20 Φεβρουαρίου 2022

Θεόδωρος Κουρεντζής & MusicAeterna: Tristia - ανταπόκριση (2019)


Παρακολουθώ και θαυμάζω τον Θεόδωρο Κουρεντζή και χαίρομαι που το όνομά του γίνεται όλο και πιο γνωστό: παίρνει σιγά-σιγά τη θέση που του αξίζει στο σύμπαν της κλασικής μουσικής. Και την παίρνει και έγκαιρα, σε μια ηλικία δηλαδή πολύ δημιουργική.

Αυτές τις μέρες το όνομά του ξανασυζητήθηκε εδώ στην πατρίδα, με αφορμή έναν ακόμα ερχομό στην Αθήνα. Ο οποίος ήταν επικεντρωμένος στο ενδιαφέρον του για τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Μέσα στο 2020, άλλωστε, κατέθεσε και μια δισκογραφική δουλειά πάνω στην περίφημη 9η Συμφωνία. Ξέρετε, εκείνη που ξεκινά πα-πα-πα-παμ. 

Προσωπικά, πάντως, δεν τρελάθηκα. Αναγνωρίζω βέβαια ότι ο Κουρεντζής πέτυχε αρκετά πράγματα σε ένα πολύ δύσκολο πεδίο, καταθέτοντας μια στιβαρή δουλειά, με ευδιάκριτες αρετές. Μια γνώμη για τον δίσκο μπορείτε να βρείτε και στο MiC, πατώντας εδώ.

Για μένα, όμως, ο Κουρεντζής και οι MusicAeterna του αποκαλύπτονται όταν περπατούν σε λιγότερο πολυσύχναστα μονοπάτια. Όπως συνέβη λ.χ. τον Νοέμβριο 2019, πάλι στο sold-out Μέγαρο Μουσικής, όταν παρουσίασαν το Tristia: ένα έργο του Philippe Hersant βασισμένο σε ποίηση φυλακισμένων. Η εκπληκτική προσέγγιση μετέφερε το ουμανιστικό  μήνυμα με έναν τρόπο που νομίζω ότι μόνο με την ταινία των αδερφών Πάολο & Βιτόριο Ταβιάνι Cesare Deve Morire (2012) μπορεί ίσως να παραλληλιστεί. Και η εντύπωση που έμεινε στη μνήμη (μου) είναι πιο διαρκής, συγκριτικά με τον Μπετόβεν.

Μια ανταπόκριση για το Tristia δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Η διεθνής αναγνωρισιμότητα που απολαμβάνει καιρό τώρα ο Θεόδωρος Κουρεντζής τον καθιστά μία από τις πιο λαμπρές μουσικές προσωπικότητητες που έχει αναδείξει ο σύγχρονος Ελληνισμός. Παρά ταύτα, είναι έτσι τα πράγματα στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ των ημερών μας, ώστε το όνομά του παραμένει κάπως εγκιβωτισμένο σε όσους παρακολουθούν τα «κλασικά» ή τις μεγάλες εφημερίδες.

Ο ίδιος, ωστόσο, μας θυμάται συχνά. Και τον θυμούνται αντίστοιχα και οι άνθρωποι που τρέχουν το συναυλιακό πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής. Το δε κοινό (έστω, το μεγαλύτερης ηλικίας), τον τιμά ανελλιπώς· και δικαιολογημένα, καθώς οι εμφανίσεις του μένουν στη μνήμη. Στη δική μου, ας πούμε, παραμένει πολύ ζωντανός τόσο ο καλπασμός του γαλλικού μπαρόκ που χαρακτήρισε το αφιέρωμα του 2015 στον Ζαν-Φιλίπ Ραμώ, όσο και η φοβερή του κατάβαση στο σκότος της όπερας Διδώ & Αινείας του Henry Purcell, το 2014.

Πάντα ηγούμενος του συνόλου MusicAeterna (ορχήστρα και χορωδία), ο Κουρεντζής επέστρεψε φέρνοντας δύο ιδιαίτερες παραστάσεις στον γνωστό κύκλο συναυλιών του Μεγάρου «Μεγάλες ορχήστρες – Μεγάλοι μαέστροι». Ο λόγος εδώ για την πρώτη, που ξετύλιξε ενώπιον του αθηναϊκού κοινού το έργο του Γάλλου συνθέτη Philippe Hersant Tristia (2016). Ένα σύγχρονο δημιούργημα (αντί για κάτι προερχόμενο από τον κόσμο του μπαρόκ και της πρώιμης κλασικής μουσικής), το οποίο βασίζεται σε ποίηση κρατουμένων σε γαλλικές και ρωσικές φυλακές. Επιφανειακά, ίσως να ήταν μια δύσκολη στόχευση, ως προς την προσέλευση. Όμως η «εγγύηση» του Κουρεντζή οδήγησε τη βραδιά σε sold-out, με την αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης να γεμίζει έγκαιρα, παρά τις δυσκολίες μετακίνησης στους δρόμους λόγω της επίσκεψης του Προέδρου της Κίνας Σι Τζινπίνγκ.

Ξεκίνημα σε απόλυτο σκοτάδι, με τα πρώτα φώτα να βρίσκουν τους MusicAeterna να βαδίζουν επί σκηνής σαν σε προαύλιο φυλακής. Το εναρκτήριο ποίημα ακούστηκε σε αφήγηση, στα ρώσικα, με τη μετάφρασή του να προβάλλεται στην οθόνη στο βάθος της σκηνής: περιβάλλον τάιγκας, εναλλαγές εποχών, λάσπη και πάγος σε λαμπρή παρομοίωση με ζαχαρωμένη μαρμελάδα.

Ένα ακορντεόν έμελλε εντωμεταξύ να είναι μόνη, λιτή ηχητική συνοδεία στα πρώτα τραγούδια, για να αντικατασταθεί στη συνέχεια κι από άλλα «μοναχικά» όργανα, ενίοτε και από μικρά σύνολα με πνευστά και κρουστά: ο Hersant έχει γράψει ωραία μουσική, που επιμένει να συμπεριφέρεται διακριτικά (στα περισσότερα τουλάχιστον σημεία), ώστε κέντρο βάρους να παραμένει ο στίχος και η ανθρώπινη φωνή. Αντίστοιχα «ήσυχος» αποδείχθηκε και ο ίδιος ο Κουρεντζής. Ο οποίος μπορεί να εκμεταλλεύτηκε τη θεατρική σκηνοθεσία για να διευθύνει τους MusicAeterna σε διάφορες απροσδόκητες περιδιαβάσεις πάνω στη σκηνή, όμως απέφυγε τις ζωηρές κινήσεις με τις οποίες συνηθίζει να σωματοποιεί το συναίσθημα ως μαέστρος.

Η σκηνοθεσία, τώρα, δεν ήταν μονάχα θεατρική, μα φρόντισε να απλωθεί και να αξιοποιήσει όλον σχεδόν τον χώρο της αίθουσας. Πότε δηλαδή οι MusicAeterna παρατάσσονταν σε σχήμα Π έναντι του Κουρεντζή, πότε μαζεύονταν γύρω του μπουλούκι σαν πρώτοι Χριστιανοί σε μυστική, κατανυκτική συνάντηση –λουσμένοι σε ένα μπλε που θύμιζε φεγγαρόφως– πότε εφορμούσαν σαν κύματα προς το κοινό, με μέλη τους να λαμβάνουν θέσεις ακόμα και στους διαχωριστικούς διαδρόμους της πλατείας ή στα μετόπισθεν των θεωρείων δεξιά όπως κοιτάγαμε τη σκηνή.

Αλλά το πιο θεαματικό σημείο ήταν εκείνο που απήχησε την ερημιά και τη θλίψη ενός πολύ εσωτερικού ποιήματος, ξεκινώντας κάτω από κόκκινο φως που θύμιζε το χρώμα των μήλων Pink Lady, για να κορυφώσει με κρεσέντο μεγάλων τύμπανων, ένα μαύρο πανό με τη λέξη «Άδης» γραμμένη κατά μήκος και με προβολείς να στοχεύουν κατευθείαν στα μάτια μας, σε προφανή διάθεση να μας τυφλώσουν. Στη συνέχεια (και ως το τέλος σχεδόν), η οθόνη γέμισε από πρόσωπα φυλακισμένων: άνδρες και γυναίκες, σε ανφάς και προφίλ πόζες· φιγούρες βγαλμένες από σελίδες του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Να 'ταν άραγε ανάμεσά τους και κάποιοι από τους ποιητές;

Τα χορωδιακά μέρη στάθηκαν καταπληκτικά, μεταφέροντας κάθε φορά (με τη βοήθεια βέβαια και της σκηνοθεσίας) τα πολλά πρόσωπα των επιλεγμένων ποιημάτων. Το πνίξιμο της απομόνωσης αποδόθηκε με γυναικείο θρήνο, η αίσθηση του αναπόδραστου γήρατος ήθελε πνευστό στα θεωρεία και λιτό σχήμα έμπροσθεν του Κουρεντζή να άδει χαμηλόφωνα κρατώντας φαναράκια, το χιούμορ για τη σύλληψη και τις παγαποντιές της απόδρασης συντροφεύτηκε από κινητικότητα, η πρόποση στον ποταμό Ayan-Uryah έφερε κατά νου τραγούδια του ποτού σε κεντροευρωπαϊκή επαρχία. Μερικά ποιήματα στόχευαν στον λυρισμό, ορισμένα μιλούσαν με μεταφορές στα πουλιά εκφράζοντας λαχτάρα για ελευθερία, ένα παραλλήλισε τις σκιές στον προαυλισμό με εκείνες του Ομήρου, θέτοντας σε πρώτο πλάνο τη Νέκυια, ένα άλλο έριξε τις αναφορές του στην Κόλαση του Δάντη. Κι ένα διάλεξε να μιλήσει για τον έρωτα· ο οποίος μπόρεσε να ανθίσει ακόμα και σε ένα τέτοιο άχαρο περιβάλλον, πηγαίνοντας κόντρα στα τρύπια φορέματα και στα άρβυλα νούμερο 45.

Επενδύοντας στο τι θα γινόταν να πετύχει ένα πρωτοκλασάτο φωνητικό σύνολο, ο Hersant ξεδίπλωσε με το Tristia ένα βαθιά ουμανιστικό έργο, το οποίο μπορεί ίσως να παραλληλιστεί μόνο με την ταινία των Paolo & Vittorio Taviani Cesare Deve Morire (2012, Χρυσή Άρκτος στο Βερολίνο). Ανέδειξε δηλαδή με επιτυχία και με ενσυναίσθηση το γεγονός ότι ο άνθρωπος που φυλακίστηκε (για τον όποιον λόγο, ποινικό ή πολιτικό) συνεχίζει όχι μόνο να μετέχει της Ανθρωπότητας, μα να μοιράζεται και με μας τους υπόλοιπους –τους ελεύθερους– ευαισθησίες, σκέψεις και συναισθήματα. Εμμέσως, λοιπόν, υπάρχει εδώ ένα μήνυμα μεγάλης σημασίας για τους τιμωρητικούς μας καιρούς, που στην εμμονή τους για την «τάξη» περιφρονούν τον σωφρονισμό και (μακροπρόθεσμα) το δικαίωμα επανένταξης στην κοινωνία· απορρίπτοντας τον κρατούμενο ως κάτι το «χαλασμένο».

Πίσω ασφαλώς από μια τόσο επιτυχημένη απόδοση, δεν γίνεται παρά να υπάρχει βαθιά κατανόηση των παραπάνω «αποχρώσεων», πρώτα και κύρια από τον ίδιο τον Κουρεντζή. Μακάρι λοιπόν κάτι από όλα αυτά να άγγιξε και τον ευυπόληπτο κόσμο των 65-ευρώ-η-θέση στο θεωρείο όπου καθόμουν ή τις διασημότητες της δημοσιογραφίας στη διακεκριμένη ζώνη. Άραγε θα είχαν παραστεί σε μια τέτοια παράσταση, αν δεν εμπλεκόταν ο Κουρεντζής; Άραγε θα είχα παραστεί κι εγώ; Ο κόσμος δυστυχώς δεν αλλάζει έτσι απλά, όμως τέτοιες περιστάσεις πάντα γεννούν την ελπίδα. Σε κάθε περίπτωση, το χειροκρότημα έσεισε την αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης στο φινάλε και επέμεινε για πολλά λεπτά να ηχεί ακμαίο, συνοδεία ζητωκραυγών και ιαχών.