29 Σεπτεμβρίου 2021

Attika - συνέντευξη (2018)


Τριάντα στρογγυλά έτη μετά τον τελευταίο τους δίσκο When Heroes Fall, οι Attika επέστρεψαν με καινούρια δουλειά, πάντα σε US metal ρυθμούς, τώρα που επανεκτιμώνται από κοινό και κριτικούς. Έχουν μάλιστα και κατά το ήμισυ αυθεντική σύνθεση, αφού το παρών δίνουν εν έτει 2021 τόσο ο τραγουδιστής Robert Van War, όσο και ο ντράμερ Jeff Patelski.

Μια κριτική για το φετινό άλμπουμ Metal Lands βρίσκεται ήδη στις ηλεκτρονικές σελίδες του MiC. Η κυκλοφορία του, εντωμεταξύ, παρέχει μια καλή αφορμή αναδρομής σε μια κουβέντα που έκανα με τον Van War τον Μάιο του 2018, λίγο πριν την πρώτη έλευση των Attika στην ...Αττική, για το Up The Hammers Festival εκείνης της χρονιάς. Όπως βέβαια μου εξήγησε ο Αμερικανός τραγουδιστής, τα της Αττικής δεν έχουν σχέση με τα δικά μας μέρη: τα εμπνεύστηκαν από μια φυλακή της Νέας Υόρκης, περίφημη κάποτε λόγω μιας εξέγερσης κρατουμένων.

Η συζήτησή μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Δεν ήταν μπάντα πρώτης γραμμής οι Attika, ήταν όμως αξιόλογοι, μπήκαν μάλιστα και στον κόπο να προσδέσουν την US metal αισθητική σε στίχους που συχνά λάμβαναν και κοινωνικό περιεχόμενο. 

Τραγούδια δε όπως το "Glory Bound" (το ακούτε και στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης) παραμένουν αέναα αγαπημένα στιγμιότυπα της πωρωτικής αγουράδας του US metal της δεκαετίας του 1980, έστω κι αν απηχούν εν τέλει το Παράδειγμα των Armored Saint, όπως παραδέχεται άλλωστε και ο Van War στην κάτωθι κουβέντα μας.


Λίγες μέρες μας χωρίζουν πλέον από την έλευσή σας στην Αθήνα, για το Up The Hammers Festival 2018. Αυτή δηλαδή που θα είναι και η πρώτη ευρωπαϊκή συναυλία στην ιστορία σας. Έχετε ξανάρθει στην Ελλάδα, ίσως ως τουρίστες; 

Προσωπικά δεν έχω ξανάρθει ποτέ στην Ελλάδα, θα είναι η πρώτη φορά. Οι Attika το περιμένουμε πώς και πώς το Up The Hammers. Κι ελπίζουμε να γνωρίσουμε από κοντά πολλούς φίλους που τους ξέρουμε μόνο μέσω Facebook. Αισιοδοξώ επίσης ότι αυτή η συναυλία θα ανοίξει για μας περισσότερες πόρτες. 

Attica: πόλη στη Νέα Υόρκη, μα και περίφημη φυλακή, που έγινε διεθνώς γνωστή λόγω μιας εξέγερσης κρατουμένων πίσω στο 1971. Εσείς όμως τη γράφετε με k και όχι με c, ερχόμενοι έτσι πιο κοντά στο πώς γράφουμε εμείς την Αττική. Τι έχει συμβεί εδώ; 

Α, στην πραγματικότητα είναι κάτι απλό! Όταν ξεκινήσαμε δοκιμάσαμε διάφορα ονόματα για το γκρουπ, γιατί ψάχναμε για κάτι που θα έμενε εύκολα στη μνήμη. Κατασταλάξαμε έτσι στη φυλακή Attica. Όσο για τη γραφή, έγινε εντελώς ενστικτωδώς. Είπα δηλαδή τότε στον Joe Longobardi –τον αυθεντικό μας κιθαρίστα– να αλλάξουμε το c με k, γιατί θα φαινόταν καλύτερα σαν λογότυπο. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για την ελληνική Αττική. 

Πες μας δυο λόγια με την ευκαιρία και για τον τόπο καταγωγής σας. Πώς πρέπει να φανταστούμε τη Melbourne της Φλόριντα; Πώς ήταν για σας το να μεγαλώνετε εκεί; 

Πίσω στη δεκαετία του 1970, η Melbourne ήταν μικρή κωμόπολη, με μία μόλις περιοχή γεμάτη εμπορικά καταστήματα. Πλέον είναι μια αρκετά μεγάλη πόλη, η οποία συνεχίζει να μεγαλώνει. 

Όταν ήμασταν έφηβοι, δεν υπήρχαν και πολλά να κάνεις εκεί. Είχαμε όμως πρόσβαση στη θάλασσα, οπότε υπήρχε παραλία και η ευκαιρία να παίζουμε πολλές ώρες έξω από το σπίτι. Χτίζαμε λοιπόν φρούρια πάνω στα δέντρα, παίζαμε kickball και μαθαίναμε να χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας. 

Αλήθεια, πίσω στο 1986 που ξεκινήσατε τους Attika, ξέρατε ότι υπήρχε κι άλλη metal μπάντα με το ίδιο όνομα, στην πολιτεία της Ουάσινγκτον; 

Όχι, δεν είχαμε ιδέα. Τότε βλέπεις δεν είχαμε μέσα κοινωνικής δικτύωσης κι εκεί στη Melbourne ήμασταν 5 χρόνια πίσω (μη σου πω και 10) σε σύγκριση με την ενημέρωση που υπήρχε σε μεγάλεις πόλεις, όπως π.χ. το Μαϊάμι. 

Ο πρώτος σας δίσκος Attika (1988), φέρνει κατά νου τις πρώιμες ημέρες των Iron Maiden, κάτι που πρόσεξε και το Kerrang! στην κριτική που σας έκανε. Σας άρεσαν πράγματι οι Iron Maiden; Τι άλλο ήταν τότε «μεγάλο» για σας; 

Σε εκείνο το ντεμπούτο προσπαθούσαμε να βρούμε τους εαυτούς μας, μουσικά μιλώντας. Ξέραμε ότι θα ήμασταν μια metal μπάντα, αλλά κατά τα λοιπά δεν ήμασταν καθόλου σίγουροι προς τα πού πηγαίναμε. Νομίζω ότι ισχύει πως μια μεγάλη επιρροή των Attika στάθηκαν οι Iron Maiden. Όμως μας επηρέασαν εξίσου και συγκροτήματα σαν τους Judas Priest, τους Black Sabbath, τους Deep Purple και τους Queen. 

Σ' αυτό το ντεμπούτο έχετε κι ένα τραγούδι που το υπεραγαπώ, το "Glory Bound". Έχει κάποια ιδιαίτερη ιστορία; Αληθεύει ας πούμε ότι τον τίτλο τον εμπνευστήκατε από τους Armored Saint;

Είναι αλήθεια, ναι. Τότε άκουγα το δικό τους ντεμπούτο March Of The Saint (1984) και μου άρεσε πολύ το τραγούδι "Glory Hunter". Σκέφτηκα λοιπόν ότι ο στίχος «Glorybound» θα γινόταν φοβερός τίτλος. Ο Joe έγραψε τη μουσική κι εγώ τους στίχους, έχοντας κατά νου την ιδέα μιας διαμάχης. Όλοι βασικά θέλουμε να κάνουμε ό,τι είναι σωστό, ίσως και ό,τι είναι προσδοκώμενο από μας· αλλά την ίδια στιγμή έχουμε και μια επαναστατική φύση, με την οποία πρέπει να πολεμήσουμε. Υπάρχει καλύτερος τρόπος να το αναπαραστήσεις όλο αυτό, από το κλασικό πλαίσιο καλό εναντίον κακού; 

Το δεύτερό σας άλμπουμ When Heroes Fall (1991) θεωρείται πλέον κλασικό για τον underground US metal ήχο, αλλά για σας υπήρξε το τέλος του δρόμου: από τότε δεν ξαναβγάλατε κάτι και τελικά διαλυθήκατε το 1996. Τι σας απογοήτευσε τόσο πολύ;

Κι όμως, εκείνα τα χρόνια είχαμε έτοιμα 6 καινούρια τραγούδια, για τον δίσκο που επρόκειτο να διαδεχθεί το When Heroes Fall. Δουλεύαμε μάλιστα με έναν παραγωγό που ήρθε μαζί με τον Chris Rutherford, ο οποίος είχε κάνει μηχανικός ήχου στους Anthrax για το Among The Living (1987). Οι δυο τους έφεραν μάλιστα και αντιπροσώπους της Island σε μια συναυλία μας στο Μαϊάμι. 

Παίξαμε καλά τότε, αλλά ήταν καιροί με αρκετή εσωτερική ένταση στο γκρουπ. Η Island ήθελε να προχωρήσουμε, απαιτούσε όμως να αλλάξουμε οπωσδήποτε κάποια μέλη. Τα βάλαμε λοιπόν κάτω με τον Joe και τους απαντήσαμε ότι δεν θα το κάναμε. Δυστυχώς. Γιατί πολύ σύντομα θα αποδεικνυόταν πως αυτές οι αλλαγές θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς. 

Έχω διαβάσει αρκετά πράγματα για σας, λίγοι όμως έχουν σταθεί νομίζω στους στίχους σας, στους οποίους μιλούσατε συχνά για κοινωνικά θέματα, δίχως να αποφεύγετε την πολιτική αιχμή. Σας ιντριγκάρει ακόμα αυτή η πραγματικότητα; Πώς αποτιμάτε από τη δική σας σκοπιά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ; 

Πλέον οι Attika δεν ασχολούνται τόσο με τα πολιτικά. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν θέματα στις σημερινές Η.Π.Α. –το μεγαλύτερο κατά τη γνώμη μου, είναι η εμπιστοσύνη. Συνεχίζουμε πάντως να έχουμε δύο μεγάλα κόμματα, με το ένα να βρίσκεται στο άκρο του άλλου. Νομίζω ότι πολύς κόσμος στην Αμερική κουράστηκε από την οικογενειοκρατία στο προεδρικό αξίωμα, με όλους αυτούς τους Kennedy, τους Bush και τους Clinton. Και αναζήτησε κάτι διαφορετικό.  
 
Μαθαίνω ότι ετοιμάζετε νέο άλμπουμ. Θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι; Τι μπορείς να μας πεις γι' αυτό, τη δεδομένη στιγμή;

Αυτή τη στιγμή συζητάμε με διάφορες δισκογραφικές. Θα μπούμε στο στούντιο να γράψουμε Ιούλιο και Αύγουστο, οπότε, αν πρέπει να προβλέψω για το πότε θα βγει, θα έλεγα τέλη της χρονιάς. Μουσικά να περιμένετε κάτι ελαφρώς αλλιώτικο από το παρελθόν, καθώς πλέον γράφω τα περισσότερα κομμάτια ως δίδυμο με τον Bill Krajewski, ο οποίος είναι αρκετά διαφορετικός ως μουσικός από τον Joe –αμφότεροι ασφαλώς είναι καταπληκτικοί. Πιστεύω ότι θα αρέσει στους fans. Ο δίσκος θα λέγεται (μάλλον) Metal Lands

Θα πάρουμε κάποια πρώτη γεύση του στο Up The Hammers;

Ναι, καθώς έχουμε συμπεριλάβει δύο νέα κομμάτια στη setlist. Αρκεί να μας βγουν οι χρόνοι. Έχουμε διαλέξει μόνο ένα τραγούδι από το ντεμπούτο –και δεν θα δυσκολευτείς να βρεις ποιο είναι! Ελπίζουμε ότι θα σας αρέσουμε, πιστεύουμε ότι θα περάσουμε εξαιρετικά και στο live και στην Ελλάδα. 



27 Σεπτεμβρίου 2021

The Tiger Lillies - ανταπόκριση (2016)


Το βαθμιαίο ξαναζέσταμα των διεθνών συναυλιών, τώρα τουλάχιστον που το επιτρέπει ο καιρός, φέρνει ξανά στην Αθήνα και τους πολυαγαπημένους του εγχώριου κοινού Tiger Lillies.

Μεθαύριο Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου, η παρέα του Martyn Jacques παρουσιάζει στο Ηρώδειο το The Crack οf Doom and Other Quarantine Tales: την πιο ελληνική από τις μέχρι τώρα παραστάσεις της, καθώς περιστρέφεται γύρω από το νέο άλμπουμ Greek Songs, το οποίο βασίστηκε σε στίχους παλιών ρεμπέτικων τραγουδιών. Μαζί βέβαια με αυτό θα ακουστούν και κομμάτια γραμμένα κατά την πρόσφατη πανδημία –γι' αυτό και το «quarantine tales» του τίτλου.

Δοθείσης της αφορμής, λοιπόν, ακολουθεί ένα κείμενο για τη sold-out συναυλία του Αυγούστου 2016 στο Κηποθέατρο Παπάγου, όπου το σκοτεινό τους punk καμπαρέ ξετύλιξε την παράσταση Madame Piaf: Songs From The Gutter, που εδραζόταν ασφαλώς στο άλμπουμ Madame Piaf του 2016. Αν θαύμασα κάτι τότε, ήταν ότι, παρά τα τόσα χρόνια πορείας και τους πάμπολλους πλέον δίσκους που αναπόφευκτα είχαν αρχίσει να μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, οι Tiger Lillies μόνο «δεδομένοι» δεν φάνηκαν. Παρέμειναν αντιθέτως μια σύναξη κλόουν έτοιμων να τραγουδήσουν τις ευχές και τις κατάρες ενός κόσμου στις παρυφές της μοντέρνας πόλης, εκεί όπου το άστυ συνορεύει με τους (κυριολεκτικούς, αλλά και μεταφορικούς) υπονόμους.

Η ανταπόκριση αυτή είχε δημοσιευτεί τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Παρότι οι ιθύνοντες έβαλαν και μερικές εξτρά καρέκλες στα πλάγια, το πράγμα είχε φανεί από νωρίς για όσους παρακολουθούσαν το event στο Facebook: το Κηποθέατρο Παπάγου είχε γίνει sold-out (χωράει 1.500 άτομα) και αρκετοί έψαχναν εναγωνίως για ένα εισιτήριο, σε μια Αθήνα η οποία κατά τα λοιπά παρέμενε άδεια, κρίνοντας από την άνεση στους δρόμους. 

Τώρα, γιατί δεν επιλέχθηκε ένας μεγαλύτερος χώρος –με δεδομένη τη δημοτικότητα της παρέας του Martyn Jacques στην Ελλάδα– γιατί ο πήχης της όλης συναυλίας κρατήθηκε στα «χαμηλά» (μόνο η μπάντα, χωρίς προβολές ή εξτρά προσωπικό επί σκηνής), γιατί το ένα, γιατί το άλλο, είναι ερωτήματα για ρεπορτάζ και όχι για ατέλειωτα φεϊσμπουκικά σενάρια. Γεγονός είναι, αν τα θυμάμαι καλά, πως οι Tiger Lillies δεν έχουν ξαναπαίξει στα μέρη μας από το 2011 και μετά, από εκείνη δηλαδή την ιστορική τους εμφάνιση στο Σύνταγμα εν μέσω της πλέον ταραγμένης πολιτικής περιόδου από τη Μεταπολίτευση κι έπειτα. Γεγονός είναι, επίσης, ότι εξακολουθούν να βγάζουν πολλούς δίσκους (έχουν ήδη τρεις για το 2016), με την κριτική να βρίσκει ότι πλέον έχει επέλθει κόπωση στα εκφραστικά μέσα.  

Εν τέλει, πάντως, όλα αυτά έχουν μικρή μόνο σημασία. Γιατί όταν οι Tiger Lillies ανεβαίνουν στη σκηνή, βρίσκονται στον φυσικό τους χώρο. Και το ίδιο ακριβώς συνέβη και στου Παπάγου, σε μια συναυλία που την κέρδισαν κυριολεκτικά με το καλημέρα, με την έξυπνη προσαρμογή του "Love For Sale" του Cole Porter (1930) στο δικό τους στυλ. Μέρος της επιτυχίας υπήρξαν σίγουρα τα τραγούδια του δίσκου Madame Piaf, τα οποία κι αποτέλεσαν «κορμό» της όλης Songs From The Gutter παράστασης: είναι το δυνατότερο υλικό τους εδώ και χρόνια. Όμως δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι η πλήρης Tiger Lillies εμπειρία ήταν και παραμένει σκηνική. Είναι πάντα αλλιώς να τους βλέπεις, γι' αυτό και το μακάβριο καμπαρέ τους πραγματικά άνθισε μέσα στους καπνούς και κάτω από τα υποβλητικά μπλε ή κοκκινωπά φώτα του Κηποθεάτρου. 

Ο Martyn Jacques παραμένει «ψυχή» της εν λόγω σύναξης κλόουν, που δείχνουν έτοιμοι να τραγουδήσουν τις ευχές και τις κατάρες ενός κόσμου στις παρυφές της μοντέρνας πόλης, εκεί όπου το άστυ συνορεύει με τους (κυριολεκτικούς, αλλά και μεταφορικούς) υπονόμους. Είτε παίζοντας το πράσινο ακορντεόν του, είτε το αυτοσχέδιο γιουκαλίλι του, είτε καθήμενος στο πιάνο, είτε πιάνοντας τη φυσαρμόνικα, παραμένει ένας πολυοργανίστας ολκής. 

Ως τραγουδιστής, επιπλέον, είναι φοβερός. Η φωνή του αντηχεί καθαρή, δυνατή, με ένα αλλόκοτο σοπράνο στυλ που πιο κοντά στη ροκ εν ρολ κουλτούρα εδρεύει, παρά στον κόσμο της όπερας. Γι' αυτό ίσως και να φέρνει ενίοτε κατά νου εκείνη την άλλη υπέροχη περίπτωση, τον αδικοχαμένο Klaus Nomi. Δίπλα του, βέβαια, είχε δύο θαυμάσιους συμπαραστάτες: τόσο ο εξαιρετικός ντράμερ Jonas Golland (ο οποίος μπήκε στο σχήμα μόλις πέρυσι), όσο και ο αεικίνητος Adrian Stout σε μπάσο, κοντραμπάσο, μουσικό πριόνι και θερεμίνη, έπαιξαν εξαιρετικά –με τον δεύτερο να παίρνει άριστα σε στυλ και σκηνική παρουσία, μοιάζοντας με ζόμπι που κάνει καλλιτεχνική καριέρα. 

Αλλά και η «μαντάμ Πιάφ» τιμήθηκε δεόντως και με τη σειρά της έδωσε «αέρα» στο βρετανικό τρίο, το οποίο έφτασε σε αρκετές κορυφώσεις είτε με δικά του κομμάτια εμπνευσμένα από τη ζωή της στην «άγρια» πλευρά του Παρισιού ("Edith Loves Albert", "Mad", "Glass Of Wine"), είτε με ευφάνταστες διασκευές σε επιτυχίες της ("No Regrets", "Padam", "La Vie En Rose"). Σε κάθε περίπτωση, οι Tiger Lillies μπόρεσαν κι ένωσαν το Παρίσι της Πιάφ με τη δική τους ατέλειωτη διελκυστίνδα ανάμεσα στο μπρεχτικό Βερολίνο και στη φιλοσοφία που κληροδότησε η κοσμογονική ανακατωσούρα του punk. 

Το ετερόκλητο κοινό με τον ανεβασμένο μέσο όρο ηλικίας ίσως δεν ήξερε τα τραγούδια του Madame Piaf, παρακολούθησε όμως με φανερό ενδιαφέρον και χειροκρότησε θερμά. Απογειώθηκε δε στο encore, όταν οι Tiger Lillies έκαναν μια σύντομη επίσκεψη στο παρελθόν εκείνο που έχει τόσο αγαπηθεί στη χώρα μας: ειδικά τα "Bully Boys" και "Crack Of Doom" οδήγησαν σε εκστατικές αντιδράσεις, με το τελευταίο να κλείνει μία ακόμα πολύ καλή εμφάνιση του βρετανικού τρίο στην Ελλάδα. Ό,τι κι αν λέγεται λοιπόν για τους δίσκους τους, επί σκηνής ο Jacques και οι συνοδοιπόροι του παραμένουν δύναμη.




25 Σεπτεμβρίου 2021

Khatia Buniatishvili - ανταπόκριση (2011)


Ημέρες Νυχτών Πρεμιέρας οι τελευταίες του Σεπτέμβρη, ημέρες όμως και με μεγάλους πιανίστες στο Μέγαρο Μουσικής. Χθες ξεκίνησε η άτυπη τριλογία τους με τον Evgeny Kissin, αύριο συνεχίζεται με την Khatia Buniatishvili, ολοκλήρωση τέλος του μήνα με τον Ivo Pogorelić.

Νεότερη ανάμεσα στους τρεις, η 34άχρονη Buniatishvili από τη Γεωργία είναι αυτή που εξακολουθεί να θεωρείται «αμφιλεγόμενη». Όταν εμφανίστηκε δηλαδή στα πράγματα, μία δεκαετία πριν, αντιμετώπισε ποικίλες αντιδράσεις από τους πιο σφιχτοκουμπωμένους ανάμεσα στο κλασικό κοινό. Τι για τα φορέματα που διάλεγε της είπαν, τι για τα νιάτα της και το ευπαρουσίαστό της (ότι αποπροσανατόλιζαν από τις μουσικές της δεξιότητες), τι ότι εξυπηρετούσε μηχανισμούς του μάρκετινγκ για να πουληθούν δίσκοι σε μια δύσκολη για τη βιομηχανία εποχή, τι για το παίξιμό της, το οποίο ήταν στην καλύτερη άγουρο και εφετζίδικο. Δεν τους μετέπεισαν ούτε κάποια θετικά σχόλια της Martha Argerich, ούτε το βιογραφικό της (πρώτο κονσέρτο στα 6, καλές σπουδές στη Βιέννη), ούτε η αντίθετη γνώμη διαφόρων έγκριτων αρθρογράφων. 

Οι αντιδράσεις αυτές δεν έχουν κοπάσει, πλέον όμως φαντάζουν ως προερχόμενες από μια ξινή μειονότητα. Χολωμένη ίσως που της χάλασαν κάποια από τα «κουτάκια» με τα οποία έχει μάθει να αντιμετωπίζει μια περφόρμανς πιάνου, διακατεχόμενη ίσως και από μια επιθυμία πατροναρίσματος της γυναικείας παρουσίας στο κλασικό σύμπαν. Αλλά η Buniatishvili έχει πια εδραιωθεί και έρχεται τώρα στο Μέγαρο Μουσικής με το στάτους μιας «μεγάλης πιανίστριας» των δικών μας καιρών.

Η ευκαιρία είναι λοιπόν καλή για μια αναδρομή στον Δεκέμβριο του 2011, όταν είχε πρωτοφανεί στο κλασικό στερέωμα και είχε έρθει και πάλι στην Αθήνα –ως «rising star», τότε– δίνοντας μια εντυπωσιακή συναυλία στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου. Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε με εκείνη την αφορμή στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Φρέσκα κείμενα για τον Kissin, την αυριανή Buniatishvili και τον Pogorelić αναμένονται στα προσεχώς, όχι όμως εδώ, αλλά στα μέσα με τα οποία συνεργάζομαι επί του παρόντος.


Πλάνο #1: το κοινό. Γέμισε η αίθουσα Δημήτρη Μητρόπουλου την περασμένη Τετάρτη, με κόσμο όμως ετερόκλητο. Δεν είχες δηλαδή μόνο το κλασικό κοινό του Μεγάρου, τους καλοντυμένους μεσήλικες που πάντα παίρνουν ταξί με φόρα προς την Κηφισίας αποχωρώντας. Είχες κι άλλες φάτσες, πιο κάζουαλ ντυμένες, καθώς και αρκετό νεαρόκοσμο, αγόρια και κορίτσια τα οποία έφυγαν με τα πόδια μετά τη συναυλία, με την πυξίδα να δείχνει προς Μαβίλη και πιθανό early drink. Δεν ήταν τυχαία αυτή η σύσταση. Αντιθέτως, ήταν μάλλον η πρέπουσα για μια καλλιτέχνιδα η οποία ήρθε να παίξει στο Μέγαρο Μουσικής υπό τη «Rising Stars» ταμπέλα του φετινού προγραμματισμού. 

Πλάνο #2: η Khatia Buniatishvili απέναντι στο κοινό. Είναι όπως στις promo φωτογραφίες. Με αυτό το μαλλί, με το συγκεκριμένο κραγιόν, με την ευγενική συστολή που και μέρος του κώδικα αποτελεί μα και τα 24 της χρόνια αντανακλά –όπως και το γεγονός ότι τώρα, ουσιαστικά, βγαίνει από το αυγό. Εμφανίστηκε μπροστά μας με όμορφο (μαύρο) βραδινό φόρεμα, μας χάρισε ένα ντροπαλό χαμόγελο και μια υπόκλιση κι έσπευσε να κάτσει στο πιάνο. Το σκηνικό επαναλήφθηκε έπειτα κάμποσες φορές: κάθε που τελείωνε μια ενότητα, σηκωνόταν, χαμογελούσε, υποκλινόταν. Το ίδιο και στο διάλειμμα, το ίδιο ακόμα και στο τέλος, όταν η αίθουσα Δημήτρη Μητρόπουλου αντήχησε από τα μπράβο και τα παρατεταμένα χειροκροτήματα, υποχρεώνοντάς τη σε encore. Κουβέντα δεν μας είπε. Ούτε ευχαριστώ, ούτε καλησπέρα, ούτε καληνύχτα. Χαμόγελο, υπόκλιση, τέλος. Έσπευδε μάλιστα σε κάθε περίσταση να καταφύγει στο πιάνο, σαν να αισθανόταν πιο άνετα εκεί, παρά ενώπιον της πλατείας. 

Πλάνο #3: η Khatia Buniatishvili μόνη με το πιάνο της. Ολική μεταμόρφωση. Το συνεσταλμένο, αμήχανο κορίτσι με το βραδινό μαύρο φόρεμα γινόταν ένας δαίμονας. Πολύ δύσκολα θα αποφύγεις να φέρεις κατά νου τη ρήση του Νίκου Δοντά για το «διαβολικό της ταμπεραμέντο». Η Buniatishvili δεν είναι απλώς άλλη μία άρτια εκπαιδευμένη μουσικός, διαβασμένη στο μάθημά της, με μια στάνταρ δεξιοτεχνία. Έχει στόφα διακατεχόμενη από αυτό το «κάτι». Αν το ψυλλιάζεσαι στο δισκογραφικό της ντεμπούτο για τη Sony Classical, το έβλεπες να ζωντανεύει καρέ-καρέ μπροστά στα μάτια σου στο Μέγαρο Μουσικής, καθώς ο Φρεντερίκ Σοπέν διαδεχόταν τον Φραντς Λιστ, δίνοντας τη σκυτάλη στον Ιγκόρ Στραβίνσκι. 

Το κορμί της λικνιζόταν άγρια, σε σημεία έμοιαζε έτοιμη να σηκωθεί και να παίξει όρθια. Τα μαλλιά της συχνά έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό της: έμοιαζε περισσότερο να κάνει headbanging, παρά να εκτελεί μια σύνθεση. Κι όλα αυτά δεν ήταν ένα σόου, αλλά ο τρόπος επικοινωνίας της με τη μουσική: δινόταν σε εκείνη και αναδυόταν σφριγηλή, με απίστευτης δυναμικής εντάσεις και με έναν αραχνοΰφαντο λυρισμό στις στιγμές όπου έπρεπε να τονίσει άλλα συναισθήματα. Κάπως έτσι, η "Σονάτα για Πιάνο σε Σι Ελάσσονα" του Λιστ γνώρισε μια συναρπαστική εκτέλεση, τρία σκέρτσα του Σοπέν υπηρετήθηκαν άριστα ως προς τα όσα προστάζει ο τίτλος τους, ενώ τα τρία μέρη του "Πετρούσκα" –ίσως τα πιο οικεία στο κοινό– ήχησαν λαμπερά και πολυδιάστατα, όπως τους πρέπει. 

Πλάνο #4: έχει μόλις τελειώσει το encore, με μία από τις ομορφότερες συνθέσεις που ακούσαμε στη συναυλία –μια παραδοσιακή μελωδία από τη Γεωργία– και, εν μέσω χειροκροτημάτων, μια κυρία κάποιας ηλικίας προσεγγίζει τη σκηνή με μια ανθοδέσμη και, κλαίγοντας, αγκαλιάζει την Khatia Buniatishvili και της φιλάει τα χέρια. Γεωργιανή που μένει χρόνια στην Ελλάδα, η κυρία ήρθε να καμαρώσει τη συμπατριώτισσά της για την οποία τόσα είχε ακούσει. Κι αυτό που αισθάνθηκε μάλλον δεν μπόρεσε κανείς μας να το συμμεριστεί το ίδιο βαθιά, όσο κι αν το ανατέλλον άστρο της Buniatishvili μας άφησε κατάπληκτους.



22 Σεπτεμβρίου 2021

15 χρόνια Puzzlemusik - μια συζήτηση με τον Χρήστο Αλεξόπουλο και την Αγγελική Δαρλάση (2010), για πρώτη φορά στο ίντερνετ

Τέτοιες μέρες του 2006 ο Χρήστος Αλεξόπουλος έστειλε το δελτίο Τύπου με το οποίο ανακοίνωνε την έναρξη λειτουργίας μιας νέας ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας, με το όνομα Puzzlemusik. 15 χρόνια –και πολλές ανατροπές– αργότερα, η Puzzlemusik στέκεται ακόμα και «συνεχίζει δημιουργικά», όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε στη σελίδα της στο Facebook. 

Με τον Αλεξόπουλο έχουμε μιλήσει πολλές φορές από το 2006 και μετά, τόσο «επισήμως» –για δουλειές δηλαδή που αφορούν εταιριάρχες, αρχισυντάκτες και δημοσιογράφους– όσο και σε καθαρά ανθρώπινο επίπεδο. Τη δε Puzzlemusik, στην οποία οφείλουμε κάμποσες εκλεκτές κυκλοφορίες, την έχω ζήσει πολύ ως επαγγελματίας του χώρου, καθώς η ίδρυσή της συνέπεσε λίγο/πολύ με τα δικά μου πιο επικεντρωμένα επαγγελματικά βήματα, σε μια περίοδο κατά την οποία αποφάσισα να αφήσω τη ζωή μου στη Βρετανία και να επιστρέψω μόνιμα στην Αθήνα. 

Γι' αυτό και το 2016 συμμετείχα με πολλή χαρά στους εορτασμούς που έστησε στο ΙΛΙΟΝ plus για τα 10 (τότε) χρόνια δράσης της, συντονίζοντας το πάνελ που ανέλαβε να μιλήσει για την εγχώρια δισκογραφία στα '00s και στα '10s. Για την ιστορία, το απάρτισαν η Θάλεια Καραμολέγκου, ο Χρήστος Καρυώτης, ο Δημήτρης Μπούρας και βεβαίως ο ίδιος ο Αλεξόπουλος.

Η 15ετία της Puzzlemusik προσφέρει μια καλή ευκαιρία επιστροφής σε έναν από τους πιο «υποφωτισμένους» ίσως δίσκους που έβγαλε: την Αλίκη Στη Χώρα Των Θαυμάτων (2010), «ένα μουσικό παραμύθι για παιδιά και όχι μόνο», το οποίο υπήρξε κοινό πόνημα του Αλεξόπουλου και της βραβευμένης στον χώρο του παιδικού βιβλίου & θεάτρου συζύγου του Αγγελικής Δαρλάση, πάνω ασφαλώς στο αγαπημένο έργο του Λιούις Κάρολ (1865).

Με αφορμή λοιπόν εκείνον τον δίσκο, στήσαμε πίσω στο 2010 μια κοινή συνέντευξη με τον Αλεξόπουλο και τη Δαρλάση. Το τελικό αποτέλεσμα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ήχος και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, για πρώτη φορά στο ίντερνετ.  

Μάλιστα, με τον Στυλιανό Τζιρίτα φέραμε τότε τους δύο συντελεστές και στο ραδιόφωνο, στην πρώτη εκδοχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς στους 105,5 Στο Κόκκινο. Δυστυχώς κανείς μας δεν έχει αντίγραφο εκείνης της εκπομπής. Δεν αποκλείεται να φανεί, εντούτοις, όταν ο σταθμός ολοκληρώσει τη δημιουργία του αρχείου του.

Χρήστο, αν κι έχεις ξαναγράψει τραγούδια για παιδιά, είναι η πρώτη φορά που προβαίνεις –ως δημιουργός– σε μια τέτοια κυκλοφορία. Γιατί τώρα;

Θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει κάτι τέτοιο πολύ νωρίτερα. Όταν τελείωνα την Άλλη Πλευρά (1999), τελείωνα ταυτόχρονα κι έναν κύκλο τραγουδιών για παιδιά. Η απόφαση πάρθηκε τώρα γιατί, ως πατέρας δύο μικρών αγοριών, άρχισα να παρακολουθώ πιο στενά τις κυκλοφορίες των CD για παιδιά και δεν με ικανοποιούσε το επίπεδό τους, καθώς συχνά η παραγωγή είναι φτωχή ή/και πρόχειρη και η κατεύθυνση τελείως λανθασμένη. 

Το ενδιαφέρον είναι δε ότι αυτά τα CD δεν κέρδιζαν ούτε τα παιδιά μου, τα οποία σχεδόν ποτέ δεν ζητούσαν δεύτερη ακρόαση. Τους υποσχεθήκαμε λοιπόν να τους φτιάξουμε με τη μαμά κάτι που να τα ενθουσιάσει! Η πρόθεση είναι να κυκλοφορήσουν κι άλλα CD με ιστορίες και τραγούδια για παιδιά, από τη νέα σειρά Κ της Puzzlemusik.  

Είναι πράγματι και δική μου αίσθηση ότι, παρά τον μεγάλο αριθμό κυκλοφοριών στον χώρο, επικρατεί μετριότητα. Πού βρίσκεται ο πήχης;

Χρήστος Αλεξόπουλος: Υπάρχουν κάποια πρότυπα για το μέχρι πού «αντέχουν», υποτίθεται, να ακούσουν τα παιδιά. Ευκολίες στην τεχνική κι εκπτώσεις στην αισθητική. Φασόν χωρίς έμπνευση. Η ιστορία, όμως, έχει δείξει ότι δεν είναι αυτά που αντέχουν στο χρόνο. Δεν είναι τυχαίο –για να πω το προφανές παράδειγμα– ότι η Λιλιπούπολη (1981) αποτελεί το κοινώς αποδεκτό σημείο αναφοράς. Προσωπικά, και το Μίλα Μου Για Μήλα των Σταύρου Παπασταύρου & Ευγένιου Τριβιζά (1985) είναι ένα άλμπουμ που θα μου άρεσε πολύ να είχα φτιάξει.

Αγγελική Δαρλάση: Εγώ μεγάλωσα ακούγοντας στο Κρατικό Ραδιόφωνο τους Ήρωες Θαυμαστών Ηρώων, που έγραφε ο Κώστας Δαρλάσης (πατέρας μου) με μουσική του ακόμη άγνωστου (τότε) Σταμάτη Κραουνάκη. Η δικιά μου Αλίκη εκεί έχει τη ρίζα της. Στη συνέχεια λάτρεψα τη μουσική και τα τραγούδια του Δημήτρη Λέκκα στις παραστάσεις της Παιδικής Αυλαίας του Γιάννη Καλατζόπουλου. Με όλα αυτά τα παραδείγματα ο πήχης, για μένα, οφείλει να βρίσκεται ψηλά.  

Πόσο σημαντικός υπήρξε δηλαδή για τη δική σας δημιουργία ο απόηχος έργων σαν τη Λιλιπούπολη ή των νεότερων λ.χ. Μυστικών Του Κήπου του Νίκου Κυπουργού (2001), που αμφότερα επιχείρησαν να είναι δίσκοι απευθυνόμενοι και στα παιδιά και στους γονείς τους;

Χ.Α.: Δείχνουν τον δρόμο. Και είναι ο μόνος. Στην πράξη, στην καθημερινότητα, δεν στέκει καν ο όρος «παιδικό» CD. Εξ' ορισμού, το κοινό ενός ηχητικού παραμυθιού με αφήγηση και τραγούδια είναι μικτό. Όσο απευθύνεται σε παιδιά, άλλο τόσο απευθύνεται και στους ενήλικους.

Α.Δ.: «Παιδί είμαι, δεν είμαι ανόητη και τα παιδιά έχουν μυαλό και μπορούν μια χαρά να το χρησιμοποιούν» λέει η Αλίκη! Αλλά έχουν κι αλάνθαστο ένστικτο σε θέματα αισθητικής. Εμείς τους αλλοιώνουμε το κριτήριο, σταδιακά. Σε μια τάξη με 7άχρονα, είχα βάλει απόσπασμα από τη "Θάλασσα" του Νίκου Σκαλκώτα. Ένα, συγκινημένο μου είπε: «Δεν ξέρω πώς να το πω... Αλλά να… είναι τόση η ομορφιά!» 

Οι ιστορίες του άλμπουμ ντύνονται με ποικίλα ηχητικά δείγματα. Δεν σε είχαμε φανταστεί, Χρήστο, από τις προσωπικές σου δουλειές, ως δημιουργό που τον απασχολεί και το χιπ χοπ ή το ρεμπέτικο. Πρόκειται για πλευρές σου τις οποίες δεν ξέραμε; Ή ήταν η φύση της παρούσας εργασίας που έθεσε το ζητούμενο του πλουραλισμού των μουσικών ειδών; 

Τα συρτάρια μου είναι γεμάτα από λογιών-λογιών μουσικές και τραγούδια! Συνθέτης είμαι και όχι τραγουδοποιός. Και αυτή είναι η διαφορά τελικά ανάμεσα στους δύο. Ο συνθέτης έχει τη γνώση, την ικανότητα και την επιθυμία ακόμη και να εφευρίσκει αφορμές προκειμένου να εκφράζεται πλουραλιστικά και με διαφορετικές, ανά περίσταση, επιλογές. Η έκφρασή του μπορεί λοιπόν να πάρει με επιτυχία διάφορες μορφές και να φέρει σε πέρας με δημιουργικό και ευφάνταστο τρόπο ακόμη και παραγγελίες. 

Θέλω να πω ότι είναι σε βαθμό αυτονόητο ότι σε ένα τέτοιο CD θα έπαιζα με διαφορετικά είδη. Βρήκα πεδίο ανοιχτό κι ελεύθερο στην Αλίκη και υπηρέτησα την ιστορία και τους χαρακτήρες της. Επίσης, ένα κείμενο (της Αγγελικής) δουλεμένο με γνώση, ακρίβεια και φαντασία, στάθηκε έμπνευση για μένα κι όρισε κατευθύνσεις. Και για πρώτη φορά χρειάστηκε να ασχοληθώ σε τόσο μεγάλη έκταση με το sound design –από την ίδια τη φύση του πράγματος.

Αγγελική, καταξιώθηκες στον χώρο του παιδικού βιβλίου από το ξεκίνημα κιόλας, με τους Ονειροφύλακες (2004). Τι χρειάστηκε να δεις με διαφορετικό μάτι, μεταπηδώντας από ένα συγγραφικό πλαίσιο στο στιχουργικό;

Οι στίχοι ήταν μέρος ενός συνόλου που στην ουσία αφορούσε τη μεταφορά από ένα είδος σε άλλο –πολύ κοντά στη θεατρική διασκευή. Έπρεπε λοιπόν ο λόγος να είναι πυκνός και περιεκτικός, με δικό του εσωτερικό ρυθμό, χαρακτηριστικά της γραφής μου έτσι κι αλλιώς. Το στοιχείο ομοιοκαταληξία προκάλεσε ακόμη περισσότερο τη δημιουργική μου φαντασία. 

Διάλεξες μάλιστα να κρατήσεις στους στίχους κάτι από το σουρεαλιστικό πνεύμα του Λιούις Κάρολ (Lewis Carroll). Πόσο εύκολα ισορρόπησε αυτό με το προσωπικό σου στυλ; Πού τέθηκαν τα όρια, ώστε να συνυπάρξετε;  

Ο σουρεαλισμός του Carroll αποτέλεσε δυνατό χαρτί για τη θεατρικότητα του όλου εγχειρήματος. Δεν έβαλα όρια. Αφέθηκα στη χαρά να γράψω κάτι που εγώ δεν θα μπορούσα να γράψω ποτέ. Πάντα το στοίχημα σε κάθε μεταφορά-διασκευή είναι να κρατηθεί το πνεύμα του πρωτοτύπου. Ελπίζω να πέτυχα.

Γιατί αλήθεια ο Λιούις Κάρολ; Θελήσατε να εμπλακείτε με την Αλίκη λόγω της ευρείας αποδοχής και αναγνώρισης που απολαμβάνει; Ή έχετε και τη δική σας, προσωπική, σχέση με αυτό το έργο; 

Χ.Α.: Όταν αποφασίσαμε ότι ήρθε η ώρα να κάνουμε ένα CD για παιδιά, η Αγγελική είχε την ιδέα (εν μέσω διαφόρων άλλων) κι εγώ συμφώνησα. Είναι πολυεπίπεδος μύθος και μου έκανε αυτό –ας μην ξεχνάμε ότι ο Carroll δεν το έγραψε για παιδιά.

Α.Δ.: Ήταν μια εμμονή μου –μαζί με τον Πήτερ Παν. Το χιούμορ και η αυτοκριτική διάθεση των Άγγλων με γοητεύουν! Και η υπαρξιακή αναζήτηση είναι στοιχείο κοινό σε πολλές ηλικιακές φάσεις.

Αγγελική, είσαι κάτοχος δύο κρατικών βραβείων, παιδικής λογοτεχνίας (για τους Ονειροφύλακες) και παιδικού θεατρικού (για το Τότε Που Κρύψαμε Έναν Άγγελο του 2009). Τι θα απαντούσες σε όσους εκφράζουν αμφιβολίες για τέτοιες διακρίσεις, μιλώντας για αστοιχείωτες επιτροπές κρίσης και βραβεύσεις βάσει δημοσίων και κομματικών σχέσεων; Πόση αλήθεια και πόσος μύθος υπάρχει; 

Και δεν είναι τα μόνα βραβεία∙ συνολικά 5 διακρίσεις στα 10 χρόνια συγγραφικής πορείας σε θέατρο και λογοτεχνία (για να το κάνω χειρότερο!). Οπότε ή είμαι βραβειομανής και βάζω μέσον κάθε φορά ή στην όλη ιστορία υπάρχει και λίγο μύθος –γιατί, αλλιώς, θα ήμουν ήδη πολύ μεγάλο όνομα! 

Εμένα μ' ενδιαφέρει το έργο μου να είναι ουσιαστικό και ν' αντέξει στον χρόνο. Ο Καπελάς κι ο Μαρτιάτικος Λαγός, τα λένε μια χαρά: «τα πράγματα είναι έτσι, αλλά είναι και αλλιώς/είναι εντός, είναι κι εκτός». 

Οι καιροί αλλάζουν. Για να αλλάξουν προς το καλύτερο θα πρέπει ο καθένας να υπηρετεί από το δικό του μετερίζι με τον ουσιαστικότερο τρόπο όσα πιστεύει –και η αναγνώριση θα έρθει. Ας ξαναθυμηθούμε όλοι μας το ήθος και να το διδάξουμε, με τις πράξεις μας, στα παιδιά μας. 

Αληθεύει ότι ο χώρος του παιδικού βιβλίου, θεάτρου και τραγουδιού υπήρξε από τους πλέον ανθηρούς τα τελευταία χρόνια; Πιστεύετε ότι τα παραπάνω ενδέχεται να αντιμετωπιστούν ως είδη πολυτελείας στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης;

Α.Δ.: Για το θέατρο και το βιβλίο έτσι λένε –αν κι εγώ δεν έγινα πλούσια. Ίσως επειδή δεν ήταν οικονομικοί οι λόγοι που με ώθησαν να ασχοληθώ με τη συγγραφή για παιδιά.  

Χ.Α.: Η φούσκα μέσα στην οποία ζούσαμε σαν κοινωνία έχει ήδη σκάσει. Κάτι καινούριο γεννιέται και αναδιαμορφώνει τις κοινωνικές αντιλήψεις. Η ανάγκη για παιδικό εξακολουθεί να υπάρχει. Το περιβάλλον κρίσης, όμως, δεν επιτρέπει προχειρότητες και αρπαχτές. Ο γονιός θα προσέχει λοιπόν περισσότερο και την ποσότητα, αλλά και την ποιότητα.




20 Σεπτεμβρίου 2021

Νίκος Μωραΐτης - συνέντευξη (2018)


Τη δική του ας την πούμε «επίσημη λίστα» τραγουδιών απόκτησε αυτές τις μέρες στο Spotify ο στιχουργός Νίκος Μωραΐτης: έχει τίτλο Written By Nikos Moraitis και αριθμεί 103 κομμάτια, με τη συνολική διάρκεια να υπερβαίνει τις 6 ώρες. 

Η είδηση προσφέρει μια καλή αφορμή επανεπίσκεψης στη συζήτηση που κάναμε πριν 3 περίπου χρόνια, πίνοντας απογευματινό καφέ στο Νέο Ψυχικό. Είχε βγάλει τότε τον δίσκο Του Κόσμου Αυτό Το Κάτι με τον συνθέτη Χρυσόστομο Καραντωνίου, που, εκ των υστέρων κρίνοντας, δεν ξέρω αν ακούστηκε τελικά όσο του άξιζε. Εκεί λ.χ. υπάρχει κι ένα από τα πιο «νόστιμα» λαϊκά των τελευταίων χρόνων, οι "Μεζονέτες", με τη φωνή της Ελένης Ροδά. 

Βέβαια, ο Νίκος Μωραΐτης είναι πολυπράγμων άνθρωπος, οπότε η κουβέντα μας άγγιξε και θέματα πέρα από εκείνο το καινούριο (τότε) άλμπουμ. Δεν βρίσκεται δηλαδή στο προσκήνιο μόνο ως στιχουργός, αλλά και ως διευθυντής ραδιοφώνου (Μέντα), καθώς και ως πολιτικός σχολιαστής (ταγμένος με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α.). Οι παλιότεροι δε αναγνώστες μουσικών περιοδικών σίγουρα θυμούνται και τη δημοσιογραφική του δράση: οι συνεντεύξεις λ.χ. που έκανε στο Δίφωνο, παραμένουν υπόδειγμα για το πώς γίνεται η συγκεκριμένη δουλειά όσον αφορά τους εγχώριους καλλιτέχνες.

Το κείμενο που προέκυψε από εκείνη τη συζήτησή μας πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Σας πήρε καιρό με τον Χρυσόστομο Καραντωνίου η πραγμάτωση του δίσκου Του Κόσμου Αυτό Το Κάτι, έτσι δεν είναι;  

Ναι, γιατί, πλέον, είναι δύσκολο να κάνεις ένα άλμπουμ δημιουργών με πολλούς τραγουδιστές. Άλλος βγάζει δίσκο, άλλος λείπει σε περιοδεία, άλλος έχει προγραμματίσει να κυκλοφορήσει single, είναι δύσκολος ο συντονισμός. Όλοι ήρθαν βέβαια με χαρά να συμμετάσχουν, όμως πήρε μια τριετία για να ολοκληρωθεί το CD. Κάποιοι δηλαδή έχουν τραγουδήσει 2 ή και 3 χρόνια πριν. Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Το σύστημα είναι «τραγουδιστοκεντρικό», δεν είμαστε πια στην εποχή που αποφάσιζε ας πούμε ο Δήμος Μούτσης να φτιάξει δίσκο και οι τραγουδιστές λειτουργούσαν σαν εργαλεία.

Εσύ προσέγγισες τον Χρυσόστομο ή εκείνος εσένα;

Είναι πολύ αστείο, γιατί δεν φαντάζεται κανείς ότι σε έναν δίσκο με κλασική λαϊκή γραμμή έχουν παίξει καίριο ρόλο τα social media! Το 2014, είχα τελειώσει τον δίσκο της Χάρις Αλεξίου Τα Όνειρα Γίνονται Πάλι. Και είχα περάσει υπέροχα, ήταν μοναδική εκείνη η περίοδος. Όταν όμως τελειώνει ένας δίσκος, αισθάνεσαι συνήθως ένα κενό –πόσο μάλλον αν μιλάμε τώρα για μια συνεργασία την οποία ονειρευόμουν από παιδί.

Μες στο «κενό» μου, λοιπόν, έκανα μια ανάρτηση στο Facebook, ζητώντας νέους συνθέτες. Ο Χρυσόστομος είχε ήδη βγάλει τα "Μεροκάματα" και μου στέλνει ένα μήνυμα «εγώ μετράω;». «Εσύ δεν πιάνεσαι», του απάντησα, «αλλά ωραίο δεν θα 'ταν να βρεθούμε;». Και βρεθήκαμε κι άρχισα να του δίνω στίχους κι εκείνος να μελοποιεί. 

Από την αρχή φάνηκε ότι θα είναι ένας λαϊκός δίσκος, γιατί τα συνθετικά χαρακτηριστικά του Χρυσόστομου είναι αυθεντικά λαϊκά, ενώ έχει παράλληλα κι ένα δικό του έντεχνο χρώμα. Ίσως λόγω του τρόπου του στην κιθάρα –ήταν ξέρεις μαθητής του Νίκου Μαμαγκάκη. Αποφασίσαμε έπειτα να πάμε σε όποιον τραγουδιστή μας ερχόταν πρώτος στο μυαλό για κάθε κομμάτι. Έτυχε και όλοι είπαν ναι. Ακόμα κι ένας που στην αρχή είπε όχι, τελικά δέχτηκε. Ευλογημένη συγκυρία.

Οι στίχοι κόλλησαν στις μελωδίες; Ή ξεκινήσατε από τις μελωδίες;

Αυτός ο δίσκος έγινε συνολικά πάνω σε στίχους μου, ενώ μου αρέσει πια να δουλεύω συνήθως με τον αντίθετο τρόπο. Όταν γράφω πρώτα τον στίχο, σκαρφίζομαι πάντα μια υποτυπώδη μελωδία και γράφω πάνω, απλά για να κρατήσω τον ρυθμό και το μέτρο του τραγουδιού. Δεν είμαι όμως συνθέτης κι έτσι συχνά οδηγούμαι σε στερεότυπα, ενώ εγώ θέλω κάτι να με συνεπάρει. Αυτό το τίναγμα μου το δίνει μια ωραία μελωδία, με ωθεί κι εμένα σε μια διαφορετική γλώσσα. Έχοντας όμως να κάνω με έναν λαϊκό συνθέτη, αποφάσισα εδώ να λειτουργήσω με τον παραδοσιακό τρόπο: γράφω - μελοποιεί.

Δεν γίνεται να μη ρωτήσω για τη συμμετοχή της Ελένης Ροδά, η οποία λέει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του άλμπουμ...

Για μένα είναι το ωραιότερο. Ξεκινήσαμε να φτιάξουμε έναν δίσκο στον οποίον θα κάναμε ό,τι θέλαμε. Δηλαδή δεν μας ένοιαξε να βγάλει σουξέ, ούτε και να αντιστοιχεί στην εποχή. Δεν φοβηθήκαμε τα «παλιομοδίτικα» στοιχεία, δείχνοντας εμπιστοσύνη συνάμα στο γεγονός ότι είμαστε και οι δύο άνθρωποι που ζούμε στο σήμερα. Είπα λοιπόν στον Χρυσόστομο όταν ολοκληρώσαμε τις "Μεζονέτες" ότι αυτό θα ήθελα να το πει η Ελένη Ροδά. Μου αρέσει πολύ το τσαγανό της, το «ακατέργαστο» που βγάζει η ερμηνεία της. Συμφώνησε, βρήκαμε το τηλέφωνό της και έγινε.

Είσαι στιχουργός με την ικανότητα να εντάσσεις την αναγνωρίσιμη καθημερινότητα στα δημιουργήματά σου. Γι' αυτό και θέλω να σε ρωτήσω, τι συμβαίνει και ακούω τόσα πολλά τραγούδια με λόγια τα οποία κανείς μας δεν θα έλεγε ποτέ, ζώντας τις περιγραφόμενες καταστάσεις...

Αυτό συμβαίνει γιατί συχνά ακούμε τραγούδια με ...γραπτό λόγο. Υπάρχει ένα μπέρδεμα. Η ποίηση είναι γραπτή, αλλά ο στίχος είναι προφορικός λόγος, με την ίδια έννοια ας πούμε που είναι και το θέατρο προφορικός λόγος, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα. Αν λοιπόν δεν ακολουθήσεις αυτή την προφορικότητα, αποκόβεσαι από το καθημερινό συναίσθημα: ένα τραγούδι πρώτα το τραγουδάς, μετά το διαβάζεις. 

Περάσαμε μια εποχή στην οποία κυριάρχησε στον στίχο η Λίνα Νικολακοπούλου, της οποίας ήμουν κι εγώ από παιδί μεγάλος θαυμαστής –θυμάμαι να κάνω ακροάσεις με τα ένθετα των δίσκων στο χέρι, ώστε να διαβάζω τα λόγια. Όμως τελικά αυτό ήταν χαρακτηριστικό της Νικολακοπούλου, η οποία είχε τον μοναδικό τρόπο να το κάνει να λειτουργεί. Δεν μπορεί να γίνει σχολή. Ο κανόνας παραμένει ότι ο στίχος ταυτίζεται με την προφορικότητα.

Εσείς εντωμεταξύ γράψατε λαϊκά τραγούδια, όμως τα λαϊκά είδωλα του σήμερα τραγουδούν ποπ...

Φοβάμαι ότι την περίοδο του ποπ την περάσαμε και μπήκαμε σε κάτι ακόμα χειρότερο: μία σκυλοπόπ που δεν ακούγεται με τίποτα, κάνει σουξέ του εξαμήνου και δεν θα αφήσει κάτι πίσω. Τα προηγούμενα 9 χρόνια, ως το 2017 που είχα σταθερή συνεργασία με τον Αντώνη Ρέμο, έλεγα στον παραγωγό του: «Άσε να βγάζουν όλοι το ίδιο τραγούδι, την ίδια λούπα κι εμείς να τους τη βγαίνουμε αλλιώς. Έτσι φαίνεται η διαφορά». Και νομίζω φάνηκε. Γιατί ο κόσμος έχει πολύ καλύτερο αισθητήριο απ' ό,τι οι τραγουδιστές. Βέβαια, ακόμη και στην περίπτωση του Ρέμου θα δεις ότι δεν υπάρχουν πια συχνά ζεϊμπέκικα ή χασάπικα στους δίσκους του. 

Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα λαϊκής γραφής και στον χώρο του εμπορικού τραγουδιού. Μιλάω για ένα μεγάλο ζεϊμπέκικο, έναν "Παλιόκαιρο" ας πούμε. Η αλήθεια είναι ότι –πέρα από τον Στέφανο Κορκολή με το "Σβήσε Το Φεγγάρι" και το "Εκατό Φορές Κομμάτια"– δεν μου έχει φέρει κανείς κι εμένα ένα ζεϊμπέκικο που να με τρελάνει.

Μέχρι και τη δεκαετία του 1990, οριζόσουν περισσότερο από αυτά που δεν άκουγες, παρά από τα όσα άκουγες. Υπάρχουν ακόμα «όχθες» στο ελληνικό τραγούδι;

Ραδιοφωνικά, τη μεγαλύτερη έκπληξη των τελευταίων χρόνων την έκανε σταθμός που αποφάσισε να βάζει τα καλύτερα «έντεχνα» και τα καλύτερα «εμπορικά» μαζί. Φαίνεται λοιπόν ότι για τον ακροατή τα τείχη έχουν σπάσει και μάλιστα εδώ και καιρό. Από ένστικτο, τα έσπασα κι εγώ πολύ νωρίς και έφαγα και «ξύλο» γι' αυτό, από ανθρώπους που ήθελαν να υπερασπίσουν τον χώρο τους. Αλλά έβλεπα καθαρά ότι, εκεί γύρω στο 2000, το έδαφος είχε μετατραπεί σε κινούμενη άμμο. Έτσι δηλαδή όπως μπήκε ο ποπ ήχος και στο έντεχνο και στο λαϊκό, δεν μπορούσες πια να ξέρεις πού σταματά η μία «χώρα» και πού αρχίζει η άλλη.

Αποφάσισα λοιπόν να φτιάξω εγώ τη δική μου «χώρα», με βάση την αισθητική μου. Που μπορεί να πει κανείς ότι είναι καλή ή κακή, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι δική μου. Με τον Αντώνη Ρέμο, για παράδειγμα, ναι. Με τον Γιάννη Πλούταρχο, όχι. Γιατί; Γιατί δεν μου έβγαζε την ίδια «μνήμη» η φωνή του. Δύο μόνο φορές ξεπέρασα τα «σύνορα» και πήγα απέναντι, για να δω μήπως και επεκτείνεται αυτή η προσωπική χώρα. Αλλά έφυγα τρέχοντας.

Τι σε έκανε να φύγεις τρέχοντας;

Δεν υπήρχε καθόλου αισθητική. Εκεί δεν όριζες τι έκανες. Και θα σου πω μια φράση που μου είχε πει κάποτε ο Μάνος Ελευθερίου, ο οποίος είχε γράψει κι αυτός στίχους για τραγουδιστές της νύχτας: «κανένας τραγουδιστής της νύχτας δεν καταλαβαίνει ένα τραγούδι όσο ο τραγουδιστής της μέρας». Ίσως ακούγεται απόλυτο, αλλά νομίζω ότι πράγματι υπάρχει μία διαφορά παιδείας.

Δεχόμενοι ότι το περιοδικό Δίφωνο υπήρξε μια καθοριστική –και θετική, θεωρώ– παρουσία στη σχέση του κοινού με το ελληνικό τραγούδι, κατά πόσο στήριξε ή και καλλιέργησε τέτοιους διαχωρισμούς;

Ήταν μια περίοδος που υπήρχε ένα έντεχνο τραγούδι πολύ δυνατό εμπορικά, γι' αυτό κι ένα περιοδικό σαν το Δίφωνο μπορούσε να πουλά 100.000 αντίτυπα. Και από την άλλη είχες ένα τρομερά ισχυρό τραγούδι πίστας. Η Ελευθερία Αρβανιτάκη δηλαδή ήταν ιέρεια, αλλά την ίδια στιγμή είχε και ο Φοίβος τη μία τεράστια επιτυχία μετά την άλλη. 

Διαμορφώθηκαν έτσι δύο, ας τις πούμε, «υπερδυνάμεις». Και υπήρχε πολεμική μεταξύ τους, πάνω στην οποία πάτησαν και τα έντυπα: είχες στρατόπεδα να υπερασπιστείς. Ήταν λογικό. Υπήρξαν δημιουργοί και τραγουδιστές, οι οποίοι έχτισαν τις προσωπικές τους καριέρες ακριβώς πάνω σε αυτόν τον διαχωρισμό. Μετά το 2000 το τοπίο αλλάζει. Και οι δύο υπερδυνάμεις αποδυναμώνονται δραματικά και απομένουν μόνο συγκεκριμένα άτομα που κάνουν πραγματική επιτυχία, μέσα σε ένα τοπίο γενικής κατάρρευσης.

Ας πιάσουμε λοιπόν ένα ακόμα δημοφιλές δίπολο, το οποίο βρίσκω ψευδές. Μίκης Θεοδωράκης ή Μάνος Χατζιδάκις; Μα, η σωστή απάντηση δεν είναι Βασίλης Τσιτσάνης;

Από τον Τσιτσάνη καταγόμαστε όλοι. Για εμένα δεν υπάρχει ιερότερο πρόσωπο στο ελληνικό τραγούδι. Όσο για τους δύο μεγάλους, οι οποίοι πάτησαν αμφότεροι στον Τσιτσάνη, μπορώ να σου επιλέξω τι προτιμώ σε πολλά πράγματα –σε ομάδες, σε κόμματα, σε τραγουδιστές, σε ηθοποιούς. Αλλά ανάμεσα στον Θεοδωράκη και στον Χατζιδάκι, μού είναι αδύνατον. Είναι μη συγκρίσιμοι, γιατί είναι μη μετρήσιμοι. Απέραντοι.

Σε έχει απογοητεύσει ο Μίκης Θεοδωράκης, ως άνθρωπος;

Η πολιτική του δράση υπήρξε απογοητευτική και μάλιστα από αρκετά νωρίς. Είναι σκληρή η λέξη που θα πω, με γνώμονα ότι εγώ είμαι «κατηγορία φτερού» μπροστά στον Θεοδωράκη, όμως είναι ανερμάτιστος πολιτικά. Ιδίως με την τελευταία του παρουσία, με αφορμή το Σκοπιανό, όσο ειρωνικά κι αν θεωρήσουμε ότι είπε εκείνο το «αδέρφια μου φασίστες, αδέρφια μου ρατσιστές», δεν ήταν καθόλου ειρωνικό στην πράξη. Το είπε έχοντας ανάμεσα στο κοινό του και φασίστες και ρατσιστές να τον χειροκροτούν.

Δεν συνδέω όμως ποτέ το πρόσωπο με το έργο. Είναι ένας διαχωρισμός τον οποίον οφείλω στη μάνα μου. Μου το είπε μάλιστα από νωρίς, βλέποντας ότι αγαπούσα πολύ τους καλλιτέχνες. Γιατί είχε εμπειρία, μαζί με τον πατέρα μου, ενός συνθέτη που λάτρευαν κι έτυχε να τον γνωρίσουν από κοντά. Και ήταν ό,τι χειρότερο μπορείς να φανταστείς: τσιγκούνης, μισογύνης, ακόμα και βρώμικος. Λένε βέβαια κάποιοι ότι το έργο είναι το πρόσωπο –το ακούω συχνά. Όχι, για εμένα δεν έχει σχέση. Μπορώ να θαυμάσω το έργο αφαιρώντας το πρόσωπο.

Τι ρόλο έπαιξε αλήθεια η οικογένειά σου στην αγάπη σου για το ελληνικό τραγούδι;

Πολύ σημαντικό. Ο πατέρας μου είχε μεγάλη δισκοθήκη, με όλους τους σπουδαίους συνθέτες και τραγουδιστές, ακόμα και σπάνια έργα. Μεγάλωσα λοιπόν ακούγοντας παντού ελληνικό τραγούδι. Και η μητέρα μου άκουγε πολύ, αλλά ο πατέρας μου ήταν ο συλλέκτης. Και ήταν επίσης σκληροπυρηνικός, ως Κομμουνιστής. 

Θυμάμαι ότι ο μεγαλύτερος καυγάς που κάναμε ήταν όταν, έφηβος, αγόρασα τον δίσκο του Γιάννη Μηλιώκα. Του γύρισαν τα μάτια, είπε «αυτό δεν θα μπει στη δισκοθήκη μου δίπλα στον Χατζιδάκι, στον Θεοδωράκη, στον Μαρκόπουλο». Με κυνηγούσε στο σπίτι να μου πάρει τον δίσκο, αναγκάστηκα να κλειδωθώ στο δωμάτιό μου. 

Τώρα, ως πατέρας πια κι εγώ, αφήνω την κόρη μου να ακούει ό,τι θέλει. Και αγαπάει πολύ την Αλεξίου, τη Γαλάνη –αλλά και την Ελένη Φουρέιρα. Είναι 7 χρονών, καλά κάνει. Κι όπου θέλει το παιδί ας κατασταλάξει.

Είσαι ενεργός στιχουργός, παράλληλα όμως είσαι και διευθυντής ραδιοφωνικού σταθμού. Πώς λειτουργεί η ισορροπία; Έχει να κάνει με τους κανόνες, όπως σχολίασες πρόσφατα στη σελίδα σου στο Facebook;

Το να κάνεις μια εκπομπή στο ραδιόφωνο, δεν νομίζω ότι διαπλέκεται με την παρουσία σου ως δημιουργού. Πολλοί στιχουργοί έχουν κάνει ωραίες ραδιοφωνικές εκπομπές· κι εγώ, όσο το έκανα, δεν είχα βάλει ποτέ δικά μου τραγούδια και όλα ήταν μια χαρά. Αλλά το να διευθύνεις έναν ραδιοφωνικό σταθμό, ναι, είναι μία διαπλοκή. Πρέπει λοιπόν να βάλεις συγκεκριμένους σκληρούς κανόνες –πρώτα απ' όλα για τον εαυτό σου. 

Για μένα ήταν πολύ σαφές αυτό, γιατί είχα ζήσει περιπτώσεις στις οποίες διευθυντής ραδιοφώνου έφερνε κάθε τραγούδι που έβγαζε «σε αποκλειστικότητα». Τα δικά μου λοιπόν τραγούδια μπορούν να παιχτούν στον Μέντα μόνο αν έχουν φτάσει να παίζονται τόσο από τα άλλα ραδιόφωνα πανελλαδικά, ώστε να μπουν στο μικτό top-200 του Media Inspector Chart, και μάλιστα σε καλή θέση.

Γιατί όμως πρέπει να δεχτεί ο κόσμος, που δεν έχει άμεση επαφή, ότι σε μια χώρα όπου σπάνια κάτι λειτουργεί σωστά, είναι τόσο αξιόπιστο το Media Inspector Chart;

Το τσεκάρω συνεχώς. Είναι έγκυρο. Δύο ζητηματάκια έχει μόνο: μερικούς λάθος τίτλους και το ότι λείπουν λίγες ανεξάρτητες εταιρείες, οι οποίες δεν έχουν κάνει σύμβαση –οπότε αυτές πρέπει να τις παρακολουθώ ξεχωριστά. Αν τα διευθετήσει κι αυτά, μπορεί να καταστεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο και για τη διανομή των πνευματικών δικαιωμάτων.

Υπάρχουν ωστόσο κι άλλα προβλήματα με την επίκαιρη ραδιοφωνία, λιγότερο ας τα πούμε διαδικαστικά. Πώς γίνεται τόσα νέα παιδιά –από την εφηβεία ως χοντρικά τα 25 ας πούμε– να ασχολούνται τόσο με το εγχώριο χιπ χοπ και να τιγκάρουν συναυλίες ακόμα και σε μεγάλους χώρους, κι αυτά τα τραγούδια να μην τα ακούμε στα FM;

Είναι το ένα από τα δύο πράγματα που δεν έχει σήμερα η ραδιοφωνία, κατά τη γνώμη μου. Λείπει δηλαδή ένας σταθμός που να παίζει χιπ χοπ –και νομίζω ότι θα πήγαινε καλά– κι ένα ραδιόφωνο που να παίζει μόνο το καλό λαϊκό τραγούδι, χωρίς να το ανακατεύει με τα «έντεχνα» ή με τα «λαϊκοπόπ». Είναι δύο ευδιάκριτα κενά. Τα «δικά μας» πάντως ραδιόφωνα, τα «έντεχνα», δεν γίνεται να προβάλλουν το χιπ χοπ φαινόμενο, θα ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα μέσα στο υπόλοιπο ρεπερτόριο. Άσε που στις εφηβικές ηλικίες έχουμε μηδενικό ακροατήριο.

Είναι λοιπόν το έντεχνο και το λαϊκό τραγούδι οικονομικός «όμηρος» της γενιάς που διασκεδάζει με το Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά!;

Πήγα στο Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά!, σε μια εκπομπή για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο –όπως καταλαβαίνεις δεν μπορούσα να του πω όχι. Και αποφάσισα να μην ξαναπάω ποτέ. Έγιναν δύο πράγματα. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε δίπλα του τον Χρήστο Νικολόπουλο, με έδειξε και του είπε «αυτός είναι ο στιχουργός σήμερα, με αυτόν θα γράφεις τραγούδια». Μια πολύ μεγάλη κουβέντα. Μετά, μου ζητήθηκε να πω δυο λόγια για τη δουλειά μου (έκανα τότε τους στίχους για την παράσταση Cabaret του Κωνσταντίνου Ρήγου). Ε, λοιπόν, και τα δύο στιγμιότυπα κόπηκαν έπειτα στο μοντάζ! Επομένως, τι ακριβώς με ήθελαν να κάνω πηγαίνοντας εκεί; Τη γλάστρα; Υπάρχουν ομορφότερες γλάστρες.

Πέρα όμως από τη δική μου εμπειρία, τίθεται ένα πολύ σημαντικό θέμα. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι το καλό ελληνικό τραγούδι, για να υπάρξει στην τηλεόραση, πρέπει να τεθεί σε περιβάλλον ταβέρνας. Δεν με ενοχλεί η ταβέρνα –κι εγώ εκεί θα φάω. Με ενοχλεί όμως ότι δεν δίνεται καμία εναλλακτική στο ελληνικό τραγούδι να υπάρξει στην τηλεόραση σε άλλη συνθήκη. Μου κάνει κακό αυτό που λέω, όμως εγώ την αλήθεια μου λέω πάντα, δεν κάνω pr. 

Συναισθάνομαι βέβαια τους τραγουδιστές που έχουν ανάγκη αυτήν την εκπομπή και αναγκάζονται να πηγαίνουν. Δεν μπορώ όμως να μην πω ένα μεγάλο «respect» σε εκείνους που δεν έχουν πάει: στη Χαρούλα Αλεξίου, στη Δήμητρα Γαλάνη, στην Άλκηστη Πρωτοψάλτη, στην Ελευθερία Αρβανιτάκη, στον Αλκίνοο Ιωαννίδη, στον Σωκράτη Μάλαμα κ.ά. Ακριβώς γιατί είναι πολύ δύσκολο να αντισταθείς σε μια τέτοια τηλεοπτική προβολή.

Έχουμε καλύψει ένα μεγάλο φάσμα στη συζήτησή μας, αλλά είναι γνωστό ότι είσαι και ζώον πολιτικό, οπότε θα σου κάνω και μία τέτοια ερώτηση: έχεις αποφασίσει τι θα ψηφίσεις στις επόμενες εκλογές;

Αρθρογραφώ στο altsantiri.gr παίρνοντας θέση, έχω ένα καθαρά «πολιτικό» προφίλ στο Τwitter, είναι σαφές νομίζω το τι θα ψηφίσω. Συνειδητά, όχι για να ψηφίσω «το λιγότερο χειρότερο».

Εδώ μπορεί να ανοίξει μια πολύ μεγάλη συζήτηση, γι' αυτό επίτρεψέ μου μια παρένθεση: ήσουν Συνασπισμός ή μεταπήδησες στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σε ύστερη φάση;

Σε ύστερη φάση. Το 2012. Όταν άκουσα για «κυβέρνηση της Αριστεράς», τότε που κινητοποιήθηκε το ένστικτο ενός ολόκληρου κόσμου, ο οποίος περίμενε χρόνια για κάτι τέτοιο· και ίσως δεν μπορούσε καν να το φανταστεί. Θέλω όμως να στο τεκμηριώσω αυτό που είπα. 

Ποτέ δεν έχουν ψηφιστεί τέτοιοι νόμοι για τα ανθρώπινα δικαιώματα, πέρα από την πρώτη περίοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Παιδιά μεταναστών τα οποία γεννήθηκαν στην Ελλάδα απέκτησαν ελληνική υπηκοότητα, ενώ μέχρι πρότινος δεν είχαν πατρίδα και δεν μπορούσαν να δώσουν καν πανελλαδικές –ήταν ξένοι εδώ και ξένοι στη χώρα καταγωγής τους. Ανύπαρκτοι! Τα δικαιώματα επίσης για το σύμφωνο συμβίωσης και αναδοχής τέκνου, που στάθηκαν σημαντική εξέλιξη και για τα ομόφυλα ζευγάρια· ή η δωρεάν πρόσβαση σε όλους στα νοσοκομεία, ακόμη και στους ανασφάλιστους.

Θα μου πεις, έκανε την επανάσταση ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.; Δεν την έκανε. Θα μου πεις, είναι κυβέρνηση της Αριστεράς ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., όπως την είχες στο μυαλό σου το 2015; Όχι, δεν είναι εξ ολοκλήρου αριστερή κυβέρνηση. Αλλά ο Αλέξης Τσίπρας έκανε αυτό που ήθελε η κοινωνία και δεν είχε τολμήσει κανείς: έφτασε τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές στα άκρα. Πήρε ένα 61% στο δημοψήφισμα, το πήγε στις Βρυξέλλες με τη φαντασίωση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί δημοκρατικά, άρα απέναντι στη βούληση μιας χώρας θα αναγκαστεί να υποχωρήσει. Με την κίνηση αυτή, η μικρή Ελλάδα απέδειξε ότι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι δημοκρατική· είναι μια καθαρά γερμανική Ευρώπη, στην οποία ή μένεις τηρώντας τους άτεγκτους κανόνες της ή φεύγεις.

Είχε λοιπόν να διαλέξει ανάμεσα στην παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην πόρτα της εξόδου, την ώρα που η χώρα μας ήταν εντελώς απροετοίμαστη για κάτι τέτοιο. Τριάμισι χρόνια μετά αποδεικνύεται ότι η απόφαση ήταν η σωστή. Η κυβέρνηση τήρησε τους κανόνες –χωρίς λαμόγια να τρώνε αριστερά και δεξιά– έπιασε για πρώτη φορά τους στόχους και τώρα αρχίζει και παίρνει μέτρα υπέρ των πολιτών, ειδικά υπέρ όσων ανήκουν στο πιο αδύναμο κομμάτι του πληθυσμού. Ποιος τα έκανε αυτά πριν και δεν το θυμάμαι;

Δεν θα μπορούσε ωστόσο να γυρίσει πίσω, να έλεγε στον ελληνικό λαό ότι αυτά προσπάθησα, τήρησα τις υποσχέσεις μου κι αυτά μου απάντησαν και, αντί να υπογράψει κι εκείνος μνημόνια –πέφτοντας σε μία μεγάλη αντίφαση– να παραιτηθεί;

Αυτό είναι πολύ ωραίο. Μου το είπε και η μάνα μου: «έπρεπε να παραιτηθεί· να κρατήσει το κούτελό του καθαρό». Όχι. Εγώ δεν θέλω μία Αριστερά στον ρόλο της αιώνιας αντιπολίτευσης, που οι άλλοι θα κυβερνούν κι εκείνη θα κάνει υψηλή κριτική. Θέλω μια Αριστερά που δεν θα φοβάται να πάρει την εξουσία. Θα βουτήξει στα σκατά, θα λερωθεί, δεν γίνεται αλλιώς να αλλάξει κάτι. Αυτό είναι το στοίχημα. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο πρώτος Αριστερός πολιτικός στην Ελλάδα που προτίμησε τη δίνη του «μένω και κυβερνάω», από την ευκολία της φυγής.



17 Σεπτεμβρίου 2021

Damo Suzuki - συνέντευξη (2017)


Πίσω στο 1975, οι Can έδωσαν μια συναυλία στη Στουτγκάρδη, η οποία κυκλοφόρησε φέτος σε δίσκο και έχει δικαίως εντυπωσιάσει. «Μας επιτρέπει να δούμε από τη χαραμάδα το συνολικό πνεύμα της μπάντας όσον αφορά την πηγαία του σύνθεση πριν την –κατά το δυνατόν– τελειοποίηση του ήχου», σχολίασε εύστοχα και ο Αντώνης Κλειδουχάκης, γράφοντας μια κριτική του άλμπουμ για το Mic.gr (ολόκληρη εδώ).

Ως τότε, βέβαια, είχε φύγει πια από τη σύνθεσή τους ο χαρισματικός Ιάπωνας τραγουδιστής και μουσικός Damo Suzuki, ο οποίος έλαμψε στο προσκήνιο δίσκων σαν το Tago Mago (Αύγουστος 1971) και το Ege Bamyası (Νοέμβριος 1972). Πρόκειται για δουλειές με τεράστια διαχρονική αξία, που όρισαν πολλά πράγματα για ό,τι έμελλε να καλουπωθεί ως krautrock.

Όταν έχεις συνδεθεί με τέτοια ορόσημα, μάλλον γίνεται δύσκολο να αποφύγεις τη διαρκή αναφορά σε αυτά, ό,τι άλλο κι αν κάνεις στην καριέρα σου. Ακόμα και το 2017, λ.χ., οι συναυλίες που θα έδινε ο Suzuki σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη διαφημίζονταν με το μότο «έρχεται ο τραγουδιστής των Can», ενώ και στις διεθνείς του συνεντεύξεις η κουβέντα δεν αργούσε να γυρίσει από το (όποιο, κάθε φορά) παρόν στο Ege Bamyası και στο Tago Mago

Καθώς βρέθηκε τότε μια ευκαιρία να συζητήσουμε με τον Suzuki, αποφάσισα να παρεκκλίνω της ευθείας και να μη ρωτήσω τίποτα για τους Can. Γύρισα έτσι τη συνομιλία μας προς την Ιαπωνία, την Αγία Γραφή, την έρημο Σαχάρα, αλλά και προς το ποδοσφαιρικό του πάθος με τη Λίβερπουλ και τη Μπορούσια του Ντόρτμουντ. 

Εν τέλει, βέβαια, αναδημοσιεύω κι εγώ τη συνέντευξη που προέκυψε (το αρχικό κείμενο μπήκε στο Avopolis, η εδώ αναδημοσίευση περιέχει μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις) με αφορμή τους Can και την προαναφερόμενη «επιστροφή» τους.  Άλλωστε ήταν ο Suzuki που μου είπε ότι «η πλήρης ευτυχία μπορεί να βιωθεί μονάχα live», φράση την οποία κι επανέφερα κατά νου καθώς άκουγα το Live In Stuttgart 1975.


Σας περιμένουμε σύντομα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Πολλοί όμως αναρωτιούνται για τη setlist, μιας κι έχετε έναν εντυπωσιακό αριθμό κυκλοφοριών. Τι μπορείτε να αποκαλύψετε;

Setlist; Δεν υπάρχει. Θα δημιουργήσω τον χρόνο και τον χώρο της στιγμής με ηχητικά οχήματα (μουσικούς) από την Ελλάδα. Σερβίρω μονάχα φρεσκομαγειρεμένο φαγητό –φυσικό, οργανικό, με πολύ θετικές ουσίες. Όποιος έρθει, επομένως, θα βρει μόνο το πιάτο της ημέρας. 

Μεταχειρίζεστε τη μουσική σαν διαδικασία, σε μια εποχή που σχεδόν την απαιτεί ως προϊόν. Είναι βεβαίως μια πολύ σημαντική διάκριση, αλλά δεν είναι επίσης κατανοητό ότι, από καιρό σε καιρό, τα ακροατήρια θέλουν να έχουν και κάτι πιο χειροπιαστό, αντί για τις μνήμες από μια δυνατή live εμπειρία; 

Κάθε δημιουργικό ον τραβάει τον δικό του δρόμο, δίχως να νοιάζεται για το τι μπορεί να σκέφτεται το σύστημα. Αν κάποιος επομένως χρειάζεται απάντηση (προϊόν), τότε ας μείνει στο σπίτι του: χτυπάει λάθος πόρτα, αν χτυπάει στον Damo Suzuki. Όποιος πάλι παραβρεθεί σε συναυλία μου, τότε θα αντιληφθεί τη διαφορά μεταξύ του φτιάχνω μουσική και του δημιουργώ μια πλατφόρμα μεταξύ χρόνου και χώρου της στιγμής. Όπως και το ότι είναι αδύνατον να δημιουργηθεί προϊόν, έτσι. Η πλήρης ευτυχία, μπορεί να βιωθεί μονάχα live. 

Στη ζωή σας έχετε ταξιδέψει πολύ και σε πολύ διαφορετικά μεταξύ τους μέρη. Σας ευχαριστεί ακόμα; Ή με τον καιρό γίνεται πιο δύσκολο;

Με έναν τρόπο, όλοι μας ταξιδεύουμε, κάθε μέρα. Θεωρείτε ότι είναι δύσκολο; Αν δεν κινείσαι, ποτέ δεν θα ανοίξεις την επόμενη πόρτα. Δεν είστε περίεργος για το τι μπορεί να υπάρχει πίσω της;

Στις συνεντεύξεις σας ρωτάνε συχνά για τα χρόνια με τους Can, εγώ όμως θα ήθελα να μάθω για μια άλλη ιστορία: για τότε που κινδυνέψατε περπατώντας μόνος σας στην έρημο Σαχάρα, νομίζω κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1980; 

Ναι, είναι αλήθεια ότι κινδύνεψα, το περιστατικό όμως συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε ένα διάστημα κατά το οποίο είχα αποσυρθεί για λίγο από τη μουσική. Βασικά κινδύνεψα μόνο όταν ξέμεινα από νερό, τότε ήταν δηλαδή που ένιωσα ξαφνικά να χάνω τον εαυτό μου. Αλλά υπήρξα τυχερός, γιατί μόλις μετά από μερικά λεπτά εμφανίστηκε ένα φορτηγάκι. Εκείνη την εποχή ταξίδεψα αρκετά στο Μάλι, στη Μαυριτανία και στη Γουινέα. Μόνος μου, φυσικά –κουβαλώντας ένα σακίδιο.

Ζείτε στην Κολονία της Γερμανίας, μια πόλη που ξέρω ότι μπορεί να δημιουργήσει άγχος. Πώς είναι η ζωή εκεί; Πώς και δεν προτιμήσατε ένα πιο μικρό μέρος, κάπου προς την εξοχή; 

Είμαι ένας μουσικός ο οποίος μετακινείται πολύ, έτσι δεν είναι κακή ιδέα να ζω κάπου στο μέσον της Ευρώπης, όπου μπορώ να έχω πρόσβαση σε δύο αεροδρόμια και τρένο, προς όποια κατεύθυνση κι αν αποφασίσω να πάρω. Συντομεύει τους χρόνους κάτι τέτοιο κι επίσης είναι φτηνότερο. 

Ζω πάντως στα περίχωρα της Κολονίας. Και πίσω από το μικρό μου διαμέρισμα βρίσκεται ένα τεράστιο πάρκο, οπότε δεν βιώνω άγχος. Το βρίσκω βέβαια πολύ ωραίο να ζει κανείς στην εξοχή, αλλά, αν το έκανα, τότε θα αγχωνόμουν με τα ζητήματα των ταξιδιών. Μπορεί ας πούμε να χρειαζόμουν αρκετές μέρες για να φτάσω σε έναν προορισμό. Από τη στιγμή λοιπόν που δεν έχω και πολύ σχέση με τη ζωή της κυρίως πόλης, δεν υπάρχει θέμα. 

Την Ιαπωνία την επισκέπτεστε καθόλου; Πρέπει πια να είναι ένα πολύ διαφορετικό μέρος από εκείνο που αφήσατε στα εφηβικά σας χρόνια. Σκεφτήκατε αλήθεια ποτέ να επιστρέψετε για να ζήσετε εκεί; 

Έχω 3,5 χρόνια να πάω στην Ιαπωνία, λόγω των προβλημάτων υγείας που πέρασα τελευταία. Αλλιώς, την επισκέπτομαι μία ή δύο φορές τον χρόνο. Εννοείται και είναι ένας πολύ διαφορετικός τόπος. Εντελώς διαφορετικός, θα έλεγα: ειδικά τώρα, μετά την καταστροφή στη Fukushima, το να ζεις εκεί είναι δυσκολότερο, αν μπορείς να δεις την πραγματική εικόνα πίσω από όσα μεταδίδουν τα μέσα ενημέρωσης –η οποία βέβαια δεν έρχεται και πολύ στο φως. 

Γενικά, πάντως, η Ιαπωνία δεν είναι το μέρος όπου θα ήθελα να ζω στη συγκεκριμένη φάση. Ίσως σε πολύ συγκεκριμένες τοποθεσίες της μονάχα. Κάθε μέρος που μπορεί να έχει καθημερινές ειδικές ανάγκες σε τρεχούμενο νερό, είναι προς αποφυγή. Λυπάμαι που το λέω, γιατί είναι η πατρίδα μου και είναι ένας όμορφος τόπος. Αλλά με ρίχνει το πόσο διεφθαρμένοι και ανεύθυνοι είναι οι πολιτικοί της και οι βιομήχανοί της, όπως και το ότι ο κόσμος προτιμά να σιωπά και να μην κάνει τίποτα για όλα αυτά. 

Αλλάζοντας συζήτηση, ξέρω ότι είστε μεγάλος fan της Λίβερπουλ στο ποδόσφαιρο, της ομάδας δηλαδή που κι εγώ υποστηρίζω στη Βρετανία. Τι γνώμη έχετε για την επίδοση αυτής της σαιζόν; Κρίμα δεν είναι που χάθηκε η 3η θέση, άρα και η ευκαιρία της αποφυγής του προκριματικού γύρου στο επόμενο Champions League;

Ισχύει, αγαπώ τη Λίβερπουλ και παρακολουθώ πολύ Premier League. Αλλά, πάνω απ' όλες τις ποδοσφαιρικές αγάπες, είναι η Μπορούσια Ντόρτμουντ! Έγινα βασικά fan της Λίβερπουλ λόγω του Jürgen Klopp, τον οποίον θαύμαζα για τη δουλειά του στη Γερμανία, πριν αναλάβει τη Λίβερπουλ. 

Φέτος χάσαμε πολλούς βαθμούς κόντρα στις λεγόμενες «αδύναμες» ομάδες, ενώ δεν χάσαμε ποτέ παιχνίδι κόντρα στους 6 πρώτους της τελικής βαθμολογίας. Εδώ βρίσκεται το πρόβλημα. Βέβαια, το ενδιαφέρον με τη βρετανική Premier League είναι ότι έχεις 5-6 ομάδες που έχουν όλες τη δύναμη να πάρουν το πρωτάθλημα, ενώ σε άλλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα υπάρχει συνήθως ένας ξεκάθαρος κυρίαρχος. 

Στο σημερινό ποδόσφαιρο έχει δημιουργηθεί πάντως σοβαρό ζήτημα με τα λεφτά και τον βέρο καπιταλισμό από πίσω του, κάτι που με απασχολεί ως φίλο του αθλήματος. Όσο για τα προκριματικά του επόμενου Champions League, είμαι σίγουρος ότι η Λίβερπουλ θα περάσει και θα παίξει σε όμιλο –θα το δείτε. Είμαι επίσης χαρούμενος που ο David Wagner, πρώην προπονητής της Ντόρτμουντ κι εκείνος, θα είναι στην επόμενη σαιζόν της Premier League με τη Χάντερσφιλντ. Θα την υποστηρίζω κι αυτήν! (γελάει)

Μελετάτε ακόμα την Αγία Γραφή, βρίσκετε ακόμα έμπνευση σε αυτήν; Υπάρχει κάποιο τμήμα της που το σκέφτεστε πιο συχνά μέσα στα χρόνια; 

Ναι, ακόμα μελετώ τακτικά την Αγία Γραφή, γιατί να σταματήσω; Είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο, από το οποίο μπορείς να μάθεις τόσα πράγματα. Μου αρέσει σαν σύνολο, αλλά αν πρέπει να διαλέξω ένα κομμάτι, θα ήταν το Βιβλίο του Ιώβ. Η αγάπη του προς τον Θεό, η εμπιστοσύνη του προς εκείνον και η πίστη του είναι τόσο βαθιές. Πρόκειται για ένα καλό παράδειγμα αληθινού πιστού. 

Σε διάφορες συνεντεύξεις έχετε μιλήσει ανοιχτά κατά της Παγκοσμιοποίησης και των συνεπειών της –και είμαστε πολύ κοντά στον τρόπο που βλέπουμε αυτά τα πράγματα. Δεν σας ανησυχεί όμως που μια τέτοια κριτική ανοίγει εν τέλει τόσες πολλές πόρτες για τη σύγχρονη άκρα Δεξιά; 

Η άκρα Δεξιά εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες καθημερινών ανθρώπων που δεν έχουν πραγματική γνώμη για τον κόσμο και θα πήγαιναν μάλλον προς όποια κατεύθυνση βρισκόταν αντίθετα σε ό,τι θεωρούν πως δημιουργεί πρόβλημα. Αν έχεις όμως λίγο μυαλό, δεν μπορεί παρά να έχεις μάθει από τα παθήματα της ιστορίας. Προσωπικά προτιμώ την πίστη στον Θεό, παρά στην πολιτική. Ζούμε νομίζω σε μια περίοδο κατά την οποία οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν θα μπορέσουν να βρουν εντός τους τις απαντήσεις που ψάχνουν.





15 Σεπτεμβρίου 2021

Zbigniew Preisner - συνέντευξη (2018)


Γερά άρχισε η νέα κινηματογραφική σαιζόν, καθώς η ταινία Ο Άνθρωπος του Θεού (Man of God) της Yelena Popovic δείχνει να έχει πωλώσει τα εγχώρια social media, προξενώντας μια ποικιλία αντιδράσεων γύρω από τα περίπου 80.000 εισιτήρια τα οποία έκοψε μέσα σε 5 μόλις ημέρες. Προσωπικά δεν την έχω δει για να έχω άποψη, καθώς εξακολουθώ να ατενίζω μη αστικά τοπία καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές. 

Βρίσκω ωστόσο αναμενόμενο τον ντόρο, εφόσον μιλάμε για ένα φιλμ το οποίο πραγματεύεται τη ζωή του Αγίου Νεκτάριου Αιγίνης (τον ρόλο παίζει ο Άρης Σερβετάλης, στο cast είναι επίσης ο Μίκι Ρουρκ): ζούμε σε μια χώρα με έντονη πρόσδεση στο θρησκευτικό συναίσθημα, που με τη σειρά της προκαλεί έντονες αντιδράσεις σε όσους δεν το συμμερίζονται. Ιδιαίτερα σε όσους έχουν δεχτεί βολές κατά καιρούς για το πώς ζουν, από διάφορους «καλούς Χριστιανούς», οι οποίοι μόνο έτσι δεν είναι. Τέτοιοι συναισθηματισμοί, βέβαια, δεν γίνεται να εμπλέκονται με την κριτική αποτίμηση μιας ταινίας.

Τέλος πάντων, στην παρούσα ανάρτηση την αφορμή δίνει περισσότερο το soundtrack του Man of God, παρά το ίδιο το φιλμ. Το υπογράφει ένας παλιός γνώριμος της Ελλάδας, ο Πολωνός συνθέτης Zbigniew Preisner, τον οποίον θαυμάσαμε στο παρελθόν για τη μουσική που έγραψε για τις «χρωματιστές» ταινίες του Κριστόφ Κισλόφσκι, αλλά και για το soundtrack που έφτιαξε για το Κουαρτέτο σε Τέσσερις Κινήσεις της Λουκίας Ρικάκη (1994), όπου μελοποίησε μάλιστα και ποίηση Κωστή Παλαμά ("Κοσμοπλάστρα Μουσική", εξαιρετικά ερμηνευμένο από τον Μανώλη Λιδάκη). Στο δε score του Man of God συμμετέχει και η Lisa Gerrard των Dead Can Dance. 

Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τον Zbigniew Preisner πριν λίγα χρόνια (2018) και να μιλήσουμε εκτενώς, ενόψει των συναυλιών που σχεδίαζε τότε στην Αθήνα. Η κουβέντα εκείνη έδωσε ένα κείμενο το οποίο δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικές τροποποιήσεις, με αφορμή το soundtrack για τον Άνθρωπο του Θεού.

Όπως μπορείτε να δείτε αμέσως παρακάτω ήταν μια πλούσια συνομιλία, στην οποία ο Preisner εξήγησε (μεταξύ άλλων) γιατί δεν θέλει να δουλεύει για το Χόλυγουντ και γιατί ανησυχεί από τις πολιτικές εξελίξεις στη σύγχρονή μας Ευρώπη. Μίλησε όμως και για το σπίτι του στη Ρόδο, για τον Αριστοτέλη, αλλά και για το γιατί κατά τη γνώμη του δεν γίνεται να μελοποιηθεί η ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη.


Οι επικείμενες συναυλίες σας στην Αθήνα, έχουν ως βασικό μότο μια ρήση του Αριστοτέλη: «ζούμε με συναισθήματα, όχι με τις ώρες στο ηλιακό ρολόι». Είναι αυτό ένα μότο ζωής γενικότερο για σας;

Είναι η αλήθεια, καθώς παντού στον κόσμο ζούμε με τα συναισθήματα. Στην Ελλάδα έχετε τα δικά σας, στην Πολωνία τα δικά μας, στην Αμερική έχουν άλλα συναισθήματα. Γι' αυτό και πρέπει να υπενθυμίζουμε τον Αριστοτέλη, όπως και γενικότερα τους αρχαίους φιλοσόφους, ώστε να θυμάται το κοινό. 

Ποιοι άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι σας αρέσουν, πέρα από τον Αριστοτέλη; 

Ο Πλάτωνας, ο άγιος Αυγουστίνος, αλλά και ο Σενέκας. Ο Σενέκας μάλιστα μίλησε από τότε για το τι μπορεί να φέρει η δημαγωγία και σήμερα παρατηρούμε την παγκόσμια άνοδό της, για ακόμα μία φορά. Είναι λοιπόν, μεταξύ άλλων, και ένας επίκαιρος φιλόσοφος. 

Οι συναυλίες σας έχουν όμως και περαιτέρω ελληνικό ενδιαφέρον, νεότερο: «Κοσμοπλάστρα Μουσική» ο γενικότερος τίτλος τους, από ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά το οποίο μελοποιήσατε το 1994 για τις ανάγκες μιας εγχώριας ταινίας. 24 χρόνια μετά, τι θυμάστε από εκείνη τη συνεργασία;

Ήταν η ταινία Κουαρτέτο Σε Τέσσερις Κινήσεις της Λουκίας Ρικάκη. Ψάχναμε θυμάμαι για κάτι που θα μπορούσε να μιλήσει ταυτόχρονα για την Ελλάδα, αλλά και για την Τέχνη. Η Λουκία διάλεξε λοιπόν το ποίημα αυτό του Παλαμά. 

Αλήθεια, το σπίτι στη Ρόδο το έχετε ακόμα; 

Α, είναι καταπληκτικό. Και δεν πρόκειται ξέρεις να το αφήσω ποτέ. Συνηθίζω μάλιστα να λέω για πλάκα ότι θα αλλάξω και το επίθετό μου και θα λέγομαι Έκτορας της Ρόδου!

Στις συναυλίες σας θα τραγουδήσει και η Μαρία Φαραντούρη και δηλώσατε ότι έτσι θα εκπληρωθεί μια παλιά σας επιθυμία, να συνεργαστείτε. Πώς δεν έτυχε τόσα χρόνια να κάνετε κάτι μαζί; 

Πρώτα-πρώτα, έχω 10 χρόνια να δώσω συναυλία στην Ελλάδα. Και δεν είχα γενικότερα τη δυνατότητα να κάνουμε κάτι μαζί. Τώρα, λοιπόν, θέλω η Μαρία Φαραντούρη να είναι αυτή που θα τραγουδήσει τον "Ύμνο Στην Ενωμένη Ευρώπη" –και μάλιστα στα ελληνικά. Θέλω να βγει από την Ελλάδα αυτό το μήνυμα και να είναι σαφές, αφού κι εγώ βασίστηκα στο ελληνικό κείμενο της Α΄ Επιστολής προς Κορινθίους του Αποστόλου Παύλου για να γράψω το έργο.

Όταν γράψατε όμως αυτό το έργο, ήταν μια διαφορετική εποχή: πιστεύαμε όλοι τότε στο μέλλον που υποσχόταν μια ενωμένη Ευρώπη. Τώρα αρκετοί αισθάνονται αλλιώς, όχι μόνο στην Ελλάδα –νομίζω αντανακλάται έντονα και στην πολιτική ζωή της Πολωνίας...

Με λυπεί πολύ ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Πολωνία. Μέχρι πρόσφατα, η χώρα μου ήταν πολιτικά και οικονομικά στο καλύτερο σημείο στο οποίο είχε βρεθεί τα τελευταία 300 χρόνια. Μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004· και μέσα σε 14 χρόνια άλλαξαν τα πάντα, εκτός από τη νοοτροπία μας. Για να γυρίσω σε ό,τι λέγαμε πριν για τον Σενέκα, η δημαγωγία όχι μόνο επέστρεψε στην Πολωνία, μα άρχισε και να κερδίζει. 

Δεν κερδίζει όμως μόνο στην Πολωνία, κερδίζει και σε χώρες που ίσως δεν περίμενε κανείς, π.χ. στη Γαλλία, ακόμα περισσότερο στην Αυστρία, με τον νυν κυβερνητικό συνασπισμό. Χώρες με πολύ διαφορετική διαδρομή και με ευρωπαϊκή νοοτροπία...

Νομίζω ότι ο κόσμος είναι πολύ κουρασμένος με την ειρήνη. Δυστυχώς. Πλέον υπάρχει και πάλι μεγάλο σχίσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Η μεσαία τάξη, αυτή που ιστορικά ισορροπούσε τα πράγματα, συρρικνώνεται. Η δημαγωγία βασίζεται στις υποσχέσεις, δεν σκέφτεται τι θα έρθει έπειτα –το αύριο δεν υπάρχει γι' αυτούς τους ανθρώπους. Το μόνο που τους ενδιαφέρει; Η εξουσία. Ίσως μάλιστα να φοβούνται πως θα καταλήξουν και στη φυλακή ακόμα, εάν τη χάσουν. 

Πάλι στον Αριστοτέλη γυρνάμε εδώ, ο οποίος είχε γράψει στα Πολιτικά ότι ραχοκοκαλιά της δημοκρατίας είναι η μεσαία τάξη...

Ακριβώς έτσι έχουν τα πράγματα. Και ακόμα χειρότερα για μας τους καλλιτέχνες, γιατί οι δημαγωγοί και οι δικτάτορες προσπαθούν να φτιάξουν και τη δική τους «τάξη» καλλιτεχνών. Στην Πολωνία, ας πούμε, ο κόσμος των δημιουργών ή είναι μαζί με τους κυβερνώντες ή εναντίον τους. 

Πιστεύετε λοιπόν ότι το μεγαλύτερο επίτευγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν η ειρήνη στην ήπειρό μας; 

Σαφέστατα. Και θα βρίσκω πάντα προτιμότερη τη χειρότερη ειρήνη από τον καλύτερο πόλεμο. 


Ας ξαναγυρίσουμε σε πιο μουσικά πράγματα. Η συνεργασία σας με τον σκηνοθέτη Κριστόφ Κισλόφσκι (Krzysztof Kieślowski) σας έκανε ως γνωστόν πολύ διάσημο. Πώς δουλεύατε συνήθως τα soundtrack των ταινιών του; Βάσει του σεναρίου; ή λειτουργούσατε ανεξάρτητα από αυτό;

Όταν γράφεις για κάποια ταινία, δεν είσαι ποτέ ελεύθερος. Είμαστε πάντα εξαρτημένοι οι συνθέτες και από το σενάριο, αλλά και από τον σκηνοθέτη. Υπάρχει ωστόσο ένα μικρό περιθώριο, μια πόρτα ας πούμε, η οποία παραμένει ανοιχτή: μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη δική σου «γλώσσα» για τα όσα έχει ανάγκη η ταινία. Θεωρώ ότι το έχω καταφέρει αυτό. 

Τι είναι πιο ιντριγκαδόρικο λοιπόν για έναν συνθέτη, όταν προσπαθεί να πιάσει τον τόνο ενός φιλμ; 

Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από τις συζητήσεις τις οποίες θα κάνεις με τον σκηνοθέτη, γιατί εκεί θα προκύψει αν βλέπεις κάτι διαφορετικά από εκείνον. Και είναι ακριβώς στα πλαίσια του διαλόγου αυτού όπου βρίσκεται συνήθως και το μήνυμα, αλλά και το νόημα της μουσικής που θα συνοδεύσει μια ταινία. Ως συνθέτης, εσύ πρέπει να «μυρίσεις» κατά κάποιον τρόπο τον τόνο της –και να ακολουθήσεις έπειτα τη συγκεκριμένη «μυρωδιά». 

Με τον Κισλόφσκι, εντωμεταξύ, ευτυχήσατε να γίνετε και αγαπημένοι φίλοι. Υπάρχει μια ιστορία, για κάποια ρολόγια που αγοράσατε κάποτε μαζί, θα θέλατε να την πείτε;

Ο Κριστόφ ήταν ένας πάρα πολύ συνεπής άνθρωπος. Εγώ, πάλι, δεν είμαι καθόλου συνεπής. Ήξερα όμως ότι, όταν δουλεύαμε μαζί, έπρεπε να δείχνω συνέπεια. Το κάναμε λοιπόν ένα είδος παιχνιδιού. Κάποτε βρεθήκαμε σε ένα αεροδρόμιο της Ελβετίας –δεν θυμάμαι τώρα αν ήταν στη Ζυρίχη ή στη Γενεύη. Εκεί, αγοράσαμε δύο ολόιδια ρολόγια, όχι πολύ φτηνά, αλλά εξαιρετικά ακριβή. Και τα συγχρονίσαμε μέχρι τελευταίου δευτερολέπτου. 

Έπειτα, κάθε που ήταν να βρεθούμε σπίτι του, ορίζαμε την ώρα αφού ξανασυντονίζαμε τα ρολόγια, ώστε να είμαστε βέβαιοι ότι έχουμε τον ίδιο χρόνο. Αν μάλιστα είχαμε ραντεβού π.χ. στις 12 και έφτανα νωρίτερα, περίμενα κάτω στην είσοδο μέχρι να πάει 12! Τότε χτυπούσα το κουδούνι· ποτέ πιο αργά, ποτέ πιο νωρίς. Ήταν μια άσκηση όχι μόνο στην ακρίβεια, αλλά και στο πόσο υπεύθυνος μπορείς να φανείς. Το οποίο με βοήθησε κατόπιν και στη δουλειά μου, γιατί, αν π.χ. λέγαμε ότι 10 η ώρα θα κάναμε εγγραφή, 10 δεν στήναμε τα μικρόφωνα, ούτε πίναμε καφέ, μα ξεκινούσαμε να γράφουμε. 

Ο David Gilmour των Pink Floyd, με τον οποίον έχετε επίσης συνεργαστεί, έχει παρόμοια αντίληψη; 

Ναι, κι αυτός είναι πολύ ακριβής. Και είναι άνθρωπος που ξέρει ακριβώς τι θέλει, μα την ίδια στιγμή σου προσφέρει και μια απόλυτη ελευθερία. Αν μάλιστα δει ότι κάνεις κάτι καλύτερα από ό,τι το είχε στο μυαλό του, σου λέει να το προχωρήσεις όπως εσύ νομίζεις. Παίξαμε π.χ. μαζί στο Wroclaw το "High Hopes" των Pink Floyd, με πλήρη παρτιτούρα για εκείνον και την ορχήστρα. Στην πρόβα, λοιπόν, τελείωσε μερικές δικές του φράσεις λίγο νωρίτερα από την ορχήστρα. Το άκουσε έπειτα και το βρήκε καταπληκτική ιδέα. Και έτσι το κάναμε. 

Τι σας πρόσφερε καλλιτεχνικά η επινοημένη περσόνα του Van den Budenmayer;

(γελάει) Ήταν ένα είδος παιχνιδιού κι αυτό, το κάναμε για πλάκα με τον Κριστόφ. Όταν έφτιαχνα το soundtrack για τον Δεκάλογο (1989), ήθελα να χρησιμοποιήσω ένα κομμάτι του Gustav Mahler. Όμως η άδεια αποδείχθηκε πολύ ακριβή για το υπάρχον κονδύλι. Έτσι, πήραμε ένα παλιό ποίημα του 16ου αιώνα για μια νύμφη του νερού, έγραψα τη μουσική μα τη χρεώσαμε στον Van den Budenmayer, όνομα που μας φαινόταν αυθεντικά ολλανδικό. Έπειτα, άρχισαν κάποιοι να αναζητούν ποιος ήταν αυτός ο Van den Budenmayer και έτσι με τον Κισλόφσκι του δώσαμε μια ημερομηνία γέννησης, η οποία ήταν η δική μου, απλά 200 χρόνια πιο πριν. Τελικά χρειάστηκε βέβαια να τα αποκαλύψουμε όλα, όταν ο πολωνικός Τύπος άρχισε να με κατηγορεί ότι έκλεψα τη μουσική ενός παλιού Ολλανδού συνθέτη! (γελάει)

Γιατί έχετε απορρίψει τόσες προτάσεις να δουλέψετε στο Χόλυγουντ; 

Στο Χόλυγουντ, κανείς ποτέ δεν φαίνεται υπεύθυνος να πάρει μια απόφαση. Δεν ξέρεις αν την παίρνει ο σκηνοθέτης, ο παραγωγός, το στούντιο, κάποιος άλλος. Είναι λοιπόν πραγματικά δύσκολο να κάνεις μουσική που να αρέσει σε όλους αυτούς. Δούλεψα κάποτε με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, για το Secret Garden (1993). Και μου είπε ότι, όταν έκανε τον πρώτο Νονό (1972), στο στούντιο άρεσε πολύ η ταινία, βρήκαν όμως το score του Nino Rota ακατάλληλο και ζήτησαν να αλλάξει ο συνθέτης. Τρεις μήνες μετά έκαναν κάποιες δοκιμαστικές προβολές με διαφορετική μουσική και είπαν στον Κόπολα ότι ούτε εκείνη έπιανε, οπότε «ας γυρίσουμε στον Rota, έτσι κι αλλιώς δεν μας ενδιαφέρει και τόσο». 

Ξαναγυρνώ στην Ελλάδα, για την τελευταία ερώτηση. Σε παλιότερη συνέντευξη, είχατε πει ότι δοκιμάζατε μελοποιήσεις σε ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Υπάρχουν ακόμα αυτά τα σχέδια; 

Προσπάθησα πράγματι, ειδικά για το "Περιμένοντας τους Βαρβάρους", καθώς το βρίσκω και κατάλληλο για τη σημερινή εποχή. Στο ποίημα βέβαια του Καβάφη οι βάρβαροι δεν έρχονται ποτέ, ενώ στην πραγματικότητα πιστεύω ότι θα έρθουν. Αποδείχθηκε ωστόσο πολύ δύσκολο. Φοβάμαι μάλιστα ότι, αν επιμείνω, θα του χαλάσω την ποίηση. Και δεν θέλω να κάνω κάτι τέτοιο. Το μέτρο του Καβάφη δεν συμβαδίζει εύκολα με τη φόρμα μιας μουσικής σύνθεσης. Τώρα σκέφτομαι πια περισσότερο μια όπερα, με τίτλο Κασσάνδρα. Μακάρι να βρω έναν Έλληνα παραγωγό και τους κατάλληλους συντελεστές, ώστε να πραγματωθεί.