Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Secco Stefano. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Secco Stefano. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20 Οκτωβρίου 2020

Μαντάμα Μπατερφλάι - ανταπόκριση όπερας (2017)

Κόντρα στη συναυλιακή ξηρασία και στο αίσθημα διαρκούς ανασφάλειας που προκαλούν τα νούμερα των κρουσμάτων κορωνοϊού στις καθημερινές ενημερώσεις, η Εθνική Λυρική Σκηνή ξεκίνησε τη φετινή σαιζόν παίζοντας ένα «σίγουρο» χαρτί. Με το οποίο κλείνει βέβαια το μάτι και στην ίδια την ιστορία της, ανακαλώντας το πρόγραμμα του φθινοπώρου του 1940. 

Πράγματι, η Μαντάμα Μπατερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι (Giacomo Puccini) παραμένει μια διαχρονικά αγαπημένη όπερα για το κοινό. Παράλληλα, υπάρχει πλέον αρκετή εμπιστοσύνη στην εκδοχή που σκηνοθέτησε και σκηνογράφησε ο Αργεντίνος Ούγκο ντε Άνα (Hugo De Ana), ώστε να επιστρέφει ανά τακτά χρονικά διαστήματα ενώπιόν μας, με τις αναγκαίες κάθε φορά αλλαγές στο cast: η τρέχουσα παράσταση –συνεχίζεται ως τις 15 Νοεμβρίου– πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αθήνα το 2013, ξανά το 2017 και τώρα ανεβαίνει για τρίτη φορά.

Με την ευκαιρία, λοιπόν, ανέτρεξα στις εντυπώσεις μου από την παράσταση του 2017 στο Ηρώδειο, που είχε ως πρωταγωνίστρια τη Ρουμάνα υψίφωνο Cellia Costea. Η οποία, σε ένα αξέχαστο στιγμιότυπο, τραγούδησε καταχειροκροτούμενη το "Un Bel Dì Vedremo" κουβαλώντας τα όνειρα της Μπατερφλάι με την ίδια ακλόνητη βεβαιότητα με την οποία περιγράφηκαν και τα όσα βρίσκονταν "Over The Rainbow", στον Μάγο του Οζ. Όλα αυτά αποτέλεσαν τότε βάση μιας ανταπόκρισης για λογαριασμό του Avopolis, η οποία αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Βασίλη Μακρή και προέρχονται από το promo υλικό το οποίο διατέθηκε το 2017 στον Τύπο.

Αν και είχε περάσει η πρεμιέρα και παρότι Σάββατο έπεφτε και ο μεγάλος τελικός του φετινού Τσάμπιονς Λιγκ (μεταξύ Ρεάλ Μαδρίτης και Γιουβέντους), το Ηρώδειο ήταν γεμάτο. Είχε μάλιστα και αρκετούς ξένους –τουρίστες, προφανώς– οι οποίοι έσπευσαν να συνδυάσουν τη βόλτα τους στην Αθήνα με την ευκαιρία να δουν μια κοσμαγάπητη όπερα στο περιβάλλον ενός αρχαίου θεάτρου: το έργο παίχτηκε στα ιταλικά βεβαίως, αλλά με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους.

Η Μαντάμα Μπατερφλάι επιμένει λοιπόν να συγκινεί, 113 χρόνια μετά την πρεμιέρα της, όταν ο Τζάκομο Πουτσίνι (Giacomo Puccini) την παρουσίασε στη Σκάλα του Μιλάνο ως «γιαπωνέζικη τραγωδία».

Ακόμα και σε εποχές Παγκοσμιοποίησης, στις οποίες η Ιαπωνία, οι παραδόσεις της και οι γκέισες έχουν γίνει σημαντικά πιο οικείες, ο εξωτισμός της συγκεκριμένης όπερας και η απλότητα του κεντρικού ερωτικού δράματος κάνουν ακόμα τα «μαγικά» τους στο Δυτικό κοινό. Κι ας μην υπάρχει πια το πλεονέκτημα της έκπληξης που είχε η θεατρική παράσταση του 1900, η οποία συγκλόνισε και τον ίδιο τον Πουτσίνι χάρη στην έξυπνη χρήση του ηλεκτρικού φωτός (τελευταία, τότε, λέξη της τεχνολογίας), στη σκηνή όπου η Μπατερφλάι καρτερά το πλοίο του αγαπημένου της να φτάσει. Κι ας μη μπορούμε να βγάλουμε άκρη κατά πόσο πρόκειται (ή όχι) για πραγματική ιστορία, αυτήν δηλαδή της γκέισας Maki Gaga, η οποία δούλευε ως Cho-Cho-San στους οίκους ανοχής του Ναγκασάκι τη δεκαετία του 1880 και φαίνεται να γλίτωσε την αυτοκτονία (και τον γιο της) χάρη στην πιστή της υπηρέτρια.

Η Λυρική Σκηνή επέστρεψε λοιπόν φέτος στη Μαντάμα Μπατερφλάι, παράσταση που είχε παρουσιάσει με μεγάλη επιτυχία και το 2013. Στον βασικό κορμό, μάλιστα, είδαμε εκείνη την παράσταση, με επιμέρους διαφοροποιήσεις. Και πάλι, δηλαδή, χρησιμοποιήθηκε η σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Αργεντίνου Ούγκο ντε Άνα (Hugo De Ana), διακεκριμένου για το θέαμα και τους φωτισμούς τους οποίους στήνει.

Είδαμε έτσι τη σκηνή του Ηρωδείου να φιλοξενεί τρεις χωριστές κατασκευές, οι οποίες αναπαριστούσαν την κατοικία της Μαντάμα Μπατερφλάι και του υποπλοίαρχου Φράνκλιν Μπ. Πίνκερτον σε έναν λόφο του Ναγκασάκι –με το δώμα του κήπου, το κυρίως σπίτι και ένα πίσω δώμα, πιο ιδιωτικό για τη Μπατερφλάι. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν οι προβολές, που χάρισαν ποικίλους χρωματισμούς στους τοίχους του Ηρωδείου. 


Αν και ορισμένες λεπτομέρειες ενίοτε θάμπωναν για όσους κάθονταν πιο κοντά στη σκηνή, η απεικόνιση του κήπου με τα άνθη τα οποία έπεφταν από τα διάφορα δέντρα, εκείνη του λιμανιού με τα αφρίζοντα κύματα που παρέπεμπαν απευθείας στο περίφημο γιαπωνέζικο ukiyo-e (χαρακτικό) του Katsushika Hokusai "Το Μεγάλο Κύμα έξω από την Καναζάουα" και ο επιβλητικός εναγκαλισμός της ηρωικής φράσης «Με τιμή πεθαίνει όποιος δεν μπορεί να ζήσει με τιμή» στην τελευταία σκηνή από τη σημαία με τον Ανατέλλοντα Ήλιο (έμβλημα του στρατού μα και του ναυτικού της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, μέχρι το 1945), ήταν τρεις περιπτώσεις όπου πραγματικά θαύμαζες τα αποτελέσματα.

Ωραία στο μάτι ήταν βέβαια και τα διάφορα κοστούμια, ειδικά στις σκηνές όπου συμμετείχε και το πλήθος των κομπάρσων, αν και δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι παρέπεμπαν όλα στην Ιαπωνία: ο θείος Μπόνζο, ας πούμε (ταιριαστός στον ρόλο ο Δημήτρης Κασιούμης), έπειθε ως γιαπωνέζικη φιγούρα, όχι όμως και ο πρίγκιπας Γιαμαντόρι (Χαράλαμπος Βελισσάριος) με τους ...νίντζα(;) που τον συνόδευαν. Αλγεινή δε εντύπωση μου έκανε το πουκάμισο με το οποίο επιλέχθηκε να εμφανιστεί ο Πίνκερτον. Μια αδικαιολόγητα «μοντέρνα» νότα, η οποία δεν κόλλαγε πουθενά με τα υπόλοιπα κοστούμια και σκηνικά και τον έκανε να φαίνεται όχι ως Γιάνκης υποπλοίαρχος του 19ου αιώνα, μα ως Αμερικανός τουρίστας στην Καραϊβική της εποχής μας.

Σημαντικότερο βέβαια της σκηνοθεσίας στοιχείο ήταν η μουσική, καθώς (όπως εύστοχα έχει ειπωθεί και στο παρελθόν) η Μαντάμα Μπατερφλάι είναι όπερα η οποία αναπληρώνει ό,τι της λείπει σε υπόθεση με τα μελωδικά της μέρη και τις λεπτομέρειες των ενορχηστρώσεών της. Αν παραβλέψουμε δηλαδή την «εξωτική» γοητεία της Άπω Ανατολής, είναι αλήθεια πως δεν μένουμε παρά με ένα κοινότοπο ρομάντζο· σε περιπτώσεις, μάλιστα, διασώζεται χάρη στην εμπειρία που ήδη είχε αποκτήσει ο Πουτσίνι στο να «ντύνει» με κατάλληλες άριες και οργανικές εξάρσεις τις ευάλωτες γυναικείες φιγούρες που αρεσκόταν να ορίζει ως επί σκηνής πρωταγωνίστριες.

Υπό την καταρτισμένη λοιπόν μπαγκέτα του Λουκά Καρυτινού, η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής πέτυχε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, δείχνοντας επίγνωση ότι, πέρα από την τυπικά σωστή απόδοση της παρτιτούρας, χρειαζόταν και μια ανάγνωση της λειτουργίας που ο Πουτσίνι ήθελε να έχουν τα διάφορα θέματά του. Για την οποία έκανε μάλιστα τεράστιους για την εποχή του κόπους, συμβουλευόμενος π.χ. τον τότε Ιάπωνα πρέσβη στη Ρώμη, τον ειδικό στην Άπω Ανατολή μουσικολόγο Gustav Knopf, αλλά και το ρεπερτόριο που ήταν διαθέσιμο σε εκείνα τα πρώιμα δισκογραφικά χρόνια από την περίφημη Sada Yacco. Τέλος πάντων, η απόδοση του συμφωνικού μέρους που προηγείται της Δεύτερης Πράξης ήταν πραγματικά εύστοχη, δίνοντας έτσι ένα άριστο προοίμιο των ελπίδων –φευ, και της αυταπάτης– της Μπατερφλάι.

Όπως και το 2013, η Ρουμάνα υψίφωνος Cellia Costea έλαμψε στον πρωταγωνιστικό ρόλο, παρέχοντας ένα ελκυστικό πορτραίτο, με όλη δηλαδή την κινησιολογία και τη θεατρικότητα που απαιτεί ο ρόλος της Μπατερφλάι. Ως προς το τραγούδι, μάλιστα, αρκεί να σημειώσουμε το αυθόρμητα ενθουσιώδες χειροκρότημα του Ηρωδείου και τα «μπράβο!» όταν είπε το "Un Bel Dì Vedremo" –μια άρια που κουβαλάει τα όνειρα της Μπατερφλάι με την ίδια ακλόνητη βεβαιότητα που, κάποια χρόνια αργότερα, θα περιγράφονταν τα όσα βρίσκονταν "Over The Rainbow" στον Μάγο του Οζ. η απόδοση της Costea έδειξε πόσο καλά έχει αφομοιώσει το Παράδειγμα της Μαρίας Κάλλας (1955), έφερε όμως και έναν αέρα από τη Renata Scotto, περίφημη κι εκείνη Μπατερφλάι πίσω στο 1966.

Δίπλα της στάθηκε επάξια η Μολδαβή μεσόφωνος Elena Cassian ως Σουτζούκι, όχι όμως και ο Ιταλός τενόρος Stefano Secco, ο οποίος σε σημεία «σκεπαζόταν» από τον ήχο της ορχήστρας και έδωσε συνολικά έναν μέτριο Πίνκερτον. Διόλου τυχαία, στο τέλος το κοινό χειροκρότησε θερμότερα τον βαρύτονο Διονύση Σούρμπη, που απέδωσε πράγματι εξαιρετικά τον Αμερικανό πρόξενο Sarpless. 

Αρκετά καλή λοιπόν η συνολική εντύπωση, αν και αφήνονται κάποια σημαντικά περιθώρια που επιμένουν να μένουν ανεκμετάλλευτα, ώστε να φτάσει η Εθνική Λυρική Σκηνή σε μια Μαντάμα Μπατερφλάι που να μπορούμε να πούμε ότι είναι όντως «αναφοράς» για τα δικά μας χρόνια και για τα ελληνικά μας δεδομένα.