλεκτή δε δισκογραφία, με λίαν εξερευνητικές διαθέσεις. 

Παράπλευρα, ωστόσο, ο Βαγγέλης με τον Περικλή Μπουλουχτσή (δύο δηλαδή από τα βασικά μέλη τους) έχουν δράσει και σαν Όμμα. Πάντα με έδρα τα Γιάννενα –τον τόπο τους· μια πόλη που αγαπώ κι εγώ ιδιαιτέρως, καθώς έχω δεσμούς μαζί της ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια. 

Η πρώτη μου συνάντηση με τους Όμμα ήταν καθαρά ιντερνετική και έγινε με αφορμή τον δεύτερό τους δίσκο Ιδίοις Όμμασι (2007), στις αρχές του 2008. Τη θυμήθηκα με αφορμή ένα post που έκανε τώρα ο Βαγγέλης Μπουλουχτσής, αναφερόμενος στην παράσταση Όμμα - Αφήνουν Ίχνη οι Εποχές (Απρίλης 2018, στο Politheatro των Ιωαννίνων). Τότε, λοιπόν, έγινε και η παρακάτω συνέντευξη για λογαριασμό του Avopolis, η οποία αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης προσαρμογές.

Αν και παραμένουν ενεργοί σε συναυλιακό επίπεδο, οι Όμμα δεν έχουν επιστρέψει έκτοτε στη δισκογραφία. Όμως το Ιδίοις Όμμασι παραμένει άλμπουμ με μια πολυσυλλεκτική, ενορχηστρωτικώς πλούσια και συχνά ονειρική προσέγγιση στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, η οποία θα ήταν καλό να (εισ)ακουστεί περισσότερο, από κοινό και καλλιτέχνες.

Αργότερα, όταν βρέθηκα στα Γιάννενα για την παρουσίαση του βιβλίου μου Oi! Η Μουσική των Skinheads, συνάντησα και από κοντά τους αδερφούς Μπουλουχτσή. Έχουν περάσει πια πολλά χρόνια από τότε, αλλά ακόμα θυμάμαι πόσο ωραία περάσαμε μετά την εκδήλωση σε κάποιο μπαράκι στο κέντρο της πόλης, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει.



Έξι χρόνια πέρασαν από το ντεμπούτο σας, Ιχνογραφία (2001). Γιατί σας πήρε τόσο πολύ για να ξαναφανείτε δισκογραφικά;

Ο κύκλος του Ιδίοις Όμμασι ουσιαστικά ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2003 και συνεχίστηκε με χαλαρούς ρυθμούς δεδομένου του ότι ναι μεν βιοποριζόμαστε από τη μουσική, όχι όμως από τη δική μας μουσική. Τελειώσαμε τον Νοέμβρη του 2006, έχοντας ενδιαμέσως στηρίξει και ολοκληρώσει έναν κύκλο με συναυλίες, καθώς και την παραγωγή του Drop Ιn / Drop Οut: του νέου μας άλμπουμ ως Κεφάλαιο 24, με τον Αντώνη Λιβιεράτο. 

Κατά καιρούς, παρ' ότι είμαστε αρκετά γρήγοροι στη σύνθεση και στις ηχογραφήσεις, μας συμβαίνει να αφηνόμαστε σε μία κατάσταση χαλαρότητας, μέχρι να υπάρξει κάτι που να μας κινητοποιήσει πραγματικά· κι αυτό το κάτι έρχεται συνήθως μέσα από προσωπικές ανάγκες και αναζητήσεις, παρά από εξωτερικές πιέσεις, όπως συμβόλαια, υποχρεώσεις για live κλπ. Πρόκειται για το όραμα του επόμενου project, όπου καλούμαστε να δώσουμε μορφή σε μία άμορφη μάζα ιδεών και κατευθύνσεων, όπως περίπου αποκτά μορφή ένα ακανόνιστο κομμάτι πέτρας στη γλυπτική. Μία διαδικασία που θέλει τον χρόνο της.        

Με τι σκεπτικό θελήσατε το Ιδίοις Όμμασι να περιέχει και φωνητικά, σε αντίθεση με την Ιχνογραφία;
 
Αν και έχουμε ένα γεμάτο συρτάρι με τραγούδια από πολύ παλιά, παραδόξως, όλες μας σχεδόν οι δουλειές ως Όμμα ή ως Κεφάλαιο 24, είναι οργανικές. Έτσι, όταν σχεδιάζαμε το Ιδίοις Όμμασι, νιώσαμε πως, αν κάναμε ακόμη μία καθαρά οργανική ενότητα, κινδυνεύαμε να αποκοπούμε από την άλλη μας δραστηριότητα, αξιοποιώντας μόνο τη μία μας πλευρά. Έπειτα οδηγηθήκαμε σε μία μίξη λόγου και ατμόσφαιρας και η spoken word υπήρξε μία πολύ γοητευτική λύση ενότητας και των δύο κόσμων, αφού μας επιτρέπει να δημιουργούμε ένα περιβάλλον γύρω και μέσα από τα λόγια, παρά μία ρηχή συνοδεία της φωνής. Μετά ήρθαν και τα τραγούδια, οπότε το Ιδίοις Όμμασι περιέχει και τις τρεις μας αυτές τάσεις, σε μία ενότητα. 

Από την άλλη, αισθανθήκαμε ότι, χρησιμοποιώντας φωνή, η μουσική αποκτάει οντότητα και ταυτότητα. Μιλάει στον διπλανό σου ή στον απέναντι, ο οποίος νιώθει πλέον τη μουσική σου να τον αφορά και η αντίδρασή του να αφορά εσένα. Πράγμα που επίσης μας γοητεύει.
        
Γιατί έχετε ονομάσει το σχήμα σας Όμμα; Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από αυτό;

Κάποια ιδιαίτερη ιστορία, όχι. Απλώς κάποτε χρειάστηκε να αποκτήσουμε ένα όνομα. Βέβαια η λέξη Όμμα μας αντιπροσωπεύει, αφού η μουσική μας, κυρίως στην Ιχνογραφία, έχει μεγάλη σχέση με την εικόνα. Έπειτα το συγκεκριμένο όνομα δεν το εννοούμε μόνο σαν «μάτι» –ένα ψυχρό όργανο, όπως είναι μία κάμερα που απλά καταγράφει ή μεταφέρει εικόνα. Θέλουμε να φέρει και την έννοια  της  προσωπικής ματιάς, κάτι που είναι αρκετά διαφορετικό.

Ο ήχος σας είναι πολυσυλλεκτικός. Πώς θα περιγράφατε τη μουσική σας σε κάποιον ο οποίος δεν σας έχει ξανακούσει ποτέ; Υπάρχει κάποια «ταμπέλα» με την οποία θα αισθανόσασταν άνετα;

Δεν αισθανθήκαμε ποτέ βολικά με το να περιγράφουμε τη μουσική μας με μία ταμπέλα. Κι' αυτό γιατί εμείς οι ίδιοι «υπονομεύουμε» συστηματικά την καθαρότητα του ήχου μας, αδυνατώντας να αντισταθούμε στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουμε π.χ. ηλεκτρονικά στοιχεία σε μία μπαλάντα ή κάποια υποψία συμφωνικής αισθητικής σε ένα κατά τα άλλα ηλεκτρονικό κομμάτι ή μία έθνικ πινελιά σε ένα πιο παραδοσιακά ροκ πέρασμα κλπ. 

Αντιμετωπίζουμε ...ολιστικά τη μουσική και κυρίως την ενορχήστρωση. Την οποία αισθανόμαστε σαν ένα μεγάλο, περιπετειώδες ταξίδι, ίσως επειδή είμαστε  ανήσυχοι και ως ακροατές. Ακούμε από sixties μέχρι Gustav Mahler και από John Cage μέχρι ...ρεμπέτικα· κατά συνέπεια, η μαγειρική μας είναι λίγο ...βαριά. Συνήθως, υπάρχουν οι παραγωγοί, δουλειά των οποίων είναι να γνωρίζουν τη συνταγή της δημιουργίας καθαρού ήχου, που επιδέχεται μία σαφή ταμπέλα και αφορά σε μία συγκεκριμένη αγορά· την οποία αγορά συντηρεί ένα συγκεκριμένο κοινό, που με τη σειρά του, σε πολλές περιπτώσεις, διατελεί υπό ομηρία. Αν υπάρχει βέβαια κάτι που θα θέλαμε να προσδιορίζει τον ήχο μας, αυτό θα ήταν, έτσι ...απλά, η ποιητικότητα.      

Τι σας δίνουν οι Όμμα, που δεν το βρίσκετε μετέχοντας στο Κεφάλαιο 24; 

Είναι δύο διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας μουσικής εμπειρίας. Το Κεφάλαιο 24, είναι γκρουπ. Λειτουργούμε σαν σύνολο, έχοντας καταφέρει να ενοποιήσουμε τις διαδικασίες του στούντιο με εκείνες της σκηνής, αλλά και να είμαστε δημιουργικοί και παραγωγικοί μέσα από μια σχεδόν ανεξήγητη επικοινωνία, η οποία αναπτύσσεται μεταξύ μας κατά τον αυτοσχεδιασμό. Όσο και να ακούγεται παράξενο, το Κεφάλαιο 24 είναι ένα σύνολο πολύ «εξωστρεφές»: λειτουργεί στα όρια, σχεδόν, ενός παιχνιδιού. 

Οι Όμμα, από την άλλη, είναι το ...ερημητήριό μας. Ικανοποιούν την ανάγκη μας για απομόνωση, ενδοσκόπηση και συγκρότηση. Κάτι που αποτυπώθηκε αρκετά καλά στο Ιδίοις Όμμασι. Βέβαια, τόσο η μουσική των Όμμα, όσο κι εκείνη των Dr. Atomik, (το side project του Αντώνη Λιβιεράτου), υπήρχε πάντα σε λανθάνουσα κατάσταση (και όχι μόνο) στη μουσική ή στις τάσεις του Κεφαλαίου 24. Θα μπορούσαμε συνεπώς να τα κάνουμε όλα υπό την ίδια στέγη, μόνο που το αποτέλεσμα θα ήταν τόσο πολυκατευθυντικό, ώστε μοιραία θα έχανε σε ενότητα και χαρακτήρα. Και η ταυτότητα στη μουσική είναι κάτι που συνήθως μας απασχολεί αρκετά. 



Έχετε ποτέ δοκιμάσει να προωθήσετε τη μουσική σας στο εξωτερικό;

Κάποια καλά σχόλια είχαμε στο εξωτερικό –και σαν Όμμα και σαν Κεφάλαιο 24. Το να προωθήσουμε όμως τη μουσική μας έξω, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός μηχανισμού ...προώθησης. Κάτι που βεβαίως δεν υπάρχει εδώ ούτε καν για το κύριο ρεύμα, πόσο μάλλον για μουσικούς σαν εμάς, των οποίων η ενασχόληση με τη μουσική έχει υποπέσει προ πολλού στο επίπεδο της κατηγορίας ενός ακριβού χόμπυ. Ας αφήσουμε όμως για λίγο τις διεθνείς καριέρες για κάποιους άλλους και ας μιλήσουμε, καλύτερα, για ευσεβείς ...πόθους.. Όσον αφορά τους Όμμα ειδικότερα, θα λέγαμε ότι θα είμαστε ευτυχείς αν μπορέσουμε να έχουμε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε με ένα υγιές ελληνικό κοινό, ικανό σε αριθμό και ποιότητα, ώστε να μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που αγαπάμε περισσότερο. Απλά μουσική.    

Σε δύο συγκεκριμένα τραγούδια, στις “Οθόνες” και στο “Karaoke Culture”, επιτίθεστε κατά μιας ολόκληρης κουλτούρας τηλεοπτικού καταναλωτισμού. Πιστεύετε ότι γίνεται να αντιστραφεί το κακό που έχει κάνει η τηλεόραση, τόσο στη μουσική που ακούει ο πολύς κόσμος, όσο και στη γενικότερη αντίληψή του για τον κόσμο;

Η αντίληψη που έχει ο πολύς κόσμος για τον κόσμο, είναι ήδη δημιούργημα της τηλεόρασης. Έχει ήδη σκηνοθετηθεί και προβληθεί στον κοινό νου προ πολλού. Τώρα απλώς γίνονται συνέχειες και επαναλήψεις με συχνά διαλείμματα για ...διαφημίσεις. Τα τηλεοπτικά προϊόντα είναι βέβαια πάντα με ημερομηνία λήξεως και διαδέχονται το ένα το άλλο, διαμορφώνοντας συνεχώς τη μαζική κουλτούρα –νουθετώντας, μα και υπαγορεύοντας τις ίδιες ανάγκες για όλους μας. Ο πολύς κόσμος θα συνεχίσει λοιπόν να βλέπει πολύ τηλεόραση, αναζητώντας μάλιστα όλο και μεγαλύτερη δόση. 

Μπορούμε να πούμε πολλά, όμως ας είμαστε αισιόδοξοι, όπως πάντα. Δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που, αφού πιάσουμε πάτο, θα αρχίσουμε να αναδυόμαστε ξανά. Και η ελληνική τουλάχιστον τηλεόραση μάλλον βρίσκεται ακριβώς εκεί: στον πάτο.  

Για το ίντερνετ, τι γνώμη έχετε; Δίνει διεξόδους για να προωθεί κανείς τη μουσική του ή καταλήγεις τελικά να χάνεσαι σε έναν ωκεανό πληροφορίας;

Οπωσδήποτε το MySpace είναι μία κοινωνία μουσικών κι έχουμε ακούσει πολύ καλή μουσική εκεί, έχοντας κατά καιρούς επικοινωνήσει με πολλά ενδιαφέροντα γκρουπ. Πιστεύουμε όμως ότι στη χαώδη αυτή κατάσταση, όλα είναι μία ψευδαίσθηση προώθησης. Μία εικονική πραγματικότητα δίχως ουσιαστική διάθεση για επικοινωνία, αλλά απλώς μία τάση των μελών να κάνουν νούμερα σε hits και friends. Συνήθως μετά την αποδοχή της ...φιλίας, οι δεσμοί αυτομάτως κόβονται· πολλές φορές δίχως καν ακρόαση και σχόλια: ένα εικονίδιο μεταξύ εκατοντάδων και χιλιάδων άλλων εικονιδίων, είναι ό,τι έχει απομείνει στο προφίλ από την όλη διαδικασία. Σε sites βέβαια καλλιτεχνών εκτός MySpace, τα πράγματα είναι καλύτερα και πολύ ελπιδοφόρα. 

Είναι άβολο επίσης για ανθρώπους που έχουν ένα όραμα για τη μουσική και αναζητούν σε αυτήν μία συνολική και συναρπαστική εμπειρία, να αποδεχτούν τη μετατροπή της σε μικρές, άυλες, αγοραίες, άχρωμες, άοσμες και άγευστες μπουκίτσες. Οι οποίες λέγονται «tracks» και πωλούνται με το κιλό για άμεση και μίας χρήσεως κατανάλωση, από τους χαμηλής ποιότητας mp3 players.    

Πόσο εύκολο είναι να κάνετε τη μουσική που κάνετε εδρεύοντας στα Γιάννενα; Υπάρχει ενδιαφέρον στην επαρχία για τους Όμμα;

Σε ό,τι αφορά το καθαρά δημιουργικό μέρος της ιστορίας, είμαστε OK που ...δραπετεύσαμε από την Αθήνα, έχοντας επιλέξει συνειδητά να ζήσουμε στα Ιωάννινα. Δημιουργήσαμε τον χώρο που μας επιτρέπει να κάνουμε μουσική με τους δικούς μας ρυθμούς και όρους. 

Όμως τα πράγματα γίνονται αφόρητα όταν πρόκειται για ζητήματα προώθησης και live δραστηριότητας αφού η (συγκεκριμένη τουλάχιστον) επαρχία είναι ερμητικά κλειστή για τους δημιουργικούς μουσικούς, εφόσον αναφερόμαστε σε ραδιόφωνα, Τύπο, φορείς και μαγαζιά, τα οποία είναι προσανατολισμένα προς τη γνωστή φιλοσοφία «μουσική είναι μόνον αυτό που ξέρουμε όλοι από την τηλεόραση και μας κάνει να ξεσαλώνουμε». Από την άλλη μεριά υπάρχουν πολλά και καλά γκρουπ, μερικά εκ των οποίων με καλή δισκογραφική παρουσία· καθώς κι ένα ή δύο μαγαζιά που, προς τιμήν τους, αντιστέκονται, στηρίζοντας τα εναλλακτικά πράγματα της περιοχής.       

Πώς βλέπετε την ελληνική μουσική της τρέχουσας δεκαετίας; Συμβαίνουν πράγματα ή έχουμε πέσει σε τέλμα;

Η άποψή μας είναι ότι έγιναν και γίνονται πολύ όμορφα και ενδιαφέροντα πράγματα, σε όλους τους χώρους της μοντέρνας μουσικής. Είναι μία εποχή παρήγορης εξωστρέφειας για το αγγλόφωνο και το ελληνόφωνο κύκλωμα, ενώ αισθητή έχουν κάνει την παρουσία τους τόσο το ηλεκτρονικό, όσο και το experimental στοιχείο. Φυσικά, οι αρκετές live σκηνές ανά την Ελλάδα, το ίντερνετ, διάφορα ανεξάρτητα ραδιόφωνα και labels, αλλά και ο εναλλακτικός Τύπος, είναι επίσης φορείς αυτής της διεξόδου. 

Σε τέλμα έχει πέσει μία βιομηχανία αγοραίας μουσικής, η οποία κυνηγάει τις εξελίξεις για εποχιακά κέρδη, έχοντας ξεχάσει από καιρό πως το προϊόν που εμπορεύεται είναι μουσική –δηλαδή πολιτισμός. Βέβαια, μέσα από τη διαπλοκή τους με τις εταιρίες κινητής τηλεφωνίας διαβάζουμε ότι κάπως ...ανέπνευσαν. Πάντα όμως θα υπάρχει η αντίπερα όχθη και κάποιοι ανυπότακτοι εκεί, που πάντα θα αντιστέκονται.