Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Rhapsody Of Fire. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Rhapsody Of Fire. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25 Ιουλίου 2023

Rhapsody Of Fire: Into The Legend [δισκοκριτική, 2016]


Τους Rhapsody Of Fire, που τέλος πάντων εγώ τους γνώρισα ως Rhapsody, τους σέβομαι απεριόριστα: από το πουθενά, έβγαλαν ένα από τα πιο αγαπημένα μου heavy metal άλμπουμ, σε μια εποχή μάλιστα που είχα κουραστεί από τον χώρο κι έφευγα σαν ακροατής σε πιο alternative rock κατευθύνσεις. Ο λόγος, φυσικά, για το «Legendary Tales» (1997), δίσκο που εκτός από λατρεμένος κρίνεται και σημαντικός, για αιτίες τις οποίες εξήγησα πρόσφατα σε ένα άρθρο για το Αθηνόραμα

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως ό,τι έβγαλαν στη μακρά τους πορεία έκτοτε ήταν και άξιο λόγου. Άλλο θηρίο το «Legendary Tales», δυστυχώς, άλλο φρούτο το «Into The Legend» του 2016. 

Μια κριτική γι' αυτό δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Luigi Orrù και προέρχεται από το promo υλικό που είχε δοθεί τότε στον Τύπο 


Προς τον Μύθο καλπάζουν στο νέο τους άλμπουμ οι Rhapsody Of Fire από την Τεργέστη της γειτονικής Ιταλίας και σου έρχεται σχεδόν αυτόματα να την πεις την κακία, ρε γαμώτο –κάτι τύπου «α, όπως και στα προηγούμενα δέκα άλμπουμ, δηλαδή». Ίσως όμως να μην τους αξίζει κάτι τέτοιο. Γιατί, τελικά, εκείνες οι Θρυλικές Ιστορίες που διηγήθηκαν στο ντεμπούτο τους πριν σχεδόν 20 χρόνια (1997), έμειναν όντως θρυλικές. 

Πριν γεμίσει δηλαδή ο τόπος με μπάντες που προσπάθησαν να ξορκίσουν τα αδιέξοδα του ευρωπαϊκού power metal βουτώντας στο συμφωνικό στοιχείο και στη μπαρόκ μεγαλοπρέπεια, οι Rhapsody Of Fire (σκέτοι Rhapsody, τότε) κατέθεσαν μια άποψη για αυτήν την κατεύθυνση που και σήμερα ακόμα ηχεί αξιοθαύμαστα καλοστημένη. Το Legendary Tales διατηρούσε το όποιο σόου χρειαζόταν η υπόθεση, ταυτόχρονα όμως επιδείκνυε μια στιβαρή και όχι επίπλαστη σχέση αφενός με τη βαριά παρακαταθήκη του λόγιου κεντροευρωπαϊσμού, αφετέρου με τον κόσμο της ηρωικής φαντασίας. Φρόντιζε επίσης να υπάρχουν και αδρές, κόκκινες γραμμές με τη Disney αισθητική των Nightwish –κάτι πολύ σημαντικό.

Σε εκείνα τα χρόνια κλωθογυρνάει ο νους ακούγοντας το Into The Legend και υπάρχει βέβαια ένα ζητηματάκι εδώ, γιατί αμφιβάλλω αν η αίσθηση «σαν να μην πέρασε μια μέρα» έκανε ποτέ καλό σε κάποιον άλλον, πέραν του Γιώργου Δημητριάδη. Από τη μία κουνάς λοιπόν το κεφάλι σου ικανοποιημένος και σκέφτεσαι καθώς ρουφάς τη μπύρα σου «για δες ρε παιδί μου τους Rhapsody». Και από την άλλη αναλογίζεσαι ότι κι αν δεν άκουσες κι όλους τους δίσκους τους από τότε, ε, δεν πειράζει –τα ίδια παίζουν: με μικρές ενορχηστρωτικές αλλαγές δώθε κείθε και με λιγότερη αίσθηση οικονομίας, μα τα ίδια, κατά τα λοιπά. Όλο το Into The Legend, δηλαδή, δεν κάνει άλλη δουλειά παρά να αναπαριστά τα πεπραγμένα των 4 πρώτων δίσκων. 

Βέβαια, αυτό ήθελε πάντα να κάνει ο (κιμπορντίστας) Alex Staropoli με ή χωρίς τον (κιθαρίστα) Luca Turilli, αυτό συνέχισε να κάνει και όταν έγινε big in Japan (και in Germany, κατόπιν), αυτό εξακολουθεί να ποιεί και τώρα που τον άφησε η εμπορική επιτυχία –μαζί με τον Turilli, ο οποίος από το 2011 περιφέρει τη δική του εκδοχή των Ραψωδών. Ένα σημαντικό θέμα, επομένως, είναι αν το κάνει καλά. Γιατί είχαμε λ.χ. και το πρόσφατο παράδειγμα του Dark Wings Of Steel (2013), ενός άλμπουμ που δεν περπάτησε.  

Οπωσδήποτε, ο Roberto De Micheli σε κάνει να ξεχνάς την απουσία του Turilli με την απόδοσή του, οι Rhapsody παραμένουν ικανότατοι μελωδοί και ο Fabio Leone –αυθεντικό λαρύγγι της μπάντας– παίζει έξυπνα και με επιδόσεις το παιχνίδι μεταξύ έπους και οδυρμού το οποίο χαρακτήρισε ένα σημαντικό κομμάτι του heavy metal, κυρίως εκείνου που σχηματοποιήθηκε υπό τα κελεύσματα των Rainbow επί των ημερών των αρχοντικών κορώνων του Ronnie James Dio. 

Παρά την ατόφια ενέργεια που εκλύεται, όμως, οι αστοχίες δεν βγαίνουν και λίγες στο μέτρημα: ξεφεύγουν συχνά τα περιττώς πομπώδη στοιχεία και κάτι φρενιασμένα, σαχλά Λατινικά, χαλώντας λ.χ. το "Winter's Rain", πετάγεται και η σοπράνο Manuela Kriscak στο "Valley Of Shadows" κουράζοντας ακόμα περισσότερο μια ήδη κουραστική σύνθεση, χάνεται το μέτρο στην ανυπόφορη 16-λεπτά-και-κάτι φλυαρία του "Kiss Of Life", ενώ το "Shining Star" καταλήγει αυτομάτως στον μεγάλο κάδο με τις μέταλ μπάλαντς που δεν χρειάστηκε ποτέ κανείς. 

Στην τελική σούμα, λοιπόν, δεν μένεις και με πολλά σε επίπεδο τραγουδιών. Όμως αυτά που παίρνεις, μάλλον σου αρκούν. Στιγμές δηλαδή σαν το ομώνυμο "Into The Legend", το κεραύνιο "Realms Of Light" και πάνω απ' όλα το υπερηχητικό "Distant Sky", αποτελούν αλάθητες επικλήσεις σε έναν παλαιομεταλλικό κώδικα τιμής, που για κάποιους εκεί έξω παραμένει βαρυκόκαλος: εκείνον που απαιτεί θαλερά τραγούδια για φανταστικούς χρόνους και τόπους, με βροντερά χορωδιακά ρεφρέν, τα οποία προσφέρονται για να τα τραγουδήσει σύσσωμη η μακρυμαλλούσα(;) κοινότητα στο μπαρ ή στη συναυλία. 

Η τελευταία έχει λοιπόν μερικούς σημαντικούς λόγους να την τιμήσει αυτή την κυκλοφορία· οι υπόλοιποι ωστόσο, μπορούν να προσπεράσουν. Οι Rhapsody Of Fire παραμένουν αξιοπρεπείς, μα δεν πρόκειται να ταρακουνήσουν τον κόσμο σας, αν δεν το έχουν ήδη κάνει.