Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Modrec. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Modrec. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Ιουνίου 2020

Modrec - συνέντευξη (2008)


Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1990 κατέληγες στο περιθώριο των εναλλακτικών ποπ/ροκ εξελίξεων έτσι και τραγουδούσες στα αγγλικά. Στα '00s, πάλι, βρισκόσουν εύκολα «εκτός» εάν επέμενες στα ελληνικά, με την εποχή μας να κλείνει τώρα τον κύκλο, καθώς ο χώρος (δείχνει να) επενδύει ξανά στην αξία της μητρικής γλώσσας. 

Ορισμένοι πιστεύουν ότι το πράγμα το γύρισε στα '00s η επιτυχία των Raining Pleasure με το "Capricorn" (2001), αλλά τα αίτια είναι βαθύτερα –όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Άλλωστε διαφορετικοί ήταν οι 18άρηδες των 1990s που ακολούθησαν την έκρηξη του ελληνικού ροκ και διαφορετικοί οι 18άρηδες των μέσων των '00s, οι οποίοι περνούσαν τα αθηναϊκά τους καλοκαίρια στον πεζόδρομο της Κλειτίου, έξω από το Pop: «διψούσαν» για άλλα πράγματα, κι ας υπήρχαν και κοινά στοιχεία. 

Όλα τούτα νομίζω ότι θα αποτιμηθούν καθαρότερα πιο μετά: όταν κατακάτσουν δηλαδή οριστικά σε εκείνους που τα έζησαν, όταν και αν έρθουν οι επόμενοι, όσοι κατορθώσουν να ενώσουν τις ψηφίδες της μεγάλης εικόνας, την οποία (σχεδόν) πάντα χάνουν αυτοί που διατηρούν βιωματική σύνδεση με μια κατάσταση.

Σε κάθε περίπτωση, η εναλλακτική όψη των εγχώριων '00s ήταν κυρίως αγγλόφωνη και πολλοί από όσους στελεχώσαμε τα μουσικά περιοδικά και sites της περιόδου πιστέψαμε –ειλικρινώς, αφελώς ή ...συντεχνιακώς, όλα συνέβησαν– σε διάφορα γκρουπ ή αυτόνομους τραγουδοποιούς, θεωρώντας ότι θα χτιστεί μια κάποια σκηνή. Για τη μερίδα του Τύπου που επιμένει να στηρίζει την εγχώρια indie έκφραση, είναι αντιδημοφιλής η δική μου άποψη ότι σκηνή εν τέλει δεν υπήρξε ποτέ και ότι από νωρίς φάνηκαν τα οικονομικά μα και πληθυσμιακά όρια μιας ιστορίας που πιο συχνά έμοιαζε με φάση, παρά ως κάτι μεγαλύτερο.

Ένα πάντως από τα συγκροτήματα που απασχόλησε για λίγο με τη δράση του μα σήμερα έχει μάλλον ξεχαστεί, ήταν και οι Modrec. Το πάλεψαν υπόγεια και ανεξάρτητα (αρχικά με το όνομα No Pulse), συζητήθηκαν για τη διασκευή στο "Eleanor Rigby" των Beatles που έπαιζαν στις συναυλίες και το 2008 έφτασαν στη δισκογραφία, ντεμπουτάροντας με το Art Naïve (Bantha & Spinalonga Records, σε συμπαραγωγή δική τους με τον Νίκο "Ottomo" Αγγλούπα).

Ήταν ένας φιλόδοξος δίσκος, με διεθνείς προδιαγραφές στη μίξη, όπου φιγουράρει το όνομα του Βρετανού Alex Newport, γνωστού για τις συνεργασίες με τους Sepultura, τους At The Drive-In κ.ά. Στο Mic.gr, μάλιστα, ο Πάνος Πανότας επαίνεσε τη συνεισφορά του γράφοντας ότι «Έχω να ακούσω τόσο καλή μίξη σε drumming ελληνικού σχήματος χρόνια. Ο άνθρωπος κατέχει, δεν ψάχνει πώς να βάλει τα overhead μικρόφωνα, δεν φοβάται την ισχυρή ακουστική και τις εκτεταμένες δυναμικές περιοχές, γεμάτες και πεντακάθαρες τις βγάζει, με –επιτέλους!– ισορροπημένα πιατίνια».

Σε εκείνη λοιπόν τη συγκυρία, έγινε και η παρακάτω συνέντευξη με τους Δημήτρη Αρώνη (κιθάρα/φωνή), Λάμπη Κουντουρόγιαννη (κιθάρα/φωνή), Γιώργο Μπουλντή (μπάσο) & Κώστα Χαλιώτη (ντραμς) για λογαριασμό του περιοδικού Sonik, όπου και πρωτοδημοσιεύτηκε. Η αναδημοσίευση περιλαμβάνει μικρές, αισθητικής φύσης αναπροσαρμογές.

Για την ιστορία, οι Modrec έβγαλαν έναν ακόμα δίσκο το 2010 (Mascaraddiction, στην Inner Ear), με τον Σεραφείμ Γιαννακόπουλο να αντικαθιστά τον Χαλιώτη. Κατόπιν έπαψαν αθόρυβα τη συλλογική τους δράση, αν και «επίσημη» διάλυση δεν ανακοινώθηκε ποτέ...


Το Art Naïve κυκλοφορεί επιτέλους, μετά από ένα διάστημα αναμονής που σε πολλούς θαυμαστές σας φάνηκε μακρύ. Υπήρξαν δυσκολίες; Ή τα θέλατε όλα όσο πιο τέλεια γίνονταν;

Σίγουρα δυσκολίες υπήρξαν αρκετές, από τη στιγμή που αποφασίσαμε να αναλάβουμε μόνοι μας την παραγωγή του δίσκου. Ούτως η άλλως, πάντα η πρώτη φορά είναι και η πιο δύσκολη. Όσο για το αποτέλεσμα, δεν θα μπαίναμε στη διαδικασία να κυκλοφορήσουμε κάτι που δεν θα είχε φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο, όσον αφορά τις προσδοκίες μας.  

Γιατί Art Naïve, τελικά; Υπάρχει κάποιο concept πίσω από την απόφασή σας να ονομάσετε έτσι το ντεμπούτο σας;

Τα θεμέλια για αρκετά από τα κομμάτια του δίσκου μπήκανε από τα πρώτα χρόνια που παίζουμε μαζί ως Modrec. Εκείνη την περίοδο ο τρόπος με τον οποίον δουλεύαμε ως προς τη σύνθεση, βασιζόταν στην ελεύθερη έκφραση του καθενός μας· θα μπορούσε λοιπόν να χαρακτηριστεί αυθόρμητος και κατά κάποιον τρόπο «αφελής». Το ομότιτλο κομμάτι “Art Naive” είναι αυτό που εκφράζει, περισσότερο από όλα, την κατάσταση και τα συναισθήματα εκείνης της πρώτης περιόδου. 

Η αλήθεια είναι ότι συνεχίζουμε να γράφουμε και να παίζουμε με το ίδιο σκεπτικό. Μόνο που, με την πάροδο των χρόνων –λόγω της τριβής και της απόκτησης μιας σχετικής εμπειρίας– η διαδικασία γίνεται πιο μεθοδική και άμεση.

Πέτυχε θεωρείτε η συνεργασία σας με τον Alex Newport; Βγήκε αυτό που είχατε κατά νου;

Προφανώς, διαλέξαμε τον Newport γιατί μας άρεσε η ηχητική προσέγγισή του στα περισσότερα άλμπουμ όπου έχει αναμιχθεί είτε ως παραγωγός, είτε ως υπεύθυνος μίξης. Αν και τα κομμάτια του Art Naïve έχουν αρκετούς ήχους και κάπως περίεργες δομές, βρήκε γρήγορα τον τρόπο ώστε να «δαμάσει» το υλικό και να καταλήξει σε ένα ελκυστικό, για μας, αποτέλεσμα. Mας κόστισε βέβαια κάποια οnline ξενύχτια η όλη διαδικασία...

Το άλμπουμ σας κυκλοφορεί με 9 διαφορετικά εξώφυλλα. Ποιος είναι ο καλλιτέχνης και γιατί πήρατε μια τέτοια απόφαση;

Το artwork είναι ουσιαστικά ένας μεγάλος πίνακας χωρισμένος νοητά σε 9 μέρη, τα οποία αντιστοιχούν στα 9 βασικά τραγούδια του δίσκου. Κάθε κομμάτι το αντιλαμβανόμασταν δηλαδή ως μια ξεχωριστή ιστορία: μια διαφορετική εμπειρία, η οποία μπορεί να αποτυπωθεί σε μία αντίστοιχη εικόνα, αλλά και όλες οι εικόνες μαζί να συνθέτουν έναν ενιαίο, πολυμορφικό πίνακα.

Ο Ανδρέας Μητρόπουλος ανέλαβε να τον ζωγραφίσει ακούγοντας το υλικό και αποκωδικοποιώντας στίχους και κείμενα που αφορούσαν τα τραγούδια. Τον αφήσαμε να δουλέψει εντελώς μόνος του, διότι πιστεύαμε πολύ στην αισθητική του και δεν θέλαμε να αναμιχθούμε περαιτέρω. Μετά από έναν μήνα, απλά μας έδειξε τα σπουδαία κατορθώματά του... Ο πίνακας θα εκτίθεται στο πάρτυ κυκλοφορίας του άλμπουμ στο Vinyl Microstore στις 27 Μαρτίου, όπως και σε άλλα events και venues στο μέλλον. Αξίζει να τον δείτε από κοντά! 

Πολλοί φίλοι σας περίμεναν να ακούσουν και τη διασκευή στο “Eleanor Rigby” των Beatles στο ντεμπούτο σας στη δισκογραφία –μιας και είναι από τα highlights των ζωντανών σας εμφανίσεων. Πώς και δεν το συμπεριλάβατε;

Το “Eleanor Rigby” δεν το συμπεριλάβαμε στον δίσκο σε πρώτη φάση, αλλά επειδή η ανταπόκριση του κόσμου σε αυτό το κομμάτι είναι ιδιαίτερα θερμή –τόσο στα live, όσο και στην ηχογράφηση (ναι, υπάρχουν κάποιοι τυχεροί που το έχουν ακούσει!)– δεν αποκλείεται να σκαρώσουμε μια ευχάριστη έκπληξη στο μέλλον!

Μέσα σε 3 σχεδόν χρόνια, από το 2000 που ξεκινήσατε ως το 2003, αλλάξατε τρεις φορές όνομα. Τι είναι αυτό που σας έκανε τελικά να μείνετε στο Modrec;

To Modrec προφανώς είναι πιο εύηχο και σύντομο από τα ονόματα που είχαμε πιο πριν. Προέρχεται από τις λέξεις modified recovery –έτσι λεγόμασταν πιο πριν– αλλά επειδή κανένας δεν το έγραφε σωστά, αποφασίσαμε να το κάνουμε Modrec. Όταν πρωτοξεκινήσαμε βέβαια να παίζουμε παρέα, πριν 8 χρόνια, λεγόμασταν No Pulse. Καθώς όμως περνούσε ο καιρός και το μουσικό ύφος της μπάντας διαμορφωνόταν, μπήκαμε στη διαδικασία να πειράξουμε και το όνομα.  

Πιστεύετε ότι έχει δημιουργηθεί μια αγγλόφωνη rock σκηνή στην Ελλάδα; Ή ακόμα απέχουμε από κάτι τέτοιο;

Η αγγλόφωνη σκηνή στην Ελλάδα υπάρχει από τη στιγμή που υπάρχουν μπάντες οι οποίες παίζουν αγγλόφωνες μουσικές· είτε είναι rock, pop, jazz, metal κτλ. Τώρα, αν με τον όρο σκηνή εννοούμε κάτι αντίστοιχο με αυτήν του Σιάτλ ή του Μπρίστολ, τότε τέτοια σκηνή δεν έχουμε –όμως πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει κάτι παρόμοιο ούτε και παγκοσμίως!

Διότι, πολύ απλά, για να υπάρξει μια σκηνή με τέτοια δυναμική, πρέπει οι μπάντες να δημιουργήσουν έναν ενιαίο, ομοιογενή και συνάμα ανανεωτικό ήχο. Και, κατ' επέκταση, ένα κοινό πλαίσιο δράσης· είτε μουσικής, είτε πολιτιστικής, είτε πολιτικής, είτε κοινωνικής με την έννοια της επικοινωνίας και της συναναστροφής. Ο όρος πλαίσιο, εκτός από τη θεωρητική του υπόσταση, περιλαμβάνει και μουσικά στέκια, στούντιο, ψυχαγωγικούς χώρους και πάει λέγοντας...    

Ποια είναι η κύρια αιτία που εμποδίζει τα ελληνικά σχήματα να κάνουν επιτυχία στο εξωτερικό, τη στιγμή που βλέπουμε να το καταφέρνουν μπάντες σαν τους Sigur Rós ή τους Rammstein –οι οποίες, σημειωτέον, δεν μπαίνουν καν στη λογική του αγγλικού στίχου;

Οι Rammstein έκαναν μάλλον μεγάλη επιτυχία πρώτα στη Γερμανία, όπου τέτοιος ήχος (όπως και πολλοί άλλοι ήχοι) είναι αρκετά δημοφιλής. Και οι Sigur Rós έχουν ιδιαίτερα όμορφη μουσική. 

Όπως και να το κάνουμε, και οι δύο αυτές μπάντες, εκτός του ότι είναι εξαιρετικά καλές, ζούνε σε χώρες οι οποίες ενδιαφέρονται να εξάγουν τα μουσικά τους «προϊόντα», ακόμη κι αν δεν  είναι «παραδοσιακά». 

Όσο εμείς δεν μπαίνουμε σε αυτήν τη διαδικασία, τόσο θα οσμιζόμαστε και λιγότερο από παγκόσμια ή έστω «ξενόφερτη» μουσική. Όχι με την έννοια της ακρόασης, αλλά με την έννοια της σύνθεσης, παραγωγής, άρα κι εμπειρίας.   

Είχατε μια δυσάρεστη περιπέτεια με τη διοργανώτρια εταιρεία της συναυλίας των Manic Street Preachers, όπου επρόκειτο να παίξετε support. Πολλοί θεωρούν μάλιστα ότι αυτή απέδειξε αρκετά πράγματα για το ποιοι είστε. Εσάς, όμως, τι γεύση σας άφησε; Βγήκε τελικά και κάτι καλό;

Μας άφησε τελικά μια μετέωρη αλλά γλυκιά γεύση, αν αναλογιστούμε ότι η συναυλία στο Μικρό Μουσικό Θέατρο μια μέρα πριν ήταν άκρως επιτυχημένη –όχι μόνο από την άποψη της προσέλευσης, μα και από τη διάθεση και την ενέργεια που υπήρχε στον κόσμο και σε εμάς. Ελπίζουμε λοιπόν να βγήκε κάτι καλό για τους Modrec, καθώς και για άλλες μπάντες, όσον αφορά τις επιλογές μας. Θα το δούμε στην πορεία, μετρώντας πόσα «όχι» θα έχει πει ο καθένας μας απέναντι σε όποιους κατά καιρούς έχουν την πρόθεση να μας εκμεταλλευτούν. 

Πιστεύετε πως ό,τι έτυχε σε σας με τους Manic Street Preachers αποτελεί γενικό κανόνα για τα νέα συγκροτήματα στην Ελλάδα; Ή πέσατε στην περίπτωση;

Παγκοσμίως, ο γενικός κανόνας για το support σχήμα είναι ότι συνήθως δεν παίρνει δεκάρα από τη διοργανώτρια εταιρία. Πλην εξαιρέσεων, όπως για παράδειγμα αν «σαπορτάρεις» μια μπάντα για μια ολόκληρη περιοδεία· εκεί η συμφωνία αλλάζει. 

Το να βάλεις το backline από την τσέπη σου είναι μια πολύ ευχάριστη διαδικασία, αν οργανώνεις μόνος σου κάποιο live κι έχεις προσδοκίες για μια επιτυχημένη βραδιά από όλες τις απόψεις... Το να βάλεις όμως το backline από την τσέπη σου για να παίξεις σε διοργάνωση της εκάστοτε συναυλιακής εταιρίας που τζιράρει τρελά λεφτά στα φεστιβάλ της, είναι μεγάλη κοροϊδία και δυστυχώς πολύ ανέντιμο να στο ζητάνε. Μάλλον πέσαμε στην περίπτωση...

* οι φωτογραφίες της μπάντας φέρουν το credit Patakuas, αγνώστων λοιπών στοιχείων, και προέρχονται από το δημοσιογραφικό promo για το Art Naïve.