29 Δεκεμβρίου 2020

Into Battle Festival I, μέρες 1&2 - ανταπόκριση (2017)


Συναυλιακά μιλώντας, ως περίοδο των φεστιβάλ στην Ελλάδα ορίζαμε συνήθως –τότε που είχαμε live κίνηση– την εποχή από Μάιο ως Σεπτέμβρη, όταν ξάνοιγε δηλαδή ο καιρός και κινούμασταν πλέον σε καλοκαιρινούς ρυθμούς.

Οι φίλοι του heavy metal, ωστόσο, ξέρουμε ότι η αρχή γίνεται παραδοσιακώς νωρίτερα με το Up The Hammers, το οποίο πέτυχε να αναχθεί σε επιτυχημένο θεσμό, τραβώντας και διεθνές κοινό προς τα μέρη μας. Αλλά από το 2017, το ημερολόγιο μετατοπίστηκε ακόμα πιο πίσω, καθώς το νεοσύστατο Into Battle της Eat Metal Records έκανε ποδαρικό με το δεξί, εδραιωνόμενο έκτοτε στην ατζέντα του Δεκέμβρη. Για φέτος, μάλιστα, το «μενού» είχε Elixir, Mystik, Scanner και Rustx, όμως ο κορωνοϊός ανέτρεψε τους σχεδιασμούς –οπότε ελπίζουμε πλέον στα δρώμενα του 2021.

Για το πρώτο Into Battle του 2017, λοιπόν, μπαστακώθηκα δύο σερί βραδιές στο Κύτταρο, κάτι που δεν αποδείχθηκε εύκολο στην πράξη, καθώς οι ήδη μεγάλες χρονικές διάρκειες ξέφυγαν λόγω καθυστερήσεων. Η 1η μέρα είχε headliners τους ιστορικούς Riot και η 2η τους Tokyo Blade, οι οποίοι χρειάστηκε τελικά να καταφύγουν σε εγχώριες δυνάμεις για να καλύψουν το απροσδόκητο κενό του Alan Marsh στο μικρόφωνο. Εγώ, πάλι, περίμενα πώς και πώς την πρώτη έλευση των King Leoric του (άνωθεν εικονιζόμενου) Jens Wunder στην Ελλάδα, αν και τελικά τα γκρουπ που «έγραψαν» πάνω στο σανίδι ήταν οι Horisont και οι Domine.

Οι ανταποκρίσεις δημοσιεύτηκαν τότε στο Avopolis, ως δύο ξεχωριστά άρθρα. Και αναδημοσιεύονται τώρα εδώ ως ενιαίο κείμενο, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι του Θάνου Λαΐνα, ο οποίος υπήρξε υποδειγματικός και πραγματικά ακούραστος συνεργάτης επί σειρά ετών: ήξερα ότι μπορώ να βασιστώ πάνω του για οποιαδήποτε περίσταση και οποιαδήποτε δύσκολη αποστολή


Το νέο μεταλλικό φεστιβάλ της πόλης «κέρασε» υπέροχο line-up, σφραγισμένο από το μερακλίδικο δισκοπωλείο Eat Metal· και βρήκε την πρέπουσα ανταπόκριση από ένα κοινό που εξακολουθεί, παρά τα δύσκολα, να στηρίζει. Δεν θα ήθελα λοιπόν να κλείσω την ανταπόκριση για την 1η (μάλλον sold-out) μέρα με γκρίνια. Ας ειπωθεί λοιπόν εξαρχής η μόνη δυσαρέσκεια, ώστε να φύγει από τη μέση.

Η Παρασκευή είναι εργάσιμη, εντούτοις πολλοί ήρθαν στο Κύτταρο από τις 17.30, γνωρίζοντας ότι μπροστά τους έπονταν 6,5 ώρες συναυλιών. Κάτι που ασφαλώς σήμαινε κάμποσα ωραία, σήμαινε όμως και κάποιες ώρες ορθοστασίας. Δεν γίνεται επομένως να προσπεραστούν οι ολοένα και μεγαλύτερες καθυστερήσεις στο ανακοινωμένο χρονοδιάγραμμα, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να βγουν οι Riot στις 23.40, αντί για 22.30, έχοντας μάλιστα μπροστά τους 1,5 ώρα πρόγραμμα. «Φάε μέταλ» είπαμε, ασφαλώς. Αλλά όχι και κατακούτελα.


Εν πάση περιπτώσει, τις «εχθροπραξίες» κήρυξαν με τον καλύτερο τρόπο οι συμπατριώτες Sons Of Iniquity και μάλιστα ενώπιον κάμποσου κόσμου. Τους είχα ξαναδεί στα προεόρτια του Up The Hammers 2017, να ανοίγουν για τους Stormwarrior, αλλά κάποιο θέμα με το μικρόφωνο είχε χαντακώσει το set τους. Στο Κύτταρο όμως δεν υπήρχε κανένα τεχνικό ζήτημα κι έτσι απολαύσαμε ένα σφιχτοδεμένο γκρουπ, που εξαπέλυσε δυναμική επίθεση πολλών βολτ σε τραντισιομέταλ ύφος (πρέπει να έχουν λιώσει το Master Of Disguise των Savage Grace), με καταλύτη την επιβλητική, Βίκινγκ φιγούρα του καλού τραγουδιστή τους Μιχάλη Μπάκουλα. Έχετε δει ποτέ headbanging με φραπέ σε πλαστικό στο ένα χέρι; Αυτό έβλεπε πάντως κανείς κάτω από τη σκηνή όσο έπαιζαν, καθώς ήταν ακόμα νωρίς το απόγευμα.

Οι μισοί από όσους είχαν μαζευτεί στο Κύτταρο εκείνη την ώρα έκατσαν και για τους Αθηναίους Slaughtered Priest στη συνέχεια –οι υπόλοιποι προτίμησαν να αράξουν έξω στα πεζοδρόμια της Ηπείρου. Ανά στιγμές, ο frontman τους εξέπεμπε κάτι από Lemmy, ενώ και το κατά βάση thrash υλικό τους είχε μουσικά κάτι το αψύ, που ενίοτε οδηγούσε σε μια καλοδεχούμενη «πανκιά». Αλλά σε συνολική εντύπωση, κάτι έλειπε. Φταίγανε ίσως οι συχνές διακοπές μεταξύ των τραγουδιών; Φταίει η εμμονή τους με μια παλιοκαιρισμένη αντιχριστιανική γραφικότητα στο στιχουργικό περιεχόμενο (τα συμπεραίνετε και από το όνομα της μπάντας); Περίμενα τέλος πάντων ότι ένα γκρουπ με 10 χρόνια πορείας θα αποτυπωνόταν με περισσότερο αέρα επί σκηνής.

Τρίτη και τελευταία εγχώρια μπάντα της βραδιάς οι Wrathblade, οι οποίοι εμφανίστηκαν ενώπιον κάμποσων fans, κάτω από ένα banner με τον θεό Ποσειδώνα να δηλώνει παρουσία για την καινούρια τους δισκογραφική δουλειά God Of The Deep Unleashed. Το κοινό έστησε ενθουσιώδη κερκίδα τόσο για τα νέα τραγούδια, όσο και για το παλαιότερο υλικό, χειροκροτώντας θερμά από την εμφάνιση κιόλας του γκρουπ, όταν ο Νίκος Βαρσάμης μας έβαλε στο κλίμα με μια a cappella εισαγωγή-δείγμα των τενόρο ικανοτήτων του. Οι Wrathblade έπαιξαν επικά και δυνατά, με τις Iron Maiden κιθάρες τους σε πρώτο πλάνο και τον τραγουδιστή τους να αποτυπώνεται αρκούντως βροντερός, φέρνοντας λίγο στις καλές μέρες του Chris Boltendahl των Grave Digger.


Κατόπιν η σκυτάλη πέρασε στα χέρια των Σουηδών Portrait, που πριν καμιά δεκαετία βάλε-βγάλε προξένησαν τον δικό τους μικρό σεισμό στο ευρωπαϊκό underground με το μελωδικό τους metal. Με το banner του νέου τους δίσκου Burn The World στο φόντο και τους ίδιους στρατηγικά τοποθετημένους ανάμεσα στα πανό τους, ξεκίνησαν ένα σόου ενέργειας, με καταιγιστικές ηλεκτρικές εκκενώσεις από τον πωρωμένο βασικό κιθαρίστα Christian Lindell. Παράλληλα, ο απίστευτος τραγουδιστής τους Per Lengstedt (ο οποίος κάτι φέρνει εμφανισιακά σε νεαρό Steven Tyler των Aerosmith;) άρχισε να οργώνει θεατρικά τη σκηνή, υψώνοντας θεαματικά τη φωνή του όταν το απαιτούσαν οι συνθέσεις. Με μια μεγάλη setlist, που ικανοποίησε τους παλιούς fans εξυπηρετώντας συνάμα και την ανάγκη προώθησης του καινούριου άλμπουμ, οι Portrait δεν σου άφηναν κανένα περιθώριο να μην τους χαζέψεις –και να μην τους θαυμάσεις. Το συναυλιακό σανίδι, είναι απλά ο φυσικός τους χώρος.

Οι Count Raven είχαν τους δικούς τους αφοσιωμένους να τους περιμένουν με ανυπομονησία στο Κύτταρο, το οποίο ήταν πια τιγκαρισμένο. Εδώ βέβαια θα αλλάζαμε εντελώς ηχητικό κλίμα, αφού οι Σουηδοί έγραψαν ιστορία σε ένα κατά βάση heavy rock κιτάπι, στο οποίο έδωσαν μια doom ώθηση αντλημένη από τα αθάνατα Black Sabbath διδάγματα. Ο Jens Bock κρατούσε τα μπόσικα στα τύμπανα, κρυμμένος πίσω από το μαύρο γυαλί του, ο νεόκοπος μπασίστας Samuel Cornelsen έμοιαζε λες και έπαιζε 40 χρόνια στη μπάντα, αληθινός όμως τελετάρχης ήταν ο Dan Fondelius (φωνή/κιθάρα) με τα μειλίχια, στρογγυλά αγγλικά του. Φανταστείτε τον Robin Williamson να μην είχε στραφεί στις κέλτικες άρπες μετά τους Incredible String Band, αλλά να ανέπτυσσε πιο «σκληρές» ανησυχίες.


Οι Count Raven μπήκαν με το δεξί, με το "Poltergeist" από το πολυτιμημένο τους comeback Mamons War (2009), δοκίμασαν επιτυχώς ένα καινούριο κομμάτι από κάποιο άλμπουμ που προφανώς βρίσκεται στα σκαριά και μας πήγαν βέβαια κι ένα ταξίδι στη δεκαετία του 1990, όταν έχτισαν τη φήμη τους με κομμάτια σαν το "Social Warfare" και δίσκους σαν το High On Infinity (1993). Το set που έπαιξαν στο Into Battle Festival ήταν μακρύ κι αυτό μάλλον κούρασε τη «γαλαρία», που είχε έρθει φτιαγμένη για πιο γρήγορους ρυθμούς. Ωστόσο οι Count Raven αυτό κάνουν και τον ήχο τους τον υπερασπίστηκαν μια χαρά. Παρότι μάλιστα τους ζητήθηκε κι επισήμως ένα τραγούδι εξτρά ως encore, ο Fondelius αρνήθηκε ευγενικά. Είχε επίγνωση βλέπετε του πόσο είχε ξεφύγει το πρόγραμμα χρονικά, αλλά και του γεγονότος ότι οι headliners περίμεναν να στηθεί η σκηνή για εκείνους.

Η σκηνή άρχισε λοιπόν πράγματι να στήνεται, σε ρυθμούς ωστόσο «τα ζα μου αργά», παρά την ήδη σημαντική καθυστέρηση. Αλλά όταν ήχησε η πρώτη σειρήνα και είδαμε μπροστά μας τους Riot (εντάξει, Riot V), ξεχάστηκαν όλα. Το Κύτταρο τους επεφύλαξε βροντερή υποδοχή, με την κατάμεστη πλατεία και τους γεμάτους εξώστες να δείχνουν τον ενθουσιασμό τους ήδη από την πρώτη επική τσιρίδα του Todd Michael Hall στο "Ride Hard Live Free".


Νομίζω ότι οι Riot θα γεμίζουν πάντα το Κύτταρο, όσες φορές κι αν έρθουν στην Ελλάδα: κι αν έχουν περάσει τα χρόνια, κι αν διαφοροποιείται η σύνθεση της μπάντας –παλιότερο μέλος είναι ο Don Van Stavern, στο σχήμα από το 1986, εξού και το Riot V– η απήχηση του Fire Down Under (1983) και του Thundersteel (1988) παραμένει διαχρονική στο εγχώριο metal κοινό· εκείνο, έστω, που αγαπά και το αμερικάνικο AOR. Και ήταν δεδομένο ότι θα τους τιμούσαν τους δίσκους αυτούς οι Riot ως headliners του πρώτου Into Battle, όσο κι αν τα επί σκηνής πανό έδειχναν ότι θα προωθούσαν και το Unleash The Fire του 2014.

Μόλις δεύτερο κομμάτι του set το "Fight Or Fall" από το Thundersteel και το κοινό το τραγούδησε με τέτοιον παλμό, ώστε ο «ζόρικος» κιθαρίστας Mike Flyntz ένιωσε την ανάγκη να μας βγάλει το καπέλο –τον ιδιότυπο έστω μαύρο μπερέ που πάντα φοράει. Αλλά και ο Hall, εντυπωσιασμένος, μας είπε ότι το πρωί που σηκώθηκε να πάρει την πτήση για Αθήνα αισθανόταν εξαντλημένος, όμως ένιωθε πια πλήρως αναζωογονημένος χάρη στις αντιδράσεις μας. Σήκωσε μάλιστα και μια σημαία κυπριακή που του έδωσαν κάποιοι στις πρώτες σειρές, οι οποίοι φαίνεται ότι ταξίδεψαν για να τους ξαναδούν: «ξέρω πού είναι αυτό το μέρος», είπε, «εκεί ήμασταν πριν λίγες μέρες», αναφερόμενος στη συναυλία τους στο Red Club της Λευκωσίας.

Λίγο αργότερα, το πελεκούδι θα ξανακαιγόταν στο "Johnny's Back", ενώ το ίδιο θα συνέβαινε και σε στιγμιότυπα σαν τα "Bloodstreets" και "Thundersteel". Ήταν μάταιο να προσπαθήσεις να επικεντρώσεις σε κορυφαίες στιγμές: οι Riot είχαν έρθει σε τρομερή φόρμα και κάθε σχεδόν επιλογή της setlist έμοιαζε και ως σημείο αναφοράς της βραδιάς, που ξεπέρασε νομίζω την προ διετίας καταπληκτική τους εμφάνιση στον ίδιο χώρο. Έτσι, εν μέσω «Riot, Riot» ιαχών, οι Αμερικανοί πραγματοποίησαν ακόμα μία υπερηχητική πτήση πάνω από την πόλη μας, κάνοντας την 1η μέρα του Into Battle αυτό ακριβώς που φιλοδόξησε να είναι: μια μεγάλη metal γιορτή.
..................................................

Η 2η μέρα του φεστιβάλ έδειξε με το «καλησπέρα» ότι η διοργάνωση δεν θα σκοτιζόταν να διορθώσει το θέμα με τις καθυστερήσεις των εμφανίσεων –κι ας είχε δημοσιεύσει ακριβές χρονοδιάγραμμα. Έτσι, στις 16.40 που υποτίθεται ότι ξεκίναγαν τα sets, οι πόρτες του Κυττάρου παρέμειναν ερμητικά κλειστές για όσους κάναμε τον κόπο να έρθουμε «έγκαιρα». Η πρώτη μπάντα θα έβγαινε μάλιστα επί σκηνής όταν υποτίθεται ότι τελείωνε: στις 17.10, έχοντας ρίξει εξαρχής όλον τον προγραμματισμό μισή ώρα έξω. Φυσικά, στη συνέχεια της βραδιάς η καθυστέρηση αυτή ...αυγάτισε, με αποτέλεσμα απόκλιση μιάμιση ώρας όταν πια είδαμε ενώπιόν μας τους headliners. Δεν είναι κρίμα να έχεις τέτοια δυσμενή σχόλια να κάνεις για ένα νέο event που άφησε συνολικά τις καλύτερες εντυπώσεις και πολλούς να αδημονούν για τη συνέχειά του;


Τη 2η Into Battle μέρα άνοιξαν οι «δικοί μας» Hateflames, πραγματοποιώντας ένα τίμιο ξεκίνημα –λίγο άγουρο ίσως, μα οπωσδήποτε ενθουσιώδες. Πρόκειται άλλωστε για καινούριο σχήμα, έστω κι αν ο ήχος τους παραπέμπει στο heavy metal παρελθόν, σε μπάντες τύπου Sanctuary και Metal Church. Μπορεί λοιπόν τα τραγούδια που μας παρουσίασαν να υστερούσαν σε ιδέες, δεν υστερούσε όμως καθόλου σε πάθος η ζωντανή τους επιτέλεση, με τα φωνητικά ειδικά του Βαγγέλη Παπαϊάκου να καναλάρουν επιτυχώς αυτή την εντύπωση στους λίγους κάτω από τη σκηνή, που χειροκρότησαν με θέρμη την καλοδιαβασμένη, μα κάπως άτσαλη διασκευή στο "Kill With Power" των Manowar.

Σειρά κατόπιν στους Temple από τη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι προσέλκυσαν περισσότερους θεατές, με κάποιους μάλιστα να έχουν ταξιδέψει από την επαρχία για να τους δουν. Το doom metal τους ίσως να έπεσε βαρύ και πένθιμο την ώρα που ακόμα πίναμε καφέ σε πλαστικό, αν εξαιρέσεις όμως αυτό το μάλλον ατυχές timing, είδαμε μία πραγματικά ενδιαφέρουσα εγχώρια περίπτωση, με σμιλεμένο ήχο, καλοδουλεμένα τραγούδια κι έναν Father Alex στο μικρόφωνο να κουβαλάει επάξια τον γοτθικό θρήνο των 1980s σε έναν μεταλλικό ιστό. Η μέχρι τώρα δισκογραφία τους μπορεί να είναι μικρή, απέδειξε όμως ότι διαθέτει (και) σκηνικό εκτόπισμα, ακούσαμε δε και υλικό από ένα επερχόμενο άλμπουμ.

Οι King Leoric θα κατέφταναν για πρώτη φορά στην Ελλάδα και ήταν από τα συγκροτήματα που ανυπομονούσα να δω, καθώς, παρά τη σποραδική τους δισκογραφία και μια κάπως γραφική, γερμανοεπαρχιώτικη αισθητική (προέρχονται άλλωστε από την κωμόπολη Wolfenbüttel), έχουν βγάλει power δίσκους με true metal ψυχή. Δυστυχώς, τα 20 χρόνια καριέρας μάλλον βαραίνουν πια στους ώμους του τραγουδιστή και μπασίστα Jens Wunder –μια cult φιγούρα με λευκά γένια, φαλάκρα και μπυροκοιλιά– και υπήρξαν έτσι σημεία στα οποία η φωνή δεν έβγαινε, καταστρέφοντας λ.χ. το "Guardians Of The King". 


Ωστόσο ο Wunder το κατάλαβε, υποσχέθηκε να βάλει τα δυνατά του και, με λίγο ενθουσιασμό από το κοινό, το έκανε. Και τότε, καθώς αμόλαγε τις τσιρίδες του θυμίζοντας αμυδρά κάτι από Accept εποχής Udo, φύσηξε την πρέπουσα πνοή στο κατσαπλιάδικο (με την καλή έννοια) power metal των King Leoric, προσφέροντας όσα χρειάζονταν ώστε να τραγουδήσουμε μαζί με τη μπάντα το "Thunderforce" και μερικά ακόμα κομμάτια. Μας είπαν μάλιστα και ένα καινούριο, τραγικό ήταν εδώ που τα λέμε (ερπετάνθρωποι, γκριμάτσες και τα σχετικά), αλλά τουλάχιστον σημαίνει πως δεν έχουν εγκαταλείψει τo στούντιο.

Οι Released Anger ήταν η τελευταία ελληνική μπάντα της βραδιάς κι αυτή που έπαιξε σε ένα Κύτταρο που πλέον είχε αρχίσει να γεμίζει αισθητά, με αποτέλεσμα ανάμεσα στον κόσμο να υπάρχουν και κάμποσοι αφοσιωμένοι, οι οποίοι δεν δημιούργησαν απλά κερκίδα, μα έστησαν και τα μόνα mosh pits που είδαμε στο φεστιβάλ. Είναι πια συγκρότημα με πορεία 12 χρόνων κι έτσι δεν θα πρέπει κανείς να εκπλήσσεται που επί σκηνής αποτυπώνονται ως μια καλολαδωμένη thrash metal μηχανή με «φονικές» επιδόσεις. 

Πήραν ωστόσο τη μάλλον αμφιλεγόμενη απόφαση να στηρίξουν το μακρύ τους set στο φρέσκο άλμπουμ Revenge (το οποίο διατέθηκε για πρώτη φορά στο Κύτταρο), κάτι που νομίζω δημιούργησε σιγά-σιγά κούραση σε όσους τους παρακολούθησαν με ενδιαφέρον, μα δίχως να συγκαταλέγονται στους fans. Πιστεύω δηλαδή ότι η θέση τους στο line-up απαιτούσε ένα set που θα λάμβανε περισσότερο υπόψιν το ετερόκλητο κοινό, αντί να αποτελεί ένα κέρασμα πρώτης τάξης στους μυημένους. Θα ήταν πάντως άδικο να μη χαρακτηρίσουμε την εμφάνισή τους εκρηκτική.

Την προηγούμενη φορά που είχαν επισκεφτεί τη χώρα μας οι Σουηδοί Horisont, δεν ήταν έτοιμοι για μας και δεν ήμασταν ούτε κι εμείς έτοιμοι για εκείνους. Τώρα, όμως, τα πάντα βρίσκονταν στη θέση τους: και το γεμάτο Κύτταρο ήταν πια καλά συντονισμένο στο 1970s heavy rock τους, αλλά κι εκείνοι είχαν έρθει εμφανώς προβαρισμένοι και με μέριμνα να παίξουν με περισσότερη δύναμη συγκριτικά με τους δίσκους, ώστε να ταιριάξουν καλύτερα τα τραγούδια τους σε μια συναυλιακή συνθήκη.


Ήδη έτσι από το εναρκτήριο "Odyssey" έπιασαν και κόσμο που δεν είχε ξανακούσει ποτέ το όνομά τους, με αποτέλεσμα να φτιαχτεί κλίμα στο Κύτταρο. Η επί σκηνής απόδοσή τους κρίνεται εκπληκτική. Αν άλλωστε αναζητά κανείς το «μυστικό» της επιτυχίας τους, θα πρέπει απλά να σταθεί στο γεγονός ότι πολλοί κάνουν αναβιώσεις, μα ελάχιστοι διαθέτουν στις τάξεις τους κιθαρίστες σαν τους Charles Van Loo & Kristofer Möller, ικανούς να πλέξουν τους Jethro Tull και τους Yes με τους Judas Priest εις σώμα ένα. Το "About Time" μπορεί μάλιστα να ακούστηκε και καλύτερο από ό,τι στον φετινό τους δίσκο.

Ο πήχης των προσδοκιών είχε λοιπόν ανέβει αρκετά ψηλά όταν βγήκαν ενώπιόν μας οι Ιταλοί Domine, προξενώντας μεγάλο χαμό: έγινε φανερό ότι πολλοί είχαν έρθει στο Κύτταρο για πάρτη τους, άλλωστε είναι ακόμα νωπές οι αναμνήσεις από την εξαιρετική τους εμφάνιση στον ίδιο χώρο, 2 χρόνια πριν. Ο ήχος αποδείχθηκε πολύτιμος σύμμαχος –έφεραν ας σημειωθεί δικό τους ηχολήπτη στο φεστιβάλ– ο Enrico Paoli έπαιζε τα σόλο του με τρελό παλμό, ενώ ο Morby μας είχε να κρεμόμαστε από το στόμα του, κάνοντάς μας ό,τι ήθελε: πότε διεύθυνε τα χορωδιακά μας ως άτυπος μαέστρος, πότε μας ζήταγε να τραγουδήσουμε, πότε ξεσήκωνε με εκείνες τις χαρακτηριστικά ημιχορευτικές κινήσεις, με την αλαφράδα πτηνού.


"The Mass Of Chaos" ήταν το κομμάτι με το οποίο μπήκαν οι Domine, ο χαμός όμως έγινε πιο μετά, στη μακροσκελή "Aquilonia Suite", αλλά και προς το τέλος, όταν παίχτηκαν καπάκι το "Eternal Sword" και το "Dragonlord", όπου ο Morby αποδείχθηκε ακαταμάχητος. «Το συμφωνικό metal όπως πρέπει να επιτελείται στη σκηνή» θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το συγκεκριμένο live και να το χρίσουμε ως υποχρεωτικό σεμινάριο για όσους επιθυμούν να ασχοληθούν με το είδος. Οι Domine στάθηκαν καταπληκτικοί και εν τέλει, με την αναποδιά που έλαχε στους Tokyo Blade, έμειναν νομίζω στη συνείδηση των περισσότερων ως οι αληθινοί headliners της 2ης Into Battle ημέρας, όσο κι αν κονταροχτυπήθηκαν για τον τίτλο με τους Horisont.

Με την καθυστέρηση του προγράμματος, η ώρα ήταν πια αρκετά περασμένη όταν ενώπιόν μας φάνηκαν οι Tokyo Blade. Αλλά ο όποιος αρχικός ενθουσιασμός γρήγορα μετατράπηκε σε παγωμάρα μόλις ακούσαμε την ανακοίνωση της ασθένειας του Alan Marsh –άλλωστε οι περισσότεροι είχαμε έρθει να δούμε Tokyo Blade με εκείνον, τον ορίτζιναλ τραγουδιστή τους, που είχε ποτίσει με τις ερμηνείες του τα πιο αγαπητά τους κομμάτια πίσω στις πρωτόλειες new wave of british heavy metal ημέρες. 

Παρά ταύτα, το γκρουπ θα έπαιζε! Με λίγη βοήθεια βέβαια από τους εγχώριους φίλους του. Το κοινό, πάντως, φυλλορρόησε αισθητά: το Κύτταρο παρέμεινε γεμάτο, μα στο πιο χαλαρό. Δεν ξέρω αν έφταιξε η απογοήτευση για τον Marsh, το περασμένο της ώρας ή το γεγονός ότι ορισμένοι είχαν έρθει για τους Domine και όχι για τους παλαίμαχους Βρετανούς.


Δεν είμαι επίσης σίγουρος αν έχει νόημα να κάνεις κριτική στα όσα εκτυλίχθηκαν, καθώς το μικρόφωνο περνούσε από χέρι σε χέρι ώστε να αποδοθούν γνωστά και ξεχασμένα τραγούδια από τις πρώτες «ηρωικές» μέρες της δεκαετίας του 1980: όσοι βρέθηκαν στη θέση του Marsh, το έκαναν με εφόδιο την αγάπη τους για τους Tokyo Blade, δίχως χρόνο για πρόβες και κανονικές προετοιμασίες. Επίσης, το γκρουπ αποδείχθηκε σε μεγάλη εκτελεστική φόρμα –ιδιαίτερα ο κιθαρίστας Andy Boulton· κι αυτό αύξανε τον «συναγωνισμό», γιατί δεν μπορούσες να μη σκεφτείς πώς θα ακουγόταν το τάδε και το δείνα με τέτοια απόδοση, αν ήταν κι ο Marsh πάνω εκεί. Αξίζει πάντως ένα μπράβο, διότι τέτοια πράγματα τα καταφέρνεις μόνο όταν από πίσω υπάρχει μια ενεργή και λειτουργική κοινότητα, έτοιμη να βάλει πλάτη στα δύσκολα.


Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι τη δύσκολη αρχή επωμίστηκε ο Γιάννης Μπρίτσας των Crimson Fire, ο οποίος ανέβηκε στη σκηνή με ταιριαστό fan μπλουζάκι με τον ανατέλλοντα ήλιο της πάλαι ποτέ Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας, για να τραγουδήσει εξαιρετικά το "Sunrise In Tokyo". Ήταν το κρίσιμο σημείο, που έπεισε πολλούς ότι άξιζε και να χειροκροτήσουν την προσπάθεια, μα και να παραμείνουν στο Κύτταρο για τη συνέχεια της βραδιάς. Στη συνέχεια από το μικρόφωνο πέρασε ο Νίκος Τραγάκης των Exarsis, ο Μιχάλης Μπάκουλας των Sons Of Iniquity (οι οποίοι είχαν ανοίξει την 1η Into Battle ημέρα), ο Δημήτρης Καρτάλογλου των Sacral Rage, ο ίδιος ο Boulton σε μια απόπειρα να πει το "Dead Of The Night" και ο απίθανος Μιχάλης Λίβας των Fortress Under Siege, που χάρισε μια εκπληκτική εκτέλεση στο "Lightning Strikes (Straight Through Τhe Heart)" –τόσο, ώστε σκέφτηκα μήπως οι Tokyo Blade φύγουν μαζί του για τη συνέχεια της περιοδείας τους.

Καλώς μας ήρθε λοιπόν το Into Battle στη μουσική ζωή της πρωτεύουσας. Θα είμαστε ξανά εκεί, με την ελπίδα ότι την επόμενη φορά τα ανακοινωμένα ωράρια εμφανίσεων θα τηρηθούν, ώστε να μη μείνει κανένα απολύτως παράπονο.



27 Δεκεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος της Συχνοτικής Συμπεριφοράς σε κομμάτια διακεκριμένων δημιουργών τα οποία δεν παίζονται συνήθως στα ραδιόφωνα λόγω διάρκειας μεταδόθηκε μια ημέρα μετά το πρώτο μέρος. Βρίσκοντάς με και πάλι σε σόλο διαδρομή, ένεκα των καλοκαιρινών αδειών του 105,5 Στο Κόκκινο, να ηχογραφώ την «κονσέρβα» στο στουντιάκι της παραγωγής με τον Σπύρο Παπακώστα στην κονσόλα.

Το σήμα της εκκίνησης έδωσε ο Don Cherry, με εκείνον τον φοβερό εβδομηντάρικο δίσκο του που έχει στο εξώφυλλο ένα μυρμήγκι σε κρόκο αυγού (το βλέπετε και στη φωτογραφία)· το φινάλε, πάλι, έγινε με ένα στιγμιότυπο πρωτοπορίας από το άλμπουμ Canaxis 5 (1969), ενώ ενδιαμέσως πέρασαν μεταξύ άλλων, οι Pink Floyd, ο Giorgio Moroder, αλλά και ο Μίκης Θεοδωράκης σε όχι ευρέως γνωστές οπερατικές περιπέτειες στη Ρωσία της δεκαετίας του 1990.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το μικρό αρχείο το οποίο διατηρούμε με τον Στυλιανό Τζιρίτα, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα.
 
Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. DON CHERRY & HAN ΒΕΝΝΙΝΚ: Orient -live in Carpentras, 1971
2. ZBIGNIEW PREISNER & GREAT ORCHESTRA OF KATOWICE (σε διευθ. ANTONI WIT): Van Den Budenmayer
3. PINK FLOYD & JOHN ALLDIS CHOIR: Atom Heart Mother pts. I-VI ("Father's Shout", "Breast Milky", "Mother Fore", "Funky Dung", "Mind Your Throats Please", "Remergence")
4. ST. PETERSBURG STATE CAPELLA SYMPHONY & CHOIR (σε διευθ. ALEXANDR CHERNOUSHENKO), JURI KOVALENKO & WLADIMIR FELJAER: Μίκη Θεοδωράκη Αντιγόνη, Σκηνή 3 -έναρξη
5. KING CRIMSON: Larks' Tongues In Aspic pt. 1
6. GIORGIO MORODER: Chase
7. HOLGER CZUKAY & ROLF DAMMERS: Ho-Mai-Nhi (The Boat Woman Song)



22 Δεκεμβρίου 2020

Νατάσσα Μποφίλιου, Θέμης Καραμουρατίδης & Γεράσιμος Ευαγγελάτος - συνέντευξη (2010)


Δεν ξέρω αν φταίει η διπλή καραντίνα, το γενικώς ανάποδο 2020, οι αναταράξεις-ντόμινο που είχα επαγγελματικά από τον Μάρτη κι έπειτα ή απλά το προσωπικό μου χρονολόγιο στο Facebook. Σε κάθε περίπτωση, μόνο φευγαλέα «έπεσα» πάνω στον δίσκο Η Εποχή Του Θερισμού, τη φετινή δηλαδή δουλειά της Νατάσσας Μποφίλιου σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη και σε στίχους Γεράσιμου Ευαγγελάτου (βγήκε 1 Οκτωβρίου, από την Cobalt). 

Το ότι αγνοήθηκε πάντως σε διάφορες «λίστες της χρονιάς», δεν το μετράω. Όπως έγραψα και πρόσφατα στο δικό μου Facebook, οι ετήσιες αυτές λίστες δεν αντανακλούν πια τίποτα, παρά μόνο την κατηφόρα του εγχώριου (και όχι μόνο) μουσικού Τύπου, τη φτώχεια ακουσμάτων των συντακτών του κι ένα γενικότερο θράσος στη χρήση βαρύγδουπων εκφράσεων τύπου «τα καλύτερα», «τα κορυφαία» κτλ.

Προσωπικά, βρήκα λόγους να σταθώ στην Εποχή Του Θερισμού· μπορεί να μην τάραξε τα έντεχνα ύδατα (τα οποία παραμένουν στάσιμα), ωστόσο στα δικά μου αυτιά έφερε μια συναισθηματική επανασύνδεση με το «τρένο» της εν λόγω παρέας, είτε λόγω των πιο προσγειωμένων ερμηνειών της Μποφίλιου –που θύμισε ξανά την τραγουδίστρια στην οποία πολλοί σταθήκαμε κατά τα '00s– είτε λόγω στίχων σαν κι αυτούς:
«Μη σηκώνετε το χώμα,
Παίξτε τους Θούριους σιγά.
Κανείς δεν ξύπνησε ακόμα
Μάλλον κοιμήθηκαν αργά
» 

Θυμήθηκα έτσι τη συζήτηση που κάναμε με τον φίλο και κάποτε συνάδελφο στα μουσικογραφικά Δημήτρη Μεντέ (μια πένα που λείπει από το φτωχό εγχώριο σκηνικό), καθώς περπατούσαμε ένα βράδυ του Μάρτη 2016 στο Γκάζι, έχοντας μόλις δει Μποφίλιου στον Βοτανικό. Θίξαμε λοιπόν σε αυτήν ότι η τριπλέτα Μποφίλιου-Καραμουρατίδης-Ευαγγελάτος είναι η τελευταία (και η ηλικιακά νεότερη) που κατόρθωσε όχι μόνο να λειτουργήσει με όρους παρέας, αλλά και να φτάσει σε επιτυχημένα προγράμματα τα οποία βασίζονται σε δικά τους τραγούδια, αντί να τα γεμίζει με του κόσμου τις διασκευές. Είναι μια συνθήκη που ισχύει ατόφια και τώρα, καθώς ετοιμαζόμαστε να δρασκελίσουμε σε μια νέα δεκαετία. 

Θυμήθηκα επίσης ότι πέρασαν 10 ακριβώς χρόνια από μια κουβέντα στη Νεάπολη Εξαρχείων, που κι αυτή στήθηκε με τους όρους παρέας με τους οποίους λειτουργούν η Μποφίλιου, ο Καραμουρατίδης και ο Ευαγγελάτος –και με τους τρεις τους δηλαδή παρόντες. Αφορμή ήταν ο δίσκος Εισιτήρια Διπλά (2010), με τη συζήτηση να επεκτείνεται από εκεί και πέρα σε διάφορα ακόμα θέματα. 

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε το 2010 από τη Lyra, για την προώθηση του άλμπουμ Εισιτήρια Διπλά


Ένα πράγμα που μου έχει κάνει εντύπωση, είναι το πόσο λειτουργείτε ως παρέα, σε μια εποχή με πιο ατομικές διαδρομές. Είναι και ο βασικός λόγος που ήθελα να σας έχω και τους τρεις μαζί για συνέντευξη…

Νατάσσα Μποφίλιου: Γι' αυτό και επιδιώκουμε να δίνουμε συνεντεύξεις μαζί, άλλωστε. Χαίρομαι, γιατί και ο κόσμος αλλά και οι περισσότεροι δημοσιογράφοι μας αντιμετωπίζουν έτσι: ως ομάδα. Το έχουμε επιβάλλει, μ' έναν τρόπο –και μάλιστα σε καιρούς όπου η προβολή πέφτει αποκλειστικά πάνω στους τραγουδιστές. 

Κι έχετε επίσης επιβάλλει ένα ανάλογο δισκογραφικό «ήθος», κόντρα δηλαδή στην επικράτηση του πολυσυλλεκτικού δίσκου...

Ν.Μ.: Κανείς από τους τρεις μας δεν πιστεύει στους πολυσυλλεκτικούς δίσκους.  

Γεράσιμος Ευαγγελάτος: Όταν ξεκινήσαμε, ακόμα και φτασμένοι καλλιτέχνες επέλεγαν τους συνειδητά πολυσυλλεκτικούς δίσκους. Εμείς όμως δεν θέλαμε να το κάνουμε και πήραμε ένα ρίσκο. Το να παίρνεις βέβαια στις πλάτες σου μια ολοκληρωμένη δουλειά τόσο νέος –όταν σου λείπει η εμπειρία, το κριτήριο, και δεν έχεις και αναγνωρισιμότητα– θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ επικίνδυνο. 

Τι αντιμετώπιση βρήκε αλήθεια το ρίσκο που πήρατε τότε (2005), με τις 100 Μικρές Ανάσες;

Ν.Μ.: Εμείς βγήκαμε από τη Δεύτερη Ακρόαση της Μικρής Άρκτου που διοργάνωσε ο Παρασκευάς Καρασούλος (2004), ο οποίος είναι ένας καλλιτέχνης με συγκεκριμένο όραμα: μια μικρή, καλλιτεχνική εταιρεία, με διάθεση να συστήσει ξανά τον παλιό τρόπο δημιουργίας του τραγουδιού.

Γ.Ε.: Ο Καρασούλος ήθελε να στηρίξει τον λεγόμενο «κύκλο τραγουδιών». Πήρε λοιπόν κι αυτός το ρίσκο του, στη βάση μιας προσωπικής τρέλας· και εμείς πέσαμε ακριβώς σ’ εκείνη τη συγκυρία. 

Ν.Μ.: Ως τότε, ο Θέμης είχε κάνει προσπάθειες να δώσει τραγούδια σε εταιρείες. Για εμένα και τον Γεράσιμο, αν δεν γινόταν έτσι, νομίζω ότι θα έκλεινε για πάντα η πόρτα του τραγουδιού. Δεν θα το κάναμε –δεν θα μπαίναμε στη λογική να ξεκινήσουμε κι εμείς πολυσυλλεκτικά. 

Θέμης Καραμουρατίδης: Εγώ δεν θα το εγκατέλειπα, γιατί έχω μια άλλη σχέση με τη μουσική. Δεν θα ήμουν τόσο ευτυχισμένος, πιστεύω, εντασσόμενος σε ένα πολυσυλλεκτικό πλαίσιο. Αλλά δεν θα μπορούσα και να μην ασχοληθώ με τη μουσική.

Γνωριζόσασταν από πριν, ή γίνατε παρέα μέσω της διαδικασίας της Δεύτερης Ακρόασης;

Ν.Μ.: Ήμουν πολύ φίλη με τον Κώστα τον Τσίρκα, που έγραψε τη μουσική για τις 100 Μικρές Ανάσες, ο οποίος ήταν φίλος με τον Γεράσιμο. Όταν θέλησαν λοιπόν να κάνουν το demo για τη Δεύτερη Ακρόαση, μου ζήτησε να έρθω να το τραγουδήσω, ώστε να μην πάει με τη φωνή του. Έτσι γνώρισα τον Γεράσιμο, τον λάτρεψα και αρχίσαμε να κάνουμε πολύ παρέα –ήμασταν όλη μέρα μαζί. 

Στην ακρόαση έπειτα της Μικρής Άρκτου, γνωρίσαμε και τον Θέμη. Και όταν ο Τσίρκας αποφάσισε, μετά τις 100 Μικρές Ανάσες, ότι δεν ήθελε να κάνει άλλον δίσκο, δέσαμε οριστικά ως παρέα. Είναι μια φυσική ιστορία, αυθόρμητη και βασισμένη σε προσωπικές επιθυμίες και σχέσεις!

Θ.Κ.: Ίσως να ακούγεται λίγο ρομαντική, αλλά τα πράγματα μας ήρθαν κάπως έτσι· και γι’ αυτό μάλλον παραμένουμε και οι ίδιοι αρκετά ρομαντικοί. 

Ο νέος σας δίσκος, τα Εισιτήρια Διπλά, ξεκινάει και τελειώνει με μια αίσθηση Γαλλίας: οι Ομπρέλες του Χερβούργου στο άνοιγμα, το “Belle Rêve” στο κλείσιμο, τραγουδισμένο μεν στα αγγλικά, με γαλλική δε ονομασία. Τυχαίο;

Γ.Ε.: Θέλαμε να κάνουμε έναν δίσκο ευρωπαϊκό, καθώς και οι δικές μου αναφορές, αλλά και του Θέμη, ξεκινούν από την Ευρώπη. Η αμερικάνικη έκφανση αυτών είναι και πάλι η πιο ευρωπαϊκή: αν μας ρωτήσεις δηλαδή ποια πόλη αγαπάμε περισσότερο στις Η.Π.Α., θα σου πούμε τη Νέα Υόρκη. 

Θέλαμε λοιπόν να κάνουμε έναν δίσκο με κεντρική ηρωίδα μια κοπέλα η οποία θ’ αγαπάει την πόλη –και υποσυνείδητα λειτούργησε η αγάπη για ό,τι συμβολίζει το Παρίσι. Προσωπικά, επιστρέφω στις Ομπρέλες του Χερβούργου κάθε φορά που τα πράγματα ζορίζουνε. Μου αρέσει πολύ πώς βλέπει ο Jacques Demy τον κόσμο: έχει πάρει μια μίζερη, κλισέ ιστορία, επιλέγει όμως πώς θα μας τη δείξει. Είναι νομίζω οδηγός και για τους τρεις μας, για το πώς κάνουμε και οι ίδιοι τέχνη. 

Θ.Κ.: Από τη δική μου πλευρά, η ταινία δεν είναι εκλεκτή στην ταινιοθήκη μου, είναι όμως στη δισκοθήκη μου. Θεωρώ ασύλληπτο το βασικό μουσικό θέμα του Michel Legrand. Κάτι έχουμε πάρει όλοι απ’ αυτή την ταινία.

Ν.Μ.: Τα ρούχα, το φως, τα χρώματα… Ειδικά τα χρώματα. 

«Είναι άγρια στις μέρες μας τα πράγματα», λένε οι στίχοι στο “Σε Ξεχώρισα” και ηχούν εξαιρετικά επίκαιροι. Θα τη βρούμε την άκρη; 

Γ.Ε.: Έχει ταυτόχρονα και λίγο φως αυτός ο στίχος… Είναι μεν άγρια τα πράγματα, αλλά όταν βρεις αυτό που θα το ξεχωρίσεις, το οποίο θα τα κάνει να φαίνονται λιγότερο άγρια, άρπαξέ το. Είναι άγρια τα πράγματα, δυστυχώς, όλοι μας το παρατηρούμε ολοένα και περισσότερο. 

Ν.Μ.: Όσο όμως περνάει ο καιρός θα καλυτερέψουν. Θα μας κάνουν εμάς, πρώτα-πρώτα, καλύτερους. Αποδομείται, ξεφτίζει ό,τι οι Έλληνες στήναμε για πάνω από μια εικοσαετία τώρα… Θα πάμε πιο κοντά στον Άνθρωπο, ξανά.

Θ.Κ.: Συνήθως, όσο χειροτερεύουν τα πράγματα τόσο καλυτερεύουν οι άνθρωποι. Πιστεύω στην επόμενη γενιά, τα παιδιά αυτά ίσως φέρουν τα πράγματα στα ίσα τους. Εμείς ως γενιά μάλλον στερούμαστε μιας τέτοιας δυνατότητας, γιατί μας τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια. Αλλά τα επόμενα παιδιά δεν θα έχουν κανένα χαλί, θα ξεκινήσουν από το μηδέν. 

Στους δίσκους, αποτυπώνεστε ως παιδιά της πόλης: οι μουσικές, οι στίχοι και οι ερμηνείες αντικατοπτρίζουν δηλαδή την Αθήνα, όπως βιώνεται λ.χ. περπατώντας το κέντρο της. Βρίσκω όμως ότι λείπει πολύ μια τέτοια αίσθηση από το ελληνικό τραγούδι των τελευταίων χρόνων... 

Ν.Μ.: Όταν με ρωτάνε τι ακριβώς τραγουδάω, απαντάω «αστικό, συγκινητικό τραγούδι»! (γέλια)

Γ.Ε.: Παρατηρούμε την πόλη και προσπαθούμε να τη δεχτούμε ακριβώς όπως είναι. Δεν ονειρευόμαστε λιβάδια, ουρανούς και πεδία διαφυγής. Ονειρευόμαστε τον ουρανό μέσα στην πόλη, ψάχνουμε διαρκώς τα σημεία ομορφιάς στην ίδια την πόλη. Την αγαπάμε. 

Υπάρχει επίσης και μια καλή σχέση με το ελαφρό τραγούδι του παρελθόντος. Δεν ξέρω, Νατάσσα, αν την έχεις εσύ περισσότερο, μιας και σε έχω παρακολουθήσει και στο Ηρώδειο, σε ένα αφιέρωμα στον Μιχάλη Σουγιούλ…

Ν.Μ.: Το λατρεύω το ελαφρό τραγούδι! Αλλά και ο Γεράσιμος το ίδιο. Έχω μάλλον φτάσει σ’ αυτό μέσω της μεγάλης αγάπης την οποία έχω για την τζαζ. Μου αρέσει ο καθημερινός του χαρακτήρας, όπως και το ότι, ενώ μπορεί να μιλάει για τόσο θλιβερά πράγματα, το κάνει με ανάλαφρο τρόπο: τις λέξεις π.χ. δεν τις πατάνε καλά οι τραγουδίστριες, πίσω μπορεί να παίζει μια ορχήστρα. Ενώ μιλάει έτσι για τον πόνο, ταυτόχρονα τον απαλύνει. Οι “Μεγάλες Αγάπες” έχουν όντως κάτι από το αρχοντορεμπέτικο ύφος.

Γ.Ε.: Ναι, και ο Θέμης έχει κάνει μια εξαιρετική ενορχήστρωση, έχει αναπαράγει τις μικρές εκείνες ορχηστρούλες με τα βασικά όργανα και τους τρόπους προσέγγισής τους στα τραγούδια.
 
Θ.Κ.: Ε, τι να πω, έχω κάνει εξαιρετική δουλειά! (γέλια) Σοβαρά τώρα, τα Εισιτήρια Διπλά έχουν τον χαρακτήρα της αναφοράς προς ό,τι αγαπάμε. Πειραματιζόμαστε μαζί τους: το ελαφρό τραγούδι ας πούμε θέλαμε να το προσεγγίσουμε με έναν συγκινησιακό τρόπο, όχι ηθογραφικά. 

Γ.Ε.: Το ελαφρό τραγούδι αντιπροσωπεύει τις ρίζες του ό,τι κάνουμε, αν σκεφτείς ότι πρόκειται για το πρώτο αστικό τραγούδι στην Ελλάδα. Είναι η πρώτη συγκροτημένη απόπειρα η οποία φεύγει από τα δημοτικά και εκφράζει την αγάπη για την Αθήνα –όσο αθώα και εξιδανικευμένα κι αν ίσως συμβαίνει.   

Δεν φοβάστε επομένως να δείξετε τις επιρροές σας... 

Θ.Κ.: Αν τα έχεις καλά με σένα, τότε δεν τις φοβάσαι τις αναφορές σου. Αν όμως αισθάνεσαι μειονεκτικά, τότε εύκολα μπορείς να γίνεις οι αναφορές σου –ακριβώς γιατί τις φοβάσαι.

Ν.Μ.: Είτε μιλάμε για τέχνη, είτε για τη ζωή μας, για τις σχέσεις μας ας πούμε, οι αναφορές παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο. Πατάς κάπου, ακριβώς γι’ αυτό και εξελίσσεσαι. 

Σύμφωνοι, αλλά θα έχετε παρατηρήσει πόσο εύκολο είναι να την πατήσεις και να μείνεις να αναμασάς τις αναφορές σου. Για παράδειγμα, τα αγγλόφωνα συγκροτήματα της τελευταίας δεκαετίας. Δεν ξέρω πόσο τα παρακολουθείτε, όμως νομίζω ότι τα περισσότερα μηρυκάζουν τις επιρροές τους…

Γ.Ε.: Αυτό ξέρεις γίνεται γιατί είναι ακόμα πολύ νωρίς. Πίσω τους δεν υπάρχει μια προϊστορία, η οποία θα τους ωθούσε να δουλέψουν περισσότερο αυτόνομα από τις επιρροές τους. Στην ελληνική αγορά, ένας αγγλόφωνος καλλιτέχνης μπορεί άνετα να κρύψει τα πρότυπά του, ειδικά αν δεν είναι και τόσο γνωστά. Όταν όμως κάνεις πράγματα σε άμεση σχέση με το παρελθόν του ελληνικού τραγουδιού, τότε θα φανεί αν προσπαθείς απλά να αναπαράγεις κάτι άλλο. 

Ν.Μ.: Οι Έλληνες είμαστε πολύ συνδεδεμένοι με το τραγούδι, ως είδος έκφρασης. Μέσα στις μουσικές μας μνήμες εμπεριέχεται, θες δεν θες, η Μοσχολιού, ο Τσιτσάνης, ο Κραουνάκης, ο Μικρούτσικος. Ακόμα κι αν δεν έχεις έτσι ακούσει πολλά και συγκεκριμένα πράγματα, δεν είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις πού πατάει ο κάθε νεότερος καλλιτέχνης. Δεν αναμασούν πάντως όλοι οι αγγλόφωνοι. Υπάρχουν και καλές περιπτώσεις. Η Μόνικα, ας πούμε, ή οι Modrec, ο Lolek… Ή οι αγαπημένοι μου, οι Old House Playground. Πάντως προσωπικά αγαπώ το ελληνικό τραγούδι περισσότερο από το ξένο. 

Εμπεριέχονται στις μνήμες μας όλα όσα είπες, εντούτοις η αγγλόφωνη φουρνιά στην οποία αναφέρθηκα προσπαθεί, με νύχια και με δόντια, ν’ αποτινάξει από πάνω της το οτιδήποτε ελληνικό...

Γ.Ε.: Παίζει και το θέμα της παγκοσμιοποίησης. Αν γράψεις ένα αγγλόφωνο τραγούδι και το ρίξεις στο ίντερνετ, μπορείς να έχεις και το όνειρο ότι κάποιος, κάπου θα τ’ ακούσει και κάτι θα γίνει. Είναι της εποχής. 

Ν.Μ.: Οι Old House Playground βρίσκονται έξω αυτή τη στιγμή. Τους ανακάλυψε ένας Άγγλος παραγωγός και πλέον η μουσική τους απευθύνεται ευθέως και στο βρετανικό κοινό. 

Θ.Κ.: Είναι και θέμα ανασφάλειας. Αλλά γιατί να γυρίσουμε πλάτη στο καημένο το ελληνικό τραγούδι, το οποίο είναι πια τόσο κουτσό, τόσο ανάπηρο… Στην Ελλάδα ζούμε και, προσωπικά, ποτέ δεν γύρισα να πω «I’m in love with you». Γιατί λοιπόν, εφόσον δεν πήραμε μια βαλίτσα και ήρθαμε εδώ για έναν μήνα, να μην προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι και γι’ αυτό; Του γυρνάμε την πλάτη, λες και φταίει για όλα αυτό ή η ελληνική μας γλώσσα. 

Γ.Ε.: Καταλαβαίνω πάντως, ειδικά ως στιχουργός, ότι τα είδη με τα οποία κυρίως καταπιάνεται η αγγλόφωνη γενιά λειτουργούν καλύτερα με τον αγγλικό στίχο. Από μετρική ας πούμε άποψη, είναι πολύ δύσκολο να το καταφέρουν με την ελληνική γλώσσα. 

Γιατί το λες αυτό; Τελικά τα ροκ συγκροτήματα που κυρίως θυμόμαστε δεν ήταν όσα τραγούδησαν ελληνικά –οι Τρύπες π.χ. και τα Ξύλινα Σπαθιά;

Γ.Ε.: Οι Τρύπες έκαναν όμως μια άλλη μουσική, μουσική λόγου. Μπορούσες να απομονώσεις τον λόγο. Βέβαια, ναι, υπάρχει και το ζήτημα της ευκολίας εδώ: κάποιος με καλύτερη σχέση με το τζαμάρισμα, παρά με τον λόγο, το βρίσκει πιο εύκολο να γράψει στα αγγλικά.
 
Ν.Μ.: Τα αγγλικά βοηθούν πάντως τον λόγο να είναι πιο κοφτός και απλός. Σκέψου πόσα πράγματα, για τα οποία στα ελληνικά θα χρειαζόσουν δύο π.χ. στροφές, εκφράζονται με πολύ λιγότερα λόγια, ακόμα και με δύο στίχους.

Θ.Κ.: Δηλαδή εσείς πιστεύετε ότι είναι καθαρά θέμα χρηστικότητας και λειτουργικότητας; Δεν υπάρχει και ο σνομπισμός; Συμφωνώ ότι κάποιοι το κάνουν από επιλογή, ας πούμε οι Modrec, όμως υπάρχει όντως απαξία από άλλους.

Ν.Μ.: Όχι, δεν λέω αυτό. Σαφώς υπάρχει και θέμα σνομπισμού. Και πιστεύω ότι όσοι αντιμετωπίζουν το ελληνικό τραγούδι υπό τέτοιο πρίσμα, τελικά θα αποτύχουν. 

Ως ακροατές και πλέον άμεσα εμπλεκόμενοι με το ελληνικό τραγούδι, τι κατά τη γνώμη σας το οδήγησε ως εδώ;

Θ.Κ.: Φταίει ότι, από εκεί που ήταν ένα μέσο έκφρασης, άρχισε να πουλάει πολύ. Οπότε δημιουργήθηκε γύρω του μια βαριά βιομηχανία: νοθεύτηκε. Άρχισαν π.χ. τα υπέρογκα νυχτοκάματα για κάποιους, τα οποία συγκρίνονταν μόνο με εκείνα στις λαϊκές πίστες. Και ξαφνικά οι δίσκοι επικεντρώθηκαν σε έναν τραγουδιστή, ο οποίος έπρεπε να συντηρήσει αυτή του τη φήμη.
 
Γ.Ε.: Είναι πολύ βασική αλλαγή αυτή που θίγει ο Θέμης. Από εκεί όπου οι δημιουργοί στέκονταν πίσω από τους ερμηνευτές και τους έλεγαν να ο κύκλος τραγουδιών ο οποίος έχω για σένα, πες τον, ξαφνικά οι ερμηνευτές πήραν πάνω τους την επιλογή του υλικού, δίχως να ξέρουν πώς να το κάνουν. Και μες στον πανικό του να μαζέψουν τραγούδια από χίλιες πλευρές, είχαν και το άγχος του σουξέ. 

Ν.Μ.: Και μη μπορώντας να το κάνουν, άφησαν τέτοιες αποφάσεις στα χέρια μάνατζερ και άλλων διαχειριστών δίχως καλλιτεχνικό κριτήριο, οι οποίοι και φέρουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Εξαιτίας τους ακούσαμε όλη αυτή τη σαβούρα, η οποία ευτέλισε και μείωσε το ελληνικό τραγούδι, ειδικά στα μάτια της γενιάς μας, που ως έναν βαθμό ήταν πια λογικό ότι θα το απαξίωνε. 

Θ.Κ.: Όταν είχες μια τραγουδίστρια που το ήξερες πως είναι άσχημη, ενδεχομένως και κακοντυμένη, αλλά δεν σε ένοιαζε –γιατί ήξερες ότι είναι ικανή να σε κάνει να κλαις– και ξαφνικά μπήκαν στη μέση στιλίστες και κομμωτές, το τραγούδι άρχισε να γίνεται συνολικά ένα είδος πρότζεκτ, να αποφασίζεται στη βάση σχεδιασμών. 

Γ.Ε.: Δεν απαξιώνουμε την εικόνα. Δεν είναι στην ίδια εικόνα το πρόβλημα, είναι στον τρόπο με τον οποίο άρχισαν να γίνονται τα πράγματα. 

Δεν φταίει και τ’ ότι, μετά τον Σταμάτη Κραουνάκη και τη Λίνα Νικολακοπούλου, δεν εμφανίστηκε κανείς συνθέτης και κανείς στιχουργός με ανάλογο ειδικό βάρος; 

Γ.Ε.: Δεν δόθηκε ποτέ βήμα στους δημιουργούς, ώστε να μπορούμε να το πούμε αυτό. Δεν πιστεύουμε ότι η δική μας περίπτωση οφείλεται στο τρομερό μας ταλέντο, όσο στο ότι βρέθηκε ένας άνθρωπος ο οποίος έδωσε μια ευκαιρία στο να γίνουν τα πράγματα αλλιώς. Εν αντιθέσει με τον κανόνα να μαζεύονται όμορφες φατσούλες και κορμιά και να αναρωτιούνται όλοι πώς θα τους βγάλουν σουξέ. Το ότι επίσης εμείς βρήκαμε αποδοχή, σημαίνει ότι υπάρχει κόσμος ο οποίος διψάει για κάτι τέτοιο –κόντρα και πάλι στον σχεδιασμό των εταιρειών. 

Ν.Μ.: Ο οποίος σχεδιασμός έχει να κάνει και με την ευκολία στη διαχείριση. Αλλιώς αντιμετωπίζεις έναν –ειδικά έναν ανασφαλή λόγω έκθεσης στο κοινό ερμηνευτή– και αλλιώς τρεις ανθρώπους. 

Πάντως μου έκανε εντύπωση ότι, σε κάποιο σημείο, ο προηγούμενος δίσκος σας Μέχρι Το Τέλος (2008) εξαφανίστηκε εντελώς από τα δισκοπωλεία…

Ν.Μ.: Όπως και οι 100 Μικρές Ανάσες

Θ.Κ.: Συνέβη διότι φύγαμε από την εταιρεία. Ξέρεις, όταν φεύγεις από μια εταιρεία με την οποία έχεις δεσμούς σχεδόν οικογενειακούς, ενόψει ενός δημιουργικού τέλματος, οι σχέσεις κλονίζονται. Από εκεί και πέρα, ο καθείς δρα και λίγο συγκινησιακά –έγιναν τέτοιες κινήσεις και από τις δύο πλευρές. Τώρα πάντως τα πράγματα έχουν εξομαλυνθεί, νομίζω ότι ήδη πρέπει να είναι εύκολο να βρει κανείς το Μέχρι Το Τέλος.

Εντύπωση μου έχει επίσης κάνει ότι περιοδεύεις παντού, Νατάσσα. Έρχονται στα χέρια μου δελτία Tύπου, που σε κάνουν να φαίνεσαι ως μία καλλιτέχνης η οποία οργώνει την επαρχία...

Γ.Ε.: Εμάς ρώτα, τι τραβάμε! (γέλια)

Ν.Μ.: Την επαρχία τη γνωρίσαμε πρόσφατα. Κι αυτό γιατί βρέθηκε στον δρόμο μας η μάνατζέρ μας, η Κατερίνα Σταματάκη, η οποία μας έφτιαξε μια περιοδεία εξοντωτική –με την καλή έννοια. Μας εξόντωσε συναισθηματικά, μας ώθησε δηλαδή να δοκιμάσουμε τα όρια των δυνάμεών μας στο 100%. 

Πιστεύω ότι τώρα, μετά από αυτή την περιοδεία, έγινα επαγγελματίας. Και τελικά γύρισα ξέρεις γεμάτη από εμπειρίες στο σπίτι μου. Αλλά και με τη γνώση ότι η επαρχία δεν αποτελεί έναν άλλο κόσμο: είναι ακριβώς όπως και ο αθηναϊκός κόσμος, ως προς το κοινό. Παντού μας ακούν οι ίδιοι άνθρωποι.



20 Δεκεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 3 Αυγούστου 2019


Αύγουστος στο ραδιόφωνο είναι «παραδοσιακά» (για τους περισσότερους) μήνας αδειών, με τα προγράμματα να αναπροσαρμόζονται αναλόγως. 

Με τον Στυλιανό Τζιρίτα, ωστόσο, μοιραζόμασταν ήδη από την αρχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς λογικές «παλαιάς κοπής», οπότε δεν μας άρεσε η συνήθης πρακτική των επαναλήψεων: προτιμούσαμε να κλείνουμε στούντιο και να προηχογραφούμε (είτε σόλο, είτε μαζί), ώστε να υπάρχει πάντοτε κάτι φρέσκο για τους ακροατές μας. Και, πράγματι, στα 12 χρόνια που μείναμε στον αέρα έτσι πορευτήκαμε –επαναλήψεις εκπομπών έπαιξαν μόνο εκτάκτως, κατά το πρώτο μας κλειδαμπάρωμα επί κορωνοϊού, φέτος την άνοιξη.

Η 3η Αυγούστου του 2019 είχε οριστεί ως σόλο για μένα, οπότε σκέφτηκα να την κάνω κάπως θεματική, αφιερώνοντάς τη δηλαδή σε κομμάτια διακεκριμένων δημιουργών τα οποία δεν παίζονται συνήθως στα ραδιόφωνα λόγω (μεγάλης) διάρκειας. Στην πορεία μαζεύτηκε υλικό για δύο τέτοιες εκπομπές, οπότε αυτή έγινε «μέρος 1» του σχετικού αφιερώματος και προηχογραφήθηκε με τον Αχιλλέα Φακόπουλο ως ηχολήπτη.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το προσωπικό μας αρχείο, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα.
 
Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. MEMBERS OF THE PHILIP GLASS ENSEMBLE & YO-YO MA (σε διευθ. MICHAEL RIESMAN): Philip Glass's Religion
2. LOREENA McKENNITT: The Lady Of Shalott
3. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ: Nucleogenesis pts. I & II
4. LEONARD COHEN: Democracy
5. ELTON JOHN: The One
6. ORBITAL: The Girl With The Sun In Her Head
7. ΤΑ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ & ΣΤΕΛΛΑ ΓΑΔΕΔΗ: Μαύρη Θάλασσα (Απόσπασμα) -ζωντανή ηχογράφηση στο Κύτταρο, 1971
8. AMON DÜÜL II: I Want The Sun To Shine
9. DEAD CAN DANCE: Kiko
10. NUSRAT FATEH ALI KHAN & MICHAEL BROOK: Intoxicated



18 Δεκεμβρίου 2020

Αφιέρωμα στον Mauricio Kagel - ανταπόκριση (2014)

Δέκα χρόνια ζωής και δράσης συμπλήρωσε αυτές τις μέρες η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, στα οποία άφησε ποικιλοτρόπως το πολιτιστικό της στίγμα. Αν μη τι άλλο, μόνο εκεί θυμάμαι να έχω βρεθεί σε συναυλία με τον Αργύρη Ζήλο όσον καιρό γνωριζόμαστε, ο οποίος, αν και έχει πάψει να παρίσταται σε ζωντανές εκδηλώσεις, έκανε μια εξαίρεση τον Νοέμβριο του 2014 για τον Wadada Leo Smith.

Αν κι έχω μείνει με την αίσθηση ότι το ηχητικό αποτύπωμα της Στέγης έχει κατά τι υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια σε εμβέλεια προσκεκλημένων ονομάτων και νούμερα αμιγώς μουσικών παραστάσεων, η αλήθεια είναι ότι μερικές από τις πιο δυνατές αναμνήσεις της τελευταίας δεκαετίας τις παρακολούθησα εκεί (ο Wadada Leo Smith δεν είναι πάντως ανάμεσά τους, παρά την εκτίμηση την οποία τρέφω για τους δίσκους του). 

Με την αφορμή αυτή, λοιπόν, επιστρέφουμε σήμερα στον Ιανουάριο του 2014· όταν ο χώρος ήταν πιο γνωστός ως «Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών» κι εγώ είχα την αντοχή να πάω εκεί 2 μέρες σερί για να παρακολουθήσω το εκπληκτικό αφιέρωμα από Έλληνες κατά κύριο λόγο συντελεστές (επιμέλεια του Ανάργυρου Δενιόζου) σε έναν από τους πλέον πολυπρόσωπους δημιουργούς του 20ου αιώνα: τον (άνωθεν εικονιζόμενο) Mauricio Kagel. Τον οποίον πολλοί εξακολουθούν να θεωρούν Γερμανό –ίσως επειδή έζησε και εργάστηκε εκεί από το 1957 κι έπειτα– αλλά στην πραγματικότητα ήταν από την Αργεντινή, γόνος Εβραίων μεταναστών από τη Ρωσία. 

Η πλήρης (συναυλιακή) ανταπόκριση από το διήμερο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Δεν ξέρω πόσοι Αθηναίοι πέρασαν το Σαββατοκύριακο από τη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, ξέρω όμως ότι το αφιέρωμα που στήθηκε εκεί για τον Mauricio Kagel (σε γενική επιμέλεια του συνθέτη και μουσικολόγου Ανάργυρου Δενιόζου) έθεσε νέα στάνταρ προσδοκιών/αποτίμησης για ανάλογους φόρους τιμής. Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια σε όσους δούλεψαν γι' αυτό, καθώς όχι μόνο επιτεύχθηκε τελικά το απίθανο –να λάβει δηλαδή σάρκα και οστά ένας από τους πλέον πολυπρόσωπους και σύνθετους δημιουργούς του 20ου αιώνα– αλλά και γιατί αποδείχθηκε ότι στο εδώ και το τώρα δρουν εξαιρετικοί Έλληνες μουσικοί, ικανοί να αποδώσουν στα πολύ δύσκολα, τηρώντας προδιαγραφές που συνήθως χαρακτηρίζουμε ως «διεθνείς». 

Αν και το παρόν κείμενο εστιάζει στο συναυλιακό κομμάτι του διημέρου, θα ήταν κρίμα να μην σχολιαστούν επί τροχάδην αυτά που είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν (δίχως αντίτιμο) όσοι επισκέφθηκαν τη Στέγη μεταξύ 16.00 και 20.00 το Σάββατο και την Κυριακή. Γιατί ηθοποιοί, μουσικοί, τεχνικοί και άλλοι συντελεστές ζωντάνεψαν ένα μεγάλο τμήμα της χλιδανής παρακαταθήκης του Mauricio Kagel. Αναμενόμενα, υπήρξε μια εστίαση στο πολυσυζητημένο Staatstheater (1970), ιδιαίτερη όμως νότα έδωσαν οι προβολές των ταινιών του Αργεντίνου καλλιτέχνη (δεν είναι Γερμανός, όπως ορισμένοι νομίζουν, απλά έζησε και σταδιοδρόμησε στη Γερμανία), αρκετές από τις οποίες είναι πλέον σπάνιες. Ανάμεσά τους, το Antithese (1965), το Match (1966), το Phonophonie (1979), αλλά και το Blue’s Blue (1981). 

Οι συναυλίες πάλι, αποτελούσαν έναν διαφορετικό κόσμο. Εδώ δεν έμπαινες δωρεάν και τα πράγματα ήταν εκ προοιμίου πιο κεντραρισμένα, καθώς τα 12 συνολικά έργα που ακούσαμε (6 + 6) στόχευσαν στην ανάδειξη της μουσικής σκέψης του Kagel. Μιας ανήσυχης, αντισυμβατικής και φύσει ανατρεπτικής σκέψης, που πατούσε μεν στέρεα στην κεντροευρωπαϊκή κλασική παράδοση, αλλά τη χρησιμοποίησε ως ορμητήριο τολμηρών εξερευνήσεων –είτε προς τον πειραματισμό, είτε προς τα σύνορα της performance. Δεν ήμασταν πολλοί το Σάββατο, όμως την Κυριακή γέμισε η αίθουσα «Χριστίνα Ωνάση»· και πάλι, βέβαια, δεν ξέρω πόσοι ήρθαν τελικά για τον Kagel, καθώς στο διάλειμμα συνειδητοποίησα ότι πολλοί βρίσκονταν εκεί επειδή γνώριζαν κάποιον από τους συμμετέχοντες μουσικούς.  

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της περσόνας του Kagel, το οποίο αποτυπώθηκε γλαφυρά και στο έργο του, ήταν το χιούμορ. Γελάσαμε έτσι με την ψυχή μας την Κυριακή, βλέποντας τρεις σοβαρούς, καλοντυμένους πνευστούς να λαμβάνουν θέση απέναντί μας κι απλά να μας... κοιτάνε ανέκφραστοι, πριν αρχίσουν να παριστάνουν ότι φυσάνε και ξεφυσάνε στις τρομπέτες τους. Το Con Voce (1972) κρατούσε την όψη ενός σοβαρού, επίσημου κόσμου, μα τον σατίριζε με στυλ. 

Όταν πάντως ο Kagel επιθυμούσε να γράψει μουσική, δεν αστειευόταν. Το Σάββατο χειροκροτήσαμε με ζέση και στο Trio In Zwei Sätzen (2006/2007) και στο Trio In Einem Satz (2001). Στο πρώτο, απολαύσαμε τη διάδραση μεταξύ ενός άναρχου, οξύτονου βιολιού κι ενός πιάνου κινούμενου με βαριά, μετρημένα βήματα, με τις μεταξύ τους ισορροπίες να κρατούνται από ένα διακριτικό βιολοντσέλο· στο δεύτερο, ο συνδυασμός των οργάνων έμεινε ίδιος, αναδείχθηκε όμως το νεύρο του βιολιού, που βρήκε ιδανικό εκφραστή στις συσπάσεις του προσώπου του Δημήτρη Καρακαντά, στις ηχηρές του εκπνοές και στα αεικίνητα πόδια του. Άξιο αναφοράς και το Unguis Incarnatus Est (1972), όπου σύμπραξαν –όμορφα και απέριττα– η Λορέντα Ράμου στο πιάνο και ο Βασίλης Παπαβασιλείου στο κοντραμπάσο. Σημειωτέον, ο Kagel έχει φτιάξει το συγκεκριμένο έργο μόνο για πιάνο, αφήνοντας ελεύθερη την επιλογή του δεύτερου οργάνου. 

Αν πάντως θέλετε να μιλήσουμε για ατόφια φαντασία, το Σάββατο είδαμε τον Χρήστο Σακελλαρίδη και τη Beata Pincetic να κάθονται παρέα στο ίδιο πιάνο, για την εκτέλεση του Der Eid Des Hippokrates (1984): εκείνος ανέλαβε τα πλήκτρα, εκείνη τα χτυπήματα· εκείνος το αντιμετώπισε ως μουσικό όργανο, εκείνη εξερεύνησε με τις γροθιές και την παλάμη της διάφορες ηχητικές δυνατότητες του περιβλήματός του. 

Εντούτοις, η προσωπική μου ψήφος προτίμησης πάει στο Schattenklänge της Κυριακής –κι ας μην είδαμε ποτέ τον σαξοφωνίστα που μας χάρισε υπέροχες μελωδίες, στα όρια του αυτοσχεδιασμού και της σκανδιναβικής τζαζ. Τον έκρυβε βλέπετε ένα παραβάν, στο οποίο δύο προτζέκτορες έριχναν από τα πλάγια (ένας δεξιά, ένας αριστερά) σκηνές από ταινίες του Kagel, επιτρέποντάς μας απλά να διακρίνουμε τη φιγούρα του και τις κινήσεις της. Όλα αυτά, σημειωτέον, εξελίσσονταν μέσα στο παραβάν, πράγμα που μας έκανε να αισθανόμαστε ότι κοιτούσαμε τα δρώμενα από το πίσω μέρος. Μια αποτελεσματική αντιστροφή της οικείας αίσθησης παρακολούθησης μιας παράστασης. 

Αλλά η κορύφωση του διημέρου σημειώθηκε στο φινάλε της Κυριακής. Στο Ein Brief (1985/1986) μείναμε με το στόμα ανοιχτό ενόσω στηνόταν η σκηνή στο διάλειμμα, καθώς βλέπαμε ένα συνεχές πήγαινε/έλα καρεκλών, αναλογίων και μουσικών οργάνων. «Μα, πόσοι θα παίξουν ρε παιδιά;» αναρωτήθηκε (εύλογα) μια κυρία παραδίπλα –γύρω στους 25, η σωστή απάντηση. Και δεν ήταν για να κάνουν εντύπωση: θαύμασα το πώς ο Kagel μπόρεσε να βάλει όλα αυτά τα όργανα να συνυπάρξουν, δίχως να βγει αχταρμάς και δίχως τίποτα να ηχήσει ως περιττό· απλά και μόνο για να μεταφράσει σε νότες το περιεχόμενο μιας ερωτικής επιστολής, από την οποία κράτησε μόνο τις δύο λέξεις της έναρξης («Αγάπη μου»). Και θαύμασα ακόμα περισσότερο τον μαέστρο Ανδρέα Λεβισιανό για την άνεση με την οποία διεύθυνε το ετερόκλητο τούτο σύνολο, στο οποίο παρουσία διέθετε και η ανθρώπινη φωνή, εκπροσωπούμενη (άναρθρα) από την εξαιρετική μεσόφωνο Άννα Παγκάλου.   

Στο ...den 24. xii.1931 (1988/1991), πάντως, η ανθρώπινη φωνή δεν κατέγραψε απλή παρουσία, μα έλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Κι ας προσπάθησαν τόσο φιλότιμα να της κλέψουν την παράσταση οι απίθανοι ήχοι που πήγαζαν από παράξενα μεταλλικά κρουστά, σφυρίχτρες, καραμούζες, μα και από δύο... λαστιχένιες μπότες! Ο Λεβισιανός διηύθυνε εδώ μια μικρότερη σε μέγεθος ορχήστρα, με πολλές όμως ιδιαιτερότητες (όπως θα καταλάβατε ήδη), άξιοι υπεύθυνοι για τις οποίες ήσαν ο Θοδωρής Βαζάκας, ο Μαρίνος Τρανουδάκης και ο Παναγιώτης Ζιάβρας. Αλλά τίποτα δεν μπορούσε να στρέψει την προσοχή μακριά από τον βαρύτονο Βαγγέλη Μανιάτη, ο οποίος είχε αναλάβει την παρουσίαση εφτά ειδήσεων από τις γερμανικές εφημερίδες της 24ης Δεκεμβρίου του 1931. Καταπληκτική παρουσία, ενσάρκωσε άριστα τον ιδανικό κατά Kagel ερμηνευτή· εκείνον δηλαδή που μπορεί να εντυπωσιάσει με τη φωνή και την τεχνική του, ενώ παράλληλα στέκεται και ως πλήρης περφόρμερ, παίζοντας σαρδόνια με τους χρωματισμούς, με τις χροιές, με τις εκφραστικές γραμμές του προσώπου του και με τη γενικότερη κινησιολογία του.  

Έτσι θριαμβευτικά τελείωσε λοιπόν ένα πολύ πλούσιο αφιέρωμα, που, όπως τόνισα και στην αρχή, έγραψε ιστορία με την οργάνωσή του, τις παράλληλες δράσεις του, τη γλαφυρή απεικόνιση ενός εν πολλοίς άπιαστου και σύνθετου καλλιτεχνικού νου. Δεν είμαι σίγουρος πόσοι έδωσαν βάση, πάντως όσοι πρόσεξαν, θα το θυμούνται πιστεύω ως ορόσημο. Η πρώτη σπουδαία συναυλιακή στιγμή του 2014 στην πόλη. 




16 Δεκεμβρίου 2020

Saxon - συνέντευξη (2011)

Την επιστροφή τους στη δισκογραφία ανακοίνωσαν αυτές τις μέρες οι αειθαλείς Saxon, οι οποίοι έχουν να φανούν από το 2018, όταν έβγαλαν το επιτυχημένο καλλιτεχνικά μα και εμπορικά (Βρετανία #29, Γερμανία #5) Thunderbolt. Το επόμενο άλμπουμ θα λέγεται Inspirations, θα είναι γεμάτο διασκευές (ήδη κυκλοφόρησε η απόπειρά τους στο "Paint It Black" των Rolling Stones, που δεν είναι πάντως τίποτα το σπουδαίο) και μέλλει να εμφανιστεί στις 19 Μαρτίου 2021.

Τα νέα αυτά δίνουν λοιπόν καλή αφορμή επαν-επίσκεψης στη μοναδική φορά που κουβέντιασα τηλεφωνικά με την ηγετική μορφή του Biff Byford: τον Μάρτιο του 2011, ενόψει της συναυλιακής τους έλευσης στο Fuzz, λίγο πριν βγει ο τότε δίσκος τους Call To Arms

Στη συζήτησή μας εκείνη, ο Biff Byford επιβεβαίωσε το metal ως μουσική της εργατικής τάξης –«γι' αυτό και δεν ξεχνά να είναι και διασκεδαστικό», όπως τόνισε. Μιλήσαμε ωστόσο και για το πώς είναι η ζωή του οικογενειάρχη (έχει 4 παιδιά), αλλά και για το τι τους εμπόδισε να κάνουν πέρασμα στο αμερικάνικο ραδιόφωνο κατά τη δεκαετία του 1980, στο ζενίθ της καριέρας τους. Προς το τέλος, επίσης, θίξαμε και μια παλιά ιστορία, σχετική με μια φημολογούμενη ...τεϊοποσία(!) διάρκειας πέντε ωρών.

Η κουβέντα δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.


«Οι Saxon είναι μια μπάντα σε περιοδεία, αυτή είναι η ζωή μας», είχες δηλώσει κάποτε, σε μια άλλη συνέντευξη. Σκέφτηκες ποτέ ότι αρκετά με τις περιοδείες;

Όχι, ποτέ. Δεν το έχω πει ποτέ αυτό, ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές της μπάντας. Και δεν θα το πω. Είμαι γεννημένος για να παίζω μουσική, θα το κάνω μέχρι να πεθάνω.

Μια νέα περιοδεία σας φέρνει λοιπόν και στην Ελλάδα σε λίγες μέρες. Ελπίζω να έχετε καλές αναμνήσεις από τις προηγούμενες επισκέψεις σας...

Αν έχουμε λέει! Δεν βλέπουμε την ώρα να έρθουμε στην Αθήνα. Το ελληνικό κοινό έχει αποδείξει ότι μας αγαπάει ιδιαίτερα κι εμείς ξέρουμε καλά τι τρελοί και παλαβοί είστε για τους Saxon.

Αλλά, εκτός της συναυλίας, έχετε αναγγείλει κι ένα καινούργιο άλμπουμ για τα τέλη Μαΐου, έτσι δεν είναι; 

Ναι! Λέγεται Call To Arms και θα κυκλοφορήσει ταυτόχρονα σε Ευρώπη και Αμερική, στις 23 Μαΐου. Μείναμε ικανοποιημένοι από την απήχηση που είχε το Into The Labyrinth (2009), αλλά αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε μια λίγο διαφορετική προσέγγιση αυτήν τη φορά. Έτσι, να περιμένετε ένα άλμπουμ δυνατό, ηχογραφημένο ζωντανά στο στούντιο, το οποίο όμως δεν θα σε πιάνει και από τα μούτρα. Έχουμε ήδη αποκαλύψει ένα τραγούδι στην επίσημη ιστοσελίδα και σκεφτόμαστε να βγάλουμε ένα ακόμα στις επόμενες ημέρες.

Στη συναυλία της Αθήνας, θα βασιστείτε στο Call To Arms; Ή να αναμένουμε ένα «greatest hits» σετ;

Βασικά και τα δύο. Θα σας παίξουμε δηλαδή τα νέα μας τραγούδια –θα είστε μάλιστα από τους πρώτους που θα τα ακούσουν– αλλά ξέρουμε ότι αδημονείτε και για κάποια αγαπημένα στάνταρ του παρελθόντος. Θα τα έχετε κι αυτά λοιπόν, σκεφτόμαστε μάλιστα να σας δώσουμε μια γερή δόση από Denim And Leather!

Το νέο σας άλμπουμ έχει ως εξώφυλλο ένα πόστερ από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ένας θεματικός δίσκος ή να μην τον κρίνουμε από το εξώφυλλό του;

Όχι, δεν φτιάξαμε κάποιο concept άλμπουμ. Το πόστερ είναι όντως από το 1914, αλλά αναφορά στον Πόλεμο κάνει μόνο το ομώνυμο τραγούδι. Ένα λυπητερό τραγούδι.

Μεγάλωσα ξέρετε με τη μουσική σας, αλλά θυμάμαι χρόνια που μόνο cool δεν θεωρούνταν να ακούς Saxon...

Ξέρω καλά τι εννοείς, ήρθαν πράγματι δύσκολα χρόνια μετά την έλευση των Nirvana, των Pearl Jam κι εκείνων των συγκροτημάτων.

Όμως τελευταία η κατάσταση έχει αλλάξει και πάλι: θα έλεγα μάλιστα ότι έχετε αποκατασταθεί στη συνείδηση του κόσμου. Πιστεύετε ότι οφείλεται στις δικές σας δυνάμεις ή στη γενικότερη άνοδο του metal;

Μείναμε πιστοί στα ιδανικά μας, διατηρήσαμε τη συναυλιακή μας φήμη και πιστεύω ότι φτιάξαμε και μερικά καλά άλμπουμ. Όλα αυτά έφεραν κοντά μας νέους fans. Βέβαια βοήθησε κι αυτό που λες, ότι η metal μουσική ξαναγύρισε στην επικαιρότητα. Ειδικά το reunion των Iron Maiden με τον Bruce Dickinson (1999) συνέβαλλε πιστεύω πολύ στο να ξαναστραφούν οι προβολείς στα συγκροτήματα της δεκαετίας του 1980.

Τι τρέχει αλήθεια με εκείνη την άλλη εκδοχή των Saxon, που για ένα διάστημα έβγαζε και δίσκους ως Oliver/Dawson Saxon; Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω ακολουθήσει κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας, ξέρω όμως ότι είχατε πάει στα δικαστήρια...

Για εμάς αυτή είναι πια μια παλιά ιστορία: τη θεωρούμε τελειωμένη. Εκείνη η μπάντα συνεχίζει βέβαια να υφίσταται και να δίνει συναυλίες, ωστόσο νομίζω ότι έχει γίνει ξεκάθαρο πλέον στον κόσμο ποιοι είναι οι αυθεντικοί Saxon και ποιοι όχι.

Τις νεότερες metal μπάντες τις παρακολουθείς; Μπάντες δηλαδή σαν τους Mastodon ή τους Dillinger Escape Plan;

Προσπαθώ να τις παρακολουθώ, υπάρχουν πολλές καλές μπάντες –εμένα μου αρέσουν ξέρεις ιδιαίτερα οι Killswitch Engage. Αρκετά από αυτά τα παιδιά έρχονται στις συναυλίες μας και μας λένε ότι είναι αφοσιωμένοι Saxon fans. Είναι κολακευτικό!

Τι κάνει το metal τόσο δημοφιλές; Ποιο είναι το «μυστικό»;

Το metal είναι μουσική της εργατικής τάξης. Κι αυτό σημαίνει ότι, όποιες δομές κι αν μεταχειρίζεται, δεν ξεχνά ποτέ να είναι και διασκεδαστικό. Τα νεότερα βέβαια συγκροτήματα ίσως να έχουν τραβήξει σε άλλη κατεύθυνση, για μας πάντως στα 1980s αποτελούσε ζητούμενο να παντρέψουμε τον σκληρό ήχο με τα θεμελιώδη συστατικά του rock 'n' roll. Το metal είναι κομμάτι της rock 'n' roll οικογένειας.

Γιατί όμως τότε στα 1980s δεν σημειώσατε την ίδια επιτυχία με άλλα συγκροτήματα του New Wave Of British Heavy Metal; Ήσασταν μήπως πολύ σκληροί για το αμερικάνικο ραδιόφωνο;

Ήταν θα έλεγα η κύρια αιτία... Για να κάνεις τότε τη μεγάλη επιτυχία, έπρεπε να φτάσεις και στην Αμερική. Κι εκεί το ραδιόφωνο ζητούσε πράγματα σε ένα πιο ανάλαφρο hard rock στιλ. Δεν το μετανιώνουμε, πάντως. Γιατί τώρα, μετά από τόσα χρόνια, εμείς δεν έχουμε να ζήσουμε με το γεγονός ότι ξεπουληθήκαμε για να μας παίζουν στο ράδιο –όπως άλλοι σύγχρονοί μας. Ασφαλώς ένα μερίδιο ευθύνης είχαμε κι εμείς... Δεν είχαμε δηλαδή ούτε τόσο ικανούς μάνατζερ, ενώ υπήρχαν και πολλά προβλήματα με την τότε εταιρεία μας, την Carrere.

Από εκείνα τα παλιά χρόνια υπάρχει εντωμεταξύ και μια ιστορία σχετική με μια τεϊοποσία διάρκειας πέντε ωρών στην οποία και εμπλέκεστε –νομίζω την έχει διηγηθεί ο μάνατζέρ σας David Poxon...

(γελάει) Δεν θα πίστευα ό,τι λέει ο David, στη θέση σου! Είναι ξέρεις μεγάλος χιουμορίστας, φαντάσου τον κάτι σαν stand-up κωμικό. Πρόκειται πάντως για μια πολύ διασκεδαστική ιστορία, αυτό να λέγεται. Ωστόσο δεν είναι αλήθεια...

Είσαι οικογενειάρχης –έχεις, αν δεν κάνω λάθος, 4 παιδιά; Πόσο εύκολο είναι να διατηρείς τις ισορροπίες όταν η ζωή σου βρίσκεται σε ένα συγκρότημα που περιοδεύει τόσο πολύ;

Ναι, έχω δύο δίδυμα αγόρια στα 10, άλλον έναν γιο στα 13 και μια κόρη 16 χρονών! Δεν είναι εύκολο πράγμα... Στα παιδιά λείπει ο πατέρας τους και ειδικά τώρα που τα δύο περνούν εφηβεία συχνά έχει χρειαστεί να λύσουμε ζητήματα από απόσταση. 

Ωστόσο, έρχονται όποτε μπορούν στις συναυλίες –ο 13άχρονος δε γιος μου έχει αρχίσει και παίζει ντραμς! Αν υπάρχει ένα μυστικό, θα έλεγα ότι βρίσκεται στο εξής: όταν τελειώνει η περιοδεία, μη χαζολογάς. Γύρνα σπίτι και αξιοποίησε όσο χρόνο διαθέτεις με την οικογένειά σου.

Σε ευχαριστώ για τον χρόνο σου. Κάποια έκπληξη από το στρατόπεδο των Saxon, για το κλείσιμο;

Εγώ ευχαριστώ, ανυπομονώ να τα πούμε και στην Αθήνα! Όσο για έκπληξη, πρόσφατα βρήκαμε τα master tapes από την πρώτη μας εμφάνιση στο Donnington, το 1980. Και σκεφτόμαστε να εκδώσουμε αυτό το live σε κάποια μορφή...