Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Del Rey Lana. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Del Rey Lana. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Μαΐου 2021

Lana Del Rey: Lust For Life [δισκοκριτική, 2017]


Συζητιέται ξανά η Lana Del Rey, για ακόμα μία φορά, λόγω του νέου δίσκου Chemtrails Οver Τhe Country Club, που την έστειλε στο #2 της Αμερικής και της Αυστραλίας, στο #1 της Βρετανίας και στο #3 της Γερμανίας.

Επαξίως, θα πω εγώ. Δεν παύει να είναι μια περίπτωση που συνδυάζει επιτυχημένα τη ραδιοφωνική αμεσότητα την οποία ψάχνουν οι πολλοί με μια pop που διατηρεί και μια νεφελώδη εναλλακτικότητα, ώστε να αρέσει και στους δύσθυμους με το mainstream. 

Από την άλλη, βέβαια, η Lana Del Rey ποντάρει κάθε φορά στα ίδια θεμελιώδη κόλπα, διαφοροποιώντας απλώς τον καμβά τους –άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Ως εκ τούτου, κάτι ενθουσιασμοί που συνόδευσαν το Norman Fucking Rockwell! πίσω στο 2019 (μου) μοιάζουν υπερβολικοί: απλά δόθηκε τότε μια γραμμή από ένα συγκεκριμένο μέσο (ποιος ξέρει γιατί) και οι απανταχού ουρές του έσπευσαν να την ανακυκλώσουν. Όσοι δεν ενδιαφέρονται για τα παιχνίδια του indie hype, πάντως, βλέπουν ότι ο καλλιτεχνικός κόσμος της Del Rey παραμένει σαφώς οριοθετημένος από το Born To Die (2012). Οι μετέπειτα δίσκοι το αγγίζουν, το επαναδιαπραγματεύονται ή το παρουσιάζουν σε ακόμα πιο στρογγυλεμένες εκδοχές, μα δεν το υπερβαίνουν.

Από όλους αυτούς τους μετέπειτα δίσκους, εκείνος στον οποίον στάθηκα προσωπικά περισσότερο δεν ήταν το Norman Fucking Rockwell!, αλλά το Lust For Life του 2017. Η έκδοση του Chemtrails Οver Τhe Country Club και τα όσα λέγονται για ένα ακόμα άλμπουμ που θα έρθει μέσα στη χρονιά (Blue Banisters, τον Ιούλιο) δίνουν λοιπόν κατάλληλη αφορμή για μια επαν-επίσκεψη στην κριτική που έγραψα τότε γι' αυτό, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αλλά και ορισμένες μετατροπές. 


Από το απλό, μα τόσο πλούσιο σε σημειολογία εξώφυλλο του πέμπτου της άλμπουμ, η Lana Del Rey μας χαμογελά με την άνεση ενός αμερικάνικου Θεσμού. Η φωτογραφία της θα μπορούσε να έχει λεζάντα «κάποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες» και να προέρχεται από κάποιο country άλμπουμ της εποχής που η pop δεν είχε ακόμα εισβάλλει στο Νάσβιλ. Κανείς ωστόσο δεν μας εγγυάται ότι δεν βλέπουμε εν τέλει εκείνη τη Sweetheart of the Rodeo των Byrds σε μια σημερινή της εκδοχή. Το ρετρό, σπάει το φράγμα του βιντάζ· και ακουμπά μπροστά μας με τη σαγήνη του διαχρονικού. 

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει κι όταν πατάμε το play, ακούγοντας την 32άχρονη σταρ σχεδόν να αιωρείται πάνω από τις ηχητικές επιφάνειες. Οι οποίες με τη σειρά τους κυλάνε αργά, σαν μια αέναα επαναλαμβανόμενη λούπα μελαγχολίας, με τη σύγχρονη τεχνολογία των στούντιο να κάνει τα πάντα για να δώσει την εντύπωση ότι οι ρυθμοί τρεμοφέγγουν. 

Πρόκειται για παιχνίδι αισθήσεων και αντιλήψεων, δεν λέω το αντίθετο. Είναι όμως εθιστικά αποτελεσματικό και μετατρέπει έννοιες όπως «παρελθόν» και «παρόν» σε ρευστή μάζα. Επιτρέποντας έτσι σε ένα αειθαλές σημείο αναφοράς της παλιάς λευκής pop culture σαν την 69άχρονη Stevie Nicks να σταθεί δίπλα σε έναν άγουρο 21άχρονο ράπερ σαν τον Playboy Carti –σύμβολο μιας διευρυμένης ποπ κουλτούρας με αισθητά πιο εβένινο «χρώμα». Είναι ένα απίστευτα φροντισμένο τερέν, ταμάμ για τα θλιμμένα μουρμουρητά των φωνητικών και για ερμηνείες που επιτηδευμένα κινούνται στο όριο ενός αναστεναγμού, μη διστάζοντας να διυλίσουν ακόμα και το “Creep” των Radiohead (στο “Get Free”) για να κλείσουν το μάτι προς ένα περίτεχνα φτιαγμένο στιγμιότυπο θλίψης, καλά καταχωρημένο πλέον στο μουσικό μας υποσυνείδητο. 

Στο Lust For Life, η Lizzy Grant είναι η πιο πειστική Lana Del Rey που έχουμε ακούσει απ' όταν σάρωσε τα ραδιόφωνα του πλανήτη με το "Summertime Sadness" και το "Blue Jeans". Κι αυτό συμβαίνει γιατί μπορεί και μετατρέπεται σε χρόνο dt από Αθώα Δεσποινίδα σε Κίνδυνο σε Femme Fatale ταινίας του Τζον Χιούστον –από Αλίκη «μες σ' αυτήν τη βάρκα είμαι μοναχή» σε Μέριλιν Μονρό στους Misfits, αν θέλετε πιο συγκεκριμένες αναλογίες, πάντα σε κλασικό ξανθό. Και πουθενά ίσως δεν το αντιλαμβάνεσαι πιο έντονα αυτό από το "Groupie Love", όπου ο A$AP Rocky έρχεται σαν Lee Hazlewood του 21ου αιώνα να καθοδηγήσει τα βήματα της Lana/Nancy σε έναν ερωτικό κόσμο βγαλμένο θαρρείς από το "Superstar" των Carpenters. Το ρετρό (ξανά) ως διαχρονικό, εκτελεσμένο με πιρουέτα φτασμένης μπαλαρίνας.

Το μόνο που εν τέλει προδίδει το Lust For Life είναι η πραγματικά παράλογη διάρκειά του (1 ώρα και 12 λεπτά): στο τόσο άπλωμα έρχονται αναπόφευκτα και ορισμένες στιγμές να σε βγάλουν εκτός κλίματος, θρυμματίζοντας την προσοχή σου και την προσήλωσή σου στο «παιχνίδι». Χαρακτηριστικό παράδειγμα το "Tomorrow Never Came", μια εντελώς αχρείαστη συνεργασία με τον Sean Lennon, γιο του John και της Yoko. 

Από την άλλη, υπάρχουν ορισμένες στιχουργικές στιγμές με σημαντική αξία, η οποία δεν πρέπει να προσπερνιέται αβασάνιστα. Όταν δηλαδή στο "When Τhe World Was Αt War We Kept Dancing" η Lana Del Rey αναρωτιέται «is it the end of an era? Is it the end of America?» δεν παίζει απλά τη μπλαζέ, βαριεστημένη μες τις πέρλες της Νεοϋορκέζα της εποχής του Υπέροχου Γκάτσμπι: εκφράζει και την επίκαιρη ανησυχία ενός τμήματος της αμερικάνικης κοινωνίας, έστω κι αν σπεύδει να την ξορκίσει με την ευχή ενός απροσδιόριστου happy end. Στο δε "Love" το επιτελείο της φτάνει σε μια καταπληκτική χειρονομία απέναντι στη Νεότητα, την οποία η ίδια αποδίδει άριστα. Έχουμε δηλαδή ένα τραγούδι που ναι μεν εκφράζει την αμηχανία των μεγαλύτερων για την πιτσιρικαρία που ενθουσιάζεται ξαναζεσταίνοντας τη μουσική των δικών τους νιάτων («look at you kids with your vintage music»), όμως αρνείται να γίνει πικραμένα γεροντίστικο, χαρίζοντας εν τέλει ένα εγκάρδιο χαμόγελο («doesn't matter 'cause it's enough/To be young and in love»).

Αφήνοντας στη Lorde την ανησυχία να διατηρηθεί κι ένας indie χαρακτήρας ενώ ποιείται pop μουσική, η Lana Del Rey επισφραγίζει εδώ ότι –μετά τον χαμό της Amy Winehouse– είναι αυτή, η Lady Gaga, η Beyoncé, ενίοτε και η Adele, που διαγωνίζονται για τα σκήπτρα της δίχως μεγαθήρια Ψηφιακής μας Εποχής. Έστω κι αν αυτά καταλήγουν στη Lady, τελικά.