Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαυρουδής Νότης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαυρουδής Νότης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

04 Ιανουαρίου 2023

Νότης Μαυρουδής - συνέντευξη (2008)


Λυπηρά τα νέα για τον Νότη Μαυρουδή και το απροσδόκητο τέλος του, λόγω μιας πτώσης στο σπίτι του στην Κουκουράβα του Πηλίου, όπου είχε μεταβεί για τις μέρες των γιορτών.

Τα περισσότερα αποχαιρετιστήρια από όσα διάβασα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον θέλουν έναν ευγενικό και γλυκό άνθρωπο. Και δεν είναι τα γνωστά κλισέ τέτοιων στιγμών αυτά, γιατί έτσι τον θυμάμαι κι εγώ από τον Ιούνιο του 2008, όταν με καλοδέχτηκε στο σπίτι του για μια κουβέντα –είχε βγάλει, τότε, τον δίσκο «Μια Νύχτα Στους Αιώνες», με την Αναστασία Μουτσάτσου. Και, σημειωτέον, όχι με τον γλυκουλίνικο τρόπο με τον οποίον λέγονται συνήθως τέτοια λόγια: αν μη τι άλλο, ο Μαυρουδής είχε και το θάρρος της γνώμης του δίπλα στην έμφυτη ευγένεια, γι' αυτό και απάντησε δίχως περιστροφές σε διάφορες ερωτήσεις που του έθεσα.

Η συζήτησή μας δημοσιεύτηκε εκείνο το (μακρινό, πια) καλοκαίρι στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Ως ελάχιστος φόρος τιμής σε έναν άνθρωπο που βρισκόταν στην εγχώρια δισκογραφία από το 1964, υπηρετώντας την τόσο ως συνθέτης περιωπής, όσο και ως καταπληκτικός κιθαρίστας.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που έχει δοθεί κατά καιρούς ως promo για τον Τύπο. Η κεντρική ανήκει στον Alessandro Giacalone


Κυκλοφορήσατε πρόσφατα ένα νέο άλμπουμ με την Αναστασία Μουτσάτσου, με την οποία και συνεργάζεστε τελευταία. Τι σας έκανε να της εμπιστευτείτε έναν ολόκληρο δίσκο με επανεκτελέσεις; 

Κατ' αρχάς, η Αναστασία επέλεξε το περιεχόμενο. Αποφάσισε δηλαδή ο επόμενός της προσωπικός δίσκος να είναι με δικά μου τραγούδια, τηλεφωνηθήκαμε, μου έκανε τη συγκεκριμένη πρόταση και μου άρεσε. Βέβαια, το πρόβλημα που προέκυψε ευθύς αμέσως ήταν ότι όλο το ρεπερτόριο που θα συμπεριλαμβανόταν στο «Μια Νύχτα Στους Αιώνες» θα ήταν επανεκτελέσεις. Μπήκαμε έτσι στον προβληματισμό του κατά πόσο θα μπορούσε να λειτουργήσει, εφόσον ο κόσμος είναι δεμένος με την πρώτη εκτέλεση ενός τραγουδιού, άρα και ταυτισμένος με κάποιες συγκεκριμένες φωνές –π.χ. του Γιώργου Ζωγράφου, η οποία σηματοδότησε εποχή, κλίμα, αλλά και τραγουδιστικό είδος. 

Ασφαλώς, το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τον συγκεκριμένο δίσκο: προκύπτει κάθε φορά που ένα δοκιμασμένο τραγούδι παρουσιάζεται σε νέο ας πούμε σκηνικό, είτε για επανεκτέλεση μιλάμε, είτε για διασκευή. Εγώ, βέβαια, λόγω κυρίως του οργάνου το οποίο παίζω, είμαι εξοικειωμένος με τις διασκευές, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου της κιθάρας είναι οι διασκευές. 

Τα τραγούδια, λοιπόν, έπρεπε να «πειραχτούν», να τροποποιηθούν δηλαδή ενορχηστρωτικά, αλλά όχι ριζικά, ώστε να μη χαθεί και το αυθεντικό τους ύφος. Παράλληλα, κάναμε πάρα πολλές συζητήσεις και με την Αναστασία ως προς το πώς έπρεπε να ειπωθούν. Η ίδια δούλεψε πολύ πάνω σε αυτό. 

Υπάρχει μια διάχυτη εντύπωση, πάντως, ότι κερδήθηκε το στοίχημα…

Η Αναστασία διαθέτει μια ιδιαίτερη φωνή, η οποία είναι πολιτογραφημένη για ένα άλλο είδος τραγουδιού –δεν θα το αποκαλούσα rock, αν και δεν ξέρω ποια ακριβώς ετικέτα θα του πήγαινε. Ως τώρα είχε ασχοληθεί με τραγούδια που θα έλεγα πως ανήκουν στη νέα ελληνική σκηνή, έχοντας λαϊκές αποχρώσεις. Το «Μια Νύχτα Στους Αιώνες» της έδωσε λοιπόν ένα νέο πεδίο δράσης, το οποίο η ίδια επεδίωξε. 

Νομίζω ότι είπε πολύ ωραία τα παλιά μου τραγούδια. Από εκεί και πέρα, το πώς θα λειτουργήσει στον κόσμο και στην αγορά, είναι μια διαφορετική ιστορία, που δεν προβλέπεται. Κι αυτή είναι, άλλωστε, η μαγεία των δίσκων και των τεχνών γενικότερα: αλλιώς θα ήταν σαν να γεννάς ένα παιδί και να ξέρεις τι θα γίνει στη ζωή του. Όσοι προσπάθησαν να «προγραμματίσουν» ένα παιδί, απέτυχαν.   

Έχετε σκεφτεί να κάνετε με τη Μουτσάτσου κι έναν δίσκο με δικό σας, πρωτότυπο υλικό; 

Βέβαια. Υπάρχει στο μυαλό μου μια τέτοια σκέψη, να μαζέψω δηλαδή νέα τραγούδια μου και να τα πει η Αναστασία. Αλλά είμαστε ακόμα πολύ κοντά στην κυκλοφορία του «Μια Νύχτα Στους Αιώνες» και για εμένα είναι σημαντικό να μεσολαβήσει ένα διάστημα, ώστε να «αποτοξινωθώ» από το ένα υλικό και να περάσω στο άλλο, με καινούριες σκέψεις και καινούρια δεδομένα. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν γράφω: υπάρχουν στο συρτάρι μου καινούρια τραγούδια, τα οποία νιώθω πως θα πήγαιναν στη φωνή της.

Πρέπει να είστε από τους λίγους, πλέον, που σας ενδιαφέρει να κυλάει αρμονικά ένα χρονικό διάστημα από δίσκο σε δίσκο, αντί να σας πιάνει το άγχος της παραμονής σε μια γοργά εξελισσόμενη επικαιρότητα…

Θέλω οι δίσκοι μου να έχουν ένα θέμα, μια σκέψη που να πηγαίνει το έργο μου παραπέρα, όχι παραπίσω. Δεν θέλω να κάνω έναν ακόμα δίσκο, αλλά δίσκους με λόγο ύπαρξης. Εύκολα πράγματα είναι αυτά; Είναι πάρα πολύ δύσκολα. 

Δεν θα ήθελα να πω ονόματα, μα υπάρχουν συνάδελφοί μου συνθέτες, πολύ ταλαντούχοι, οι οποίοι μπορεί να κάνουν 2 και 3 δίσκους κάθε χρόνο, με διάφορους τραγουδιστές, με ορχήστρες κτλ. Επειδή δηλαδή σου ζητάνε οι δισκογραφικές εταιρείες; Είναι λόγος αυτός; Και σε ποια αγορά; Βλέπεις έτσι ένα υλικό στερεμένο, δίχως φαντασία, που δεν αναδιπλώνει τίποτα ώστε να το πάει παραπέρα. Και γεμίζει ο τόπος με δίσκους η κατάληξη των οποίων είναι, τελικά, η χωματερή. 

Συχνά ακούμε ότι ο κόσμος δεν θέλει τα όσα ξεφεύγουν από την πεπατημένη. Εσείς, όμως, μαζί με τον συνεργάτη σας Παναγιώτη Μάργαρη, αποδείξατε με τα άλμπουμ της σειράς «Café De L' Art» –τα πιο επιτυχημένα εμπορικώς, στον χώρο της κιθάρας– ότι είναι τελικά ανοιχτός και σε άλλα πράγματα...

Είναι νομοτέλεια ότι ο κόσμος είναι ανοιχτός και δεν θέλει μόνο ένα πράγμα. Και γι' αυτό ήμουν σίγουρος τόσο εγώ, όσο και ο Παναγιώτης ο Μάργαρης. Βέβαια, όταν φτιάχτηκε το πρώτο «Café De L' Art» (1999), με ρώταγαν διάφοροι αν είμαι τρελός και τι με έπιασε να κάνω έναν δίσκο με δύο κιθάρες, τον οποίον δεν θα αγόραζαν παρά 100 άνθρωποι. Αυτά τα λένε συνήθως όσοι είναι στενά συνδεδεμένοι με τις δισκογραφικές εταιρείες κι επιθυμούν να πάνε την υπόθεση τραγούδι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τέτοιες επιλογές, όμως, είναι που έχουν φέρει τη δισκογραφία στο σημερινό της κατάντημα. 

Επίσης, δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να βλέπουμε μόνο το τι πουλιέται, γιατί αυτή είναι η εικονική πραγματικότητα. Γιατί και όταν λέμε ο «κόσμος», πάλι γενικεύουμε: αποτελεί πολύ μεγάλο θέμα συζήτησης το δείγμα κόσμου στο οποίο κάθε φορά αναφερόμαστε. Εμένα, λοιπόν, επειδή με ενδιαφέρει και το βάθος σε μια τέτοια συζήτηση, δεν με αφορά το κοινό που εκτονώνεται ψυχαγωγικά στις πίστες της νύχτας. Δεν λέω ότι δεν είναι κόσμος κι αυτός. Εμένα, όμως, με ενδιαφέρει ο κόσμος που αρπάζεται από τα ραδιόφωνα, που εμφανίζεται σε νυχτερινές σκηνές ή στις νέες τάσεις οι οποίες έρχονται από το εξωτερικό κ.ο.κ. 

Μπορεί να μη φαίνεται αυτός ο κόσμος τόσο πολύ, όμως υπάρχει. Ακόμα και μόνο στις πωλήσεις να σταθούμε. Πώς αλλιώς θα εξηγούσαμε, ας πούμε, ότι πουλάει σταθερά το «Χαμόγελο Της Τζοκόντας» του Μάνου Χατζιδάκι, ένας δίσκος του 1972 τόσο «ειδικός» και τόσο καλλιτεχνικός; Με ενδιαφέρει, λοιπόν, ο κόσμος εκείνος ο οποίος, με τη δυναμική του, μπορεί και διατηρεί τέτοια πνευματικά προϊόντα στον χρόνο. 

Συμφωνείτε ότι το λεγόμενο «έντεχνο» τραγούδι δεν μπόρεσε να ανανεωθεί επαρκώς από ένα σημείο και έπειτα, οπότε και το πλήρωσε;

Φυσικό ήταν. Γιατί υπήρξαν πολύ μεγάλα πνεύματα του τραγουδιού στο ξεκίνημά του: ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η εποχή μας, βέβαια, δεν στερείται ταλαντούχων ανθρώπων. Έχουμε τον Σταμάτη τον Κραουνάκη, ας πούμε, μα και νέα συγκροτήματα, με πολύ ενδιαφέροντα τραγούδια· τα οποία ίσως δεν φαίνονται τόσο, αλλά όποιος νοιάζεται τα ανακαλύπτει. 

Σαφώς, όμως, οι δεκαετίες του 1960 και 1970 σάρωσαν, θέτοντας ζητήματα που έκτοτε δεν ξανασυναντήσαμε στο ίδιο βεληνεκές. Αλλά μέσα σε αυτό εντάσσεται και μια διαφορετική συζήτηση: η κρίση που δημιουργήθηκε από το ίδιο το δισκογραφικό σύστημα. Γιατί το ελληνικό δισκογραφικό σύστημα, έχοντας κατακτήσει το αγοραστικό κοινό –και αναπαυόμενο σε βελούδινη πολυθρόνα– θεώρησε ότι είναι ο μοναδικός άρχοντας στο παιχνίδι της αγοράς. Κι έτσι κατέληξε να απαξιώσει και το υλικό και την έννοια της δισκογραφίας, ρίχνοντας από ένα σημείο κι έπειτα το βάρος στην παραγωγή τραγουδιών της νυχτερινής πίστας. Τα οποία και πέρασε έπειτα στις δισκοθήκες του κοινού, μεταβάλλοντας παράλληλα το πνεύμα της τραγουδιστικής τέχνης σε πνεύμα αρπαχτής. 

Έγιναν, βέβαια, και λάθη τακτικής: τα bonus στα περιοδικά και τις εφημερίδες, για παράδειγμα, έκαναν τον κόσμο να σταματήσει να ψάχνει τη δισκογραφία. Και οι οι εταιρείες έκαναν το προϊόν πάρα πολύ ακριβό με διάφορες δικαιολογίες –ακόμα και τις επανεκδόσεις– στρέφοντας έτσι το κοινό στην αντιγραφή και στο κατέβασμα μέσω διαδικτύου. Αν δεν απαξιωνόταν έτσι το δισκογραφικό προϊόν από τις εταιρείες, ο κόσμος δεν θα κατέβαζε με την ίδια ευκολία. 

Τι έχετε να πείτε για το μεγάλο (πλέον) θέμα του ελεύθερου χρόνου τον οποίον μπορεί να διαθέσει κανείς στις μέρες μας, ώστε να ακούσει μουσική; 

Α, αυτό είναι όντως μεγάλο θέμα. Έχω καταφέρει και το διατηρώ ακόμα αυτό, πολλές φορές κάθομαι στο σπίτι απλά για να ακούσω μουσική. Σχεδόν κάθε μέρα κλέβω λίγο χρόνο για να ακούω μουσική, είτε στο σπίτι, είτε στο αυτοκίνητο. Κατ' αρχάς, είμαι κάπου αναγκασμένος να το κάνω, λόγω της εκπομπής μου στο Γ΄ Πρόγραμμα. Γιατί, όταν δουλεύεις για το Γ΄ Πρόγραμμα, δεν μπορείς να πας να κάνεις εκπομπή παίρνοντας απλά μερικά δισκάκια. Πρέπει να ξέρεις τι βάζεις, να είσαι ενήμερος, καταρτισμένος, να κάνεις κάτι το σοβαρό. 

Γενικά δεν με ενδιαφέρει να ακούω διεκπεραιωτικά, λίγο π.χ. την εισαγωγή, μετά το ρεφρέν, τα επίμαχα δηλαδή σημεία. Το έκανα παλιότερα, λόγω φόρτου εργασίας, όμως και τότε γνώριζα μέσα μου ότι είναι ξεφτίλα. Δεν γίνεται να ακούσεις σοβαρά έτσι, ώστε να έχεις άποψη για το τραγούδι. 

Πόσο καλός κριτικός πιστεύετε ότι μπορεί να είναι ένας μουσικός –θέμα ακανθώδες μεταξύ κριτικών και καλλιτεχνών;

Ο κίνδυνος ενός μουσικού είναι να ακούει με λάθος τρόπο. Εγώ, για παράδειγμα, για πολλά χρόνια, όταν πήγαινα σε μια συναυλία, ενδιαφερόμουν για το πού βάζει ο κιθαρίστας το δεξί του χέρι, τι ηχητικούς συνδυασμούς κάνει, με ποια γωνία των δαχτύλων παίζει, τι δυναμικές χρησιμοποιεί και τέτοια ζητήματα. Τελείωνε έτσι η συναυλία και είχα χάσει όλη την απόλαυση: έμενα σε τεχνικές και τεχνοκρατικές διαδικασίες και δεν ήξερα τι άκουσα. Και όταν άκουγα απλά ένα τραγούδι, πρόσεχα τη δομή του, τον συνδυασμό της μουσικής με τις λέξεις, κατά πόσο τα εύηχα σημεία του στίχου αποδίδονται μουσικά, το γιατί έβαλε εκεί και όχι εκεί την τρομπέτα. Αλλά με όλα αυτά τα ερωτήματα, χάνεις το τραγούδι. 

Αυτές είναι κακές ακροάσεις. Για να απολαύσεις ένα τραγούδι πρέπει να τα αφήσεις όλα τούτα στην άκρη και να γίνεις καλός ακροατής. Και συνήθως οι μουσικοί αυτό κάνουν, τους είναι δύσκολο να γίνουν ακροατές. Δεν μπορεί το καλό να καθορίζεται από το αν π.χ. οι βιόλες σε ένα σημείο έπαιξαν το φορτίσιμο ή όχι. Έτσι χτίζεται ένας τεχνοκρατικός τοίχος, ο οποίος λέει στην ψυχή «όχι δεν θα σου επιτρέψω να συγκινηθείς γιατί το βιολί π.χ. έπαιξε έτσι και όχι αλλιώς». 

Τι σας άφησε η θητεία του καλλιτεχνικού διευθυντή σε διάφορα φεστιβάλ;

Μνήμες άλλοτε τραυματικές, άλλοτε θετικές. Είμαι χορτασμένος από τέτοια πράγματα, γιατί ο θεσμός του καλλιτεχνικού διευθυντή –στην Ελλάδα τουλάχιστον– δεν είναι κάτι το σπουδαίο, έτσι όπως γίνεται. Κάποτε, ας πούμε, ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής στους πέντε Δήμους της Δυτικής Αττικής. Κι έπιασα κάποια στιγμή τον εαυτό μου να συνδιαλέγεται και να συναναστρέφεται με δημάρχους και δημοτικούς συμβούλους. Εμπειρία τραυματική, σηκώθηκα κι έφυγα. Δεν άντεξα. Πρέπει να βρίσκει κανείς τρόπους να ισορροπεί ανάμεσα σε λόμπι, συντεχνίες και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Πώς να παραχθεί μετά καλλιτεχνικό έργο; Είναι κατάντια. 

Ακόμα πιο τραυματική, πάντως, ήταν η εντεκάμηνη παραμονή μου ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Πάτρας, όπου είχα να κάνω με ανταγωνισμούς μέσα στο δημοτικό συμβούλιο –τέτοιους, ώστε ένιωσα τελικά ότι σαρωνόμουν, δίχως να τους αγγίζω ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι. Χώρια την πολεμική που δέχτηκα από τον τοπικό Τύπο, λες και ήμουν πολιτικό πρόσωπο, ότι εξυπηρετούσα τάχα τα συμφέροντα του τότε Υπουργού Πολιτισμού, Θάνου Μικρούτσικου. 

Να φανταστείτε πως δεν ζήτησα καν τα οφειλόμενα χρήματα, ακριβώς γιατί δεν μπορούσα να τους ξαναδώ στα μάτια μου ούτε καν για το αυτονόητο, το να με πληρώσουν. Κανείς στην Ελλάδα δεν σου δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να δράσεις καλλιτεχνικά, τον σκοπό δηλαδή για τον οποίον, υποτίθεται, πας σε τέτοιους θεσμούς.