09 Οκτωβρίου 2020

Κουβεντιάζοντας με την Τάνια Γιαννούλη, μέρος 1 (2013)


Παρά την καθίζηση της εγχώριας δισκογραφίας, την οποία επέτεινε μα δεν δημιούργησε η οικονομική Κρίση, η Τάνια Γιαννούλη κατάφερε και βρήκε διεθνή διέξοδο για τις μουσικές της ανησυχίες, αποκτώντας «στέγη» στη Rattle της Νέας Ζηλανδίας. 

Η διαδρομή αυτή τη βγάζει σε μίνι ευρωπαϊκή περιοδεία σε λίγες ημέρες, σε Γερμανία, Βέλγιο και Ολλανδία. Κόντρα δηλαδή στο κλίμα που έχει δημιουργήσει ο κορωνοϊός (και με την ελπίδα, βέβαια, ότι θα πάνε όλα καλά), αναμένεται να παρουσιάσει δύο ξεχωριστά projects στο φετινό Enjoy Jazz Festival (14 Οκτωβρίου στο Λούντβιχσχαφεν, 16 Οκτωβρίου στο Μάνχαϊμ), ενώ ανακοίνωσε επίσης συναυλίες στο Αμβούργο (23 Οκτωβρίου) και στις Βρυξέλλες (24 Οκτωβρίου και 8 Νοεμβρίου), καθώς και τη συμμετοχή της στο November Music Festival, στο Ντεν Μπος (15 Νοεμβρίου).

Η Αθηναία δημιουργός και πιανίστρια δρα από το 2007, όταν συνίδρυσε το συγκρότημα 4+1, ενώ το 2010 την είδαμε και στο Synch Festival, να συμπράττει στη σκηνή της Τεχνόπολης με τον Spyweirdos ως μέλος των Schema Ensemble. Την περισσότερη «φασαρία», ωστόσο, την έκανε το 2012, όταν έβγαλε στη Rattle τον πρώτο της σόλο δίσκο Forest Stories, σε συνεργασία με τον Πορτογάλο Paulo Chagas. Εκεί, δηλαδή, σύστησε ευρύτερα τον ήχο της, ο οποίος αναζητά ισορροπίες μεταξύ της τζαζ, του Ρομαντισμού, της σύγχρονης λόγιας έκφρασης και του αυτοσχεδιασμού.

Το Forest Stories έδωσε και την ευκαιρία της πρώτης μας κουβέντας. Η συνέντευξη που προέκυψε μπήκε το 2013 στο περιοδικό Ήχος και τώρα δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο ίντερνετ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Έκτοτε ακολούθησαν δύο ακόμα συζητήσεις με την Τάνια Γιαννούλη, οι οποίες θα εμφανιστούν εδώ σε ξεχωριστά «μέρη».


«Αυτοσχεδιαστική μουσική για πιάνο και πνευστά», διαβάζουμε στον υπότιτλο του Forest Stories. Με δεδομένη την καταλυτική παρουσία του αυτοσχεδιασμού, πώς συνδιαμορφώσατε με τον Paulo Chagas τα «σύνορα» μεταξύ τζαζ και σύγχρονης κλασικής μουσικής; 

Η αλήθεια είναι ότι τα όρια αυτά δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, μιας και, όσο πιο ελεύθερος και χωρίς κανόνες ή κώδικες ο αυτοσχεδιασμός, τόσο τα ακούσματα βρίσκονται πιο κοντά σε ό,τι λέμε «σύγχρονη κλασική» (ή λόγια) μουσική. Στη συνεργασία μας με τον Paulo έγιναν όλα λίγο αυθόρμητα και διαισθητικά· δεν είχαμε προσυμφωνήσει ή οργανώσει με ακρίβεια το υλικό ή την κατεύθυνση. Νομίζω πως στο συγκεκριμένο είδος μουσικής παίζει μεγάλο ρόλο η «χημεία» ανάμεσα στους μουσικούς, καθώς και το πόσο καλά «ακούει» ο ένας τον άλλον. Στη δική μας περίπτωση, ήμασταν τυχεροί.

Αισθάνεσαι συγγένεια με το ρεπερτόριο της ACT και της ECM; Ανήκουν βρίσκεις οι αναζητήσεις σου σε μια ευρύτερη διεθνή σκηνή; 

Ναι, σαφώς η αισθητική του Forest Stories (κι ενός μεγάλου μέρους του καταλόγου της Rattle) είναι αρκετά κοντά στην αισθητική της ECM και της ACT. Γενικότερα η μουσική μου έχει συγγένειες με τον ήχο τους, οπότε, ναι, τολμώ να πω ότι απευθύνομαι σε μια ευρύτερη διεθνή σκηνή. Και προς την κατεύθυνση αυτή θα συνεχίσω να δουλεύω και στο μέλλον. 

Ποιος ο ρόλος του δάσους; Αποτελεί για σένα πηγή έμπνευσης; Είναι ευθεία αναφορά στη φύση ή πρόκειται για συμβολισμό; 

Είναι ευθεία αναφορά στη φύση, από την οποία αντλώ έμπνευση, δύναμη, κουράγιο και σοφία. Πηγή έμπνευσης του Forest Stories ήταν μια περίοδος που έζησα πολύ κοντά σε ένα δάσος. Πιστεύω ότι τα δέντρα έχουν μια καλύτερη κατανόηση του Χρόνου, ακόμη και της ζωής, από τους ανθρώπους. Στέκονται εκεί, δυνατά· Με ήλιο ή με βροχή. Και ξέρουν πως η κάθε εποχή θα διαδεχθεί την άλλη, ότι κάθε τέλος αποτελεί και μία αρχή  –δείχνουν δηλαδή εμπιστοσύνη στη Ζωή. 

Όλα αυτά βέβαια ακούγονται λίγο φιλοσοφικά, αλλά θεωρώ ότι, βρίσκοντας ξανά τον σύνδεσμό μας με τη φύση, ίσως συνειδητοποιήσουμε ότι ο δικός μας μικρόκοσμος δεν αποτελεί παρά ένα μικρό μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης πραγματικότητας.

Έχει κανείς την αίσθηση ότι ένας εγχώριος δημιουργός πιο εύκολα βρίσκει συμβόλαιο με ξένη δισκογραφική εταιρεία, παρά με ελληνική. Τι έχεις να συνεισφέρεις σ' αυτό, ύστερα από την εμπειρία έκδοσης του Forest Stories σε νεοζηλανδικό label;

Από την εμπειρία μου, μπορώ να πω ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο: το ίδιο δύσκολα (πολύ δύσκολα θα έλεγα, ειδικά για κάποιον στο ξεκίνημά του) είναι παντού. Απλά η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, με περιορισμένο αριθμό δισκογραφικών εταιρειών –πόσο μάλλον για τη δική μας μουσική, η οποία θεωρείται «ειδική»– ενώ ο αριθμός των εταιρειών έξω είναι μεγαλύτερος. Οπότε ένας καλλιτέχνης που αναζητά συμβόλαιο σε μια εταιρεία έξω, έχει περισσότερες πιθανότητες εκεί.

Τι έχει σειρά στο προσωπικό σας «προσεχώς»; Ο δίσκος με τους Emotone –το project που διατηρείτε με τον Tomas Weiss– ή η προσωπική δουλειά πάνω σε κείμενα του Ευγένιου Αρανίτση; Τι μπορείτε να μας αποκαλύψετε στην παρούσα φάση για αυτά τα δύο άλμπουμ; 

Η δουλειά με τον Αρανίτση (γράφω μουσική πάνω σε κάποια κείμενά του) προχωρά, αλλά έχει ακόμη λίγο δρόμο μπροστά. Πιο άμεσο είναι το άλμπουμ μου με τον Tomas: πρόκειται για τον συνδυασμό δύο διαφορετικών κόσμων, της ambient/ηλεκτρονικής έκφρασης από την οποία προέρχεται εκείνος και της οργανικής/κλασικής μουσικής, που αποτελεί τη δική μου αφετηρία. Με πολύ συναίσθημα (γι’ αυτό και Emotone, emotion + tone). 

Το υλικό για το άλμπουμ αυτό είναι σχεδόν έτοιμο και στις 3 Νοεμβρίου θα παίξουμε ζωντανά στη σκηνή του Six d.o.g.s., στην Αθήνα.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου