25 Νοεμβρίου 2021

Κώστας Χατζής - ανταπόκριση (2018)


Η είδηση που έφτασε στο mail μου, λέει ότι ο Κώστας Χατζής επιστρέφει στη συναυλιακή δράση μετά την παρατεταμένη παύση δραστηριοτήτων που προκάλεσε ο κορωνοϊός: αύριο Παρασκευή, 26 του Νοέμβρη, ξεκινά για μια μίνι σειρά 4 εμφανίσεων (ως και Δευτέρα 29 του μήνα, δηλαδή) στο Half Note.

Έχει ξαναβρεθεί στην ίδια σκηνή ο Κώστας Χατζής και είναι αλήθεια ότι του πάει πολύ, όπως μπόρεσα να διαπιστώσω και τον Μάιο του 2018, όταν πήγα στο Half Note να τον δω μαζί με τη σύντροφό μου Χριστίνα: αν και ο χώρος έχει στενή σύνδεση με τζαζ δρώμενα, του ταίριαξε γάντι, επιτρέποντάς του να μεταφέρει σε μας τους νεότερους κάτι από το κλίμα των μπουάτ της δεκαετίας του 1970. Άλλωστε δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό: όταν δεν έπαιζε μόνος με την κιθάρα του, βγήκε επικεφαλής μιας εκπληκτικής τζαζ ορχήστρας. 

Τα χρόνια μπορεί λοιπόν να έχουν περάσει, εντούτοις ο Χατζής παραμένει ένας καθηλωτικός τροβαδούρος με μια ολόδική του λαϊκότητα, στην οποία έχει χωρέσει πετυχημένα και στίχους κοινωνικής διαμαρτυρίας. Όπως έγραψα και στην τότε ανταπόκρισή μου, παρότι δεν έλειψαν κάποιες στιγμές-βαρίδια στο Half Note, μπορούσα να κάθομαι να τον ακούω μέχρι το ξημέρωμα. Η ανταπόκριση αυτή, τώρα, πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με την αφορμή των εκ νέου εμφανίσεων, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Λίγα πράγματα πάνω στον Κώστα Χατζή προδίδουν ότι είναι πια 81 ετών, σκέφτηκα σε ένα σημείο του προγράμματος, καθώς τον έβλεπα να παίζει απαράμιλλη κιθάρα, μόνος πάνω στη σκηνή του Half Note, χτυπώντας ενίοτε το ένα πόδι στο σανίδι. Ήταν καθηλωτικός, με έναν τρόπο που σίγουρα εξανέμιζε το (όποιο) βάρος των χρόνων. 

Παίρνοντας όμως τη βραδιά με μια σειρά, τα πράγματα ξεκίνησαν ακριβώς στις 22.30 –κι εδώ λέμε ένα μπράβο στο Half Note για την ακρίβεια των ανακοινώσεών του. Ο Χατζής και η ορχήστρα βγήκαν μπροστά σε ένα γεμάτο μαγαζί, απέναντί τους είχαν μάλιστα κοινό που ήξερε καλά τι είχε έρθει να δει και θα το αποδείκνυε σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, σιγοτραγουδώντας (όποτε δινόταν πάσα) τους στίχους των επιλογών. Μεγάλες ηλικίες, κυρίως, με κάποια σποραδικά νεανικά πρόσωπα να ξεχωρίζουν. 

Οι σολίστες, άριστοι. Στο πιάνο καθόταν ο Γιώργος Παγιάτης, μαέστρος της ορχήστρας, αλλά και υπεύθυνος για τις κομψές και ευφάνταστες ενορχηστρώσεις. Οι οποίες έδωσαν συχνά τζαζ αέρα σε γνωστά κομμάτια του Χατζή, αποκαλύπτοντας περαιτέρω πτυχές τους δίχως να χαλάσουν σε κάτι την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Σε αυτό βοήθησε ασφαλώς η επί δεκαετίες εμπειρία του Ρήγα Σαριτζιώτη (σαξόφωνο, φλάουτο, κλαρινέτο), καθώς και τα παιξίματα του Χρήστου Αλεξόπουλου (ντραμς) και του Πόλυ Πελέλη (κοντραμπάσο). Όσο για τον πρωταγωνιστή της βραδιάς, εκείνος κι αν είχε κέφια. Για να παίξει, για να τραγουδήσει, μα και για να κάνει χιούμορ, τόσο με τους μουσικούς του, όσο και με τον κόσμο απέναντί του. 

Τώρα, όλα τα προγράμματα που προορίζονται για μαγαζιά στήνονται εξ ορισμού «φουσκωμένα». Πρέπει δηλαδή συν/πλην να βγάλεις 3 ώρες, ώστε και να δικαιολογηθούν οι τιμές (ειδικά της Α΄Ζώνης, αν το κοινό μοιράζεται, όπως συνέβη στο Half Note), αλλά και για να γίνει κατανάλωση. Τα όσα είχαν ετοιμαστεί υπάκουσαν λοιπόν σε αυτόν τον «κανόνα»· και, αναμενόμενα, σημείωσαν απώλειες. Όπως για παράδειγμα στο δεύτερο σκέλος της βραδιάς, όταν ο Χατζής βούτηξε νοσταλγικά σε διάφορες γνωστές επιλογές από την εγχώρια δεκαετία του 1960 (ανακοίνωσε, μα στην πραγματικότητα ήταν 1960 και 1970), τύπου "Σε Πότισα Ροδόσταμο", "Χάρτινο Το Φεγγαράκι", "Οδός Αριστοτέλους": ήταν ένα τμήμα όπου δεν έκανε πολλά, συνόδευε απλά με την κιθάρα του χωρίς να παίζει ιδιαίτερα πράγματα, αφήνοντας τον κόσμο να τραγουδά την πλειονότητα των στίχων.

Κάποιες περαιτέρω απώλειες, αφορούν τις γυναικείες παρουσίες της βραδιάς. Γιατί μπορεί να μη στερούνται ταλέντου οι συμμετέχουσες Αντωνία Χατζίδη, Μαρία Αλεξίου και Δανιέλα Χατζή (το μικρότερο από τα έξι παιδιά του Χατζή), όλες όμως, για διαφορετικούς λόγους, έκαναν αισθητό το βάρος των λεπτοδεικτών της ώρας κατά την παραμονή τους στη σκηνή. Η Χατζίδη κατέχει ιδιαίτερη φωνή, αλλά εκτέθηκε τραγουδώντας το "Summertime" και το "Ne Me Quitte Pas", «μπουκιές» μεγαλύτερες από όσο χώραγαν στο στόμα της. Η Αλεξίου διαθέτει χρώμα και πρόσεξε τι ερμήνευσε ώστε να μην ξεφύγει σε νερά που δεν τη σήκωναν, προέκυψε όμως υπερβολικά στημένη, με έναν τρόπο που έχουμε μάθει να λογίζουμε πια ως κλισέ από τις έντεχνες σκηνές. Όσο για τη Δανιέλα Χατζή, έφερε τον εφηβικό της ενθουσιασμό και την αθωότητά της και μπόρεσε πράγματι να μας εκπλήξει με το  "Dernière Danse" της Indila· αλλά όταν επεκτάθηκε στο "Je Veux", έλειψε όλος ο παλμός και η ένταση της Zaz. 

Το υπόλοιπο πρόγραμμα κρίνεται πάντως φανταστικό, αποζημιώνοντας για αυτές τις στιγμές-βαρίδια. Ο Κώστας Χατζής έπαιξε απίθανη κιθάρα και τραγούδησε με την ίδια δύναμη και το ίδιο συναίσθημα που ξέρουμε από τις μέρες της δημιουργικής του ωριμότητας. Αναμενόμενα, λοιπόν, τα χειροκροτήματα έπεσαν βροχή, τόσο σε πασίγνωστες στιγμές σαν τα "Σύνορα Η Αγάπη Δεν Γνωρίζει", "Σπουδαίοι Άνθρωποι Αλλά", "Απ' Το Αεροπλάνο", "Δε Βαριέσαι Αδελφέ", "Πάρε Ένα Κοχύλι Απ' Το Αιγαίο", "Λεωφορείο Ο Κόσμος" και "Αντίο Λοιπόν Αντίο", όσο και σε επιλογές για πιο «μυημένους» στη δισκογραφία του, σαν τον "Στρατή" (δυστυχώς στη σύντομη εκδοχή, δίχως την καταπληκτική εισαγωγή από το Αναγέννησις Αλόννησος), το "Γυφτάκι" και το "Η Γη Ακόμα Ζει".

Μπορούσα να κάθομαι μέχρι το ξημέρωμα να ακούω τον Κώστα Χατζή, είτε με την υπέροχη ορχήστρα του, είτε μονάχο με την κιθάρα του, να τραγουδά σε στυλ μπουάτ όλα όσα τον στεναχωρούν στον κόσμο μας –τόσο στον μικρό, δικό μας, όπου «ο Γύφτος» παραμένει καταφρονημένη φιγούρα, όσο και στην πιο μεγάλη κλίμακα, την πλανητική. Ακούγονται μερικές φορές αφελή και απλοϊκά τα λόγια των τραγουδιών του. Και ίσως από κάποιον άλλον να μην τα δεχόμασταν. Όταν όμως τα λέει εκείνος, τα λέει με μια βαθιά προσωπική αλήθεια, κάνοντάς τα και πειστικά, μα και συγκινητικά. Μόνο τον Τόλη Βοσκόπουλο μπορώ να σκεφτώ που να είναι σε θέση να «ποτίζει» τόσο πολύ με το ποιος είναι το ρεπερτόριο το οποίο ερμηνεύει, χαρίζοντάς του ενίοτε υπόσταση μεγαλύτερη από όση διαθέτει από μόνο του. 




23 Νοεμβρίου 2021

Λεωνίδας Καβάκος & Orchestre Philharmonique de Radio France - ανταπόκριση (2016)


Μπορεί κατά καιρούς να έγινε δυσάρεστος με ορισμένες δηλώσεις του, πάντως κανείς ενημερωμένος μουσικόφιλος δεν αμφιβάλλει νομίζω για το βεληνεκές του ταλέντου του Λεωνίδα Καβάκου. Διόλου τυχαία, ο Αθηναίος βιολιστής έχει πια κι ένα σημαντικό όνομα στο εξωτερικό –όπου τα πράγματα είναι πολύ απαιτητικά, ως προς την κλασική μουσική– ενώ ο δίσκος του με τις σονάτες του Μπετόβεν για βιολί (Decca, 2012) στέκει ανάμεσα στους καλύτερους της προηγούμενης δεκαετίας, σε διεθνές επίπεδο.

Ωστόσο ο Καβάκος δεν είναι μόνο βιολιστής. Είναι και μαέστρος, έχοντας διευθύνει ορχήστρες σαν π.χ. τη Συμφωνική της Βιέννης ή τη Φιλαρμονική της Στοκχόλμης. Και με αυτή την ιδιότητα ετοιμάζεται τώρα να επιστρέψει στην εγχώρια συναυλιακή επικαιρότητα: θα διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στη σύμπραξή της με το βιολοντσέλο του Τιμόθεου Γαβριηλίδη-Πέτριν (Κυριακή 28 Νοεμβρίου,  Μέγαρο Μουσικής), πάνω σε έργα Γιόζεφ Χάιντν και Σεργκέι Προκόφιεφ. Συμμετέχει μάλιστα αφιλοκερδώς, δίνοντας την αμοιβή του υπέρ των αναγκών της Ορχήστρας, η οποία, με τη σειρά της, παραχωρεί τα έσοδα αυτής της βραδιάς προσφοράς για φιλανθρωπικό σκοπό.

Η περίσταση δίνει λοιπόν μια καλή αφορμή επιστροφής σε μια παλιότερη συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής (Μάιος 2016), όπου είχαμε την τύχη να δούμε τον Λεωνίδα Καβάκο και με τους δύο μουσικούς του ρόλους: και σαν βιολιστή, δηλαδή, αλλά και σαν διευθυντή της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Γαλλικής Ραδιοφωνίας (Orchestre Philharmonique de Radio France).

Μια ανταπόκριση από εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κάτωθι ανήκει στον Χάρη Ακριβιάδη και προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο για τις ανάγκες της συναυλίας


Την αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής (την κεντρική, δηλαδή), δεν τη βλέπεις συχνά τόσο γεμάτη: λίγες μόνο θέσεις είχαν μείνει διάσπαρτα κενές, καθώς περιμέναμε την έναρξη της βραδιάς. Είναι κι αυτός ένας δείκτης της αναγνωρισιμότητας και του σεβασμού που απολαμβάνει ο Λεωνίδας Καβάκος, γιατί, για να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω ότι μόνη της η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας (Orchestre Philharmonique de Radio France) θα είχε τέτοια προσέλευση –ασχέτως της εγνωσμένης αξίας της και του πιστοποιημένου της επιπέδου.

Και έβαλε δύσκολα στον εαυτό του ο Καβάκος για το πρώτο και ίσως εν τέλει καλύτερο κομμάτι αυτού του συναυλιακού ραντεβού, αφού θα παρουσίαζαν το Τρίτο Κοντσέρτο για Βιολί του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1775), με τον ίδιο να λειτουργεί ως σολίστ και παράλληλα ως μαέστρος. Πρόκειται για αντικειμενικά «επικίνδυνη» αποστολή, για λόγους που δεν χρειάζεται ντε και καλά να είσαι ειδήμων για να καταλάβεις: διαφορετική η κινητικότητα ενός διευθυντή ορχήστρας, διαφορετική εκείνη του μουσικού. Και σε μια ζωντανή περίσταση ο χρόνος είναι πραγματικά απειροελάχιστος για να περάσει ο εγκέφαλός σου από τη μία κατάσταση στην άλλη, ώστε να γίνουν ομαλά οι αναγκαίες αυτοματοποιημένες κινήσεις των μυών.

Κι όμως, ο Καβάκος ανταποκρίθηκε άψογα στην πρόκληση, φυσικώς και πνευματικώς. Έλαμψε η δεξιοτεχνία και τα χρώματα του παιξίματός του, ενώ την ίδια στιγμή οδήγησε την έμπειρη ορχήστρα και τα θαυμάσια της βιολιά σε μια θαλερή και ανοιχτόκαρδη ανάγνωση στο κονσέρτο του Μότσαρτ, χάρη στην οποία αποτυπώθηκαν ενώπιόν μας η νεανική δροσιά, το κέφι και η ανοιξιάτικη εξωστρέφεια του έργου. Ήταν μια φανταστική εκτέλεση. Στη διάρκειά της, μάλιστα, φάνηκε και η εμφανής «χημεία» του Καβάκου με τους Γάλλους συνοδοιπόρους του.

Στη συνέχεια ακούσαμε κάτι που δεν παίζεται συχνά: το "Berceuse Élégiaque" του Φερούτσιο Μπουζόνι (1909), έργο με σαφώς διαφορετική διάθεση –ήσυχο, ενδοσκοπικό, με πιο «υπόγεια» ροή, όπου τα πάντα σχεδόν κρίνονται από την ατμόσφαιρα. Ο χαρακτήρας του αποδόθηκε στο ακέραιο από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας, κάτι που δημιούργησε την απαραίτητη «γέφυρα» και στις δικές μας διαθέσεις, ώστε να περάσουμε στο τρίτο και τελευταίο κομμάτι της συναυλίας, τις περίφημες "Εικόνες από μία Έκθεση" του Μοντέστ Μουσόργκσκι (1874).

Φυσικά, ο Καβάκος και οι συνεργάτες του μας τις παρουσίασαν στην ενορχήστρωση του Μωρίς Ραβέλ (ως γνωστόν, το πρωτότυπο έργο είναι γραμμένο για πιάνο), κάτι που απαίτησε την επί σκηνής παράταξη του πλήρους ανθρώπινου δυναμικού της γαλλικής φιλαρμονικής. Ταυτόχρονα, όμως, ξεδιπλώθηκε έτσι και η συνολική της δυναμική, καθώς –υπό τη ζωηρή μπαγκέτα του Καβάκου– αποδόθηκαν με ενάργεια όλες οι κινήσεις της σουίτας: τόσο εκείνες που ως αίσθηση συνδέονταν με τον χαρακτήρα του "Berceuse Élégiaque", όσο και τα βροντερά ρομαντικά κρεσέντο του Μουσόργκσκι με την εθνική «γεύση» από τα folk άσματα της πατρίδας του Ρωσίας.

Ακόμα και μια τόσο δυναμική περφόρμανς, ωστόσο, δεν μπόρεσε να αντιπαρατεθεί στη λεπτή φινέτσα του Μότσαρτ, στη συνολική αποτίμηση της βραδιάς. Ήταν μάλιστα ένα στιγμιότυπο που θα έμενε ολοζώντανο στη μνήμη –τόσο ως εικόνα, όσο και ως ήχος– ακόμα και αρκετές μέρες μετά τη συναυλία. 




21 Νοεμβρίου 2021

Converge - The Dusk In Us [δισκοκριτική, 2017]


Από την ώρα που ανακοινώθηκε η συνεργασία των Converge με την Chelsea Wolfe, την περίμενα πώς και πώς, καθώς αυτή η τάση ανακατέματος παρεμφερών μα όχι και ταυτόσημων «σκληρών» ανησυχιών –την οποία ξεκίνησαν το 2016 οι Cult Of Luna, αν δεν μου διαφεύγει τώρα κάτι, συμπράττοντας με την Julie Christmas– έχει δώσει ενδιαφέροντες καρπούς τα τελευταία χρόνια.

Ο κοινός δίσκος λέγεται Bloodmoon: I και βγήκε προχθές. Και, σε πρώτη τουλάχιστον επαφή, με απογοήτευσε. Δεν ξέρω αν ήταν θέμα προσδοκιών, πάντως, αν εξαιρεθεί το τραγούδι "Coil", ίσως και το "Blood Moon" (μπορείτε να δείτε και το επίσημο βιντεοκλίπ του στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης), δεν άκουσα κάτι που να στέκεται στο ύψος των αυτόνομων καταθέσεων των δύο καλλιτεχνικών οντοτήτων.

Η Chelsea Wolfe έχει βέβαια δρόμο μπροστά της για να μας εκπλήξει ακόμα περισσότερο από όσο ήδη έχει καταφέρει, ενώ οι Converge έχουν σίγουρα κάνει το «χρέος» τους και με το παραπάνω: είναι μια μπάντα αναφοράς για τον ήχο του post-hardcore (δευτερευόντως και για το metalcore), που μας έχει χαρίσει δίσκους σαν το Jane Doe του 2001 και συνέχισε να βγάζει πολύ καλές δουλειές έως και πολύ πρόσφατα. 

Για του λόγου το αληθές, με αφορμή τα της επικαιρότητας, ακολουθεί μια κριτική του 2017 για το τότε άλμπουμ τους The Dusk In Us, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Δεκάξι χρόνια αφότου έβγαλαν μια δισκάρα αναφοράς για τον χώρο όπου τέμνεται το punk με το αμερικάνικο hardcore και το alternative φάσμα του heavy metal (Jane Doe, 2001), οι Converge είναι ακόμα σε θέση να πάρουν κεφάλια και να βγάλουν από μέσα σου την πιο αγνή πώρωση, σπρώχνοντας συνάμα λίιιγο παραπέρα έναν ήχο που θα ορκιζόσουν ότι δεν διαθέτει πια άλλες μεγάλες συγκινήσεις. 

Η οξυγώνια ενεργητικότητα των Αμερικανών δεν έχει διόλου κοπάσει κι ας βρίσκονται στο ένατο στούντιο άλμπουμ της καριέρας τους. Οι κιθάρες του Kurt Ballou σε χτυπάνε με μανία μυδραλλιοβόλου, ενώ ο Jacob Bannon ακούγεται λες και κατέχει κάποιο μυστικό μαθηματικής ακριβείας για το πώς να μεταχειρίζεσαι τη φωνή ως φορέα συμπιεσμένης οργής, προξενώντας ελεγχόμενες μα σαρωτικές εκρήξεις κατά το δοκούν. 

Κι εκεί που λες ότι έτσι σφυροκόπημα θα σε πάει ο δίσκος μετά από ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε χτυπήματα στη σειρά –με το εναρκτήριο "A Single Tear" και το "Under Duress να είναι μάλλον το συντριπτικότερα– έρχεται ξαφνικά το εφτάλεπτο (και κάτι) "The Dusk In Us" να ποτίσει την εμπειρία με αργόσυρτα, μελαγχολικά χρώματα και φωνητικά που δείχνουν να «σέρνονται» με μια παλιά, βαθιά μαυρίλα, που τόσο δείχνει πια να έχει θαμπώσει από την πολλή ποζεριά των νεογότθων επιγόνων. 

Πρόκειται για έναν σηματοδότη προσεκτικά τοποθετημένο εκ μέρους των Αμερικανών, ώστε να θυμίζει ότι ο νέος αυτός δίσκος ψηλαφεί το «σούρουπο μέσα μας». Ότι δηλαδή βρίσκεται όντως σε επικίνδυνη αποστολή, περιπλανώμενος σε τοπίο με εν δυνάμει απειλητικές σκιές, όπου μπορεί να κρύβεται σκοτάδι και όσα γενικά δίνουν στιλπνές αποχρώσεις στον ψυχικό μας κόσμο. Απλά κάποιος να ενημερώσει τον συμπαθή κατά τα λοιπά Gwilym Mumford της Guardian, ότι αυτό δεν είναι «shoegaze».

Για άλλους το metalcore έχει γίνει φόρμα και συνταγή, μα εδώ οι Converge σου δείχνουν τι γίνεται όταν σχηματοποιεί υπαρκτές, βαθύτερες ανάγκες έκφρασης. Τότε, λοιπόν, έχει τη δύναμη να σε αναστατώσει (και) εγκεφαλικά, αντί απλά να τσακίσει τους ακουστικούς σου πώρους και βέβαια τον σβέρκο σου. Να σε αφήσει σκορπισμένο, να αναρωτιέσαι τι πέρασε από πάνω σου καθώς σβήνει ο απόηχος από τα «γδαρμένα» φωνητικά του Bannon, ακόμα κι αν έχεις φάει τα νιάτα σου στα «σκληρά» της μουσικής. Να σε εκπλήξει ακόμα-ακόμα, με κομμάτια σαν το ομώνυμο ή το "Thousands Οf Miles Between Us" στο φινάλε. 

Πείθοντάς σε, έτσι, ότι εκείνο το πολύπαθο το rock 'n' roll, μπορεί ακόμα. Έστω κι αν το έχουν πνίξει mainstream και φλωροεναλλακτικές περικοκλάδες, αδιάφορες ή πολύ λίγες για να κουβαλήσουν το εκτόπισμά του στον Χρόνο.



05 Νοεμβρίου 2021

Peter Hammill - συνέντευξη (2019)


Ασχέτως των διαφόρων που θα δείτε σε λίγο καιρό, όταν αρχίσουν να βγαίνουν οι λεγόμενες «λίστες της χρονιάς», ένας από τους ιδιαίτερους δίσκους του 2021 μάλλον δεν θα βρίσκεται στις περισσότερες από αυτές. Θα γκώσουμε να διαβάζουμε για τον συμπαθώς μέτριο δίσκο του Floating Points με τον Pharoah Sanders, ο οποίος θα παρουσιάζεται ως σύγχρονο κλάσικ, εάν ασφαλώς τον θυμούνται ακόμα όσοι τον αποθέωσαν εκεί προς Μάρτη/Απρίλη.

Βεβαίως, τα έχουμε ξαναπεί –με ποικίλες αφορμές– για το πόσο προβληματικές είναι αυτές οι «λίστες της χρονιάς», οι οποίες εν τέλει αντανακλούν απλά το περιορισμένο γούστο μιας συγκεκριμένης κοινότητας ακροατών, που κάνει εδώ και χρόνια κουμάντο στον διεθνή (μα και στον εγχώριο) μουσικό Τύπο. Έτσι εξηγούνται άλλωστε και οι συγκλίσεις, οι οποίες δίνουν την πλαστή εντύπωση της «συναίνεσης», ενημερώνοντας με τη σειρά τους το προβληματικό στάτους ψευδο-δημοκρατιών του ίντερνετ τύπου Metacritic.

Ο δίσκος τώρα στον οποίον αναφέρομαι, είναι το In Translation του Peter Hammill. Ή, αλλιώς, η πρώτη δουλειά της μακράς καριέρας του όπου ασχολείται με ...διασκευές! Κι ασφαλώς, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς, αντλεί υλικό από πολλές κατευθύνσεις: από κλασική μουσική, από το παλιό (καλό) American Songbook, ακόμα και από την ιταλική pop. 

Πίσω στον Οκτώβριο του 2010, εντωμεταξύ, κάναμε μια μικρή αλλά ωραία ραδιοφωνική κουβέντα με τον Peter Hammill για το Κόκκινο, μαζί βέβαια με τον Στυλιανό Τζιρίτα, για την παλιά εκδοχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς. Μάλιστα, ο τότε διευθυντής των μουσικών, ο Βαγγέλης ο Βέκιος, ήθελε να μεταφραστεί στα ελληνικά, ώστε να κρατηθεί στο αρχείο του σταθμού. Δυστυχώς δεν προνόησε κανείς μας να κρατήσει αντίγραφο και αγνοώ αν το Κόκκινο έχει όντως κάπου τη συνέντευξη. 

Ο χρόνος, ωστόσο, έφερε ξανά την ευκαιρία να τα πω με τον Peter Hammill. Ήταν αρχές του 2019 κι ετοιμαζόταν να έρθει για δύο συναυλίες στην Αθήνα, οπότε πιάσαμε την κουβέντα από εκεί –άλλωστε απολαμβάνει, όπως μου είπε, τα ταξίδια του στην Ελλάδα. Στη συνέχεια μιλήσαμε βέβαια και για άλλα πράγματα, π.χ. για τον μουσικό μας κόσμο, ο οποίος κατά τη γνώμη του έχει μετατραπεί σε ΙΚΕΑ, μα και για το τέλος των πραγμάτων, το οποίο αναπόφευκτα το σκέφτεται πια, έχοντας διαβεί την έβδομη δεκαετία της ζωής του.

Το κείμενο που προέκυψε από εκείνη τη συζήτηση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον James Sharrock και παραχωρήθηκαν για τους σκοπούς της συνέντευξης


Ένα βράδυ αποδείχθηκε πολύ λίγο για το ελληνικό κοινό, το οποίο έχει αρκετά χρόνια να σας δει ζωντανά στην Αθήνα. Ήταν ευχάριστη έκπληξη το sold-out και το επακόλουθο αίτημα για δεύτερη συναυλία;

Ήταν πράγματι μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, δηλώνω ενθουσιασμένος που θα εμφανιστώ για δύο συναυλίες στην Αθήνα. Άλλωστε κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα μπορώ να παίξω πολλά διαφορετικά τραγούδια κάθε βραδιά!

Ποιες είναι οι πιο ζωντανές σας αναμνήσεις από τους προηγούμενους ερχομούς σας στην Ελλάδα;

Πάντα μου άρεσε να παίζω στην Ελλάδα, συχνά μάλιστα ερχόμασταν μαζί με τον Stuart Gordon. Αν θυμάμαι κάτι ως ιδιαίτερη στιγμή, είναι η πρώτη-πρώτη έλευση, με τους The K Group. Μια αξιομνημόνευτη, μα και συναισθηματική περίσταση για μένα. 

Στο πιο πρόσφατο άλμπουμ σας From The Trees (2017), υπάρχει ένα τραγούδι με τίτλο μια ελληνική λέξη, το "Anagnorisis". Μιλάει για την ισορροπία μεταξύ προσωπικής και δημόσιας σφαίρας, μέσα από τη ματιά ενός περφόρμερ;

Μια ελληνική λέξη, αλλά κι ένας αγγλικός θεατρικός όρος. Αν και είμαι σίγουρος, τώρα που το συζητάμε, ότι έχει προέλθει από την ελληνική θεατρική παράδοση. Μιλάει για τη στιγμή εκείνη όπου όλα πια αποκαλύπτονται στον αντι-ήρωα ή στον τραγικό ήρωα, στο φινάλε ενός έργου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Βασιλιάς Ληρ.

Ο δίσκος σε αφήνει να σκεφτείς αρκετά για τη θνητότητα, ίσως για το πεπρωμένο, μπορεί και για στιγμές που υπήρξαν χαμένες ευκαιρίες. Σε τι βαθμό αντικατοπτρίζουν όλα αυτά τις δικές σας συνειδητοποιήσεις για τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος;

Θα έλεγα σε μεγάλο βαθμό. Γιατί, προφανώς, βρίσκομαι πλησιέστερα πλέον στο τέλος των πραγμάτων, παρά στην αρχή τους. Γίνεται έτσι αναπόφευκτη για τη σκέψη σου η στροφή προς τη θνητότητα –τόσο στη ζωή, όσο και στη δημιουργία τραγουδιών. Σε απασχολεί δηλαδή ο τρόπος με τον οποίον εξελίσσεται η ζωή κάποιου μα και οι ζωές των άλλων, συχνά μέσα από μυστηριώδεις διαδρομές. 

«Τα τραγούδια είναι ασκήσεις στη μοναξιά», μας είπατε στο Over, πίσω στο 1977. Ισχύει ακόμα κάτι τέτοιο;

Ναι, ισχύει. Η στιγμή που γράφεις ένα τραγούδι παραμένει, σχεδόν πάντα, η στιγμή μιας απόλυτα μοναχικής ενατένισης. Αλλά το ωραίο με τα τραγούδια είναι ότι μετά μπορείς να τα μοιραστείς, παίζοντάς τα ζωντανά!

Σε μια συναυλία σας στην Ιαπωνία το 2016, όμως, δεν τα παίξατε απλά: μοιράσατε και 100 CD-r, με 5 τραγούδια από το επικείμενο From The Trees σε demo εκδοχές. Πέρα από το να δώσετε ένα πολύτιμο δώρο στους πιστούς fans, ήταν άραγε κι ένα σχόλιο για τους μουσικούς μας καιρούς, για τη σύγχυση που φέρνουν οι ατέλειωτες ψηφιακές κυκλοφορίες;

Ήταν οπωσδήποτε μια ενδιαφέρουσα στιγμή αυτή, τόσο για το ακροατήριο, όσο και για μένα. Ήθελα ωστόσο να δω πού στεκόταν εκείνη τη στιγμή το συγκεκριμένο άλμπουμ, δεν είχα κατά νου κάποιο σχόλιο για την εποχή. Μάλιστα, με βοήθησε σημαντικά έπειτα, στη φάση που άρχισα ηχογραφήσεις. 

Όσο για τις ψηφιακές κυκλοφορίες, προσωπικά εξακολουθώ να προτιμώ το φυσικό format. Αλλά, ασφαλώς, εγώ ανήκω στην παλιά σχολή. 

Πίσω στο 2004, μιλώντας στον Nick Hasted της Independent, είπατε ότι «ο κόσμος έχει μετατραπεί σε ΙΚΕΑ κι εγώ παραμένω ένας επιπλοποιός που δουλεύω βάσει παραγγελιών. Δεν πουλάω πολλά και πουλώ μόνο σε ανθρώπους που με ανακαλύπτουν». 15 χρόνια μετά, λοιπόν, πού στεκόμαστε; Κι αν ο κόσμος τότε είχε μεταβληθεί σε ΙΚΕΑ, για πού οδεύουμε πλέον;

Ο κόσμος δείχνει να οδεύει προς το μάξιμουμ χάος και μάλιστα με πολύ ανησυχητικό ρυθμό! Όσον αφορά τη μουσική, δεν παρακολουθώ βέβαια ιδιαίτερα το σημερινό mainstream, αλλά ακόμα μου φαίνεται σαν ένα ΙΚΕΑ μονοπώλιο. 

Παρά ταύτα, είχα, θεωρώ, μια τίμια πορεία και μια τίμια καριέρα. Έχω λοιπόν μόνο συμπάθεια για τους νέους μουσικούς, όσους ξεκινούν στις συνθήκες των καιρών μας, προσπαθώντας να κάνουν κάτι το ενδιαφέρον. Γιατί, σε αντίθεση με τα δικά μου νεανικά χρόνια, τώρα είναι σχεδόν αδύνατον να ζήσει κανείς όντας μόνο μουσικός...

Σε μια άλλη συνέντευξη, είχατε πει εμφατικά ότι δεν είστε ο Neil Diamond. Σας αρέσουν αλήθεια τα τραγούδια του; 

Δεν θα δήλωνα fan του Neil Diamond. Ωστόσο έχω μόνο σεβασμό για το γεγονός ότι δεν έχει σταματήσει να δουλεύει όλα αυτά τα χρόνια. 

Η φημολογία δίνει και παίρνει μετά το Do Not Disturb (2016), την ως τώρα τελευταία κατάθεσή σας με τους Van Der Graaf Generator. Δεν είναι όμως το τέλος του κύκλου σας, έτσι δεν είναι; Πώς θα περιγράφατε το παρόν στάτους της μπάντας;

Το παρόν στάτους, είναι αυτό της αναμονής! (γελάει) Πάντως ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι ακόμα. Τώρα, πόσο αργά ή γρήγορα θα γίνει, είναι αβέβαιο.

Να περιμένουμε δική σας, καινούρια μουσική στο άμεσο μέλλον; 

Για την ώρα έκανα μερικές ηχογραφήσεις με τους Isildur's Bane, ένα συγκρότημα από τη Σουηδία. Ακόμα δεν έχω ξεκινήσει να γράφω τίποτα δικό μου. Ελπίζω όμως ότι θα αρχίσω να το κάνω σύντομα!