Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπάκα Θεοδώρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπάκα Θεοδώρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17 Μαρτίου 2023

Κ.ΒΗΤΑ, Κορνήλιος Σελαμσής, ARTéfacts Ensemble & Θεοδώρα Μπάκα: Συγκατοίκηση - ζωντανή ηχογράφηση στη «Στέγη Ιδρύματος Ωνάση», 2013 [δισκοκριτική, 2016]


Μια δισκοκριτική μου από το 2016, πάνω σε μια ενδιαφέρουσα συναυλιακή σύμπραξη-συγκατοίκηση του 2013, η οποία βρήκε τις σύγχρονες λόγιες δυνάμεις της χώρας (Κορνήλιος Σελαμσής, ARTéfacts Ensemble & Θεοδώρα Μπάκα) να αναμετρώνται επί σκηνής (στη «Στέγη Ιδρύματος Ωνάση») με την παρακαταθήκη του Κ.ΒΗΤΑ.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από τη βραδιά του 2013 στη Στέγη, διατέθηκε ως promo υλικό στον Τύπο και ανήκει στον Γιάννη Σούλη


Όταν ο Κ.ΒΗΤΑ επισκέφθηκε τη μυθολογία του Μάνου Χατζιδάκι στο Transformations (2003) και φαντάστηκε το "Χάρτινο Το Φεγγαράκι", την "Αθανασία" και τη "Σερενάτα Της Σεξουαλικής Απουσίας" εν μέσω συνθετητών και μαγνητοταινιών, η μεν δική του γενιά –η μεγαλωμένη με Στέρεο Νόβα– πανηγύρισε (ίσως γιατί ένα μέρος της ήθελε να βρει μια γέφυρα προς τον Χατζιδάκι;), οι δε του εντέχνου στράβωσαν (ίσως γιατί μερίδα τους ήταν πολύ απασχολημένη με το αγαπημένο σπορ της ομφαλοσκόπησης;). 

Έχω την αίσθηση, λοιπόν, ότι, 10 χρόνια αργότερα, η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε αντεστραμμένη: η μικρή  κοινότητα της Αθήνας που αναζητεί λόγιες συγκινήσεις σε avant garde φόντο, δηλαδή, τις βρήκε στην αναδιάταξη μιας ηλεκτρονικής μυθολογίας, μα η γενιά του Κ.ΒΗΤΑ –εκείνη που αισθανόταν «δικό της» τον "Ασύρματο Κόσμο", τη "Νέα Ζωή", ακόμα και τα "Ατέλειωτα Χρυσάνθεμα"– δεν είχε καμία όρεξη να ανοίξει παρτίδες με κάτι που στα αυτιά της δεν σχετιζόταν με την ποπ κουλτούρα (και που έθετε όρια στα όσα νόμιζε πως κάτεχε, καθότι, ως γνωστόν στους υπόλοιπους, η μουσική δεν εξαντλείται σε ό,τι κάθε εποχή ορίζεται ως «ποπ»).   

Ωστόσο, η δισκογράφηση αυτής της ζωντανής ρετροσπεκτίβας (της πρώτης, για την ακρίβεια, από τις δύο συναυλίες που δόθηκαν στις 28+29 Σεπτέμβρη 2013), πέραν του ότι κατέγραψε κάτι το ιδιαίτερο –το οποίο ίσως να πήγε και λίγο χαμένο στο ιστορικό του πλαίσιο, δεδομένης της καθίζησης που γνώρισαν οι τσέπες, οι ζωές και η ψυχολογία μας– επιτρέπει να βγουν και πιο ξεκάθαρα συμπεράσματα για το όλο εγχείρημα. Απαλλαγμένα, ως έναν βαθμό, από τον ορίζοντα προσδοκιών όσων μουσικών «κοινοτήτων» έδωσαν τότε το παρών στη Στέγη, επιτρέποντας να ορίσουμε τη Συγκατοίκηση ως σημαντικό στιγμιότυπο των εγχώριων 2010s, που γενικά πέτυχε, παρά τις επιμέρους αστοχίες. 

Την πιο καίρια δουλειά εδώ την έχει κάνει ο Κορνήλιος Σελαμσής. Γιατί, αν οι «συγκάτοικοι» καταφέρνουν να συνυπάρξουν αρμονικά, δίχως να νιώθει κανείς ότι ο κόσμος του χάνεται μέσα στου άλλου, οφείλεται στις ενορχηστρώσεις του: αυτές έχουν φτιάξει δηλαδή ένα κοινό «σπίτι» για όλους, για να το θέσω σχηματικά. Αντικαθιστώντας τους υπολογιστές του Κ.ΒΗΤΑ με φυσικά όργανα, προέβη σε μια αναδιατύπωση των αρχικών έργων, που από τη μία δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τη συνήθη κοπτοραπτική των διασκευών/επανεκτελέσεων, μα από την άλλη δεν αναγκάζει το πρωτότυπο υλικό να διασχίσει αχαρτογράφητα νερά, διακυβεύοντας τον χαρακτήρα του ή θυσιάζοντάς τον στον βωμό κάποιας αδιόρατα «προωθημένης» καλλιτεχνικής πρότασης.

Κάπως έτσι, τα "Ατέλειωτα Χρυσάνθεμα" και η δοξασμένη από τους Στέρεο Νόβα "Νέα Ζωή" παραμένουν άκουσμα γνώριμο μαζί και διαφορετικό, με τους ARTéfacts Ensemble να δείχνουν την εκτελεστική τους δεινότητα, όπως και την «αντίληψή» τους πάνω σε κομμάτια που οφείλουν να διατηρήσουν και μια ποπ αίσθηση δίπλα στο καινοφανές λόγιο στοιχείο. Και το "Δωμάτιο" –η μόνη στούντιο ηχογράφηση που ακούμε εδώ, καθώς είχε προηγηθεί της συναυλιακής συνθήκης– μετατρέπεται ευφυώς σε κάτι σαν liede (ρομαντικά τραγούδια του γερμανόφωνου κόσμου του 19ου αιώνα, που αναπτύχθηκαν παράλληλα με ό,τι ονομάζουμε «κλασική μουσική»), επιτρέποντας στη μεσόφωνο Θεοδώρα Μπάκα να δείξει την εμπειρία της πάνω στο θέμα. 

Από την άλλη, ορισμένα πράγματα –χωρίς να έχει γίνει κάτι λάθος– απλά δεν λειτουργούν· με την έννοια ότι δεν κερδίζουν τη μάχη με τη μνήμη, στην οποία αναπόφευκτα μπαίνουν. Ο "Ασύρματος Κόσμος" και η "Ποπ Κατσαρίδα", ας πούμε, έχουν οπωσδήποτε ενδιαφέρον, αλλά αποτελούν ταυτόχρονα και σημεία τριβής, καθώς οι ισορροπίες με τις στερεονοβικές αποτυπώσεις κινούνται σε μάλλον οριακές περιοχές. 

Η "Νύχτα", επίσης, αποδεικνύεται αμφιλεγόμενη. Μεταπλάθεται άρτια σε ένα ακόμα στιγμιότυπο στο οποίο οι ARTéfacts Ensemble δείχνουν την αξία τους, χάνεται όμως εν τέλει εκείνη η απόκοσμη και κάπως επικίνδυνη αίσθηση με την οποία τη γνωρίσαμε το 2007 στον δίσκο Άργος. Τέλος, το "Ταξίδι Στη Γη" είναι η πλέον ευδιάκριτη αποτυχία της Συγκατοίκησης: δεν γίνεται να τραγουδιούνται όλα ως lieder: η επιλογή αυτή κονιορτοποίησε φοβάμαι την πρώτη εκτέλεση με την Πόπη Αστεριάδη, μαζί και τις αναμνήσεις των παλιότερων ακροατών από μια εμπειρία που κουβαλούσε μαζί της κάτι από το παγωμένο του Διαστήματος.  

Τέτοιες κριτικές σημειώσεις, πάντως, απλά θέτουν ταβάνι σε ένα δεδομένα αξιόλογο πείραμα, οπωσδήποτε από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που ακούσαμε σε επίπεδο πρότασης στην εγχώρια δισκογραφία των τελευταίων χρόνων. Προτιμήστε τη CD εκδοχή, αν αναζητήσετε το άλμπουμ σε φυσικό format, καθώς περιέχει 4 κομμάτια παραπάνω από το βινύλιο.



09 Μαρτίου 2023

Λεόντιος και Λένα - ανταπόκριση όπερας (2016)


Καλοκαίρι 2016. Τέλη Ιουλίου, για την ακρίβεια, λίγο πριν την αναχώρηση για πολυπόθητες διακοπές μακριά από τη ζέστη, δίπλα στη θάλασσα. 

Αλλά η τελευταία αποστολή της τότε σεζόν, είχε ίντριγκα: πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο (Κτίριο Τσίλλερ) για τη μετατροπή της σάτιρας του Georg Büchner «Λεόντιος και Λένα» (1836) σε όπερα. Σε μουσική Κορνήλιου Σελαμσή, σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη και σε λιμπρέτο Γιάννη Αστερή.

Το αποτέλεσμα, δυστυχώς, δεν υπήρξε ανάλογο της ίντριγκας, παρότι σε σημεία είδαμε μια αληθώς σύγχρονη και οπωσδήποτε ευρηματική παράσταση. Μια ανταπόκριση για τα πώς και τα γιατί δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε ως promo από την παραγωγή της παράστασης, εκτός από την κάτωθι του Κορνήλιου Σελαμσή, η οποία παραχωρήθηκε χωριστά για τις ανάγκες της τότε ανταπόκρισης και ανήκει στη Μαριλένα Σταφυλίδου


Συγκεντρώθηκε κάμποσος κόσμος στο Εθνικό Θέατρο γι' αυτήν την καθυστερημένη πρεμιέρα (σχεδιαζόταν για το καλοκαίρι του 2015, μα την πρόλαβαν οι πολιτικές εξελίξεις) –γι' αυτήν την οπωσδήποτε τολμηρή μετατροπή της σκηνικής σάτιρας του Georg Büchner («Leonce und Lena», 1836) σε όπερα. Επώνυμοι κι ανώνυμοι ήρθαν στο Κτίριο Τσίλλερ με ανυπομονησία και περιέργεια. Στο πρώτο διάλειμμα, αρκετοί τιτίβιζαν απογοητευμένοι· στο δεύτερο, είχαν αναθαρρήσει· στο φινάλε, όσοι δεν έφυγαν στο μεταξύ διακριτικά, χειροκρότησαν ευγενικά και βιάστηκαν να εξέλθουν των θυρών. Κι ας προσπάθησε ένας κύκλος φίλων των συντελεστών στους εξώστες να στήσει μια πιο θορυβώδη κερκίδα.  

Φταίμε κι οι δυο, όπως λέει κι εκείνο το παλιό τραγούδι του Γιάννη Πάριου. Το μεν κοινό γιατί μάλλον κάτι πιο συγκεκριμένο περιμένει πηγαίνοντας να δει όπερα, ο δε Κορνήλιος Σελαμσής –ο εμπνευστής της οπερατικής διάστασης του Λεόντιος Και Λένα– γιατί τα πόνταρε όλα σε κάτι που επιθυμούσε να είναι ριζοσπαστικά διαφορετικό, συγκριτικά με τα «δεδομένα». 

Το τέλος της 1ης πράξης κατέγραψε γλαφυρά την ασυνεννοησία και τον αντιθετικό ορίζοντα προσδοκιών, η 2η αποπειράθηκε να στήσει τις κατάλληλες γέφυρες, το φινάλε ωστόσο του έργου κατέδειξε ότι τελικά δεν επετεύχθη επικοινωνία. Λίγοι, πιστεύω, θα διαφωνήσουν πως είδαμε μια παράσταση που σε σημεία της υπήρξε ευρηματική και σύγχρονη, σε βαθμό μάλλον ασυνήθιστο για τα ντόπια στάνταρ. Αλλά εξίσου λίγοι θα πουν, με το χέρι στην καρδιά, ότι βρήκαν εν τέλει καλή ιδέα τη μεταφορά της σάτιρας του Büchner σε όπερα.


Στον βαθμό εντούτοις που όπερα σημαίνει σκηνικά, κοστούμια, κίνηση, το «Λεόντιος Και Λένα» αρίστευσε. Ελένη Παπαναστασίου & Γιάννης Κιτάνης έφεραν αέρα από Βερολίνο, στήνοντας ένα πλέγμα-θόλο από το οποίο κρέμονταν άπειροι θαρρείς κύλινδροι, σε διάφορα ύψη. Στο ξεκίνημα μπορεί να μην γέμισε το μάτι, μα έπεισε πολύ γρήγορα, ιδίως όταν το είδαμε με φόντο τους καταπληκτικούς φωτισμούς της Σοφίας Αλεξιάδου ή αργότερα, όταν ανέλαβε να παίξει τον αφαιρετικό ρόλο των ιταλικών κήπων όπου άνθισε ο έρωτας του φυγόπονου πρίγκιπα του Ποπό και της ανεύθυνης πριγκίπισσας του Πιπί. Τα κοστούμια πάλι της Ιωάννας Τσάμη ήταν όσο χρωματιστά, εκκεντρικά και μοντέρνα έπρεπε, με τη γκουβερνάντα της Λένας (θαυμάσια ενσαρκωμένη επί σκηνής από τη Λητώ Μεσσήνη), να στέκει ως μία από τις πιο ξεχωριστές φιγούρες που απολαύσαμε τελευταία σε ελληνική παράσταση. 

Η κίνηση επίσης των πρωταγωνιστών (δουλειά της Σταυρούλας Σιάμου) κρίνεται εξαιρετική –σαν χορογραφία έμοιαζε, ανά περιστάσεις– ενώ και η σκηνοθεσία του Αργύρη Ξάφη στάθηκε εκπληκτική: στην πρώτη πράξη βλέπαμε τον Λεόντιο μόνο από τη μέση και πάνω, με το φοβερό του μαλλί να γίνεται άμεσα κομμάτι του χαρακτήρα του· στη δεύτερη, τον είδαμε άξαφνα ανάμεσά μας, εκεί μπροστά από την πρώτη σειρά των θεατών, να γκρινιάζει για τη στενότητα του κόσμου. Αργότερα, δε, εμφανίστηκε και σε έναν από τους εξώστες. Υπήρχε επομένως μια διευρυμένη αντίληψη του τι σημαίνει «σκηνή», την οποία βρήκα πολύ επιτυχημένη.

Από την άλλη, στον βαθμό που όπερα σημαίνει μουσική, λιμπρέτο και τραγούδι, νομίζω ότι σημειώθηκαν οι πιο διακριτές ήττες. Ο Σελαμσής έγραψε βέβαια μια πολύ απαιτητική παρτιτούρα, που συχνά διέθετε κάτι από την ορμή, τη σκέψη και την πρωτοπορία του Mauricio Kagel. «Ποιότητες» που μπόρεσε κι απέδωσε η ορχήστρα δωματίου, υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Ζιάβρα, καθώς και οι εντυπωσιακές συμμετοχές των δύο ακροβολισμένων (δεξιά κι αριστερά) κρουστών σε διάφορες ηχητικές κατασκευές, οι οποίες τόνιζαν τη γενικότερη εικαστική διάσταση του όλου θεάματος. Σε πολλά σημεία, ωστόσο, η μουσική αυτή δεν έδειχνε να συμβαδίζει αρμονικά με το κείμενο: άλλοτε έδειχναν κόσμοι παράταιρα συγκολλημένοι, άλλοτε η μουσική «χανόταν», άλλοτε επισκίαζε θαρρείς τα πάντα με την περιπετειώδη της πλοκή (ιδίως στο ξεκίνημα της 3ης πράξης).  


Πιο ξεκάθαρη απογοήτευση υπήρξε το λιμπρέτο του Γιάννη Αστερή –λαμπρά μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον (φίλο και παλιό συνοδοιπόρο στα μουσικοκριτικά) Δημήτρη Μεντέ για τους υπέρτιτλους, που δεν βοήθησαν μόνο τους ξένους επισκέπτες, μα ενίοτε κι εμάς, σε σημεία όπου οι λέξεις χάνονταν. Η ποιητική ανασύνθεση/συμπύκνωση μπορεί να μην φοβήθηκε το ατόφιο χιούμορ και να μην έχασε τα ερωτήματα που έθεσε τον 19ο αιώνα το κείμενο του Büchner, όμως δεν έπεισε ότι αυτό μπορούσε πράγματι να γίνει όπερα. Έτσι, μείναμε με μια τραγουδιστική αντίληψη του κειμένου πολύ κουραστική για τις ακροαστικές αισθήσεις (ειδικά στην 1η πράξη), η οποία δεν άφησε παρά περιορισμένο χώρο για να απολαύσουμε τις εγνωσμένης αξίας φωνές του Τάση Χριστογιαννόπουλου (Λεόντιος), της Θεοδώρας Μπάκα (Λένα) και του Χάρη Ανδριανού (Βαλέριος). Όταν πάντως συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν απέτυχαν να εντυπωσιάσουν με την τέχνη τους. 

Κάποια πράγματα κερδήθηκαν λοιπόν, άλλα όμως χάθηκαν. Και νομίζω εν τέλει ότι χάθηκαν τα πιο κρίσιμα, εκείνα που εξαρχής είχαν και τον βαρύτερο ρόλο στο όλο εγχείρημα, αφού καλούνταν να πείσουν και μας ότι το «Λεόντιος Και Λένα» γινόταν να μετατραπεί σε μοντέρνα όπερα. Παρά ταύτα, ο Κορνήλιος Σελαμσής τόλμησε να μας προτείνει κάτι έξω από τα συνηθισμένα. Οι ιδέες του αυτές, σε συνδυασμό με την ενάργειά του ως συνθέτη, αποτελούν νομίζω σημαντική παρακαταθήκη για το τι μπορούμε να δούμε στο μέλλον εκ μέρους του. Σε εκδοχές πιο πετυχημένες, μα και ευτυχέστερες για τα αυτιά μας.