24 Φεβρουαρίου 2023

Rabih Abou-Khalil: The Flood And The Fate Of The Fish [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «The Flood And The Fate Of The Fish» του Λιβανέζου ουτίστα και δημιουργού Rabih Abou-Khalil. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Η ιστορία, γνωστή τοις πάσι. Ο Θεός αποφασίζει να πλημμυρίσει τον κόσμο για να τον απαλλάξει από τη διαφθορά του Ανθρώπου, αλλά γλιτώνει τον δίκαιο Νώε και την οικογένειά του, προστάζοντάς τους να πάρουν στη σωτήρια Κιβωτό κι ένα ζευγάρι από όλα τα ζώα της υφηλίου που χρειάζονταν αέρα για να επιβιώσουν.

Τι απέγιναν όμως τα Ψάρια, στον Βιβλικό Κατακλυσμό; 

Η ερώτηση, δείχνει γελοία. Ποιος ο λόγος να σώσεις όντα τα οποία ζουν στο νερό, από το περισσότερο νερό; 

Όμως η σύγχρονη έρευνα, δεν είναι και τόσο σίγουρη. Τα ψάρια επηρεάζονται από το πόσο αλμυρό είναι ή δεν είναι το νερό. Και στα γλυκά τουλάχιστον ύδατα, αντιδρούν στις πλημμύρες με συγκεντρώσεις σε σχετικά ασφαλείς ορμίσκους κοντά στις ακτές. Το ερώτημα είναι λοιπόν ενοχλητικό, αν συγκαταλέγεσαι ανάμεσα σε όσους πιστεύουν κατά γράμμα την Αγία Γραφή. Τόσο ενοχλητικό, ώστε αφοσιωμένα χριστιανικά sites αναγκάζονται σήμερα να γράφουν για «τακτικές επιβίωσης των ψαριών κατά τη διάρκεια του Κατακλυσμού», αποδεχόμενα παρά ταύτα ότι είδη θαλάσσιας ζωής σαν τους τριλοβίτες και τους ιχθυόσαυρους, δεν την έβγαλαν καθαρή. 

Στον Rabih Abou-Khalil αρέσει να κάνει αυτή την ερώτηση, ξέροντας (προφανώς) ότι θα εξοργίσει τους σκληρά θρησκευόμενους συζητητές του. Αλλά στον νέο του δίσκο ξανοίγει την απορία του σε φιλοσοφικές διαστάσεις, ώστε να αναπαραστήσει συμβολικά όσα η Ανθρωπότητα σκουπίζει κάτω από το χαλί, ενόσω εκλογικεύει τους σκοπούς με τους οποίους πορεύεται στο διάβα της ιστορίας. Ο ίδιος, εντωμεταξύ, δουλεύει στον αντίποδα των «δεδομένων»: στο απόγειο της επίκαιρης σύγκρουσης Δύσης και Ανατολής, το The Flood And The Fate Of The Fish καλεί να οραματιστούμε έναν ενιαίο μεσογειακό κόσμο, προκρίνοντας όσα ενώνουν τους ανθρώπους που ζουν στις ακτές του. 

Τη γέφυρα αυτή, βέβαια, ο Rabih Abou-Khalil την έχει υπηρετήσει με συνέπεια σε όλη τη μέχρι τώρα καριέρα του, η οποία κοντεύει πια τα 40 χρόνια δισκογραφίας: η oriental jazz του έχει δείξει συχνά τα διαπιστευτήριά της· επίσης, είναι εκείνος που, μαζί με τον Τυνήσιο δεξιοτέχνη Anouar Brahem, έχει κατά κύριο λόγο εξοικειώσει το μορφωμένο κοινό της Δύσης με το ούτι και τα αραβικά του χρώματα. Κάθε νέος δίσκος, έτσι, καλείται να απαντήσει στο ερώτημα τι παραπάνω υπάρχει για να προσφερθεί. Και το εντυπωσιακό είναι ότι πάντα δίνεται μια κάποια απάντηση. 

Στις γενικές του γραμμές, πάντως, το The Flood And The Fate Of The Fish δεν διαφοροποιείται δραματικά από όσα ήδη έχει καταθέσει ο Λιβανέζος ουτίστας. Αφήνοντας εκτός τις διερωτήσεις για τα ψάρια, δηλαδή, ο βασικός σκελετός παρέχεται και πάλι από ένα προσεγμένο ανακάτεμα της ευρωπαϊκής τζαζ με τις αραβικές παραδόσεις της Μέσης Ανατολής και της βόρειας Αφρικής. Τείνει σχεδόν να γίνει φόρμα, όμως ο Abou-Khalil βρίσκει ακόμα πρόκληση σε αυτήν τη σύγκλιση. Ίσως γιατί ποτέ δεν ξέχασε ότι έσωσε τη ζωή του διαφεύγοντας προς μια δεκτική Ευρώπη, μακριά από τον εμφύλιο πόλεμο του 1975-1990 που διέλυσε εκείνη την κοσμοπολίτικη Βηρυττό όπου γαλουχήθηκε, την οποία αποκάλεσαν κάποτε «Παρίσι της Μεσογείου». Ο δίσκος φρεσκάρει έτσι τον σχετικό διάλογο, αντί να τον επαναλαμβάνει σε παραλλαγές. 

Μπορεί λοιπόν τραγανές οργανικές συνθέσεις σαν το "Sometimes You're Loveable" ή το "Crisp Crumb Coating" να απηχούν πράγματα που έχουμε ξανακούσει, όμως τα τραγούδια χτίζουν μια νέα γωνία σε αυτόν τον ήδη υπάρχοντα κόσμο, επαναφέροντας λ.χ. στο προσκήνιο, από τα βάθη της ιστορίας, μια Ιβηρική χερσόνησο υπό μουσουλμανική διοίκηση: το "Falso Amor" ανήκει στον ποιητή Al-Kumait Al-Garbi, ο οποίος, αν και Άραβας, είχε πίσω στο 1100 πατρίδα του το Μπανταχόθ, στα σύνορα σήμερα Ισπανίας και Πορτογαλίας. Ο ίδιος δε ο Abou-Khalil σκύβει στον (υψηλό) πολιτισμό του μεσαιωνικού Ισλάμ για να ανασύρει από τα κείμενα του λόγιου Abu Nasr Muhammad al-Farabi ένα ούτι με μπάσο ήχο σε μια οκτάβα χαμηλότερη από ό,τι παίζουν τα όργανα που γνωρίζουμε σήμερα· κι αφού παράγγειλε να του το κατασκευάσουν, το βάζει εδώ να υπηρετήσει διαδρομές με (πιο) τζαζ λογική. 

Απολαυστικός στέκει και ο Gavino Murgia, ο οποίος στο "Is There Wine?" φέρνει σε πρώτο πλάνο μια παλιά φωνητική παράδοση από τη Σαρδηνία βασισμένη σε περίτεχνους λαρυγγισμούς, την οποία και δένει θαυμάσια με τον αράβικο κοσμοπολιτισμό του Abou-Khalil, χαρίζοντας στον δίσκο μία επιπλέον διάσταση, ακόμα πιο «προχωρημένη».

Μεγάλο ατού για το άλμπουμ αποδεικνύεται ωστόσο ο Πορτογάλος τραγουδιστής Ricardo Ribeiro, ο οποίος προσθέτει ένα λοξό fado στο όλο μείγμα. Στο "Kyrie", ας πούμε, συμπυκνώνει όλους τους στόχους του Abou-Khalil. Με όχημα τους στίχους του ποιητή Ary Dos Santos, οι οποίοι επικρίνουν τη θρησκεία, προσφέρει μια καίρια ερμηνεία, που δεν είναι ούτε Δυτική, ούτε Ανατολική. Εκπροσωπεί έτσι το συμβολικό Ψάρι του δίσκου, δίνοντας έμμεσα και τη μόνη απάντηση στην οποία φτάνει ο τελευταίος: για να λειτουργήσει η μεσογειακή ενότητα που οραματίζεται ο Abou-Khalil, πρέπει να μας αδειάσει τη γωνιά ο θρησκευτικός φανατισμός και τα τέρατα τα οποία σέρνει μαζί του. 



22 Φεβρουαρίου 2023

Vodka Juniors - ανταπόκριση (2014)


Κάπου τους έζησα, κάπου τους έχασα τους Αθηναίους Vodka Juniors στα 23 χρόνια που συμπληρώνουν φέτος, αισίως, ως συγκρότημα. Το σκέφτηκα και τον Δεκέμβρη που έπαιξαν στο «Gagarin», νομίζω για πρώτη φορά μετά την πανδημία, αλλά και τώρα, καθώς είδα στο Facebook ότι εξαντλούνται σιγά-σιγά τα εισιτήρια για μια επικείμενη συναυλία τους στο «An Club», παρέα με τους Overjoyed και τους Πεθαίνουν Στο Τέλος.

Αποτιμώντας πρόχειρα την κατάσταση, θα έλεγα ότι ήρθα κοντά τους στα indie '00, όταν κέρδισαν κόσμο από την εναλλακτική φάση χάρη στο άλμπουμ Darkpoetry (2007), μα τους έχασα όταν έβγαλαν το Clubriot (2015), σε μια εποχή που κάποια πράγματα ίσως είχαν αρχίσει να (με) κουράζουν. 

Στο ενδιάμεσο, πάντως, απόλαυσα τους Vodka Juniors σε μια πραγματικά εκρηκτική συναυλία, τον Δεκέμβριο του 2014, σε ένα «Gagarin» sold out με πωρωμένη νεολαία. Τόσο ενθουσιάστηκα, θυμάμαι, ώστε έφυγα και με μπλουζάκι, το οποίο φορέθηκε για χρόνια έπειτα, μέχρι που κουρελιάστηκε.

Μια ανταπόκριση από εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες (κάτωθι) φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη


Αν είσαι νέος, ζεις στην Αθήνα κι αγαπάς τις ηλεκτρικές κιθάρες, τότε δύσκολα δεν πέρασες μια βόλτα από το «Gagarin» αυτόν τον Δεκέμβρη, είτε για τους 1000mods, είτε για το διήμερο των Vodka Juniors. Και αποδείχθηκε σοφή κίνηση αυτή η δεύτερη μέρα που μπήκε μετά το sold out του Σαββάτου, αφού και η Κυριακή κάτι-σαν-sold out έδειχνε. Δύο εγχώριες αγγλόφωνες ηλεκτρικές μπάντες, δηλαδή, σε τρία συνεχόμενα sold out. Και μάλιστα όχι σε μικρό χώρο. Να κάτι που αξίζει να σημειωθεί στα μουσικά/συναυλιακά μας χρονικά. Έτσι για να μην καταγράφονται μόνο γκρίνιες, ίσως και για να πέσει λίγη σκέψη, τύπου γιατί ορισμένα πράγματα περπατάνε κι άλλα ασθμαίνουν. 

Πριν τους Vodka Juniors, όμως, απολαύσαμε (και είναι κυριολεκτικό το ρήμα) τους Despite Everything. Τόσο, ώστε σε κάποιο σημείο ξεχάσαμε πως ήταν το support σχήμα της βραδιάς και όχι οι πρωταγωνιστές της. Πολλές εγχώριες hardcore μπάντες κατέχουν βλέπετε τον κώδικα και πολλές έχουν ιδρώσει πάνω από ντραμς και χορδές για να πετύχουν τον ήχο. Όμως οι Despite Everything διέθεταν κι εκείνο το κάτι παραπάνω, που συνήθως λείπει.


Θες γιατί τα τραγούδια τους άφηναν ανοιχτωσιές για μερικές πραγματικά καλές μελωδίες; Θες λόγω του τρόπου με τον οποίον παίζουν τις κιθάρες τους ή λόγω των εξαιρετικά δουλεμένων φωνητικών; Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, έπεσε και μια διασκευή στο "All My Friends Are Dead" των Turbonegro και μας τίναξε τα πέταλα. Ακόμα το τραγουδάω την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές –και όχι, δεν το οφείλω στους φίλτατους κατά τα λοιπά Σουηδούς. Μετά από 40 περίπου λεπτά οι Despite Everything μας αποχαιρέτησαν, λαμβάνοντας χειροκρότημα headliner από το κατάμεστο «Gagarin». Τους άξιζε, πέρα για πέρα. 

To sold out των Vodka Juniors, τώρα, εξέπληξε αρκετούς. Κατά τη γνώμη μου τους μεγαλύτερους σε ηλικία, όσους δεν διαθέτουν επαφή με τα πράγματα που ενθουσιάζουν τους σημερινούς 16άρηδες και 20άρηδες. H μπάντα, πάντως, την έχτισε με τον πιο στέρεο τρόπο αυτήν της τη φήμη: μένοντας underground, χωρίς χίπστερ δημοσιότητες/δημόσιες σχέσεις, με εκείνο το Darkpoetry του 2007 να διαδίδεται στόμα με στόμα. Το ήξερα, μα το πιστοποίησα ξανά στο «Gagarin», βλέποντας τόσα νέα παιδιά να τραγουδούν τους στίχους με πώρωση, όντας απόλυτα προσηλωμένα στη σκηνή. Ούτε πηγαδάκια από βαριεστημένους μπλαζέ 35άρηδες, δηλαδή, ούτε τα γνωστά ψου-ψου των ακόμα πιο βαριεστημένων δημοσιογράφων του σιναφιού. Ωραία πράγματα. 

Και ήταν υπέροχοι οι Vodka Juniors εκεί πάνω. Μπήκαν δυνατά, κέρδισαν το πρώτο καθολικό χειροκρότημα λέγοντάς μας το "Last Chance" λουσμένοι σε υποβλητικά μπλε φώτα, ενώ στη συνέχεια εξαπέλυσαν μια ηλεκτρική, κιθαριστική καταιγίδα που δεν άφησε τίποτα όρθιο. Οι ιαχές αύξαναν σε ενθουσιασμό όσο προχωρούσε η setlist, το crowd surfing μονιμοποιήθηκε ως θέαμα στις μπροστινές σειρές και ο ιδρώτας πάνω και κάτω από τη σκηνή άρχισε να τρέχει μπόλικος. 

Τα πολυάριθμα κορίτσια μπήκαν κι εκείνα πλήρως στο κόλπο μόλις το γκρουπ στράφηκε προς πιο ska και reggae μονοπάτια (υποβοηθούμενο από τον εξαιρετικό τους συνοδοιπόρο στο πνευστό), με αποτέλεσμα να επικρατήσει καθολικός πανζουρλισμός όταν παίχτηκε το "Rise Up", μα και μια εκπληκτική διασκευή του "Whiskey And The Rain" σε ανάλογους ρυθμούς –με τους θεατές να τραγουδούν χορωδιακά «your pretty face». Πείτε μου, αλήθεια, πόσες αγγλόφωνες μπάντες εγχώριας κοπής μπορούν να καυχώνται πως έχουν γράψει ένα τέτοιο κομμάτι; Ένας ακόμα ολικός πανικός έγινε βέβαια κι όταν ήρθε η σειρά του "Rebirth", ειδικά όταν μαζί με τους Vodka Juniors εμφανίστηκαν και οι Βήτα Πεις, ανεβάζοντας την αδρεναλίνη στα ύψη με τα κοφτερά τους rap. 

Θριάμβευσαν λοιπόν οι Vodka Juniors στο «Gagarin». Δείχνοντας εμφατικά ότι μπορεί να μην είναι τακτικοί επισκέπτες σε συναυλιακές σκηνές ή στη δισκογραφία, όμως η απήχηση που έχει βρει η μουσική τους δεν μετριέται με όρους επικαιρότητας. Το νέο τους άλμπουμ (Clubriot) έρχεται μέσα στο 2015 και να είστε σίγουροι ότι για πολλά παιδιά εκεί έξω που αγαπούν το ροκ θα είναι ένα από τα γεγονότα της νέας χρονιάς. 



20 Φεβρουαρίου 2023

Μίμης Πλέσσας & Γιάννης Πλούταρχος - ανταπόκριση (2014)


Πρόσφατα, πηγαίνοντας στα 7α γενέθλια του ανιψιού μου Γιάννη, ανακάλυψα ότι στην πεθερά του αδερφού μου αρέσει πολύ ο Γιάννης Πλούταρχος. Μάλιστα, στη συζήτηση που ακολούθησε, ο αδερφός μου θυμήθηκε και κάτι εμφανίσεις του όπου τραγουδούσε παλιές επιτυχίες του Γιάννη Πουλόπουλου.

Αυτό, με τη σειρά του, έκανε κι εμένα να θυμηθώ ότι είχα πάει σε μία από τις εν λόγω συναυλίες του Πλούταρχου –τον Ιανουάριο του 2014, στο ιστορικό θέατρο «Παλλάς», όπου μάλιστα ήταν και ο Μίμης Πλέσσας μαζί του. Και με είχε εκπλήξει πολύ ευχάριστα ο τραγουδιστής από τη Μαυρόγεια της Βοιωτίας.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο, ως promo


Ανάγκα και θεοί (της νύχτας) πείθονται; Να ώθησαν άραγε τα αδιέξοδα της άτιμης της Κρίσης έναν σούπερ σταρ σαν τον Γιάννη Πλούταρχο να αφήσει τα συνήθη μαγαζιά και να δοκιμαστεί στο πλάι του Μίμη Πλέσσα; Να ήταν καλλιτεχνικά τα κίνητρα; Ή ένας συνδυασμός, τύπου το τερπνόν μετά του ωφελίμου; 

Τα σκεφτόμουν όλα τούτα πηγαίνοντας προς το Παλλάς και είχα τις αμφιβολίες μου. Κάπου μέσα μου, ωστόσο, εντόπιζα και μια πίστη στο εγχείρημα. Ένα «μπορεί και να...», το οποίο ως το τέλος της βραδιάς είχε μετατραπεί από πιθανότητα σε βεβαιότητα. Μια θριαμβευτική βεβαιότητα, μάλιστα. 

Γιατί θριάμβευσε ο Πλούταρχος αντιμετωπίζοντας τα τραγούδια του Πλέσσα. Με εξέπληξε ευχάριστα, συγκινητικά, εμένα που πλην ελαχίστων εξαιρέσεων βρίσκω το ρεπερτόριό του ανυπόφορο και τον ίδιο εγκλωβισμένο σε μια κλαψιάρικη μανιέρα. Με βάση αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, το περισσότερο που έλπιζα ήταν να φανεί στοιχειωδώς επαρκής, στοιχημάτιζα δε πως θα πατούσε πάνω στο παράδειγμα του Γιάννη Πουλόπουλου και θα τα έβγαζε πέρα απλά και μόνο επειδή η φωνή του διαθέτει ορισμένα κοινά ηχοχρώματα. Δεν ήμουν προετοιμασμένος, δηλαδή, για έναν τραγουδιστή διατεθειμένο να τα δώσει όλα, που αληθινά θα πάσχιζε για το καλύτερο ερμηνευτικό του πρόσωπο μέχρι σήμερα, αλλά και για εκείνο το κάτι παραπάνω, το οποίο θα έδινε μια πιο εξατομικευμένη νότα σε ένα τόσο στάνταρ ρεπερτόριο. 

Η καλή μέρα, από το «πρωί» φάνηκε: η έναρξη της συναυλίας με το "Όλα Δικά Σου" μπορεί να μην υπήρξε καθηλωτική, στάθηκε όμως δείκτης πως η βραδιά θα ξεπερνούσε τις καχύποπτες προσδοκίες μου. Δεν ξέρω αν τις μοιραζόταν το κοινό που είχε γεμίσει κατά τα 2/3 περίπου το Παλλάς, γιατί δεν μπορούσα να βγάλω άκρη με τη σύστασή του· δύο κόσμοι είχαν συναντηθεί εκεί στη Βουκουρεστίου και κάθονταν –κάπως άβολα– ο ένας δίπλα στον άλλο. Κάτι σεβάσμια ζευγάρια πέραν της μέσης ηλικίας ήταν το κοινό του Μίμη Πλέσσα, κάτι νεότερα ζευγάρια μα και κάτι γυναικείες συντροφιές είχαν ένα πιο έκδηλα λαϊκό προφίλ και δεν έκρυβαν ότι το δικό τους επίκεντρο της προσοχής ήταν ο Βοιωτός τραγουδιστής. Στην πορεία της βραδιάς, πάντως, ανακατεύτηκαν και ξεπέρασαν την όποια αμηχανία της συγκατοίκησής τους. 

Βοήθησε σε αυτό και η άριστη ορχήστρα, βέβαια. Γιατί, υπό τη στιβαρή καθοδήγηση του Νάσου Σωπύλη –ο οποίος στεκόταν στα δεξιά όπως βλέπαμε τη σκηνή, καθισμένος πίσω από τα Roland πλήκτρα του– έδωσε παιξίματα που έφτιαξαν κλίμα, οδηγώντας σε κάμποσες κορυφώσεις. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στα μπουζούκια της παρέας, τον Γιώργο Παχή και τον Νίκο Κατσίκη. Και μία ακόμα ξεχωριστή αναφορά αξίζει βέβαια και στη Fide Köksal. 


Μπορεί η συμμετοχή της να ήταν σχεδιασμένη υποστηρικτικά, ώστε να παίρνει μερικές ανάσες ο Πλούταρχος στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, πάντως η Τουρκάλα τραγουδίστρια συμπεριφέρθηκε πρωταγωνιστικά. Χάρμα οφθαλμών στο κομψότατο φόρεμά της, επιβλήθηκε στη σκηνή, επέδειξε ταιριαστή με το υλικό κινησιολογία και ερμήνευσε ωραιότατα, με μπρίο μα και ενθουσιασμό, κερδίζοντας θερμό χειροκρότημα εκ μέρους του κόσμου. 

Ο Μίμης Πλέσσας, από την άλλη, με δυσαρέστησε. Αν και οι ικανότητές του στο πιάνο παραμένουν, οφείλω να σημειώσω, θαυμαστές. Μίλησε ωστόσο υπερβολικά πολύ στο πρώτο μέρος και μου έδωσε την εντύπωση ανθρώπου που αναζητούσε να τα πει –επεδίωξε μάλιστα να φανεί και αστείος (επανειλημμένα), κάτι που δεν κατάφερε, κατά τη γνώμη μου: υπήρχε μονίμως μια δύσκαμπτη σοβαρότητα στη στάση του σώματός του και στο βάθος της φωνής του, η οποία μάλλον υπονόμευσε την απόπειρα, αν και  κατευχαριστήθηκα τη διήγηση για το πώς κάποτε ο Quincy Jones και ο Dizzy Gilespie τον έκατσαν κάτω να του δείξουν τους τρόπους με τους οποίους τα τζαζ πνευστά δεν θα ηχούσαν «ασπρουλιάρικα». Αλγεινή δε εντύπωση μου έκανε το πώς προέβαλλε τη σημασία του έργου του· είπε για παράδειγμα ότι ο Πλούταρχος πείστηκε να αφήσει τα μεγαλεία και να έρθει να αναμετρηθεί με τα ιερά και τα όσια... 

Καταλαβαίνω ότι ο Πλέσσας νιώθει υποτιμημένος και αναγνωρίζω το άδικο που υπάρχει σε μια τέτοια αντιμετώπιση: πρόκειται πράγματι για συνθέτη που έχει γράψει πλήθος όμορφων τραγουδιών, τα οποία τραγουδιούνται ακόμα με ενθουσιασμό και εξακολουθούν να κερδίζουν νέους φίλους. Την όποια αδικία, όμως, θα τη διορθώσει η δυναμική του έργου του, καθώς και η ιστορία. Είναι ανάρμοστο να έρχεται ο ίδιος να εκφέρει τέτοιες κρίσεις δημοσίως, τραβώντας τα πράγματα από το μαλλί προς την επιθυμητή κατεύθυνση. 

Τον Γιάννη Πλούταρχο, τώρα, τον επαίνεσα ήδη αρκετά, θεωρώ όμως ότι οφείλω να επιστρέψω σε εκείνον κλείνοντας. Δεν αισθανόταν εντελώς άνετα πάνω στη σκηνή, στην αρχή: στο πρώτο μέρος επιχείρησε να διαχειριστεί το άγχος με τρόπους που προφανώς γνώριζε από την πίστα, με συνεχείς π.χ. υποκλίσεις προς τους μουσικούς και με διαρκείς προτροπές στο κοινό για παλαμάκια. Αν και με ενόχλησε το συγκεκριμένο κλίμα, μου έδωσε ταυτόχρονα την ευκαιρία να δω πόσο σοβαρά είχε πάρει την όλη ιστορία. Δεν είχε έρθει εκεί για να κάνει τον σταρ. 

Όπως και να έχει, σύντομα τα παλαμάκια και οι ιαχές τον έκαναν να πάρει τα πάνω του και είναι τότε που πραγματικά απογειώθηκε, βγαίνοντας παλικάρι ακόμα κι όταν αναμετρήθηκε με ένα τόσο βαρύ (για τη φωνή του) ζεϊμπέκικο σαν το "Βρέχει Φωτιά Στη Στράτα Μου" ή με τα τραγούδια της δισκάρας εκείνης που λέγεται «Ο Δρόμος» (1969), στα οποία απέφυγε προσεκτικά το οτιδήποτε προκάτ ή αυτοματοποιημένο –με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη μετρημένη, προσωπική του ερμηνεία στο "Έπεφτε Βαθιά Σιωπή". 

Μέρες μετά, ακόμα σκέφτομαι πόσο υπέροχα ήχησαν εκείνα τα γιασεμάκια από το "Μέθυσ' Απόψε Το Κορίτσι Μου", κυρίως όμως τον ατόφια συγκινητικό τρόπο με τον οποίον απέδωσε τον στίχο «αγάπη μου δεν θα σε ξαναδώ», στο ρεφρέν του "Ποια Νύχτα Σ' Έκλεψε": δεν είχε καμία σχέση με κάτι σπαραξικάρδιες εκτελέσεις που θα βρείτε στο YouTube, από παρελθοντικές του εμφανίσεις. Μπράβο λοιπόν στον Πλούταρχο, γιατί έπιασε την ατόφια ψυχή του λαϊκού μελοδράματος που τόσο επιτυχημένα εξέφρασε ο Πλέσσας στις συνεργασίες του με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Δείχνοντας έτσι ότι πρόκειται για τραγουδιστή με μεγαλύτερο ερμηνευτικό εκτόπισμα από όσο είχε αφήσει να φανεί η μέχρι στιγμής πορεία του στη δισκογραφία. 





18 Φεβρουαρίου 2023

Βαγγέλης Γερμανός - συνέντευξη (2008)


Καθώς ετοιμάζω μια συνέντευξη με τον Βαγγέλη Γερμανό για το Αθηνόραμα, σκέφτηκα ότι ήταν Φεβρουάριος πάλι, όταν είχαμε συναντηθεί τελευταία φορά. Σε μια πολύ διαφορετική εποχή, βέβαια, πριν 15 χρόνια, τότε που είχε βγάλει το άλμπουμ «Καμικάζι» (2008). 

Τότε έδρευα κι εγώ στη θρυλική Μπλε Πολυκατοικία της Πλατείας Εξαρχείων, ως αρχισυντάκτης του Avopolis, η Lyra έβγαζε ακόμα δίσκους, ενώ υπήρχε ακόμα και το «Βοξ» απέναντι, ως κατάστημα. Οπότε ο τραγουδοποιός που έφτιαξε τα αλησμόνητα «Μπαράκια» (1981) ήρθε από εκεί και κάτσαμε για καφέ.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Βαγγέλη Γερμανού προέρχεται από το promo υλικό που έδινε τότε στον Τύπο η Lyra


Το νέο σου άλμπουμ «Καμικάζι» σε βρήκε να περπατάς σε λαϊκά μονοπάτια. Πράγμα που είχες επιχειρήσει ξανά με τις «Ασκήσεις», πριν 13 χρόνια (1995), αλλά δεν συνέχισες στις επόμενες δισκογραφικές σου παρουσίες. Τι γέννησε αυτή την ανάγκη επιστροφής στο λαϊκό ρεπερτόριο;

Σε ό,τι αφορά το διάστημα που πέρασε από τις «Ασκήσεις», ανήκω θα έλεγα στην κατηγορία των ανθρώπων για τους οποίους ο χρόνος δεν υπάρχει! (γέλια) Έχω μάθει, δηλαδή, να σκέφτομαι τα πράγματα περισσότερο ποιοτικά και όχι ποσοτικά. Το «Καμικάζι» είναι μια δουλειά που πήγασε από μια ανάγκη μου να αγγίξω τη δική μας παράδοση, αντί να ψάχνω για θησαυρούς σε ξένα χρηματοκιβώτια. Μια ανάγκη να στραφώ σε πιο δικά μας πράγματα.

Στη συνείδησή μας, όμως, σε έχουμε καταγράψει ως ρόκερ. Τι κάνει έναν ρόκερ να θέλει να στραφεί προς τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Γιώργο Ζαμπέτα; 

Είμαι ρόκερ, αλλά αυτή είναι η μία όψη της ιστορίας. Τι κάνουν οι Rolling Stones, αν το καλοσκεφτείς; Εδώ και 40 χρόνια παίζουν τη λαϊκή τους μουσική. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί κι εμείς θα έπρεπε ντε και καλά να παίζουμε μόνο τη συγκεκριμένη μουσική –όσο ωραία κι αν είναι. Και είναι ωραία, είναι όμορφα τα ηλεκτρικά τα blues, είναι «γρατζουνιστικά», γαργαλάνε το αυτί. Αλλά για χάρη τους θα έπρεπε να φτάσουμε να αποποιηθούμε τη δική μας κουλτούρα; 

Γιατί τότε μιλάμε πια για καπέλωμα, για μια μορφή πολιτισμικής δικτατορίας. Άλλο πράγμα π.χ. να βρεις κάτι όμορφο στον John Lee Hooker και να το βάλεις στο ρούχο σου ως στολίδι κι άλλο να πετάξεις τελείως τη φορεσιά σου και να πάρεις μια ξένη. Όσο καλά blues κι αν παίξω εγώ, ένας μαύρος Αμερικάνος δεν θα τα παίξει καλύτερα, από τη στιγμή που το έχει στο αίμα του; 

Δεν θέλω λοιπόν να γίνω σαν κάτι γραφικούς φίλους που έχω, οι οποίοι κοπανάνε ακόμα το "Smoke On The Water" και τέτοια. Όχι γιατί είναι κακό το "Smoke On The Water", αλλά πια εμένα δεν μου λέει κάτι. Υπήρξε ένας σταθμός, αναμφίβολα. Δεν μπορώ όμως να κάνω αυτό μόνο για όλη μου τη ζωή. Δεν μπορώ να μένω κολλημένος στο ίδιο είδος μουσικής. Δεν πρέπει να κολλάς εκεί όπου αγαπάς.

Τι βλέπεις να λείπει από τη ξένη rock μουσική του σήμερα;

Στη γενιά τη δική μου εμφανίστηκαν από το εξωτερικό άνθρωποι οι οποίοι λέγανε επαναστατικά πράγματα μέσα από τα τραγούδια τους: οι Beatles, οι Stones, ο Jimi Hendrix, οι Santana. Το συναισθανόσουν, ακόμα και να μην καταλάβαινες τους στίχους τους, όπως συνέβαινε με αρκετό κόσμο τότε. Όλους λοιπόν μας χτύπησε καταπρόσωπο αυτό το πράγμα και μας συγκλόνισε. Κι εμάς που το ακολουθήσαμε, μα και όσους από τη γενιά των πατεράδων μας άρχισαν να μας κυνηγάνε για τα μακριά μαλλιά και όλα τα σχετικά. 

Εμένα δηλαδή αυτό με έβαλε και στη μουσική, αλλά και γενικά στον τρόπο σκέψης μου. Σήμερα το rock δεν νομίζω ότι λέει πια και τόσο επαναστατικά πράγματα: σαν να έχει χάσει την ουσία του. Γιατί, για να πει, πρέπει να συντρέξουν κάποια καθοριστικά αίτια. Τότε, ας πούμε, αν ήσουν νέο παιδί στις Η.Π.Α., δεν γινόταν να μη σε απασχολεί το θέμα του Βιετνάμ. Αν ζούσες στην Ευρώπη, πάλι, είχες να κάνεις με τον αντίκτυπο από τα γεγονότα στο Παρίσι του 1968, τα οποία άγγιξαν μέχρι και τις κομμουνιστικές χώρες, όπου τα πράγματα ήταν πιο σφιχτά. 

Η rock μουσική τράφηκε λοιπόν από αυτόν τον γενικό αναβρασμό και με τη σειρά της τον εξέφρασε. Τώρα, όμως, η πλειονότητα των ανθρώπων έχει βουλιάξει σε κάτι πολύ εφησυχασμένο, τους έχει πάρει ο ύπνος. Και ακόμα και αν θες να μείνεις ξύπνιος, δεν σε αφήνει η τηλεόραση –θα σε κοιμήσει με το ζόρι. Είναι λοιπόν πάρα πολύ δύσκολο, έως αδύνατον, να συντρέξουν τα αίτια που θα γεννήσουνε κάτι σαν εκείνο το μουσικό ρεύμα. Ατομικές φωνές και συνειδήσεις υπάρχουν βέβαια παντού, αλλά αυτό δεν είναι πια κάτι το μαζικό. 

Και όσον αφορά την Ελλάδα; Παρακολουθείς τι γίνεται με τα γκρουπάκια που ξεφυτρώνουν;

Δεν πολυσυμφωνώ ξέρεις με αυτό το βιολί να γράφουμε στίχους στα εγγλέζικα, αν τελικά σημαίνει πως απαρνιόμαστε τη γλώσσα μας. Κι εγώ το έκανα μικρός και έχει την αξία του: ασκείσαι, προχωράς τη σχέση σου με τη συγκεκριμένη μουσική. Όμως αλλού γεννήθηκες, αλλού μεγάλωσες, σε άλλον αέρα και σε διαφορετικό κλίμα –όσο κι αν έχουμε πια αλλάξει τα φώτα στο τελευταίο. 

Είμαστε αλλιώτικοι, λοιπόν. Θα πεις κάποιες φορές την κοπέλα σου «baby» –κι εγώ λέω τη δικιά μου. Όπως πιο πολλές φορές δεν θα την πεις «μωρό μου»; Από την άλλη, χαίρομαι πάρα πολύ που υπάρχουν νέα παιδιά τα οποία αρπάζουν μια κιθάρα και παίζουν όσα τους γουστάρουν, αντί για όσα τους σερβίρουν. Είναι μια πάρα πολύ υγιής αντίδραση. Βλέπω δηλαδή να υπάρχει ζωντάνια και τσαγανό. Και μάλιστα σε δύσκολες συνθήκες. Γιατί ακόμα και στο rock, προσανατολίζουν ξέρεις τα νέα παιδιά προς όλα εκείνα που ακούγαμε εμείς ως εικοσάρηδες, με αποτέλεσμα σπάνια να ακούς κάτι πρωτότυπο. Οι περισσότεροι σε αυτή την κατεύθυνση ακούγονται λες και είναι κόπιες εκείνων των παλιών συγκροτημάτων. 

Το «Καμικάζι» απηχεί τα υλικά που κατέστησαν τα παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια κλασικά. Γιατί όμως αυτά σπανίζουν τόσο πολύ από τα λαϊκά των δικών μας ημερών;

Υπάρχουν κι αυτή τη στιγμή άνθρωποι που κάνουν ωραία πράγματα στο λαϊκό ρεπερτόριο. Όμως η υπόθεση μοιάζει λίγο με την περίπτωση ενός σούπερ μάρκετ, όπου μπαίνεις για να αγοράσεις κάτι που το ξέρεις πως είναι καλό και, επειδή δεν το βρίσκεις, καταλήγεις να ψάχνεις πιο από τα δεκαπέντε-είκοσι ανάλογα αλλά κατώτερα σε ποιότητα προϊόντα θα προτιμήσεις στη θέση του. 

Η λαϊκότητα χωρίζεται άλλωστε κι αυτή σε κάποιες κατηγορίες, έχει δηλαδή χαρακτηρισμούς. Υπάρχει η εύπεπτη λαϊκότητα, η οποία μπορεί να καταλήξει και σε σαχλαμάρες, υπάρχει η γλεντζέδικη λαϊκότητα, που είχαν π.χ. τα τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα ή του Γιάννη Παπαϊωάννου. Και υπάρχει και η επικίνδυνη λαϊκότητα, εκείνη π.χ. του Μάρκου Βαμβακάρη, η οποία δεν συμφέρει καμία εξουσία, είτε την ορίσεις ως υπουργική θέση, είτε ως θέση διευθυντή σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό. 

Στις μέρες μας αυτή τη λαϊκότητα δεν μπορείς βέβαια να την κόψεις, δεν έχουμε πια λογοκρισία. Αλλά υπάρχουν τρόποι να τη βάλεις στην άκρη και να προβάλλεις περισσότερο τη σαχλαμάρα, ώστε να αποκοιμηθεί ο κόσμος. Γιατί τα τραγούδια έχουν τη δύναμη να σου διαμορφώσουν συνείδηση, δεν είναι μόνο για εκτόνωση ή για καντάδα στη γκόμενα. Η κοινωνία λειτουργεί ξέρεις σαν αγέλη. Και κάποιοι έχουν βρει τα κουμπιά και την πάνε από εδώ κι από εκεί.

Στο τραγούδι "Καμικάζι" αναφέρεσαι και στις διαδηλώσεις και στις συγκρούσεις με τα ΜΑΤ. Αν και είδαμε αρκετές τέτοιες τελευταία, όμως, ο πολύς κόσμος βγήκε στους δρόμους για να αποχαιρετήσει τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο…

Έτσι λειτουργούν γενικά οι κοινωνίες. Η θρησκεία είναι μια ανάγκη. Κι εγώ έχω βρεθεί σε πολύ δύσκολες στιγμές στη ζωή μου, που έχω πει «βάλε ένα χεράκι ρε Χριστέ». Από αυτό, βέβαια, μέχρι να αρχίσω να μπαινοβγαίνω στις εκκλησίες και να ανάβω καντήλια και κεριά, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Όμως η θρησκεία είναι μια ανθρώπινη ανάγκη και πάνω σε αυτή την ανάγκη έχουν χτιστεί και άσχημα πράγματα. 

Ο Χριστός είπε ξεκάθαρα, «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Δεν μπορείς λοιπόν κύριε εσύ να βγαίνεις μετά χρυσός σαν τον πολυέλαιο: αυτά είναι του Καίσαρα, όχι του Θεού. Ούτε οι εκκλησίες έπρεπε να είναι έτσι ψηλές, με θεόρατους τρούλους κτλ., για να κάνουν τον κόσμο να θαμπώνεται και να αισθάνεται μερμήγκι. Επίσης, κάποτε δεν μαύριζε από τους παπάδες η τηλεόραση. Φτάσαμε να είναι τηλεοπτικοί star, πράγμα που είναι εκτός της αποστολής τους. Δεν είναι βέβαια όλοι οι παπάδες έτσι, υπάρχουν και σοβαροί άνθρωποι. 

Τι σε έκανε αλήθεια να αφήσεις την Αθήνα για τη Ραφήνα;

Ξέρεις ζούσα πολλά χρόνια στην Αθήνα, και μάλιστα κεντρικά, στη Γιάννη Σταθά. Όμως πλέον τι να κάνω στην Αθήνα; Έχει γίνει ένα τερατόμορφο πράγμα. Και οι εννιά στους δέκα ανθρώπους έχουν τα μούτρα κάτω, κοιτάνε αφηρημένοι δεξιά-αριστερά, δεν ζούνε εκείνη τη στιγμή που τους βλέπεις. Ζούνε κάτι άλλο, στο μυαλό τους: σκέφτονται πότε θα πάνε σπίτι τους να χαλαρώσουν, τι θα κάνουν με την κωλοδουλειά και τα φράγκα που τους λείπουν κτλ. Και το περιβάλλον όπου ζεις, επηρεάζει τη διάθεσή σου.

Τι πλάνα έχεις για το άμεσο μέλλον;

Θα πάω να παίξω στην Καλαμάτα, πρώτα σε έναν παλιό φίλο ο οποίος έχει ανοίξει ένα μπαράκι εκεί –τη «Μπασαβιόλα»– και ύστερα σε ένα άλλο μαγαζί, στη Στούπα. Μετά ακολουθεί μια εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη και ύστερα με έχουν καλέσει να παίξω στο Λουξεμβούργο. Στις 24 Μάρτη θα κάνω μια εμφάνιση στην Αθήνα, στο θέατρο «Παλλάς». Και ύστερα, 9 Απρίλη, έχω κανονίσει να παίξω στο Ηράκλειο στην Κρήτη. 



17 Φεβρουαρίου 2023

King Gizzard & The Lizard Wizard - Infest The Rats' Nest [δισκοκριτική, 2019]


Ένα σχόλιο σε ανάρτησή μου στο Facebook, για δίσκους που σε κάνουν να βάζεις τα γέλια ακούγοντάς τους, με έκανε να αναρωτηθώ ποιος ήταν ο τελευταίος τέτοιος για τα δικά μου αφτιά.

Δεν άργησα να βρω, βέβαια, ότι ήταν το «Infest The Rats' Nest» ή, αλλιώς, η ...thrash metal απόπειρα των Αυστραλών King Gizzard & The Lizard Wizard. 

Μάλιστα, πίσω στο 2019 είχα γράψει και κριτική γι' αυτό τους το άλμπουμ, στο Avopolis –η οποία αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που  διατέθηκε ως promo στον Τύπο


Το εμφατικό sold-out στο Fuzz τον Μάρτιο του 2018 και το τζέρτζελο το οποίο προκάλεσαν σε παλιότερους και νεότερους όσους εγγράφονται σε μια alternative τροχιά στα γούστα τους στις κιθάρες, έδειξαν με ακρίβεια πού έχει βασιστεί η απήχηση των King Gizzard & The Lizard Wizard κατά την τρέχουσα δεκαετία. 

Πέρα δηλαδή από την όποια συνοδευτική «παλαβομάρα» –εκκινώντας από το ίδιο τους το όνομα– και το όποιο δαιμόνιο τους ωθεί να βγάζουν 5 δίσκους σε έναν χρόνο (2017), έχτισαν σπίτι πάνω στην ασφάλεια μιας συγκεκριμένης ηχητικής βεντάλιας, άμεσα σχετιζόμενης με την αναβίωση της γκαραζοψυχεδέλειας. Μικρή σημασία έχει, από εκεί και πέρα, αν στο ξεκίνημα ήταν πιο surf/garage rock, αν στη συνέχεια στράφηκαν προς μια αμερικάνικης κοπής ψυχεδελική αισθητική κι αν ενίοτε την ανακάτεψαν και με άλλες, περιφερειακές ανησυχίες. 

Η τελευταία παρατήρηση, για τις «περιφερειακές ανησυχίες», καλύπτει και τα όσα συνέβησαν στην ανοιξιάτικη επιστροφή με το Fishing For Fishies, όπου υποτίθεται ότι το ροκ τους απλώθηκε προς μπλουζ κατευθύνσεις. Αποδεικνύεται όμως ανεπαρκής για να περιγράψει τα του δεύτερου φετινού άλμπουμ. Γιατί στο Infest Τhe Rats' Nest η αυστραλέζικη παρέα δεν παίζει ξαναζεσταμένη ψυχεδέλεια με λίγο από κάτι «διαφορετικό», αλλά ...thrash metal! Μάλιστα, thrash metal. 

Η κριτική θα μπορούσε βέβαια να τελειώνει εδώ ακριβώς, δίχως περαιτέρω σχόλια. Είτε επικαλούμενη ότι τέτοια πράγματα δεν γίνονται –όχι τουλάχιστον από μπάντες με τις δυνατότητες των King Gizzard & The Lizard Wizard– είτε επικαλούμενη το διασκεδαστικόν της υπόθεσης, σε μια no fun εποχή για τον εναλλακτικό χώρο, γεμάτη κλαψιάρηδες τροβαδούρους και μέτριους αναβιωτές κινούμενους στο ρελαντί.

Αλλά ας κάνουμε έναν κόπο να διαβάσουμε μερικές δηλώσεις, στις οποίες ο τραγουδιστής και πολυοργανίστας Stu Mackenzie εξηγεί την εφηβική του αγάπη για το thrash και τα ακούσματα που είχε τότε από το είδος. Ας γίνουμε και περισσότερο συγκαταβατικοί, αν θέλετε, παραδεχόμενοι ότι ένα γκρουπ σαν τους King Gizzard & The Lizard Wizard, το οποίο ξέρει να παίζει, είναι σε θέση να αναπαράγει με μια κάποια πειθώ τα τυπικά thrash χαρακτηριστικά –έστω κι αν στο "Superbag" δείχνει να μπερδεύεται. Νομίζουν ίσως ότι το stoner rock και μπάντες με διαθλασμένα σαμπαθικά riffs τύπου Monster Magnet, είναι κομμάτι της thrash κληρονομιάς; 

Υπό μια τέτοια οπτική, τέλος πάντων, τραγούδια όπως τα "Planet B" και  "Organ Farmer" διαθέτουν ζέση και το "Mars For The Rich" δένει σωστά την πολιτική διάσταση του 1980s thrash με τις οικολογικές ανησυχίες του σήμερα –κηρύττοντας μια Διαστημική Δυστοπία, στην οποία η ρημαγμένη κλιματικά Γη αφήνεται στους Φτωχούς και οι Πλούσιοι μετακομίζουν στον Άρη. Μπορείς μάλιστα και να ισχυριστείς/αποδεχτείς ότι το "Perihelion" βγήκε καλό, χάρη στο απροσδόκητα μελωδικό ρεφρέν που ξεπηδά εν μέσω της γενικότερης έντασης. 

Όσα πάντως περιθώρια κι αν αφήσεις, στο τέλος αντηχεί η σπουδαία εκείνη ατάκα από το Full Metal Jacket του Στάνλεϊ Κιούμπρικ: «You talk the talk· do you walk the walk;». Και η απάντηση είναι ένα τεράστιο όχι. Οι King Gizzard & The Lizard Wizard, όσο και να χτυπιούνται, δεν «walk the walk». Έρχονται μεν ως προσκυνητές στους βωμούς των Metallica (κυρίως), των Slayer, των Kreator και των Sodom, όμως απλώς ξεργζαλίζουν την κληρονομιά τους. Η λύσσα τους ηχεί συνταγογραφημένη και το όλο τους δημιουργικό πλαίσιο είναι αυτό της απομίμησης, ενώ σε κάμποσα σημεία το μονότονο γρέζι με το οποίο τραγουδά ο Stu Mackenzie αποβαίνει γελοίο. 

Άλλαξαν πολλά στο metal, από τη δεκαετία του 1990 και πέρα. Η «οικογένεια» έκανε πολλούς γάμους, τα γούστα απελευθερώθηκαν, χρειάστηκαν συμβιβασμοί με όσους θέλησαν να  τριφτούν με το γενικότερο alternative, φτάσαμε εν έτει 2019 στην κραταιά για τον πιο παραδοσιακό ήχο Ελλάδα να είμεθα κόσμιοι και ευγενείς με άτομα που δηλώνουν μεταλλάδες, ενώ κατά βάση ακούν stoner και Swans. Ναι, είναι μια οδυνηρή αλήθεια: σε κάποια «χωράφια», χωράνε πλέον πολλοί. 

Ακόμα κι έτσι, πάντως, στα κάστρα εκείνα όπου γεννήθηκαν οι μεγάλοι του metal μύθοι, ο χίπστερ τουρίστας δεν είναι καλοδεχούμενος. 

Και παρά την όποια προσπάθεια του καλού κιθαρίστα Joey Walker και του ντράμερ Michael Cavanagh, οι King Gizzard & The Lizard Wizard του Infest The Rats' Nest αποτυπώνονται ως χίπστερ τουρίστες στο Bay Area. Που όχι μόνο φύτρωσαν εκεί όπου δεν τους έσπειρε κανείς, μα δάγκωσαν εν τέλει και μεγαλύτερη μπουκιά απ' όση χωράει το στόμα τους. 



16 Φεβρουαρίου 2023

Γιώργος Μαργαρίτης - ανταπόκριση (2017)


Φλερτάρω με την ιδέα να πάω να δω τον Γιώργο Μαργαρίτη στις φετινές του εμφανίσεις, όμως έχει πέσει πολλή κούραση τελευταία και πολλές συναυλιακές ανταποκρίσεις. Κι έτσι όλο λέω «άσε να δούμε την άλλη εβδομάδα».

Θυμήθηκα, πάντως, ότι πάνε πια 5 (και κάτι ψιλά) χρόνια από την τελευταία φορά που τον παρακολούθησα ζωντανά –τον Δεκέμβριο του 2017, στο «Kremlino» του Πειραιά, το οποίο δεν υφίσταται πια.

Μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Ο Γιώργος Μαργαρίτης γέμισε το Kremlino δεύτερο Σάββατο σερί, αποδεικνύοντας ότι κρατά τη δημοτικότητά του σε μια εποχή που το λαϊκό έχει γίνει ποπ και η πιτσιρικαρία των 2010s έχει ως ινδάλματα τον Νίκο Οικονομόπουλο και τον Κωνσταντίνο Αργυρό. 

Η βραδιά ξεκίνησε γύρω στις 11, με έναν αγνώστων λοιπών στοιχείων νεαρό να μας καλησπερίζει: όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα πουθενά το όνομά του –μια σοβαρή παράλειψη, θεωρώ, από τους συντελεστές του προγράμματος. Η σκηνική παρουσία ήταν καλή, όμως ο τρόπος ερμηνείας, ο οποίος κάτι έφερνε στον Δημήτρη Μπάση, αποδείχθηκε λίγος για το επιλεγμένο ρεπερτόριο, που βασίστηκε σε διασκευές γνωστών επιτυχιών. Τον είδαμε ξανά και στο διάλειμμα, μα οι εντυπώσεις δεν άλλαξαν, παρότι εκεί καταγράφηκε η ευτυχέστερή του στιγμή, με τα "Χαμοπούλια" του Μπάση (διόλου τυχαία). 


Η Ελεάνα Παπαϊωάννου μπορούσε νομίζω να σταθεί καλύτερα, αλλά την παρέσυρε το ρέμα του στάνταρ τρόπου με τον οποίον ανοίγουν τα εγχώρια λαϊκά προγράμματα. Πρόκειται βέβαια για τεραίν γνώριμο στη Θεσσαλονικιά τραγουδίστρια που έγινε γνωστή από τη συμμετοχή της στον πρώτο κύκλο του «Fame Story» (2003), γι' αυτό και το διαχειρίστηκε επιτυχημένα, δημιουργώντας κέφι και εισπράττοντας θερμά χειροκροτήματα. 


Όμως με το πιο γνωστό δικό της τραγούδι "Να Μ' Αγαπάς" να ακούγεται στην έναρξη και όλα σχεδόν τα υπόλοιπα να είναι διασκευές σε παλιά κι αγαπημένα, δεν μένουν και πολλά περιθώρια να κρίνεις θετικά μια τραγουδίστρια που διαθέτει μεν φωνή, μα ακόμα δεν έχει ξεπεράσει ερμηνευτικά τη Χαρούλα Αλεξίου των κλασικών, λαϊκών της χρόνων. Έτσι, αν και υπήρξαν ορισμένες αληθινά ωραίες εκτελέσεις –π.χ. στο "Πρώτη Φορά" της Ρένας Κουμιώτη– επικράτησε τελικά μια κόπωση από αυτό το «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» στυλ, που έγινε ιδιαίτερα αισθητή στο δεύτερο set, στο διάλειμμα του Μαργαρίτη. Σε εμένα τουλάχιστον, διότι επαναλαμβάνω ότι ο κόσμος δέχτηκε τη σύμβαση και πέρασε καλά. 

Με αυτά και με αυτά φτάσαμε μεσάνυχτα και κάτι για να δούμε τον Γιώργο Μαργαρίτη. Σε μια νύχτα που αποδείχθηκε μακρά σε διάρκεια, κουράζοντας μετά τις 2 ορισμένους μεγαλύτερους θαμώνες, οι οποίοι ως εκείνη την ώρα είχαν αδειάσει το ένα μπουκάλι που προφανώς μπορούσαν να πάρουν και είχαν εξαντλήσει τις αντοχές τους στον χορό. Με τον ηλικιακό μέσο όρο να είναι μάλλον δεδομένος και με εξτρά στοιχείο τον χαρακτήρα μουσικής σκηνής που έχει το Kremlino (κρατώντας τον από τον προκάτοχό του, το PassPort), νομίζω ότι οι συντελεστές έπρεπε να ποντάρουν σε κάτι πιο συμμαζεμένο, αντί να πάνε με την πεπατημένη του λαϊκού ξενυχτάδικου. Άλλωστε στις ενορχηστρώσεις παρατηρήσαμε εξαρχής έναν πιο «εξευγενισμένο» αέρα, οπότε έγινε αισθητή η ανάγκη μιας προσαρμογής. 

Αυτό, ωστόσο, έμελλε να είναι και το μόνο παράπονο. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ο καταπληκτικός Γιώργος Μαργαρίτης, που έκανε είσοδο με τον "Τελευταίο Πυρετό" του Άκη Πάνου και δεν δίστασε να ρίξει από νωρίς μια επιτυχία με το βεληνεκές του "Δρόμοι Του Πουθενά", το ρεφρέν του οποίου τραγουδήθηκε απ' όλους. Αρχικά, βέβαια, μας πάγωσε λίγο μια τέτοια εμπιστοσύνη δυνάμεων, αφού στα πρώτα κομμάτια η φωνή έδειχνε πεσμένη: ενώ δηλαδή ο τρόπος του, το χρώμα του και η εκφραστικότητά του ήταν εκεί, κάτι στην όλη απόδοση έλειπε. Φάνηκε πάντως να το γνωρίζει, καθώς ρώτησε σε κάποιο σημείο αν περνάμε καλά, επισημαίνοντας με νόημα ότι «η μηχανή δεν έχει ζεσταθεί ακόμα».


Όταν όμως η  ...μηχανή ζεστάθηκε, τα πάντα μπήκαν στη θέση τους. Κι απέναντί μας χαρήκαμε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους του αυθεντικού λαϊκού ήχου του τόπου μας· έναν τραγουδιστή χαρισματικό μέσα στη στιβαρότητά του, με κάτι από εκείνη τη στόφα που φτιάχτηκαν οι θρύλοι. Ο ίδιος έδειξε να έχει πλήρη επίγνωση της θέσης του στις απολαυστικές του διηγήσεις, που έβριθαν στιγμιότυπων από τη διαδρομή του στο εγχώριο τραγούδι, γι' αυτό και ήξερε πολύ καλά να μας επισημάνει και ποιοι ήταν οι μεγάλοι. Ανάμεσα σε άλλους θυμήθηκε τον Στέλιο Καζαντζίδη –ο οποίος του χτύπησε μια μέρα την πόρτα για καφέ, όταν το όνομά του είχε πρωταρχίσει να ακούγεται στο κουρμπέτι– τον Στράτο Διονυσίου, ασφαλώς, αλλά και τον Οδυσσέα Μοσχονά, που ήταν ο σταρ στο πρώτο μαγαζί όπου δούλεψε στην Αθήνα, κάπου στο Αιγάλεω, ανοίγοντας το πρόγραμμα. 

Ο ήχος αποτυπώθηκε καλός, ενώ άξια αποδείχθηκε και η ορχήστρα, με κύρια φιγούρα και καθοδηγητή τον λεγόμενο και «Περιφερειάρχη» Νίκο Κούρο, ο οποίος βρισκόταν στο πιάνο. Όσο για το ρεπερτόριο της βραδιάς, ήταν ένας ποταμός. Το πρώτο μέρος εστίασε περισσότερο στη δισκογραφία του Μαργαρίτη, το δεύτερο ήταν μια περιπλάνηση σε δεκαετίες λαϊκού ρεπερτορίου. Από τις προσωπικές του επιτυχίες απολαύσαμε τόσο παλιότερα στιγμιότυπα σαν το "Εμείς Οι Ναυτικοί", το "Εσύ Μου Μιλάς Στην Καρδιά Μου", το "Δυο Χιλιάρικα Στην Τσέπη" και βέβαια το "Κελί 33", όσο και νεότερα κομμάτια σαν το "Πεθαίνω Για Σένα", το "Σαν Άντρας Φεύγω" ή τα "Δικαστήρια", καθώς και δύο αξιόλογα φρέσκα τραγούδια –από έναν δίσκο με ανέκδοτες συνθέσεις του Θόδωρου Δερβενιώτη, ο οποίος είναι να βγει σύντομα. 

Τον χάρηκα πραγματικά τον Γιώργο Μαργαρίτη, παρά τις παραπάνω ενστάσεις για το πώς στήθηκε η όλη βραδιά στο Kremlino. Με την έννοια του λαϊκού ανθρώπου και της διασκέδασής του να αλλάζει πια ραγδαία και την ποπ να έχει μπει δυναμικά στο όλο παιχνίδι ήδη από τη δεκαετία του 1990, είναι ένας φορέας αυθεντικότητας, αλλά κι ένας δίαυλος προς εποχές που πολλοί δεν προλάβαμε να ζήσουμε από πρώτο χέρι. 



15 Φεβρουαρίου 2023

Δημήτρης Παπαδημητρίου - συνέντευξη (2011)


Τον Δημήτρη Παπαδημητρίου έτυχε τελευταία και τον συζήτησα με τη φίλη μου Αναστασία Τουρούτογλου –στα πλαίσια ενός ιδιότυπου στοιχήματος που είχε βάλει με άλλον καλλιτέχνη, τον οποίον δεν θα κατονομάσω εδώ– τον πέτυχα όμως και στις ηλεκτρονικές μου ενημερώσεις, καθώς κάτι σκαρώνει στα πλαίσια της σειράς συναυλιών με το Ελληνικό Σχέδιο.

Άξιο «όνομα» στο εγχώριο πεντάγραμμο ο Παπαδημητρίου και καλός συνθέτης, άσχετα αν έχασε κάπου τον δρόμο του. Όλα αυτά μου θύμισαν ότι κάποτε, τον Σεπτέμβριο του 2011, πήραμε φραπέ από το κυλικείο της ΕΡΤ στην Αγία Παρασκευή και καθίσαμε ενώπιος ενωπίω στο γραφείο του (ήταν τότε διευθυντής ραδιοφωνίας). Για μια συζήτηση που είχε αφορμή κάποια επικείμενη συναυλία στο Ηρώδειο, μα σύντομα έγινε εφ' όλης της ύλης.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δινόταν εκείνα τα χρόνια στον Τύπο, ως promo


Έχετε μπροστά σας ένα γεμάτο φθινόπωρο, συναυλιακά μιλώντας. Εκτός από την επικείμενη συναυλία στο Ηρώδειο (Δευτέρα 3 Οκτώβρη), έχει ήδη ανακοινωθεί και μία ακόμα, στο Μέγαρο Μουσικής, για τον Νοέμβριο…

Είναι όντως μαζεμένα! Όμως η μία βραδιά είναι, για εμένα, πιο δύσκολη από την άλλη, από την άποψη της προετοιμασίας. Γιατί στις συναυλίες με τα κλασικά έργα και τα έργα σε μορφή παρτιτούρας, από τη στιγμή που υπάρχει και ο μαέστρος, εσύ είσαι λιγάκι σαν τον θεατρικό συγγραφέα: έχεις δώσει μια έτοιμη δουλειά και πας να δεις τι κάνουν μαζί της. Τα τραγούδια, όμως, έργα πιο μικρής πνοής αλλά όχι μικρότερου ύψους, είναι πολύ δύσκολα στην παραγωγή τους. Έχουν διαφορετική γλώσσα, πρέπει να τα μάθεις στους τραγουδιστές αν δεν τα ξέρουν ή να τους τα θυμίσεις, να διορθώσεις πιθανά λάθη, να κάνεις πρόβες… Επίσης, στο Ηρώδειο θα βρίσκομαι κι εγώ επί σκηνής, διευθύνοντας και παίζοντας όργανα, οπότε υπάρχει κι ένα επιπλέον άγχος. 

Πάντως είναι μια πολύ σημαντική συναυλία για εμένα, καθώς θα συναντηθούν επί σκηνής οι περισσότεροι ερμηνευτές που έχουν τραγουδήσει δικές μου δημιουργίες, ενώνοντας εποχές μου και περιόδους. Όσοι μπόρεσαν ήρθαν και τους ευχαριστώ πολύ για τη συμμετοχή τους. Θα είναι μια συναυλία με πολύ παρελθόν, με σαφές παρόν και με κάποιες νύξεις για το μέλλον, όσον αφορά νέες μου δουλειές, έτοιμες να εκδοθούν. Τέλος, γίνεται σε μια εποχή γενικότερου προσδιορισμού των αξιών –γιατί η παρούσα κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, μα και ηθική– στην οποία νιώθω ότι μπορώ ξανά να δείξω το πρόσωπό μου, δίχως να αισθάνομαι ανεπίκαιρος ή κύμβαλο αλαλάζον. 

Αισθανόσασταν ανεπίκαιρος; Με εκπλήσσει αυτό που λέτε…

Βεβαίως… Γιατί, μέχρι και τις Μάγισσες Της Σμύρνης (2005), υπήρχε ένας χώρος –έστω και μικρός– που μπορούσε να προτάξει μια γραμμή άμυνας, ένα νησάκι στην πολυνησία των εχθρών. Αυτό λοιπόν έπαψε να υπάρχει: συνέβη μια ολική κατολίσθηση. Με αποτέλεσμα να αρχίσω να αισθάνομαι ότι είχα γίνει λίγο κωμικός, ίσως και λίγο βαρετός. 

Σταμάτησα λοιπόν για ένα διάστημα και ασχολήθηκα πολύ με το ραδιόφωνο, ενώ έγραψα και έργα τα οποία θα βγουν τώρα, ελπίζοντας ότι έφτασε ο καιρός να συντελεστεί μια αλλαγή. Αν τα είχα βγάλει τότε, θα κυκλοφορούσαν σε ένα κλίμα αδιαφορίας, θα τα πρόσεχαν λίγοι ακροατές. Και επιθυμούσα να έχουν μια καλύτερη τύχη.  

Έχετε επομένως έτοιμο έναν αριθμό έργων, όχι απλά έναν νέο δίσκο...

Έχω μια σειρά με ανέκδοτα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου, μια σειρά με τραγούδια πάνω σε ποιήματα του Διονύση Καψάλη –τον θεωρώ πολύ σημαντικό ποιητή– υπάρχει επίσης μια σειρά τραγουδιών σε στίχους του Άλκη Αλκαίου, μια σειρά λαϊκών τραγουδιών και μία ακόμα, πάνω σε έργα διεθνών ποιητών. Όλα αυτά θα μπορούσαν να βγουν και αύριο. 

Ηχογραφημένες είναι επίσης οι Παραλλαγές Σε Μια Αχτίδα, έργο συμφωνικό, με τραγουδιστές και χορωδία –πρόκειται για μία ακόμα ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη, που βρίσκεται στο ίδιο βιβλίο με τον Ήλιο Τον Πρώτο, στο τέλος. Έχω ακόμα πολλές ολοκληρωμένες κινηματογραφικές και θεατρικές μουσικές κι έναν επιπλέον δίσκο, ορχηστρικό. Άμεσα συζητώ να βγουν οι Παραλλαγές Σε Μια Αχτίδα και η σειρά τραγουδιών του Καψάλη, με τον υπέροχο κατά τη γνώμη μου νέο τραγουδιστή Γιώργο Φλωράκη. Μια φωνή, αλλά κι ένας άνθρωπος που λείπει από το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. 

Πώς παρεμβαίνει αλήθεια το ελληνικό τραγούδι στην ελληνική ζωή; 

Με έναν τρομερά σύνθετο τρόπο... Δεν είναι απλή ιστορία. Είναι όλο το σπίτι μας μέσα, από το αποχωρητήριο μέχρι τη βιβλιοθήκη –περνώντας κι από την κουζίνα. Οι Έλληνες ζούνε, εκφράζονται και καταγράφουν την καθημερινότητά τους με το τραγούδι. 

Αν και είμαι συνθέτης που έχει γράψει πολλά ορχηστρικά έργα και με ενδιαφέρει πολύ η συμφωνική μουσική, ξέρω ότι το τραγούδι είναι το μοναδικό είδος που ενδιαφέρει τον ελληνικό λαό. Από τον Όμηρο μέχρι σήμερα δεν θα βρεις παρά ελάχιστα ορχηστρικά έργα· κι αυτά έγιναν τον τελευταίο καιρό, δίχως να βρουν σημαντική απήχηση. Δεν τα υποτιμώ, βέβαια, ορισμένα είναι σπουδαία.

Ηρώδειο και Μέγαρο Μουσικής, τώρα, είναι δύο χώροι που οι νεότεροι έχουν συνδυάσει στο φαντασιακό τους με μια κάποια σοβαρότητα και με μια διασκέδαση ας την πούμε μεσήλικη. Θα σας ενδιέφερε να εμφανιστείτε σε μια μουσική σκηνή, απέναντι σε ηλικιακά μικρότερο κοινό;

Θα με ενδιέφερε πολύ περισσότερο πια. Δεν σημαίνει κάτι τέτοιο ότι βαρέθηκα το Ηρώδειο ή την Επίδαυρο, όμως τρέφω μεγάλη εκτίμηση στο νεότερο κοινό, γιατί διαμορφώνει την αισθητική και την ιδεολογία του πιο ελεύθερα από ποτέ. Οι παλιότερες γενιές δεν έχουν πια τα επιχειρήματα να επιβάλλουν τρόπο φέρεσθαι και διασκεδάζειν στους μικρότερους. Και δεν το επιχειρούν κιόλας, γιατί αισθάνονται αποτυχημένοι. 

Έτσι, τα νέα παιδιά αναζητούν μόνα τους το υγιές. Και, όταν το εντοπίζουν, το εμπιστεύονται –το καλό βιβλίο, την καλή ταινία, την καλή μουσική. Μου αρέσει πολύ αυτό. Ποιοτική έρευνα γύρω από το Τρίτο Πρόγραμμα έδειξε μάλιστα ότι σε ποσοστό 35% το ακούν ηλικίες κάτω των 30. Δεν είναι πολύ μεγάλο ποσοστό; Και όλοι αναρωτιούνται ποιοι ακούν το Τρίτο... Κι όμως, είναι οι νέοι. Εμπιστεύονται έναν σταθμό χωρίς διαφημίσεις, που δεν αισθάνονται ότι πάει να τους κάνει ψηφοφόρους του άλφα ή του βήτα. 

Πρόκειται για ένα κοινό που η ελαφρά προγενέστερή μου γενιά δεν το γνώριζε. Φάγαμε στη μάπα –με συγχωρείτε για την έκφραση– την όλη ρητορεία περί εμπορικότητας κι αποφασίσαμε να σκεφτόμαστε κι έτσι (για να είμαστε ρεαλιστές και τα λοιπά), τη στιγμή που η κοινωνία πήγαινε ανάποδα: απέρριπτε την εμπορικότητα και αναδείκνυε σε επιτυχές το μη αγοραίο, το ηθικώς μη εμπορεύσιμο. Κι εμείς νομίζαμε ότι είχαμε απέναντί μας έναν κόσμο αδιάφορο, που αν δεν του βομβάρδιζες τον εγκέφαλο δεν θα θυμόταν καν ποιος είσαι. Ο άνθρωπος, όμως, αν έχει λόγο να σε θυμάται, θα σε θυμάται. 

Είναι λοιπόν η τρέχουσα κρίση μια ευκαιρία να μπουν τέτοια πράγματα στη σωστή τους θέση; 

Η οικονομική κρίση του σήμερα είναι το τελευταίο κεφάλαιο μιας τεράστιας κρίσης. Η οποία ξεκίνησε ως ηθική, έγινε ιδεολογική, κατόπιν πολιτική και τέλος οικονομική. Και όλο αυτό το πράγμα δεν θα υπήρχε αν είχε ο κόσμος επίπεδο παιδείας –γιατί θα επέβαλλε μετά παιδεία και στην πολιτική ζωή. Οι πολιτικοί μας σήμερα πιστεύουν σε ένα δόγμα με το οποίο μεγάλωσα κι εγώ: ότι ο πολιτισμός είναι το κερασάκι στην τούρτα, όταν η τούρτα υπάρχει. Πρόκειται για τραγικό, απελπιστικό λάθος... Ο πολιτισμός είναι ο δίσκος πάνω στον οποίον θα φτιάξεις την τούρτα. Διαφορετικά, ούτε νομοθεσία μπορείς να έχεις, ούτε τίποτα. Άμα ήμασταν π.χ. όλοι κλέφτες, η κλοπή θα γινόταν νόμιμη. 

Αποδέχεστε ότι είστε ένας από τους τελευταίους «μεγάλους συνθέτες» αυτού του τόπου;

Ούτε για πλάκα! Στην Ελλάδα βιώνουμε, διαδοχικά, τρεις ανισότητες: η πρώτη είναι η άνιση μεταχείριση των ίσων. Πάνε ας πούμε τα παιδάκια στο Δημοτικό –με μηδέν ιστορία και παρελθόν– και από την πρώτη μέρα η δασκάλα ξεχωρίζει τον Γιωργάκη και τον Κωστάκη. Γιατί π.χ. είναι πιο ωραία παιδιά και οι άλλοι δίπλα είναι άσχημοι και χοντροί. Μετά από λίγο, όλα τα παιδάκια αποκτούν μια ιστορία: μερικοί είναι πολύ καλοί μαθητές, κάποιοι καλοί, άλλοι μέτριοι και κακοί. Αν ερωτηθεί η δασκάλα πόσους καλούς μαθητές έχει η τάξη, θα πει τους 3 που ξεχωρίζουν, μα θα αναφέρει κι άλλους 10 οι οποίοι δεν είναι. Και οι 3 θα αισθανθούν άβολα, ευρισκόμενοι στο ίδιο καλάθι με άλλους, με τους οποίους δεν έχουν σχέση. Και όταν τελικά επιβιώσεις από αυτές τις ανισότητες και έχεις πια αναγνωρισμένο έργο, συναντάς την τρίτη κλίμακα: η ελληνική κοινωνία είναι εξόχως ανταγωνιστική. 

Για να μη νιώθει λοιπόν αμήχανα απέναντι στο γεγονός ότι είσαι ο Κωστάκης από την απέναντι πολυκατοικία που τα έχεις κάνει όλα αυτά, σε μυθοποιεί. Τίτλοι τύπου «τελευταίος μεγάλος συνθέτης» ανήκουν λοιπόν σε αυτή την τρίτη κατηγορία. Πρόκειται για μια μυθοποίηση που ενδεχομένως είναι πολύ βολική και χρήσιμη για εμένα, ωστόσο είναι καταστροφική για τους νεότερους. Εδώ και κάποια χρόνια, ό,τι κάνω εγώ είναι με κορδέλες. Όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Και δεν θέλω με κανέναν τρόπο να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι εγώ θα κλείσω την πόρτα πίσω μου. Και βέβαια δεν θα την κλείσω. Γιατί είχα την τύχη να βρεθώ στο ίδιο τραπέζι και να συνεργαστώ με έναν Χατζιδάκι, έναν Θεοδωράκη, έναν Κουν, έναν Κακογιάννη, έναν Μόραλη... 

Υπήρξαν τρομερές ενέσεις και ενεργειακές μεταγγίσεις εκείνες οι εμπειρίες. Δεν με αντιμετώπισαν ποτέ ως μαθητή, όμως η μαθητεία υπήρχε στο πώς π.χ. τρώγανε αυτοί οι άνθρωποι, πώς έλεγαν το αστείο, πώς έκαναν πλάκα μεταξύ τους. Ξέρω λοιπόν ότι υπάρχουν εκεί έξω άξιοι νέοι συνθέτες, για τους οποίους οι πόρτες της δισκογραφίας είναι κλειστές, άρα είναι και του ραδιοφώνου. Θα θεσμοθετήσω λοιπόν ειδικό κομμάτι στη ραδιοφωνία, για τη μετάδοση της μη δισκογραφημένης ελληνικής μουσικής. Και με τη μη κερδοσκοπική εταιρεία Ελληνικό Σχέδιο θα προκηρύξουμε σε λίγες μέρες τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού –θα επαναφέρουμε δηλαδή τους Αγώνες που είχε θεσπίσει ο Μάνος Χατζιδάκις. 

Τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, ωστόσο, γιατί δεν τον παίζουν τα ραδιόφωνα;

Εδώ στα κρατικά είναι θέμα οδηγίας. Το μεγάλο πρόβλημα με τα τραγούδια μου είναι ότι δεν μπορούν να συνυπάρξουν εύκολα με τραγούδια άλλων συνθετών. Συχνά μου λέγανε παραγωγοί «τι ωραίο εκείνο και το άλλο». Ωραία, απαντούσα, τότε γιατί δεν το παίζεις; Μετά από τι και πριν από τι, ήταν το ερώτημα. Μπορούσες να βρεις 10 τραγούδια, αλλά δεν γινόταν να με κολλάνε συνέχεια με τα ίδια. Οπότε παιζόμουν λίγο. Δεν με πειράζει, όμως. Διατήρησα έτσι μια σπανιότητα, που ταιριάζει στον χαρακτήρα μου· καθώς και μια μικρότερη παρεμβατικότητα, σε μια κακή εποχή.  

Με τόσες δραστηριότητες, ως δημιουργός και διευθυντής ραδιοφωνίας, προκύπτει αυτόματα ένα ερώτημα: κοιμάστε καθόλου;

Έχετε δίκιο, ο ύπνος είναι που λείπει! Είμαι βέβαια συνηθισμένος, πάντα δούλευα μέχρις εσχάτων, δεν διέκοπτα ποτέ αν δεν τελείωνα. Έχω μάθει να δουλεύω και να νυστάζω. Η σύνθεση, ξέρετε, έχει πολλά στάδια. Στο πρώτο, στο στάδιο της αρχικής σύλληψης, χρειάζεται να έχεις αυξημένη ζωική ενέργεια. Μετά μπαίνεις στο στάδιο της πραγματοποίησης, όπου χρειάζεται να έχεις αντοχή, καλή επαφή με την αρχική σου έμπνευση. Ακολουθεί η ηχογράφηση, όπου χρειάζεται επιμονή και υπομονή. Επιμονή εξακολουθώ κι έχω, όμως μάλλον έχω αρχίσει να μην έχω πια υπομονή.    

Έχετε αισθανθεί να σας παίρνει η μπάλα από την όλη δυσπιστία του κόσμου απέναντι σε οτιδήποτε δημόσιο και την όλη γκρίνια για την ΕΡΤ; 

Όχι, γιατί υπάρχει νομίζω ένα επίπεδο στοιχειώδους ευφυΐας γύρω μας. Το να βρίζεις την ΕΡΤ δεν σημαίνει κάτι, αν δεν προσδιορίζεις την περίοδο στην οποία αναφέρεσαι. Είναι σαν να βρίζεις την κυβέρνηση –ποια κυβέρνηση, με δεδομένο ότι αυτό αλλάζει; 

Τα όποια κακά έχουν γίνει στην ΕΡΤ δεν είναι τωρινά. Υπάρχουν κακώς κείμενα 50 χρόνων. Εγώ δεν είμαι σε θέση να ξέρω τι ισχύει από όσα λέγονται και δεν είναι και η δουλειά μου. Βλέπω πάντως μια πολύ ειλικρινή προσπάθεια αυτή τη στιγμή από όσους εργάζονται στην ΕΡΤ και –στη ραδιοφωνία τουλάχιστον– αποδίδει. Είμαι σίγουρος ότι κάτι αντίστοιχο γίνεται και στην τηλεόραση, απλά δεν είναι δική μου δουλειά να το πω.

Λέγεται ότι είμαστε υπεράριθμοι. Εγώ, πάλι, νομίζω ότι μας λείπουν άτομα. Όταν στον «Αθήνα 9.84» υπάρχουν 350 εργαζόμενοι και είναι ένας σταθμός τοπικός, πόσοι πρέπει να είναι οι υπάλληλοι για να φτιαχτούν εφτά 24ωρα πανελλήνια προγράμματα; Κι όμως, έχουμε 320... Πού βρίσκονται λοιπόν οι υπεράριθμοι; Αν υπάρχουν, ας τους εντοπίσουν συγκεκριμένα, σε ποια ειδικότητα βρίσκονται; 

Και μόνο το γεγονός ότι ο καθένας μας πληρώνει την ΕΡΤ –κι εγώ, επίσης– σημαίνει ότι ο καθένας μας δικαιούται να την ελέγξει. Ας μην το ξεχνάμε αυτό, η ΕΡΤ είναι μια άγκυρα για τον ελληνικό λαό. Μπορεί κανείς να ελέγξει την ασυδοσία ενός ιδιωτικού σταθμού απέναντι π.χ. στους εργαζομένους του ή τα κίνητρά του για την επιλογή ενός προγράμματος; Μπορεί η άγκυρα να μην λειτουργεί πια και να πρέπει να την αλλάξουμε. Αλλά, προς Θεού, τη χρειαζόμαστε. Πρέπει δε να σας πω ότι η ΕΡΤ είναι κερδοφόρος. Εδώ και δύο χρόνια, μες την κρίση. Είναι η πιο υγιής από όλες τις ΔΕΚΟ, κι όμως τη βρίζουν τόσο πολύ... Υπάρχουν προφανώς κάποιοι λόγοι. Εγώ τους υποψιάζομαι, ας τους σκεφτούν όμως και οι αναγνώστες. 

Τέλος, για να κλείσουμε με κάτι διαφορετικό, συμπληρώνετε 13 χρόνια σχέσης με τη Φωτεινή Δάρρα. Πώς αισθάνεστε όταν κατά καιρούς οι εφημερίδες που ασχολούνται με τα κοσμικά γράφουν για εσάς, παρουσιάζοντάς σας ως ένα «ζευγάρι της show biz»; 

(γελάει) Δεν τα έχω δει! Εντάξει, η Φωτεινή ανήκει στη show biz και με έναν τρόπο ανήκω κι εγώ. Αν και το τι σημαίνει show biz στην Ελλάδα είναι υπό συζήτηση... Πάντως δεν μου αρέσει το προφίλ από καθ' έδρας, ούτε του ακαδημαϊκού και του σνομπ, ούτε και το να συμπεριφέρομαι σαν να ανήκω σε μια ανώτερη τάξη. Κι ένα κομμάτι της show biz έχει τη συμπεριφορά «δεν ξέρεις τι κάνω, αλλά ξέρεις ποιος είμαι» –κι αυτό το σιχαίνομαι. 

Είμαι βέβαιος ότι, αν ανήκω στη show biz, κάτι τέτοιο δεν οφείλεται στην ομορφιά μου. Ούτε στις μη καλλιτεχνικές/πνευματικές μου επιδόσεις. Αλλά δεν με ενοχλεί που γράφουνε για εμάς και μας φωτογραφίζουν. Δεν υπάρχει κουτσομπολιό, δεν υπάρχει άλλωστε και κάτι για να ασχοληθούν. Και η Φωτεινή είναι ένα λαμπερό πρόσωπο από μόνη της, το οποίο τραβάει τα φλας. Έχει μια αξία όταν απολαμβάνεις ένα επίπεδο αναγνωρισιμότητας και λαϊκότητας δίχως να έχεις προδώσει έστω και σε ένα γραμμάριο τον αρχικό σου καλλιτεχνικό προσανατολισμό.  





13 Φεβρουαρίου 2023

The Brian Jonestown Massacre - συνέντευξη (2014)


Το καλοκαίρι του 2014 δεν ήταν εύκολο, αφού όλη εκείνη η περίοδος συνέπεσε με τη μεγαλύτερη μαυρίλα που είχε φέρει η χρεωκοπία της χώρας μας –έστω κι αν την κρύβαμε εύσχημα, μιλώντας για «μνημόνια». 

Αλλά η ανακοίνωση του πρώτου ερχομού των Brian Jonestown Massacre στην Ελλάδα σκόρπισε ενθουσιασμό, καθώς θα ικανοποιούσε ένα μεγάλο απωθημένο όσων αγαπούν τις ηλεκτρικές τους κιθάρες βουτηγμένες στη (νεο)ψυχεδέλεια. Θα πήγαιναν λοιπόν να τους δουν καταμεσής του Ιουλίου, ακόμα κι αν έπαιζαν σε κλειστό χώρο –όπως κι έγινε, δηλαδή, αφού εμφανίστηκαν στο Fuzz. 

Εγώ, τώρα, οπαδός της μπάντας αυτής ή γενικότερα των νεοψυχεδέλ αναβιώσεων, δεν υπήρξα ποτέ. Όμως είχα σταθεί συχνά με ενδιαφέρον σε διάφορες δουλειές τους, οπότε είπα να την πάρω επ' ώμου μια συζήτηση με τον Anton Newcombe.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Και, ασφαλώς, επειδή Newcombe είναι αυτός, αρκετά πράγματα θα πρέπει να τα διαβάσετε «between the lines», όπως λένε και στην πατρίδα του.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που κυκλοφορούσε τότε ως promo για τον Τύπο 


Τώρα που λίγο-πολύ έχεις προσαρμοστεί πια στο Βερολίνο, πώς είναι η ζωή εκεί για σένα, την Kate και τον μικρό Wolfgang; Είστε χαρούμενοι; 

Σ' ευχαριστώ, είμαστε χαρούμενοι για την ώρα, ναι! Οι Γερμανοί είναι πολύ πολιτισμένοι και το Βερολίνο ένα υπέροχο μέρος για εμένα. Και για να ασκώ την τέχνη μου με ησυχία και για να μεγαλώσω την οικογένειά μου. Δεν έχω ακόμα αισθανθεί τη «μαγεία» αυτού του φασισμού νέου τύπου, που δείχνει να αυξάνεται παντού –είτε μιλάμε για τον τύπο του τραπεζικού κορπορατίστα, είτε για τον αντιμετανάστη, είτε για την τηλεοπτική κάμερα που σε ψεκάζει κατάμουτρα με σπρέι πιπεριού... 

Θα είναι η Γερμανία το τελευταίο μέρος όπου οι άνθρωποι θα δεχτούν τέτοιες αηδίες; Θα αποτρέψει τον υπόλοιπο κόσμο από το να τη μπλέξει σε ατέλειωτους πολέμους και σε όλες δαύτες τις στρατόκαυλες ανοησίες; 

Στην Ελλάδα, βέβαια, οι Γερμανοί δεν διανύουν περίοδο μεγάλης δημοτικότητας... Αντίθετα με εσένα, καθώς έχεις πολύ πιστούς φίλους εδώ, οι οποίοι ανυπομονούν να σε δουν στη σκηνή με τους Brian Jonestown Massacre. Παίρνουμε καμιά ιδέα για το τι μας περιμένει από όσα βρίσκουμε στο YouTube;

Να περιμένετε ένα φανταστικό σόου, διάρκειας περίπου 2 ωρών! Με πολλή και καλή μουσική, από μια μοναδική μπάντα, η οποία αισθάνεται πραγματική ευγνωμοσύνη που θα μοιραστεί αυτή τη συναυλία –την πρώτη μας στην Ελλάδα– με όσους έρθουν να μας δουν. 

Αλήθεια, πώς δούλεψες για τον νέο σας δίσκο, Revelation; Δημιουργείται η εντύπωση ότι στόχευσες σε μια «εμπειρία συνόλου», ότι απέφυγες δηλαδή να φτιάξεις ένα άλμπουμ για τη γενιά του Spotify...

Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Έγραψα απλά μερικά τραγούδια και τα άφησα συνειδητά έτσι, ως τραγούδια, ώστε να αποφασίσει για το νόημά τους όποιος τα ακούσει.  

Ακούσαμε επίσης κάποιες ανατολίτικες επιρροές –για παράδειγμα στο "Second Sighting", οι οποίες για εμάς ηχούν αρκετά γνώριμες. Αλλά, για εσένα, από πού ήρθε η έμπνευση;

Η δική μου έμπνευση πίσω από τέτοια στοιχεία δεν έχει να κάνει με κάποιον συγκεκριμένο τόπο, χρόνο ή δίσκο. Νομίζω ότι προέρχεται από την ίδια ακριβώς εμπειρία του να επινοείς ας πούμε τον αυλό... Υπάρχει δηλαδή κάτι αληθινό, το οποίο προέρχεται από την ψυχή. Φυσικά στην πορεία φιλτράρεται από ό,τι έχει χτίσει τη μέχρι τώρα ζωή μου, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς των πραγμάτων που έχω ακούσει, μάθει ή υιοθετήσει από ένα αυστηρά folk πλαίσιο. 

Στο Revelation, εντωμεταξύ, ξαναβρέθηκες και με έναν παλιό γνώριμο. Ποια είναι η ιστορία αυτής της νέας συνύπαρξης με τον Ricky Maymi;

(γελάει) Μου αρέσει να έχω κόσμο στο στούντιο, να μου κρατάει παρέα! Έχει σημασία βέβαια να είναι κάποιος που να μπορεί να παρακολουθήσει τη διαδικασία και τους γρήγορους ρυθμούς με τους οποίους εξελίσσεται, χωρίς να σκέφτεται πολύ ή να μιλάει για σχέδια. Επίσης, ο Ricky με βοήθησε με την αυτοπεποίθησή μου. 

Σε πρόσφατες συνεντεύξεις είδα ότι μίλησες πολύ ανοιχτά για τις προσωπικές σου μάχες με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Δήλωσες μάλιστα πως «ο μόνος τρόπος να κόψεις τα ναρκωτικά και το ποτό είναι να τα κόψεις. Πρέπει να προσπαθήσεις και να το κάνεις». Το κάνεις να ακούγεται κάπως απλό...

Διότι είναι πολύ απλό: άλλαξε την καρδιά σου και θ' αλλάξει και το μυαλό σου. Θα περπατήσεις διαμέσω των πυλών του Παραδείσου ή θα φτάσεις στον στόχο σου με οποιοδήποτε άλλο μέσο. Δεν χρειάζεται να είναι μια πνευματική διαδικασία. Πρέπει βαθιά μέσα σου να αποφασίσεις τι θέλεις και να το αφήσεις να εντυπωθεί πάνω στον νου σου, πάνω στις αμφιβολίες σου... Και μετά θα τους επιτύχεις τους στόχους σου. 

Στην αποτίμησή του για το Revelation, ο Αμερικανός κριτικός Fred Thomas συνόψισε τους Brian Jonestown Massacre ως μια μπάντα με «θαυμάσια (και θαυμαστά άγνωστη) καριέρα», η οποία «έζησε περισσότερο από πολλά συγκροτήματα που ενέπνευσε». Τον βρίσκεις σωστό;  

Πίστεψέ με, είμαστε πολύ δημοφιλείς. Μεγαλύτεροι από μπάντες που προμοτάρουν οι πολυεθνικές εταιρείες, παρουσιάζοντάς τις ως τάχα δημοφιλείς... Απλά φροντίζω και το κρατάω καλυμμένο, γιατί σε τέτοια πράγματα δεν υπάρχει λόγος να λες την αλήθεια. 

Για παράδειγμα, το να μιλήσεις για το πόσους δίσκους πουλάς, μόνο σε προβλήματα μπορεί να οδηγήσει... Διαρρήκτες σπίτι σου, ας πούμε... Ξέρεις, οι αληθινά πλούσιοι άνθρωποι δεν είναι τυχαίο που δεν βλέπουν ποτέ και για κανέναν λόγο το όνομά τους στις εφημερίδες... Είμαι σίγουρος ότι τα γνωρίζεις αυτά τα πράγματα. 

Τι έρχεται για σένα, προσωπικά, μετά την παρούσα Brian Jonestown Massacre περιοδεία; Έχεις αρχίσει να δουλεύεις σε εκείνο το sounstrack για το Moon Dogs; 

Θα ξεκινήσω το soundtrack λίγο μετά το τέλος της περιοδείας. Πρώτα όμως σκοπεύω να περάσω ένα διάστημα παρέα με τον Wolfgang. Και να γράψω περισσότερη μουσική.