Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαθανασίου Μυρτώ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαθανασίου Μυρτώ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17 Αυγούστου 2023

Γιώργος Κουρουπός & Καμεράτα, Ορχήστρα των «Φίλων της Μουσικής»: Πυλάδης + Ιοκάστη - ανταπόκριση (2015)


Δεν ήταν εύκολο το στοίχημα αυτής της ιδιαίτερης παράστασης, που πήγα να παρακολουθήσω τον Ιούλιο του 2015 στο Κτήριο Δ' της Πειραιώς 260. 

Όπερες δωματίου και μια αναθεωρητική ματιά στην κατά Σοφοκλή αρχαία τραγωδία, όμως, συνδυάστηκαν επιτυχώς με δύο καταπληκτικές ερμηνεύτριες (Ειρήνη Καράγιαννη & Μυρτώ Παπαθανασίου), αλλά και με τη δράση ενός Αμερικανού σκηνοθέτη από άλλον πλανήτη (Jay Scheib), ο οποίος τοποθέτησε την όλη δράση μέσα στο... νερό! 

Μια ανταπόκριση γράφτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τη διοργάνωση και ανήκουν στην Εύη Φυλακτού


Δεν ήταν εύκολο το στοίχημα που έβαλε η Καμεράτα και δεν της το έκανε ευκολότερο η πολιτικο-οικονομική κατάσταση των τελευταίων ημερών, καθώς οι δύο παραστάσεις έγιναν τελικά μία (ακυρώθηκε, δηλαδή, εκείνη της 7ης Ιούλη), κάτι που είχε ως αποτέλεσμα μια γεμάτη αίθουσα στο Κτήριο Δ΄της Πειραιώς 260. Το οποίο ελέγχεται πάντως ως επιλογή, κυρίως ως προς θέματα ακουστικής: ειδικά στην «Ιοκάστη», όπου η σαφήνεια του λεκτικού/ερμηνευτικού τομέα ανήκει στα προαπαιτούμενα, έχω την αίσθηση πως ο χώρος δεν βοήθησε σε κάθε περίπτωση, συσκοτίζοντας σημεία της πρόζας. 

Έφυγα αρκετά εντυπωσιασμένος από τη διπλή αυτή παρουσίαση του «Πυλάδη» και της «Ιοκάστης», την οποία βρήκα γενικώς εύστοχη ως  εγχείρημα: μπορεί τα δύο έργα του Γιώργου Κουρουπού να τα χωρίζει μια δεκαετία (1992 παίχτηκε ο «Πυλάδης» στο Μέγαρο Μουσικής, 2002 η «Ιοκάστη», σε Δελφούς και Βέροια), αλλά οι ομοιότητές τους είναι μεγάλες –περισσότερο είναι η οπτική που διαφοροποιείται. 

Ωστόσο, δεν ήμουν σίγουρος για το ποιος κέρδισε την παρτίδα του εν λόγω ενθουσιασμού. Ήταν το ατόφιο μουσικό έργο του Κουρουπού, πάνω στο λιμπρέτο του Γιώργου Χειμωνά (στην περίπτωση του «Πυλάδη») και στο κείμενο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου (στην περίπτωση της «Ιοκάστης»); Ήταν η εκτέλεση της Καμεράτα, σε διεύθυνση Γιώργου Πέτρου; Ήταν το cast; Ήταν η σκηνοθεσία του Jay Scheib, συνεπικουρούμενη από τα σκηνικά του Πάρι Μέξη και τα κοστούμια της Laine Rettmer; Μου πήρε δύο μέρες να αποφασίσω, αλλά τα εύσημα θα τα δώσω τελικά στους τελευταίους, με το cast να κατακτά το άτυπο αργυρό μετάλλιο. 

Ζητούμενο τόσο του «Πυλάδη», όσο και της «Ιοκάστης», είναι η αναθεωρητική ματιά στο δεδομένο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπως το θέτει η «Ηλέκτρα» (στην πρώτη περίπτωση) και ο «Οιδίπους Τύραννος» (στη δεύτερη) –γι' αυτό άλλωστε εστιάζουμε και σε δύο δορυφορικές φιγούρες των έργων του Σοφοκλή, αντίστοιχα στον παιδαγωγό και σύντροφο του Ορέστη και στη μητέρα/ερωμένη του Οιδίποδα. Στο περιβάλλον λοιπόν μιας όπερας δωματίου, η μουσική αναλαμβάνει ρόλο οδηγού και οφείλει να αποδώσει ευδιάκριτα τούτη την αναζήτηση του διαφορετικού. 

Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι ο Κουρουπός το έχει πετύχει. Το ατόφιο μουσικό του έργο αναδείχθηκε επαρκές, διέθετε τις στιγμές του αν το αντιμετωπίσουμε ως θεατρικό soundtrack, έδωσε και τον απαιτούμενο «αέρα» στις κεντρικές ερμηνείες, μα δεν κόμισε τίποτα το ανατρεπτικό –κάτι ικανό να συμβαδίσει με την οπτική των κειμένων του Χειμωνά και της Ηλιοπούλου ή με τη ριζοσπαστική αισθητική του Scheib. Από κοντά, η ευθυτενής, αποτελεσματική Καμεράτα δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα όρια τα οποία έθετε η παρτιτούρα. Μέσα σε αυτά, εντούτοις, έπαιξε θαυμάσια, με τον Γιώργο Πέτρου να ανταποκρίνεται σε έναν ρόλο οπωσδήποτε απαιτητικό.


Όσο άκουγες, βέβαια, αναντίρρητα ευχαριστιόσουν. Δεν γινόταν όμως να μην παρατηρήσεις ότι το μυαλό ταξίδευε διαρκώς σε ρετρό αναφορές, άλλες πηγάζουσες από την ίδια τη φύση της μουσικής (η «Ιοκάστη» λ.χ. χρωστάει πάρα πολλά σε εκείνο το μιλητό/τραγουδιστικό στυλ που εξερευνήθηκε από τη Δεύτερη Σχολή της Βιέννης και τους ατονικούς δημιουργούς), άλλες πηγάζουσες απλά από την εκάστοτε ατμόσφαιρα –ανακάλεσα προσωπικά τον Bernard Herrmann στα σασπένς του «Πυλάδη» και τον Maurice Jarre σε σημεία της «Ιοκάστης». Δεν βρήκα δηλαδή κάτι το χτυπητά μοναδικό στο κουρούπειο έργο. Περισσότερο ευχαριστήθηκα μια δεξιοτεχνική διαπραγμάτευση αναφορών και τον τρόπο με τον οποίον σύμπλευσαν με τα επί σκηνής δρώμενα. 

Υπήρξε, ας πούμε, μια αξέχαστη κορύφωση στον «Πυλάδη», όταν η Ηλέκτρα έδωσε το μαχαίρι στον Ορέστη και σύριξε «Μπες μέσα! Σκότωσε τον Αίγισθο και σφάξε τη μητέρα σου» κι εκείνος κατέπεσε σαστισμένος μεταξύ κάποιου μυκηναϊκού χρέους τιμής και της προπατορικής ατίμωσης της μητροκτονίας, ενώ παράλληλα σίγησε σχεδόν το ελλειπτικό πιάνο του Θανάση Αποστολόπουλου και ο Δημήτρης Δεσύλλας στα κρουστά χτύπησε με πάταγο ένα ορθογώνιο έλασμα. Ή, στην «Ιοκάστη», ένας θαυμάσιος διάλογος κρουστών και πνευστών που αποτύπωνε την κορύφωση της απελπισίας της, ενώ ξανοιγόταν σε δρόμους οι οποίοι ίσως και να άνοιγαν δίαυλο επικοινωνίας προς τον John Zorn. Να ένα σημείο που μπορεί και να είχε προσφέρει περισσότερα, αν υπήρχε η διάθεση και η τόλμη να εξερευνηθεί.

Πάντως ο Κουρουπός πέτυχε διάνα στον χώρο τον οποίον άφησε στους βασικούς ερμηνευτές. Στον «Πυλάδη», έτσι, θαυμάσαμε τη mezzo σοπράνο Ειρήνη Καράγιαννη ως Ηλέκτρα, εκείνη που πιτσιρίκα είχε παίξει τον ίδιο ρόλο στην παράσταση του 1991, η οποία άφησε τη δική της εποχή χάρη στη σκηνοθεσία του Διονύση Φωτόπουλου και στα περίφημα βίντεο με τη Μελίνα Μερκούρη, που –στην τελευταία της παρουσία στο σανίδι– είχε παίξει την Κλυταιμνήστρα. Στα ξέφρενα όρια της εμμονής, ακροβατώντας στη γνήσια τρέλα, η Καράγιαννη απέδωσε έξοχα το ξέχειλο μίσος της Ηλέκτρας για την Κλυταιμνήστρα, το πατρονάρισμα του μάλλον άβουλου και απρόθυμου αδερφού της (που ακόμα και την τελευταία στιγμή αμφέβαλλε για τις «προσταγές των θεών»), μα κι εκείνον τον κάπως διαστροφικό πόθο που φάνηκε να ανθίζει πρόσκαιρα μέσα της για έναν Ορέστη τον οποίον είχε περάσει χρόνια εξιδανικεύοντας ως πρότυπο άνδρα, αδερφού, ταγού των παλιών εθίμων και προστάτη της υστεροφημίας των Ατρειδών: η σκηνή της παρηγοριάς του μέσα στη μπανιέρα είχε, στα μάτια μου τουλάχιστον, μια πολύ ενδιαφέρουσα σεξουαλική διάσταση.  


Ένα ανάλογο μπέρδεμα –μητέρα, βασίλισσα της ξακουστής Θήβας, ερωμένη– είχε μόλις αποκαλυφθεί στην Ιοκάστη, την οποία παρακολουθούμε κλεισμένη στα δώματά της, να ξεδιαλύνει στο μυαλό της τον μίτο των γεγονότων που την είχαν οδηγήσει σε μια κατάσταση που ορίζει το τραγικό. Εδώ η Μυρτώ Παπαθανασίου, ένα από τα λαμπρά νέα αστέρια του λυρικού τραγουδιού, μπόρεσε να υπερβεί τα εμπόδια της πρώτης Ιοκάστης –η οποία είχε βασιστεί σε μία ερμηνεύτρια και σε μία ηθοποιό– και να υπηρετήσει τη σύλληψη της παρτιτούρας του Κουρουπού: η σκηνική της δεινότητα αποδείχθηκε μεγάλη κι έτσι μπόρεσε να πλάσει μια επιβλητική, σαγηνευτική Ιοκάστη, αλλά και να υπηρετήσει στην εντέλεια την τραγουδιστική διάσταση του μιλητού λόγου: και εκμεταλλευόμενη τα περιθώρια που είχε αφήσει ο συνθέτης ως προς τα ύψη της φωνής, μα και αναδεικνύοντας τη μελωδία της πρόζας. Υπήρξε πραγματικά άριστη στην ακρίβειά της ως προς τον ρυθμό της εκφοράς, τον χειρισμό της αναπνοής και τη φωνητική στίξη. Να σημειώσουμε, πάντως, και τον βροντερό, παραστατικό Τάσο Αποστόλου στον ρόλο του Οιδίποδα.  


Αλλά περισσότερο από όλα, ήταν τελικά θέμα Jay Scheib. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης οραματίστηκε ένα σκηνικό νερού για τις δύο όπερες δωματίου του Κουρουπού. Και το εννοώ κυριολεκτικά: και τα δύο έργα διαδραματίστηκαν μέσα στο νερό. Η σχεδία με το φανάρι που πρόσφερε το εναρκτήριο πεδίο δράσης στην Ηλέκτρα, η οποία τα έβαζε με τον Απόλλωνα για την αδικία στο παλάτι των Ατρειδών, έγινε κατόπιν η βασιλική κλίνη της Ιοκάστης. Ο θρόνος όπου σφαγιάστηκε ο Αίγισθος, έπειτα, λειτούργησε σαν το σαλονάκι (ας πούμε) της βασίλισσας των Θηβών. Το παλάτι του Άργους που βάφτηκε από το αίμα της Κλυταιμνήστρας αναπαραστάθηκε ως καλύβα στην «όχθη» του όλου σκηνικού, ενώ υπήρχε και μια μπανιέρα στο αριστερό άκρο. Σύμβολο τόσο του λουτρού όπου είχε σφαγιαστεί ο Αγαμέμνων –είδαμε τον Ορέστη να καταφεύγει εκεί, κατακόκκινος από το αίμα της Κλυταιμνήστας για να βρει παρηγοριά– όσο και της αδιέξοδης επιθυμίας της Ιοκάστης για εξαγνισμό, που κατέληξε στην αυτοκτονία της μέσα στην ίδια μπανιέρα.  

Κι αν κάτι έλειπε για να δώσεις το απόλυτο άριστα στον Scheib, αν η αυστηρότητά σου είχε ακόμα ένα κάποιο κενό, στο κάλυψε κι αυτό. Αφενός μέσω του καταπληκτικού τρόπου με τον οποίον αποτύπωσε τον κατά Χειμωνά Πυλάδη: έναν βουβό ήρωα, που πρωταγωνιστεί χωρίς να πει κουβέντα, απλά στεκόμενος, παρατηρώντας την Ηλέκτρα και τον Ορέστη, μαζεύοντας έπειτα το χάος των κοινών τους πράξεων. Κι αφετέρου μέσω της σημειολογίας, καθώς ένα ομοίωμα σφίγγας στεκόταν πάνω στην καλύβα/παλάτι, ήδη από την αρχή της παράστασης· με την πλάτη γυρισμένη, όσο βρισκόμασταν στο Άργος, ανφάς στη συνέχεια, προκειμένου να δηλώσει ότι τόπος μας ήταν πλέον η Θήβα.  

11 Ιουλίου 2023

Τραβιάτα - ανταπόκριση όπερας (2016)


Ήταν εμπειρία η «Τραβιάτα» του Τζουζέπε Βέρντι (Giuseppe Verdi) που ανέβηκε τον Νοέμβριο του 2016 στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής. Γιατί δεν ήταν μόνο θέαμα υψηλού επιπέδου, αλλά είχε επιπλέον τη Μυρτώ Παπαθανασίου και τον Δημήτρη Τηλιακό να ανεβάζουν τον πήχη για τη στάθμη της όπερας που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. 

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο και ανήκουν στον Χάρη Ακριβιάδη


Δεν ήταν μόνο λαμπερή η πρεμιέρα της Τραβιάτα στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής. Ήταν και θέαμα υψηλού επιπέδου, ένας σημαίνων σταθμός για την ποιότητα της όπερας που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Η οποία, όσο ικανοποιητική κι αν κρίνεται στη βάση των (αναπόφευκτων) συγκρίσεων με τη διεθνή εμπειρία, οφείλει να θέτει νέους στόχους προς κατάκτηση. Αυτή τη φορά, λοιπόν, τον πήχη τον μετατόπισαν προς τα πάνω οι τραγουδιστικές επιδόσεις που σημείωσαν η Μυρτώ Παπαθανασίου και ο Δημήτρης Τηλιακός, στο πλαίσιο του φημισμένου έργου του Τζουζέπε Βέρντι. 

Μέρος της όλης εμπειρίας στάθηκαν πάντως και τα καταπληκτικά σκηνικά και κοστούμια, τα οποία πρωτοπαρουσιάστηκαν από την Εθνική Λυρική Σκηνή το 2001, όταν τη σκηνοθεσία της Τραβιάτα είχε αναλάβει ο Νίκος Σ. Πετρόπουλος –την αναβίωσε με σεβασμό στη λαμπρότητά της ο Ίων Κεσούλης. Ήταν δηλαδή αυτά που κέρδισαν άμεσα το μάτι με το που άνοιξε η κουρτίνα, βοηθώντας το μυαλό μας να βρεθεί σε ένα μακρινό και αλλοτινό Παρίσι, κάπου ανάμεσα στους ανέμελους καλεσμένους που γέμιζαν το σαλόνι της Βιολέττας Βαλερύ. Σε μια τέτοια βεγγέρα, μάλιστα, το 1844, είχε γνωρίσει ο Αλέξανδρος Δουμάς (υιός) την 20χρονη εταίρα Marie Duplessis. Εκείνη που, μετά τον θάνατό της, μετέτρεψε στη λογοτεχνική φιγούρα της «Κυρίας με τις Καμέλιες», για να την κάνει τελικά «Βιολέττα Βαλερύ» ο Francesco Maria Piave, όταν έγραψε το λιμπρέτο της Τραβιάτα για λογαριασμό του Βέρντι.

Μέρος επίσης της όλης επιτυχίας ήταν και το πόσο ρολόι κύλησαν τα πάντα στην παραγωγή. Η ορχήστρα της Λυρικής Σκηνής, ας πούμε, σε διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, δεν αρκέστηκε να αποδώσει με τον πρέποντα τρόπο τα ούτως ή άλλως πολλά θαυμάσια σημεία της μουσικής του Βέρντι (π.χ. τη δημοφιλέστατη πλέον εισαγωγή), μα ήρθε και πολύ καλά διαβασμένη στην απαιτητική 2η πράξη, όπου η πίστη στην παρτιτούρα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα πιάσεις και τα συναισθηματικά «αρώματα» ενός λεπτομερούς ψυχογραφήματος. Το οποίο μας παραδόθηκε με μελωδικούς και θεατρικούς όρους, βοηθώντας τη Βιολέττα Βαλερύ να εκτοξευτεί στη μεγάλη μυθολογία της οπερατικής παράδοσης. Αλλά και το μπαλέτο της Λυρικής Σκηνής ήταν ωραίο, όπως ήταν και η Χορωδία της, ενώ όλοι οι μονωδοί στάθηκαν στο ύψος των ρόλων τους, με τον Γιάννη Χριστόπουλο να αποτυπώνει δυναμικά τον Αλφρέντο Ζερμόν και τον Πέτρο Σαλάτα να αναπλάθει πειστικά τη θερμοκέφαλη υπεροψία του βαρώνου Ντουφόλ. 

Όμως, κακά τα ψέματα, εκείνο που εκτόξευσε τη συγκεκριμένη Τραβιάτα ήταν οι επιδόσεις της Μυρτώς Παπαθανασίου (Βιολέττα Βαλερύ) και του Δημήτρη Τηλιακού (Τζόρτζιο Ζερμόν). Ο συναγωνισμός τεράστιος, αν σκεφτείτε ότι τη Βιολέττα έχουν ενσαρκώσει στο παρελθόν η Μαρία Κάλλας και η Anna Moffo, ενώ στον ρόλο του πατέρα του Αλφρέντο έχουν διακριθεί φιγούρες σαν τον Robert Merrill και τον Thomas Hampson. Κι όμως, αμφότεροι βγήκαν ασπροπρόσωποι. Και, πιθανολογώ, βάζουν δύσκολα στους συναδέλφους τους που αναλαμβάνουν αυτούς τους ρόλους στις επόμενες παραστάσεις της Τραβιάτα, αντίστοιχα τις Έλενα Μόσουκ, Μαρία Μητσοπούλου & Βασιλική Καραγιάννη (η Παπαθανασίου έπαιξε μόνο στην πρεμιέρα) και τους Δημήτρη Πλατανιά & Διονύση Σούρμπη (ο Τηλιακός θα εμφανιστεί ξανά και στην παράσταση της 26/11).

Η Παπαθανασίου μπορεί να ξεκίνησε δίνοντας την αίσθηση της φωνητικής οικονομίας, μα έκλεισε εντυπωσιακά την 1η Πράξη. Στη δε 2η Πράξη, μας «ανατίναξε» (αν μου επιτρέπετε την έκφραση) παρέα με τον Τηλιακό: πλήρως ανταποκρινόμενοι στο αίτημα του Βέρντι για μια όπερα που διαρκώς θα αντανακλούσε την εξελισσόμενη ψυχολογία της ηρωίδας του –και άρα απαιτούσε τραγουδιστικά χαρίσματα πέραν μιας τυπικής δεξιοτεχνίας– μάς χάρισαν ένα σπονδυλωτό ντουέτο ευκίνητο, πλαστικό, θερμό ως προς τις ερμηνείες. Μια υπέροχη σύμπλευση καλλιφωνίας και σκηνικής δράσης, που μας άφησε ενθουσιασμένους, όσο και συγκινημένους για τη θυσία της Βιολέττας. Σε ένα αριστουργηματικό στιγμιότυπο της οπερατικής κληρονομιάς της Δύσης, όπου ο Βέρντι τολμά να αναγορεύσει μια εταίρα σε σύμβολο κοινωνικού αποκλεισμού, αντιπαραβάλλοντας τη βαθιά ηθική στάση της εκπορνευμένης με τη συμβατική ηθικολογία του καθώς πρέπει Ζερμόν πατέρα. 

Η Παπαθανασίου ολοκλήρωσε το άριστο αυτό πορτραίτο στη θλιμμένη ησυχία της 3ης Πράξης. Νομίζω μάλιστα ότι θα μείνει καιρό στη μνήμη μου να χτυπά το πάτωμα όπου κείτεται πεσμένη, ανακράζοντας ότι θέλει να ζήσει, λίγες μόλις στιγμές πριν χάσει τη μάχη ενάντια στη φυματίωση. Όπως την έχασε και η αληθινή Marie Duplessis, στο αποκορύφωμα του παρισινού καρναβαλιού του 1847, μόλις στα 23 της χρόνια. 

Μέσα στα δίκαια χειροκροτήματα του φινάλε, δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ το πώς αλλάζουν, μα και το πώς δεν αλλάζουν εν τέλει τα πράγματα. Μια όπερα που κάποτε επικρίθηκε σφοδρά ως αισχρή και σάπια (πρωτοσέλιδο των τότε «Times» του Λονδίνου) από σημαντική μερίδα της «καλής» και μορφωμένης κοινωνίας αποθεώνεται εν έτει 2016 από μια άλλη «καλή» και μορφωμένη κοινωνία. Η οποία θεωρεί μύθο, πλέον, τη Βιολέττα Βαλερύ και ίσως διαβάζει με ρομαντική συγκίνηση την «Κυρία με τις Καμέλιες» ή την αληθινή ιστορία της Duplessis, μα δεν μπόρεσε να δείξει επαρκή συμπάθεια, σε πολύ πρόσφατα χρόνια, για τη δημόσια διαπόμπευση των οροθετικών (εκδιδόμενων) γυναικών, οκτώ από τις οποίες κάθονται αυτές τις μέρες στο εδώλιο του κατηγορουμένου. 

Η δικαιοσύνη είναι βέβαια αρμόδια να κρίνει αν και σε ποιον βαθμό παραβίασαν κάποιους νόμους (θα αθωόνονταν έναν μήνα μετά την πρώτη δημοσίευση αυτής της κριτικής). Υπάρχουν ωστόσο και ορισμένοι άλλοι νόμοι που παραβιάστηκαν, των Ανθρώπων οι λεγόμενοι –αυτούς αν θέλετε που «δίδαξαν» η Βιολέττα Βαλερύ, αλλά και η δική μας Αντιγόνη ακόμα πιο παλιά. Οι οποίοι (θα έπρεπε να) εκδικάζονται στις συνειδήσεις μας, τιμωρώντας παραδειγματικά τους ηθικούς αυτουργούς. Τον πατέρα Ζερμόν, τουλάχιστον, τον έφαγαν οι τύψεις. 



03 Απριλίου 2023

Μυρτώ Παπαθανασίου & Χαράλαμπος Αγγελόπουλος - ανταπόκριση (2013)


Μαρία Κάλλας μπορεί να υπήρξε μόνο μία, αλλά η χώρα μας συνέχισε να βγάζει καλές λυρικές φωνές –τόσο γυναικείες, όσο και ανδρικές. Μία από τις καλύτερες που άκουσα προσωπικά τα τελευταία 10 (λίγο ή πολύ) χρόνια είναι αυτή της Μυρτώς Παπαθανασίου, που συνειδητοποιώ τώρα, γράφοντας τούτες τις γραμμές για το blog, ότι έχω μάλλον χάσει τελευταία. Και ο λόγος είναι, ασφαλώς, ότι διαπρέπει στο εξωτερικό. 

Μία από τις περιστάσεις όπου την απόλαυσα ζωντανά ήταν τον Δεκέμβριο του 2013, όταν εμφανίστηκε στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής παρέα με τον Χαράλαμπο Αγγελόπουλο, για κάτι ειδικό: ένα αφιέρωμα στο ιταλικό τραγούδι του 19ου αιώνα.

Μια ανταπόκριση για την ωραία βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικές φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο ως promo


Aναντίρρητα, στάθηκε εμπειρία να ακούς τη Μυρτώ Παπαθανασίου χωρίς μικρόφωνο, να γεμίζει την αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» με τη φωνή της. Το μεγαλύτερο ίσως ταλέντο που έχει αναδείξει τα τελευταία χρόνια η χώρα μας σε επίπεδο σοπράνο παραμένει δυστυχώς άγνωστο στο ντόπιο κοινό, το οποίο –κατά προσφιλή του συνήθεια– τυρβάζει περί αλλοτρίων· εξ ου και η μικρή αίθουσα στην οποία διεξήχθη αυτό το αφιέρωμα στο ιταλικό τραγούδι του 19ου αιώνα, εξ ου και το ότι είχε μεν κόσμο, μα δεν γέμισε κιόλας. Κι όμως, εκτός συνόρων η Λαρισαία σοπράνο διαπρέπει, έχοντας παρουσία όχι μόνο σε μεγάλες παραστάσεις, μα και στη δισκογραφία. 

Το ιταλικό τραγούδι, τώρα, υπήρξε πάντα δημοφιλές στην Ελλάδα: κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα λατρεύτηκαν κάμποσες άριες από όπερες του Τζουζέπε Βέρντι (και άλλων), μετά τον Πόλεμο αγαπήθηκαν καλλιτέχνες σαν τον Adriano Celentano, τη Milva, τη Mina (και πολλούς ακόμα), ενώ και στα πιο σύγχρονα χρόνια είδαμε να αποκτούν δημοτικότητα ο Eros Ramazzotti ή η Giusy Ferreri. 

Αλλά το αφιέρωμα που μας παρουσίασαν η Παπαθανασίου με τον πιανίστα Χαράλαμπο Αγγελόπουλο είχε ως στόχο να μας πάει στις μακρινές ρίζες της Ferreri και της Milva, σε εκείνο δηλαδή το έντεχνο τραγούδι που άκμασε τον 19ο αιώνα στις παρυφές της όπερας, κάτω από την επίδραση της διεθνούς επιτυχίας των σουμπερτικών lied. Σε πολλούς ακροατές, βέβαια, ηχεί σαν όπερα –και είναι αλήθεια ότι οι βασικές τεχνικές μοιράζονται, όπως και ότι ο χώρος εκπροσωπήθηκε από δημιουργούς τους οποίους ξέρουμε από όπερες. Πρόκειται, εντούτοις, για κάτι διαφορετικό. 

Όχι άριες λοιπόν, αλλά ρομάντσες (κατά κύριο λόγο) και αριέτες, συν μια ναπολιτάνικη ταραντέλα. Αυτό το πρόγραμμα ακούσαμε στο Μέγαρο, όπου η Παπαθανασίου, με την άξια συνοδεία ενός μετρημένου μα οπωσδήποτε ενθουσιώδη στο παίξιμό του Αγγελόπουλου, ζωντάνεψε για χάρη μας μια εποχή με διαφορετικές αναζητήσεις από εκείνες που εξέφραζε η όπερα. Δίνοντάς μας την ευκαιρία να ανακαλύψουμε –μα και να απολαύσουμε– μιαν άλλη πτυχή της δημιουργίας του Βέρντι, του Μπελίνι και του Ροσίνι. Ένα τραγούδι πιο κοντά στην καθημερινότητα του αστού της εποχής, πιο πουπουλένιο σε σχέση με το στιλιζάρισμα της οπερατικής άριας, πιο ελεύθερο και ποιητικό (ακόμα και στα μελαγχολικά του) απέναντι στον έρωτα. 

Κάπως έτσι, ακούσαμε ωδές προς τη μελαγχολία ("Malinconia, Ninfa Gentile") και το λυκόφως ("Le Crépuscule") –εδώ καταχειροκροτήσαμε την Παπαθανασίου, στην κορυφαία ίσως ερμηνεία της βραδιάς– συμμεριστήκαμε την αγωνία της Αντζολέτα για το αν ο γονδολιέρης της καρδιάς της θα κέρδιζε σε μια κωπηλατική κούρσα στα νερά της Βενετίας (φυσικά και κέρδισε, λαμβάνοντας μάλιστα και φιλί από την Αντζολέτα), ακολουθήσαμε τα βήματα ενός φλέρτι χορού της εποχής στο "La Danza", συμμεριστήκαμε το κάλεσμα για την επιστροφή της ναζιάρας Φίλλυς ("Torna, Vezzosa Fillide") και –ίσως με κάποια περίσκεψη;– παρατηρήσαμε το πώς η αστική τάξη του 19ου αιώνα αρεσκόταν σε εξωραϊσμένα, ανάλαφρα κατά βάση, πορτραίτα όσων βρίσκονταν έξω από τη σφαίρα της, ακούγοντας για τον χαρωπό καπνοδοχοκαθαριστή του Βέρντι ("Lo Spazzacamino") ή για την ατίθαση τσιγγάνα του Ντονιτζέτι ("La Zingara"). 

Σε κάθε περίπτωση, η Παπαθανασίου απέδωσε θαυμάσια όποια διάθεση κι αν πρόσταζαν οι μελωδίες και οι στίχοι (τους οποίους βλέπαμε μεταφρασμένους σε προτζέκτορα), όχι μόνο με τη φωνή της, μα και με τη χαριτωμένη, λεπτή της παρουσία επί σκηνής. Η οποία πρόδιδε ασφαλώς μια σημαντική οπερατική εμπειρία: στην παράσταση συμμετείχαν δηλαδή και τα χέρια της, το βλέμμα της, οι εκφράσεις γενικά του προσώπου, όπως και οι κινήσεις του κορμού. 

Τα χειροκροτήματά μας στο τέλος της συναυλίας την «ανάγκασαν» σε δύο encore. Κι αν το πρώτο φάνηκε προμελετημένο (ένας ακόμα Μπελίνι), το δεύτερο ήταν εντελώς αυθόρμητο και της στιγμής, αντικατοπτρίζοντας μια εμφανή ικανοποίηση εκ μέρους της –όπως φυσικά και του Αγγελόπουλου– για τον ενθουσιασμό και τα μπράβο μας.