28 Ιανουαρίου 2021

Οι Εξομολογήσεις της «μαγείρισσας» Μάρθας Φριντζήλα - ανταπόκριση (2018)


Η Μάρθα Φριντζήλα είναι λίγο μεγαλύτερή μου, ωστόσο θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα ότι έχω σαφή άποψη για όλα όσα έχει κάνει στη μέχρι τώρα πορεία της, καθώς δεν είναι και λίγα: ηθοποιός, σκηνοθέτρια, τραγουδίστρια, καθηγήτρια υποκριτικής, ιδιοκτήτρια του χώρου τέχνης και εκπαίδευσης Baumstrasse. 

Ακόμα και σε αυτούς τους χαλεπούς (ελέω κορωνοϊού) καιρούς για την καλλιτεχνική δράση, πρωταγωνίστησε στην κατά Δημήτρη Λιγνάδη Μήδεια –με την οποία έκανε εγκαίνια η νέα Ερευνητική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, πριν κάποιες μέρες– ενώ την Κυριακή 31 Ιανουαρίου θα δώσει συναυλία στο θέατρο Πορεία μαζί με την Κατερίνα Πολέμη. Στο μεταξύ, βρέθηκε χθες βράδυ και στο "Μουσικό Κουτί" (μαζί με τη Μαρία Παπαγεωργίου), την εκπομπή δηλαδή που κάνουν ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τη Ρένα Μόρφη στην ΕΡΤ1 και βλέπω ότι αρέσει σε διάφορους φίλους μου στο Facebook που παρακολουθούν το ελληνικό τραγούδι.

Κάπου βέβαια διάβασα κι ένα «όχι άλλο έντεχνο», από έναν από αυτούς τους φεϊσμπουκικούς φίλους που ασχολούνται ενεργά με τα μουσικά. Το σχόλιο όμως το βρίσκω άδικο, όσον αφορά τη Φριντζήλα. 

Δεν ξέρω δηλαδή αν είναι πάντα τόσο καλή σε όλα όσα κάνει, πάντως το πρόγραμμα "Εξομολογήσεις" που παρουσίασε το 2018 στο UpStage του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου συγκαταλέγεται στις σπουδαιότερες ζωντανές παραστάσεις που δόθηκαν σε τούτο τον τόπο κατά την τελευταία δεκαετία –με ή δίχως την «έντεχνη» ταμπέλα. Καταλαβαίνω ασφαλώς πόσο έχει κουράσει η τελευταία με τη συνεχή της, επίμονη μετριότητα. Όμως οι "Εξομολογήσεις" της Φριντζήλα ήταν μια εις βάθος ματιά σε όλον τον κορμό του ελληνικού τραγουδιού, δοσμένη με ζηλευτές ισορροπίες και χωρίς τυμπανοκρουσίες. 

Κι εγώ βέβαια που τα γράφω τώρα αυτά, άργησα να πάρω χαμπάρι τις "Εξομολογήσεις" ενόσω έτρεχαν στο Γυάλινο. Βρέθηκα τελικά εκεί τον Δεκέμβριο του 2018, σε ένα τραπέζι στο πλάι της σκηνής, μαζί με τη Χριστίνα Κουτρουλού και τον Θάνο Λαΐνα. Και δεν πίστευα στ' αυτιά μου. Το κείμενο που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ ένεκα της τρέχουσας φριντζήλειας επικαιρότητας, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Σε παλιότερη συνέντευξη, η Μάρθα Φριντζήλα είχε δεχτεί την «κλασική» (για την περίπτωσή της) ερώτηση, αν είναι δηλαδή τελικά τραγουδίστρια, ηθοποιός ή σκηνοθέτρια. Είχε απαντήσει «μαγείρισσα». Και βλέποντάς τη στο UpStage του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου, στο τελευταίο Σάββατο των επιτυχημένων "Εξομολογήσεων" (που πλέον μετακομίζουν Παρασκευές, για το υπόλοιπο του Δεκέμβρη), σκέφτηκα ότι έχει απόλυτο δίκιο.

Είναι μαγείρισσα η Μάρθα Φριντζήλα, γιατί ψωνίζει οικεία «υλικά», με τα οποία φτιάχνει κατόπιν νόστιμα πιάτα με τη δική της σφραγίδα. Δεν κράτησα «σκορ» στις "Εξομολογήσεις", όμως η πλειονότητα των όσων ακούσαμε ήταν διασκευές. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το ένα από τα τρία εντυπωσιακά στοιχεία του εν λόγω προγράμματος: δεν ξέρω κανέναν άλλον καλλιτέχνη στη χώρα μας τη δεδομένη στιγμή, που να είναι σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο. Να παίζεις επί ώρες τραγούδια άλλων ισοδυναμεί με κουτσό στην άκρη απότομου γκρεμού, αφού μπορούν να πάνε στραβά χίλια πράγματα. Όμως στη Φριντζήλα δεν πάει τίποτα στραβά. Και δεν είναι θέμα τύχης, αλλά ζήτημα (βαθιάς) σπουδής και μεθόδου. Το έχει προφανώς αγαπήσει το ελληνικό τραγούδι, αλλά το έχει επίσης σκεφτεί και το έχει μελετήσει. Γι' αυτό και το «μαγειρεύει» τόσο καλά.

Φυσικά, η απάντηση εκείνη ήταν χιουμοριστική. Και από χιούμορ, η Φριντζήλα διαθέτει άφθονο. Υπήρξαν σημεία όπου τα γέλια αντήχησαν κατά μήκος του κατάμεστου UpStage, ιδιαίτερα στις ιστορίες που μας διηγήθηκε από τα σχολικά της χρόνια ή σε στιγμές μιας υψηλού επιπέδου αυτοπαρωδίας, όταν λ.χ. σχολίασε το νέο της ξανθό μαλλί ως «Μποφίλιου από τα Lidl». Τονίζω ξανά ότι γελάσαμε πολύ στην παράσταση, γιατί θα νόμιζες σε πρώτη εντύπωση ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατόν –η Φριντζήλα άλλωστε μας προειδοποίησε από την αρχή, αφού μπήκε με το "Έλα Πάρε Μου Τη Λύπη", ότι ήταν το μόνο χαρούμενο κομμάτι που θα ακούγαμε. 

Το πρόγραμμα αποδείχθηκε πράγματι «βαρύ», γεμάτο με τραγούδια λυπημένα, τα οποία κοινωνούσαν μελαγχολικούς στοχασμούς και θλιμμένα μεταίχμια ζωής. Και οι έντεχνες σκηνές μας έχουν μάθει να αντιδρούμε σε τέτοιο ρεπερτόριο με σκυθρωπή σοβαροφάνεια· με δύσμορφο σέβας. Κι όμως, εδώ ακριβώς σημειώθηκε το δεύτερο εντυπωσιακό σημείο του προγράμματος. Συγκινείσαι, μα στο τέλος φεύγεις ανάλαφρος και γελαστός. Γιατί η Φριντζήλα αποδεικνύεται μεταξύ άλλων και αρχόντισσα των ισορροπιών: σε μπάζει και σε βγάζει στις διαθέσεις με τέτοιον τρόπο, ώστε να σου μένει όλη η ουσία από τα νοήματα των τραγουδιών, όσο το επιφανειακό βάρος ξορκίζεται από τις διηγήσεις και τα αστεία μεταξύ των επιλογών. 

Είναι μια επιτυχία που οφείλουμε να πιστώσουμε στην περσόνα της Φριντζήλα, η οποία δείχνει να εμπεριέχει αυθεντικά και το ένα και το άλλο. Ωστόσο, σε μια σκηνική επιτέλεση, δεν θα μπορούσε να το κάνει τόσο καλά χωρίς τους μουσικούς που τη συνόδευσαν. Στο ένα άκρο της σκηνής, στο πιάνο, καθόταν ο πάντα εξαιρετικός Τάκης Φαραζής. Στο άλλο, ο μετρημένος μα ακριβής Βασίλης Μαντζούκης –ο σύζυγος της, δηλαδή– ο οποίος έπαιξε ντραμς και κιθάρα. Και πίσω από την πρωταγωνίστρια ο καίριος μπασίστας Αντώνης Μαράτος. 

Ενορχηστρωτικά το πράγμα άγγιξε την τζαζ, αλλά όχι με τους δεδομένους τρόπους που έχουμε μάθει από άλλες μουσικές σκηνές. Εδώ υπήρχε γνώση και άποψη, με αποτέλεσμα να έρθει στο προσκήνιο ένας διάλογος έντεχνης εντοπιότητας και Δύσης, ο οποίος βοήθησε να ενταχθούν ομαλά στον «καμβά» του προγράμματος και αρκετές διεθνείς επιλογές. Φτάνουμε λοιπόν εδώ στο τρίτο εντυπωσιακό στοιχείο των Εξομολογήσεων: η Φριντζήλα τραγούδησε στα ισπανικά, στα ιταλικά (τη ναπολιτάνικη "Maruzella"), στα γραικάνικα, στα γαλλικά ("Padam Padam" της Edith Piaf, σε βροντερή εκτέλεση που έσβησε για λίγο από το μυαλό μας τις ασχήμιες του Πάνου Μουζουράκη), στα αγγλικά (τη "Martha" του Tom Waits) και στα ρώσικα, όντας σε κάθε περίπτωση χάρμα.

Στο εγχώριο μέρος των "Εξομολογήσεων" ακούσαμε τραγούδια πασίγνωστα όπως το "Σ' Ακολουθώ" του Μάνου Λοΐζου να μπαίνουν δίπλα σε απρόσμενες στιγμές, λίγο χαμένες στο βαθύ ποτάμι της ελληνικής δισκογραφίας, όπως λ.χ. το "Σαντιάγο" του Μίκη Θεοδωράκη (το είχε πει πίσω στο 1986 ο Ζωρζ Μουστακί). Και «δεδομένους» πλέον καλλιτέχνες σαν την Αρλέτα και τον Τζίμη Πανούση, αλλά όχι στις πιο προφανείς επιλογές –παίχτηκαν, αντίστοιχα, το "Η Ομίχλη Μπαίνει Από Παντού Στο Σπίτι" και η "Μάγισσα Μανούλα", σε ένα αφοπλιστικό στιγμιότυπο. Φτάσαμε πίσω στο 1934, στη "Γυφτοπούλα" του Γιώργου Μπάτη, σταθήκαμε "Απόψε Σιωπηλοί" μνημονεύοντας ξανά τον μέγα Νίκο Παπάζογλου, απολαύσαμε μια έξοχη εκτέλεση στο "Θα Με Δικάσει" στο encore, όταν επί σκηνής ανέβηκε για λίγο και ο Παναγιώτης Τσεβάς, ο οποίος βρισκόταν με φιλική παρέα σε ένα από τα τραπέζια του UpStage.

«Θα πείτε μετά και στους φίλους σας να έρθουν», είπε σε κάποιο σημείο αστειευόμενη η Μάρθα Φριντζήλα. Εγώ ωστόσο δεν αστειεύομαι καθόλου προτρέποντάς σας να πάτε οπωσδήποτε να τη δείτε. Ε, και ναι, να πάρετε και τους φίλους σας. 



27 Ιανουαρίου 2021

Ο Πασχάλης στο Κύτταρο - ανταπόκριση (2017)


Έναν μικρό χαμό προξένησε το Σάββατο 23 Ιανουαρίου ο Πασχάλης, εμφανιζόμενος στη γνωστή εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου "Στην Υγειά Μας". Όσοι παλιότεροι είχαν χρόνια να τον εντοπίσουν –όπως ο πατέρας μου, ας πούμε– εντυπωσιάστηκαν από το πόσο καλά κρατάει τη φωνή του και την ενεργητικότητά του (είναι 74 ετών, αισίως), ενώ ακόμα και νεότεροι του έβγαλαν το καπέλο με διάφορα πνευματώδη σχόλια στο Twitter, τύπου «Δεν ξέρω για εσάς αλλά οι γονείς μου εδώ και ώρα είναι σκασμένοι που ο Πασχάλης σ αυτή την ηλικία είναι έτσι».

Για όσους βέβαια δεν έχουμε πάψει να παρακολουθούμε τι κάνει ο Πασχάλης, οι παραπάνω επιδόσεις δεν αποτελούν έκπληξη. Προσωπικά, μάλιστα, κυνηγούσα καιρό να τον δω σε ζωντανή δράση κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας και όλο κάτι τύχαινε και δεν γινόταν. Τα κατάφερα τελικά στις 8 Απριλίου του 2017, όταν έπαιξε στο Κύτταρο, υπερβαίνοντας το άνισο του προγράμματος, το οποίο εξελίχθηκε σε ξέφρενο πάρτυ που κράτησε (παρακαλώ) ως τις 3 παρά τα ξημερώματα. Τις εντυπώσεις μου τις κατέγραψα τότε σε μια ανταπόκριση που δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

Να πούμε ασφαλώς, στο σημείο αυτό, ότι ο Πασχάλης δεν εμφανίστηκε έτσι στα ξεκούδουνα στο "Στην Υγειά Μας", καθώς έχει επιστρέψει δισκογραφικά με ένα φρέσκο τραγούδι ονόματι "Ή Εσύ Ή Εγώ" –σε μουσική της κόρης του Ζηνοβίας Αρβανιτίδη και σε στίχους δικούς του. Έχει μάλιστα και βιντεοκλίπ, το οποίο βρίσκεται εύκολα στο YouTube.

* οι φωτογραφίες από τη βραδιά στο Κύτταρο είναι του Θάνου Λαΐνα


Παρότι κυνηγούσα καιρό να δω τον Πασχάλη Αρβανιτίδη, έφτασα στο Κύτταρο με μετριασμένο τον πήχη των φιλοδοξιών και έχοντας παρεξηγήσει ορισμένα πράγματα. Είχα βάλει δηλαδή μια «οροφή» στο τι περίμενα από έναν τραγουδιστή ο οποίος τα έχει πια πατήσει τα 70, ενώ είχα μείνει παράλληλα με την εντύπωση ότι θα έβλεπα μια συναυλία. Σε καμία περίπτωση δεν υπολόγισα πως θα βρισκόμουν εκεί μέχρι τις 3 παρά το πρωί, παρακολουθώντας ένα φουλ πρόγραμμα –για το οποίο είχαν μάλιστα εγκατασταθεί και τραπεζάκια στο ιστορικό λαϊβάδικο της Ηπείρου & Αχαρνών– και ότι θα μου έπεφτε το σαγόνι με την απόδοση του Πασχάλη. 

Παίρνοντας τα πράγματα με μια σειρά, τη βραδιά άνοιξε ο Stelios Mac (κατά κόσμον Στέλιος Μακρυπλίδης), ο ηλεκτρικός δηλαδή κιθαρίστας της μπάντας του Πασχάλη. Στη συνέχεια θα γινόταν εξαιρετικά αντιληπτό γιατί κατέχει το πόστο –είναι πράγματι ένας πολύ καταρτισμένος μουσικός, με δυναμικό παίξιμο, μα και με στιβαρή σκηνική παρουσία– αλλά εκεί στην αρχή του προγράμματος ομολογώ ότι με κούρασε. Αν και διάλεξε καλά τραγούδια από τη δεξαμενή των διεθνών ποπ/ροκ επιτυχιών της δεκαετίας του 1980, τα υπερασπίστηκε ερμηνευτικά με ένα στυλ που προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ Elvis Presley, Bruce Springsteen και Michael Bolton. Ακούγεται άσχημο αυτό που θα πω, μα μου θύμισε επαρχιώτη ροκά περασμένων δεκαετιών.

Ο Πασχάλης βγήκε αθόρυβα στη σκηνή και μπήκε κατευθείαν στο «ψητό». Μέχρι δε να τελειώσει το πρώτο μισό της εμφάνισης και να αποσυρθεί για ένα διάλειμμα, είχε ήδη ξετρελάνει όλο το Κύτταρο, ρίχνοντας τη μία επιτυχία πίσω από την άλλη, τόσο από τα χρόνια των Olympians (ο πρώτος χαμός έγινε άλλωστε μόλις ακούστηκε ο "Τρόπος"), όσο και από εκείνα της προσωπικής του διαδρομής κατόπιν. Στην αρχή η φωνή του χρειάστηκε ένα κάποιο ζέσταμα, ήδη όμως στη δεύτερη/τρίτη επιλογή του set είχε βρει την πλήρη φόρμα της. Κι αυτό, σε συνδυασμό με το κέφι του, τα άρτια παιξίματα των μουσικών του και τον δεδομένο αντίκτυπο τραγουδιών σαν τα "Παραδώσου Λοιπόν", "Το Κορίτσι Του Μάη", "Τζοάνα", "Κόπα Καμπάνα", "Ο Αλέξης", "Αν Μια Μέρα Σε Χάσω", "Μάθημα Σολφέζ", "Στο Μπαράκι" και "Κατερίνα Κατερινάκι", δεν άργησαν να δημιουργήσουν γενικό ξεσηκωμό: κάθε παρέα από τους καθισμένους τραγουδούσε ενθουσιωδώς, κάθε παρέα από τους όρθιους το έριξε στον χορό. 

Ήταν φοβερός ο Πασχάλης το Σάββατο στο Κύττταρο. Σε τέτοιον βαθμό, ώστε αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε αν παίζει playback. Κάποια όμως μικρολαθάκια εδώ, κάποιες μικροαλλαγές εκεί, πρόδιδαν το «ζωντανό» του όλου πράγματος, αφήνοντάς μας εντυπωσιασμένους για την άνεση μα και την έκταση της φωνής του. Όταν μάλιστα είπε το "Μου Χρωστάς Μια Καληνύχτα" –ένα από τα λιγότερο γνωστά τραγούδια του, από τη δισκογραφία του στα 1990s– έμεινα σέκος: το είπε σχεδόν όπως το θυμάμαι, με τη φωνή του να ακούγεται αναλλοίωτη σε αυτά τα 20καιβάλε χρόνια τα οποία έχουν μεσολαβήσει. Μία ακόμα ιδιαίτερη στιγμή σημειώθηκε όταν έφτασε η ώρα για το "Οι Καταπληκτικοί"· ελλείψει της κόρης του, με την οποία το πρωτοτραγούδησε, ανέβηκε στη σκηνή μία κοπέλα από το κοινό, παίρνοντας το μικρόφωνο και τον ρόλο εκείνης. Το ηχηρό χειροκρότημα, της άξιζε πέρα για πέρα.


Το διάλειμμα δυστυχώς έριξε τους τόνους, καθώς το γέμισε ένα μακροσκελές δεύτερο set του Stelios Mac (βλέπε φωτογραφία άνωθεν), βασισμένο στη συνταγή της έναρξης. Μπορεί ο Πασχάλης να εντάχθηκε οργανικά σε όλο αυτό όταν επέστρεψε, αναλαμβάνοντας τα ηνία για μια αναφορά σε αθάνατες ροκ εν ρολ επιτυχίες ("Rock Around The Clock" και τα σχετικά), αλλά κάπου εκεί το πράγμα άρχισε να ξεχειλώνει. 

Μια από καρδιάς ερμηνεία στο "House Of The Rising Sun" μας εντυπωσίασε ξανά, όμως η προαναφερθείσα αίσθηση παρέμεινε κι έγινε μάλιστα ακόμα πιο έντονη όταν ανέβηκε στη σκηνή η Πωλίνα, ως έκτακτη καλεσμένη, μιας και βρισκόταν πρώτο τραπέζι πίστα με την παρέα της. Διάλεξε να πει τα "Push Ups" –ενώ έχει καλύτερα τραγούδια– και μετά έμεινε κάμποσο εκεί πάνω, σε όλο το πέρασμα που έκανε ο Πασχάλης από 1980s επιτυχίες άλλων ποπ συναδέλφων ("Ορκίσου", "Στοιχηματίζω", "Δικός Σου Για Πάντα" κτλ.). Τίποτα ωστόσο από αυτά δεν πρόσφερε φρέσκο αέρα στο πρόγραμμα: οι εκτελέσεις ήχησαν λίγο διεκπεραιωτικές και η Πωλίνα διέθετε μεν το γνωστό της μπρίο, μα δεν συμμετείχε και ιδιαίτερα στα φωνητικά, καταλήγοντας έτσι λίγο διακοσμητική. 

Αν και η πλειονότητα του κόσμου εξακολούθησε να περνάει καλά (και να το δείχνει), το set ζωντάνευε πραγματικά μόνο όταν ο Πασχάλης επέστρεφε σε δικά του κομμάτια σαν το "Φύγε Σε Παρακαλώ", το τρυφερό "Πες Το Πάλι Αγάπη Μου" ή τα "Ουρανέ Που Περνάς", "Πώς" και "Το Τραγούδι Μου". Η ισορροπία αποδείχθηκε λοιπόν εύθραυστη. Οι εντυπώσεις κερδήθηκαν από τον ενεργητικό τρόπο με τον οποίον ο Πασχάλης κατέβηκε από τη σκηνή, περνώντας από πραγματικά κάθε παρέα όρθιων και καθήμενων με το μικρόφωνό του, μα χάθηκαν στο σημείο που άρχισε να λέει ελαφρολαϊκές επιτυχίες συνδεδεμένες με τον Γιάννη Πουλόπουλο, σαν το "Άγαλμα" ή το "Μέθυσε Απόψε Το Κορίτσι Μου". Δεν ήταν ότι τα είπε άσχημα αυτά τα τραγούδια, όμως ήχησαν κάπως σαν ξένο σώμα. Σαν κάτι δηλαδή που χρησίμευε για να επιμηκύνει χρονικά το πρόγραμμα και να ταιριάξει στην αισθητική μιας περίστασης με τραπεζάκια, φιάλες κρασιού και φρούτα. 

Το φινάλε, πάντως, μας βρήκε όλους όρθιους, να χειροκροτούμε τη δεύτερη εκτέλεση του "Παραδώσου Λοιπόν" και να βγάζουμε το καπέλο στον αειθαλή Πασχάλη. Η βραδιά παραμένει μάλιστα πολύ ζωντανή στη μνήμη μου ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές –έστω και με το παράπονο ότι δεν μας είπε ούτε την "Προϋπηρεσία", ούτε τη "Λόλα". Ίσως την επόμενη φορά;



25 Ιανουαρίου 2021

Αγγελική Κονιτοπούλου - συνέντευξη (2009)


Η συνέντευξη με τη Στέλλα Κονιτοπούλου (εδώ), άνοιξε τον δρόμο και για μια συνάντηση με τη μητέρα της Αγγελική Κονιτοπούλου, με την επικαιρότητα του 2009 να δίνει την κατάλληλη αφορμή, καθώς τότε κυκλοφόρησε τον δίσκο Γαλάζια Θάλασσα στη General Music –το Discogs δεν τον έχει, αλλά υπάρχει και ίσως να ήταν ο τελευταίος της μέχρι σήμερα.

Από τις σημαίνουσες κυρίες του νησιώτικου ρεπερτορίου, με υποδέχτηκε στο σπίτι της στο Γαλάτσι με καφέ και γλυκίσματα και κουβεντιάσαμε αρκετή ώρα· εφ' όλης της ύλης, όπως λέμε, αφού ξετύλιξε πολλές μνήμες, τόσο από τη δική της διαδρομή, όσο και από αυτήν της διάσημης οικογένειάς της. 

Μεταξύ πολλών άλλων, ας πούμε, η Αγγελική Κονιτοπούλου μου περιέγραψε τα παλιά πανηγύρια στη Νάξο που μπορεί να κρατούσαν 2 ή 3 μέρες, το πώς άλλαξε ο Γιάννης Πάριος τα πράγματα για το νησιώτικο τραγούδι στη δεκαετία του 1980, ενώ ανέφερε και κάτι πολύ ενδιαφέρον, ότι τα συρτά και οι μπάλλοι έφτασαν στη Νάξο από τη Σμύρνη, μετά την Καταστροφή του 1922. Μιλήσαμε βέβαια και για τον πατέρα της Μιχάλη Κονιτόπουλο –ο οποίος στην αρχή δεν ήθελε με τίποτα να γίνει κι εκείνη τραγουδίστρια– για τη μητέρα της Μαρία Φυρογένη και για τον αδερφό της Γιώργο Κονιτόπουλο. 

Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* Οι φωτογραφίες βγήκαν με επιμέλεια από τα άλμπουμ της ίδιας της Αγγελικής Κονιτοπούλου και σκαναρίστηκαν για να συνοδεύουν το δημοσίευμα, πριν επιστρέψουν στη θέση τους


Επιστρέψατε με τη Γαλάζια Θάλασσα, μέσα στο 2009. Έναν δίσκο-οικογενειακή υπόθεση, έτσι δεν είναι;

Ναι, όντως, είναι το πιο φρέσκο μου, ας το πούμε, CD και αποτελεί πράγματι υπόθεση οικογενειακή. Ο γιος μου ο Βασίλης ο Κλουβάτος έχει γράψει τη μουσική και στα περισσότερα τραγούδια οι στίχοι γράφτηκαν από τη νύφη μου, την Άννα Κουτουμάνου. Στο ομώνυμο όμως τραγούδι έγραψε τα λόγια ο Στέλιος ο Μπικάκης, ενώ στα "Καραβάκι Στο Αιγαίο" και "Σε Βαρέθηκα" είχα την τιμή να μου δώσει στίχους ο Γιάννης ο Πάριος. 

Υπάρχουν επίσης δύο τραγούδια του μακαρίτη του αδερφού μου, του Γιώργου του Κονιτόπουλου, ενώ την ενορχήστρωση έχει κάνει ο άλλος μου αδερφός, ο Βαγγέλης. Άλλωστε στο στούντιο το δικό του –το Γαλάζιο– την ηχογραφήσαμε τη δουλειά, με τον ίδιο να παίζει το λαούτο μα και μπάσο και τον Βασίλη, όπως συνήθως, στο βιολί. 

Το έχετε κυκλοφορήσει στη General Music. Με βάση την εμπειρία σας, συμμερίζεστε αυτό που λένε ότι οι μικρές εταιρείες έχουν μια ζεστασιά στις σχέσεις τους με τους καλλιτέχνες, συγκριτικά με τις μεγάλες;  

Υπάρχει μια τέτοια ζεστασιά. Σου δίνεται ένα θάρρος, μιλάς πιο εύκολα ας πούμε με τον παραγωγό. Στις πιο μεγάλες εταιρείες λίγο το σκέφτεσαι...


Θυμάστε αλήθεια πώς και πότε ξεκινήσατε το τραγούδι; 

Α, από την κούνια μου τραγούδαγα! Είχα έναν πατέρα, τον Μιχάλη τον Κονιτόπουλο –«Μωρό» τον φωνάζανε (βλέπε φωτογραφία άνωθεν)– ο οποίος έπαιζε φοβερό βιολί και τον άκουγα να παίζει και να μελετάει μέσα στο σπίτι μας στη Νάξο από μικρό κοριτσάκι. 

Τη μέρα του Χριστού του Σωτήρος με πήρε για πρώτη φορά κοντά του σε πανηγύρι, ήμουν 12 χρονών. Αυτό στάθηκε το επαγγελματικό μου ξεκίνημα. Πηγαίναμε με τα πόδια, είχε ένα γαϊδουράκι –Ζέππο το φώναζε– και στη μισή διαδρομή έβαζε εμένα πάνω, στη μισή καθόταν εκείνος. Ήταν δύσκολα τα πανηγύρια τότε: απ' όταν 'βγαίναν οι άνθρωποι από την εκκλησία μπορούσαν να κρατήσουν δύο, καμιά φορά και τρεις μέρες. 

Καθώς έμεινα στη Νάξο ως τα 25 μου, έμαθα κοντά στον πατέρα μου τα πάντα από παραδοσιακό ρεπερτόριο –τους μπάλλους, τα συρτά, τα καλαματιανά, τα τσάμικα. Στα πανηγύρια προπορευόταν το νησιώτικο, όμως παίζαμε κι άλλα τραγούδια, παλιά, όμορφα λαϊκά. Ακόμα θυμάμαι όταν πηγαίναμε στο Φιλώτι, στους πρόποδες του Ζα, της Παναγίας και την επομένη, ότι ο συχωρεμένος ο πατέρας μου έπαιζε το "Αφού Το Θες" του Μανώλη Χιώτη με τη Μαίρη Λίντα.

Αλήθεια, σκεφτήκατε ποτέ να δοκιμάσετε τη φωνή σας και εκτός παραδοσιακού υλικού στη δισκογραφία;

Δεν το θέλησα. Μου αρέσουν κι άλλα πράγματα, όμως στο στοιχείο μου αισθάνομαι με τα νησιώτικα. Όχι από σνομπισμό, όπως σου είπα λέγαμε και λαϊκά τραγούδια στα πανηγύρια με τον πατέρα, π.χ. του Χιώτη, του Τσιτσάνη του Περπινιάδη και άλλων –με τον Περπινιάδη, μάλιστα, δουλέψαμε αργότερα και μαζί, στη Λάμψη. Και αγαπώ πολύ και τον Στέλιο τον Καζαντζίδη, δακρύζω όταν τον ακούω. Από τις τραγουδίστριες, έχω αδυναμία στη Μαρίκα Νίνου.

Ο πατέρας του πατέρα σας έπαιζε κι εκείνος το βιολί;

Ναι, βιολιστής κι εκείνος! Γιώργος Κονιτόπουλος ονομαζόταν, όμως δεν τον πρόλαβα ως παιδί. Από αυτόν έμαθε ο πατέρας μου να παίζει, αλλά δεν ξέρω τι τραγούδια έλεγε. Γιατί όσα έπαιζε ο πατέρας μου, μπάλλους, συρτά και τέτοια, τα είχε μάθει από τα αδέρφια του, τα οποία τα έφεραν από την περιοχή της Σμύρνης –όταν είχαν πάει εκεί να υπηρετήσουν, στην Καταστροφή. Είχα ακούσει πάντως ότι ήταν καλός βιολιστής· όμως ακόμα καλύτερη λέγανε πως ήταν η γυναίκα του, η Ειρήνη, στο τραγούδι.


Τραγουδούσε πάντως και η δική σας μητέρα, η Μαρία η Φυρογένη, σωστά;

Βέβαια! Ήταν καταπληκτική τραγουδίστρια η μάνα μου (βλέπε φωτογραφία άνωθεν). Και δυνατή γυναίκα: δώδεκα γέννες είχε κάνει, δεν της έζησαν όμως όλα. Προερχόταν άλλωστε κι εκείνη από μουσική οικογένεια –ο αδερφός της ο Δημήτρης έπαιζε λαούτο και ο πατέρας της τσαμπούνα. Δεν τον πρόλαβα δυστυχώς ούτε αυτόν τον παππού μου… 

Εκείνες πάντως οι γενιές ήταν άνθρωποι αβάρετοι, ακούραστοι, σεμνοί. Και ηθικοί· σου μιλάγανε την αλήθεια, τα εννοούσαν όσα έλεγαν. Τις αρχές αυτές προσπάθησα να τις περάσω και στα δικά μου παιδιά, στον Βασίλη, στη Στέλλα και στη Μαρία. Και πιστεύω τις έχουν πάρει, δόξα τω θεώ. Έχουν πάρει και την καλλιτεχνική μου φύση! (γελάει) Η Στέλλα ειδικά έχει τη φωνή τη δική μου, το καταλαβαίνεις στο μέταλλο. Ο Βασίλης ακολούθησε την παράδοση των Κονιτοπουλαίων στο βιολί. Η Μαρία μπορεί να μην έγινε τραγουδίστρια, όμως τραγουδούσε μαζί μας όσο ήταν ελεύθερη –μετά δίδασκε παραδοσιακούς χορούς. Όση δύναμη είχε η Στέλλα στη φωνή, τόση είχε και η Μαρία στα πόδια. 

Αλλά και για τα τέσσερα εγγόνια μου είμαι ξέρεις περήφανη, όχι μόνο για τα παιδιά μου. Η κόρη μάλιστα της Στέλλας, που έχει το όνομά μου, παίζει πιάνο κι έχει τραγουδήσει και με τη μάνα της σε δίσκο, έχουν πει παρέα το "Σαν Νησάκι". Έχει και η Μαρία μια Αγγελικούλα, ο δε Βασίλης έχει δύο αγόρια.

Και η φωνή σας πώς καταγράφηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία στο “Με Γιάντα Την Τραγιάσκα Σου”, εφόσον μείνατε στη Νάξο ως τα 25 σας, όπως μου είπατε; Δεν ήσασταν μικρότερη όταν ηχογραφήθηκε; 

Ήμουν! Με κάλεσε τότε ο αδερφός μου ο Γιώργος να πάω στην Αθήνα και να ηχογραφήσω κοντά του. Έμενα στο χωριό όμως, ήρθα αποκλειστικά γι' αυτό και ξαναγύρισα. Ήμουν μάλιστα και 8 μηνών έγκυος στη Στέλλα τότε! Στο δε στούντιο δεν ξέρανε αρχικά τι να κάνουν με τη φωνή μου, έβγαινε πολύ δυνατή. Είχα βλέπεις συνηθίσει να τραγουδάω χωρίς μικρόφωνα στα πανηγύρια, δυνατά. Ενώ μέσα στο στούντιο ήθελε πιο απαλά. Τα 'χασε τότε ο παραγωγός θυμάμαι και τοποθέτησε το μικρόφωνο σε κάποια απόσταση για να μπορέσει να πάρει τη φωνή μου κανονικά. 

Μου κάνει όμως εντύπωση... Ο πατέρας σας δέχτηκε έτσι αδιαμαρτύρητα να γίνετε επαγγελματίας τραγουδίστρια;  

Α, όχι! Κάθε άλλο! Ο πατέρας μου αρχικά δεν το δεχόταν με τίποτα να γίνω τραγουδίστρια. Και με έβαλε μάλιστα να μάθω μοδίστρα. Κι έμαθα. Αλλά έλα που ο νους μου βρισκόταν στο τραγούδι… Το 'θελα πάρα πολύ. Ήθελα μάλιστα να μάθω και βιολί και με υποστήριζε και η μάνα μου, όμως σε αυτό στάθηκε αμετακίνητος: όσο κι αν του ζήταγα να μου δείξει, μου απαντούσε ότι οι γυναίκες δεν μαθαίνουν βιολί. Είχαν άλλα μυαλά τότε… 

Τελικά ο πατέρας μου όχι μόνο το δέχτηκε να γίνω τραγουδίστρια, μα γίναμε και αχώριστοι στα πανηγύρια, όπως σου 'πα. Σαν μεγάλωσε μάλιστα κι εγώ είχα πια παντρευτεί και είχα και τρία μωρά στην αγκαλιά, φαγώθηκε να πάω στην Αθήνα. Πού θα πάω του έλεγα, δεν έχω τίποτα εκεί! «Μια φωνή είναι η αδερφή σου η Ειρήνη και μια εσύ», μου έλεγε, «η καθεμιά σας έχει κάτι άλλο, άμα μείνεις στη Νάξο δεν θα ακουστείς». Τι εξέλιξη, για εκείνον που δεν ήθελε να γίνω τραγουδίστρια… 

Και με έπεισε, ήρθε μάλιστα μαζί μου στην Αθήνα και πήγαμε σε ένα κέντρο ονόματι Κεραυνός, στο τέρμα Γαλατσίου. Τα άλλα μου αδέρφια –ο Γιώργος, η Ειρήνη κι ο Βαγγέλης– βρίσκονταν ήδη στην Αθήνα, αλλά δουλεύανε σε διαφορετικό κέντρο, στο Σιντριβάνι. Όμως η κακιά η τύχη το θέλησε έτσι ώστε να πεθάνει μέσα σε 4 ή 5 μήνες. Δεν ήξερα τι να κάνω, ήταν το στήριγμά μου. Όμως ο Γιώργος μου είπε τότε «είμαι εγώ εδώ». Κι έτσι με πήρε στο δικό του το συγκρότημα...

Αλλά κι εσείς, όταν έφτασε η ώρα να σας πει η Στέλλα ότι ήθελε να γίνει τραγουδίστρια, ξέρω ότι δεν ήσασταν και πολύ θετική…

Είναι αλήθεια, δεν το ήθελα. Όσο κι αν χαιρόμουν το τραγούδι, ως μάνα έβλεπα τότε μόνο την κούραση από τα πανηγύρια, από τα κέντρα και από το παράλληλο μεγάλωμα των παιδιών. Σαν μάνα, ξέρεις, βλέπεις αλλιώς την πραγματικότητα για σένα κι αλλιώς για το παιδί σου. Ήθελα έτσι να σπουδάσει, γιατί επρόκειτο για έξυπνο παιδί: τα έπαιρνε τα γράμματα κι είχε ανησυχίες. 

Όμως στο Μουράγιο –το δικό μας κέντρο, όπου εμφανιζόμασταν όλη η οικογένεια– η Στέλλα, μικρό κορίτσι ακόμα, βγήκε μια μέρα στη σκηνή ενόσω βρισκόμουν στην κουζίνα. Όταν το κατάλαβα ανέβηκα προς τα πάνω, δυο-δυο τα ανέβαινα τα σκαλιά θυμάμαι. Στάθηκα πίσω από τις κουρτίνες και της έγνεφα απειλητικά. Μόλις τελείωσε όμως κι έπεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά μου, έκανα πίσω. Της έδωσα λοιπόν την ευχή μου και της είπα «καλορίζικη». Και πόσο περήφανη να ’ξερες είμαι τώρα, που έχει γίνει η τραγουδίστρια η οποία είναι…

Από όταν ήρθατε στην Αθήνα, γνωρίσατε πάντως μεγάλες δόξες. Κι εσείς, αλλά και ως οικογένεια. Γίνατε ίσως η πιο αναγνωρίσιμη μουσική οικογένεια στην Ελλάδα...

Μεγάλες δόξες, όπως τα λες. Γνωρίσαμε μεγάλες επιτυχίες. Δεν έχω παράπονο, τραγούδησα σε πολλά κέντρα και συνεργάστηκα με τόσους και τόσους τραγουδιστές. Και ως οικογένεια υπήρχε διάστημα όταν βγαίναμε κάθε εβδομάδα στην τηλεόραση, στην ΥΕΝΕΔ τότε, με τις παραδοσιακές μας στολές. Κάναμε και εταιρεία, δώδεκα χρόνια την κρατήσαμε, ανοίξαμε και το Μουράγιο, το 1979. 

Τότε άρχισε το νησιώτικο τραγούδι να ακούγεται και ευρύτερα στην Ελλάδα; 

Όχι ακριβώς. Τα πράγματα τα άλλαξε ο Γιάννης ο Πάριος, με τον πρώτο του δίσκο με νησιώτικα. Είχε έρθει τότε σε μας για να συνεργαστούμε, «στην πηγή», όπως μας έλεγε! (γελάει) Και έπαιξε ο Γιώργος βιολί, έκανε ο Βαγγέλης την ενορχήστρωση και η Στέλλα κι εγώ αναλάβαμε τα φωνητικά. 

Δεν είναι βέβαια ότι ο κόσμος δεν άκουγε νησιώτικα ως τότε. Αλλά ο Πάριος τα έβαλε και στα σαλόνια. Η δική του απήχηση βλέπεις ήταν πολύ μεγαλύτερη, δεν γίνεται να μην το αναγνωρίσουμε αυτό. Τον Πάριο δεν τον άκουγαν μόνο στα λαϊκά σπίτια. Ήταν πιο εύκολα τότε και υπήρχαν γενικά και περισσότερες δουλειές. Ύστερα άλλαξαν τα πράγματα...


Πότε άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα και γιατί; 

Τα βρήκα δύσκολα όταν πέθανε ο αδερφός μου ο Γιώργος, το 1991 (βλέπε φωτογραφία άνωθεν). Βλέπεις, από τα παραδοσιακά όργανα εγώ αγαπώ περισσότερο από όλα το βιολί, ίσως γιατί μεγάλωσα με αυτό. 

Όταν πέθανε λοιπόν ο Γιώργος, αντιμετώπισα μεγάλο πρόβλημα. Παίρναμε το ένα βιολί πίσω από το άλλο, δεν έβρισκα κάτι της προκοπής. Στη σκηνή φυσικά δεν γινόταν να εκφράσεις τέτοια συναισθήματα, όμως στα καμαρίνια των κέντρων όπου εμφανιζόμουν τότε ήμουν να σκάσω: δεν άκουγα πουθενά εκείνον τον γνήσιο ήχο του νησιού μου, με τον οποίον είχα ποτιστεί μια ζωή. Μου στοίχισε πολύ εκείνη η μέθοδος δουλειάς, σαν κασέτα εργαζόμασταν. 

Ευτυχώς τη λύση έδωσε ο γιος μου ο Βασίλης, που αποδείχθηκε παιδί του παππού του και του θείου του στο βιολί. Όμως και από άποψη τραγουδιών άλλαξαν τα πράγματα, αφού χάθηκε ο Γιώργος. Μου έδωσε όμως κατόπιν τραγούδια ο άλλος μου ο αδερφός, ο Βαγγέλης –όπως το "Νάξο Μου Αγαπημένη", το οποίο κι έγινε κάτι σαν εθνικός ύμνος για τη Νάξο. Κατόπιν με παρέλαβε ο Βασίλης, που γράφει σε νεότερο ύφος. 

Ναι, γράφει στο λεγόμενο νεοδημοτικό ύφος. Αλλά δεν πρέπει η παράδοση να βρίσκει τρόπους να ανανεώνεται, προκειμένου να παραμείνει ζωντανή; 

Ασφαλώς και πρέπει να ανανεώνεται! Πάντα θα τραγουδάμε το "Ωραία Που 'Ναι Την Αυγή", το "Αρμενάκι" και τον "Μπάλλο" σε ρε ματζόρε. Μην λέμε ψέματα, πρόκειται για τραγούδια που έμειναν κλασικά. Όμως δεν γίνεται να λογιέσαι για καλλιτέχνης και να μην ανανεώνεσαι. Πρέπει να σε απασχολεί και το πώς θα φρεσκάρεις το ρεπερτόριό σου, όχι μόνο πώς θα λες τα παλιά. Ο Βασίλης λοιπόν γράφει τραγούδια πιο σημερινά, αλλά χωρίς να ξεφεύγει από το παραδοσιακό πλαίσιο με το βιολί και το λαούτο. 

Δεν το τηρούν όμως όλοι αυτό… Με τι διαφωνείτε εσείς στα νεοδημοτικά;

Με αυτές τις τεράστιες ορχήστρες και την ένταση στα κέντρα δεν πολυσυμφωνώ. Εμένα προσωπικά με έχει κουράσει. Επίσης, ονόματα ας μην πω, όμως υπάρχουν πολλοί οι οποίοι το νερώσανε το νησιώτικο. Κάποιοι κάνουνε τους παραδοσιακούς και μόνο παραδοσιακοί δεν είναι στην πραγματικότητα. 

Από μελλοντικά σχέδια; Τι έχετε στα σκαριά;

Μου έχει λείψει να πω ξανά τραγούδια παραδοσιακά. Γι' αυτό και λέω να κάνω τώρα ένα άλμπουμ μόνο με τέτοιο υλικό. Και θα δούμε πώς θα τα πάει… Θα κάνω όπως και να 'χει κι άλλη δισκογραφία, όσο αντέχω θα κάνω. Υγεία να υπάρχει… Πάντως προέχει ένας δίσκος που θα κάνει ο Βασίλης, με οργανικές συνθέσεις, όσες υπάρχουν από τον παππού του. Θα έχει και λίγα τραγούδια, τα οποία θα πω εγώ και η Στέλλα.



21 Ιανουαρίου 2021

Στέλλα Κονιτοπούλου - συνέντευξη (2009)


Είχε δεν είχε φθινοπωριάσει πίσω στο 2009, όταν κλείσαμε ραντεβού με τη Στέλλα Κονιτοπούλου για καφέ και συζήτηση. Σε προηγούμενα χρόνια ίσως δεν ήταν τόσο εύκολο κάτι τέτοιο, γιατί τα στεγανά μεταξύ των μουσικών ειδών ήταν ισχυρότερα και ο Τύπος που εκπροσωπούσα εγώ τότε είχε ακόμα το σουξέ "Τα Σφάλματά Σου Πέλαγα" (1994) στις λεγόμενες «ένοχες απολαύσεις». Το 2009, όμως, ήταν μια διαφορετική εποχή, ενώ και η ίδια η Κονιτοπούλου βρισκόταν σε μια καινούρια καμπή της πορείας της στο νησιώτικο τραγούδι, έχοντας κυκλοφορήσει δύο από τους ωραιότερους παραδοσιακούς δίσκους που ακούσαμε στον 21ο αιώνα –το ...Και Εις Έτη Πολλά: Κάλαντα Από Τα Ελληνικά Νησιά (2008) και το Παραδοσιακά Τραγούδια Του Γάμου Από Όλη Την Ελλάδα (2009).

Η κουβέντα μας κύλησε για αρκετή ώρα, στην οποία είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι η Στέλλα Κονιτοπούλου δεν είναι μόνο μια καλή τραγουδίστρια, αλλά κι ένας άνθρωπος με ποιότητα και ευγένεια, που δεν κουβαλά κανένα τουπέ· κι ας υπήρξε όνομα στα κραταιά νυχτερινά κέντρα μιας παλιότερης (πλέον) Ελλάδας. Είχα μάλιστα την ευκαιρία να τα διαπιστώσω όλα αυτά και σε μετέπειτα χρόνια, σε διάφορες περιστάσεις στις οποίες ξαναβρεθήκαμε, επίσημα αλλά και ανεπίσημα. Έχω μάλιστα να το λέω, ότι είναι ανάμεσα στους ελάχιστους καλλιτέχνες που κάποτε τηλεφώνησε για να με ευχαριστήσει για κριτική δίσκου της που δεν ήταν θετική. Όλοι όσοι έχουμε γράψει κριτικές για εγχώρια ονόματα ξέρουμε τι σημαίνει αυτό. 

Την αφορμή για να ξαναθυμηθώ τα παραπάνω την έδωσε η ίδια επικαιρότητα της δύσκολης καμπής μεταξύ 2020 και 2021, καθώς η Στέλλα Κονιτοπούλου αναδραστηριοποιείται κυκλοφορώντας μεμονωμένα τραγούδια. Ως τώρα έχουν εμφανιστεί πέντε: "Μια λέξη Πέντε Γράμματα" σε συνεργασία με τον Στέλιο Μπικάκη, "Ήταν Λες Και Πάγωσε Ο Χρόνος", "Αιγαίο", "Ιθάκη" και "Νόρα Η Φάλαινα" (παιδικό άσμα αυτό, από τη Heaven Music Kids).

Πίσω στο 2009, η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε στο τότε Avopolis Greek –αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Στάθηκε μάλιστα αφορμή για να έρθει και στο ράδιο, στην πρώτη εκδοχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς που είχαμε εκείνα τα χρόνια στο Κόκκινο με τον Στυλιανό Τζιρίτα, μαζί με τη μητέρα της Αγγελική Κονιτοπούλου, επίσης «κεφάλαιο» για το νησιώτικο ρεπερτόριο. Δυστυχώς, όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα κόπια εκείνης της εκπομπής. Υπάρχει ωστόσο μια χωριστή συνέντευξη με την Αγγελική Κονιτοπούλου, η οποία θα εμφανιστεί κι αυτή σύντομα στο παρόν ιστολόγιο. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που έδωσε στον Τύπο η Lyra, ως promo για την έκδοση του άλμπουμ Παραδοσιακά Τραγούδια Του Γάμου Από Όλη Την Ελλάδα


Νέος δίσκος λοιπόν, διπλός μάλιστα, με παραδοσιακά τραγούδια του γάμου...

Είναι ο 26ος μου, προσωπικός! Τον σκεφτόμουν πολλά χρόνια να τον κάνω αυτόν τον δίσκο, αλλά περίμενα την κατάλληλη στιγμή. Όταν λοιπόν πέρυσι τον Νοέμβριο πήγα στη Lyra για να κάνουμε το Εις Έτη Πολλά, με τα κάλαντα, άνοιξε ένας καινούργιος κύκλος, πιο επικεντρωμένος στα παραδοσιακά. 

Ομολογώ βέβαια ότι αρκετά από τα τραγούδια του δίσκου δεν τα γνώριζα –δεν είχα ασχοληθεί π.χ. με τα της Κρήτης, των παραλίων της Μικράς Ασίας ή των Δωδεκανήσων. Έτσι, όταν έγινε η επιλογή, ξετρελάθηκα από τις τόσες ωραίες μουσικές που άκουσα. Κι ας ήταν πολλές από τις ηχογραφήσεις παλιές, με τόσο φθαρμένο πια ήχο ώστε να μην ξεχωρίζεις μερικές φορές τα λόγια. Κάποια μάλιστα από τα τραγούδια που ακούς στο CD δεν είχαν ξαναειπωθεί στη δισκογραφία, μετά την εποχή των 78 στροφών –αυτό της Ίμβρου, ας πούμε. Ευτυχώς ο Βασίλης ο Οικονόμου, ο μουσικός σύμβουλος του άλμπουμ, μου έφερνε γραμμένους τους στίχους! 

Νιώθω περήφανη για την ολοκλήρωση αυτού του CD, ήταν για μένα μια συγκινητική διαδικασία, γεμάτη επίσης με τις όμορφες στιγμές που περάσαμε στο στούντιο με τους μουσικούς και με όσους συμμετείχαν.

Σε έχει απασχολήσει η πιθανή εμπορική τύχη ενός τέτοιου δίσκου;

Ξέρω ότι μπορεί να μην ενθουσιάσει και τόσο –άλλωστε ο Τύπος δεν πολυασχολείται με τα παραδοσιακά. Εγώ πάντως νιώθω ότι και με τα κάλαντα και με τα τραγούδια του γάμου έχω κάνει ένα σημαντικό βήμα στην καριέρα μου. Κατά μία έννοια, αισθάνομαι ότι το χρωστούσα. Γιατί το παραδοσιακό τραγούδι είναι πια πολύ παραμελημένο, ενώ κρύβει μεγάλο πλούτο. Μόνο η Δόμνα Σαμίου έχει μείνει να προσπαθεί. Τη θαυμάζω πολύ αυτή τη γυναίκα και μακάρι να μπορούσα να πλησιάσω στα βήματά της. 

Δεν θα μείνω πάντως σε αυτούς τους δύο δίσκους, έχω κι άλλες ιδέες στο μυαλό μου για πράγματα που θέλω να κάνω γύρω από την παράδοση.

Μου έκανε εντύπωση η προσπάθεια να μπουν τραγούδια στον δίσκο όχι μόνο από τις πιο γνωστές (μουσικά) περιοχές της Ελλάδας, αλλά και από νησιά σαν την Ίμβρο ή το Καστελόριζο, η παράδοση των οποίων δεν πολυκαταγράφεται...

Μια που μου δίνεις την ευκαιρία, να πω ότι την επιλογή την έκανα η ίδια, όλων των κομματιών. Γιατί ξέρεις, αν δεν μου αρέσουν, αν δεν μου δίνουν κάτι, δεν μπορώ να τραγουδήσω. Ο Βασίλης ο Οικονόμου μου είχε φέρει πάρα πολλά: δέκα CD να φανταστείς, με είκοσι κομμάτια το καθένα, από κάθε περιοχή. 

Θέλω σε κάθε δουλειά που κάνω να υπάρχει το προσωπικό μου ύφος, αν παρατηρήσεις μάλιστα τους δίσκους μου θα δεις ότι κρατάω σε όλους την επιμέλεια παραγωγής. Και είμαι και ειλικρινής όταν δεν μου αρέσει κάτι, ακόμα κι αν μερικοί δεν το καταλαβαίνουν και ψυχραίνονται. Προτιμώ να τους μιλάω ευθέως, όπως έκανα π.χ. με τον Βασίλη στον δίσκο αυτόν, όταν μου έλεγε «μα καλά, δεν θα βάλεις εκείνο το τραγούδι;». 

Βέβαια υπήρξε σχεδιασμός και ως προς τη γεωγραφική εκπροσώπηση. Έκατσα δηλαδή με τον χάρτη της Ελλάδας μπροστά, για να μπουν στον δίσκο και τραγούδια από περιοχές όχι και τόσο διαφημισμένες, ώστε η αναφορά να είναι πιο γενική. Στο Καστελόριζο σκεφτόμουν μάλιστα να πάω φέτος, αλλά τελικά δεν μου δόθηκε η ευκαιρία.

Και την ορχήστρα δηλαδή που ακούμε, εσύ την επέλεξες;

Όχι, εδώ με βοήθησε πολύ ο Βασίλης Οικονόμου. Ήθελα μουσικούς οι οποίοι όχι μόνο να κατέχουν την παράδοση, αλλά να μπορούν και να προσεγγίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο το ύφος καταγωγής του κάθε τραγουδιού, χωρίς να κολλάνε πουθενά. 

Τον Αλέξανδρο τον Αρκαδόπουλο ας πούμε, που παίζει κλαρίνο, δεν τον γνώριζα –ήταν επιλογή του Βασίλη. Ή στο τραγούδι από την Καππαδοκία, το "Σήμερις Είν' Η Μέρα Μας", όπου κανονάκι, ούτι και σαντούρι παίζουν στον ίδιο τόνο μαζί: όταν το πρωτάκουσα το βρήκα παράξενο, γιατί στη Νάξο, όταν έχεις ένα βιολί κι ένα κλαρίνο μαζί, το βιολί παίζει ας πούμε στην κάτω οκτάβα και το κλαρίνο στην πάνω. Κι ενώ νόμιζα ότι ίσως θα έπρεπε να βγει το ένα όργανο ώστε να ακούγονται καθαρότερα τα άλλα δύο, μου εξήγησε ο Βασίλης ότι έτσι έπαιζαν παλιά σε εκείνα τα μέρη.

Τον δίσκο τον αφιερώνεις εντωμεταξύ στον σύζυγό σου, ενώ υπάρχει κι ένα δικό σου σημείωμα, όπου εύχεσαι καλή αρχή στην καινούρια ζωή των νιόπαντρων ζευγαριών. Εσύ παντρεύτηκες νέα, σωστά; Ήταν συνήθεια τότε αυτό στην οικογένεια των Κονιτοπουλαίων;

Παντρεύτηκα στα 21 και στα 23 απόκτησα την κόρη μου, την Αγγελική! Και, δόξα τω θεώ, ευτύχησα στον γάμο μου. Υπήρχε ξέρεις ένας αυταρχισμός τότε –και τόσο η μάνα μου, όσο και ο πατέρας μου τα πρόσεχαν αυτά, οπότε παντρευόμασταν μικρές. Η μητέρα μου ειδικά μου έλεγε και πώς να βάφομαι, πώς να φτιάχνω τα μαλλιά μου, τι έπρεπε να φοράω... 

Όταν ήμουν μικρότερη αντιδρούσα απέναντι σε όλες αυτές τις συμβουλές εκείνης ή των θείων μου. Μεγαλώνοντας όμως κατάλαβα ότι με προστάτεψαν από πολλές κακοτοπιές, ενώ κατανόησα και το γιατί. Δεν μπορούσες να λες παραδοσιακά τραγούδια, να έχεις τέτοια βιώματα και μετά να τα πετάς ας πούμε όλα έξω. Ειδικά η μητέρα μου ή η θεία μου η Ειρήνη, το έχουν πολύ αυτό, βλέπουν δηλαδή τον εαυτό τους ως τραγουδίστριες, όχι ως σταρ. Η μάνα μου να φανταστείς ακόμα και σήμερα μου λέει διάφορα, ότι π.χ. είναι πολύ προχωρημένο αυτό ή το άλλο που έκανες κτλ. (γέλια)

Ξεκινώντας, φαντάζομαι ότι επηρεάστηκες από τη μητέρα σου. Είχες βέβαια και το παράδειγμα της θείας σου της Ειρήνης, η οποία είναι επίσης μεγάλη τραγουδίστρια της παράδοσης...

Τη μητέρα μου την άκουγα περισσότερο, τη θεία μου δεν την έζησα και τόσο πολύ, γιατί είχε πάει νωρίτερα από μας στην Αθήνα. Και είχε κάνει επιτυχία μεν, αλλά τότε δεν είχαμε γραμμόφωνα ώστε να ακούμε δίσκους. 

Οπότε τα πρώτα μου βήματα τα επηρέασε η μαμά, τη θεία άρχισα να την ακούω περισσότερο αφότου μετακομίσαμε 
στην Αθήνα. Είναι βέβαια σπουδαία κι εκείνη και την έχω ψάξει στην πορεία, θαυμάζω αυτή τη λιτότητα και την απλότητα στη χροιά της. Πρόκειται ξέρεις για έναν άνθρωπο ο οποίος δεν περνάει απαρατήρητος, έχει μια λάμψη...

Τον παππού σου τον Μιχάλη Κονιτόπουλο τον θυμάσαι, αλήθεια; Αυτόν δεν λέγανε «Μωρό»;

Αυτόν, ναι! Τον θυμάμαι να κάνει πρόβες με τη μαμά μου και να πηγαίνουν μαζί στα πανηγύρια, όσο ήμασταν στη Νάξο –έζησα εκεί ως τα 6 μου. Μου είχε μάλιστα κάνει φοβερή εντύπωση ο παππούς, γιατί σε εκείνα τα χρόνια διάβαζε παρτιτούρες. Δεν ξέρω πώς το έκανε, πρέπει να είχε φοβερή αντίληψη, ήταν γεννημένος μουσικός. Ίσως να τον είχαν βοηθήσει και τα μαθήματα που είχε κάνει με τον Ογδοντάκη, έναν από τους παλιούς βιολιστές της Σμύρνης. 

Υπάρχει ένας κύριος –Γιάννης Αγγελής λέγεται– ο οποίος ήταν φοβερός θαυμαστής του παππού μου. Μερακλής άνθρωπος, παρότι ούτε χόρευε, ούτε έπινε. Πήγαινε όμως στα πανηγύρια και στους γάμους όπου έπαιζε ο παππούς με κάτι τεράστιες μπομπίνες και τον μαγνητοφωνούσε. Με αποτέλεσμα να φτιάξει ένα μεγάλο αρχείο, που τώρα το έχει ο αδερφός μου, ο Βασίλης ο Κλουβάτος –ο οποίος μου παίζει βιολί στους δίσκους κι έχει γράψει και τις μεγαλύτερες επιτυχίες μου.

Τα πρώτα σου βήματα τα έκανες δίπλα στη μητέρα σου λοιπόν και μετά ήρθε η γνωριμία με τον Γιάννη Πάριο, έτσι;

Όταν ήρθαμε στην Αθήνα, η μητέρα μου ξεκίνησε να δουλεύει σε μαγαζιά με τον θείο μου τον Γιώργο. Πήγαιναν καλά τα μαγαζιά αυτά, αρκετά άλλωστε βρίσκονταν στο Γαλάτσι, το οποίο είναι αποικία των Ναξιωτών! Έτσι άνοιξαν τελικά ένα δικό τους μαγαζί όλη η οικογένεια, το Μουράγιο, στην Αγία Βαρβάρα –το κράτησαν για 9 χρόνια. Εσύ μπορεί να το έχεις 
προλάβει ως Μύλο, όταν τραγούδαγε και η Γλυκερία εκεί. 

Στο Μουράγιο άρχισα λοιπόν κι εγώ την καριέρα μου, όταν πήγαινα ακόμα σχολείο. Εμφανιζόμουν 12 η ώρα κι έλεγα ένα τραγούδι μόνο, τη “Μεγάλη Στιγμή” της Μπέσσυς Αργυράκη! Πήγαινα παράλληλα στο Εθνικό Ωδείο, αλλά επειδή εκεί δεν δίδασκαν παραδοσιακό τραγούδι, έκανα ελαφρό λαϊκό. 

Με τον Γιάννη τον Πάριο γνωρίστηκα αργότερα και ήταν μεγάλη τύχη που συνεργάστηκα μαζί του. Γιατί κι εκείνος βοήθησε πολύ το νησιώτικο τραγούδι στο ν’ ακουστεί με τον δίσκο Τα Νησιώτικα το 1982, αλλά κι εμένα μου άνοιξε πόρτες η συμμετοχή στα φωνητικά αυτού του δίσκου. Με βοήθησε βέβαια και ο ίδιος πολύ, δουλέψαμε κατόπιν μαζί σε μαγαζιά, μου έδωσε στίχους... Κι έτσι βρέθηκα να κάνω χρυσούς και πλατινένιους δίσκους με καινούρια – όχι παλιά, παραδοσιακά– νησιώτικα τραγούδια. Κάτι το οποίο δεν είχε ξαναγίνει.

Είχες πάντως ανησυχίες να κάνεις κι άλλα πράγματα... Στη δεκαετία του 1980 τραγούδησες, αν δεν κάνω λάθος, ακόμα και Γιάννη Μαρκόπουλο...

Η ανησυχία είναι μάλλον ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά μου! Πιστεύω επίσης ότι διαθέτω έντονα μια αισθητική, μου έχω εμπιστοσύνη σε αυτό: δεν μου αρέσει δηλαδή το κιτς, επιδιώκω να κάνω πράγματα με επίπεδο, τα οποία να έχουν ποιότητα, βαρύτητα και μια σοβαρότητα. Με τα χρόνια μάλιστα νομίζω πως το ψάχνω ολοένα και πιο βαθιά. Με απασχολεί ας πούμε αν ο ήχος που είχα στον τάδε δίσκο ήταν τελικά ο σωστός, αν ήταν σωστό ή λάθος να εντάξω και κάποια ηλεκτρονικά στο τάδε τραγούδι κτλ.

Όμως εσένα ειδικά, ίσως και γιατί υπήρξες η πιο επιτυχημένη εμπορικά από τα νεότερα μέλη των Κονιτοπουλαίων, σε έχουν κατηγορήσει και πιο πολύ για τις επιλογές σου. Λέγοντας π.χ. ότι έβαλες το νησιώτικο στις λαϊκές πίστες ή ότι τραγούδησες Φοίβο...

Εντάξει, δεν πειράζει, ας με κατηγορήσανε. Αν δεν ήμουν επιτυχημένη δεν θα συνέβαινε αυτό, όποιος γίνεται πετυχημένος δέχεται πιστεύω βολές. Παλιότερα είναι αλήθεια ότι με ενοχλούσαν όλα αυτά. Αλλά τώρα, που πλέον έχω κατασταλάξει κι έχω ηρεμήσει, δεν με απασχολεί πια. Για μένα είναι σημαντικό ότι με γνωρίζουν και οι νεότερες ηλικίες –και συνεχίζει να με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και συνεργάστηκα φέτος με τους Magic De Spell στον καινούριο τους δίσκο. 

Με τις επιλογές δε για τις οποίες με κατηγόρησαν πιστεύω ότι βοήθησα κι εγώ με τον τρόπο μου το νησιώτικο τραγούδι να αποκτήσει πανελλαδική προσοχή, που δεν την είχε ως τη δεκαετία του 1980. Θυμάμαι μικρή να λένε στην οικογένειά μου ότι τα σύνορα του νησιώτικου φτάνουν μέχρι τη Λαμία και ότι τα πανηγύρια όπου συμμετείχαν οι Κονιτόπουλοι τα καλοκαίρια δεν έφταναν πιο πάνω από τη Θήβα ή την Εύβοια. Εγώ όμως έφτασα μέχρι την Αλεξανδρούπολη, εμφανίστηκα συχνά στη Θεσσαλονίκη –όπως και εκτός Ελλάδας. Δεν θέλω να πω ονόματα, αλλά τώρα είναι νομίζω που το νησιώτικο βρίσκεται σε κάθοδο, εξ’ αιτίας ορισμένων οι οποίοι το έχουν εντελώς αλλοιώσει.

Εσύ επομένως πώς θα σύστηνες σε ένα νεότερο παιδί να ξεκινήσει, το οποίο θα ήθελε –ως ακροατής, όχι ως μουσικός– να ψάξει την παράδοση, ώστε να μην πέσει σε «αλλοιωμένα» προϊόντα;

Είναι πολύ δύσκολο... Γιατί δυστυχώς τέτοιες περιπτώσεις τυγχάνουν αρκετής προβολής και τα παιδιά συνήθως παρασύρονται εύκολα. Όχι μόνο τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι: δες τι γίνεται με διάφορους λαϊκούς τραγουδιστές, οι οποίοι μεσουρανούν τα τελευταία χρόνια για λίγο και μετά χάνονται. Έχω παραβρεθεί κι εγώ σε κουβέντες όπου λένε, «α, ο τάδε είναι πρώτος». Αλλά το λένε αναπαράγοντας απλώς ένα διαφημιστικό μήνυμα, δεν έχουν άποψη. 

Χρειάζεται λοιπόν μουσική παιδεία, πέρα από τον χαβαλέ, τα εφέ και όλα αυτά. Κι αυτό μπορεί να ξεκινήσει μόνο από την οικογένεια και κατόπιν να υποστηριχτεί από τα σχολεία ή και από την τοπική αυτοδιοίκηση. Ο αδερφός μου ο Βασίλης, ας πούμε, διδάσκει παραδοσιακό βιολί στον Δήμο Γαλατσίου, δωρεάν.




18 Ιανουαρίου 2021

Devon Sproule - συνέντευξη (2008)


Την indie τραγουδοποιό Devon Sproule δεν πείστηκα να την ακολουθήσω σε όλο το μήκος της μέχρι σήμερα καριέρας της, η οποία μετρά 9 άλμπουμ από το 1999 ως το 2017, που λίγο-πολύ πελαγοδρόμησαν σε ό,τι λέμε (κομματάκι συγκαταβατικά κάποιες φορές, κυριολεκτικά άλλες) «συμπαθητικό». 

Πίσω πάντως στο 2007, γοητεύτηκα αρκετά από το τραγούδι "Keep Your Silver Shined", το οποίο έδωσε και τον τίτλο στον 4ο της δίσκο: υπήρχε μία πρώτης τάξης ποιητικότητα στην εύθραυστη αφήγηση για το πώς ξεθώριασε μια άδολη γυναικεία νεανικότητα γεμάτη από τα τελευταία μήλα μιας σαιζόν και από μνήμες για πικνίκ στα βουνά (της Βιρτζίνια, εν προκειμένω), δίνοντας τη θέση της σε μια νεότητα με άλλες ανάγκες και διαφορετικούς ορίζοντες. 

Με τον δίσκο να έχει φτάσει και στην Ελλάδα (μέσω της Hitch-Hyke, για όσους τη θυμούνται), επεδίωξα να επικοινωνήσω με τη Sproule. Αλλά τα επίσημα κανάλια με την Tin Angel, η οποία ήταν η εταιρεία-μεσάζοντας με την ευρωπαϊκή αγορά, δεν φάνηκε να βγάζουν αποτέλεσμα. Έτσι, έκατσα μια μέρα κι έστειλα ένα μήνυμα στο τότε MySpace, που μεσουρανούσε στο δίκτυο της προ-Facebook εποχής. Μου απαντήθηκε αμέσως, από την ίδια τη Sproule, η οποία δήλωσε πρόθυμη για μια συζήτηση.

Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε το 2008 στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δινόταν στον Τύπο για την προώθηση του άλμπουμ Keep Your Silver Shined


Το τελευταίο σου άλμπουμ Keep Your Silver Shined (2007), είναι κάτι σαν προσωπικός φόρος τιμής στη Βιρτζίνια και τα Blue Ridge Mountains της; 

Έζησα όλη μου τη ζωή στη Βιρτζίνια και πάντοτε την αγαπούσα αυτή την πολιτεία. Όμως χρειάστηκε να παντρευτώ εδώ –ήταν ένας γάμος στην ύπαιθρο, στις όχθες του ποταμού Shenandoah!– για να κατακάτσει η αγάπη μου σε κάτι για το οποίο θα μπορούσα να γράψω. 

Υποθέτω λοιπόν ότι το Keep Your Silver Shined είναι πράγματι ένας φόρος τιμής, αλλά διπλός: στη Βιρτζίνια και στον άντρα μου, τον Paul Curreri. 

Παρ' όλα αυτά γεννήθηκες στον Καναδά, στο Kingston του Οντάριο, σωστά; Σημαίνει κάτι για σένα ο Καναδάς;

Η οικογένεια μου έχει ένα χωριάτικου στιλ εξοχικό στο Κεμπέκ, βόρεια του Μόντρεαλ, δίχως καν ηλεκτρισμό. Πηγαίνω κάθε χρόνο εκεί για να γράψω, να απολαύσω τη φύση και να δω τους δικούς μου. Έτσι ο Καναδάς αποτελεί κι αυτός ένα υπέροχο κομμάτι στη ζωή μου, όμως είναι η Βιρτζίνια που παραμένει πάντα στην καρδιά μου. 

Τι σε ενέπνευσε αλήθεια για να γράψεις το ομώνυμο τραγούδι στο Keep Your Silver Shined; Είναι εντυπωσιακό ότι ένα 25άχρονο κορίτσι έγραψε στίχους οι οποίοι δείχνουν να αντικατοπτρίζουν μια ολόκληρη ζωή...

Αυτό είναι ένα από τα bonus του να ζεις στη Βιρτζίνια: όπου κι αν κοιτάξεις, θα βρεις έναν όμορφο στίχο! (γέλια) 

Το τραγούδι "Keep Your Silver Shined", για να το πω έτσι γενικόλογα, μιλάει για το πώς να κρατάς τα καλά πράγματα στη ζωή σου σε καλή κατάσταση και παράλληλα να ψάχνεις να την πλουτίσεις με ακόμα περισσότερα καλά. 

Ίσως όμως να είναι κι ένα τραγούδι ισορροπίας. Της ισορροπίας μεταξύ των χαρών μιας σταθερής, δυνατής σχέσης και της επιθυμίας να είσαι νέος και να έχεις ρομαντική διάθεση. 

Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από τη συνεργασία σου με τη Mary Chapin Carpenter, για τη διασκευή του "Weeping Willow";

Η Mary Chapin μου έστειλε ένα e-mail που έλεγε πάνω-κάτω τα εξής: 
«Αγαπητή Devon, είμαι κι εγώ μια τραγουδοποιός από την κεντρική Βιρτζίνια. Άκουσα ένα από τα τραγούδια σου στον τοπικό μας ραδιοσταθμό και αγόρασα κάποια σου CD». 

Ήταν ένα πανέμορφο e-mail και χάρηκα πολύ όταν το έλαβα. Με τον καιρό, με κάλεσε να ανοίξω μία από τις συναυλίες της εδώ στο Charlotesville κι έκτοτε παραμείναμε φίλες δια αλληλογραφίας. Όταν λοιπόν ετοίμαζα το Keep Your Silver Shined της έστειλα ορισμένες πρώιμες μίξεις του άλμπουμ και προσφέρθηκε να κάνει φωνητικά. Έδωσε άλλον αέρα στην ηχογράφηση, όταν ήρθε στο στούντιο... Τι πανέμορφη φωνή! 

Κυκλοφόρησες τον πρώτο σου δίσκο όταν ήσουν μόλις 16 χρονών και πριν 2 χρόνια παντρεύτηκες τον Paul Curreri. Έχεις ποτέ νιώσει ότι οι προσωπικοί σου ρυθμοί τρέχουν πιο γρήγορα από την ηλικία σου; 

Νομίζω ότι ο τρόπος με τον οποίον μεγάλωσα με ώθησε να προχωρήσω γρηγορότερα από τους συνομηλίκους μου σε πράγματα όπως το να δίνω συναυλίες και το να ηχογραφώ δίσκους. Μεγάλωσα βλέπεις στο Twin Oaks, μια κοινότητα ίσων δικαιωμάτων χωρίς ατομική ιδιοκτησία (περισσότερα εδώ). Με τη βοήθεια και την υποστήριξη των γονιών μου εξερεύνησα διάφορες μορφές εκπαίδευσης (δημόσια, ιδιωτική, ιδιαίτερα, Montessori, ακόμα και περιόδους δίχως σχολείο!), πριν πάρω την απόφαση να εγκαταλείψω τη μάθηση, όταν ήμουν 16. 

Αυτό το έκανα γιατί ήθελα να αφιερώσω όλον μου τον χρόνο στη μουσική. Μεγάλωσα άλλωστε με κάμποση μουσική γύρω μου –και τέχνη, γενικότερα– ενώ έμαθα να έχω περιέργεια (μεγάλη περιέργεια!) και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου. Ήταν μεγάλη απόφαση για εκείνη την ηλικία, σίγουρα. Αλλά έμοιαζε σωστή και δεν την έχω μετανιώσει. 

Στα μουσικά περιοδικά σου βάζουν την ταμπέλα folk ή αυτήν της τραγουδοποιού. Πόσο θεωρείς ότι σε αντιπροσωπεύουν; 

Ο γαμπρός μου Matt Curreri, μουσικός ο οποίος ζει και εργάζεται στην Καλιφόρνια, ονόμασε κάποτε τη μουσική μου «Hot Wifey Back Porch Jazz»! Υποθέτω ότι, μέχρι να αναγνωριστεί αυτό ευρύτερα ως όνομα είδους, μπορώ να συμβιβαστώ και με το folk και με το τραγουδοποιός! (γέλια) 

Εκείνο που με ευχαριστεί είναι ότι η μουσική μου αρέσει και σε νεαρά ακροατήρια, αλλά και στους πιο ηλικιωμένους φίλους των παραδοσιακών ήχων. Εδώ στην Αμερική, πάντως, υπάρχει μια εμμονή με τις ταμπέλες. Γι' αυτό, ξέρεις, μου αρέσει πολύ όταν παίζω στην Ευρώπη, γιατί οι άνθρωποι εκεί δεν δίνετε μεγάλη σημασία σε τέτοια πράγματα. Πραγματικά το εκτιμώ αυτό...

Είναι στα πλάνα σου λοιπόν να έρθεις προς Ευρώπη; Ίσως κάνοντας κι ένα πέρασμα από την Ελλάδα; 

Θα παίξω στην Ελλάδα με την πρώτη ευκαιρία που θα μου δοθεί, είναι κάτι που το θέλω πολύ. Για την ώρα έχω κλείσει μόνο μερικές εμφανίσεις σε βρετανικά φεστιβάλ, το καλοκαίρι. Μετά θα δούμε τι άλλο μπορεί να γίνει.



16 Ιανουαρίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009: στον αέρα με τον Θανάση Μωραΐτη


Στην παλαιότερη Συχνοτική Συμπεριφορά που δημοσιεύεται μέχρι στιγμής από τα αρχεία τα οποία διατηρούμε με τον Στυλιανό Τζιρίτα, γυρίζουμε τον χρόνο αρκετά πίσω: πάμε στον Δεκέμβριο του 2009 και μάλιστα για μια σπέσιαλ εκπομπή, αφού καλεσμένος μας στον αέρα ήρθε ο Θανάσης Μωραΐτης.

Ο Θανάσης Μωραΐτης είναι άνθρωπος με πολύπλευρη διαδρομή, ο οποίος υπηρέτησε το ελληνικό τραγούδι από διάφορες επάλξεις, πάντοτε καλά. Κάποιοι παλιότεροι ίσως έχουν συνδυάσει τη φωνή του με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη στη δεκαετία του 1980 (βλέπε π.χ. Διόνυσος, 1985), άλλοι τον γνώρισαν μέσω της ενασχόλησής του με την αρβανίτικη παράδοση (βλέπε π.χ. τον δίσκο Τριαντάφυλλο Του Βράχου, 1998), ενώ αρκετοί τον ξέρουν και ως ερευνητή με σημαντική προσφορά στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ.

Στη Συχνοτική Συμπεριφορά τον έφερε ωστόσο μια διαφορετική δουλειά: ο δίσκος του 2009 Νάνι, Γέλιο Μου Και Φως Μου, Άσπρο Γιασεμί Του Κόσμου με 17 σύγχρονα νανουρίσματα, ο οποίος μας έδωσε μάλιστα την αφορμή για να ακούσουμε και την τελευταία ηχογράφηση της Μαρίας Δημητριάδη πριν τον θάνατό της (Ιανουάριος 2009). Στο άλμπουμ αυτό, σημειωτέον, ο Μωραΐτης κράτησε τον ρόλο του συνθέτη, στιχουργού και ενορχηστρωτή, τραγουδώντας συμβολικά μόνο σε ορισμένες επιλογές.

Η εκπομπή ηχογραφήθηκε με τον Παναγιώτη Χούντα στην κονσόλα, ο οποίος έμαθε εκείνη τη μέρα και κάτι για τη σημασία του ...επωνύμου του! Συζητήσαμε δε πολλά ωραία και εντός και εκτός μικροφώνων –μεταξύ άλλων, για τη διαχρονικότητα στην τέχνη, για την Ελλάδα εκείνη που ζει κι αναπνέει μακριά από τους τηλεοπτικούς δέκτες ή για το παλιό Λιόπεσι, το οποίο μετονομάστηκε σε Παιανία.

Στα δύσκολα χρόνια της Κρίσης που θα ακολουθούσαν χαθήκαμε με τον Θανάση Μωραΐτη, ωστόσο εκείνος παρέμεινε δημιουργικός σε πείσμα των καιρών και κατέθεσε έναν από τους σημαντικότερους δίσκους εγχώριας κλασικής μουσικής για τη δεκαετία που μας πέρασε, το Εικόνες Για Τη Θλίψη Των Ξανθών Κοριτσιών Και Της Ελένης (2010), «έργα ανάτασης σε μέρες μιζέριας» όπως έγραψε ο αείμνηστος Γιώργος Ε. Παπαδάκης στην Ελευθεροτυπία. Δουλειά που τιμήσαμε πολλάκις με τον κ. Τζιρίτα και στα χρόνια του Κόκκινου Πετεινού και κατά την επάνοδο της Συχνοτικής Συμπεριφοράς. Στην εκπομπή μάλιστα που κάναμε το 2009 είχαμε την τιμή να μας την παρουσιάσει αναλυτικά, αλλά και ν' ακούσουμε κι ένα δείγμα γραφής αποκλειστικά (μελοποίηση σε ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη), πριν την έκδοση του άλμπουμ.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λήφθηκε από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και δελτίο ειδήσεων πριν το σήμα έναρξης, καθώς και τα διαφημιστικά μηνύματα που της αναλογούσαν στο μισάωρο.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΛΥΔΙΑ ΚΟΝΙΟΡΔΟΥ: Κάμε Νανά Να Κοιμηθείς
2. ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ: Κοιμάτ' Ο (Γ)ιόκας Μου
3. ΣΟΝΙΑ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ & ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: Κοιμήσου Στα Τριαντάφυλλα
4. ΚΑΜΕΡΑΤΑ - ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ (σε διευθ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΥΡΑΤ) & ΣΟΝΙΑ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ: Θανάση Μωραΐτη Gala
5. ΝΕΝΑ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ: Έλα Ύπνε Παρ' Το Πέρα



14 Ιανουαρίου 2021

Η Enya στους Λόφους της Χίπστερ Άγνοιας (και μια κριτική για το Dark Sky Island του 2015)


Πάσχει ο σύγχρονος μουσικός Τύπος. Είναι κάτι που το συζητώ χρόνια, με αρκετά διαφορετικό κόσμο (συναδέλφους, καλλιτέχνες, «απλούς» μουσικόφιλους). Και δεν πάσχει μόνο στην ταλαίπωρη Ελλάδα –των ανύπαρκτων ή πενιχρών αμοιβών, που αποτελούν μόνιμη τροχοπέδη στο να υπάρξει μια σοβαρή επαγγελματική βάση– αλλά και διεθνώς. Κάπου, κάπως, κάποτε, πλημμύρισε ο τόπος από ανθρώπους δίχως αληθινές «ρίζες» ακρόασης, οι οποίοι βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να κάνουν τις ανεπάρκειές τους στυλ και τελικά Παράδειγμα. 

Οι αιτίες δεν είναι λίγες και δεν είναι επί του παρόντος. Ενώ όμως το ίντερνετ επιτάχυνε και εν τέλει επέφερε την πτώση των τειχών μεταξύ των ειδών (η οποία είχε ήδη ξεκινήσει), επιτρέποντας την ανάδυση ενημερωμένων μουσικόφιλων που συμβάδισαν με τη νέα πραγματικότητα και αγκάλιασαν την εύκολη πρόσβαση σε πλήθος ήχων την οποία κόμισαν οι τεχνολογικές εξελίξεις, η κριτική έχασε την ευκαιρία υπέρβασης που της δόθηκε: αντί δηλαδή να ακολουθήσει τη λογοτεχνική και την κινηματογραφική κριτική (όπου είναι αυτονόητο ότι γράφεις για τα πάντα, ανεξαρτήτως είδους), περιχαρακώθηκε σε «κοινοτικά» γούστα και ατζέντες. 

Το πρόβλημα είναι ασφαλώς γενικό (αρκεί μια ματιά στην ευκολία αποθέωσης που κυριαρχεί στον διεθνή metal Τύπο ή στον τζαζ Τύπο), αλλά καταλυτικό ρόλο έπαιξαν οι συντονισμένοι με τις χίπστερ αξίες και προτεραιότητες. Οι οποίες στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα έκαναν γενικότερο ρεσάλτο στον αγγλοαμερικανικό alternative πολιτισμό, αρχικά με την ανοχή ή και στήριξη μιας παλιότερης φουρνιάς γραφιάδων και αναγνωστών, που άργησαν να καταλάβουν ότι οι «επίγονοι» δεν ενδιαφέρονταν παρά ελάχιστα και τέλος πάντων πολύ αποσπασματικά για την πνευματική εκείνη βάση που είχε λειτουργήσει σαν άλλη ελληνιστική Κοινή για όσους έχτισαν την εναλλακτική κουλτούρα στη Δύση της δεκαετίας του 1980. 

Κατά την τελευταία 15ετία τραβήξαμε λοιπόν τα μαλλιά μας σε ουκ ολίγες περιστάσεις με τα όσα διαβάσαμε σε μικρά, μεγάλα και μικρομέγαλα έντυπα και sites. Ανάμεσα στα πιο χονδροειδή πρόσφατα κρούσματα συγκαταλέγεται και η «ανακάλυψη» της Enya από τη συντάκτρια του Pitchfork Jenn Pelly και η στήριξη της αρχισυντάκτριας Puja Patel στην παρουσίασή της ως «παρεξηγημένης» ή ως «κρυμμένης». Συνέβη τον Σεπτέμβριο του 2020, αλλά μέχρι και πριν λίγες ημέρες το Pitchfork συνέχιζε να σπρώχνει το θέμα στο Facebook, εισπράττοντας κάμποσες δικαιολογημένες αντιδράσεις. Το μέγεθος βέβαια του ατοπήματος έχει να κάνει και με την εμβέλεια του συγκεκριμένου μέσου, αλλά και με τη γενικότερη θέση του στα σύγχρονα πράγματα. Η οποία πρέπει να πούμε ότι έχει κατακτηθεί και με καλά κείμενα, παρά την καταστροφική του πολιτική επί των βαθμολογιών και τη μόνιμη αγωνία μη και δεν συντονιστεί με τους μετασχηματισμούς της χίπστερ ταυτότητας στα 2010s.

Ενώ δηλαδή πιπιλιέται διαρκώς μια «pop culture» καραμέλα, η Pelly με την Patel θεωρούν ότι κάνουν καλά τη δουλειά τους αγνοώντας μια καλλιτέχνιδα η οποία έχει αγαπηθεί σε πλανητική κλίμακα εδώ και δεκαετίες, θεωρείται ως η δεύτερη πιο πετυχημένη της Ιρλανδίας μετά τους U2 (με διεθνείς πωλήσεις 75.000.000 αντιτύπων), έχει ήδη από τα 1990s σαμπλαριστεί από τους Fugees σε ένα γνωστό κομμάτι κι έχει και υποψηφιότητα για Όσκαρ, με τραγούδι μάλιστα που ακούστηκε στο ιστορικό πρώτο φιλμ της τριλογίας του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών (The Fellowship of the Ring, 2001). Αν όλα αυτά δεν είναι τρανταχτοί pop culture δείκτες, τότε τι είναι;

Κι όμως, η Pelly με την Patel έρχονται να κομίσουν γλαῦκα εἰς Ἀθήνας, επειδή ξαφνικά συνειδητοποίησαν ότι τη μετρούν ως επιρροή καλλιτέχνες που τις απασχολούν (σαν τους Florist, τον Perfume Genius ή τη Nicki Minaj). Σαν να μην υπάρχει δηλαδή ένα (όποιο) μέγεθος από μόνο του, μα να χρειάζεται να επιβραβευτεί από μια συγκεκριμένη κοινότητα προκειμένου να δεχτεί ένας επαγγελματίας του χώρου την αξία και τη σημασία του. Τα έχω βεβαίως ξαναγράψει (δείτε εδώ), ωστόσο δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος σε αυτό το χίπστερ ανέκδοτο περί pop culture· η οποία σε κάθε σχετική αναφορά δεν είναι φυσικά ποτέ η pop culture που αντιλαμβανόμαστε όλοι, αλλά πάντα απαρτίζεται από το (περιορισμένο, συνήθως) ηχητικό φάσμα που προτιμά όποιος την επικαλείται. 

Με αυτήν λοιπόν την αφορμή και για να μην ξεχάσουμε κι εκείνα που ξέραμε με όσους κατεβαίνουν από τους Λόφους της Χίπστερ Άγνοιας να μας φωτίσουν περί μουσικής, να εδώ μια κριτική για το άλμπουμ της Enya Dark Sky Island από το 2015 –είναι και το τελευταίο της μέχρι σήμερα. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Οι δίσκοι της Enya διαθέτουν σταθερά «καύσιμα». Ανθίζουν (ή μαραίνονται) κατά τη διάρκεια μοναχικών περιπάτων σε δασώδεις, κατάφυτες πλαγιές, όταν δεν είσαι σίγουρος αν απλά ακούς το θρόισμα των φύλλων ή αν κάτι σου ψιθυρίζει στη γλώσσα κάποιου ξεχασμένου βασιλείου των ξωτικών. Εκφράζουν έτσι τις υπέρτατες ρομαντικές αξίες. Όχι δηλαδή όσα σαχλά, σιροπιαστά, ροζουλί έχουμε μάθει να κατηγοριοποιούμε κάτω από αυτή την ετικέτα, μα όσα μεγαλειωδώς εκφράζει εκείνη η ελαιογραφία του Caspar David Friedrich Wanderer über dem Nebelmeer (Οδοιπόρος επάνω από τη Θάλασσα της Ομίχλης, 1818). Όπου αχνοχάνεται το σύνορο μεταξύ Ανθρωπότητας και Φύσης και δεν υπάρχει μόνο θαυμασμός, μα και δέος· όπως και μια άβολη αίσθηση κινδύνου, απέναντι στην οποία θαμπώνει ο ορθός λόγος.

Σε αυτό ακριβώς το «σύνορο» χτίζει τους δίσκους της η Enya και χάρη στη συγκεκριμένη επίκληση γλιτώνει το στίγμα του new age. Ακόμα δηλαδή κι αν η μουσική ρέπει ή/και κολυμπάει στη new age αισθητική, το ρομαντικό πρόταγμα θέτει ένα διαφορετικό πλαίσιο, το οποίο ακουμπάει στην ποπ με έναν εντελώς ξεχωριστό τρόπο. Καθήμενη έτσι στα όρια της αγγλοσαξονικής «λαϊκής» μουσικής, των κέλτικων «δημοτικών» παραδόσεων της Ιρλανδίας και της μελωδικής κληρονομιάς του Καθολικισμού, η Enya μπόρεσε να υπάρξει στη δισκογραφία ως μια φιγούρα που δύσκολα μπορείς να τη συγκρίνεις με κάτι άλλο, κάνοντας μάλιστα κι έναν αθόρυβο περίπατο στο παγκόσμιο mainstream: δεν τη λαμβάνουμε ποτέ υπόψιν όταν μιλάμε για mega stars, όμως μετράει πωλήσεις πολύ μεγαλύτερες από Άγγλους ή Αμερικανούς καλλιτέχνες με το όνομα των οποίων είμαστε πιο εξοικειωμένοι, στέκοντας σταθερά ως η πιο επιτυχημένη σόλο τραγουδίστρια της Ιρλανδίας κατά τον 20ό αιώνα. Χώρια την υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού που τσίμπησε το 2002 με το "May It Be".

Το Dark Sky Island έχει άμεση σχέση με όλα τα παραπάνω, πρωτίστως γιατί είναι ένας δίσκος ο οποίος χτίζει πάνω στα κεκτημένα, άρα και θυμίζει διαρκώς (με διάφορους τρόπους) ποια είναι η Enya και τι κάνει. Δεν έχει κάτι καινούριο να πει, ούτε και φιλοξενεί εκπλήξεις. Την προτάσσει όμως ως δημιουργικά ολοκληρωμένη και καλλιτεχνικά μοναδική προσωπικότητα σε μια «εναλλακτική» δισκογραφία κουρασμένη από καλούς και μέτριους αναβιωτές, από φωτοτυπίες περασμένων μεγαλείων και από νέες, υγιείς δυνάμεις που σίγουρα θέλουν μα συχνά δεν μπορούν να χτίσουν ό,τι εκείνη διαθέτει στο τσεπάκι: οντότητα. Ανοίγει λοιπόν εδώ το στόμα της πάνω από τους γνώριμα ελλειπτικούς και ατμοσφαιρικούς ήχους που συχνά διέπουν τις δουλειές της, ακούς ξανά αυτή τη φωνή που διατηρεί έναν απόκοσμο χαρακτήρα –τον οποίον συντηρεί συνολικά, αφού αρνείται να εμφανιστεί ζωντανά και πολύ σπάνια δίνει συνεντεύξεις– και το κόλπο απλά συμβαίνει ξανά. Έτσι φυσικά και αβίαστα. 

Δεν ξέρω λοιπόν αν μένουν και πολλά παραπάνω να πεις για το Dark Sky Island, αν και πρέπει να τονιστεί ότι η Enya έλαβε υπόψιν της την κόπωση που φανέρωσαν οι δίσκοι μετά το The Memory Of Trees (1995). Στα 7 χρόνια στα οποία έλειψε, δεν φαίνεται βέβαια να ασχολήθηκε με το πώς θα επινοήσει ξανά τον προσωπικό της τροχό, πάντως ανέκτησε τη φρεσκάδα και την πειθώ της και έτσι στέκει τώρα εδώ πάνω από τη φόρμα και όχι εγκλωβισμένη μέσα σ' αυτήν, όπως λ.χ. συνέβη στο Amarantine του 2005. Η υποδοχή βέβαια του νέου άλμπουμ (Ιρλανδία #7, Βρετανία #4, Η.Π.Α. #8) δείχνει πως το κοινό την είχε πεθυμήσει, εκείνη όμως σε καμία περίπτωση δεν εκμεταλλεύεται αυτό το συναίσθημα.

Χάρη έτσι στις λαμπερές μελωδίες και στην ξένοιαστη «αλληλούια» πνευματικότητα του "Echoes In Rain", στο ενδοσκοπικό "The Humming", στην ονειρική πεπατημένη του ομώνυμου του άλμπουμ του κομματιού, στην εκλεπτυσμένη νοσταλγία του "So I Could Find My Way" και σε μερικές ακόμα στιγμές, το Dark Sky Island κερδίζει με την αξία του χώρο στο σήμερα, έστω κι αν –εκεί στο βάθος– δεν πραγματοποιεί παρά μια επιτυχημένη ανακύκλωση όσων έχτισαν κάποτε τους σπουδαίους δίσκους της δημιουργού: το Enya του 1987, το Watermark του 1988 και το Shepherd Moons του 1991. Τα χρόνια κοινώς πέρασαν, μα μερικά πράγματα δεν χάθηκαν ούτε και ξεχάστηκαν· έστω κι αν μερικές φορές η νέα αυτή δουλειά σκουντουφλάει στην ίδια της τη συνταγή ("Sancta Maria"), χάνοντας ανά διαστήματα την αμέριστη προσοχή σου ("Solace"). Η τέχνη της Eithne Ní Bhraonáin διαθέτει ακόμα φλόγα, μαζί και θαλπωρή.



10 Ιανουαρίου 2021

Κόκκινος Πετεινός, Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017


Παρότι λέμε ότι η ενημέρωση «μπαγιατεύει» όταν περάσει η επικαιρότητά της, ο Κόκκινος Πετεινός του 2014 που αναδημοσιεύσαμε τις προάλλες έγινε δεκτός με θέρμη από τους ραδιοφωνικούς μας φίλους. 

Να' μαστε λοιπόν κι αυτήν την εβδομάδα με έναν κεφάτο και εορταστικό Πετεινό από τον Δεκέμβριο του 2017, ο οποίος λόγω περίστασης βγήκε τότε περισσότερο μουσικός από ό,τι συνήθως, θυμίζοντας Συχνοτική Συμπεριφορά. «Κονσερβοποιήθηκε» δε από τον Βαγγέλη Δοξαρά, που, έστω και ...εν άλμη, εκτελούσε χρέη άρχοντα της κονσόλας στο στουντιάκι της παραγωγής. 

Η κουβέντα έθιξε τη μοναξιά της Πρωτοχρονιάς (ναι, υπήρχε και πριν τις καραντίνες), πριν περάσει σε αμφιλεγόμενες όπερες με νύξεις κατά της γαλλικής απολυταρχίας, χριστουγεννιάτικα μαθήματα αλληλεγγύης από την Καλαμάτα της εποχής μας, στενές επαφές Τρίτου Τύπου, διαφημίσεις για κουζίνες Lagostina, αποκαλύψεις στον αέρα για παραλίγο απασχόληση σε πρεσβεία άλλης χώρας, συνταγές για χοιρινό με σπιτικές χυλοπίτες παρασκευασμένες με κατσικίσιο γάλα. 

Δεν πιστεύω να χρειάζεστε και περισσότερα για να (ξαν)ακούσετε το σόου, το οποίο μπορείτε να βρείτε ολόκληρο πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το μικρό αρχείο το οποίο διατηρούμε με τον Στυλιανό Τζιρίτα, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα.
 
Το μουσικό πρόγραμμα, είχε ως εξής:

1. KING'S COLLEGE CHOIR: In The Bleak Midwinter
2. LES MUSICIENS DU LOUVRE (σε διευθ. MARC MINKOWSKI), JENNIFER SMITH & VÉRONIQUE GENS: Jean-Baptiste Lully's Je Ne Vous Croyais Pas Dans Ce Lieu Solitaire
3. ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ: Το Πρωί Με Ξυπνάς Με Φιλιά
4. ΑΡΛΕΤΑ: Δεν Είναι Ένα Τραγούδι Χριστουγέννων
5. VERA LYNN & ΧΟΡΩΔΙΑ ΝΑΥΤΩΝ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΕΡΟΠΟΡΩΝ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑΣ (σε διευθ. ROLAND SHAW): We'll Meet Again (επανηχογράφηση 1953)
6. TINA TURNER: Simply The Best
7. ΦΑΤΜΕ & ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ: Πες Το Κι Έγινε
8. ABBA: Chiquitita
9. ΓΙΟΥΛΑ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ: Αγκινάρα Με Τ' Αγκάθια
10. ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ & ΧΟΡΩΔΙΑ: Μαρία Με Τα Κίτρινα
11. ΓΛΥΚΕΡΙΑ & ΧΟΡΩΔΙΑ: Καραμπιμπερίμ
12. ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ: Ουίσκι, Τζιν Και Φρούμελ
13. ARMY OF LOVERS & BIG MONEY: Lit De Parade
14. DANIEL VIGLIETTI: Un Hombre Se Levanta