Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα FASMA Festival. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα FASMA Festival. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

09 Ιανουαρίου 2023

FASMA Festival 2016 - ανταπόκριση μέρας 2 (2016)


Σε ένα τριήμερο γεμάτο αναποδιές, καθώς έψαχνα ταξί στην Καλλιθέα για να γυρίσω σπίτι μου, θυμήθηκα ξαφνικά ένα εγχώριο φεστιβάλ της δεκαετίας του 2010 που, ενώ μας επιφύλαξε διάφορες συγκινήσεις (π.χ. μια αξέχαστη βραδιά με τους Phurpa το 2016, στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου), χάθηκε τελείως από το ραντάρ.

Ο λόγος για το FASMA Festival, στο οποίο έδωσα τακτικά το παρών, συχνά όμως σαν θεατής και όχι ως ανταποκριτής. Επιπλέον, τις ανταποκρίσεις των φεστιβάλ συνηθίζαμε παλιότερα να τις μοιραζόμαστε δύο ή και τρεις συντάκτες, οπότε το πιο ολοκληρωμένο κείμενο που ανέσυρα από τα αρχεία μου ήταν για τη μισή 2η FASMA ημέρα του 2016 (οι Phurpa είχαν πρωταγωνιστήσει στην 1η, ενώ υπήρχε και 3η, με Ancient Methods και Actress στο «Βυρσοδεψείο»). 

Καθώς το φεστιβάλ την είχε σχεδιάσει να διαρκέσει μέχρι πρωίας, εγώ ανέλαβα τα δρώμενα στο «Six d.o.g.s», ενώ ο φίλος και συνάδελφος τότε στα μουσικοδημοσιογραφικά Μιχάλης Τσαντίλας πήρε επ' ώμου την ξέφρενη νύχτα χορού στο «Ρομάντσο».

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και δόθηκαν στον Τύπο από το φεστιβάλ, για τις σχετικές ανταποκρίσεις. Ανήκουν στη Ρία Καραγιάμπα, εκτός από την κεντρική, η οποία είναι από τα δρώμενα στο «Ρομάντσο» και ανήκει στη Ντιάνα Καλημέρη


Η 2η μέρα του FASMA Festival 2016 περιλάμβανε ένα «ορεκτικό» πριν το κυρίως κλαδί στο Ρομάντσο, που ήταν σχεδιασμένο να πάει μέχρι πρωίας: το showcase της Where To Now?, μιας μικρής βρετανικής δισκογραφικής με διπλή έδρα (Λονδίνο, Μπράιτον) και μόλις 3 χρόνια παρουσίας στον μουσικό χάρτη. 

Πριν μπω στο gig space, όμως, πέρασα μια βόλτα από τον εκθεσιακό χώρο στο Six d.o.g.s ώστε να δω το Κυκλόφωνο (Kyklophonon), δηλαδή την πρώτη ηχητική εγκατάσταση του Κύπριου «κατά λάθος αρχιτέκτονα, κατά βάθος εφευρέτη» Μιχάλη Σιαμμά. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο και αρκετά ογκώδες έγχορδο όργανο, ημι-μηχανικό από άποψη κατασκευής, με ενσωματωμένα κάμποσα πράγματα: διάβασα για χορδές από σάζι και πιεζοηλεκτρικές κάψες, ενώ είδα με τα μάτια μου διάφορα ρουλεμάν, μα και τα χαρακτηριστικά εκείνα βαρίδια που χρησιμοποιούνται στο ψάρεμα. 

Ο ήχος του ήταν διακριτικός, με καταπραϋντικές ιδιότητες, κάτι που δεν βοήθησε το κυκλόφωνο να προσεχτεί, μιας και όσοι κατέφτασαν νωρίς στο Six d.o.g.s ήταν περισσότερο απασχολημένοι με χαιρετούρες και πρώτες μπύρες, ρίχνοντάς του φευγαλέες μόνο ματιές. Νομίζω ότι βρήκε περισσότερο ενδιαφέρον αργότερα.


Το showcase της Where To Now? ξεκίνησε με μια οικεία μορφή σε όσους παρακολουθούν τα ηλεκτρονικά δρώμενα της πόλης: τον Kondaktor. Ο Γιώργος Παπαγεωργόπουλος, όπως ονομάζεται πραγματικά, μετέχει στην ομάδα που διοργανώνει τα Reform parties και είναι συνιδρυτής της Modal Analysis (μικρό μα δραστήριο εγχώριο label, με techno ειδίκευση), που φέρεται μάλιστα να αποτελεί και κινητήριο δύναμη πίσω από το FASMA Festival. Έπαιξε δυστυχώς μπροστά σε ελάχιστους παρευρισκόμενους, πολλοί από τους οποίους ήταν φίλοι και γνώριμοι. 

Κρίμα. Μπορεί αν δεν τον ήξερες να μη σου γέμιζε το μάτι, να τον θεωρούσες δηλαδή έναν ακόμα χίπστερ με μύστακα και καρό πουκαμισάκι, αλλά εκεί πάνω στη σκηνή παρέδωσε ένα set με πολυποίκιλες διαθέσεις, με techno μεν βάσεις, μα διάφορες πιο «πειραματικές» προεκτάσεις και απολήξεις. Πιο απολαυστική στιγμή, κατ' εμέ, όταν το video wall άρχισε να δείχνει κάτι δάση σε ασπρόμαυρη απεικόνιση συντονιζόμενο με την υπόγεια ανάδυση ενός κλαρίνου μέσα από τους ηλεκτρονικούς βόμβους, το οποίο στη συνέχεια πρωταγωνίστησε εκκωφαντικά, πριν ανακατευτεί με ένα έξυπνο sample από κάποια λαϊκή αγορά. 


Τον Ιταλό Nicola Ratti, αντιθέτως, τον μέτρησα ως απογοήτευση του showcase, ίσως γιατί περίμενα κάτι περισσότερο σε επίπεδο εμφάνισης από το να αναπαράγει με ζηλευτή ακρίβεια τον ήχο των μινιμαλιστικών techno κυκλοφοριών του, με φόντο γραφικά λιτά μεν, μα και υπέρ το δέον απλοϊκά, ανίκανα να κερδίσουν το μάτι. Σκέφτηκα μάλιστα ότι η techno πλευρά του πολυπράγμονα Μιλανέζου έχει μάλλον λιγότερο ενδιαφέρον συγκριτικά με άλλες ανησυχίες του, καθώς οι εξερευνήσεις του επί του ρυθμού και της τονικότητας διακρίνονταν από μια σταθερά απροσπέλαστη εγκεφαλικότητα: κατανοούσες, δηλαδή, μα δεν υπήρχαν περιθώρια διασύνδεσης. Από την άλλη, έμεινε μόλις 30 λεπτά επί σκηνής, οπότε δεν κούρασε κανέναν.


Η θέση του headliner άνηκε στον Καναδό Jesse Osborne-Lanthier, ο οποίος την υπερασπίστηκε με ένα φανταστικό set. Το μόνο που παρακίνησε ορισμένους από τους συγκεντρωμένους, που είχαν πια πληθύνει, αλλά όχι δραματικά, ώστε να αρχίσουν να (ψιλο)χορεύουν. Το σώμα των ήχων του ήταν υβριδικό και οι διαθέσεις κυκλοθυμικές, εναλλασσόμενες μεταξύ οξυγώνιας επιθετικότητας και μιας καταβύθισης στα «ενδότερα», με την ένταση να ξεθωριάζει υπόκωφα στα αφηνόμενα περιθώρια. 

Γενικά η ισορροπία δεν αποδείχθηκε εύκολη υπόθεση, όμως ο Osborne-Lanthier χειρίστηκε καλά τις απαραίτητες γέφυρες μεταξύ χορευτικής εξωστρέφειας και μουντρούχικης εσωστρέφειας. Ήταν δε και απόλαυση να τον κοιτάς, καθώς στεκόταν εκεί στο ημίφως της σκηνής με μάτια κλειστά, χαμένος στη μουσική του, στην οποία μετείχε και με τις παλλόμενες κινήσεις του σώματός του. Σε δύο μόνο σημεία φάνηκε να χαλαρώνει, κατεβαίνοντας προς το κοινό ώστε να αναζητήσει αναπτήρα: ήταν φανερό ότι η υπόθεση σήκωνε και κανα-δυο τσιγάρα, πέρα από τη μπύρα που κατέβασε με μεγάλες γουλιές.