Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάλαμας Πέτρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάλαμας Πέτρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18 Νοεμβρίου 2022

Πέτρος Μάλαμας - Κοιτάσματα [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από τo 2017 στο άλμπουμ «Κοιτάσματα» του Πέτρου Μάλαμα, γιου του δημοφιλέστατου τραγουδοποιού Σωκράτη Μάλαμα, που τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να αρθρώσει μια δική του πορεία στα έντεχνα μουσικά πράγματα. 

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με πολύ μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Θάνο Λαΐνα και προέρχεται από συναυλία του Πέτρου Μάλαμα στο Θέατρο Βράχων του Βύρωνα, τον Ιούλιο του 2019


Ο γιος του Σωκράτη Μάλαμα συγκαταλέγεται στους τελευταίους κρίκους μιας αλυσίδας νεότερων καλλιτεχνών που προσπαθούν, με τις μικρές τους φωνές, να δημιουργήσουν ξανά προσδοκίες μεγάλες. Αντιπαλεύοντας διάφορα αδιέξοδα πάνω στα οποία βαράει το κεφάλι του το εγχώριο (ελληνόφωνο) τραγούδι, από τον Βραχνό Προφήτη και μετά. 

Αυτό το «ο γιος του Σωκράτη Μάλαμα», βέβαια, ενδεχομένως να τον αδικεί –αν και όλοι ξέρουμε ότι, σε πρώτο επίπεδο, είναι ένας λειτουργικός κράχτης, ικανός επίσης να ανοίξει πόρτες που ενώπιον άλλων ίσως να έστεκαν και πεισματικά κλειστές: ο πατέρας του υπήρξε σημαντικός πέρα από γούστα και προτιμήσεις και εξακολουθεί να χαίρει μεγάλου σεβασμού, ακόμα και ανάμεσα σε όσους βαριούνται αυτά που είχε να προτείνει μετά το Άδειο Δωμάτιο (2005). Όμως, αν και μερικές φορές ο Πέτρος Μάλαμας κινείται κοντά σε εκείνον ως ερμηνευτής ("Ηλιόλουστη", "Να Ξεκουραστώ", "Ματαιοδοξία"), προσπαθεί για κάτι το διαφορετικό. Και ίσως τα Κοιτάσματα να το δείχνουν ακόμα πιο ξεκάθαρα συγκριτικά με την Καναδέζα (2015), τον δίσκο δηλαδή με τον οποίον μας συστήθηκε.

«Προσπαθεί», ωστόσο, δεν σημαίνει και ότι «καταφέρνει».

Ο Μάλαμας υιός κάνει εδώ μια φιλότιμη απόπειρα να ξανασυντονίσει το νεοπαραδοσιακό έντεχνο στυλ στο οποίο μεσουράνησε ο πατέρας του με τη διεθνή παραγωγή· ο συντονισμός υπήρχε στο ξεκίνημα του εν λόγω ήχου (θυμηθείτε λ.χ. τον ωραίο δίσκο του 1989 Ασπρόμαυρες Ιστορίες), μα χάθηκε στην πορεία. Με αποτέλεσμα να επικρατήσει μια ομφαλοσκόπηση που πολύ κακό έχει κάνει, αφενός «παγώνοντας» τον διάλογο με τη Δύση κάπου στα τέλη των 1970s, αφετέρου κομίζοντας μια επιφανειακή σχέση με την παράδοση –άλλο βλέπετε η επεξεργασμένη «παράδοση» του Νίκου Παπάζογλου, άλλο ο πλούτος του δημοτικού ρεπερτορίου. Σε επίπεδο  ενορχηστρώσεων, πάντως, ο Μάλαμας υιός το παλεύει: το έκανε και στο ντεμπούτο του, το κάνει κι εδώ, όπου είναι απλά ερμηνευτής των συνθέσεων του Λεωνίδα Μπαλάφα και των στίχων του Πάνου Δημητρόπουλου, με την ενορχήστρωση να υπογράφεται από τον Κώστα Νικολόπουλο.

Αλλά αυτό που ενορχηστρώνεται στα Κοιτάσματα, είναι ασθενικό. Λίγο. 

Στα βασικά –στους ήχους, στους στίχους, στην εκφορά του λόγου– κυριαρχούν τα ίδια και τα ίδια. Ο Μπαλάφας, ο καλύτερος των νεοπαραδοσιακών επιγόνων κι αυτός που φαίνεται να έχει την υγιέστερη σχέση με το παραδοσιακό μέρος της εξίσωσης, παρουσιάζεται αναιμικός: ένα κρητικό τέμπο εδώ, ένας ηπειρώτικος απόηχος εκεί, δεν έρχονται για να δώσουν πολύτιμα καύσιμα στο υλικό, μα για να αποτελέσουν γαρνιτούρα, ώστε να σπάσει λίγο η εντεχνίλα. Κι ένα τραγούδι που το λέει ντουέτο με τον Μάλαμα ("Αδερφέ"), είναι από τα χειρότερα της συγκομιδής. Προβλέψιμο, δεύτερο, και με διδακτικό τόνο φοιτητικού ημερολογίου τοίχου σε επαρχιακή εστία των 1990s («σαν χαθείς βρες τον εαυτό σου/να χαρείς τον καλό καιρό σου»). Μόνο κακό κάνει, λοιπόν, τοποθετημένο ως είναι στην έναρξη, αποτελώντας δηλαδή την πρώτη επαφή με τον δίσκο.  

Σε συνεντεύξεις του Πέτρου Μάλαμα, διαβάζω ότι μεγαλώνοντας τον συγκίνησε ο David Bowie, οι Nirvana, ο Michael Jackson. Πού είναι λοιπόν αυτά τα πράγματα; Πού είναι τα όσα του δώρισαν, πού είναι η οπτική και το φίλτρο του; Η πρότασή του για το πώς μπορούν να συμπορευτούν με την Ελλάδα που έχει επίσης αγαπήσει μουσικά; 

Στα Κοιτάσματα, ο Πέτρος Μάλαμας βρήκε λιγότερα να πει απ' ό,τι στην Καναδέζα. Κι αυτό είναι απογοητευτικό, γιατί αναλωνόμαστε ξανά μανά σε κόρες της Ανατολής και σε εκνευριστικές αμπελοφιλοσοφίες –για το ξεκλείδωμα και τη μεταμόρφωση, για τη ζωή που είναι λέει ένα έργο, για το ότι κάθε άνθρωπος μπορεί. Μέσα σε ένα τέτοιο τέλμα, βουλιάζουν κι εκείνα τα χείλη τα γλυκά «σταφύλια γινωμένα», η ευτυχέστερη δηλαδή στιχουργική στιγμή του Δημητρόπουλου μέσα εδώ. 

Επιπλέον, με βάση τα Κοιτάσματα, ο Πέτρος Μάλαμας απέχει πολύ απ' όσους δημιουργούς αγωνιούν να εκφράσουν το σήμερα κρατώντας τη γλώσσα τους ελληνική και μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, συχνά πάνω από ήχους οι οποίοι δεν θα βρουν εύκολα ταμπέλα στο δισκοπωλείο (αν φτάσουν δηλαδή ποτέ εκεί) ή τύχη σε συντηρητικά ραδιόφωνα. Και φοβάμαι ότι, αν κάτι δεν αλλάξει δραστικά στον όλο ορίζοντα, η όποια ελπίδα –αυτή η «σιωπηλή και γλυκοφιλημένη ηρωίδα» του τελευταίου κομματιού του δίσκου– θα λάβει απλά τη μορφή μιας μελλοντικής δουλειάς με τίτλο Ο Σωκράτης Μάλαμας Τραγουδά Πέτρο.