Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάριος Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάριος Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Ιανουαρίου 2023

Γιάννης Πάριος & Ελένη Βιτάλη - ανταπόκριση (2016)


Παρότι το έψηνα ένα ακόμα ραντεβού με τον Γιάννη Πάριο τώρα που είναι να παίξει στο Θέατρο του Κολεγίου Αθηνών, όσο πλησιάζουμε προς τις μέρες αυτές του Φεβρουαρίου βλέπω το ενδεχόμενο να απομακρύνεται –για διάφορους λόγους.

Το blog, ωστόσο, θα ολοκληρώσει εδώ τις μέχρι σήμερα Παριο-αναδρομές, ανατρέχοντας στον Νοέμβριο του 2016, όταν ο ερμηνευτής έκανε μια σειρά εμφανίσεων στην «Ιερά Οδό» παρέα με την Ελένη Βιτάλη.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι από το πρόγραμμα, ανήκουν στον Branko και δόθηκαν από τη διοργάνωση για τις ανάγκες του promo


Γιάννης Πάριος και Ελένη Βιτάλη δεν είχαν βρεθεί ποτέ μαζί στο ίδιο πρόγραμμα, τόσα χρόνια. Ποιος ξέρει γιατί; Όμως εκεί στην «Ιερά Οδό» οι δυο τους έχουν στήσει ένα φανταστικό θέαμα, ικανό να εκπλήξει ακόμα και όσους τους παρακολουθούν και γνωρίζουν επομένως καλά τι, πάνω-κάτω, να περιμένουν. Μοιάζουν με τυφώνα, από εκείνους τους εξωτικούς, που τους βλέπουμε στις τηλεοράσεις μας, με δέος, να μην αφήνουν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους. Ούτε κι αυτοί άφησαν: πήραν καρδιές, ψυχές, σπονδύλους μέσης και γοφούς και τα σήκωσαν. 

Το πρόγραμμα, ωστόσο, αποκτά μια τέτοια μορφή όταν αναλαμβάνουν εκείνοι τα ηνία του. Γιατί για 40-45 λεπτά, ζήσαμε μια ψυχρολουσία, εξαιτίας της λογικής με την οποία είχε χτιστεί το «ζέσταμα» της έναρξης. Δεν ξέρω ποιανού ιδέα είναι αυτό το ακαλαίσθητο συνονθύλευμα που βασάνισε τα αυτιά μας, πάντως μια καλή ορχήστρα και μερικές φωνές δεύτερες μεν, μα όχι δίχως δυνατότητες, χαραμίστηκαν για να υπηρετήσουν έναν αχταρμά. Ο οποίος πότε έγερνε προς αμφιλεγόμενης ποιότητας «έντεχνα» τύπου "Για Να Σε Συναντήσω", πότε ήθελε να πάει προς κάτι πιο λαϊκό, πότε το έριχνε στα ταγκό της Χάρις Αλεξίου για να δικαιολογήσει την παρουσία ενός χορευτή και μιας χορεύτριας και πότε έβρισκε καλή ιδέα να βάλει τους μουσικούς να παρουσιάσουν μια οργανική εκδοχή στο ...Φάντασμα της Όπερας(!) ή να ανακατέψουν το "Ελα Στο Πάρτυ" του Τάκη Μηλιάδη με το ..."Ακρογιαλιές Δειλινά". 


Όμως η Ελένη Βιτάλη ξόρκισε το κακό σχεδόν με το που βγήκε στη σκηνή, χαμογελώντας μας πλατιά, ντυμένη με ένα μπλε φόρεμα το οποίο τόνιζε τον κρεμαστό κόκκινο αστερία που φορούσε στον λαιμό της. Μπήκε με Γιάννη Παπαϊωάννου και "Άνοιξε Άνοιξε", μα δεν το πήρε καθόλου χαλαρά· αντιθέτως, έριξε από νωρίς δύο μεγάλες της επιτυχίες, την "Κιβωτό" και το "Ίσως Φταίνε Τα Φεγγάρια", δίνοντας τόνο και παλμό στη βραδιά με τη θέρμη των ερμηνειών της και τη δύναμη της φωνής της. Η οποία ήχησε λαμπερή και «μεγάλη», φέρνοντας άμεσα κατά νου τις σπουδαίες στιγμές της δισκογραφίας της. Και έτσι ακριβώς παρέμειναν τα πράγματα καθόλη τη διάρκεια του προγράμματος, ό,τι κι αν διάλεξε να μας πει. 

Σε μεγάλα κέφια, η Βιτάλη υπήρξε ιδιαίτερα επικοινωνιακή μαζί μας –και με τον Γιώργο Καπουτζίδη επίσης, ο οποίος βρισκόταν με την παρέα του σε μπροστινό τραπέζι– και στάθηκε περίφημα τόσο σε επιλογές που απαιτούσαν πιο εσωστρεφείς διαδρομές (σαν τον "Μπαλαμό" ή το "Ένα Χειμωνιάτικο Πρωί", από εκείνο το δικό της το Απέναντι Μπαλκόνι), όσο και σε στιγμές που ζητούσαν παθιάρικη εξωστρέφεια. Οι δεύτερες, ειδικά, υπήρξαν ανεπανάληπτη κορύφωση του προγράμματος, αφού τραγουδάρες του Χρήστου Νικολόπουλου σαν το "Παίξε Χρήστο Επειγόντως", "Μια Γυναίκα Μπορεί" ή μια φοβερή διασκευή στο "Μακριά Μου Να Φύγεις" του Πάνου Γαβαλά σήκωσαν κόσμο και κοσμάκη όρθιο, δίνοντας το σύνθημα για τρελό χορό –το είπε άλλωστε και η ίδια σε κάποια φάση, «έλα μάνα μου, αυτά είναι!». Σε κάθε περίπτωση, η φωνάρα της γέμισε τον χώρο· στιβαρή και χωρίς την παραμικρή κάμψη στην απόδοσή της. Η χαρά έγινε όντως το σύνθημα, με τον καημό να αποτελεί το παρασύνθημα. 

Κι όμως, ακόμα και μια τέτοια επίδοση, «κρύφτηκε» για λίγο από τη βραχυπρόθεσμη μνήμη όταν στη σκηνή πρόβαλλε ο Γιάννης Πάριος, ντυμένος στα μαύρα, πρώτα με ένα μπλε κασκόλ περασμένο χαλαρά στους ώμους, ύστερα με ένα (παρόμοιο) λευκό. Και δεν μας άφησε ούτε ανάσα να πάρουμε: ξαμόλησε τη φωνάρα του σε ένα βροντερό κρεσέντο επίδειξης δυνατοτήτων, το οποίο σκέπασε και την ορχήστρα ακόμα –κι ας έπαιζε με ισχυρή ένταση. Σαν να μην ήθελε να μας αφήσει καμία αμφιβολία για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται στα 70 (πλέον) του χρόνια, έχοντας μάλιστα πίσω του το ξενύχτι της σαββατιάτικης πρεμιέρας (καθώς παρακολουθήσαμε τη δεύτερη παράσταση του προγράμματος, απόγευμα Κυριακής). 


Και τι δεν τραγούδησε ο Πάριος σε αυτή την εμφάνιση. Δεν έφτανε δηλαδή το πρώτο μέρος, όταν η έκταση της φωνής του αντήχησε σαν σεισμός στην «Ιερά Οδό», παρασέρνοντας τον διπλανό μου να φωνάξει «α ρε Γιάννη, τι μας κάνεις!» όσο μας καθήλωνε με "Την Αγαπούσα Παραδέχομαι", "Φταίμε Κι Οι Δυο", "Δώσε Μου Λιγάκι Ουρανό", "Τι Θέλεις Να Κάνω (Φοβάμαι)", "Είσαι Θεός" και τόσες ακόμα επιτυχίες. Δεν έφτανε το αναπάντεχο μα όμορφο μίνι αφιέρωμα που έκανε στη μνήμη της Βίκυς Μοσχολιού (με τη φωτογραφία της να κοσμεί το video wall πίσω του). Είχαμε και το δεύτερο σκέλος, όπου αποφάσισε να βγει εκτός προγράμματος, λέγοντας ό,τι του ερχόταν στο κεφάλι ή ό,τι του άρεσε από τις παραγγελιές που του έκανε εκστασιασμένο το κοινό. Σε μια γκάμα ρεπερτορίου η οποία κάλυψε τα δικά του, τα όσα έχει γράψει για άλλους τραγουδιστές ή κομμάτια που απλώς του άρεσαν και τα έχει διασκευάσει και ο ίδιος. 

Είπε λ.χ. το σπουδαίο "Τώρα Κι Εγώ Θα Ζήσω" που έγραψε το 1984 για τη Χάρις Αλεξίου, είπε το "Ένα Βράδυ Που 'Βρεχε" του Νίκου Γούναρη, διασκεύασε Αλίκη Βουγιουκλάκη ("Ασ'το Το Χεράκι Σου"), είπε βέβαια το "Απορώ", βρήκε χώρο ακόμα και για το "Επιστροφές Καταστροφές" που έδωσε πριν 15 χρόνια στον Πασχάλη Τερζή. Η λίστα πραγματικά τεράστια. Και πάλι, έμειναν πράγματα απέξω: δεν ακούσαμε λ.χ. το τρέχον σουξέ "Εσύ Αλλού Κι Εγώ Στην Πάρο" ή κάτι από τα νησιώτικα, ούτε και τραγούδια που αγαπώ προσωπικά πολύ, σαν το "Ηλιοβασίλεμα" ή το "Μη Με Ρωτάς". Και ήταν σε όλα φοβερός. Ένας τραγουδιστής ολκής, με μεγάλες εκφραστικές δυνατότητες, ο οποίος μας άφησε συνεπαρμένους, συνεπικουρούμενος βέβαια από μια ορχήστρα που σε τέτοια ακριβώς απρόβλεπτα έδειξε την ποιότητα και το επίπεδό της. «Σπίτια δεν έχετε να πάτε, καθάρματα;», μάς ρώτησε όταν είδε ότι η ώρα είχε πια περάσει, μα κανείς δεν σηκωνόταν να φύγει. Κι όταν πια μας καληνύχτισε –με μία καταπληκτική εκτέλεση στο "Σήμερα"– όλο το μαγαζί σηκώθηκε όρθιο και τον χειροκρότησε. 

Ξεχωριστή μνεία αξίζει, τέλος, το κομμάτι εκείνο της παράστασης στο οποίο Πάριος και Βιτάλη συνυπήρξαν μαζί στη σκηνή. Με μια τρυφερότητα σπάνια, με μια χαρά για τα ντουέτα τους την οποία δεν μπορεί να χτίσει κανένα μάρκετινγκ, ούτε και οι εξαντλητικές πρόβες. Οι επιλογές κινήθηκαν κατά κύριο λόγο στο παλιό ελαφρό ρεπερτόριο –είπαν ας πούμε και το "Πόσο Λυπάμαι" της Σοφίας Βέμπο, αλλά και το "Άσε Με Να Φύγω" της Αλέκας Κανελλίδου– τραγούδησαν όμως και το "Ποτέ, Ποτέ, Ποτέ": ανεπανάληπτο ντουέτο του Πάριου με την Ελένη Δήμου από το μακρινό 1987, σε μια διωδία αληθινά μοναδική. 



25 Ιανουαρίου 2023

Γιάννης Πάριος - Έλα Μου Χαμογέλα Μου [δισκοκριτική, 2016]


Δύο χρόνια μετά τον δίσκο «Όνειρα Κάνω» του 2014 (δείτε εδώ), ο Γιάννης Πάριος επέστρεψε στα πράγματα με το νέο άλμπουμ «Έλα Μου Χαμογέλα Μου». 

Μια κριτική μου γι' αυτό δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 2016 στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αλλά και κάποιες διορθώσεις εξισορρόπησης σε έναν παροδικό ενθουσιασμό που, πλέον, δεν κρίνεται (τόσο) δόκιμος.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο ως promo για την κυκλοφορία (είναι άλλωστε αυτή του εξωφύλλου)


Ακούω μερικές φορές να λένε ότι όλο τα ίδια και τα ίδια κάνει ο Γιάννης Πάριος, μα το δέχομαι και δεν το δέχομαι. Συμφωνώ, δηλαδή, ότι, εδώ και χρόνια, επικρατεί ένας συντηρητισμός· ότι έχει στρογγυλοκαθίσει σε ορισμένες δάφνες και δεν ξεκουνάει από εκεί με καμία κυκλαδίτικη Παναγία. 

Προσωπικά, όμως, δεν με (πολυ)ενδιαφέρει. 

Με την ίδια έννοια που δεν ζητάω από τον Leonard Cohen να μου κομίσει το καινούριο όταν βγάζει δίσκο, δηλαδή, έτσι δεν το ζητάω και από εκείνον. Ας τα κάνουν οι νεότεροι αυτά (τα κάνετε;). Ο Πάριος δικαιούται, εφόσον έτσι επιθυμεί, να ανακατεύει εις το διηνεκές την τράπουλα που φέρει πλέον τα δικά του αρχικά και να κρίνεται με το κατά πόσο καταφέρνει να ξανακερδίζει την παρτίδα. 

Στην τελευταία μας συνάντηση, στο «Όνειρα Κάνω» του 2014, έδωσε έναν δίσκο που μάλλον αντανακλούσε την ειρηνική του καλοκαιρινή ρουτίνα στην Πάρο: πρωινός καφές πριν το μπάνιο, τηγανητός σπάρος και σαλάτα όσο ζεματάει ο μεσημεριανός ήλιος, ούζα με φίλους το βραδάκι ή μοναχικές στιγμές με την κιθάρα ανά χείρας. Ακούσαμε έτσι έναν λιτό, διακριτικό Πάριο, να στοχάζεται πάνω στον γλυκόπικρο αντίλαλο που άφησαν οι μάχες των μεγάλων ερώτων της ζωής. Φέτος, κάμποσα πράγματα στα εκφραστικά μέσα παραμένουν τα ίδια –ίσως και ακριβώς τα ίδια. Όμως συναντάμε έναν Πάριο πιο μάχιμο, πιο «είμαι εδώ», πιο έτοιμο να βροντήξει στα φωνήεντα. Με τις δυνάμεις της νυν φωνής του, έστω.

Δεν μπόρεσα βέβαια να τα συμφωνήσω με τον εαυτό μου αν το «Έλα Μου Χαμογέλα Μου» διαθέτει περισσότερα καλά τραγούδια από το «Όνειρα Κάνω». Νομίζω πως όχι. Ίσως, όμως, οι κάπως-πιο-λαϊκές λοξοδρομήσεις να υπήρξαν πιο εύστοχες. Από την άλλη, ένα σημαντικό τμήμα του άλμπουμ κινείται στον αυτόματο πιλότο, με ορισμένες στιγμές να αποτελούν ευδιάκριτα μείον για το σύνολο. 

Ασφαλώς, αυτόματος πιλότος σημαίνει (και) δεδομένη κλάση στις ενορχηστρώσεις, στα παιξίματα, στη λογική μιας κάπως φρεσκαρισμένης ελαφρολαϊκής παραγωγής. Έστω κι αν δεν θίγεται ποτέ και στο παραμικρό η ζώνη ασφαλείας του ερμηνευτή. 

Σημαίνει όμως και την ανάγκη να φέρουμε τη Μελίνα Ασλανίδου για ένα ντουέτο ευπρόβλεπτα νερόβραστο ("Θα Σ' Αγαπώ", με άσπρα κοχύλια, γλάρους και έτερα βαρετά), μιας και τραγουδούσαμε μαζί την προηγούμενη σεζόν. Αναλόγως, σημαίνει ότι θα βρείτε σημεία όπου η βαρθακούρεια ευθεία υπηρετείται έστω και στο όριο του ευπρόσωπου, όπως λ.χ. στο ραδιοφωνικό σουξέ "Εσύ Αλλού Κι Εγώ Στην Πάρο" ή στο "Κι Άλλη Μέρα Πέρασε". Όμως βέβαια και έτερα σημεία, που είτε οδηγούν σε κρεσέντο χασμουρητών ("Έκανα Αγώνα"), είτε προκύπτουν σοκαριστικώς άστοχα ("Τα Μπαράκια"), είτε σε μπαϊλντίζουν προβάλλοντας την κλάψα τους σε φόντο γεμάτο έγχορδα και ηλεκτρικές κιθάρες ("Καλή Σου Ώρα").  

Στην άλλη μπάντα, βρίσκονται τραγούδια οριακώς πιο ξάστερα. Στο "Απόψε Σε Θυμήθηκα" έχουμε 1980s λαϊκό κλίμα κι έναν Πάριο να άδει «κι αν δεν μ' αγάπησε αυτή, έτσι είναι ρε φίλε η ζωή» με μια σχεδόν παλικαρίσια επίγνωση της συντριβής, που επιβιώνει της θορυβώδους ενορχήστρωσης. Στο "Πιάσε Με Αν Μπορείς" διηγείται το τέλος ενός έρωτα που ποτέ δεν βρήκε τη χρυσή τομή, με τόνο πικρής, προσγειωμένης διαπίστωσης. Και στο "Άχου Μικρό Μου" έχουμε έναν εκσυγχρονισμό της γερνάς-και-σκοτεινιάζει θλίψης του παλιού ελαφρού ρεπερτορίου, με τον Πάριο να συγκινεί με τον τρόπο που τραγουδάει τη φράση «Ο έρωτάς σου στον ουρανό μου, ένας μικρός θεός».

Σε ένα από τα εγχώρια σουξέ του φετινού καλοκαιριού, ο Κωνσταντίνος Χριστοφόρου εξηγεί γιατί, στις στιγμές όπου τελειώνουν οι αντοχές και τα πάντα γκρεμίζονται από τον σεισμό κάποιου έρωτα, «βάζει έναν Πάριο» –συμμετέχει μάλιστα, και το ίδιο το τιμώμενο πρόσωπο. Τον βάζει βέβαια στο αυτοκίνητο τέρμα, καθώς τον νικάνε οι υπερβολές και η κυρίαρχη νεοελληνική καγκουριά. Δεν έχει τόση σημασία, όμως. Σημασία έχει ότι το τραγούδι του λέει μια αλήθεια που έχει ισχύσει κι ακόμα ισχύει για την πλειονότητα των μουσικόφιλων Ελλήνων: όσο "Ανεπανάληπτος" κι αν έχει υπάρξει ενίοτε ο Τόλης, όταν πρόκειται για υποθέσεις της καρδιάς, ο Πάριος είναι άρχοντας και βασιλιάς. Εκείνος ο τραγουδιστής που κάνει τα μικρά πράγματα, μεγάλα.



24 Ιανουαρίου 2023

Γιάννης Πάριος - Όνειρα Κάνω [δισκοκριτική, 2014]


Συνεχίζοντας την ανασκόπηση των επαγγελματικών «συναντήσεων» με τον Γιάννη Πάριο, μετά την παρακολούθηση της συναυλίας Βασίλη Τσιτσάνη στο Μέγαρο Μουσικής τον Απρίλιο του 2013 (δείτε εδώ), ήρθε ο δίσκος «Όνειρα Κάνω» (2014).

Κάπως το έφερε δηλαδή κι έπεσα στο ραδιόφωνο σε ένα από τα τραγούδια του δίσκου, το "Φωτεινό Μου Καλοκαίρι". Και είχε να μου αρέσει καινούριο κομμάτι του Πάριου από το 2009. 

Οπότε αναζητήθηκε το άλμπουμ και μια κριτική γι' αυτό γράφτηκε τότε στο Avopolis –αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που κυκλοφορούσε εκείνη την περίοδο στον Τύπο, ως promo


Ο πιο ωραίος Γιάννης Πάριος που άκουσα εδώ και αρκετά χρόνια πέρασε μάλλον απαρατήρητος, σε επίπεδο δημοσιότητας. Κάτι ακούστηκε τις μέρες που το νέο άλμπουμ μοιράστηκε με την εφημερίδα «Real News», κάπου πήρε το αυτί μου και το "Τελειώσαμε Τελειώσαμε", κι αυτό ήταν όλο. 

Δεν ξέρω, βέβαια. Μπορεί η υπόθεση του «Όνειρα Κάνω» να τράβηξε σε νούμερα –άλλωστε ο Πάριος παραμένει όνομα τεράστιο για τα εγχώρια δισκογραφικά δεδομένα και κάποιες ηλικίες λειτουργούν με αντανακλαστικά που δεν πιάνουν οι μικρότεροι. Πάντως σεισμικές δονήσεις και γκραν σουξέ δεν είχαμε. Κι αυτό το ίντερνετ, πλημμυρισμένο στα δελτία Τύπου. Επίθετα, υπερθετικοί, κολακείες, θαυμαστικά... Καμία γνώμη, καμία κριτική. Τοτέμ Πάριος. Α, ναι, υπάρχει κάπου κι ένα ανάλογου προσανατολισμού κείμενο βαφτισμένο «δισκοκριτική». Εντάξει, θα βαφτίσω κι εγώ κοντοσούβλι τα κολοκύθια με τη ρίγανη και θα κοιμηθώ χορτάτος.  
 
Ο φετινός Πάριος δείχνει λιτός, ήσυχος. Δεν είναι απαραίτητα· και καμιά φωνή βάζει πού και πού, αλλά κι ένα πλήθος οργάνων θα συναντήσετε αν χαζέψετε τα credits: πιάνο, ακορντεόν, κιθάρες, μπουζούκι, μπάσο, κρουστά, σαξόφωνο, μα και νέϋ, τσέλο, ντουντούκ, ούτι, μαντολίνο. Η μισή επιτυχία του «Όνειρα Κάνω» οφείλεται λοιπόν στην ενορχήστρωση, καθώς ο Ντίνος Γεωργούντζος αποδεικνύεται άνθρωπος με πολύτιμη αίσθηση του μέτρου. Υπό τη διεύθυνσή του η πληθώρα των οργάνων σπάει, το πομπώδες αποφεύγεται κι επικρατεί μια λογική τόσο/όσο, αληθινά ευεργετική για τις ανάγκες του συγκεκριμένου υλικού. Ψιλοκλισέ βέβαια οι συνολικές διαδρομές και ολίγον α-λα-παλαιά το κλίμα, δίχως κάτι το απροσδόκητο. Όμως δεν έχει σημασία. Οὐκ ἐν τῇ καινοτομία τό εὖ. 
 
Η άλλη μισή επιτυχία του δίσκου ανήκει στον ίδιο τον Πάριο. Ούτε κι αυτός βέβαια έγραψε κάτι το συναρπαστικό (σχεδόν όλα τα τραγούδια είναι σε μουσική/στίχους δικά του), έχω μάλιστα την αίσθηση πως όσο το πάει προς το λαϊκό, τόσο μπουρδουκλώνεται στις νοσταλγίες ("Στου Κάτω Κόσμου Τα Σκαλιά") ή σε μοτίβα φθαρμένα πια από την πολυχρησία, τύπου "Του Άντρα Το Ζεϊμπέκικο". Αρκετά ωστόσο από τα τραγούδια που ακούμε εδώ –το "Φωτεινό Μου Καλοκαίρι", το ομώνυμο "Όνειρα Κάνω", το "Σαν Την Άνοιξη" ή το προαναφερθέν "Τελειώσαμε Τελειώσαμε"– δεν δυσκολεύονται να εκπέμψουν την αλήθεια του έρωτα για τον οποίον γιορτάζουν, θρηνούν ή μελαγχολούν: χωρίς φιοριτούρες και μεγαλοστομίες, εκφράζουν επιτυχώς ό,τι ο ίδιος ο Πάριος χαρακτήρισε, μιλώντας στον Νίκο Χατζηνικολάου, «πότε φουρτούνα, πότε καλοσύνη».
 
Πάνω όμως από το υλικό και τις άξιες ή ανάξιες στιγμές του, στέκουν οι ερμηνείες. Τον ακούω τον Πάριο στο «Όνειρα Κάνω» και σε τίποτα δεν μοιάζει στον αυτάρεσκο, φωνακλά και λιγωτικό τραγουδισταρά που θαύμασα και δεν θαύμασα πριν έναν χρόνο στο Μέγαρο Μουσικής. Απεναντίας μάλιστα, αν μου φέρνει κάτι κατά νου, είναι τον πατέρα μου να παίζει κιθάρα και να μουρμουρά τραγούδια έτσι για το κέφι και την πάρτη του, δίχως να ξέρει ότι είναι και κάποιος άλλος εκεί γύρω και τον ακούει. 
 
Αναβλύζει από καρδιάς ο φετινός Γιάννης Πάριος, με μια διακριτικότητα που προσωπικά με άγγιξε, θυμίζοντάς μου έναν άλλον ενδιαφέροντα σταθμό στην καριέρα του –το άλμπουμ «Βίος Ερωτικός» του 1994. Μπορεί λοιπόν να μην είναι η δική μου μουσική αυτή που παίζει εδώ, διαθέτει εντούτοις στόφα, μεράκι, αλλά κι έναν γλυκόπικρο αντίλαλο από τις μάχες των μεγάλων ερώτων της ζωής. Όσων δεν δίνονται (αναγκαστικά) σε νεαρή ηλικία.



23 Ιανουαρίου 2023

Γιάννης Πάριος: «Ο δικός μου Βασίλης Τσιτσάνης» - ανταπόκριση (2013)


Ένας χαμός έχει γίνει με κάποιες επικείμενες συναυλίες του Γιάννη Πάριου σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, καθώς τα διαθέσιμα εισιτήρια εξαντλούνται γοργά, οπότε μπαίνουν και νέες ημερομηνίες. 

Είναι λογικό. Τεράστιος τραγουδιστής ο Πάριος και ιδιαίτερα λαοφιλής. Έστω κι αν δεν πρόσεξε πάντα το ρεπερτόριό του. Έστω κι αν δεν διαθέτει, πια, τη φωνάρα της ακμής του. 

Κάποτε ήταν από τις φιγούρες που ταύτιζα με μια περασμένη Ελλάδα. Όμως τέτοια διαμετρήματα υπερβαίνουν από τη φύση τους αυτές τις νεανικές αφέλειες, περιόδων στις οποίες θεωρείς ότι οι δικοί σου ήρωες μπορεί να προέρχονται μόνο από την επικαιρότητα. 

Επαγγελματικά, τώρα, δεν ευτύχησα ποτέ μέχρι τώρα να συναντήσω τον Πάριο για κάποια συζήτηση. «Συναντηθήκαμε» όμως σε διάφορες περιστάσεις, με βάση αυτά που έκανε τα τελευταία 15 χρόνια.

Η παλιότερη από αυτές τις «συναντήσεις» ήταν στο Μέγαρο Μουσικής τον Απρίλιο του 2013, τότε που παρουσίασε την παράσταση «Ο δικός μου Βασίλης Τσιτσάνης». Κάπου έχω ακόμα ένα συγχαρητήριο e-mail από τον Τάσο Μαρούγκα, ο οποίος δούλεψε χρόνια στην ΕΜΙ και τον θυμάμαι ως έναν από τους καλύτερους επαγγελματίες που είχαμε στην εγχώρια δισκογραφία (σε πιο ανθηρές μέρες από τις σημερινές, βέβαια). Παρότι την κριτική μου δεν την έλεγες και θετική.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που κυκλοφορούσε εκείνα τα χρόνια ως promo στον εγχώριο Τύπο 


Κι άλλος Τσιτσάνης; Πάλι Τσιτσάνης; Έχει κάποιο νόημα; Ή για ακόμα μία φορά το λαμπρό παρελθόν επιστρατεύτηκε ως διέξοδος σε ένα αχνό, μπερδεμένο παρόν; 

Έχει –κάποιο– νόημα. Έχει όσο κρατούν οι συζητήσεις για το ποιος ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης και οι απαντήσεις κινούνται μηχανικά στο δίπολο Χατζιδάκις/Θεοδωράκης, ενώ δεν ήταν κανείς απ' τους δύο. Από την άλλη, όπως ακούσαμε πολύ Χατζιδάκι μια δεκαετία/δεκαπενταετία πριν, έτσι ακούμε και πολύ Τσιτσάνη τώρα. Και πάλι όμως, ακούμε επιφανειακά. Μένουμε στον αφρό. Προσωπικά, δηλαδή, δεν αντέχω άλλο "Μπαξέ Τσιφλίκι". Και, δεν ξέρω, τέτοια τραγούδια δεν θα έπρεπε να έχουν αυτή την τύχη. Ο Γιάννης Πάριος, βέβαια, ξεκίνησε το αφιέρωμά του με το "Μπαξέ Τσιφλίκι". Διάσταση απόψεων πλήρης.

Λίγες στιγμές πιο πίσω κι ενώ περίμενα την έναρξη, ανακαλούσα προσφάτως συζητημένα Τσιτσάνεια, συναυλιακά, δισκογραφικά ή και τα δύο: ο Γιώργος Νταλάρας, πιστός στο πνεύμα μιας εποχής, μα και υπό το πρίσμα του δικού του βεληνεκούς∙ ο Γιώργος Μαργαρίτης, ίσως υπερβολικά πιστός στα περασμένα, αλλά με μια αλανιάρικη λαϊκή στόφα, συναγωνίσιμη πλέον μόνο από τον Θέμη Αδαμαντίδη∙ ο Βασιλικός των Raining Pleasure, σε μια αξιοπερίεργη απόπειρα αποδόμησης. Και τώρα ο Πάριος, σε μια προσπάθεια να τον φέρει στα μέτρα κάποιου που μεγάλωσε ακούγοντας τα συγκεκριμένα τραγούδια από τον πατέρα του, σε μια εποχή που ό,τι εκπροσωπούσε ο Βασίλης Τσιτσάνης έμπαινε πια μετά βαΐων και κλάδων στα «καθώς πρέπει» σπίτια και οι γειτονιές αντιλαλούσαν από τις επιτυχίες του.

Αν πέτυχε; Εξαρτάται σε τι βάση το βλέπετε. Στο τέλος της συναυλίας, ας πούμε, το κοινό καταχειροκροτούσε όρθιο. Μπορεί να ήταν μεγάλο ως πολύ μεγάλο σε ηλικία –σποραδικά εντόπιζες ωστόσο και νεαρά πρόσωπα, κυρίως γυναίκες– εντούτοις δεν ήταν τουρίστες: ξέρανε πολύ καλά τα τραγούδια τα οποία παίχτηκαν, στίχο με στίχο. Και δεν μιλάμε για λίγο κοινό, σημειωτέον. Γέμισε σχεδόν η αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», επιβεβαιώνοντας ότι λεφτά (εξακολουθούν να) υπάρχουν.

Ας μην αφήνω περιττά υπονοούμενα, τον χειροκρότησα κι εγώ τον Γιάννη Πάριο. Ίσως όχι τόσο θερμά, καθώς οι αντιρρήσεις μου σωρός· πάντως το κέρδισε το παλαμάκι. Πες ό,τι θες για το τι τραγουδάει, παραμένει στα 67 του ένας σπουδαίος ερμηνευτής. Άλλη κλάση. Επίσης, το εννοούσε αυτό το «ο δικός μου Τσιτσάνης»: με το που βγήκε στη σκηνή αδιαφόρησε για τον κώδικα Μέγαρο και το πουτάνεψε το πράγμα –ας μου επιτραπεί η έκφραση. Μας παρότρυνε για ενεργό συμμετοχή, κατάργησε τις αποστάσεις, έκανε το Μέγαρο να θυμίζει πάλκο: «Άαντε ντε!», βρυχήθηκε σχεδόν προστακτικά βλέποντας πόσο δειλά τραγουδούσαμε μαζί του το "Σερσέ Λα Φαμ". 

Θα μου πεις, τι το ήθελε το Μέγαρο αν είχε τέτοιες διαθέσεις; Δεκτό. Πάντως Τσιτσάνης στη μούγγα, ε, δεν γινόταν. Ακόμα, δίχως να θέλω να μειώσω τον Ντίνο Γεωργούντζο, ο οποίος είχε τη μουσική διεύθυνση μιας άξιας ορχήστρας, αληθινός μαέστρος ήταν ο Πάριος. Με χέρια, πόδια, βλέμματα ή και όλα μαζί. Ακόμα κι αν είχε πλάτη τους μουσικούς και τη χορωδία –έπεσε μάλιστα και παρατήρηση σε ένα σημείο. Φοβερός τύπος. 

Κρατώ ωστόσο κάμποσες διαφωνίες. Έμεινε σε ασφαλή νερά και σε χιλιοειπωμένα τραγούδια η εκλογή του set, ενώ μιλάμε για έναν συνθέτη με παραγωγή που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τρεις βραδιές με εντελώς διαφορετικό πρόγραμμα. Και όταν στο δεύτερο μέρος δεν παίχτηκε το "Πάλιωσε Το Σακάκι Μου" (προσωπική απογοήτευση), θεώρησα ότι ο Πάριος το κράτησε για encore. Κι όμως, ως encore έπαιξε ξανά τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" και το "Ξημερώνει Και Βραδιάζει"... Μα δεν είχαν προετοιμαστεί άλλα τραγούδια; Αλγεινή η εντύπωση, έστω κι αν η "Συννεφιασμένη Κυριακή" (ψιλο)ευτύχησε σε τούτη τη δεύτερη εκτέλεση, καθώς στην πρώτη –ως δεύτερο τραγούδι της βραδιάς– αποδόθηκε ως πανηγυρική Φανφάρα για τον Κοινό Άνθρωπο. Και μόνο τέτοια δεν είναι. Καμιά χαρά δεν χάθηκε, καμιά καρδιά δεν μάτωσε στην πρώτη ερμηνεία.

Σε ορισμένα τραγούδια βρέθηκαν όντως πατήματα με τον κόσμο της φωνάρας του Πάριου: βγήκε δηλαδή το απαραίτητο συναίσθημα στο "Χωρίσαμε Ένα Δειλινό", υπήρξε το ζητούμενο σκέρτσο στο "Δώδεκα Η Ώρα" κι επιτεύχθηκε σύζευξη συνθέτη-τραγουδιστή σε στιγμές όπως τα "Αχάριστη", "Το Σκαλοπάτι Σου", "Κάθε Βράδυ Πάντα Λυπημένη", "Μεσ' Την Πολλή Σκοτούρα Μου" (που άρχισε, εύστοχα, ως αργός αμανές) και "Γλυκοχαράζουν Τα Βουνά". Ως γενική εντύπωση, όμως, δεν βρήκα ότι ο Τσιτσάνης πήγαινε στον Πάριο. Ή ο Πάριος στον Τσιτσάνη. 

Ο Τσιτσάνης του Πάριου δεν στερούνταν οπτικής, άποψης, εξοικείωσης, αγάπης εκ μέρους του δημοφιλούς ερμηνευτή. Αλλά, προσαρμοσμένος στο λαρύγγι του, ξεμάκρυνε αισθητά από το λιτό, δωρικό, συγκρατημένο στιλ με το οποίο τον γνωρίζουμε από τη δισκογραφία. Ράφτηκε στα μέτρα ενός τραγουδισταρά φωνακλά, υπερβολικού, θεατρίνου, ενίοτε αυτάρεσκου και συναισθηματικώς λιγωτικού: με ενόχλησαν τα τόσα «εεεε» και «αααα» και «πάμε!», αν και κατά τη διάρκεια της βραδιάς συμφιλιώθηκα μαζί τους, διότι αυτός είναι ο Πάριος βρε παιδί μου, έτσι το νιώθει το τραγούδι, έτσι μπορεί να βγει να στο πει. 

Το εκτίμησα λοιπόν που δεν προσπάθησε να δειχτεί ως κάποιος άλλος, τάχα μου πιο σοβαρός. Γι' αυτό και θα το ξαναπώ: ο δικός του Τσιτσάνης δεν στερούνταν οπτικής, άποψης, εξοικείωσης, αγάπης. Και, εκ του αποτελέσματος, ταυτίστηκε πλήρως με τον Τσιτσάνη του κοινού που είχε έρθει ως το Μέγαρο, το οποίο προφανώς αγαπά το μπουζούκι του πιο «ευρωπαϊκόν», πιο ελαφρό και εκπολιτισμένο, όπως εύστοχα σημείωνε ήδη από το 1953 η Ελένη Βλάχου (σε χρονογράφημά της στην «Καθημερινή», 26/7/1953). Δεν ταυτίστηκε, όμως, με τον δικό μου Τσιτσάνη. Εξακολουθώ να τον προτιμώ πιο βαρύ και κάπως σκέτο.