30 Ιουλίου 2020

Κυβέλη Καστοριάδη - συνέντευξη (2017)



Τέτοιες ημέρες, τέλη Ιούλη του 2017, συνάντησα την Κυβέλη Καστοριάδη για μεσημεριανό καφέ και κουβέντα. Σε μία από τις συχνές επισκέψεις της στην Ελλάδα, που γινόταν τότε με αφορμή έναν νέο δίσκο σε συνεργασία με τον Ορέστη Καλαμπαλίκη (Songs For A Blue Cloud) και κάποιες ζωντανές εμφανίσεις.

Το όνομα που κουβαλάει, είναι βέβαια από εκείνα που περιγράφουμε συνήθως ως «βαρύ σαν ιστορία»: κόρη του Κορνήλιου Καστοριάδη, κατέληξε μερικές φορές να ερωτάται σε συνεντεύξεις περισσότερο για τον πατέρα της, παρά για τις δικές της αντιλήψεις και δραστηριότητες. Με ένα πρόχειρο άλλωστε ψάξιμο στο Google, μπορείτε να διαπιστώσετε ότι συχνά έτσι παρουσιάζεται στο κοινό από διάφορα εγχώρια μέσα: «η άγνωστη κόρη του Κορνήλιου Καστοριάδη» το ένα, «η Κυβέλη Καστοριάδη είχε μπαμπά φιλόσοφο» το άλλο κ.ο.κ.

Οδεύοντας λοιπόν για την πλατεία Καρύτση, αποφάσισα ότι θα ξεμπέρδευα από την αρχή με τον «σκόπελο Καστοριάδη», σεβόμενος εκείνο το δικό του πρόταγμα περί Αυτονομίας. Και ίσως γι' αυτό να κύλησε τελικά τόσο ωραία η συζήτησή μας, φτάνοντας αβίαστα στον Όμηρο, στον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, στη φωνή της Barbara, αλλά και στο γιατί δεν την πείθει καθόλου ο Εμμανουέλ Μακρόν ως ηγέτης της Γαλλίας.

Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. Η αρχική φωτογραφία ανήκει στον Ανδρέα Πετράκη, ενώ η ακόλουθη προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο, στα πλαίσια του promo για το Songs For A Blue Cloud.


Έχω παρατηρήσει ότι στις συνεντεύξεις σάς ρωτούν πολλά για τον πατέρα σας, Κορνήλιο Καστοριάδη. Είμαι επίσης θαυμαστής του έργου του, παρότι δεν είμαστε κοντά στις ιδεολογικές αφετηρίες, και κατανοώ έτσι ότι ο πειρασμός είναι μεγάλος. Σεβόμενος όμως το πρόταγμά του περί «αυτονομίας», θα ήθελα να επικεντρώσουμε σε σας, ως αυτόνομο ον –αν και είμαι σίγουρος ότι έχετε πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες να πείτε...

Πολλές πλέον δεν έχω, νομίζω ότι τις περισσότερες τις έχω πει. Θα πρέπει ν' αρχίσω να φτιάχνω! (γελάει) Στο κάτω-κάτω της γραφής δεν τον έζησα πολύ τον πατέρα μου: τον έζησα για 17 χρόνια, οπότε πόσες πια ιστορίες να υπάρξουν; Καταλαβαίνω ασφαλώς το ενδιαφέρον για εκείνον. Και υποθέτω ότι και, δημοσιογραφικά, είναι ένας καλός άξονας για να πιάσει κανείς το θέμα· μια προφανής αφετηρία. 

Σας έχει δημιουργήσει άγχος το όνομα που κουβαλάτε; Νιώθετε ότι πρέπει να αποδείξετε πως είστε κάτι παραπάνω από την κόρη του σπουδαίου φιλοσόφου;

Νιώθω μια ευθύνη, αυτήν τη λέξη θα χρησιμοποιούσα. Το καλό βέβαια είναι ότι δεν ήταν τραγουδιστής! (γέλια) Γιατί υπάρχουν και γιοι και κόρες που έχουν την ίδια απασχόληση με τους γονείς τους, οπότε εκεί υπάρχει αναπόφευκτα και σύγκριση.

Άλλωστε ήταν και φάλτσος, έτσι δεν είναι;

Ναι, ήταν παράφωνος. Το τραγούδι το έχω πάρει εντελώς από τη μεριά της μητέρας μου και της γιαγιάς μου.

Σας ρωτάνε τόσο συχνά για τον πατέρα σας, μα σπάνια για τη μητέρα σας, τη Ζωή Στεφανίδου...

Η μητέρα μου είχε καλή φωνή, όπως και η δική της μητέρα. Τη θυμάμαι σε πολλές στιγμές στο σπίτι, όταν ήμασταν οι τρεις μας –Κυριακές, για παράδειγμα– να τραγουδάει. Τη χαιρόμουνα και υπήρξε σίγουρα μια πρώτη αφορμή για τη σχέση μου με το τραγούδι. Έκτοτε υπήρξε πάντα κοντά μου, όντας μάλιστα και πολύ υποστηρικτική. Όχι μόνο όταν ήμουν μικρή, μα και τώρα ακόμα: είναι πάντα εκεί, έρχεται σχεδόν σε κάθε συναυλία, είναι η νούμερο ένα fan μου!

Τη γιαγιά σας, τη θυμάστε να τραγουδά;

Λίγο τη θυμάμαι, ναι. Λένε ότι όταν ήταν μικρότερη δεν σταμάταγε, δεν το έκλεινε το στόμα της. Εγώ τη γνώρισα όταν ήταν πια πολύ μεγάλη. Μπορούσε με τις ώρες τότε να ασχολείται με το ποιο αμπελόφυλλο είναι καλύτερο για να φτιάξει ντολμαδάκια: αυτό δεν είναι αρκετά τρυφερό, αυτό δεν έχει ακόμα ωριμάσει, αυτό θέλει άλλες δυο μέρες για να 'ναι εντάξει... 

Υποστήριζε επίσης με πάθος την κληματαριά μας, από την οποία κι έπαιρνε τα αμπελόφυλλα, παρότι έβγαζε ένα σταφύλι που δεν τρωγόταν! (γέλια) Αλλά η γιαγιά επέμενε, ότι έχει ένα κάτι. Και όχι μόνο το έτρωγε, μα έφτιαχνε και μούστο.

Κάνατε το ντεμπούτο σας το 2015, με τον δίσκο Sous Le Ciel De Paris, επιστρέφετε τώρα με το Songs For A Blue Cloud. Και οι δύο δουλειές σας έχουν ως άξονα το Παρίσι, σωστά;

Για την ακρίβεια, τον ουρανό του Παρισιού. Στον πρώτο δίσκο η παρουσία του είναι προφανής στον τίτλο, στον δεύτερο έπαιξε ρόλο στο πώς βρήκαμε τον τίτλο με τον Ορέστη Καλαμπαλίκη, με τον οποίον και τον δημιουργήσαμε. Είχαμε τελειώσει το άλμπουμ και βρισκόμασταν στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, κοιτώντας τον ουρανό, που ήταν συννεφιασμένος. Σε κάποιο σημείο άνοιξαν τα σύννεφα, φάνηκε ένα μπλε κομμάτι και μου λέει «κοίτα, ένα μπλε σύννεφο!». Και του λέω «να, αυτός είναι ο τίτλος».

Μας άρεσε επίσης και η διπλή έννοια την οποία έχει στα αγγλικά η λέξη «blue», γιατί ταιριάζει και με τις επιλογές των τραγουδιών: όλα τους έχουν κάτι το μελαγχολικό, ίσως και απαισιόδοξο. Κάτι που ταίριαξε και με τον πίνακα του Χρήστου Κεχαγιόγλου, τον οποίον χρησιμοποιήσαμε ως εξώφυλλο.

Το Παρίσι είναι για σας τόπος δημιουργικός; Ή γίνεται και τόπος από τον οποίον επιθυμείτε να ξεφύγετε;

Θα έλεγα και τα δύο. Είναι οπωσδήποτε ένα μέρος απαιτητικό, γιατί υπάρχει μεγάλη καλλιτεχνική προσφορά, άρα και ανταγωνισμός. Το ίδιο πράγμα βέβαια δημιουργεί και ευκαιρίες, ενώ σε κεντρίζει και σαν άνθρωπο –να ακούσεις, να ψάξεις, να σκεφτείς για καινούρια πράγματα. Θέλει όμως μια πάλη όλο αυτό. Αν μου λείπει κάτι, είναι η φύση. Το διαπιστώνω συχνά τελευταία, ότι κάθε 3 μήνες περίπου, έχω την ανάγκη να δω λίγη θάλασσα και λίγο πράσινο.

Λέτε ελληνικά τραγούδια στις εμφανίσεις σας στο Παρίσι;

Ναι. Συμμετέχω στο τρίο του Αντώνη Καρακώστα, ο οποίος κάνει τζαζ διασκευές σε ελληνικά τραγούδια –λέω για παράδειγμα τη "Ζεχρά"– ενώ συμμετέχω και σε εγχειρήματα με πιο παραδοσιακή προσέγγιση. 

Παρότι και οι δύο μέχρι σήμερα δίσκοι σας περιέχουν διασκευές, έχω την εντύπωση ότι στον δεύτερο ακούω περισσότερο εσάς...

Μπορεί... Ο πρώτος δίσκος είναι βασισμένος σε παιδικά ακούσματα, σε τραγούδια που υπάρχουν στ' αυτιά μου εδώ και περίπου 30 χρόνια. Ενώ τον δεύτερο τον φτιάξαμε μαζί με τον Ορέστη και μερικά από τα κομμάτια μου τα έμαθε εκείνος. Αυτό ίσως να έφερε μια φρεσκάδα, με την έννοια ότι δεν είχα πάντα να ερμηνεύσω κάτι που το ήξερα ήδη.

Κάνετε πολλά πράγματα μαζί με τον Ορέστη Καλαμπαλίκη. Σχεδιάζετε κάποιον δίσκο με πρωτότυπο, δικό σας υλικό;

Είναι καταπληκτικός κιθαρίστας και πολύ καλός φίλος ο Ορέστης. Αυτό είναι το επόμενο βήμα που θέλουμε να κάνουμε, γιατί δεν πρέπει νομίζω να υπάρξει και τρίτος δίσκος με διασκευές. Παρά μόνο ίσως όταν πια θα είμαι γριά! (γέλια)

Και τους δύο δίσκους σας, εντωμεταξύ, τους έχετε βγάλει στην Ελλάδα, στη Μικρή Άρκτο. Πώς και δεν τους κυκλοφορήσατε σε γαλλική εταιρεία, έτσι όπως πάει η δισκογραφία εδώ;

Ως έναν βαθμό συνέβη λόγω της στενής σχέσης που διατηρώ με την Ελλάδα, αλλά ίσως και επειδή αισθανόμουν ότι υπήρχε ένα νόημα να προτείνω γαλλικά τραγούδια εδώ. Δεν ξέρω αν θα είχε μεγάλο νόημα να τα προτείνω στη Γαλλία. 

Πάντως κι εκεί η κατάσταση στη δισκογραφία δεν είναι καλύτερη. Τα τελευταία χρόνια έκλεισαν πολλές εταιρίες –και δισκογραφικές, αλλά και labels διανομής. H Naïve ας πούμε, που ήταν πολύ καλή, αναγκάστηκε και σταμάτησε. Σε κάθε περίπτωση, είμαι πολύ χαρούμενη από τη συνεργασία με τη Μικρή Άρκτο.

Η αγάπη σας για τον Kurt Weill, προηγείται των θεατρικών σας σπουδών; Ή προέκυψε μέσα από αυτές;

Ξεκίνησα από το λυρικό τραγούδι. Όταν λοιπόν αποφάσισα να φύγω από αυτό, σκέφτηκα ότι το θέατρο ήταν ένα καλό μέσον για να κάνω τη μετάβαση. Ο Kurt Weill, όμως, προηγείται. Ήταν πρόταση ενός Έλληνα πιανίστα που ζει στο Παρίσι και ήταν η πρώτη φορά που τραγούδησα σόλο –πάντα θα τον ευχαριστώ τον Κωστή γι' αυτό. Τότε ήμουν ακόμα στο λυρικό τραγούδι και ο Weill υπήρξε ιδανική επιλογή, καθώς βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα. 

Αγαπώ ιδιαιτέρως την "Τζένη Των Πειρατών", που αποτελεί βέβαια μεγάλο hit, αλλά και κομμάτια σαν το "Nanna's Lied", το "September's Song" –η μελωδία του βρισκόταν μάλιστα και σε ένα παιδικό μου παιχνίδι– και το "Complaint De La Seine" με τους σκοτεινούς στίχους για τον Σηκουάνα, στον οποίον υπάρχουν θησαυροί αλλά και πτώματα, όπως τα έμβρυα όσων γυναικών έκαναν έκτρωση.

Γιατί αλήθεια φύγατε από το λυρικό τραγούδι;

Γιατί συνειδητοποίησα ότι στην όπερα μου αρέσουν οι άριες, μα το ενδιάμεσο μάλλον το βαριέμαι. Δεν νομίζω λοιπόν ότι θα μπορούσα να το υποστηρίξω. Επίσης, αν και πρόκειται για τέχνη την οποία λατρεύω, παραμένει παγιωμένη στα υπάρχοντα έργα, παρότι γράφονται και νέα. Βέβαια, εντάξει, πάντα μπορεί κανείς να ερμηνεύσει διαφορετικά κάτι, ακόμα κι αν το έχουν πει χίλιοι πριν από αυτόν. Πρόσφατα πήγα π.χ. να ακούσω Νόρμα και η τραγουδίστρια είπε θαυμάσια το "Casta Diva"· μπαμ και κάτω, όσο κι αν όλοι μας έχουμε κατά νου την αξεπέραστη εκτέλεση με τη Μαρία Κάλλας.

Αυτό το ενδιαφέρον αντικατοπτρίζει τη μουσική που άκουγαν οι γονείς σας;

Ναι, οι γονείς μου άκουγαν πολύ κλασική μουσική, τόσο ορχηστρική, όσο και όπερες. Άκουγαν και αρκετή τζαζ, ως ένα σημείο βέβαια, γιατί όταν ξεκίνησε η free jazz ο πατέρας μου δυσκολεύτηκε. Και μετά γαλλικό τραγούδι. Από ελληνικά, περισσότερο ό,τι είχε φέρει η μάνα μου μαζί της φεύγοντας επί Χούντας, κυρίως ρεμπέτικα. Ο πατέρας μου λάτρευε επίσης το ηπειρώτικο κλαρίνο, το δε καλοκαίρι ήταν συνυφασμένο με νησιώτικα τραγούδια. Το νησιώτικο είναι πραγματικά πολύ μέσα μου, εξαιτίας αυτών των βιωμάτων. 

Από το γαλλικό τραγούδι, τι έχετε αγαπήσει ιδιαίτερα;

Τη Barbara από φωνές του παρελθόντος, από πιο σύγχρονα πράγματα θα έλεγα Noir Désir και τους Rita Mitsouko. Μου αρέσει πολύ κι ένας παλιός δίσκος του Yves Montand στον οποίον τραγουδάει Jacques Prévert (1962), όπως κι ένα γκρουπ της γενιάς του πατέρα μου, οι Les Frères Jacques, που κι αυτοί έχουν ερμηνεύσει Prévert με πολύ ωραίο τρόπο (1957).

Ο Γιάννης Αγγελάκας, πώς σας προέκυψε στον τελευταίο δίσκο;

(γελάει) Ήταν ιδέα του Ορέστη. Ο Ορέστης μεγάλωσε στην Ελλάδα, σπούδασε εδώ και άκουγε Τρύπες με μανία εκείνα τα χρόνια. Αυτός μου τον έμαθε λοιπόν τον Αγγελάκα, όπως και το τραγούδι που διασκευάσαμε στο Songs For A Blue Cloud. Εμένα με τράβηξαν οι στίχοι του και έτσι αποφάσισα να το προσπαθήσουμε. Κι ένας φίλος μας είπε μετά ότι το βρήκε ενδιαφέρον, γιατί από τη μία ο ένας ακουγόταν ότι έχει βιώματα, και η άλλη ότι φέρνει κάτι άλλο, όντας εντελώς εκτός. 

Εκτός από θεατρικές και μουσικές σπουδές, είστε και πτυχιούχος φιλολογίας. Έχω διαβάσει ότι όταν αισθάνεστε την πραγματικότητα να σας πιέζει και να σας ρίχνει, καταφεύγετε στον Όμηρο...

Ο Όμηρος λειτουργεί σαν τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, τον οποίον επίσης συνηθίζω να ακούω όταν είμαι στεναχωρημένη. Θυμάμαι λ.χ. ότι την εποχή του Δημοψηφίσματος στην Ελλάδα, έπαιζα Μπαχ. Και ο Μπαχ και ο Όμηρος έχουν έναν τρόπο να στα βάζουν όλα σε μια θέση. Στα ομηρικά έπη π.χ. έχεις τους θεούς, τους ήρωες, υπάρχει το πεπρωμένο, τα πράγματα μπορεί να είναι αναπόφευκτα, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να τα αποτρέπει από το να είναι πολύ όμορφα –ή και πολύ άσχημα. Την Ιλιάδα ίσως να τη βαριούνται λίγο οι περισσότεροι, προτιμούν την Οδύσσεια, που έχει αυτό το πιο ελκυστικό, παραμυθένιο στοιχείο. Εγώ την αγαπώ εξίσου, για εκείνο το γήινο που τη διακρίνει.

Γιατί ήσασταν στεναχωρημένη την εποχή του Δημοψηφίσματος;

Ένιωθα ότι δεν ξέραμε πού πηγαίνει αυτή η χώρα.

Τι λέει ο κόσμος στη Γαλλία για το θέμα της Ελλάδας;

Δεν έχω ακούσει ποτέ όσα αρνητικά λέγονται, π.χ. ότι είμαστε τεμπέληδες, ότι μας αξίζει όλο αυτό κτλ. Από την άλλη, βέβαια, συναναστρέφομαι ανθρώπους με τους οποίους σκεφτόμαστε παρόμοια. Τέτοιοι άνθρωποι υποστηρίζουν και αγαπάνε την Ελλάδα. Γενικά πάντως νομίζω ότι η Ελλάδα είναι χώρα που ελκύει τους Γάλλους, ίσως γιατί δεν είναι ούτε Βορειοευρωπαίοι, ούτε Νότιοι· βρίσκονται κάπου ενδιάμεσα.

Είστε ένα παιδί δύο διαφορετικών χωρών και πολιτισμών και μιας εποχής στην οποία φάνηκε ότι οι άνθρωποι θα ερχόμασταν πιο κοντά. Τώρα, όμως, υπάρχει μια τάση που ευνοεί ξανά τις διαχωριστικές γραμμές και τις πιο κλειστές κοινωνίες...

Ανησυχώ πολύ και είμαι αρκετά απαισιόδοξη. Βλέπω ότι ένα μέρος της κοινωνίας συνεχίζει να δίνει το χέρι προς τους υπόλοιπους, ενώ ένα άλλο έχει φοβηθεί τόσο με το θέμα της τρομοκρατίας, όσο και με το μεταναστευτικό, οπότε κλείνεται και αντιδρά με τον τρόπο τον οποίον θεωρεί σωστό. Αλλά οι δράστες των επιθέσεων στη Γαλλία, ήταν μεγαλωμένοι εκεί, ήταν Γάλλοι. Ο τρόπος επομένως με τον οποίον υποδεχόμαστε τους άλλους ανθρώπους σε μια κοινωνία –ή ο τρόπος με τον οποίον δεν τους υποδεχόμαστε– έχει συνέπειες για το πώς θα τη δουν κι εκείνοι, στη συνέχεια.

Υπάρχει επίσης και το θέμα του περιβάλλοντος, που ίσως η ίδια η λέξη να το υποβαθμίζει: έχω διαβάσει ότι το κάνει να φαίνεται σαν κάτι που είναι γύρω μας, που υπάρχει ως ντεκόρ, ενώ θα έπρεπε να αντιλαμβανόμαστε ότι βρισκόμαστε μέσα του, ότι ανήκουμε εκεί· ότι χωρίς αυτό είμαστε εμείς που θα πάψουμε να υπάρχουμε. Η φύση και ο πλανήτης θα συνεχίσουν να υπάρχουν, είτε ο Κιμ Γιόνγκ-Ουν πατήσει το κουμπί, είτε ο Ντόναλντ Τραμπ, κάποια μέρα που κάτι δεν θα του κάτσει στο Twitter.

Πόσο όμως φταίει κατά τη γνώμη σας η Χίλαρυ Κλίντον που βγήκε ο Τραμπ; Και πόσο, αντίστοιχα, ο Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία για την άνοδο της Μαρίν Λεπέν;

Θυμάμαι ότι την εποχή των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία το σκεφτόμουν, ότι η Αριστερά έχει κι αυτή ευθύνη. Τώρα με ποιον τρόπο και σε πόσο βαθμό, χωράει συζήτηση. Ότι αμέλησε κάποια θέματα; Ότι η εξουσία είτε σε διαφθείρει, είτε εμποδίζει τη σχέση σου με την πραγματικότητα και με το τι βιώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι; Δεν ξέρω βέβαια αν ο Ολάντ μπορεί να χαρακτηριστεί Αριστερός. Μάλλον όχι... Αλλά ας πούμε ότι παρουσιαζόταν ως Σοσιαλιστής, άσχετα με το αν δεν ήταν. Με τρομάζει που χάνουν έτσι το νόημά τους οι λέξεις: τι θα πει Σοσιαλιστής, πλέον;

Για να γίνω και λίγο ...καστοριαδική, το να είσαι πολίτης σημαίνει ότι μπορείς να κυβερνάς και να κυβερνιέσαι –και τα δύο μαζί. Ίσως λοιπόν ένα βήμα να είναι η πολιτική θητεία να μην κρατάει πέραν ορισμένου χρόνου, για να μην αρχίζουν οι συμβιβασμοί, το ποιον θα λαδώσω, σε ποιον θα υποσχεθώ. Και αντίστοιχα οι κοινωνίες μας να ασχοληθούν με την παροχή μιας παιδείας κατάλληλης να δημιουργεί ανθρώπους ικανούς να κυβερνήσουν. Νομίζω ότι υπάρχει κάτι εδώ. Προτιμότερο από την επικρατούσα ιδέα του να βρεθεί κάποιος και να έρθει να μας σώσει, την οποία θεωρώ τεράστιο λάθος. 

Σας πείθει ο Εμμανουέλ Μακρόν;

Όχι, δεν με πείθει καθόλου. Δεν έρχεται από τον πολιτικό κόσμο, έχει εργαστεί στις τράπεζες και έχει πολλούς φίλους επιχειρηματίες. Νομίζω, επίσης, ότι σε διάφορες συζητήσεις με εργάτες ή γενικά ανθρώπους της πραγματικής ζωής, έδειξε ταξική υπεροψία. Αυτό δεν μου αρέσει.

Για να κλείσουμε σε πιο μουσικούς τόνους, ποιοι είναι οι επόμενοι σταθμοί της ελληνικής σας περιοδείας;

Στις 21 Ιουλίου θα βρεθούμε στην Πάτρα, θα παίξουμε στο Πολύεδρο. Πρώτη Αυγούστου θα συμμετάσχουμε στο Φεστιβάλ των Φιλίππων, στην Καβάλα και ακολουθεί η Κρήτη, αλλά οι ημερομηνίες δεν είναι ακόμα κλεισμένες –θα υπάρξει ενημέρωση μέσω της σελίδας στο Facebook. Τέλος, 6 και 7 Σεπτεμβρίου επιστρέφουμε στην Αθήνα, στη Ρότα. 

Χρόνος για διακοπές θα υπάρξει αυτό το καλοκαίρι;

Βέβαια! Ενδιάμεσα των συναυλιών, θα κάνω κι εγώ κάποια μπάνια.


29 Ιουλίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 26/7/2020


Αποχαιρετισμός στον Peter Green, (δοξασμένες) μνήμες ελληνικής όπερας από τις αρχές του 20ου αιώνα, μελοποιημένος Γιώργος Σεφέρης, αλλά και κάθοδος στον Άδη του AIDS με την ανυπέρβλητη Diamanda Galás. 

Έτσι κινήθηκε η πρώτη ώρα της Συχνοτικής Συμπεριφοράς την Κυριακή που μας πέρασε, με εμένα και πάλι σόλο στο πιλοτήριο, ένεκα θερινών αδειών. 

Στη δεύτερη ώρα της εκπομπής, ήρθαν καλεσμένοι στα στούντιό μας στο Μεταξουργείο οι Kooba Tercu (δύο από τα μέλη της εξάδας, ο Βαγγέλης και ο Φίλιππος), με αφορμή την κυκλοφορία του φετινού τους δίσκου Proto Tekno στο διακεκριμένο βρετανικό label της Rocket Recordings. 

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου της Κυριακής πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια

1. ULI JON ROTH: Tales Of The Summer Wind
2. BULGARIAN RADIO SYMPHONY ORCHESTRA & CHORUS σε διεύθυνση ΒΥΡΩΝΑ ΦΙΔΕΤΖΗ: Σπύρου Σαμάρα Ρέα (ουβερτούρα και πρώτο χορωδιακό) - live στο Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας, 1984
3. PETER GREEN: The Supernatural
4. ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ: Επιτύμβιο
5. QUEEN: Heaven For Everyone
6. DIAMANDA GALÁS: Free Among The Dead
7. ΝΕΝΑ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ: Η Μαριάνθη Των Ανέμων
8. KOOBA TERCU: Fair Game
9. KOOBA TERCU: Qasan
10. KOOBA TERCU: Cemento Mori
11. KOOBA TERCU: Puppy Pile
12. KOOBA TERCU: Filter Feeder


28 Ιουλίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 25/7/2020


Νέες και παλιές κυκλοφορίες είχε η Συχνοτική Συμπεριφορά του Σαββάτου, που και πάλι προέβλεπε σόλο διαδρομή για εμένα, καθώς καλά κρατούν αυτό το διάστημα του χρόνου οι άδειες του ραδιοφώνου μας. 

Η θερμή για το κέντρο της πόλης ημέρα πρόσφερε αιτία νέας επίσκεψης στον καραϊβικό μύθο του Kokomo (γι' αυτό και εικονίζεται άνωθεν ο 1980s κοκτέιλ θρύλος του νεαρού Τομ Κρουζ), αλλά και για να ακούσουμε κλάσικ καλοκαιρινό Δάκη, καθώς και Σταύρο Ξαρχάκο σε άπταιστα γαλλικά, τραγουδισμένο από ισραηλινή ντίβα. 

Στο δεύτερο μισό της εκπομπής ήρθε καλεσμένη στα στούντιό μας στο Μεταξουργείο η πιανίστρια και συνθέτρια Πιπίτσα Κληροπούλου, με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου της δίσκου Είσαι Λιμάνι Μου, από την Polyphoniki Records. 

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια

1. THE STARK LINNEMANN TRIO: Ludwig Van Beethoven's Piano Sonata no. 15 (2nd movement)
2. ΡΕΝΑΤΑ ΠΥΛΑΡΙΝΟΥ: Strange Rain
3. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΤΣΙΟΣ: Το Φιδάκι (Κάτω Στο Ρέμα)
4. ΔΑΚΗΣ: Τόσα Καλοκαίρια
5. JOE COCKER: Summer In The City
6. THE BEACH BOYS: Kokomo
7. MARVIN GAYE & TAMMI TERRELL: Hold Me Oh My Darling
8. ESTHER OFARIM: Un Jour Sans Toi
9. ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ: Πού Να 'Βρω Ταχυδρόμο
10. ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΗ & ΚΩΣΤΑΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ: Αγκάλιασέ Με
11. ΕΙΡΗΝΗ ΤΣΙΛΙΓΙΑΝΝΗ: Όλες Οι Ώρες
12. ΕΙΡΗΝΗ ΤΣΙΛΙΓΙΑΝΝΗ: Είσαι Λιμάνι Μου
13. ΕΡΩΦΙΛΗ: Και Πώς Να Βολευτώ
14. ΕΙΡΗΝΗ ΤΣΙΛΙΓΙΑΝΝΗ & ΚΩΣΤΑΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ: Φάρος
15. ΚΩΣΤΑΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ: Και Μέσα Από Τα Παραμύθια
16. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΔΟΥΒΑΛΗΣ: Αγάπη Θες
17. ΕΙΡΗΝΗ ΤΣΙΛΙΓΙΑΝΝΗ: Πορεία Της Ζωής


24 Ιουλίου 2020

Αντώνης Λιβιεράτος - συνέντευξη (2018)


Μερικές φορές, ο χρόνος «ζωής» ενός δίσκου σε επίπεδο προώθησης υπερβαίνει το διάστημα που ο Τύπος και το κοινό θεωρούν «σύνηθες». Πρόσφατο εγχώριο παράδειγμα, το τελευταίο άλμπουμ του Αντώνη Λιβιεράτου 4 1/2, το οποίο βγήκε στα τέλη του 2018 από την Puzzlemusik, αλλά αυτές τις μέρες κινήθηκε ξανά, μέσω ενός καινούριου βιντεοκλίπ για το τραγούδι "Η Αγία Σκουριά" (θα το βρείτε στο τέλος της ανάρτησης). Υπάρχει βέβαια και κάτι εξτρά ως επιπλέον «τυράκι», ως είθισται: η "Αγία Σκουριά" λανσάρεται δηλαδή στις γνωστές πλατφόρμες (Spotify, Google Play κτλ.) ως ψηφιακό single, οπότε λαμβάνει ως b-side κι ένα καινούριο/ακυκλοφόρητο οργανικό κομμάτι με τίτλο "Σφυρίζοντας Αδιάφορα".

Γνωστός ως μέλος των Κεφάλαιο 24 και των Sigmatropic (μεταξύ άλλων συγκροτημάτων), ο Αθηναίος δημιουργός έχει μια μακρά πορεία στα μουσικά πράγματα, με μπόλικες πτυχές· μέρος των οποίων είναι ασφαλώς και μια μικρή σόλο δισκογραφία, όπου για πολλούς δεσπόζει το άλμπουμ του 2000 Το Πλαστικό Κουτί –το 4 1/2, μάλιστα, σηματοδοτεί την επιστροφή του στον ελληνικό στίχο 18 χρόνια μετά από αυτό.

Τώρα, το βίντεο της "Αγίας Σκουριάς" δίνει μια αφορμή επανεπίσκεψης στην κουβέντα που κάναμε με τον Αντώνη Λιβιεράτο τον Νοέμβριο του 2018, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται με πολύ μικρές, αισθητικής φύσης παρεμβάσεις.

Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Βαγγέλη Κώστογλου και ήταν μέρος του τότε promo για το 4 1/2


Τέσσερα και ένα δεύτερο; Τέσσερα και μισό; Τέσσερα μισό σκέτο; Ποιος είναι ο «σωστός» τίτλος του νέου σου δίσκου και πώς σου προέκυψε; Υπάρχει κάποια σχέση με το του Φεντερίκο Φελίνι;

Τεσσεράμισι κατά προτίμηση χωρίς, όμως, να είναι λάθος κι οι υπόλοιποι τρόποι εκφοράς. Ήθελα να χρησιμοποιήσω ως τίτλο, απλά, τον «αύξοντα αριθμό παραγωγής» του δίσκου. Στην παράδοση του Led Zeppelin II ή του Black Sabbath Vol. 4, ας πούμε. Συνειδητοποίησα, όμως, πως πριν απ' αυτόν είχα κυκλοφορήσει ως Αντώνης Λιβιεράτος τρία ολοκληρωμένα άλμπουμ και ένα EP. Άρα το νέο μου πόνημα δεν ήταν, βεβαίως, το τέταρτο ούτε όμως και, ακριβώς, το πέμπτο. Κι έτσι κατέφυγα στη Φελίνεια (όπως λέμε «Σολομώντεια») λύση: θυμήθηκα πως το   είχε «βαφτιστεί» έτσι διότι είχαν προηγηθεί 7 ταινίες μεγάλου μήκους και μία μικρού. Έχει περάσει ποτέ απ' το μυαλό σου η ιδέα να κάνεις καριέρα ως μέντιουμ;

Παρότι έχεις πλούσια θητεία ως μέλος σε συγκροτήματα, οι σόλο καταθέσεις σου είναι σποραδικές. Υπάρχει κάποια «ειδική συνθήκη» δημιουργίας, που να σηματοδοτεί πότε θα κινηθείς μοναχικά; 

Όπως έχω ξαναπεί στο παρελθόν, θεωρώ τη μουσική κυρίως ομαδικό σπορ. Απολαμβάνω να βλέπω τις ιδέες μου να αλληλεπιδρούν με τις ιδέες άλλων μουσικών και τα κομμάτια που προκύπτουν από εκείνες να παίρνουν απρόοπτη τροπή. Δουλεύω μοναχικά μόνο όταν αισθάνομαι πως αυτό που έχω να πω είναι τόσο προσωπικό και ταυτόχρονα τόσο ξεκάθαρα διαμορφωμένο στο μυαλό μου, ώστε το να μοιραστώ τη δημιουργική διαδικασία με άλλους να μου είναι αδύνατο. 

Στο νέο άλμπουμ πραγματοποιείς πλήρη επιστροφή στον ελληνικό στίχο, 18 χρόνια μετά το Πλαστικό Κουτί. Τον υπαγόρευσαν τα τραγούδια; Ή αποτελεί και δήλωση εντοπιότητας, σε καιρούς όπου ο διωκόμενος κάποτε αγγλικός στίχος έγινε μέχρι και της μόδας; 

Μάλλον η διάθεσή μου να γράψω στα ελληνικά υπαγόρευσε τα τραγούδια. Ο ίδιος ο χαρακτήρας και ο ήχος της γλώσσας, η ανάγκη μου να εκφραστώ με μια, στις περισσότερες περιπτώσεις, μη έμμετρη στιχουργική και η αλλεργία μου στον παρατονισμό (τον οποίο θεωρώ μάστιγα της νεοελληνικής τραγουδοποιίας) καθόρισαν στην ουσία, εκτός από το ύφος, και τα ίδια τα τραγούδια (συνθετικά, εννοώ).

Η εντοπιότητά μου, πάλι, είναι δεδομένη και γνωστή. Την αποδέχομαι ως ένα «ουδέτερο» χαρακτηριστικό μου και πορεύομαι μαζί της χωρίς να ντρέπομαι ή να είμαι περήφανος γι' αυτήν. Ούτε κρίνω πως είναι ικανή να με θέσει σε πλεονεκτική ή μειονεκτική θέση έναντι οιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Εν κατακλείδει δεν βλέπω κανέναν απολύτως λόγο να την υπογραμμίσω. Δεδομένου επίσης πως δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου το «τι είναι της μόδας», δεν αισθάνομαι την ανάγκη να διαφοροποιηθώ απ' αυτήν αποστασιοποιούμενος απ' τον «σωρό» των αγγλόφωνων γκρουπ. Άλλωστε συνεχίζω να γράφω και αγγλόφωνα τραγούδια, τα οποία διοχετεύω στους Dr. Atomik. 

Τα νέα τραγούδια αφουγκράζονται ένα οικείο αστικό τοπίο, που λαμβάνει μάλιστα διάφορες όψεις επικαιρότητας (π.χ. με τη σκόνη από την Αφρική στο "Καύσωνας", η οποία μας έγινε συνήθεια τελευταία). Αισθάνεσαι να σε αφορά ακόμα η πόλη, ως δημιουργό; Πώς βλέπεις την εξέλιξη της Αθήνας, καθώς οδεύουμε πια στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα;

Γεννήθηκα στα Εξάρχεια (ναι, υπήρχε μαιευτική κλινική στη Θεμιστοκλέους, μεταξύ Σόλωνος και Κωλέττη) κι έχω περάσει, με την εξαίρεση μιας επταετίας στα Γιάννενα, ολόκληρη τη ζωή μου εδώ. Οπότε η πόλη –θέλοντας και μη– συνεχίζει να με αφορά ως άνθρωπο και ως εκ τούτου και ως δημιουργό. 

Η Αθήνα ήταν, ήδη, εδώ και δεκαετίες, μια πόλη ασφυκτική. Πρακτικά χωρίς δημόσιο χώρο. Οι χιλιάδες νέων κατοίκων που έχουν συρρεύσει τα τελευταία χρόνια σ' αυτήν από κάθε πιθανό τόπο –συνήθως συμπτωματικά ή εξ ανάγκης κι όχι εξ επιλογής– έχουν εγκλωβιστεί σε μια σειρά στεγανών γκέτο. Οπότε είναι δύσκολη η ζύμωση, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους αυτόχθονες, η οποία θα χάριζε στην πόλη έναν, ουσιαστικά, πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Αντίθετα έχει καταλήξει να είναι μια πόλη όλοι οι κάτοικοι της οποίας αισθάνονται, λίγο ή πολύ, ξένοι.

Τι έχεις ακούσει περισσότερο αυτόν τον καιρό; Υπάρχουν τραγούδια ή δίσκοι που να τα έχεις κάπως συνδυάσει με το καινούριο σου άλμπουμ; 

Η ολοκλήρωση του άλμπουμ μου πήρε πάνω από 2 χρόνια. Προφανώς στο διάστημα αυτό μπήκαν στη ζωή μου αρκετοί νέοι δίσκοι αρκετούς απ' τους οποίους έχω, ήδη, ακούσει πολύ κι αγαπήσει. Όπως το The Hope Six Demolition Project της PJ Harvey, το ομώνυμο των Ex-Eye, το Blackstar του David Bowie, το Mess των Liars, το >> των Beak, και αρκετοί άλλοι. Επίσης ανατρέχω συχνά (και χωρίς ενοχές) στα «πίσω ράφια» της δισκοθήκης μου. Πέρασα, για παράδειγμα, ένα διάστημα ακούγοντας κυρίως Grateful Dead, Flying Burrito Brothers και Incredible String Band.  Δεν νομίζω, όμως, πως έχω συνδέσει ή συνδυάσει κάτι απ' αυτά με το .

Στο "Βήματα Στις Σκάλες" αντιστρέφεις κατά μία έννοια ένα μοτίβο που έχει χρησιμοποιηθεί παλιότερα στο ελληνικό τραγούδι και έχει συνδυαστεί με την προσμονή. Εδώ, υπάρχει μεν προσμονή, μα κυριαρχεί τελικά μια δυνατή άρνηση εκπλήρωσής της. Παραμένει ωστόσο ένα ερωτικό τραγούδι, έτσι δεν είναι; 

Θα μπορούσε κανείς να το πει κι έτσι. Κάποτε ο θείος Frank (Zappa) είχε πει πως το μόνο πράγμα που είναι πιo γελοίο απ' το να γράψεις ένα τραγούδι για να πεις πως είσαι ερωτευμένος, είναι το να γράψεις ένα τραγούδι για να πεις πως είσαι ερωτευμένος με κάποιαν ή κάποιον που απορρίπτει τον έρωτά σου. Αυτή η ρήση συνεχίζει να με εκφράζει απόλυτα. Αδυνατώ να γράψω ένα «φυσιολογικό» ερωτικό στιχούργημα. Ένα στιχούργημα, δηλαδή, που να μην εμπεριέχει κάποιου είδους «ανατροπή» των σχετικών κλισέ. 

Ποια είναι η ταξική θέση και η πολιτική προτίμηση των "Εξαίσιων Πτωμάτων"; Πού μπορεί να τα συναντήσει κανείς μαζεμένα, στην καθημερινότητά μας; Τα έθρεψε ή τα συρρίκνωσε η πρόσφατη Κρίση;

Τα εξαίσια πτώματα είναι άνθρωποι οι οποίοι ανήκουν στους, κατά φαντασίαν, «αρίστους». Πιστεύουν πως διαθέτουν παιδεία ανώτερη εκείνης του γενικού πληθυσμού, η οποία τους τοποθετεί αυτομάτως εκτός (και υπεράνω) οποιασδήποτε κοινωνικής ή οικονομικής τάξης. Πολιτικά αυτοπροσδιορίζονται, συνήθως, ως «δημοκράτες». Ενίοτε και ως ανήκοντες, αορίστως, στον «προοδευτικό» χώρο (για αισθητικούς, πάντα, λόγους). 

Τους συναντάς σχεδόν οπουδήποτε: Στον δρόμο, στο διαδίκτυο, σε συναυλίες (σε επιλεγμένους, εννοείται, χώρους), σε εγκαίνια εκθέσεων, στο σουπερμάρκετ, σε παρουσιάσεις βιβλίων... Σπανίως ακόμα και σε διαδηλώσεις (αν και όχι χωρίς ένα ποτήρι καλό κρασί στο χέρι). Η Κρίση τους πλήγωσε και τους έδωσε έναν καλό λόγο για να γκρινιάζουν διαρκώς. Στο τέλος, όμως, θα βγουν κατά πάσα πιθανότητα αλώβητοι απ' αυτήν, όπως βγήκαν αλώβητοι κι απ' όλες τις κρίσεις του παρελθόντος. 

Τι σχέδια υπάρχουν για το νέο άλμπουμ, αφού βγει; Θα γίνει live παρουσίασή του στο άμεσο μέλλον;

Θα γίνουν οπωσδήποτε live. Δεν θα ξεκινήσουν όμως πριν τον Φλεβάρη του 2019. Χρειάζεται κάποιος χρόνος, τόσο για να προετοιμαστεί η μπάντα ώστε να καταφέρει ν' αποδώσει το ύφος και την αίσθηση του άλμπουμ, όσο και για να προλάβει να γίνει αντιληπτή απ' το κοινό η ύπαρξή του.


20 Ιουλίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 19/7/2020


Την Κυριακή, η εκτέλεση στο "Syrinx" του Claude Debussy (1913) από τον θαυμάσιο Ελβετό φλαουτίστα Peter-Lucas Graf, έδωσε ιδανική πάσα στην τηλεφωνική μας συνομιλία με τον Κορνήλιο Μιχαηλίδη: τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής Κουφονησίων. Το οποίο, παρά τις φετινές υγειονομικές αντιξοότητες, ξεκίνησε τη διαδρομή του για 5η σαιζόν, με είσοδο δωρεάν για το κοινό και προαιρετική οικονομική ενίσχυση του Καταφύγιου Θαλάσσιας Ζωής στο Αιγαίο.

Η υπόλοιπη Συχνοτική Συμπεριφορά βασίστηκε στο γνωστό ...τουρλουμπούκι, παρά δε την απουσία του έτερου Καππαδόκη, Στυλιανού Τζιρίτα, λόγω των θερινών αδειών του ραδιοφώνου μας, η φωνή του ακούστηκε, καθώς παίχτηκε ο "Σερβιτόρος" από τον φετινό δίσκο του συγκροτήματος ΜΑΣ, στο οποίο και μετέχει. 

Σταθήκαμε επίσης, μεταξύ άλλων, σε Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ εκτελεσμένο με Moog synthesizers στα τέλη των 1960s, σε ένα ωραίο ηπειρώτικο από «δύσκολο» δίσκο των Αδελφών Χαλκιά που πέτυχε ο Παντελής Νταβανέλος από το τηλεφωνικό μας κέντρο (και έφερε ειδικά για το σόου), θυμηθήκαμε ηρωικά μακρυμάλλικα χρόνια με το εγχώριο συγκρότημα των Trade Mark, ενώ δεν παραλείψαμε και τα τωρινά δρώμενα, παίζοντας τη διαμαντένια επιτυχία των εικονιζόμενων Lil Nas X & Billy Ray Cyrus. 

Η εκπομπή θα επιστρέψει το Σάββατο 25 Ιουνίου, με τη συνθέτρια Πιπίτσα Κληροπούλου να έρχεται καλεσμένη στη 2η ώρα (μετά το δελτίο ειδήσεων των 17.00, δηλαδή), με αφορμή την έκδοση του πρώτου της δίσκου Είσαι Λιμάνι Μου. Την Κυριακή 26 Ιουνίου, στο ίδιο χρονικό διάστημα, θα φιλοξενήσουμε στα στούντιό μας το συγκρότημα Kooba Tercu, με αφορμή το φετινό τους άλμπουμ Proto Tekno

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου της περασμένης Κυριακής πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια

1. WENDY CARLOS: Johann Sebastian Bach's Brandenberg Concerto no. 3 (First Movement)
2. PAUL MAURIAT: When The Rain Begins To Fall
3. ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΛΙΓΟΠΟΥΛΟΥ: Είναι Εντάξει Μαζί Μου
4. PETER-LUCAS GRAF: Claude Debussy's Syrinx
5. EMERSON STRING QUARTET: Alexander Borodin's String Quartet no. 2 (Allegro Moderato)
6. PINK FLOYD: High Hopes
7. ΑΦΟΙ ΧΑΛΚΙΑ: Στο Μπισδούνι Βράζουν Ρύζι
8. ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ: Ο Γερο-Δήμος
9. TRADE MARK: Fatal Blues
10. THE VELVET UNDERGROUND & NICO: Sunday Morning
11. ABBA: Dancing Queen
12. RED M: Natural Woman
13. ΜΑΣ: Σερβιτόρος
14. LOST BODIES: Πάτερ Ζωσιμάς
15. ARMORED SAINT: Glory Hunter
16. LIL NAS X & BILLY RAY CYRUS: Old Town Road (remix)


Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 18/7/2020


Το 'Allo 'Allo! κράτησε για 9 σαιζόν στο BBC, από το 1984 ως το 1992, ενώ επέστρεψε και για ένα τιμής ένεκεν επεισόδιο το 2007, με αφορμή κάποιο ντοκιμαντέρ. Στην Ελλάδα, όμως, παρότι το έδειχνε η ΕΡΤ2 (όπως θυμάται ο φίλος και αρχισυντάκτης του MiC.gr, Αντώνης Ξαγάς), είναι αίνιγμα πόσοι τελικά το βλέπαμε, αν και ήταν χρόνια στα οποία δεν υπήρχε η επιλογή των ιδιωτικών καναλιών

Η Συχνοτική Συμπεριφορά του Σαββάτου ξεκίνησε πάντως με το βασικό θέμα εκτελεσμένο από σλοβένικη μαθητική ορχήστρα, αν και περαιτέρω συμπεράσματα δεν μπόρεσε να βγάλει από τους ακροατές. Λίγο μετά έπαιξε και τζεϊμπσμποντική Billie Eilish, έπαιξε και ΛΕΞ, θυμηθήκαμε και τους Συμμορία, ενώ στη 2η ώρα ήρθε καλεσμένη στα στούντιό μας στο Μεταξουργείο η Κατερίνα Κυρμιζή για κουβέντα μετά μουσικής, με αφορμή την έκδοση του νέου της ΕΡ Κάκτοι ΙΙ.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:   

1. GIMNAJIA KRANJ SYMPHONY ORCHESTRA σε διεύθυνση NEJC BEČAN: David Croft's & Roy Moore's Theme From 'Allo 'Allo! - ζωντανή ηχογράφηση στο Gallus Hall 2014
2. BECK: Uneventful Days
3. ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ: Το Καλοκαίρι Σαν Θα 'Ρθει
4. ΠΕΤΡΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ/ΜΑΡΙΚΑ ΝΕΖΕΡ/ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΕΦΕΝΤΑΡΙΟΣ/ΒΙΚΥ ΚΑΡΕΛΛΗ: Μπαρμπαγιάννης Κανατάς/Γελεκάκι medley από τα 40 Χρόνια Μινιόν
5. ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Μάνα
6. BILLIE EILISH: No Time To Die
7. ΣΥΜΜΟΡΙΑ & ΕΥΗ ΧΑΣΑΠΙΔΟΥ-WATSON: Στιλπνή Είναι Η Νύχτα
8. ΛΕΞ & ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Γρανίτες Και Τσιγάρα
9. ΚΩΣΤΑΣ ΚΥΡΜΙΖΗΣ: Τσιμεντένια Πόλη
10. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΡΜΙΖΗ: Στη Νύχτα Ανήκεις
11. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΡΜΙΖΗ: Μια Ψυχή Για Κάθε Άστρο
12. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΡΜΙΖΗ: Στο Λεωφορείο
13. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΡΜΙΖΗ: Της Καρδιάς Μου Οι Κάκτοι
14. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΡΜΙΖΗ: Αύριο
15. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΡΜΙΖΗ: Πότε Θα 'Ρθεις
16. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΡΜΙΖΗ: Αν Μείνω Μικρή


17 Ιουλίου 2020

Λάμπρος Παπαλέξης - συνέντευξη (2015)


Στον 1990s «πυρετό» του ελληνικού ροκ, ο αδερφός μου Μάκης Συμβουλίδης έπεσε για ένα διάστημα με ενθουσιασμό στα ντραμς. Ως αποτέλεσμα, στο σπίτι έπεφτε πολύωρο ...κοπάνημα, αλλά μπαινόβγαινε μέσω φίλων και πολλή μουσική. Δεν θυμάμαι πια πώς ακριβώς πέσαμε πάνω στους Σαύρα Των Βασιλικών Δρόμων, πάντως άρεσαν και στους δυο μας –και μουρμουράγαμε συχνά το "Τώρα Η Βροχή", παρότι σε γενικές γραμμές σε λίγα πράγματα τα βρίσκαμε με τον Μάκη. 

Θυμάμαι ότι με ιντρίγκαρε ήδη από τότε ο τρόπος με τον οποίον πάντρευε ο Λάμπρος Παπαλέξης –η κεντρική φιγούρα στους Σαύρα Των Βασιλικών Δρόμων– τα καλά  ελληνικά που χρησιμοποιούσε στους στίχους, με τους διεθνείς ήχους που τον ενέπνεαν. Μερικές φορές ίσως να γινόταν δύσκολη η ισορροπία και να «κουνούσε» το καράβι, όμως πάντα το έβγαζε το ταξίδι του. Αργότερα, όταν εμπλουτίστηκαν τα ακούσματα, έπεσα και στο προηγούμενό του γκρουπ, τους Φάντης Μπαστούνι & Οι Άσσοι· και βρήκα την ίδια αξιοθαύμαστη ζεύξη, σε τραγούδια π.χ. σαν το "Πες Μου Μια Ευχή". Μέσα στα χρόνια, μάλιστα, το μυαλό γύρισε πολλές φορές (και) σε αυτά, κάθε φορά που σε συζητήσεις ακουγόταν ότι «τα ελληνικά δεν ταιριάζουν με τους ρυθμούς του rock 'n' roll»· μια δημοφιλής, κάποτε, άποψη ανάμεσα στους fans μα και στους καλλιτέχνες της εγχώριας αγγλόφωνης δημιουργίας, που είχε τις αλήθειες της, μα είχε και τις πονηριές της. 

Όταν λοιπόν ο Παπαλέξης επανεμφανίστηκε το 2015 με το νέο του συγκρότημα Οι Χτισμένες... Των Θεμελίων, ύστερα από 15 χρόνια σιωπής, δεν έχασα την ευκαιρία να τον συναντήσω. Η κουβέντα που κάναμε τότε στα Εξάρχεια πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, λαμβάνοντας αφορμή από την κουτσή συναυλιακή πραγματικότητα του 2020: αύριο Σάββατο 18 Ιουλίου, ο Παπαλέξης θα παίξει στη Λαμπηδόνα του Βύρωνα με είσοδο ελεύθερη/κουτί προαιρετικής οικονομικής ενίσχυσης, έχοντας στο πλάι του τον Johnny Highway των Mr. Highway Band (ακουστική κιθάρα) και τον Νίκο Μπάρδη –γνωστό σε πολλούς από μας ως τρομπέτα των Διάφανων Κρίνων.

Οι φωτογραφίες που χρησιμοποιούνται ανήκουν στον Bαγγέλη Σωμαράκη και προέρχονται από το promo υλικό εκείνης της περιόδου



Τι αντανακλά το όνομα της νέας σου μπάντας; Ποιες είναι Χτισμένες στα Θεμέλια; 

Ήταν αρχές της Κρίσης και βρισκόμουν ένα βράδυ (νωρίς, γύρω στις 9) στο 7 Jokers, στο Σύνταγμα. Απέναντι ακριβώς υπάρχει ένα παλιό κέντρο διασκέδασης, πρέπει να ήταν 1960s-1970s: λεγόταν The Ambassador, είχε και μια φοβερή ταμπέλα, με καλλιγραφικά γράμματα. Και το κοιτούσα και σκεφτόμουν όλη αυτήν την ιστορία που μας είχε βρει και τα όσα έγιναν προηγουμένως στην Αργεντινή. Γιατί τα συζητάγαμε κι εκείνα με φίλους και μάλιστα είχα προβλέψει τότε πως θα ερχόταν κι εδώ όλο αυτό. 

Σκεφτόμουν λοιπόν όλες εκείνες τις ψυχές που πρέπει να είχαν χτιστεί στο Ambassador, όσους διασκέδασαν εκεί μέσα ή και «κάηκαν» ακόμα. Και, συνειρμικά, πλάστηκε στο μυαλό μου ότι όλοι είμαστε χτισμένες ψυχές στα θεμέλια του υπάρχοντος συστήματος (αυτές ακριβώς υπονοούνται και από τα αποσιωπητικά στον τίτλο). Είτε δηλαδή βρισκόμαστε μέσα, είτε στεκόμαστε απέναντί του, στην πραγματικότητα αποτελούμε κομμάτια του. Γιατί και οι άνθρωποι ξέρεις που δηλώνουμε «απέναντι», υπονομεύουμε πολλές φορές την ίδια την αντίδρασή μας εναντίον του συστήματος. 

Πότε ξεκινήσατε πρόβες ως συγκρότημα; 

Οι Χτισμένες... Των Θεμελίων αποτελούνται από τους Διονύση Τελιόπουλο (κιθάρες, πιάνο, φωνητικά), Πάνο Τομαρά (μπάσο, φωνητικά), Δημήτρη Γρηγοριάδη (τύμπανα), Γιώργο Μυλωνά (hammond), Νίκο Μενουδάκη (hammond), Γιώργο Κονή (πιάνο), Μάκη Σημίτη (πιάνο) & Σπύρο Δουλγερίδη (τύμπανα).

Μπήκαμε πρώτη φορά για πρόβες τον Γενάρη του 2012 και δώσαμε ύστερα το πρώτο μας live τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς –11 Νοεμβρίου στο KooKoo, για την ακρίβεια. Οπότε στην επικείμενη συναυλία μας, 13 Νοέμβρη στο ΙΛΙΟΝ plus, θα κλείνουμε ουσιαστικά 3 χρόνια. Δεν έχουμε κάνει πολλές εμφανίσεις· μετά δηλαδή το KooKoo παίξαμε στο Zero στο Μεταξουργείο, στο Six d.o.g.s. και στο φεστιβάλ Βαβυλωνία. Και Μάρτη του 2013 μπήκαμε στο στούντιο κι αρχίσαμε να γράφουμε το άλμπουμ Δηλητήριο Ποτισμένο Από Αγάπη. Έναν φόρο τιμής σε ό,τι λάτρεψα στη μουσική, πρωτίστως στους The Band και σε ό,τι σήμερα ονομάζουν «americana».

Τον αγαπώ πάρα πολύ αυτόν τον δίσκο. Μουσικά δεν μπορώ να πω ότι είναι κάτι πρωτοποριακό, από μέρους μου όμως τη θεωρώ μια έντιμη δουλειά, πολύ κοντά σε ό,τι είχα σαν όραμα μέσα στο κεφάλι μου. Και θέλω να ευχαριστήσω τη δισκογραφική μου εταιρεία Garden Of Dreams για την έκδοση: όχι τυπικά, αλλά γιατί αισθάνομαι πως και για μας, μα και για εκείνους, ήταν μια συνεργασία.  

Τι κοινό αντίκρισες αλήθεια σε αυτές τις συναυλίες; Παλιούς γνώριμους ή νέα πρόσωπα;

Είδα και παλιούς και νέους. Ειδικά στην πρώτη εμφάνιση το κλίμα ήταν πολύ συγκινητικό, γιατί ήρθαν άτομα και από την εποχή των Φάντης Μπαστούνι & Οι Άσσοι και της Σαύρας Των Βασιλικών Δρόμων. Δεν είχαμε κάνει κάποια διαφήμιση, πέρα από μια-δυο συνεντεύξεις και ό,τι έγινε μέσω Facebook· οπότε ήταν κάτι αναπάντεχο για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, που είχα αποσυρθεί 15 χρόνια από τα μουσικά πράγματα. 

Βοηθάει πράγματι το Facebook, δηλαδή;

Κοίταξε, το θεωρώ λίγο υπερεκτιμημένο, γιατί δεν περνάει όλο το «μήνυμα». Απ' την άλλη, μπορεί να κάνει μια διάχυση πληροφορίας· κυρίως, όμως, κάνει διάχυση ιδεών -κάτι το οποίο ευνοεί την ανταλλαγή απόψεων. Είναι γενικά ένα μυστήριο μέσο, με την έννοια ότι μπορεί να συναντήσεις εκεί ανθρώπους που στην πραγματικότητα είναι κάποιοι άλλοι απ' ό,τι δείχνουν στο προφίλ τους. Μου έχει συμβεί και μάλιστα πολλές φορές. Γι' αυτό και φροντίζω το δικό μου προφίλ να είναι ορθάνοιχτο: μόνο τους φασίστες μπλοκάρω. Έχω γνωρίσει πάντως και πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους, τους οποίους διαφορετικά ίσως να μη συναντούσα και ποτέ. 

Σκεφτόμουν, τώρα που είπες για το ποιοι ήρθαν στην πρώτη σας συναυλία, ότι και τα τρία μέχρι στιγμής συγκροτήματά σου, τα έχεις βαφτίσει με ευφάνταστα ονόματα. Δεν γίνεται δηλαδή να τα ακούσεις και να μη σου μείνουν...

Όλα σημαίνανε κάτι, όχι μόνο οι Χτισμένες... Των Θεμελίων. Το Φάντης Μπαστούνι & Οι Άσσοι αναφέρεται στο γνωστό, πολύ rock 'n' roll σύνδρομο της κακοτυχίας, ό,τι οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν «bad luck» δηλαδή. Η Σαύρα Των Βασιλικών Δρόμων, πάλι, συμβόλιζε τις μουσικές φόρμες που προσπαθούσα τότε να μιξάρω. Τις έβλεπα λοιπόν όλες να έρχονται από την περίοδο του Βασιλιά, που για μένα είναι ο Robert Johnson. Η σαύρα, ως ζώο ικανό να αλλάζει το δέρμα του, ήταν λοιπόν το όχημα μέσω του οποίου επικοινωνούσαμε με τους δρόμους του Johnson, αλλά και με τους δρόμους όσων επίσης θεωρώ «δασκάλους» μου στη μουσική. 

Αν υποθέσουμε ότι αύριο σου δινόταν η ευκαιρία να παίξεις support με τις Χτισμένες... Των Θεμελίων είτε στον Bruce Springsteen, είτε στον Neil Young, τι θα διάλεγες; 

Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στον χρόνο, θα διάλεγα τον Springsteen, την εποχή που είχε κάνει το Darkness On The Edge Of Town (1978). Αν και θα έμπαινα σε μεγάλο πειρασμό και με τον Young της περιόδου του On The Beach (1974). Σήμερα, πάντως, θα έλεγα στον Neil Young. Παρότι ο Springsteen είναι αυτός που με έκανε να πάω και να πω στη μάνα μου ότι θέλω να πάρω μια κιθάρα. Το τραγούδι του "Candy's Room", συγκεκριμένα. 

Ήμουν στο σπίτι ενός συμμαθητή μου θυμάμαι, πηγαίναμε όλη η μαρίδα των 13-14 χρονών και ακούγαμε δίσκους από τα μεγαλύτερα αδέρφια. Κι έρχεται ο αδερφός ενός φίλου, μας λέει βγάλτε ό,τι ακούτε τώρα και ακούστε αυτό: και βάζει το Darkness On The Edge Of Town και πάει τη βελόνα του πικάπ στο "Candy's Room". Και λέω, «τι είναι αυτό; Θέλω να το κάνω κι εγώ». Η μάνα μου, βέβαια, φαντάζεσαι τι μου απάντησε: «να κάτσεις να διαβάσεις τα μαθήματά σου!» (γέλια) Το καλοκαίρι, όμως, μου πήρε μια κλασική. 

Θυμάσαι και ποιοι ήταν οι πρώτοι δίσκοι που μάζεψες λεφτά για να αγοράσεις;

Νομίζω ήταν του Neil Young, το Rust Never Sleeps. Πήρα σίγουρα πολύ Neil Young στις πρώτες μου αγορές: το Everybody Knows This Is Nowhere, το After The Gold Rush, το On The Beach και το Tonight's The Night –και πήρα και το The Heart Of Saturday Night του Tom Waits. Εντελώς τυχαία, δεν τον ήξερα. Μου άρεσε το εξώφυλλο, ρώτησα τα παιδιά στο Pop 11 και μου είπαν «παρ' τον, θα σου αρέσει». Και μου άνοιξε άλλο τεράστιο παράθυρο. Με επηρέασε πολύ, ειδικά το δεύτερο άλμπουμ της Σαύρας Των Βασιλικών Δρόμων (Σε Πάγο Λεπτό, 1999), έχει πολύ Tom Waits. 

Όλες σου οι αναφορές είναι διεθνείς, όπως και οι μουσικές στους δίσκους σου. Πάντοτε όμως γράφεις ελληνικούς στίχους –και μάλιστα με φαντασία, περίτεχνους και συχνά με δύσκολα, κάπως σουρεαλιστικά νοήματα. Όπως λ.χ. στο νέο άλμπουμ Δηλητήριο Ποτισμένο Από Αγάπη...

Είναι ενστικτώδες. Βασικά θέλω οι λέξεις να υπηρετούν τις φόρμες των επιλεγμένων μελωδιών, που δεν είναι ελληνικές. Αλλά έχει μεγάλη σημασία για μένα να μπορούν, ως εικόνες, να επικοινωνήσουν και ό,τι θέλω να πω εδώ, στον συγκεκριμένο τόπο. Κατά τ' άλλα, προσωπικά δεν πιστεύω σε ό,τι λέγεται «ελληνικό ροκ». Και δεν με απασχολούν τα περί αγγλόφωνου ή ελληνόφωνου, πρόκειται για πλασματική διένεξη. Αν σου κάνει, αν είναι καλό, τέρμα και τελείωσε –ας είναι και κινεζόφωνο. Σημασία έχει να είναι βιωματικό. Υπάρχει πάντως ένα δίκιο στην κριτική για το ελληνόφωνο ροκ, για όλους εκείνους τους παπάρες που τάχα μου έπαιζαν ροκ και στην πραγματικότητα γλειφοκωλιάζανε το έντεχνο. Έχουμε βέβαια ακούσει και αγγλόφωνα που είναι κι αυτά για να τα πετάς στα σκουπίδια.

Το άλλο πολύ ενδιαφέρον είναι ότι και τα τρία γκρουπ ναι μεν είναι συγγενή, μα το καθένα έπαιξε διαφορετική μουσική από το άλλο...

Κοίταξε, με τους Φάντης Μπαστούνι & Οι Άσσοι ήμασταν 17-18 χρονών, με το ζόρι παίζαμε τρία ακόρντα (δυόμιση για να είμαι ακριβής), κι αυτά φάλτσα. Τότε βασικά ήμασταν πεινασμένοι. Ακόμα δηλαδή και στην Αθήνα της δεκαετίας του 1980, πόσο μάλλον στην Ελλάδα γενικότερα, ήταν όλα πολύ περιορισμένα: το να βρεις για παράδειγμα και ν' ακούσεις έναν δίσκο, δεν ήταν τόσο απλό. Θυμάμαι ας πούμε να μαθαίνουμε στους Αμπελόκηπους ότι το δισκοπωλείο Pop 11 στο Κολωνάκι είχε φέρει έναν δίσκο Country Joe & The Fish· και κάναμε κοπάνα από το σχολείο Τρίτη απόγευμα, μες τη βροχή, για να προλάβουμε να τον πάρουμε, με τα χαρτζιλίκια μας. Ενώ τώρα, τον κατεβάζεις από το ίντερνετ. Επίσης, τουλάχιστον μέχρι την Κρίση, ήταν αρκετά εύκολο να πάρεις μια καλή ηλεκτρική κιθάρα. Τότε, όμως, θυμάμαι ότι για να πάρω την Telecaster που έχω σήμερα, δούλεψα 1-1,5 χρόνο ως βοηθός σε μια τοπογραφική εταιρεία: μέτρησα όλη τη διαπλάτυνση που έγινε στην Αθηνών-Λαμίας!

Περιγράφεις ένα δύσκολο σκηνικό. Αλλά δεν χάθηκε και κάτι στην πορεία προς τις ευκολίες που απολαμβάνουμε σήμερα; Και για τον ακροατή, ίσως όμως και για τον καλλιτέχνη...

Έχουμε πολύ καλύτερους μουσικούς σήμερα, απ' ότι είχαμε εκείνα τα χρόνια. Αλλά η μουσική ήταν τότε μια πιο βιωματική υπόθεση κι αυτό, πράγματι, ίσως να έχει χαθεί. Εμείς παίζαμε μόνο δυόμιση ακόρντα, όπως σου είπα· παίζαμε ωστόσο με ένστικτο, μεταφέραμε ό,τι ζούσαμε στον δρόμο, υπήρχε ένα στοιχείο να το πούμε «αλητείας» εντυπωμένο. Πάνω μας; Μέσα μας; Ίσως πάντως αυτό να συμβαίνει και σήμερα, απλά με διαφορετικό τρόπο. Γιατί τώρα υπάρχουν και εκατοντάδες συγκροτήματα, τότε ήταν λίγες οι μπάντες. Οπωσδήποτε δεν μπορώ να το κρίνω εγώ αυτό, που έλειπα τόσα χρόνια από κάθε μουσική δραστηριότητα.

Τι σε έκανε αλήθεια να εγκαταλείψεις τόσο ολικά τη μουσική; Γιατί, ας πούμε, οι Σαύρα Των Βασιλικών Δρόμων ήταν ένα αρκετά επιτυχημένο συγκρότημα: παιζόταν στα ραδιόφωνα, τα τραγούδια συζητιούνταν...

Στην Ελλάδα, όμως, είναι πολύ δύσκολο να διατηρήσεις ένα 12μελές συγκρότημα. Και δεν εννοώ το βιοποριστικό, αλλά τη διατήρηση των ισορροπιών ανάμεσα σε τόσες διαφορετικές προσωπικότητες. Αυτό λοιπόν υπήρξε, για μένα, κάτι τρομερά ψυχοφθόρο. Έπαιξε επίσης ρόλο ένα δικαστήριο για πνευματικά δικαιώματα με μία από τις προηγούμενες δισκογραφικές, το οποίο έχασα· αλλά κυρίως ήταν το ότι μπούχτισα από τη μουσική την ίδια και από την όλη κατάσταση γύρω της. Μπορεί για άλλους ανθρώπους τα πράγματα να πήγαν πολύ καλύτερα, πάντως εγώ βρέθηκα σε ένα σημείο όπου ένιωθα πως τίποτα δεν άλλαζε, ότι έπρεπε να είμαι συνέχεια εκεί και, μεγαλώνοντας, να τραβάω συνεχώς το ίδιο κουπί. Κάποια στιγμή, λοιπόν, είπα «τέλος». Να φανταστείς ότι σταμάτησα να ακούω και μουσική, για 3 χρόνια. Ούτε μια νότα στο ραδιόφωνο. Οδηγήθηκα έκτοτε σε άλλα πράγματα στη ζωή μου, συνειδητά. Και ήταν ανακουφιστικό. 

Και πώς έφτασες να ξαναγράψεις τραγούδια;

Έγινε εντελώς ξαφνικά και απρόσμενα, το καλοκαίρι του 2009. Μάλιστα, 7 από τα κομμάτια του Δηλητήριο Ποτισμένο Από Αγάπη γράφτηκαν μέσα σε 3 μέρες. Είχα δώσει τις κιθάρες μου στον Αλέξη Καλοφωλιά και τις είχαν οι Last Drive και οι Earthbound. Μου τις είχαν επιστρέψει κανά εξάμηνο, αλλά τις είχα παρατημένες. Κι ένα μεσημέρι του Ιουλίου που βαριόμουνα, είπα «κάτσε να ξαναπιάσω την κιθάρα, πώς θα μου φανεί». Κι ενώ στο πρώτο μισάωρο έλεγα τι καλά που γλίτωσα, άρχισαν να έρχονται μελωδίες, φράσεις, έβγαιναν στίχοι. Νομίζω όμως ότι το πυροδότησε η Κρίση, τα όσα δηλαδή είχα ήδη στο μυαλό μου εξαιτίας της· και η ανάγκη μου να μιλήσω για το όλο πράγμα. Γιατί ο δίσκος αυτός μιλάει για την Κρίση, για τον εξαναγκασμό μας στη βαρβαρότητα και στην αποκτήνωση που ζούμε. Από εκεί και πέρα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο και ορισμένοι καλοί φίλοι, οι οποίοι έδειξαν προθυμία να με στηρίξουνε σε κάτι τέτοιο. 

Ο κόσμος θύμωσε πολύ σ' αυτά τα χρόνια, της Κρίσης...

Δεν θα έπρεπε; 

Θεωρείς ότι το εκτόνωσε με καλό τρόπο;

Όχι. Έφαγε βέβαια μια μεγάλη πατάτα και μια μεγάλη προδοσία, πιστεύω ωστόσο ότι η ελληνική κοινωνία είναι ανώριμη ν' αντιληφθεί όσα διακυβεύονται αυτήν τη στιγμή. Γιατί, εντάξει, οι κρατούντες πάντα φρόντιζαν να μένει η κοινωνία στα χαμηλά, όσον αφορά την παιδεία· υπάρχει όμως και η ευθύνη του καθενός, από εκεί και πέρα –το τι θα κάνει με τον ίδιο του τον εαυτό. Θέλεις να μείνεις ένα τούβλο; ΟΚ, θα μείνεις. Αλλά αν θέλεις από τούβλο να γίνεις σπίτι, τότε θα πρέπει να το προσπαθήσεις. 

Όλα αυτά τα χρόνια, λοιπόν, είδαμε μια κοινωνία καθισμένη στον καναπέ, να παίρνει διακοποδάνεια και να «εκπορνεύεται». Και δεν θέλω να φαίνομαι ότι κουνάω το δάχτυλο, επειδή τα λέω αυτά. Κι εγώ κομμάτι της ίδιας κοινωνίας είμαι και θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι δεν δάγκωσα τη λαμαρίνα της «ευμάρειας». Τη δάγκωσε ακόμα και κόσμος από τον αντιεξουσιαστικό χώρο.

Κάτω λοιπόν από τον δικαιολογημένο θυμό, δεν κρύβονται και πολλοί που ενδιαφέρονται μόνο για τον μαγικό τρόπο με τον οποίον θα επιστρέψουν σε εκείνο τον καναπέ;

Διότι έχασαν τη βόλεψή τους. Ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που θύμωσαν, το έκαναν για καθαρά προσωπικούς λόγους –και όχι για το πού φτάσαμε όλοι μαζί, ως κοινωνία. Και είναι σημαντικό αυτό. Μετά, καθυστέρησαν και πολύ να θυμώσουν. Για μένα η μεγαλύτερη ζημιά έγινε εκεί. Δεν θύμωσαν δηλαδή όταν η χώρα διαλυόταν πολιτιστικά και κοινωνικά, μα όταν το ζήτημα έγινε οικονομικό· όταν έφτασε στο «δεν θα πάω διακοπές», «θα μου ρίξουν τον μισθό», «θα μου κόψουν τη σύνταξη». 

Υπάρχει απογοήτευση. Γιατί τώρα η κοινωνία επέλεξε μια επίπλαστη ασφάλεια –πες το «μένουμε στην Ευρώπη», «μένουμε στο ευρώ», «δεν διαταράσσω τις ισορροπίες»– στη θέση της επίπλαστης ευμάρειας που ζούσε σ' όλα αυτά τα χρόνια. Με κόστος στην αξιοπρέπεια και στην ελευθερία. Πάντα όμως υπάρχουν περιθώρια ν' αντιδράσεις, με κάποιον τρόπο. Απλά θα χρειαστεί μεγαλύτερος κόπος και περισσότερες θυσίες. Θεωρώ ότι στις μέρες του δημοψηφίσματος χάθηκε μια δυνατότητα, δυνατότητα μάλιστα μετασχηματισμού και της ίδιας της κοινωνίας, έστω σε μερικά βασικά πράγματα. Για να το πω κάπως μπακαλίστικα, θα το θεωρούσα κέρδος ακόμα και το να φτάναμε σε μια σοσιαλδημοκρατία τύπου Βίλι Μπραντ, όπως στη Γερμανία της δεκαετίας του 1970.

Πιστεύω επίσης ότι χάθηκε η δυνατότητα να γίνουμε πράγματι Ευρωπαίοι. Γιατί Ευρωπαίος δεν γίνεσαι παραμένοντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Χρειάζεται να εγκολπώσεις ένα κομμάτι του Διαφωτισμού, το οποίο δεν εγκόλπωσε ποτέ το ελληνικό κράτος, από συστάσεώς του. Είναι κι ένα σημείο για το οποίο μέμφομαι και την τωρινή κυβέρνηση, που δεν ενδιαφέρεται (και δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ) για κάτι τέτοιο.

Την οποία στήριξες πριν τις εκλογές του Γενάρη, έτσι δεν είναι;

Κάναμε λάθος εκτιμήσεις ως προς τα πρόσωπα. Οι άλλοι διάβασαν τελικά την κοινωνία καλύτερα απ' ότι εμείς, που ήμασταν φιλόδοξοι και αιθεροβάμμονες ως προς τη δυνατότητα μιας διαφορετικής χώρας. Δεν μπορώ πάντως ν' ακούω ότι έγινε κάτι φοβερό επειδή κάποιος βασανίστηκε επί 17 ώρες –με εικονικούς πνιγμούς και τα λοιπά– όταν παππούδες και γονείς μας εκτελέστηκαν, βασανίστηκαν, εκτοπίστηκαν, έφυγαν μετανάστες... 

Στήριξα όμως κι εγώ αυτό το πείραμα, ναι. Ήρθα μάλιστα και σε σύγκρουση με συντρόφους μου από τον αντιεξουσιαστικό χώρο και, δεν ντρέπομαι να το πω, είναι εκείνοι που δικαιώθηκαν κι εγώ που έκανα λάθος. Πάντως, αν δεν θες να παραμείνεις σκλάβος, αποικία, προτεκτοράτο, πρέπει να είσαι έτοιμος να πληρώσεις κι ένα κόστος. Πιστεύω έτσι ότι όλος αυτός ο κόσμος που απογοητεύτηκε, πρέπει να ξαναγυρίσει στον δρόμο. Όχι να κλειστεί σπίτι του. Δεν μπορώ να το δεχτώ ότι οι Έλληνες έχουν γίνει τόσο λουκουμάδες. Δεν μπορώ. 

Ας κλείσουμε όμως μουσικά. Με το «μενού» της Παρασκευής, 13 Νοέμβρη, στο ΙΛΙΟΝ plus...

Δεν θα είναι απλά μια βραδιά παρουσίασης του δίσκου. Θα παίξουμε βέβαια κι από το Δηλητήριο Ποτισμένο Με Αγάπη, θα προσπαθήσουμε βασικά να το αποδώσουμε ζωντανά. Θα υπάρχουν επίσης ορισμένες εκπλήξεις, ως προς τις συμμετοχές. Και σίγουρα θα παίξουμε και κάποια τραγούδια τα οποία με καθορίσανε. Όχι όλα όσα θα ήθελα, κόψαμε για παράδειγμα ένα κομμάτι από το Highway 61 Revisited του Bob Dylan, γιατί πολύ απλά δεν χωράει. Τέλος, θα ακουστούν και δύο της Σαύρας, ένα από τον κάθε δίσκο. 

Στόχος μας είναι ένα έντιμο, ηλεκτρισμένο live, εκεί γύρω στο δίωρο σε διάρκεια –έχουμε και 3 χρόνια να βγούμε ζωντανά, οπότε θα παίξουμε με το μαχαίρι στα δόντια! Να τονίσουμε ότι η είσοδος θα είναι ελεύθερη, σκοπός άλλωστε είναι να τα μοιραστούμε αυτά τα τραγούδια. Θα ακολουθήσει και πάρτυ, με DJs τον Μιχάλη Ματθαίου και τον Σταμάτη Γρίσπο. Είναι βασικά ένα πάρτυ της G.O.D. Records, καθώς γιορτάζει τα 2 της χρόνια.