Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ghost. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ghost. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

24 Ιουνίου 2023

Ghost: Meliora [δισκοκριτική, 2015]


Έφτασε λοιπόν και η ώρα των Ghost στο φετινό συναυλιακό καλοκαίρι, αφού έρχονται ως επικεφαλής του Athens Rocks Festival 2023. Καλή περίπτωση οι Σουηδοί: έχουν γράψει γουστόζικα τραγούδια, διατήρησαν την εμπορικότητα του hard rock ήχου δίχως τις εκπτώσεις άλλων νεότερων γκρουπ, τους έχω ξαναδεί και ζωντανά και παραδίδουν πολύ δυναμικά σόου, στη μεγάλη παράδοση των Kiss (στην οποία και εγγράφονται).

Με την αφορμή, λοιπόν, να μια κριτική που έγραψα πίσω στο 2015 για το τρίτο τους άλμπουμ Meliora –σε χρόνια που ακόμα δεν ξέραμε την ταυτότητα των μελών του συγκροτήματος ή τον σαφή ηγετικό ρόλο του Tobias Forge, μα λατρέψαμε το "Cirice". 
 
Η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό που δινόταν τότε στον Τύπο


Καθώς το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο, το μυαλό τρέχει στα μεγαλεία των Deep Purple και στα μαγικά κόλπα που ύψωσαν τους Rainbow στα ουράνια του σκληρού ροκ. Φευγαλέα έρχονται κατά νου και διάφοροι σπουδαίοι του παλιού metal, κυρίως όμως σκέφτεσαι –καθώς θαυμάζεις τις ποπ γέφυρες που τόσο φυσικά «φυτρώνουν» ανάμεσα στα κιθαριστικά βολτ– ότι (τελικά) μόνο από τη χώρα την οποία κόσμησαν με την παρουσία τους οι Abba θα μπορούσε να έρχεται αυτό το συγκρότημα.

Για τρίτο σερί άλμπουμ, οι Ghost αγαπούν να παντρεύουν τις αντιφάσεις τους, χωρίς το παραμικρό κόμπλεξ. Είναι ίσως το βασικό γνώρισμα που τους ορίζει ως μια μπάντα του σήμερα κι ας παίζουν μια μουσική με παλιά πατήματα. Κι έχει αποφασιστική σημασία για όσους αναζητούν το γιατί οι Σουηδοί κερδίζουν τόσο εύκολα οπαδούς: και από τη μεγάλη του heavy metal δεξαμενή, αλλά και από τους rockers των ημερών μας, όσους ακολουθούν μπάντες σαν τους Foo Fighters. 

Γύρω από αυτή την απήχηση, βέβαια, έχει δημιουργηθεί και μια πολεμική –από εκείνες που ξεχάσαμε πια στις «όλα καλά είναι, αν σου αρέσουν» εποχές μας. Και το Meliora (Η.Π.Α. #8, Βρετανία #23) αναμένεται να ρίξει ακόμα περισσότερο λάδι στη φωτιά, αφού προκύπτει σαν μία πιο σφιχτή, ολοκληρωμένη και οικονομημένη ως προς τις χρονικές διάρκειες υπόθεση, συγκριτικά με το γουστόζικο μα άνισο Opus Eponymus του 2010 και το καταλυτικό (ελέω "Year Zero") μα όχι σπουδαίο Infestissumam του 2013. 

Πόσα οφείλονται στους ίδιους τους Ghost, πόσα στον παραγωγό τους Klas Åhlund, πόσα στην εξαιρετική μίξη του Andy Wallace (παίξτε π.χ. το "Mummy Dust" με ακουστικά), δεν έχει μεγάλη σημασία. Πιο αποτελεσματικά από ποτέ, το χέρι του Πάπα Εμέριτου (ο Τρίτος, πλέον) ευλογεί εδώ το αναποδογύρισμα της μουσικής πλάσης που χτίζεται με επιμελώς τακτοποιημένα κουτάκια. Τραγούδια σαν το εκπληκτικό "Cirice" (ένα από τα καλύτερα της φετινής χρονιάς, ανεξάρτητα από είδη), το "From The Pinnacle To The Pit", το "He Is", το "Spirit" και το "Deus In Absentia" διατηρούν τον καρτουνίστικο «Σατανισμό» των Σουηδών στα λαμπρότερά του, αναδεικνύοντάς τους σε μπάντα η οποία προασπίζεται μεταλλικές αξίες, ενώ τελικά παίζει hard rock και αναζητεί με ζήλο το single, με την εντελώς ποπ έννοια. 

Ασφαλώς, τα παραδοσιακά μέταλλα θα φωνάξουν πάλι «φάουλ!» και θα απαιτήσουν να πέσει δεύτερη κίτρινη κάρτα σε τούτους τους χαλβάδες, κραδαίνοντας τον King Diamond, τους Kiss, τον Alice Cooper, αλλά και τους Ολλανδούς The Devil's Blood –μάλλον την πιο αφανή μα σημαντική επιρροή στον Ghost ήχο, μετά τον ηγέτη των Mercyful Fate. Έχω μια κάποια συμπάθεια για την άποψή τους, νομίζω ωστόσο πως υπερβάλλουν. 

Από τη μία, οι ενίοτε θαυμάσιοι Devil's Blood ποτέ δεν είχαν την άνεση των Σουηδών με την ποπ. Aπό την άλλη, τέτοιες συνεχείς επικλήσεις στους Μεγάλους Παλιούς –πέρα από το να καταδεικνύουν ότι ορισμένοι γέρασαν– δεν μετράνε πως, καλώς ή κακώς, η σημερινή πιτσιρικαρία θέλει κι αυτή τους δικούς της ανάλογους ήρωες. Και οι Ghost είναι φαβορί για τον ρόλο, έστω κι αν υπογραμμιστούν εδώ οι κάπως απογοητευτικές επιδόσεις του Papa Emeritus: το μόνο σημείο του Meliora που πραγματικά καρφώνεται στο μνημονικό με τον πρέποντα δυσοίωνο τρόπο, είναι η επωδός «Can't you see that you're lost without me? I can feel the thunder that's breaking in your heart», από το "Cirice". Κατά τα λοιπά, σαν πολύ ήσυχα να κελαρύζει το ποτάμι...

Αλλά, καθώς η απήχηση των Ghost ξεπερνά τα μεταλλικά σύνορα, η πολεμική γύρω τους λαμβάνει κι αυτή ευρύτερες διαστάσεις, αγγίζοντας γενικότερα ζητήματα του μεγάλου μουσικού χάρτη των 2010s. Διαβάστε την κριτική του Andy O' Connor στο Pitchfork, για του λόγου του αληθές. Η οποία με δυο πινελιές μας λέει ότι όλα τα δάνεια τα μεταχειρίζονται θαυμάσια οι Σουηδοί, παραδέχεται ότι περισσότερο από το τι τους έχει επηρεάσει μετράει στο Meliora το πώς συνδιαλέγονται μαζί του, μα τελικά τους βάζει ...6 γιατί δεν έχουν να προτείνουν κάτι που δεν έχουμε ήδη ξανακούσει! 

Γιατί, αλήθεια, καλείται η σκληρή μουσική –μόνη ανάμεσα στα είδη τα οποία απασχολούν το συγκεκριμένο μέσο– να αποδείξει τον αποτελεσματικό απογαλακτισμό της από το παρελθόν; Γιατί τέτοιες διερωτήσεις απουσιάζουν εντελώς στις κριτικές τόσων και τόσων indie δίσκων, οι οποίοι μια χαρά αποθεώνονται επειδή ξαναζεσταίνουν το χθεσινομαγειρεμένο φαγητό της ψυχεδέλειας και των μετά το punk εξελίξεων; 

Με βάση λοιπόν τα μέτρα και τα σταθμά του Pitchfork –άρα και τα κυρίαρχα «ήθη» στη Δυτική μουσικοκριτική της τελευταίας δεκαετίας– το Meliora έπρεπε να πάρει 8 με τα τσαρούχια, από εκείνα τα κόμμα τόσο δηλαδή. Ας μη γίνουμε όμως η κακή αντιπολίτευση προς όσα θίγουμε. Παρά την ευκολία με την οποία διεκδικεί το πλήκτρο του repeat, παρά τον ρόλο των δημιουργών του στα σύγχρονα σκληρά πράγματα, η «σπουδαιότητα» βρίσκεται κάπου κοντά, μα ακόμα διαφεύγει. Μένει πάντως η απόλαυση, γι' αυτό μην αμφιβάλλετε.