Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καναβάκη Μαρίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καναβάκη Μαρίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

01 Οκτωβρίου 2020

Συζητώντας με τον Σωκράτη Παπαχατζή και τη Μαρίνα Καναβάκη, μέρος 3 (2011)



Οι «επίσημες» συζητήσεις που κάναμε με τον Σωκράτη Παπαχατζή/Oannes και τη Μαρίνα Καναβάκη, ακολούθησαν βασικά την πορεία της κοινής τους δισκογραφίας ως ΜΚ-Ο. 

Ενώ δηλαδή οι δύο πρώτες έγιναν αρκετά κοντά η μία με την άλλη, 2007 και 2008 (δείτε, αντίστοιχα, εδώ και εδώ), η τρίτη και τελευταία έλαβε χώρα το 2011, καθώς τότε βγήκε το 3ο τους άλμπουμ Blues For The White Nigger (στην Puzzlemusik). Το γκρουπ παρουσίασε ένα ακόμα άλμπουμ αργότερα (Αιθέρας, 2015) και έκτοτε έχει σιγήσει, αν και δεν υπάρχει καμία επίσημη ανακοίνωση αναστολής δραστηριοτήτων. 

Η κουβέντα μας αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε το 2011 σε τεύχος του περιοδικού Sonik και αναδημοσιεύεται τώρα στο ίντερνετ για πρώτη φορά, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η πρώτη δόθηκε από την Puzzlemusik ως promo για το Blues For The White Nigger και η δεύτερη είναι από το promo της Hitch-Hyke για το άλμπουμ Ovation (2006)



Blues For The White Nigger είναι ένας τίτλος που, από την αρχή, ιντριγκάρει. Τι ακριβώς ορίσατε ως «μπλουζ» φτιάχνοντας τον δίσκο; Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του «λευκού Νέγρου»;

Tο μπλουζ είναι ο ήχος της μοναξιάς. Στα πρώιμά του στάδια ήταν ένας λυτρωτικός μονόλογος. Αργότερα θα εξηλεκτρισθεί και, μέσω του star system, θα μαζικοποιηθεί περνώντας στα λευκά ακροατήρια. Από τη στιγμή που μιλάμε για μάζα, ο πόνος της μοναξιάς γίνεται πόνος της ανωνυμίας. Η ανάγκη διεξόδου απ’ αυτόν τον πόνο διοχετεύεται στη φιλοδοξία του σταρ. 

Χαρακτηριστικό του λευκού νέγρου είναι η εθελούσια έξοδος από την κοινωνία· το πέρασμα από το φως στο σκοτάδι,  που γίνεται με τους κώδικες του νέγρικου lifestyle. Η διείσδυση τώρα του νέγρικου lifestyle στα λευκά ακροατήρια –σήμα κατατεθέν της νεανικής κουλτούρας– είναι βολική για μια εξουσία που συμφέρον έχει να καθιστά αμέτοχους στο κοινωνικό γίγνεσθαι  όλο και περισσότερους ανθρώπους, σπρώχνοντάς τους «κάτω απ’ το χαλί», στο περιθώριο. 

Σ’ αυτό έχει  παίξει σοβαρό ρόλο ο τρόπος με τον οποίον διαχειρίζονται τη μουσική οι έμποροι και οι τεχνικοί της εξουσίας. Παρακολουθώντας τη διελκυστίνδα μετατροπής μας σε φθηνό εργατικό δυναμικό να εξελίσσεται μέσα από Παγκόσμιες Χρηματοπιστωτικές Κρίσεις, Μνημόνια και πολιτικές σκληρής λιτότητας, συνειδητοποιούμε ότι η μεταβολή μας σε νέγρους σκλάβους που θα εργάζονται για τα προς το ζην παίρνοντας ρυθμό από working songs βιομηχανικής προελεύσεως, είναι ζήτημα χρόνου. 

Ένα πράγμα που πετυχαίνει το Blues For The White Nigger, συγκρινόμενο με τους προκατόχους του, είναι να ηχεί εμφανώς διασκεδαστικό. Έχει να κάνει με τη μαύρη ρυθμολογία ή με τον τρόπο με τον οποίον δουλέψατε;

Θα πρέπει προς άρσιν τυχόν παρεξηγήσεων να ορίσουμε τι εννοούμε «διασκεδαστικό». Γιατί, για κάποιους κακοπροαίρετους, ο όρος κουβαλάει αρνητικό πρόσημο. Το άλμπουμ δεν είναι έξω ντέρτια και καημοί. Με τον όρο «διασκεδαστικό» εννοούμε ζωηράδα, έμφαση στον ρυθμό και στη μελωδία, και μια αίσθηση ενότητας/προσήλωσης σε έναν στόχο. Πράγματα που κάνουν κάποια κομμάτια θελκτικά και για τον «ραδιοφωνικό» ακροατή ακόμα. 

Η διάθεσή μας πάντως ήταν μάλλον άθλια στη διάρκεια της ηχογράφησης –δεν χρειάζεται άλλωστε πολύ, μισή ώρα ειδήσεις τη μέρα αρκεί για να διαλύσει το νευρικό σου σύστημα. Ίσως λοιπόν, σαν αντίδραση, να ξεπρόβαλλε αυτό το περίεργο κέφι που κι εμείς διακρίνουμε κατόπιν εορτής. 

Πόσο πιστεύετε έχουν κατανοήσει οι λευκοί μουσικοί «μαύρα» είδη όπως η τζαζ και τα μπλουζ; 

Η μαύρη μουσική διοχετεύθηκε στα μαζικά λευκά ακροατήρια πριν ακόμα από την έλευση του rock ’n’ roll. Το τελευταίο ήρθε ακριβώς για να «αξιοποιήσει» την έλξη που οι έμποροι έβλεπαν να ασκούν οι «πρωτόγονοι» ρυθμοί στα λευκά ακροατήρια. Το βήμα που έμενε, μιας και –φυσικά– ένας «αράπης» δεν θα μπορούσε να γίνει σούπερ σταρ στα 1950s, ήταν να βρεθεί ένας λευκός, εμφανίσιμος, με μαύρο λαρύγγι και μαύρη γλώσσα του σώματος. Ακόμα λοιπόν κι αν δεν είχε υπάρξει ο Έλβις ...θα έπρεπε κάποιοι να τον εφεύρουν. 

Ασφαλώς δεν κατανόησαν/ούν όλοι οι λευκοί εξ’ ίσου τα μαύρα είδη. Όμως, πώς θα μπορούσαν να μην σταθούν και κάποιοι στο ύψος των περιστάσεων; Μη φτάσουμε στο άλλο άκρο και στον αντίθετο ρατσισμό που κάποιοι (μουσικοί της τζαζ, ιδίως) καλλιέργησαν εναντίον των λευκών. 

Για τρίτη φορά, δουλεύετε τα πάντα οι δυο σας. Τι σας ωθεί να μη χρησιμοποιείτε καθόλου άλλους μουσικούς φτιάχνοντας έναν δίσκο; Η μεταξύ σας χημεία αποδεικνύεται, θα λέγατε, σε παράγοντα αυτάρκειας; 

Ειδικά γι’ αυτόν εδώ τον δίσκο, επειδή είναι φτιαγμένος σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιαστικά (πολλά κομμάτια έχουν προκύψει από επανειλημμένα jams πάνω σε έναν συνθετικό κορμό), ήταν δύσκολο να χρησιμοποιήσουμε άλλους μουσικούς. Όσο για τη μεταξύ μας χημεία, αυτή αποτελεί σίγουρα παράγοντα απόλυτης αυτάρκειας, έτσι τουλάχιστον νιώθουμε. Ελπίζουμε δε κάτι να βγαίνει και προς τα έξω...  

Κάποια τραγούδια –φερ’ ειπείν το “Drowning In Debts”– ηχούν εξαιρετικά επίκαιρα. Εμπνεύστηκαν από την τρέχουσα Κρίση;

Ένα επεξεργασμένο sample που ακούγεται σε σημεία του κομματιού δεν είναι παρά ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου, τη στιγμή που ανακοινώνει την είσοδό μας στον «Μηχανισμό». Η φράση του ήταν «καθήκον μας είναι η σωτηρία της χώρας, και αυτό κάνουμε». Οι στίχοι του κομματιού είναι μια παραβολή ανάμεσα στην οικονομική χρεοκοπία ενός ανθρώπου –ο οποίος ζει με δανεικά– και στην ψυχολογική κατάπτωση κάποιου που συνειδητοποιεί ότι είναι γαλουχημένος με μια κουλτούρα υπεραναπλήρωσης, ευπώλητων ηρώων και αφηγήσεων. 

Στο επόμενο κομμάτι “Lockstep”, η παραβολή συνεχίζεται ανάμεσα σε μια εμπειρία φυλάκισης και στη (διαδικτυακή) σύνδεσή του με «ολόκληρο τον κόσμο». Πράγμα που, μέσω ενός “Transfiguration”, τον μετατρέπει τελικά σε “Star With No Name”.   

Συνεχίζετε να αντλείτε από την παρακαταθήκη του art rock και να αξιοποιείτε ευφάνταστα την κληρονομιά του. Το κοινό στην Ελλάδα διαθέτει όμως τέτοια ακούσματα, ειδικά η νεολαία; Έχετε κάνει σκέψεις να κινηθείτε προς το εξωτερικό, προσεγγίζοντας εταιρείες όπως λ.χ. η Musea; 

Ένα από τα καλά της εποχής είναι η κατάργηση ταμπού και στεγανών, με όλο και περισσότερο κόσμο –και στην Ελλάδα– να αντλεί ουσιαστική απόλαυση από διάφορα είδη. Το art rock (progressive), είναι απλώς ένα ακόμα είδος που αγαπάμε, όπως και η κλασική, η τζαζ, τα μπλουζ, το punk, το funk, το metal και πάει λέγοντας. Απλώς κάποιοι κρετίνοι, από αυτούς που ξεπετάνε ένα άλμπουμ με δυο λέξεις, προσπαθούν να μας δυσφημήσουν «ορίζοντάς» μας ως progressive, αφού προηγουμένως έχουν βέβαια δυσφημήσει το ίδιο το είδος, ταυτίζοντάς το με κάποιους τσαρλατάνους του. 

Γιατί πιστεύετε δεν έχετε τύχει της προβολής που απολαμβάνουν άλλες αγγλόφωνες μπάντες τα τελευταία χρόνια; Είστε εσείς αποτραβηγμένοι ή έχει να κάνει με το πώς παίρνονται τέτοιες αποφάσεις «στήριξης» καλλιτεχνών στον εγχώριο μουσικό Τύπο; 

Η προβολή αυτή είναι, πρώτον, αναντίστοιχη των πωλήσεων δίσκων τέτοιων συγκροτημάτων και της προσέλευσης κόσμου στα live τους. Με άλλα λόγια προσπαθεί –μάταια, προς το παρόν– να αποτελέσει ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Δεύτερον, δεν αφορά τόσο κάποιες συγκεκριμένες μπάντες, όσο σε μια συνολική τάση που εντάσσεται στο πλαίσιο μιας αποδομητικής των «εθνικών» ταυτοτήτων παγκοσμιοποίησης. Ας μην ξεχνάμε την προ δεκαετίας ρήση της σημερινής υπουργού Παιδείας Άννας Διαμαντοπούλου περί των αγγλικών, τα οποία θα έπρεπε να γίνουν επίσημη γλώσσα μας. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι η όποια άνοδος του ξενόγλωσσου ροκ δεν αποφέρει ενδιαφέροντες καρπούς. Έτερον εκάτερον. Από ’κει και πέρα, ναι, είμαστε, σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον, αποτραβηγμένοι. Εκ χαρακτήρος, ίσως, ποιος ξέρει; 

Διαβάζω ότι προτίθεστε να κάνετε ζωντανές εμφανίσεις το φθινόπωρο –πράγμα που στο παρελθόν δεν σας απασχολούσε. Τι έχει αλλάξει; 

Κατά βάση, ότι είναι πιο εύκολη η παρουσίαση αυτού του άλμπουμ, μιας και υπάρχει εδώ έμφαση στον αυτοσχεδιασμό. Για το προηγούμενο, ας πούμε, το Unreel (2008), που ήταν διπλό και διαρκούσε 103 λεπτά, χρειάζονταν 11 άτομα επί σκηνής. Πόσο εύκολο είναι να οργανώσεις και να κρατάς διαθέσιμους όλους αυτούς τους ανθρώπους, όταν οι φορές που θα τους χρειαστείς είναι 5-10 το χρόνο max;  

Υπάρχουν επί του παρόντος σχέδια για το πού θα κινηθείτε στο επόμενο βήμα σας ως ΜΚ-Ο; 

Υπάρχουν δύο σκέψεις που θα πρέπει να υλοποιηθούν παράλληλα, Θεού θέλοντος. Η μία αφορά ένα άλμπουμ με outtakes από τα προηγούμενα τρία + κάποια remixes. Ο λόγος είναι ότι ούτε κατά διάνοια δεν υστερούν από εκείνα που «πέρασαν»· απλώς δεν κόλλαγαν με το εκάστοτε concept. 

Η δεύτερη, της οποίας τον σχεδιασμό ξεκινήσαμε πριν ακόμα κυκλοφορήσει το Blues For The White Nigger, αφορά μια πρόταση γι’ αυτό που ονομάζεται, καλώς ή κακώς, ελληνικό τραγούδι. Η οποία φυσικά θα έχει σχέση με τη δημοτική-ρεμπέτικη-λαϊκή παράδοση, αλλά και με τα Δυτικά ιδιώματα. Μας ιντριγκάρει μια τέτοια σκέψη, τώρα ακριβώς που το ξενόγλωσσο το οποίο μια ζωή «υπηρετούσαμε» πάει να γίνει της μόδας.  



25 Σεπτεμβρίου 2020

Συζητώντας με τον Σωκράτη Παπαχατζή και τη Μαρίνα Καναβάκη, μέρος 2 (2008)



Η δεύτερη «επίσημη» συνάντηση με τον Σωκράτη Παπαχατζή και τη Μαρίνα Καναβάκη έγινε γρήγορα μετά την πρώτη (δείτε εδώ), καθώς το δίδυμο κινήθηκε με ταχείς δισκογραφικούς ρυθμούς μετά το ντεμπούτο Ovation (2007), επιστρέφοντας το 2008 με τον δίσκο Unreel,  όπου περιλαμβάνεται και το αγαπημένο μου τραγούδι τους "A Gallant Soldier", το οποίο τιμούσα συχνά κάποτε στα DJ sets που έκανα (το ακούτε στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης).

Την πρώτη συζήτηση την κάναμε με ουίσκι, σε αυτήν τη δεύτερη έρευσε (καλό, καλιφορνέζικο) κόκκινο κρασί. Μεταξύ άλλων, μάλιστα, θίξαμε και την αντι-συναυλιακή φιλοσοφία με την οποία κινήθηκαν ως γκρουπ.

Το κείμενο της συνέντευξης δημοσιεύτηκε τότε στο περιοδικό Sonik και αναδημοσιεύεται τώρα στο ίντερνετ για πρώτη φορά, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η πρώτη φωτογραφία προέρχεται από το περιοδικό Ήχος, ενώ η ακόλουθη δόθηκε από τη Hitch-Hyke Records ως promo για το Unreel


Σε μια εποχή και σε μια αγορά που, δισκογραφικά τουλάχιστον, δεν αγαπάει τα «μεγάλα μεγέθη», επιστρέφετε στο προσκήνιο με ένα διπλό άλμπουμ... 

Σ.Π.: Είναι κάτι που το χρωστούσαμε στους εαυτούς μας. Θέλαμε να κάνουμε κάτι τελείως αυτοαναφορικό, το αντίθετο ακριβώς του επικοινωνιακού. Εντάξει, πάντα βρίσκονται βέβαια κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι επικοινωνούν τελικά με ό,τι κάνεις· αλλά το Unreel ξεκίνησε ως κάτι που αφορούσε αυστηρά εμάς τους δύο. Είδαμε ότι μια εκλεκτικότητα που διέκρινε το Ovation (2006) δεν πέρασε απαρατήρητη, μα έτυχε και κάποιας υποδοχής. Αυτό μας έδωσε κάποιο θάρρος ώστε, τουλάχιστον για μία φορά, να κάνουμε ό,τι ακριβώς γουστάραμε. Γνωρίζουμε ότι δείχνει υπερβολικό για τα τωρινά δεδομένα, όμως σκοπίμως το κάναμε. 

M.K.: Το τελικό αποτέλεσμα, άλλωστε, είναι προϊόν μεγάλης αφαίρεσης. Τα κομμάτια δηλαδή από τα οποία είχαμε να διαλέξουμε, ήταν πολύ περισσότερα. 

Συναντήσατε αντιδράσεις κατά την πορεία πραγμάτωσης ενός τέτοιου στόχου; 

Σ.Π.: Ναι. Ακόμα και άνθρωποι οι οποίοι μας εκτιμούν θεώρησαν πως ήταν υπερβολικό, με το σκεπτικό ότι ποιος θα κάτσει να ακούσει ένα διπλό άλμπουμ. Όμως στον Αιμίλιο Κατσούρη από τη Hitch Hyke άρεσε και ως ιδέα, αλλά και το υλικό. Οπότε αποφασίσαμε να προχωρήσουμε έτσι. Από εκεί και πέρα ξέραμε ότι στην Ελλάδα δεν θα είχε μεγάλη τύχη· ελπίζουμε ότι κάτι παραπάνω θα γίνει ίσως έξω.

Το θεωρείτε δηλαδή τελεσίδικο ότι στην Ελλάδα το ενδιαφέρον θα περιοριστεί εκ των πραγμάτων σε μικρούς αριθμούς;

Σ.Π.: Εκ των πραγμάτων, γιατί ως γνωστόν η Ελλάδα διασκεδάζει στα σκυλάδικα, «προβληματίζεται» με συγκεκριμένους τραγουδοποιούς και κάνει την «επανάστασή» της ανακαλύπτοντας το ραπ. Επικρατεί μια άποψη ότι ο καθένας πρέπει να κάνει αυτό που τον εκφράζει, πως τα πάντα είναι ζητήματα καρδιάς, πάθους και του να είσαι αυθεντικός. Δεν έχει π.χ. σημασία αν σου αρέσει ο φασισμός, σημασία έχει να είσαι ο εαυτός σου. 

Μ.Κ.: Όλοι πια λένε το ίδιο πράγμα, αλλά κανείς δεν προχωρά ποτέ πέρα από αυτήν τη γενικολογία, σε πιο συγκεκριμένα πράγματα. Εξηγώντας μας π.χ. τι είναι εκείνο ακριβώς που γουστάρει να κάνει ή με ποιον τρόπο και γιατί το προσεγγίζει. 

Σας απασχολεί το hype που περιβάλλει τελευταία ορισμένους αγγλόφωνους καλλιτέχνες στην Ελλάδα, προερχόμενο κυρίως από τον ανεξάρτητο τύπο;

Σ.Π.: Κοίταξε, αν εννοείς τη Μόνικα, η Μόνικα είναι μια όντως συμπαθέστατη περίπτωση. Σαφώς και όχι κάτι το ρηξικέλευθο –μην τρελαθούμε κιόλας– αλλά οπωσδήποτε συγκινητικό. Στην περίπτωσή της νομίζω πως ήταν κάπου αναμενόμενο να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί ζούμε σε μια εποχή όπου βασιλεύουν οι καλλιτεχνικές «μειονότητες» προηγούμενων εποχών: οι μετανάστες, οι γυναίκες και οι γκέι. 

Δεν το εννοώ ρατσιστικά ή με κάποια διάθεση υποτίμησης –μην ακουστεί έτσι. Δεν αντιλέγω μάλιστα ότι ίσως να είναι και δικαιολογημένο ή ακόμα και σωστό κάτι τέτοιο. Επισημαίνω, όμως, ότι, αν εμφανιστούν ας πούμε δύο άνθρωποι με το ίδιο μουσικό IQ και ο ένας είναι άντρας και ο άλλος γυναίκα, θα προτιμηθεί η γυναίκα. 

Σας έκανα αυτήν την ερώτηση γιατί έχω παρατηρήσει τους προβολείς της δημοσιότητας να πέφτουν σε διάφορους νέους αγγλόφωνους καλλιτέχνες –και πέρα από τη Μόνικα– όχι όμως και σε σας... 

Μ.Κ.: Έχουμε ακούσει κατά καιρούς διάφορες προβαλλόμενες περιπτώσεις, αρκετές φορές όμως θεωρώ πως επρόκειτο για δήθεν προσπάθειες. Και μου έχει δημιουργηθεί και μια αίσθηση κλίκας, που ίσως να εξηγεί αυτήν την προβολή.

Σ.Π.: Θεωρώ κι εγώ ότι υπάρχει ένα μορατόριουμ μεταξύ δήθεν μουσικών και δήθεν δημοσιογράφων, οι οποίοι προβάλλουν οι μεν τους δε, ενδιαφερόμενοι περισσότερο για τα μπλουζάκια και την πόζα στη φωτογράφηση ή στην κάμερα, παρά για τη μουσική. Τέτοιες περιπτώσεις πουλάνε αυθεντικότητα βασισμένη στα κλισέ της λαϊκής αντίληψης για την αυθεντικότητα· κάτι που εμάς διόλου δεν μας αφορά. Το δικό μας μουσικό υλικό απαιτεί κάποια πράγματα από τον ακροατή του. Πρώτα-πρώτα, να είναι νοήμον ον, να μπορεί να μπει σε μια διαδικασία ακούγοντας. Πρόκειται για μια πολύ διαφορετική υπόθεση. 

Από την άλλη, ζούμε σε εποχές με έντονα και φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, ο αντίκτυπος των οποίων έχει πια γίνει αισθητός και στην Ελλάδα. Πέρα όμως από κάποιες περιπτώσεις, ο μεγάλος όγκος της παραγόμενης μουσικής δεν δείχνει να ενδιαφέρεται να εκφράσει αυτό το περιβάλλον...

Σ.Π.: Η δική μας αντίληψη για την πραγματικότητα, είναι αρκετά ζοφερή. Όταν έχεις μια τέτοια οπτική ή θα ηττηθείς από αυτό το πράγμα ή θα κρατήσεις κάποιες άμυνες, έστω και «διαφεύγοντας» σε νοερές πραγματικότητες. Θεωρούμε ότι είναι και τραγικό και απαράδεκτο που η μουσική δημιουργία δεν ενδιαφέρεται να μιλήσει για τέτοια πράγματα. 

Η μουσική ήταν πάντα καθρέφτης της κοινωνίας, πάνω-κάτω. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, ένα τέτοιο φαινόμενο δείχνει και μια συνολικότερη καλλιτεχνική αντίληψη, που εστιάζει στην προβολή του εγώ του καλλιτέχνη, παρά στην ίδια τη μουσική –και, κατ’ επέκταση, της σχέσης την οποία μπορεί να έχει με την πραγματικότητα. Αυτός είναι κι ένας λόγος που δεν κάνουμε καθόλου live, πέρα από τη δυσκολία και τα έξοδα τα οποία συνεπάγεται η παρουσίαση ενός υλικού σαν κι αυτό που απαρτίζει το Unreel

Πράγματι, δεν κάνατε ούτε ένα live για το Ovation. Είναι θέμα φιλοσοφίας, λοιπόν;

Σ.Π.: Υπάρχουν δύο κλισέ σχετικά με τα live, ευρέως αποδεκτά, με τα οποία διαφωνούμε κάθετα. Το πρώτο λέει ότι η κατάσταση στο στούντιο είναι ψυχρή και ότι μόνο στη σκηνή, απέναντι στο κοινό, μπορείς να αισθανθείς πραγματική ζεστασιά. Αν είσαι όμως μουσικός και χρειάζεσαι ακροατήριο για να μπορέσεις να επιστρατεύσεις το πάθος, την ενέργειά σου, ακόμα και την αμεσότητά σου, τότε τι σόι μουσικός είσαι; 

Το δεύτερο κλισέ λέει –όπως διάβαζα πρόσφατα και σε συνέντευξη των Calexico– ότι με την τεχνολογία όλοι σήμερα μπορούν να βγάλουν δίσκο, άρα η αξία ενός καλλιτέχνη μόνο στη συναυλία μπορεί να φανεί. Αυτή πάλι είναι μια πολύ απλοϊκή λογική, γιατί εστιάζει στο μέσο και όχι στον άνθρωπο ο οποίος χειρίζεται αυτήν την τεχνολογία, και στις ιδέες του. 

Για να μην ανοίξουμε δηλαδή και τη μεγάλη συζήτηση για το αν οι συναυλίες γίνονται έτσι κι αλλιώς για αμιγώς καλλιτεχνικούς λόγους ή αν αποτελούν και λίγο εμποροπανηγύρεις. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πώς ξεκίνησε το φαινόμενο των live: σε εποχές όπου δεν γινόταν να ηχογραφήσεις, το μόνο μέσον επικοινωνίας σου ήταν η συναυλία.

Μ.Κ.: Προσωπικά συμπάθησα πολύ περισσότερο τον Glenn Gould –τον μεγαλύτερο ίσως πιανίστα της εποχής του– όταν σταμάτησε τις συναυλίες. 

Σ.Π.: Είναι τυχαίο ότι τόσο ο Glenn Gould, όσο και οι Beatles, σηκώσανε τη σημαία κατά των συναυλιών; Και δεν μιλάμε τώρα για καλλιτέχνες που δεν μάζευαν κόσμο στα live, έτσι; Μην ξεχνάμε όμως και το άλλο. Στην Ελλάδα οι εταιρείες δίσκων έχουν πλέον περάσει ως γραμμή να μην υπογράφονται συμβόλαια με καλλιτέχνες οι οποίοι δεν έχουν τρόπο να περάσουν τη μουσική τους στη νύχτα. Αυτό σημαίνει ότι τα οικονομικά του μουσικού εξαρτώνται πλέον πολύ περισσότερο από τα live, παρά από τις ηχογραφήσεις. Και συχνά πλέον, ειδικά στα σκυλάδικα, οι δίσκοι δεν λειτουργούν παρά ως διαβατήριο προς το νυχτερινό κέντρο. 

Τι είναι αυτό, κατά τη γνώμη σας, που ωθεί τους ακροατές να συνεχίζουν να είναι οπαδοί, σε μια εποχή όπου η ευκολία του downloading έχει δώσει τη δυνατότητα να τσιμπολογάς από εδώ κι από εκεί, χωρίς ποτέ να χρειάζεται να εμβαθύνεις σε ό,τι ακούς;

Σ.Π.: Πράγματι, εκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν οπαδοί. Η δική μου αίσθηση είναι ότι ένας οπαδός γεννιέται με δύο τρόπους. Ο ένας όταν θεωρεί κανείς ότι κάποιος καλλιτέχνης διαθέτει ένα χάρισμα, που του φαίνεται εξωανθρώπινο. Στην περίπτωση αυτή το είδωλο κατασκευάζεται ως κάτι το υπερφυσικό· εγώ, ας πούμε, έχω λατρέψει τους Ministry και τους Pantera για τέτοιους λόγους, καθώς με γοήτευε το απο-ανθρωποποιημένο το οποίο εκπέμπανε. Ο δεύτερος τρόπος είναι γιατί εκείνο που θαυμάζουν διάφοροι σε μερικούς σταρ, είναι ο εαυτός τους στη θέση του τελευταίου: τη δυνατότητα δηλαδή να γίνουν και οι ίδιοι σαν το αντικείμενο του θαυμασμού τους. Να γίνουν οι σταρ του μέλλοντος. 

Ωραία παρατήρηση... Πάνω σε αυτό ακριβώς δεν βασίζονται άλλωστε όλα τα ρεάλιτι σόου ταλέντων που έχουν κατακλύσει τελευταία την τηλεόραση; 

Σ.Π.: Ασφαλώς! Για εμάς κάτι τέτοιο ακούγεται ίσως σαν μια βαθυστόχαστη ανάλυση, για άλλους όμως είναι αυτονόητο. Πίσω από όλα τα σόου ταλέντων υπάρχουν στρατιές συμβούλων, κοινωνιολόγων και ψυχολόγων, οι οποίοι όχι μόνο τα ξέρουν όλα αυτά, αλλά και τα χρησιμοποιούν, κατευθύνοντας το κοινό. 

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα blog. Ενθαρρύνεται συνειδητά ο μέσος άνθρωπος ώστε να συμπεριφέρεται με όρους ιδιοφυΐας. Σου περνάει δηλαδή η ψευδαίσθηση του «μπορείς κι εσύ» – π.χ. ότι, αν καυτηριάσεις ένα γεγονός ή μια συμπεριφορά στο blog σου, κάτι έχει αλλάξει. Ενώ στην πραγματικότητα έχεις απλώς εκτονωθεί και κανείς, βέβαια, δεν σου έχει δώσει σημασία. Η όποια «δύναμή» σου έχει περιοριστεί στην εκφορά μιας άποψης, αλλά στο παρουσιάζουν ως κάτι το σπέσιαλ. 

Για να γυρίσουμε λίγο στο Unreel, το φωτογραφικό υλικό του artwork ήταν δική σας επιλογή;

Σ.Π.: Ναι, εμείς επιλέξαμε αυτές τις παραμορφωμένες φωτογραφίες, μας αρέσουν πολύ. Όταν είδα ας πούμε τη φωτογραφία του εξωφύλλου, που είναι η Μαρίνα, είπα αυτό θα γίνει εξώφυλλο –και ας ήταν μόνο η Μαρίνα, δεν χωράνε εγωισμοί σε τέτοια. Πολλές από τις φωτογραφίες τις βγάλαμε μάλιστα εμείς οι ίδιοι.

Μ.Κ.: Είχαμε κάνει και επαγγελματικά sessions, που ήταν και καλά. Αλλά όταν βγάλαμε αυτές για πλάκα είπαμε αυτό είναι, έχουν κάτι.

Σ.Π.: Ίσως να ήταν και αντίδραση της στιγμής, πάντως τις ερωτευτήκαμε αμέσως. 

Επόμενα σχέδια; Πώς θα είναι το τρίτο ΜΚ-Ο άλμπουμ;

Σ.Π.: Ο επόμενος δίσκος πιθανώς να είναι κάτι χορευτικό, κάτι δηλαδή σε house και σε techno ρυθμούς. Θα προσπαθήσουμε να είναι κι αυτό διπλό άλμπουμ. Η ιδέα που υπάρχει –μέχρι στιγμής, γιατί αυτά αλλάζουν διαρκώς– είναι το ένα CD να είναι εντελώς dance και το άλλο μουσική μπαλέτου για έγχορδα, πιάνο και ηλεκτρονικά, με μια φιλοσοφία «δύο πλευρές χορευτικής μουσικής». Το δεύτερο τμήμα είναι μάλιστα ήδη γραμμένο, γιατί είχαμε μια παραγγελία από έναν χορογράφο να γράψουμε μια σύνθεση για ένα μπαλέτο, η οποία τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε. 

Μ.Κ.: Μας προκύπτουν όμως διαρκώς πράγματα και ιδέες, οπότε ως τον τρίτο δίσκο κανείς δεν ξέρει σε τι θα έχουμε καταλήξει. 





23 Σεπτεμβρίου 2020

Συζητώντας με τον Σωκράτη Παπαχατζή και τη Μαρίνα Καναβάκη, μέρος 1 (2007)



Όσοι έχουν ενδιαφερθεί σε βάθος για το ελληνικής κοπής ροκ που εκφράστηκε αγγλόφωνα, πέφτουν οπωσδήποτε –νωρίτερα ή αργότερα, εξαρτάται και από την ηλικία– πάνω στους Blue Light του Σωκράτη Παπαχατζή. Οι οποίοι μπορεί να άφησαν μόλις ένα άλμπουμ (το ομώνυμο του 1988), είναι ωστόσο δουλειά που ακόμα αποτελεί σημείο αναφοράς, όπως έχω παρατηρήσει κατά καιρούς σε συζητήσεις μουσικόφιλων στο Facebook. Παρά μάλιστα την «παγερή αδιαφορία του mainstream κοινού», όπως έχει σχολιάσει ο ίδιος ο Παπαχατζής.

Πίσω στις αρχές του 2007, ωστόσο, όταν μιλήσαμε πρώτη φορά ώστε να μου δώσει οδηγίες για το πώς να πάω σπίτι του, είχε πλέον δραστηριοποιηθεί με ένα καινούριο συγκρότημα: τους έλεγαν MK-O, με τα αρχικά να παραπέμπουν στη σύζυγό του, τη συνθέτρια και ζωγράφο Μαρίνα Καναβάκη, καθώς και στο δικό του καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Oannes. Με αυτό είχε ήδη δράσει δισκογραφικά το 2003 (βγάζοντας το Inverted A), ενώ το 2004 είχε συν-επιληθεί της επανηχογράφησης του σόλο άλμπουμ της Καναβάκη Ποτέ Και Τίποτα (2000). Χαριτολογώντας, μάλιστα, έχει δηλώσει ότι το Inverted A κυκλοφόρησε «επί σκοπώ εντυπωσιασμού της μέλλουσας συζύγου»!

Αφορμή για τη συνάντησή μας στάθηκε το ντεμπούτο των MK-O Ovation (Hitch-Hyke, 2006). Δουλειά σε ηλεκτρονικό ροκ ύφος, που μπορεί να μην έκανε τον κρότο που έκαναν άλλα εγχώρια πράγματα σε εκείνα τα χρόνια, μα είχε περισσότερα να πει. Κάτι που φαίνεται νομίζω ακόμα πιο καθαρά τώρα, που έχουμε την άνεση να κοιτάμε την αγγλόφωνη παραγωγή των '00s χωρίς τον βραχνά του όποιου indie hype. 

Από τότε τα λέγαμε συχνά με τον Σωκράτη Παπαχατζή, επί σειρά ετών –τόσο «επίσημα», όσο και σε φιλικό επίπεδο. Κι αν κάπου χαθήκαμε στους μετασεισμικούς κλυδωνισμούς που έφερε η Κρίση, δεν παύω να τον ευγνωμονώ για την πρόταση που μου έκανε να γίνω συντάκτης στον Ήχο, όπου ήταν αρχισυντάκτης του μουσικού/πολιτιστικού τμήματος. Το ιστορικό δηλαδή για την εγχώρια μουσικοφιλία και κριτική περιοδικό, με το οποίο και συνεργάστηκα σε μηνιαία βάση από το 2009 ως την παραίτησή μου το 2017, που οφειλόταν σε οικονομικούς λόγους και όχι στη συνεργασία μας, αφού ο Παπαχατζής υπήρξε άψογος, κύριος και υπόδειγμα επαγγελματία. 

Η κουβέντα μας του 2007 έγινε συνοδεία ουίσκι και των σκέρτσων της σκυλίτσας τους Λορέτας και πρωτοδημοσιεύθηκε στο τότε Avopolis Greek. Εδώ αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

Ακολούθησαν δύο ακόμα συνεντεύξεις (2008, 2011) για λογαριασμό του περιοδικού Sonik, οι οποίες θα δημοσιευτούν σε ξεχωριστά μέρη. Υπάρχει επίσης και μια ραδιοφωνική συνέντευξη του ζεύγους, στη Συχνοτική Συμπεριφορά που διατηρώ με τον Στυλιανό Τζιρίτα στους 105,5 Στο Κόκκινο: είχαν έρθει στα παλιά μας στούντιο, στην οδό Σαρρή, στις 19 Σεπτεμβρίου του 2009. Αντίτυπό της για να ανέβει στο Mixcloud μάλλον δεν έχω (θα χρειαστεί ψάξιμο σε παλιούς σκληρούς δίσκους), αλλά, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα μπορείτε να τη βρείτε στο άμεσο μέλλον, όταν γίνει δημόσια προσβάσιμο το αρχείο του σταθμού. 

* η πρώτη φωτογραφία δόθηκε ως promo για το Ovation από τη Hitch-Hyke, ενώ η ακόλουθη προέρχεται από τη Facebook σελίδα της μπάντας


Έχετε ξανασυνεργαστεί δισκογραφικά στο παρελθόν, αλλά όχι ως συνδημιουργοί. Ήταν το Ovation που σας έδωσε την ευκαιρία;
Σ.Π.: Κατά βάση, καθόμαστε συνέχεια και παίζουμε μαζί· και μέσω ενός οργανωμένου αυτοσχεδιασμού, βγαίνουνε κομμάτια. Οπότε κάποια στιγμή είπαμε γιατί να μην το κάνουμε και έτσι πιο «επίσημα»;

Μ.Κ.: Έτσι κι αλλιώς το κάναμε, χωρίς κάποιο πρόγραμμα.

Σ.Π.: Σίγουρα είναι καλύτερα που δουλεύουμε μαζί, απ' όταν δούλευα μόνος μου.

Μ.Κ.: Ναι, και για μένα.

Σ.Π.: Για μένα είναι καλύτερα διότι, έτσι πολύ απλά, θέλω να εντυπωσιάσω τη Μαρίνα! (γέλια)

Το Ovation δεν κατατάσσεται εύκολα στις ταμπέλες που χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι. Εσείς πώς θα το περιγράφατε σε έναν «μέσο» ακροατή, ο οποίος θα αναρωτιόταν τι μουσική παίζετε;

Σ.Π.: Νομίζω ότι είναι rock, κυρίως. Αν ντε και καλά πρέπει να το εντάξεις κάπου, νομίζω ότι είναι rock.

Μ.Κ.: Αλλά και ηλεκτρονική μουσική.

Σ.Π.: Τα ηλεκτρονικά, εν πάση περιπτώσει, τα χρησιμοποιεί ως μέσον περισσότερο. Εξαρτάται, τόσο το rock, όσο και η electronica, είναι χώροι γεμάτοι παρακλάδια.

Μ.Κ.: Μία κατηγορία πάντως όπου δεν θα θέλαμε να μπούμε, είναι η experimental.

Σ.Π.: Είναι ένας όρος παρεξηγημένος, αλλά και προβληματικός. Ο πειραματισμός πολλές φορές αφορά ανθρώπους ανίκανους να γράψουν μια στοιχειώδη μελωδία ή να φτιάξουν ένα κομμάτι εύληπτο· οι οποίοι μάλιστα είναι είρωνες και σνομπ με όσους μπορούν να το κάνουν. Εγώ θα έλεγα πως το Ovation είναι ένα άλμπουμ που θα ήταν ωφέλιμο για τα ελληνικά πράγματα να ακουστεί –και εννοώ από τους μουσικούς, όχι τους ακροατές.

Πού θα εντοπίζατε αλήθεια τις μουσικές σας αναφορές;

Σ.Π.: Είμαι άρρωστος με τον Peter Hammill, σε βαθμό παράνοιας, άσχετα αν δεν το διαδηλώνω όπως κάποιοι άλλοι. Λατρεύω επίσης τον Tony Banks, τον οργανίστα των Genesis· ένα γκρουπ που τοποθετώ στα θεμελιώδη βιώματά μου. Όταν κάποτε του πήρα συνέντευξη ήμουν εκτός εαυτού, μετά το πέρας της μάλιστα έβαλα τα κλάματα. Άλλο μεγάλο κόλλημα είναι οι Ministry. Η Μαρίνα ως επί το πλείστον ακούει κλασική μουσική, αλλά και ηλεκτρονικά.

Μ.Κ.: Εντάξει, εγώ μεγάλωσα με κλασική μουσική και με …avant-garde! Νομίζω ότι πρέπει να ήμασταν από τα πρώτα σπίτια που πήραμε Karlheinz Stockhausen. Μετά βέβαια και αρκετή electronica. Αν μπορούσα να πάρω συνέντευξη από κάποιον θα διάλεγα μάλλον τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Από πιο σύγχρονους, ίσως διάλεγα τον Arvo Pärt.

Σ.Π.: Γουστάρουμε όμως πολύ και τα blues, τον Son House για παράδειγμα. Την τζαζ όχι και τόσο. Η Μαρίνα επίσης γούσταρε ανέκαθεν και τη gothic σκηνή.

Σχεδιάζετε να παρουσιάσετε κάπως το Ovation συναυλιακά;

Σ.Π.: Ναι, θα υπάρχει βέβαια αρκετό sequence από πίσω. Δεν μπορείς να βρεις μια μπάντα ολόκληρη κάνοντας αραιές συναυλίες, παρά μόνο αν μπεις σε φάση περιοδείας. Σκεφτόμαστε όμως να κάνουμε κάτι με κανα-δυο μουσικούς παραπάνω: εμείς να παίζουμε τα ηλεκτρονικά μας και να υπάρχει κι ένας κιθαρίστας, ίσως και ένας ντράμερ. Ότι ενδιαφερόμαστε πάντως να παρουσιάσουμε το άλμπουμ συναυλιακά, ενδιαφερόμαστε.

Αληθεύει ότι σκοπεύετε να κυκλοφορήσετε μαζί μια σειρά δίσκων;

Σ.Π.: Υπάρχει υλικό τουλάχιστον ίσης διάρκειας με το Ovation. Μεγάλο μέρος του βέβαια είναι σε άλλο ύφος, πιο επιθετικό. Εμείς γράφουμε συνεχώς, για να πω την αλήθεια. Εξαρτάται λοιπόν από το τι concept θα θέλουμε να δώσουμε σε ένα επόμενο άλμπουμ, ώστε να έχει μια στοιχειώδη συνοχή. Μπορεί να έχουμε διάθεση να κάνουμε κάτι εντελώς dance ή ακόμα και industrial. Σίγουρα πάντως δεν θα είναι έντεχνο ελληνικό τραγούδι –ξέρεις ακορντεόν, βιολάκια και τέτοια.

Αναζητώντας κανείς πράγματα στο ίντερνετ βρίσκει περισσότερα για τον Oannes και λιγότερα για τη Μαρίνα Καναβάκη. Είναι τυχαίο ή σχετίζεται με κάποια συνειδητή αποφυγή της δημοσιότητας εκ μέρους της Μαρίνας;

Μ.Κ.: Έχουν υπάρξει κάποιες συνεντεύξεις, που ενδεχομένως δεν βγαίνουν με ένα search στο ίντερνετ. Δεν την αποφεύγω τη δημοσιότητα, αλλά γενικά δεν είμαι και πολύ ομιλητική. Και επειδή ακριβώς δεν μιλάω πολύ… Η πλάκα είναι εντωμεταξύ ότι η δική μου δουλειά θεωρείται επικοινωνιακή: γραφίστας είμαι, κατά τα άλλα, και υποτίθεται πως είμαι άνθρωπος της επικοινωνίας!

Σ.Π.: Κάποιοι ενδεχομένως να τη θεωρούν σνομπ. Αλλά είναι θέμα επιλογής, δεν θα πω ντροπαλότητας, δεν είναι θέμα ντροπαλότητας. Εγώ πάλι πιστεύω για τον εαυτό μου ότι είμαι παρά φύση ομιλητικός. Εκ φύσης δηλαδή, δεν είμαι τόσο. Απλώς, επειδή σε κρίσιμες περιόδους χρειάστηκε να μιλήσω πολύ για να αμυνθώ απέναντι σε ανθρώπους και καταστάσεις, θεωρώ πως μου έμεινε επίκτητο. Σαν να είσαι ειρηνικός άνθρωπος και να το φέρουν έτσι οι περιστάσεις ώστε να χρειαστεί να πολεμήσεις. Η Μαρίνα, πάλι, είναι αυτάρκης: μπορεί να κατεβάσει τα ρολά και να τον κλείσει τον άλλον απέξω.

Πώς φαντάζεστε αλήθεια το κοινό σας σε μια χώρα όπου η νεολαία της ρέπει ολοένα και περισσότερο προς μια σπονσοραρισμένη από τα ΜΜΕ μπουζουκοκουλτούρα;

Μ.Κ.: Ένα μάτι, ένα χέρι, μισό φρύδι (γέλια)

Σ.Π.: Το αν υπάρχει κοινό θα φανεί, ένας θεός ξέρει αν υπάρχει κοινό. Να είναι άραγε το κοινό που ακούει Raining Pleasure και Κωνσταντίνο Βήτα; Άνθρωποι δηλαδή που ακούνε ήδη πράγματα από την ηλεκτρονική σκηνή και την ξενόγλωσση pop και rock. Αν μπορούμε να πούμε ότι ταυτιζόμαστε με κάποιους, είναι οπωσδήποτε με αυτούς που έχουμε ορισμένους κοινούς κώδικες.

Τι γνώμη έχετε για τη μουσική βιομηχανία;

Σ.Π.: Η μουσική βιομηχανία είναι ένα μπουρδέλο. Αυτό μπορείς να το γράψεις αυτούσιο. Στην Ελλάδα ειδικά, διακονείται από ανθρώπους που στη συντριπτική τους πλειονότητα ξεκινήσανε από κλητήρες –από τα χθαμαλά, που λέμε– και σήμερα λύνουν και δένουν. Αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να ξέρουμε όλοι ότι δεν πρόκειται να τους ξεκολλήσεις με τίποτα από εκεί πέρα.

Δεν πιστεύετε ότι το ίντερνετ θα φέρει τα πάνω-κάτω στα πράγματα όπως τα έχουμε συνηθίσει;

Σ.Π.: Οι μεγάλες εταιρείες θα το λυμανθούν κι αυτό, αργά ή γρήγορα. Το ίντερνετ άλλωστε δεν είναι τελικά παρά άλλο ένα μέσο. Ήδη έχουν προχωρήσει στην πλήρη εκμετάλλευση του back catalogue τους μέσω των sites. Το πρόβλημα είναι περισσότερο στο πώς δουλεύει η βιομηχανία, στο ότι δηλαδή εκμεταλλεύεται έναν ήχο στη γέννησή του, που μπορεί να είναι συμπαγής και να έχει λόγο ύπαρξης και στη συνέχεια εξαπολύει ένα κύμα από απατεώνες, παγιδεύοντας το κοινό εκεί.

Μ.Κ.: Επίσης στο ίντερνετ επικρατεί πια …υπερπληθυσμός. Δημιουργείται έτσι ένα χάος, βομβαρδίζεσαι από έναν κατακλυσμό πληροφορίας. Πόσο θετικό είναι άραγε αυτό;

Τι θα συστήνατε σε κάποιον να ακούσει από δίσκους πρόσφατης σοδειάς;

Σ.Π.: Θα σύστηνα έναν Έλληνα πιανίστα, τον Γιώργο Εμμανουήλ Λαζαρίδη, που έβγαλε φέτος ένα άλμπουμ με το οποίο ξεσαλώσανε τα ξένα μουσικά έντυπα. Από ηλεκτρονικής άποψης ωραίο ήταν και το άλμπουμ των Mass Mobile και συμπαθητικό αυτό του DJ Shadow. Από rock, το άλμπουμ της Joanna Newsom, άντε και το τελευταίο των Ministry, μιας και είμαστε οπαδοί. Ξέρεις επίσης ποιος ήταν ανέλπιστα ωραίος δίσκος; Αυτός του Sting, τον οποίον γενικά μισώ. Ο John Dowland πάλι είναι από τους αγαπημένους μου συνθέτες, είναι θεός. Κι όμως το άλμπουμ που έκανε ο Sting με τα τραγούδια του, είναι καλό.

Μ.Κ.: Εμένα μου άρεσε και το τελευταίο του Gary Numan.