Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζιτζιμίκας Χρήστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζιτζιμίκας Χρήστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Απριλίου 2021

Ο Χρήστος Τζιτζιμίκας live στο Underflow του Βασίλη Φιλιππακόπουλου - ανταπόκριση (2017)


Την αλήθεια να πω, για τον Βασίλη Φιλιππακόπουλο είχα ακούσει κατά καιρούς και καλά πράγματα και όχι. Όμως αυτή θα μπορούσε εν τέλει να είναι αποτίμηση για όλους σχεδόν από μας. 

Σε προσωπικό επίπεδο, πάντως, δεν έχω τίποτα να προσάψω: πάντα με χαιρετούσε ευγενέστατα όταν βρισκόμουν στο μαγαζί του, ενώ κουβέντιαζε με ειλικρινές ενδιαφέρον για τους δίσκους που κατά καιρούς αγόρασα από εκείνον. Ειδικά για ένα 10ιντσο ΕΡ με δημοτικά που έπαιξαν στον γάμο του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ με την Άννα-Μαρία της Δανίας (1964). Νομίζω θα μειδιούσε με εκείνο το χαρακτηριστικό χαμόγελο, αν ήξερε ότι θα έμπαινε μια μέρα στην ίδια παράγραφο με τον Τέως.

Έτσι κι αλλιώς, παρεκτός και κάποιος είναι εντελώς παλιάνθρωπος, όταν φεύγει από τη ζωή τείνεις να εστιάζεις στο τι καλό άφησε πίσω του. Και με το Undeflow Records & Art Gallery (το «δισκάδικο με τις μάσκες», όπως το έλεγαν κάποιοι), εκεί στο μετρό Συγγρού-Φιξ επί της Καλλιρόης (στο νούμερο 39), ο Βασίλης Φιλιππακόπουλος έκανε την τελευταία οργανωμένη προσπάθεια για ένα στέκι που θα συνδύαζε πωλήσεις δίσκων (για υποψιασμένους), μπαρ, γκαλερί και χώρο συναυλιών. Μάλιστα, προχώρησε τελικά και σε εκδόσεις άλμπουμ, βγάζοντας ορισμένα ενδιαφέροντα πράγματα, π.χ. την Ετεροτοπία της Άννας Λινάρδου το 2019 ή το Specific Ocean των Lost Bodies το 2018. 

Αναντίρρητα, υπήρχε σημαντικό κόστος για τον φέρελπι καταναλωτή: το μαγαζί του Βασίλη απαιτούσε να έχεις κι ένα άλφα πορτοφόλι, ενώ ορισμένες τιμές δεν αντιστοιχούσαν στην εποχή του ίντερνετ και του Discogs. Από την άλλη, χάρη στην ευρεία κατάρτισή του ως ακροατή και το ενδιαφέρον που είχε για τις όχι και τόσο «εύκολες» μουσικές, είδαμε στην Αθήνα –οι λίγοι που ενδιαφερόμασταν, τέλος πάντων– συναυλίες που κατά τα λοιπά μόνο η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση θα μπορούσε να φέρει ή, σε πιο πρόσφατα χρόνια, το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (π.χ. τους Dwarfs Of East Aguza το 2018 ή τον Mats Gustafsson το 2019).

Τιμής ένεκεν λοιπόν, λόγω της χθεσινής ανακοίνωσης του θανάτου του Βασίλη, αναδημοσιεύεται σήμερα η ανταπόκριση από μια ιδιαίτερη εγχώρια βραδιά που έστησε τον Δεκέμβριο του 2017 στο Underflow, καλώντας τον Χρήστο Τζιτζιμίκα να καταλάβει τη σκηνή του υπογείου, για μια βόλτα στην ηπειρώτικη παράδοση. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και παρατίθεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες του Χρήστου Τζιτζιμίκα προέρχονται από τη βραδιά στο Underflow και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Αθόρυβα και χωρίς ιδιαίτερη προβολή, το δισκοπωλείο Underflow στην Καλλιρόης έστησε μία ακόμα ξεχωριστή βραδιά στον υπόγειο συναυλιακό του χώρο. Αφιερωμένη στην ηπειρώτικη παράδοση, αυτή τη φορά, με πρωταγωνιστή έναν από τους πιο άξιους εκπροσώπους της στο σήμερα, ο οποίος έχει καταθέσει τα Πατήματα πίσω στο 2001 –ένα άλμπουμ με σημαντικό εκτόπισμα. 

Αν και Παρασκευή, στον απόηχο δηλαδή μιας εργάσιμης καθημερινής, το μικρό αριθμητικά κοινό που συγκεντρώθηκε στον χώρο δεν φάνηκε να νοιάζεται ιδιαίτερα για ρολόγια και χρονοδιαγράμματα, έχοντας ίσως ήδη μπει σε κλίμα χριστουγεννιάτικης ανάπαυλας. Παρότι λοιπόν η συναυλία ξεκίνησε αρκετά αργότερα από ό,τι αναμενόταν, κανείς δεν ενοχλήθηκε· ο Χρήστος Τζιτζιμίκας έγινε δεκτός στη σκηνή με θερμό χειροκρότημα, όπως και οι συνοδοιπόροι του, τους οποίους και μας σύστησε εξαρχής: Δημήτρης Ζιάγκας (κλαρίνο), Γιώργος Κώτσικας (βιολί), Μαρία Πλουμή (λαούτο) & Μάκης Μπουκάλης (κοντραμπάσο). 

Η παρουσία του τελευταίου αξίζει βέβαια ξεχωριστής μνείας, καθώς το κοντραμπάσο δεν αποτελεί κομμάτι της κλασικής ηπειρώτικης ορχήστρας. Όμως ο Τζιτζιμίκας το έχει τοποθετήσει εκεί με πραγματική σπουδή και φροντίδα και ο Μπουκάλης αποδείχθηκε ικανότατος δεξιοτέχνης, δίνοντας το στίγμα του οργάνου του, μα ξέροντας και να είναι διακριτικός όταν χρειαζόταν. Δόθηκε έτσι μια ωραία πινελιά νεωτερικότητας στο παραδοσιακό υλικό: ένα καλοδεχούμενο τσικ φρεσκάδας, που δεν ξένισε στιγμή. 

Ο Τζιτζιμίκας ξεκίνησε με το πωγωνίσιο "Ο Θάνατος Κι Η Ξενιτιά", που έλαχε μιας υποδειγματικής πολυφωνικής εκτέλεσης. Κι από εκεί μας πήγε ταξίδι σε ολόκληρη την Ήπειρο, εξηγώντας μας με ακρίβεια και χωρίς να μας κουράσει πώς διαμορφώθηκαν τα διάφορα τοπικά ρεπερτόρια. 

Βόρεια ανεβήκαμε μέχρι το Αργυρόκαστρο ακούγοντας την "Ποταμιά" –εκτός δηλαδή των σημερινών ελληνικών συνόρων– ενώ νότια φτάσαμε ως την Πρέβεζα, με τον πρεβεζάνικο οργανικό σκοπό με τον οποίον ξεκίνησε το δεύτερο μέρος της βραδιάς, αλλά και ως το Ξηρόμερο της Αιτωλοακαρνανίας, οι ζουρνάδες του οποίου επηρέασαν άμεσα τα λεγόμενα «ζουρνατζίδικα», κομμάτια όπου το κλαρίνο προσπάθησε να μιμηθεί τον ήχο του ζουρνά. Ενδιάμεσα, ασφαλώς, σταθήκαμε στο Μέτσοβο ("Άντε Μωρ' Μηλιά"), στην Κόνιτσα ("Κρασί Σε Πίνω Για Καλό") και ακούσαμε γνωστά ηπειρώτικα σαν τα "Γλυκοχαράζουν Τα Βουνά" και "Περδικομάτα", αλλά και κομμάτια πιο σπάνια, με πρωταγωνιστές τον Αλή Πασά και τον αρβανίτη Οσμαντάκα. 

Ό,τι ακούσαμε ήταν καλοπαιγμένο και είχε σύμμαχο τον καθαρό ήχο του Underflow, που επέτρεψε να απολαύσουμε τον αυθεντικό τόνο της ορχήστρας, με το κλαρίνο να παίζει αργά και χαμηλά, αποφεύγοντας τις νεοδημοτικές φτήνιες οι οποίες μαστίζουν το ρεπερτόριο των πανηγυριών. Ωστόσο δεν γινόταν να μη σκεφτείς ότι η όλη βραδιά είχε και κάτι το ακαδημαϊκό, με μας καθισμένους σε καρέκλες και μαξιλάρες στο πάτωμα και τον Τζιτζιμίκα να μιλάει για τα τραγούδια με τόνο που περισσότερο άρμοζε στα μαθήματα τα οποία έκανε στο τμήμα Μουσικής Επιστήμης & Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, παρά σε ζωντανή εμφάνιση. Σε κάποιο σημείο ένιωσα δηλαδή ότι έβλεπα επεισόδιο από το Αλάτι της Γης, αντί για συναυλία. Είναι μια μικρή ένσταση, ασφαλώς, η οποία στη «ζυγαριά» δεν στέκεται απέναντι στην ευκαιρία να ακούσουμε τον Τζιτζιμίκα κάπου στην πόλη μας. 

Οι κορυφώσεις της βραδιάς, αυτές που έμειναν νομίζω πιο ανεξίτηλα στη μνήμη, ήταν δύο. Στο πρώτο μέρος, ο Τζιτζιμίκας μας είπε ότι κατά τον Μεσοπόλεμο και τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια οι καλλιτέχνες των δημοτικών πανηγυριών υιοθέτησαν μελωδίες και τραγούδια που άκουσαν από όσους έπαιζαν σμυρνέικα και δημοτικά, τις οποίες προσάρμοσαν ύστερα στα δικά τους μέτρα και σταθμά, με το κοινό αναλόγως να ακολουθεί. Ανάμεσα λοιπόν στα δείγματά τους, μας έπαιξε καταπληκτικά τον "Μαχαραγιά" του Σταύρου Τζουανάκου (1952), εξηγώντας μας ότι, όσο δύσκολο κι αν είναι κάτι τέτοιο, στα πανηγύρια της δεκαετίας του 1950 χορεύτηκε ως συρτός. 

Το άλλο φοβερό στιγμιότυπο σημειώθηκε στο άτυπο encore που ακολούθησε το φινάλε της βραδιάς με τα "Ξεχωρίσματα", όταν μια γυναίκα από το κοινό ζήτησε να ξανακούσει το "Μαραίνομαι Ο Καημένος". Ο Τζιτζιμίκας χαμήλωσε λοιπόν τα μικρόφωνα και το έπαιξε χωρίς ηλεκτρισμό, οδηγώντας την ορχήστρα του σε μια εκπληκτική απόδοση, φτάνοντας στην «καρδιά» πραγματικά της παράδοσης που εκπροσωπεί.