13 Ιανουαρίου 2024

K.D. Lang - συνέντευξη (2008)


Τον πρώτο καιρό που είχα γίνει αρχισυντάκτης, είχα μια φούρια να δω τα όρια του επαγγέλματος στην Ελλάδα και να τεστάρω κατά πόσο μπορούσαν να σπάσουν σε μια αγορά σαν και τη δική μας, χάρη (κυρίως) στη νεότευκτη μαζικότητα του ίντερνετ.

Έτσι, τον Απρίλιο του 2008, έχοντας βαρεθεί να περιμένω τους χρόνους των δισκογραφικών εταιριών, οι οποίοι μου φαίνονταν μονίμως δυσκοίλιοι, αποτόλμησα να στείλω ένα μήνυμα στο MySpace της K.D. Lang, ζητώντας της μια συνέντευξη: τη θαύμαζα πάντα για εκείνο το υπέροχο "Constant Craving" (1992) και είχε, τότε, καινούριο άλμπουμ –το Watershed– που έμελλε ωστόσο να αποδειχθεί και η τελευταία αμιγώς προσωπική της δουλειά.

Φυσικά, ακόμα κι αν είχε ανοίξει μια κερκόπορτα, το ίντερνετ δεν είχε αλώσει τα πάντα. Για να μην τα πολυλογώ, οι άνθρωποι της K.D. Lang επικοινώνησαν με το ελληνικό παράρτημα της Warner –η οποία διένειμε τη Nonesuch, όπου κυκλοφορούσε το Watershed– ρώτησαν ποιος είμαι κι αν αξίζει τον κόπο να τρέξει αυτή η συνέντευξη. Ευτυχώς, στην άλλη άκρη του τηλεφώνου βρισκόταν η Τίνα Παππά, η οποία τους έπεισε να πούνε το ναι. Δίνοντάς μου, έτσι, την ευκαιρία να τα πω με την K.D. Lang, αλλά, συνάμα, κι ένα καλό μάθημα ρεαλισμού: τα όρια μπορεί να είχαν τεντωθεί, εντούτοις υπήρχαν. Τουλάχιστον για καλλιτέχνες από αυτό το διαμέτρημα και πάνω.

Η συνέντευξη που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis (του οποίου ήμουν αρχισυντάκτης) και βρίσκει τώρα τον δρόμο της αναδημοσίευσης κι εδώ –με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική προέρχεται από το promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο


Είχες να παρουσιάσεις καινούριο υλικό από την εποχή του Invincible Summer (2000). Γιατί σου πήρε σχεδόν 8 χρόνια για κάτι τέτοιο;

Έγραψα το Watershed σε μια περίοδο περίπου 6 χρόνων. Το έκανα σιγά-σιγά, καθώς ήθελα να γίνουν όλα όπως έπρεπε. Υπέφερα από το λεγόμενο «συγγραφικό μπλοκάρισμα» τελευταία, μέχρι που έκανα το Hymns Of The 49th Parallel (2004), με τραγούδια συμπατριωτών μου Καναδών. Χάρη σε αυτό ξαναπόκτησα μια γερή αίσθηση του πώς θα έπρεπε να ηχεί ένα καλό τραγούδι: νομίζω ότι άλλαξε το τραγουδοποιητικό μου DNA. 

To Watershed είναι το πρώτο άλμπουμ της καριέρας σου όπου ανέλαβες μόνη σου όλη την παραγωγή. Πώς και πήρες μια τέτοια απόφαση; Άξιζε η εμπειρία;

Μέχρι τώρα είχα υπάρξει συμπαραγωγός αρκετών προηγούμενων δίσκων μου και κάπως ανάλογα σκόπευα, αρχικά, να κινηθώ. Αλλά αυτή τη φορά η όλη διαδικασία εξελίχθηκε διαφορετικά, αν και με έναν ολότελα φυσικό τρόπο. 

Άρχισα δηλαδή να φτιάχνω demo τραγουδιών –πολλά, μάλιστα, από όσα ακούς στο Watershed είναι πρώτες προσεγγίσεις– ενώ έψαχνα, παράλληλα, για κάποιον παραγωγό. Όμως στο πίσω μέρος του μυαλού μου σκεφτόμουν ότι μπορούσα να κάνω και μόνη μου όλη την παραγωγή. 

Υποθέτω πως κάπου καταστάλαξα σε αυτή την απόφαση και είχα κι αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να το ξεκινήσω. Έτσι, έφτασε ένα σημείο όπου συνειδητοποίησα ότι όντως έκανα μόνη μου την παραγωγή, οπότε και την τελείωσα. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία για το ότι ήταν μια εμπειρία η οποία άξιζε τον κόπο! 

Το πρώτο single "I Dream Of Spring" έχει ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του σε κάποιους «ανήσυχους» ραδιοφωνικούς σταθμούς και στην Ελλάδα. Τι σημαίνει άνοιξη για σένα; Και πόσο στενά συνδέεται με την αγάπη;

Α, σπουδαία νέα! Είναι το αγαπημένο μου τραγούδι από το άλμπουμ –και, ξέρεις, σπάνια λέω ποιο κομμάτι είναι αγαπημένο μου. Όλη η ιστορία περιστρέφεται γύρω από το όνειρο της ιδανικής αγάπης, εκείνης που όλοι νομίζουμε ότι κάποτε θα συναντήσουμε ή αυτής που κατασκευάζουμε στη φαντασία μας. Της αγάπης, δηλαδή, που θα μας περιτυλίξει εντελώς και ποτέ δεν θα απειληθεί από τίποτα. Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα της άνοιξης για μένα. 

Από την αλλαγή του αιώνα κι έπειτα, είδαμε κάμποσους Καναδούς καλλιτέχνες να γνωρίζουν παγκόσμια αποδοχή. Πιστεύεις ότι αυτό έγινε γιατί για κάποιον λόγο είναι τώρα πιο εύκολο; Ή έχει να κάνει με μια νέα, ανθηρή σκηνή που δημιουργήθηκε στη χώρα σου; 

Οπωσδήποτε υπάρχει κάμποση σπουδαία μουσική που βγαίνει από τον Καναδά τα τελευταία χρόνια. Όμως, από την άλλη, δεν πρόκειται για κάποιο νέο φαινόμενο, αν σκεφτείς περιπτώσεις όπως π.χ. του Neil Young, του Leonard Cohen ή της Joni Mitchell.

Τη χρονιά που μας πέρασε συνεργάστηκες με την Annie Lennox για το "Sing", το οποίο κυκλοφόρησε ως single την Παγκόσμια Μέρα Κατά Του AIDS. Πόσο άσχημη θεωρείς πως είναι σήμερα η σχετική κατάσταση στην Αφρική;

Ίσως να έχουν καλυτερεύσει κάποια πράγματα, όμως σαφώς το πρόβλημα παραμένει. Γι' αυτό και πιστεύω πως είναι πολύ σημαντικό να στρέφει κανείς την προσοχή του υπόλοιπου κόσμου προς την HIV/AIDS κρίση στην Αφρική.

Πέρα από τη μουσική σου, αναγνωρίστηκες και ως ένα από τα παγκόσμια σύμβολα της καμπάνιας για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Αρκετά πράγματα έχουν αλλάξει και στην Ελλάδα, παραμένει όμως μια χώρα όπου νέοι άνθρωποι με τέτοιες προτιμήσεις τις κρύβουν συνήθως, φοβούμενοι την κατακραυγή συγγενών και φίλων. Τι συμβουλή θα τους έδινες, από τη δική σου εμπειρία; 

Στη δική μου περίπτωση, ξέρεις, το ότι αποκάλυψα πως είμαι χορτοφάγος εξόργισε τόσους πολλούς ανθρώπους, ώστε, μέχρις ότου αποκαλύψω ότι είμαι και λεσβία, είχαν μάλλον εξαντλήσει τον θυμό τους εναντίον μου! 

Πάντως το θεωρώ περιττό να αποκαλύψει κανείς τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Είναι πραγματικά ένα ζήτημα προσωπικής επιλογής. Δεν υπάρχουν λόγοι για τους οποίους θα έπρεπε κάποιος να το κάνει, αλλά δεν υπάρχει και κανένας λόγος για να μην το κάνει. 

Υπάρχει, αλήθεια, περίπτωση να σε δούμε να παίζεις στην Ελλάδα, στο κοντινό μέλλον; 

Θα το ήθελα πραγματικά πολύ! Ας το ελπίσουμε...



11 Ιανουαρίου 2024

2002 GR - συνέντευξη (2017)


Το Νέο Έτος βρίσκει τους 2002 GR να συμπληρώνουν 50 στρογγυλά χρόνια δράσης (έτος ίδρυσης: 1974), πράγμα, φυσικά, που δεν σκοπεύουν να αφήσουν να περάσει στο έτσι. Θα γιορτάσουν, λοιπόν, δίνοντας μια μεγάλη, επετειακή συναυλία στο «Κύτταρο», όπου θα έχουν και διάφορους καλεσμένους πάνω στη σκηνή.

Με την αφορμή αυτή, θυμήθηκα τον καφέ που ήπιαμε τον Δεκέμβριο του 2017 με τον τραγουδιστή και βασικό τους δημιουργικό «εγκέφαλο» Ηλία Ασβεστόπουλο. Τον οποίον θα θυμάμαι πάντα, νομίζω, ως έναν από τους πιο καλοντυμένους ανθρώπους του εγχώριου rock στερεώματος, απ' όσους ευτύχησα να συναντήσω από κοντά.

Η κουβέντα μας είχε και κάμποσες σκληρές αλήθειες για το δικό μου σινάφι, των μουσικοκριτικών, κι έβγαλε σε μια πλούσια συνέντευξη. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο, με την κάτωθι να ανήκει στον Chris Pesmas


Εκτός από το επερχόμενο live στο «Κύτταρο», έχετε κι άλλα σχέδια για το 2018;

Άκου να σου πω, εγώ σχέδια δεν κάνω. Ξεκινάμε κάθε φορά από το «Κύτταρο» και συνήθως κάνουμε ορισμένες επιλεκτικές συναυλίες. 4; 5; 10; Αυτό θα εξαρτηθεί και από τη ζήτηση. 

Παίζετε και στην επαρχία;

Δεν τη θεωρώ επαρχία, γιατί πιστεύω ότι είναι καλύτερη από την πρωτεύουσα! (γέλια) Έχουν φτιάξει τις πόλεις τόσο ωραία, ώστε δεν θέλεις να φύγεις. Μάλιστα, πλέον με ενδιαφέρουν περισσότερο οι άλλες πόλεις, παρά το κέντρο. 

Κι εγώ στην επαρχία σας είδα για πρώτη φορά, στα Γιάννενα, όντας φοιτητής... 

Και πρόπερσι που κάναμε μια συναυλία σε μια αίθουσα για 400 άτομα μαζεύτηκαν πάνω από 600 και πολλοί ανάμεσα στο κοινό ήταν φοιτητές. Μας δίνει ζωή αυτό, μας ανανεώνει τα κύτταρα. Στα Γιάννενα πάντα κάνουμε sold out. Πιστεύω να μπορέσουμε να πάμε και φέτος. 

Έχουν γίνει αλλαγές στη φετινή σύνθεση των 2002 GR ή στο συναυλιακό πρόγραμμα;

Αλλαγές πάντα γίνονται, καθώς η πόρτα στους 2002 GR είναι πάντοτε ανοιχτή: άλλοι έρχονται, άλλοι φεύγουν. Στο σχήμα, σήμερα, βρίσκονται μαζί μου ο Μάκης Μπορλόκας (πλήκτρα), ο Μάκης Τσελέντης (hammond και διάφορα ...εδώδιμα κι αποικιακά!), ο Νεόφυτος Σπύρου (κιθάρα), ο Χρήστος Στεργίου (μπάσο) και ο κουμπάρος μου ο Γιώργος Ανδριώτης (ντραμς).

Να σας πάω και λίγο πίσω στον χρόνο, πίσω και από τους 2002 GR, όταν συνιδρύσατε τους Persons στη γενέτειρά σας, τον Πειραιά...

Ήμασταν μαθητές τότε, 15-16 χρονών: ο Αντώνης Πιτσολάντης, ο Ηλίας Μπουκουβάλας, εγώ στα φωνητικά, ο Γιάννης Σπάθας και ο Αντώνης Τουρκογιώργης. Και κάναμε μερικά δισκάκια μαζί, πού να φανταστούμε ότι σήμερα το "Drive My Mustang" θα το θεωρούν ως ένα από τα καλύτερα garage rock κομμάτια. Είναι οπωσδήποτε τιμή. 

Όταν φύγαμε για φαντάροι εγώ και ο Πιτσολάντης οι υπόλοιποι έγιναν Socrates Drank The Conium. Όταν απολύθηκα, είχα αποφασίσει ότι δεν ήθελα να τραγουδάω ξένο στίχο κι έτσι δεν τους ακολούθησα. Πήγα στους Blue Βirds για κανα-δυο χρόνια και μετά κάναμε τους 2002 GR. 

Σας ενδιέφερε δηλαδή ο ελληνικός στίχος ήδη από τα χρόνια των Persons;

Ναι, μάλιστα το τελευταίο μας single ήταν με ελληνικό στίχο, το "Είσαι Το Κορίτσι Π' Αγαπώ". Πρώτα πρέπει να γίνεις γνωστός στη χώρα σου και μετά έξω. Τότε, πάντως, μας δόθηκαν ευκαιρίες για έξω και στο σχήμα και σε μένα ειδικά, όμως δεν τις ακολούθησα. Είχα την άποψη ότι εκεί υπήρχαν εκατομμύρια σαν κι εμένα. 

Πώς ενημερωνόσασταν εκείνα τα χρόνια; Από πού βρίσκατε δίσκους;

Ο πατέρας ενός από την παρέα δούλευε τότε στην Αμερικανική Βάση, στο Ελληνικό. Και διαθέταμε απ' όλα: και πικάπ, και πολλά δισκάκια 45 στροφών, αλλά και μεγάλους δίσκους. Μη σου πω ότι ενημερωνόμασταν πιο μπροστά από τους παραγωγούς της εποχής. 

Σαν Persons, είχατε δώσει τότε και μια συναυλία στη Λάρισα, όχι και το πιο συνηθισμένο πράγμα για ένα γκρουπ σαν και το δικό σας. Τι θυμάστε από αυτό το στιγμιότυπο; 

Δεν την πολυθυμάμαι τη συγκεκριμένη συναυλία. Θυμάμαι ότι ήταν το 1969 και ότι πήγαμε εκεί με τον Δημήτρη Πουλικάκο, ο οποίος τότε είχε τους M.G.C. Θυμάμαι, επίσης, ότι ήταν μαζί μας ο Γιάννης Πετρίδης και ο Στέλιος Ελληνιάδης, που ήταν οι μάνατζέρ μας.


Γιατί 2002 GR, αλήθεια;

Από ένα αμάξι BMW, το οποίο είχε εκείνα τα χρόνια κάποιος φίλος. Παρατήρησα μια μέρα ότι το 2002 διαβαζόταν και από την άλλη μεριά το ίδιο και μου φάνηκε ωραίο.

Ήταν εύκολο τότε να μπείτε στη δισκογραφία;

Ναι, αμέ. Και οι εταιρίες οι ίδιες ζητάγανε συγκροτήματα. Κι αν κάποιο τους έβγαινε, τα έδιναν όλα. Με τους 2002 GR ξεκινήσαμε το 1974 στην Pan-Vox, με την Πόλα. Τώρα, επειδή αρκετοί το μπερδεύουν το θέμα, Πόλα δεν είναι ο τίτλος του δίσκου, αλλά το όνομα της τραγουδίστριας που τραγουδάει σε αυτόν. 

Ξέρετε πόσες ώρες έχουμε φάει στο Μοναστηράκι μπας και βρούμε κάποιο αντίτυπο;

Αν βρεις κανένα, πες μου κι εμένα! (γέλια) Πάντως το πιο συλλεκτικό άλμπουμ των 2002 GR είναι ο Σιδερένιος Άνθρωπος στην αρχική του έκδοση (1975). Το έψαχνε πολύς κόσμος να το βρει, βγήκαν και ορισμένες κόπιες πειρατικά, με μούφα εξώφυλλα, ακόμα και από κάποιες γερμανικές εταιρίες. Αυτό που κυκλοφορεί τώρα από την MLK, πάντως, είναι με άδεια. 

Αλλά η μεγάλη επιτυχία έρχεται τελικά τη δεκαετία του 1980, έτσι δεν είναι; Με το V.O.L 3 του 1982...

Ήταν αναπάντεχο, γιατί από το 1977-1978 οι μπάντες άρχισαν να ξεφτίζουν: οι εταιρείες είχαν πια γίνει δυσκοίλιες όταν είχαν να κάνουν με συγκροτήματα. Ως το 1982 που κάναμε το V.O.L 3, δηλαδή, πολλά γκρουπ είχαν πάψει την πορεία τους. 

Εμάς μας έκατσε. Και μάλιστα πουλούσαμε τότε περισσότερο και από μερικά λαϊκά ονόματα της εποχής. Κι απορήσαν όλοι. Αυτά γίνονται μια φορά στα χίλια χρόνια. Πραγματικά μας έκατσε. 

Δηλώνετε ευχαριστημένος από εκείνα τα χρόνια, όσον αφορά τη δισκογραφία;

Είμαι ευχαριστημένος, γενικώς! Σ' εμένα η ζωή φέρθηκε πάρα πολύ ωραία, και στη μουσική και στα προσωπικά μου. Σε όλα. Όσον αφορά τις δισκογραφικές, τώρα, υπήρχαν ακόμα τότε άνθρωποι οι οποίοι δουλεύανε με τους μουσικούς. Μετά εμφανίστηκαν κάτι πιτσιρικάδες, που δεν ήταν απλώς άσχετοι, αλλά δεν σέβονταν κανέναν και τίποτα. Το ότι έβλεπαν τους καλλιτέχνες καθαρά με λογική τσέπης, φταίει και για τον δρόμο που πήρε ύστερα η δισκογραφία. 

Στον μουσικό Τύπο της εποχής, ωστόσο, δεν αρέσατε. Γράφτηκαν μάλιστα και δηλητηριώδη σχόλια για σας...

Αν ήμασταν αρεστοί από όλους, θα ήμασταν το υπερ-γκρουπ. Κι αυτό δεν το πιστεύω. Εμένα δεν με πειράζει η αρνητική κριτική. Με πειράζει όμως το υστερόβουλο. Σε δημοσιογράφους λοιπόν σαν τον Μάκη Μηλάτο ή τον Αργύρη Ζήλο, απαντήσαμε με τα τραγούδια μας. Και σήμερα, μάλιστα, τους καλώ να έρθουν να με βρουν για να τους πω ότι τα λάθη είναι μέσα στη ζωή, αλλά, όταν τα κάνεις, πρέπει να ζητάς και συγγνώμη. 

Επιθυμείτε να βγει κάποιο καινούριο άλμπουμ;

Έχουμε ένα στούντιο δικό μας, στη Μεταμόρφωση. Και είμαστε σε μια διαδικασία όπου γράφουμε και σβήνουμε, σβήνουμε και γράφουμε. Πιστεύω ότι μέσα στο 2018 κάτι θα βγάλουμε.  

Παρακολουθείτε τις νεότερες εξελίξεις στην εγχώρια δισκογραφία;

Παρακολουθώ τα πάντα. Ακούω και τα λαϊκά, και τα σκυλάδικα ακόμα. Ορισμένα πράγματα μου αρέσουν, όπως μου αρέσουν και μερικές φωνές. Και κάποιους στιχουργούς ξεχωρίζω. Και οι αγγλόφωνες δουλειές φτάνουν στ' αφτιά μου, όμως στην Ελλάδα το αγγλόφωνο ποτέ δεν γνώρισε μεγάλη πέραση. 

Μετά τους Socrates, δηλαδή, δεν υπήρξε άλλη μπάντα που να κάνει ανάλογο μπαμ και να περάσει και έξω. Κανά-δυο ονόματα μπορεί να πούλησαν κι έπειτα, γενικά όμως λίγα πράγματα. Κάθε προσπάθεια, πάντως, είναι καλή. Κανείς δεν μπορεί να απαγορέψει στον άλλον να ονειρεύεται και η όλη διαδικασία έχει την αξία της είτε πετύχεις, είτε δεν πετύχεις.

Τελευταία πολύς κόσμος θέλει να εκφραστεί και πιο πολιτικά. Εσείς, πέρα από εκείνον τον στίχο «τα συστήματα είναι λάθος» στο "Τι Να Σου Προσφέρω" δεν έχετε τέτοιες αιχμές –δεν ξέρω μάλιστα αν κι αυτός ο στίχος έχει πολιτική χροιά...

Είμαι πολιτικοποιημένο άτομο. Αλλά δεν θέλω να εξωτερικεύω τις πολιτικές μου πεποιθήσεις, γιατί επιθυμώ να κάνω τραγούδια για όλον τον κόσμο –όλων των χρωμάτων, όλων των αντιλήψεων. Είναι αρχή μου. Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική ως δημιουργό, με ενδιαφέρει όμως σαν άτομο, σαν σκεπτόμενο άτομο. 

Μία από τις μεγάλες σας ραδιοφωνικές επιτυχίες, το "Δεν Είσαι Έρωτας Εσύ", το έχει γράψει ο Γιάννης Σπανός. Πώς και δεν υπήρξε συνέχεια σε αυτήν τη συνεργασία;

Ο Γιάννης Σπανός είναι φίλος μου. Άσχετα πάντως από αυτό, τον θεωρώ έναν από τους σπουδαιότερους συνθέτες στην Ελλάδα. Δεν του είχα ζητήσει ποτέ τίποτα, μέχρι που μια μέρα μου έδωσε μια κασέτα, η οποία είχε μέσα 10 τραγούδια. Κράτησα τα 3, το ένα ήταν το "Δεν Είσαι Έρωτας Εσύ". Ξανασυζητήσαμε αργότερα με τον Γιάννη το ενδεχόμενο να κάνουμε κάτι ακόμα, αλλά οι συγκυρίες δεν το επέτρεψαν. Κι εγώ, επίσης, πιστεύω ότι με έναν συνθέτη κάνεις μία επιτυχία μεγάλη –μπορεί να υπάρξουν κι άλλες, μα πιο μικρές.  

Είστε μεγάλος φίλος των Rolling Stones, γραμμένος στο fan club τους από πιτσιρίκι. Ξεχωρίζετε δουλειές τους;

(γελάει) Κοίταξε, κάθε δίσκος των Rolling Stones για μένα, ακόμα και ο πιο μάπα, είναι αριστούργημα! Έχω πάρει και το τελευταίο τους άλμπουμ: δεν έχει βέβαια την αίγλη της παλιάς τους δόξας, αλλά ήταν ωραίο. Έχω μεγάλη αγάπη και στους Beatles, όμως, κυρίως για τις μελωδίες τους. Αλλά με τους Rolling Stones το ροκ ήταν και τρόπος ζωής.

Ήσασταν τότε στην Τερψιθέα, όταν έπαιξε ο Eric Clapton με τους Juniors;

Βέβαια, παίζαμε support με τους Persons σε εκείνη τη συναυλία στην Τερψιθέα. Αλλά δεν ξέραμε ότι είναι ο Eric Clapton. Για να μη σου πω ότι δεν ξέραμε και ποιος ήταν ο Eric Clapton! Μετά το μάθαμε. 

Είναι αλήθεια ότι έχετε πληρώσει εισιτήριο για να μπείτε σε δικιά σας συναυλία; 

(γελάει) Συνέβη, ναι! Ήταν το καλοκαίρι του 2000, στην Άρτα, λίγο έξω από την Άρτα για την ακρίβεια. Δεν ήμουν στο soundcheck με τους υπόλοιπους, είχα μείνει στο ξενοδοχείο. Κι όταν τελείωσαν με ειδοποίησαν να πάω από εκεί, να ξεκινήσουμε τη συναυλία. 

Πάω λοιπόν, κάνω να μπω μέσα, με πιάνει ένας και μου λέει «πού πας εσύ;». «Στα Ιεροσόλυμα», του απαντώ κι εγώ γελώντας, «εισιτήριο!» μου λέει. «Πρέπει να πληρώσω κι εγώ για να μπω μέσα;» τον ρωτάω, «ναι» απαντάει –οπότε βγάζω κι εγώ και πληρώνω ένα εισιτήριο. 

Εκείνη την ώρα ερχόταν το αφεντικό, βλέπει το σκηνικό, «τι κάνεις εκεί ρε;» του λέει, «καλά, δεν βλέπεις τις αφίσες, ποιος παίζει;», «σιγά μη βλέπω και τις αφίσες» του λέει αυτός! Τέλος πάντων, το αφεντικό επέμεινε να μου γυρίσει τα χρήματα, αλλά εγώ το κράτησα το εισιτήριο, σαν ενθύμιο. Κι αν γράψω κάποιο βιβλίο, θα το βάλω εκεί! 

Πάντως το έχετε επιδιώξει το να μην είστε αναγνωρίσιμος, έτσι δεν είναι; 

Ο Πετρίδης έχει πει ότι ο Ασβεστόπουλος είναι αναγνωρισμένος μέσα από τα τραγούδια του, αλλά όχι αναγνωρίσιμος. Κυκλοφορώ όπως κι εσύ και ο καθένας και κανένας δεν με σταματά στον δρόμο, απλούστατα γιατί κανείς δεν με γνωρίζει. Και το επιθυμώ αυτό, πράγματι. Θέλω να ζω όπως όλοι. Μου αρέσει να περπατάω, μου αρέσει το shopping therapy, πάω στη λαϊκή, κάνω κι όλα τα ψώνια του σπιτιού στο σούπερ μάρκετ. Κι απολαμβάνω τη θάλασσα, είναι για μένα πηγή ζωής. 

Μέχρι πρόσφατα, ήσασταν και διευθυντής στο Κανάλι 1 του Πειραιά. Τι κρατάτε από τη θητεία σας στο ραδιόφωνο;

Κρατάω σίγουρα τις μουσικές που άκουσα επί τόσα χρόνια χάρη σ' αυτό το πόστο. Το ραδιόφωνο παραμένει για μένα μια τρέλα. Αυτό το ότι κάποιος μπορεί να σ' ακούει χωρίς να σε βλέπει και να του «μιλάς» με εκείνο που παίζεις. Το ραδιόφωνο είναι ένα ποτάμι που τρέχει. Κι εσύ το ακολουθείς. 





04 Ιανουαρίου 2024

Εξόριστοι - συνέντευξη (2015)


Πόσο το τραγουδήσαμε κάποτε, σε άδολα, εφηβικά χρόνια, το "Σύνορα Παντού" και στίχους σαν το «Βγες απ' το φως το λιγοστό, που σου σβήνει το μυαλό». 

Έχοντας αυτές τις μνήμες κατά νου, λοιπόν, αλλά και μια αγάπη άσβεστη για το "Σπαθί Του Νικητή" και μερικά ακόμα απ' όσα ποίησαν οι Εξόριστοι στο μεταίχμιο των 1980s με τα 1990s, ξεκίνησα μια μέρα του Οκτώβρη 2015 να συναντήσω τον Δημήτρη Κατή για καφέ στα Βριλήσσια –με αφορμή ένα live στο «Κύτταρο» κι έναν επερχόμενο δίσκο.

Εκεί, κάναμε μια πλούσια κουβέντα: για το τρακάρισμα που οδήγησε στο ιστορικό live στη Σερβία, για τη φύση και το περιεχόμενο της επικότητας («Έπος είναι το πώς θα επιβάλλεις την ειρήνη στον πόλεμο, το πώς θα επιβιώσει ο έρωτας που αναπτύσσεται σε τέτοιους καιρούς», αξέχαστα λόγια του Κατή αυτά), για τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου και του Γιάννη Μαρκόπουλου, για μια πολυσυζητημένη φωτογραφία με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, για τις φιλίες με τον Μελ Γκίμπσον και τον Κέβιν Κόστνερ. 

Από όλα αυτά, έπειτα, προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τον ίδιο τον Δημήτρη Κατή, για τις ανάγκες της συνέντευξης


Θα εμφανιστείτε στο «Κύτταρο», σε ένα live που χαρακτηρίζεται «ιστορικό» και πρόκειται, μάλιστα, να ηχογραφηθεί/βιντεοσκοπηθεί. Τι το ιδιαίτερο έχει η συγκεκριμένη βραδιά;

Χαρακτηρίζεται ιστορικό συνειρμικά, καθώς το συνδύασα με τα live που κάναμε στο «Ρόδον». Το οποίο βέβαια δεν υπάρχει πια, υπάρχει όμως το «Κύτταρο», ένας χώρος με τη δική του πορεία, που εξακολουθεί και στηρίζει ροκ συναυλίες. Πράγματι, η βραδιά της Παρασκευής πρόκειται και να ηχογραφηθεί και να βιντεοσκοπηθεί. Αν βγει καλό το αποτέλεσμα, σκεφτόμαστε να εκδοθεί ένα live CD, όπως κι ένα DVD.

Τι θυμάσαι πιο έντονα από τις δικές σας συναυλίες στο «Ρόδον»;

Συνολικά, εμφανιστήκαμε 4-5 φορές στο «Ρόδον», δεν θυμάμαι πότε ακριβώς έγινε το σκηνικό που θα σου πω, πρέπει να ήταν πάντως το 1990 ή το 1991. Έπαιζα, τότε, με μια Peavey Patriot και σε μια έντονη στιγμή στο φινάλε του live την πετάω κάτω. Κι αμέσως σκέφτομαι από μέσα μου «ωχ, τι έκανα, πέταξα την κιθάρα, θα σπάσει, δεν έχω άλλη!» (γέλια) 

Μου έκανε λοιπόν εντύπωση ότι οι οπαδοί δεν όρμησαν. Μάλιστα, με το που τελειώνει το live βλέπω έναν πιτσιρικά να τη φέρνει κρατώντας την και στα δύο χέρια και να την ακουμπάει πάνω στη σκηνή, με έναν γλυκό τρόπο. Ήταν μια πολύ ευγενική κίνηση. Την έχω ακόμα αυτή την Peavey Patriot, πρέπει όμως να βρω κάποιον να μου τη φτιάξει, γιατί έχει ραγίσει. 

Θυμάμαι, επίσης, πόσο τρακ είχαμε στην πρώτη συναυλία στο «Ρόδον»: ήταν και ο Μάνος Ξυδούς εκεί και φοβόμασταν ότι, αν δεν παίζαμε καλά, η ΕΜΙ δεν θα προωθούσε τον δίσκο. Αλλά θυμάμαι και μία ακόμα συναυλία μας, η οποία έγινε παραμονή Χριστουγέννων! 

Τελικά, ποιος είναι ο ρόλος του Μάνου Ξυδούς στην ιστορία των Εξόριστων; Είναι αλήθεια ότι, πριν από τη δική του μεσολάβηση, η ΕΜΙ σας είχε απορρίψει;

Όχι, δεν μας είχε απορρίψει, απλά χτυπάγαμε τότε πόρτες και καμία δεν άνοιγε. Αυτό που έκανε λοιπόν ο Μάνος ο Ξυδούς, ήταν να δώσει την έγκρισή του ώστε η ΕΜΙ να βγάλει το ντεμπούτο μας. Και, εξίσου σημαντικό, το προώθησε και στα δισκάδικα. 

Μας σύστησε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων ο συγχωρεμένος ο Σταύρος ο Αλατάς, μάνατζερ τότε. Η πρώτη αντίδραση του Ξυδούς ήταν «ποιος είναι αυτός τώρα, καλά, θα τα πούμε μετά». Τον ξαναβρήκα, όμως, άκουσε το "Σύνορα Παντού" ηχογραφημένο σε μια πρόβα με ένα κασετοφωνάκι και γούσταρε. Και στο τέλος μου είπε «μπράβο ρε Μητσάρα! Είσαι αληθινός ροκάς» –πάντα έτσι μου μίλαγε. 

Γίναμε φίλοι έκτοτε, τον θυμάμαι που πάντα ήθελε να φύγει από την παραγωγή και να μπει στη δημιουργική διαδικασία κι έλεγε συνέχεια την ατάκα του Ian Gillan, ότι οι παραγωγοί είναι αποτυχημένοι μουσικοί. Και ήταν βέβαια ο Μάνος που επέμεινε να μπει πρώτο το "Κάνω Μια Ευχή" στον δίσκο, εγώ δεν ήθελα. Έλεγα, μα εμείς παίζουμε epic metal! Κι εκείνος μου απαντούσε «άστα τώρα αυτά!» (γέλια)

Πώς μπλέχτηκε στο "Κάνω Μια Ευχή" η Τζένη Στράλλα, αφήνοντας το δικό της αποτύπωμα στην ιστορία του ελληνικού metal;

Στο Ωδείο Χαλανδρίου είχα μια δασκάλα, τη Βάλια την Κουλάκου, με την οποία έκανα αρμονία και αντίστιξη. Όταν ήμουν 18 εκείνη έφυγε, άνοιξε το παράρτημα του Εθνικού Ωδείου στην Αγία Παρασκευή και με κάλεσε να διδάξω θεωρία και κλασική κιθάρα. Πήγα, βέβαια. Κι εκεί, ανάμεσα στις μαθήτριές μου, ήταν και η Τζένη η Στράλλα, η οποία μου έριχνε καμιά δεκαριά χρόνια και ήταν φαρμακοποιός στην Κυψέλη. 

Γίναμε φίλοι, της έδωσα τον πρώτο μου σόλο δίσκο, πριν τους Εξόριστους (το Δωριείς: Επιστροφή Στη Γη), μου έδωσε κι εκείνη ένα βιβλίο της με στίχους που είχε εκδώσει τότε. Μια μέρα ήρθε στο στουντιάκι και της έπαιξα στο πιάνο το θέμα της αρχής του "Κάνω Μια Ευχή", το οποίο βέβαια δεν υπήρχε ακόμα ούτε σαν τίτλος, ούτε καν σαν κομμάτι. Και τη βλέπω, βάζει τα κλάματα. 

Εγώ τα έχασα, μου είπε όμως αν ποτέ το βγάλεις αυτό σε δίσκο, θα ήθελα να γράψω τους στίχους. Κι έτσι κι έγινε, συνέβαλλε πολύ με το ταλέντο της για την επιτυχία του "Κάνω Μια Ευχή". Έχω πια να τη δω πάρα πολύ καιρό, μπορεί και μια 20ετία. Αλλά έμαθα από έναν fan ότι έχει φαρμακείο στην Αγία Παρασκευή. 


Γιατί συναντήσατε τόσες δυσκολίες, πριν την παρέμβαση του Ξυδούς; Τι έκανε τις πόρτες των δισκογραφικών της δεκαετίας του 1980 να μένουν κλειστές;

Στις μεγάλες ελληνικές δισκογραφικές, τότε, δεν ήξεραν τίποτα από heavy metal. Μόνο τους Iron Maiden γνώριζαν, καθώς τους έβγαζε η ΕΜΙ, όπως και τους Queen, οι οποίοι βρίσκονταν στον τελευταίο τους δίσκο. Οι περισσότεροι μάνατζερ και παραγωγοί προέρχονταν από τα λαϊκά ή και τα σκυλάδικα, δεν μπορούσες ούτε να συζητήσεις μαζί τους, δεν είχαν καν ιδέα τι είναι το metal. 

Στην περίπτωσή μας, το έσωσε απλά, κάπως, ο ελληνικός στίχος. Για αγγλικό στίχο δεν κάναμε νύξη ποτέ, δεν ξέρω αν είχε βρει μεγαλύτερη προσοχή, καθώς η ΕΜΙ ήταν ακόμα τότε ΕΜΙ Βαλκανίων & Μέσης Ανατολής, οπότε είχε και Άγγλο πρόεδρο. Νομίζω πάντως ότι ο ελληνικός στίχος τράβηξε περισσότερη προσοχή, αν και προφανώς δεν κατάλαβαν τίποτα απ' όσα έλεγε. Γι' αυτό και μπήκε πρώτο στον δίσκο το "Κάνω Μια Ευχή", ενώ εγώ ήθελα πρώτο το "Σύνορα Παντού", που ο Ξυδούς δέχτηκε να μπει δεύτερο. Τελικά, βέβαια, στο δικό μας κοινό ακούστηκε περισσότερο το "Δόξα Και Τιμή".

Εσύ γιατί διάλεξες τον ελληνικό στίχο, σε εκείνα τα χρόνια;

Ήταν κάτι το αυθόρμητο. Έσπρωχνε βέβαια προς τα εκεί και η θεματολογία, αλλά μου άρεσε επίσης που η ελληνική γλώσσα διαθέτει φωνήεντα, τα οποία μπορούν να τραγουδηθούν μελωδικά. Προσφέρονται δηλαδή ανοίγματα, όπως και έδαφος για κορώνες. 

Πάντως δεν ήταν εύκολο. Εντάξει, αν έχεις τη σωστή μελωδία θα τα κολλήσεις τα ελληνικά, αλλά το θέμα είναι μετά πώς θα το αποδώσει ο ερμηνευτής. Στους Εξόριστους, κάθε τραγουδιστής έβγαινε από το στούντιο σκοτωμένος και μου λέγανε «ρε Κατή, τι έχεις κάνει εδώ»; 

Χωρίς πλάκα, ο δεύτερος τραγουδιστής μας, ο Στέλιος ο Καρπαθάκης, κόντεψε να λιποθυμήσει όταν ηχογραφούσαμε το "Άννα". Γράφαμε τότε στο στούντιο του Robert Williams, με έναν Ρουμάνο ηχολήπτη, του οποίου η γυναίκα ήταν παιδίατρος. Ο Στέλιος έβγαζε κορώνες πολύ ψηλά και, δεν ξέρω, ίσως να μην είχε κάνει την κατάλληλη προεργασία, είχε τότε κι ένα αλλεργικό πρόβλημα, παραλίγο πάντως να χάσει τις αισθήσεις του. Ευτυχώς ήταν παρούσα η γυναίκα του ηχολήπτη.

Ξέρεις, όμως, ενώ στην πορεία της μπάντας είχατε τραγουδιστές τεχνικά καλύτερους, στη συνείδηση του κοινού ως «κλασική φωνή» των Εξόριστων έμεινε ο Χρήστος Αβράμης...

Ο Χρήστος βέβαια τραγούδησε και το "Κάνω Μια Ευχή", το οποίο παίχτηκε πολύ, ακούστηκε, μπήκε σε συλλογές κτλ. Οπότε είναι φυσιολογικό να ταυτίστηκε περισσότερο ο κόσμος με τη δική του φωνή. Είχε σίγουρα και το συναίσθημα ο Χρήστος, ένα συναίσθημα που κόλλησε πολύ με τις μουσικές και τα τραγούδια του πρώτου ειδικά δίσκου. 

Η ουσία βρίσκεται όμως στο live κι εκεί μπαίνει το τεχνικό, όπως είπες κι εσύ. Κι εκατό λάθη να κάνουν δηλαδή οι υπόλοιποι μουσικοί, ο τραγουδιστής πρέπει να πιάνει τουλάχιστον ένα 70% της απόδοσής του. Μερικά πράγματα, ασφαλώς, είναι θέμα εμπειρίας, από ένα σημείο και μετά. Ο Bruce Dickinson, για παράδειγμα, δεν είναι εκείνος της δεκαετίας του 1980. Είναι όμως γνώστης, ξέρει να χειρίζεται τη φωνή του και καλύπτει τα λάθη και τις όποιες ατέλειες. 

Για μένα, ο καλύτερος τραγουδιστής που είχαν ποτέ οι Εξόριστοι είναι ο Φίλιππος ο Μοδινός, όσον αφορά την τεχνική, την τεχνογνωσία και την απόδοση στις συναυλίες. Συνεργαζόμασταν ήδη πριν στηθεί το νυν line-up της μπάντας, δουλέψαμε π.χ. μαζί στους «300», αλλά και σε οπερατικά πράγματα στον Καναδά.

Οι Εξόριστοι, όπως συχνά έχεις πει κι εσύ, εύκολα παρεξηγούνται. Έχει να κάνει και με την επική θεματολογία των τραγουδιών; Υπάρχει, δηλαδή, ούτως ή άλλως, ένα ζήτημα με ό,τι λέμε «έπος»;

Λίγοι έχουν πιάσει ότι οι στίχοι των Εξόριστων είναι παραβολικοί, ότι μπορεί τα θέματά μας να είναι πατριωτικά, μιλούν όμως και για την κοινωνία, αλλά και για το μέλλον. Υπάρχει όμως πράγματι θέμα με το τι είναι έπος. Έπος δεν είναι ο πόλεμος, το αίμα, οι σκοτωμοί. Αυτό είναι ζήτημα κακής διαχείρισης. Χάνεται, δηλαδή, ότι σημαντικό κομμάτι μιας επικής διήγησης αποτελεί η αγάπη και ο έρωτας που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια ενός πολέμου –με το έπος να έγκειται στο πώς θα μπορέσει να επιβιώσει εν μέσω πολύ δύσκολων καταστάσεων. Και επίσης, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ουσία του έπους δεν είναι ο πόλεμος, αλλά το πώς θα επιβάλλεις την ειρήνη στον πόλεμο.

Πέραν των σκέψεων για το live CD/DVD, έχετε ήδη στα σκαριά καινούριο υλικό, σωστά;

Ναι, η αλήθεια είναι ότι το ξεκινήσαμε από το 2013, αλλά, επειδή στο ενδιάμεσο έφυγα πάλι για Αμερική κι έκατσα 1,5 χρόνο εκεί, έμεινε κι αυτό στη μέση. Μετά το live σκοπεύουμε να το ξαναπιάσουμε με ταχύτατους ρυθμούς, κυρίως για να τελειώσει η αγωνία των οπαδών, αφού σ' εκείνους το έχουμε υποσχεθεί. 

Έχει ήδη κυκλοφορήσει ένα τραγούδι ως δείγμα, η "Ιστορία Ενός Ήρωα", για το οποίο στόχος είναι να εκδοθεί σε τρεις γλώσσες: ελληνικά, αγγλικά και γερμανικά. Μάλιστα, επειδή υπάρχει κι ένα fan club στην Ουκρανία, μας έχουν προτείνει να το κάνουμε και στα ρώσικα! Και ενδέχεται, απλά το θέμα είναι ότι ο Φίλιππος δεν μπορεί να τραγουδήσει στα ρώσικα. Όλα γίνονται, βέβαια... Σκεφτόμαστε πάντως να βγει και ο δίσκος σε δύο γλώσσες, ελληνικά και αγγλικά. Θα έχει δε το «χρώμα» του πρώτου καιρού των Εξόριστων –θα είναι δηλαδή καθαρά επικός. 

Fan club στην Ουκρανία; Υπάρχουν Εξόριστοι fans και σε άλλα μη αναμενόμενα μέρη;

Τώρα που το λες, έχουμε οπαδούς στη Λατινική Αμερική, και μάλιστα από παλιά. Στην Αργεντινή κυρίως και στο Μεξικό, υπάρχουν όμως και σε άλλες χώρες. Μάλιστα, το 2006 ή το 2007, είδα ότι στον Παναμά πουλούσαν το πρώτο άλμπουμ των Εξόριστων για 1.000 ευρώ! «Ποιος τρελός θα δώσει τόσα λεφτά», σκέφτηκα! (γέλια) Το έχω πάντως αποθηκεύσει για να το θυμάμαι. Ένας άλλος fan, από την Αργεντινή, μας πρότεινε πρόσφατα να πάμε να παίξουμε εκεί. 

Μιας και μιλάμε για συναυλίες στο εξωτερικό, πώς έτυχε το 1994 και βρεθήκατε να παίζετε στη Σερβία, εν μέσω μάλιστα του Βοσνιακού Πολέμου;

Εδώ υπάρχει μια ιστορία που νομίζω δεν την έχω ξαναπεί. Ζούσε τότε στην Ελλάδα ένας Σέρβος δημοσιογράφος, ο οποίος –άκου να δεις τώρα– άκουγε Εξόριστους. Ένας φίλος μου, ο Βασίλης, έτυχε και τράκαρε μια μέρα με τη μηχανή του, πάνω στο αμάξι του! (γέλια) Και εκεί που πλακώνονταν, δεν ξέρω πώς, άρχισαν να μιλάνε για τους Εξόριστους. Ακούω, του λέει ο Σέρβος· εδώ πιο κάτω είναι, του απαντά –και τον έφερε στο στούντιο! Έτσι έγινε η επαφή και βέβαια δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό το ταξίδι αν δεν κάλυπτε τα πάντα η κρατική τηλεόραση της Σερβίας, το Beograd TV, η αντίστοιχη δηλαδή ΕΡΤ. 

Ήταν πολύ ωραία εμπειρία, αν και βρεθήκαμε στο μέσον ενός πολέμου, θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι σε κάθε κολώνα έβλεπες κηδιόχαρτα, τα περισσότερα μάλιστα για παιδιά 18-25 χρονών... Στην αρχή παγώσαμε, λοιπόν, με τι κέφι να παίξεις; Αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι στη Σερβία μας ανέβασαν. 

Όταν έφτασε το λεωφορείο, ας πούμε, μας περίμεναν εκατοντάδες κόσμου στον σταθμό, σαν να μας ήξεραν από παλιά. Και το στάδιο γεμάτο, όλο το τερέν και οι κερκίδες γύρω-γύρω. Ήταν φοβερό, εγώ δεν έχω ξαναπαίξει μπροστά σε τόσο κόσμο. Άσε που τέτοια οργάνωση μόνο στην Αμερική ξαναείδα. Γι' αυτό και θελήσαμε να βγει εκείνη η live ηχογράφηση, για την ιστορία. Κι ας ήταν ο ήχος όπως ήταν κι ας είχαμε την ατυχία με τον Καρπαθάκη, ο οποίος είχε μεν φωνάρα, αλλά τον έπιασε κρίση άσθματος στη Σερβία και από πάνω έκανε και πυρετό. Γι' αυτό και τραγούδησε έτσι βραχνά, με στριγκλιές.

Είχαν καλέσει κι άλλους καλλιτέχνες και συγκροτήματα από την Ελλάδα, πάντως. Δεν θα πω ονόματα, ήταν όμως φίρμες της εποχής εκείνης –και ακόμα παραμένουν. Και δεν πήγαν, γιατί φοβήθηκαν τον πόλεμο. 

Ως πιτσιρικάς, θυμάσαι αλήθεια ποιοι ήταν οι πρώτοι δίσκοι τους οποίους απόκτησες;

Βέβαια! Ήμουν νομίζω πέμπτη ή έκτη Δημοτικού όταν πήρα το L.A. Woman των Doors. Κι ακολούθησαν το πρώτο Led Zeppelin, το Get Your Wings των Aerosmith, το Easter της Patti Smith και το Breakfast In America των Supertramp. Πορίσματα για κιθαρίστες άρχισα να βγάζω αφότου πήρα το πρώτο άλμπουμ των Rainbow. Το οποίο απόκτησα λίγο τυχαία, από την άποψη δηλαδή ότι είχα πάει σινεμά με τον πατέρα μου, άκουσα εκεί το "Temple Of The King", μου άρεσε κι έψαξα να βρω τον δίσκο. Ο Ritchie Blackmore είναι ίσως ο κατ' εξοχήν κιθαρίστας που με ενέπνευσε μελωδικά, καθώς και ως προς το στυλ και τον τρόπο με τον οποίον έγραφε. 

Και στη συνέχεια, πού πήγες; 

Στη συνέχεια με τράβηξε πολύ το southern rock, πήγα πέρα από τους Lynyrd Skynyrd και τους Allman Brothers Band. Έγινα, ας πούμε, μεγάλος fan των Marshall Tucker Band, άκουγα Doobie Brothers, Arkansas, Outlaw και Charlie Daniels Band. Και λόγω των σπουδών μου με τράβηξε και η κλασική μουσική, κυρίως τα soundtracks –ιδιαίτερα ο Βασίλης ο Πολυδούρης. Άκουγα όμως και ελληνική μουσική. Μου άρεσε ο Γιάννης Μαρκόπουλος, νομίζω πως ο συνδυασμός του με τον Κ. Χ. Μύρη (τον Κώστα Γεωργουσόπουλο δηλαδή) και τον Νίκο Ξυλούρη υπήρξε επικός. Μου άρεσε όμως πολύ και ο Διονύσης Σαββόπουλος: τον βρίσκω φοβερό στιχουργό και ποιητή, μεγάλωσα με τα τραγούδια του. Κι ακόμα τον ακούω.

Πώς ήταν να μεγαλώνεις έχοντας για πατέρα τον Κώστα τον Κατή;

Όπως και τώρα, κι ας έχει βγει στη σύνταξη! (γέλια) Με επηρέασε ο πατέρας μου, στρέφοντάς με στη δημοσιογραφία, γιατί από τη μουσική που παίζαμε εμείς δεν μπορούσες τότε να ζήσεις. Βέβαια το μεροκάματο έβγαινε όσο υπήρχαν έντυπα. Μετά, πάει η δημοσιογραφία... 

Για μένα δημοσιογράφοι δεν είναι αυτοί που τώρα βγαίνουν στα κανάλια, δίχως να έχουν φάει ποτέ τη μουτζούρα στα τυπογραφεία. Θυμάμαι τον πατέρα μου να είναι μες τις μουτζούρες και να κάθεται όλη νύχτα στην εφημερίδα, τελειώνανε 5 η ώρα το πρωί με τον τυπογράφο και πήγαιναν έπειτα για πατσά. Συχνά, μάλιστα, δεν τον έβλεπα: κοιμόταν εκεί, σε έναν καναπέ. 

Με επηρέασε όμως και μουσικά, γιατί ήταν ροκάς. Έχω μια φωτογραφία του από το 1972, με κάτι μουστάκια στυλ Tony Iommi, παντελόνια καμπάνες και χαϊμαλιά! (γέλια) Άκουγε δε πολύ Deep Purple. Μπορεί μάλιστα να έρθει και στο «Κύτταρο» να μας δει, την Παρασκευή.

Από τη ζωή σου στις Ηνωμένες Πολιτείες, που σου απέφερε και διακρίσεις για το ορχηστρικό σου έργο, τι κρατάς;

Στην Αμερική δεν είναι εύκολα τα πράγματα, γι' αυτό και πρέπει να είσαι καλός για να σταθείς. Επίσης, αν η αξιοκρατία στην Ελλάδα βρίσκεται στο 10, εκεί είναι στο 60. Δεν υπάρχουν περιθώρια για ό,τι γίνεται εδώ, που πιάνεις κάποιον και του λες «έχω έναν γνωστό» και τα λοιπά –εκεί, αν συμβεί κάτι τέτοιο, το ίδιο το σύστημα θα σε πετάξει έξω. 

Πολύ παρέα στην Αμερική έκανα με δύο ανθρώπους, τον Μελ Γκίμπσον και τον Κέβιν Κόστνερ. Ο Γκίμπσον είναι πολύ καλό παιδί και άνθρωπος χαμηλού προφίλ, θυμάμαι έναν καφέ που πίναμε στη Σάντα Μόνικα, στον οποίον μου είπε πως δεν είναι παρά το παξιμάδι σε μια βίδα στο όλο οικοδόμημα της Χόλιγουντ βιομηχανίας: «άμα σπάσω, δεν θα με φτιάξουν· θα με πετάξουν». 

Ο Κόστνερ είναι πιο Αμερικάνος, ο Γκίμπσον έχει κι αυτό το αυστραλιανό background και τη σκωτσέζικη καταγωγή, που τον διαφοροποιούν: έχει τη νοοτροπία του Καθολικού. Ο Κόστνερ βρίσκεται πιο κοντά στον Κλιντ Ίστγουντ, ας πούμε. Αλλά είναι καλλιτέχνης κι αυτός, έβαλε λ.χ. το σπίτι του υποθήκη για το «Χορεύοντας με τους Λύκους» και είπε ή θα πετύχει ή θα ζήσω στην ψάθα. Μάλιστα, οι Ινδιάνοι στο Γουαϊόμινγκ, όπου γυρίστηκε η ταινία, του παραχώρησαν κάποια εδάφη δωρεάν, επειδή το θεώρησαν σπουδαίο που έδειξε την αμερικάνικη ιστορία από τη δική τους πλευρά. Το έχει γυρίσει βέβαια στο τραγούδι κι αυτός τώρα, σε country/americana στυλ, ενώ δεν έχει φωνή –έχει κάποιον άλλον δίπλα του, τραγουδάει εκείνος και ο Κόστνερ το μιλάει! (γέλια) Σαν ηθοποιός, όμως, είναι ταλέντο.

Τελευταία, μα σημαντική ερώτηση: είναι αλήθεια ότι σε έχει παντρέψει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης;

(γελάει) Όχι, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν απλά ένας από τους καλεσμένους στον γάμο! Όπως ήταν και άλλοι πολιτικοί που είχαν έρθει, απ' όλους μάλιστα τους χώρους –και από τη Δεξιά και από το Κέντρο και από την Αριστερά. Θυμάμαι π.χ. τον Απόστολο τον Κακλαμάνη από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. 

Ο πραγματικός κουμπάρος έφυγε δυστυχώς νέος, μόλις 55 χρονών. Τη συγκεκριμένη φωτογραφία με τον Μητσοτάκη, που έχει δημιουργήσει και την όλη παρεξήγηση, την τράβηξε ο Γιάννης ο Κουτουβός από το Metal Hammer. Τον θυμάμαι να μου λέει «έλα να τη βγάλουμε αυτή, να τους τρελάνουμε όλους!» (γέλια)



03 Ιανουαρίου 2024

Socos & Δημήτρης Πουλικάκος - συνέντευξη (2010)


Δεν έκανε την καριέρα που αναλογούσε στο μουσικό του ταλέντο ο Socos (Νίκος Σώκος), όσον αφορά την κατάκτηση της επιτυχίας. Άφησε, όμως, μερικούς από τους σημαντικότερους ελληνικούς δίσκους της τελευταίας δεκαπενταετίας –όπως έχει επισημάνει και ο Φώντας Τρούσας– ενώ εξακολουθεί να είναι ενεργός με το συγκρότημα Αγόριαstonilio, αν και προσωπικά το βρίσκω ως το λιγότερο ενδιαφέρον από τα πονήματα στα οποία έχει εμπλακεί μέχρι σήμερα.

Ο σημαντικότερος δίσκος του, θεωρώ, κατατέθηκε το 2010 και ήταν η «Ύδρα Των Πουλιών», την οποία έφτιαξε με τον Δημήτρη Πουλικάκο ως ερμηνευτή, πάνω σε μελοποιήσεις ποιημάτων του Νίκου Εγγονόπουλου. Δύσκολος ποιητής ο Εγγονόπουλος, μα στον Socos αρέσουν τέτοιες προκλήσεις κι έδωσε, πραγματικά, τον καλύτερό του εαυτό βρίσκοντας τις συνθέσεις και τις ενορχηστρώσεις που θα ταίριαζαν στα λόγια του.

Με την ευκαιρία, λοιπόν, στήθηκε τότε μια κοινή κουβέντα με τον Socos και τον Πουλικάκο, η οποία έδωσε μια συνέντευξη για το περιοδικό «Ήχος», το οποίο και την παρήγγειλε. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος Οκτωβρίου 2010 και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική διατέθηκε τότε στον Τύπο για τις ανάγκες του promo


Η Ύδρα Των Πουλιών συστέγασε όχι μόνο μια συνεργασία, μα και την κοινή σας αγάπη και εκτίμηση για την ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου. Ήταν αποτέλεσμα μιας αποκλειστικά δικής σας ανάγκης; Ή θέλει να δηλώσει και κάτι, συστήνοντας και πάλι έναν παραγνωρισμένο ποιητή σε νεότερες γενιές;

Socos: Είχα την ιδέα για ένα άλμπουμ βασισμένο στη φωνή του Μήτσε. Δεν ήθελα στίχους «δικούς μου» ή «δικούς του» και του ζήτησα έτσι να διαλέξει έναν ποιητή του οποίου το έργο να έχει για αυτόν ιδιαίτερη σημασία. Έτσι βρέθηκα απέναντι στον Νίκο Εγγονόπουλο.

Δημήτρης Πουλικάκος: Για μένα ήταν βασικά και τα δύο. Βέβαια δεν θα το έλεγα ακριβώς ανάγκη... Απλώς μια γλυκιά επιθυμία.

Στο συνοδευτικό κείμενο του Μήτσου από την Άνω Μουσουνίτσα Παρνασσίδος γίνεται λόγος για τις «πολύπλοκες και περίπλοκες ψυχικές και πνευματικές διαδικασίες περί του πράγματος». Τι ακριβώς περιέπλεκε, στις τότε ψυχικές και λεκτικές διεργασίες, την πραγμάτωση της Ύδρας Των Πουλιών;

Δημήτρης Πουλικάκος: Το πράγμα είναι φύσει ολίγον τι περίπλοκο, μην κοιτάμε να το περιπλέξουμε έτι επί πλέον. Ο σκοπός είναι εξ' άλλου, ει δυνατόν, να προσπαθούμε να απλοποιούμε τα περιπεπλεγμένα… Και όχι να περιπλέκουμε τα απλά!

Socos: Εγώ πάντως το έχω απλοποιήσει λίγο στο κεφάλι μου. Ο Μήτσε είναι Stone-άκιας ενώ εγώ Beatle-άκιας. Όπως καταλαβαίνεις, είχαμε να γεφυρώσουμε έναν ολόκληρο ωκεανό! 

Socos, έχεις ευθαρσώς δηλώσει ότι πριν τη δουλειά αυτή δεν γνώριζες την ποίηση του Εγγονόπουλου. Τελικά κρίνεις ότι σου «μίλησε» η ίδια; Ή η διάθλασή της, διαμέσω της προσωπικότητας Πουλικάκος;  
  
Ευθαρσώς, όχι... Ειλικρινώς μάλλον! Πραγματικά, γνώριζα τον Εγγονόπουλο μόνο ως ζωγράφο. Είχα πλήρη άγνοια για το ποιητικό του έργο, έργο το οποίο ήταν ό,τι καλύτερο για την τότε πνευματική μου κατάσταση. 

Σίγουρα, από όταν άρχισα να δουλεύω πάνω στους στίχους του Εγγονόπουλου, δεν άφησα τη φωνή του Μήτσε να φύγει ούτε στιγμή από το κεφάλι μου. Όμως τη ζημιά την έκαναν τελικά και μόνες τους οι λέξεις! 

Ο μύθος θέλει τον σουρεαλιστικό λόγο να μη μπορεί να τιθασευτεί από τη μουσική φόρμα. Είναι όντως μύθος; Ή βρήκες όντως μπελάδες κι έστριψες σε αδιέξοδα, κατά τη μελοποίηση των ποιημάτων; Αλήθεια, με ποια κριτήρια επιλέχτηκαν τα τελευταία;
  
Ο μύθος θέλει και τον «Θεό» να έχει αγαπημένο λαό, το Ισραήλ! Κάτι σαν οπαδός, δηλαδή! Φαντάζομαι ότι, όπως παντού στη ζωή, έτσι και στη μουσική οι μύθοι και τα δόγματα είναι που σε οδηγούν σε μπελάδες και αδιέξοδα. Ξέρει η μουσική από μόνη της πού να πάει, δεν περιμένει εμένα. 

Όσο για τα ποιήματα, τα επέλεξα προσπαθώντας να τα εντάξω σε κάποια ενότητα. Δεν γνωρίζω τους ακαδημαϊκούς τρόπους πρόσληψης της ποίησης, οπότε άφησα το ένστικτό μου να με οδηγήσει. Ο Μήτσε μου ζήτησε την "Πολυξένη". 

Το ύφος των συνθέσεών σου δεν υπακούει στις εύκολες στιλιστικές κατατάξεις της μουσικής βιομηχανίας. Στάθηκε μια φυσική συνέχεια της ως τώρα πορείας σου (με ή χωρίς τους Live Project Band) ή το υπαγόρευσε η φύση της ποίησης του Εγγονόπουλου;  
  
Και με τους Live Project Band, μα και στα προσωπικά μου έργα, δεν κατευθύνω κάπου το ύφος. Όταν υπάρχει το κείμενο, σίγουρα η ενέργεια που βγάζει κάπου θα σε κατευθύνει. Οπότε έπαιξε και η φύση της ποίησης του Εγγονόπουλου τον ρόλο της, στην τροπή που πήρε το έργο. 

Πάντως διαφωνώ με την άποψη ότι η συγκεκριμένη μορφή ποίησης στερείται μέτρου. Το μέτρο είναι πάντα κάπου κρυμμένο. Και, με την κατάλληλη απόδοση, κανείς δεν ξέρει πού θα σε πάει. 
  
Αλήθεια, ο Μήτσος ξανάζησε, κατά τη δημιουργία του δίσκου, κάτι από τα χρόνια του περιοδικού «Πάλι», έστω και ως ανάμνηση; Ή για σένα είναι κάτι που έχει τη θέση του στη ζωή και στην πορεία σου, μα όχι στο παρόν σου;  

Το «Πάλι» και τα σχετικά, ούτως ή άλλως υπάρχει. Άρα βρίσκεται και κάπου μέσα στη ζωή μου, στο παρελθόν και στο παρόν και στο όπ(ο)ιο μέλλον.

Τελικά θα υποστήριζες ότι ο Εγγονόπουλος τραγουδιέται; Και πώς; 
  
Ασφαλώς και τραγουδιέται! Κάπως, πάντως τραγουδιέται! 

Σε αντίθεση με τον Socos, που έχει μια σταθερή πορεία στη δισκογραφία, μας έχεις πείσει ότι η τελευταία δεν σε πολυενδιαφέρει. Μετά την Ύδρα Των Πουλιών, θα ξαναδοκίμαζες να γίνεις ο βασικός ερμηνευτής σε έργο κάποιου άλλου δημιουργού της νεότερης γενιάς;

Όχι, εμένα με ενδιαφέρει η δισκογραφία –και πολύ μάλιστα! Άλλους δεν ξέρω... Είμαι βέβαια ίσως και λίγο δύστροπος για πολλούς, ως προς σ' αυτό. Οπότε, ο νοών νοείτω... Όλα, ωστόσο, πρέπει να τα δοκιμάζει κανείς στη ζωή του (ίσως με κάνα-δυο εξαιρέσεις, ανάλογα με τις πεποιθήσεις και τον χαρακτήρα του).

Έχετε και οι δύο τη στόφα του πρωταγωνιστή, σε ό,τι έχετε κάνει ως τώρα. Αισθανθήκατε ότι με την Ύδρα Των Πουλιών  έπρεπε να μπείτε σε μια διαφορετική λογική, «συγκατοίκησης» ας την πούμε;   
  
Socos: Πρωταγωνιστές;! Συγκατοίκηση;! Σκάνδαλο! 

Δημήτρης Πουλικάκος: Δεν νομίζω! Τυχαίο; 

Τι έχετε εισπράξει ως τώρα από την απήχηση του δίσκου; Πόσο έτοιμο στάθηκε το κοινό, τα ραδιόφωνα, οι κριτικοί, μα και ο γενικότερος «χώρος» για μια πρόταση σαν και τη δική σας;
  
Δημήτρης Πουλικάκος: Μάλλον σ' αυτούς που διαχειρίζονται τη δισκογραφία και γενικά σε άλλους θα έπρεπε να απευθύνεις την ερώτηση... 

Socos: Δεν έχουμε εισπράξει τίποτα ακόμα, οπότε θα πρέπει να βοηθήσετε! Τι θα λέγατε, αλήθεια, για μια δωρεάν καταχώρηση στο περιοδικό; 

Θα δούμε την «Ύδρα Των Πουλιών» επί σκηνής; Ή τα βλέπετε δύσκολα τα πράγματα στον φετινό χειμώνα της Κρίσης για τέτοια ανοίγματα;

Δημήτρης Πουλικάκος: Πρώτα ο θεός –που λέει ο λόγος, δηλαδή, γιατί δεν μπορώ να πω πως πιστεύουμε ακριβώς σε έναν «θεό, πατέρα, παντοκράτορα»– πολύ ευχαρίστως! Τα ανοίγματα που λες δεν έχουν καμία σχέση με τη δημιουργικότητα. Μην ξεχνάμε πως στη διάρκεια της Χούντας η δημιουργικότητα πέρασε πολύ καλύτερες μέρες [sic] απ' ότι στη Μεταπολίτευση. 

Είναι αποδεδειγμένο πως, υπό πίεση, ο άνθρωπος αποδίδει πιο δημιουργικά. Μπορεί να είναι οξύμωρο, όμως ισχύει. Και στην Αμερική, μετά το Κραχ του '29, η πνευματική δημιουργία έδωσε αριστουργήματα –και στη μουσική και στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική και στο σινεμά και στο θέατρο κ.λ.π., κ.λ.π. Το δημιουργικό δεν έχει σχέση με το χρήμα. Η εκτέλεση ίσως, αλλά κι αυτή όχι πάντα. 

Socos: Ναι, φαντάζομαι ότι κάτι θα κάνουμε! Αλλά φτάνει πια με την κρίση, την οποία όλο οδηγούμε να εκτονωθεί σε λάθος πράγματα. Δεν είδα κανέναν (από όσους έχουν τη δύναμη να ακουστούν, εννοώ) να φωνάζει για τις απαράδεκτες τιμές που είχαν οι συναυλίες στην Ελλάδα αυτό το καλοκαίρι. Ούτε κανείς φωνάζει για τις τιμές στις οποίες πουλιούνται άπειρες, φτηνές στην παρουσίαση, ανοησίες. 

Έχω την αίσθηση ότι η κρίση οδήγησε την αγωνία μας από το «ποιος έφαγε τα λεφτά» στο τι θα γίνει μόνο με τη δικιά μας τσέπη. Ξέρεις, κάποιες στιγμές είναι ωραίο να έχεις άδειες τσέπες... Δεν έχεις κάτι να ανησυχείς. 

Θίγοντας πάντως την Κρίση, η οποία ειδικά τη δισκογραφία έρχεται να την επιβαρύνει ακόμα περισσότερο, ανησυχείτε για το τι θα απογίνει το άλμπουμ σας σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Ότι δηλαδή μπορεί να παραπέσει ή να παραγκωνιστεί ως «είδος πολυτελείας»;
  
Δημήτρης Πουλικάκος: Τη δισκογραφία δεν την επιβαρύνει τόσο η κρίση, όσο, εδώ και πολλά μάλιστα χρόνια, οι αν-εγκέφαλοι των δισκογραφικών εταιρειών. Κατά τ' άλλα, όποιος ψάχνει, βρίσκει... Και δεν είναι απαραίτητο αυτό που βρίσκει να το πληρώνει ακριβά. Ευχαριστώ, υγιαίνετε!
 
Socos: Συμφωνώ με τον Μήτσε! Αρκεί να δεις λίγο τα βίντεο των ελληνικών παραγωγών για να καταλάβεις πώς αντιλαμβάνονται πλέον οι άρχοντες των μεγάλων εταιρειών τη θέση της  μουσικής. Διαφημίσεις για πατατάκια, σοκολατίτσες, φρυγανιές... Ναι φρυγανιές, και νομίζω σε βίντεο «εναλλακτικής» μπάντας. Και βεβαίως άπειρη κινητή τηλεφωνία! Αλλά όλοι ξέρουμε πού βρίσκεται το πολύ χαρτί. Ε, λοιπόν, σε μια τέτοια κατάσταση, εμένα προσωπικά δεν με ενοχλεί καθόλου να χαρακτηριστεί το έργο μας ως είδος πολυτελείας. 



02 Ιανουαρίου 2024

Film - συνέντευξη (2009)


Σεπτέμβριο του 2009, είχα ακόμα γραφείο στην αγαπημένη Μπλε Πολυκατοικία των Εξαρχείων και από κάτω ακριβώς λειτουργούσε ακόμα το «Φλοράλ». 

Εκεί συνάντησα, λοιπόν, το συγκρότημα Film –από τα πιο συζητημένα στα εγχώρια indie/alternative 2000s– που τότε είχε απομείνει ως τριάδα (Κώστα Μπόρσης, Δημήτρης Μπόρσης & Μανόλης Ζαβιτσάνος), μετά την αποχώρηση της Ελένης "Etten" Τζαβάρα, μα είχε αποφασίσει να προχωρήσει, παρ' όλα αυτά, κυκλοφορώντας καινούριο δίσκο.

Από την κουβέντα μας προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε εκείνο το διάστημα στον Τύπο


«We're coming back to life», είναι η υποβλητική επωδός στο εναρκτήριο track του νέου σας άλμπουμ, "Airbus". Έχει, αλήθεια, το Persona κι ένα τέτοιο νόημα, την επιστροφή δηλαδή των αναγεννημένων Film; 

Κώστας Μπόρσης: Και αυτό... Είναι πολλά μαζί. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι το "Airbus" μπήκε στο ξεκίνημα του δίσκου. Έχει να κάνει και με το ότι ήταν ένα από τα πρώτα τραγούδια που γράψαμε για το Persona, αλλά και με το ότι επιδιώξαμε έναν διαφορετικό ήχο. 

Μανόλης Ζαβιτσάνος: Πάντως είναι αλήθεια ότι ο ακροατής, με το που θα το ακούσει κάτι τέτοιο, θα σκεφτεί την επιστροφή του συγκροτήματος στα πράγματα. 

Διαλέξατε κι εσείς την Inner Ear ως δισκογραφικό «σπίτι». Στη δική σας περίπτωση, τι ήταν αυτό που σας οδήγησε προς Πάτρα;

Κώστας: Πράγματι, κι εμείς! Αλλά βασικά η δική μας ιστορία με την Inner Ear και τον Περικλή Πιλαβά πάει αρκετά πιο πίσω από όσο ίσως μπορεί να υποθέσει κανείς. 

Ο Περικλής, δηλαδή, μας έκανε το πρώτο-πρώτο μας live στην Πάτρα: η γνωριμία έγινε μέσω του Μανόλη, με τον οποίον ήταν ήδη φίλοι. Ο Μανόλης, λοιπόν, του προμόταρε συνέχεια τους Film, αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, αρχικά ο Περικλής δεν είχε πειστεί για τη δυναμική μας. Όμως, αφού είδε το live και βγήκε και ο πρώτος μας δίσκος, το No Luggage (2003), μεταπείστηκε εντελώς. 

Με τα χρόνια γνωριστήκαμε καλύτερα, μιλάγαμε περισσότερο, κάναμε κι άλλα πράγματα –κι όταν φτάσαμε πια στο Persona μας είπε ότι, αν το κάνουμε και αν δεν το βγάλουμε στην εταιρεία όπου ήμασταν ως τότε, το ήθελε οπωσδήποτε για την Inner Ear. Έτσι κι έγινε, γιατί θέλαμε κι εμείς να βγει από έναν άνθρωπο που αγαπάει τη μουσική και το έχει δείξει με έργα, όχι με λόγια. Και με κόστος...

Μανόλης: Είναι ξεκάθαρος άνθρωπος ο Περικλής, ευθύς και απλός. Κάνει μια ουσιαστική και υγιή πρόταση, με επίκεντρο πάντα τη μουσική. 

Δημήτρης Μπόρσης: Ο Περικλής βλέπει την εταιρεία σαν ένα μεγάλο συγκρότημα, όπου οι μπάντες αποτελούν τα μέλη. Και το κάνει από αγάπη, με γνώμονα την ποιότητα και την αξιοπρέπεια. Ήταν, επομένως, λογικό να προσελκύσει το ενδιαφέρον: υπάρχει μια γενική παραδοχή όσων παρακολουθούν για ό,τι κάνει. 

Και μετά την έκδοση του άλμπουμ των 2L8, χρεώνεται ένα ακόμα εντυπωσιακό artwork. Πολλοί ήδη ψοφάνε να μάθουν ποια είναι η γυμνή κοπέλα στο εξώφυλλο του Persona. Αλλά προτιμώ να σας ρωτήσω για το σκεπτικό με το οποίο το επιλέξατε... 

Δημήτρης: Το concept ξεκίνησε με τη θέλησή μας να γίνει ακόμα πιο σαφής η κινηματογραφική μας αισθητική, μιας και μια τέτοια αίσθηση προέκυπτε έντονα και από το υλικό του άλμπουμ, καθώς προχωρούσε. Θέλαμε λοιπόν κάτι vintage και ταυτόχρονα συναισθηματικό, μυστήριο και με μια σχέση με διαστημικές ταινίες –προς Στάνλεϊ Κιούμπρικ ή Ντέιβιντ Λιντς σε πιο σκοτεινά πράγματα. Από εκεί ξεκίνησε η ιδέα κι έκατσε στη συνέχεια να γίνει ακόμα πιο τολμηρή.
 
Κώστας: Πάντα το γυμνό –και ειδικά το γυμνό γυναικείο σώμα– έχει μια ξεχωριστή αμεσότητα. Ο κοινός γνώμονας, πίσω από τον ενδεχόμενο θαυμασμό ή από κάποια ερωτική έξαψη, είναι ότι κοιτάς κάτι πολύ οικείο, εντύπωση οφειλόμενη ίσως και σε λόγους τους οποίους δεν καταλαβαίνεις. Στο Persona εκτεθήκαμε προς το κοινό αλλά και τους εαυτούς μας περισσότερο από ποτέ, γιατί, σε μεγάλο ποσοστό, υπάρχει και η παραδοχή οποιωνδήποτε λαθών, αλλαγών, σκέψεων και επιρροών έχουν υπάρξει στην ως τώρα πορεία μας. Είναι, ίσως, ο πιο απενεχοποιημένος μας δίσκος. Και όλα αυτά τα συμβολίζει το εξώφυλλο. 

Τι ακούγατε, αλήθεια, ενώ φτιάχνατε το Persona;

Κώστας: Πολλά πράγματα... Κυρίως πιο εσωτερικές μουσικές, με αρκετή ποικιλία. Από Tom Waits και Johnny Cash, μέχρι Βαγγέλη Παπαθανασίου. Υπάρχει ένα βάθος στη μουσική του, που είναι πέρα από το μάξιμαλ, το οποίο έτσι κι αλλιώς μας χαρακτηρίζει ως γκρουπ: μεγάλες παραγωγές, ογκώδη πράγματα γενικώς, ακόμα και στα live.

Μανόλης: Ναι, ο Παπαθανασίου υπήρξε νομίζω ένας κοινός γνώμονας. 

Δημήτρης: Μας αρέσει που είναι αυτοδίδακτος ο Παπαθανασίου, όπως μας αρέσει και ο τρόπος με τον οποίον εντάσσει το ελληνικό στοιχείο σε μια διεθνή λογική. Φτιάχνει ένα σχήμα πιο ανοιχτό. 

Όσον αφορά στις ισορροπίες των Film, πόσο εύκολο στάθηκε να αντικαταστήσετε την Ελένη Τζαβάρα; Με δεδομένο, ειδικά, ότι ήταν μαζί σας από την αρχή και ότι αρκετοί από όσους σας έχουν παρακολουθήσει σας είχαν συνδυάσει με τη φωνή της...

Κώστας: Το ποιος τραγουδάει σε μια μπάντα είναι ένα ερώτημα, αλλά δεν είναι το πιο σημαντικό. Ο πυρήνας μιας μπάντας –και της συγκεκριμένης, αλλά και γενικότερα– δεν γίνεται να αλλάξει. Είτε προσαρτεί σε εκείνον πράγματα, είτε φεύγουν από αυτόν πράγματα. Υπάρχει ένας στόχος. Αν είναι αυτό που θέλεις να κάνεις, τον ακολουθείς ανεξαρτήτως κόστους. 

Με την Ελένη δεν υπήρξε διαφοροποίηση στον στόχο. Αλλά υπήρξε σε πιο προσωπικά πράγματα, που δεν έχουν τόσο να κάνουν με τη μουσική. Θέλοντας και μη, η σχέση την οποία αναπτύσσουν όσοι κάνουν μαζί μουσική γίνεται και πιο προσωπική. Έτσι, από ένα σημείο και μετά, αν η σχέση δεν τσουλήσει, μοιραία συμπαρασύρει και τη συνεργασία. 

Στα 2 χρόνια αφού έφυγε η Ελένη, λοιπόν, πιο σημαντικό για μας στάθηκε να δούμε πώς προχωράμε, αν αλλοιώνεται ο αρχικός στόχος κτλ. Ήταν μια διαδικασία ωριμότητας και νομίζω ότι βγήκε και στο Persona. Ο τρίτος δίσκος –και ειδικά στην Ελλάδα είναι κατόρθωμα να φτάσεις στον τρίτο δίσκο, από το 2000 κι έπειτα– δεν παύει, ασφαλώς, να αποτελεί έναν ακόμα δίσκο. Νομίζω, όμως, ότι καθορίζει για μια μπάντα τι ήταν, τι είναι και τι μπορεί να κάνει. 

Δημήτρης: Βέβαια να πούμε και το ότι, ήδη πριν την αποχώρηση της Ελένης, είχαμε σκεφτεί να διαταράξουμε τις ισορροπίες στο concept του συγκροτήματος. Θέλαμε να κάνουμε το τρίτο άλμπουμ σε μια διαφορετική βάση, σαν να επρόκειτο για μια ντεμπούτο ηχογράφηση –πιστεύω μια τέτοια διαδικασία είναι χρήσιμη σε κάθε άλμπουμ. Και για να ανανεώσουμε τον ενθουσιασμό μας, μα και για να δοκιμάσουμε ορισμένες ηχητικές αλλαγές. 

Δεν ξέρω, βέβαια, κατά πόσο είχαμε διαμορφώσει ένα συγκεκριμένο στιλ με μόλις δύο άλμπουμ, πάντως υπήρχε η ανάγκη για μια ανατροπή. Πλέον, αφού έγινε το Persona, νομίζω ότι είμαστε σε θέση να γράψουμε και μουσική για ταινία ή για κάτι άλλο που να μας εμπνέει. 

Μανόλης: Πάντως, όταν πρωτομπήκαμε στο στούντιο χωρίς πια την Ελένη, η αίσθηση ήταν πράγματι περίεργη. Παίζοντας οι τρεις μας μόνο, είχα την εντύπωση ότι κάτι ξεκινούσε από την αρχή. Σαν να ήμασταν μια καινούργια μπάντα.  

Γιατί επιλέξατε κάποια από τα τραγούδια του Persona να ερμηνευτούν από την Εβίρα των Abbie Gale; Νομίζω ότι κλέβει λίγο την παράσταση από την Ιφιγένεια Atkinson...

Κώστας: Πρόκειται για χαρισματική ερμηνεύτρια, δεν το συζητάω! Κι εμείς το θέλαμε, αλλά ήταν και δική της επιθυμία, όταν άκουσε το υλικό, να συμμετάσχει στο Persona. Είναι άλλωστε φίλη. 

Δημήτρης: Άσε που δεν γίνεται να αρνηθείς κάτι στην Εβίρα... Χρειάστηκε, ξέρεις, μόλις μία πρόβα για το ένα τραγούδι και μία για το άλλο! Αυτό ήταν...

Η μουσική σας κατατάσσεται συνήθως στο alternative. Σας εκφράζει ο όρος; Πιστεύετε ότι διατηρεί κάποιο νόημα, καθώς τελειώνει πια και η πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα; 

Κώστας: Δεν πιστεύω ακριβώς ότι η μουσική είναι μία και δεν έχει όρια και άρα όλα λίγο-πολύ ισχύουν. Νομίζω, όμως, ότι η μουσική που συνήθως λέγεται alternative έχει τύχει –για την Ελλάδα μιλάω– λιγότερου promotion σε σύγκριση με ένα άλλο είδος μουσικής. Σε σχέση λοιπόν με το τι ξέρει ο κόσμος, εδώ εντοπίζεται η ειδοποιός διαφορά. Και καθορίζει το αν μπορούμε να μιλάμε με ίσους όρους για το τι επιπτώσεις έχει η μία μουσική και τι η άλλη. 

Δημήτρης: Πάντως, δεν έχει πια τόση σημασία. Βρίσκεις πολλά ανόμοια πράγματα κάτω από την ταμπέλα «alternative», π.χ. στο iTunes. Εντωμεταξύ έχουν μπει και πολλοί κανόνες.  

Μανόλης: Στην Ελλάδα, ωστόσο, η λέξη «εναλλακτικός» διατηρεί μια σημασία. Εδώ τα πράγματα δεν είναι όπως στο εξωτερικό, όπου το alternative έχει πια γίνει mainstream. 

Κώστας: Ναι, όμως υπάρχει και το άλλο. Νομίζω ότι προσπαθούμε, ως φτωχοί συγγενείς – γιατί έχουμε μια τέτοια μανία, ιδίως απέναντι στους Ευρωπαίους– να ορίσουμε τη μουσική μας πραγματικότητα εντός συνόρων με κατηγορίες και τίτλους τους οποίους ποτέ δεν κατορθώσαμε να κατανοήσουμε. Καταλήγουμε, έτσι, στα βραβεία του MAD π.χ., με καλλιτέχνες υποψήφιους σε πέντε διαφορετικές κατηγορίες, που η κάθε μία αναιρεί την άλλη! 

Δημήτρης: Στην Ελλάδα κάτι κατατασσόταν είτε στην πίστα, είτε στη νύστα –και ξαφνικά προέκυψε και το alternative. 

Κώστας: Όπως προέκυψε και το χιπ χοπ, που ως επιρροή σε παγκόσμια κλίμακα άρχισε να επηρεάζει και την εγχώρια μουσική πραγματικότητα. Άρα έπρεπε να ενταχθεί κι αυτό. Και το alternative χρησιμοποιείται στα πλαίσια αυτής της βιομηχανίας για να εντάξει τους περίεργους, τους «της γωνίας». Εκείνους που μην τους κοιτάς και πολύ, γιατί είναι ελιτιστές και πίνουνε πολύ κι είναι λίγο έτσι... 

Η νοοτροπία των εταιρειών, ό,τι τους έχει οδηγήσει εκεί όπου έχουν οδηγηθεί, δεν εμπεριέχει πια το μεράκι και το ενδιαφέρον για τη μουσική, όπως γινόταν από τους ανθρώπους οι οποίοι ξεκίνησαν παλιότερα τις δισκογραφικές, πριν 50-60 χρόνια, έχοντας αγάπη και ευθύνη για το προϊόν τους. Κάποτε κόβονταν και καλλιτέχνες, επειδή δεν ήταν αρκετά καλοί. Τώρα όλη η συζήτηση εξαντλείται στο πώς θα πιέσεις μέσω γνωριμιών, συμφερόντων και διαπλοκών ώστε το προϊόν να πουλήσει, άσχετα αν αξίζει ή όχι. 

Δημήτρης: Γενικά στην Ελλάδα υπάρχει, εδώ και χρόνια, η ανάγκη –κατανοητή, βέβαια– να οριοθετηθούν πράγματα με βάση πρότυπα του εξωτερικού. Αυτό παρήγαγε μεν κάποιες δημιουργικές εστίες με κοινές αξίες, αντιλήψεις και μουσικές κατευθύνσεις, συχνά όμως το όλο πράγμα εξαντλήθηκε σε έναν πιθηκισμό. 

Η ανάγκη, δηλαδή, να το κάνεις όπως ο Άγγλος ή ο Αμερικάνος που θαύμαζες, να το κατακτήσεις και να μην ξεφύγεις από αυτό, οδήγησε την Ελλάδα να δέχεται προτάσεις από το εξωτερικό, μα να μη μπορεί να κάνει η ίδια. Κάτι αλλάζει βέβαια τα τελευταία χρόνια: αρχίζουν να εμφανίζονται και πράγματα τα οποία, αν υπήρχε επικοινωνία Ελλάδας-εξωτερικού, θα μπορούσαν να ιδωθούν και εκεί ως προτάσεις. 

Πάντως, στην περίπτωσή σας, υπήρξε, εκεί γύρω στον δεύτερο δίσκο, και μια τάση –κι εδώ αναφέρομαι πια κυρίως στο δικό μου σινάφι, των ανθρώπων του μουσικού Τύπου– να σας πλασάρουν προς τα έξω ως τους διαδόχους των Raining Pleasure...

Δημήτρης: Αν και υπάρχει διαφορά από έντυπο σε έντυπο (ή free press, πια) και από site σε site, γενικά έχει επικρατήσει ανάμεσα στους δημοσιογράφους μια τάση αναζήτησης του «next big thing». Νομίζω ότι στην Ελλάδα έγινε εμφανές κατά την προηγούμενη δεκαετία, όταν οι εταιρείες άρχισαν να ρίχνουν στην αγορά συγκροτήματα-κόπιες των Τρυπών και βρέθηκαν δημοσιογράφοι οι οποίοι μπήκαν σε αυτή τη νοοτροπία να βρουν τις «νέες Τρύπες». 

Η τάση καλά κρατεί και θα αρχίσουν σε λίγο να ψάχνουν και για τη νέα Μόνικα... Και δεν το λέω με καμία υποτιμητική διάθεση ή με κάποια ποιοτική αξιολόγηση για την τελευταία, αλλά, όταν αντιμετωπίζεις τη Μόνικα ως «φαινόμενο» στο 2010, είσαι πίσω: δεν παρακολουθείς τι γίνεται συνολικά. 

Πώς είναι η καθημερινότητα των Film εκτός μουσικής; Από τι ζείτε;

Κώστας: Εξ αριστερών του τραπεζιού ξεκινώντας, ο Δημήτρης κάνει graffity design –σε εξώφυλλα δίσκων, αφίσες κτλ.– εγώ ασχολούμαι με το real estate και τα μεσιτικά (άκυρο!) και ο Μανόλης με μια εταιρεία που φέρνει από την Ελβετία εναλλακτικά φάρμακα, βότανα κτλ. 

Τι σχεδιάζετε ως άμεσες επόμενες κινήσεις, συναυλιακά μιλώντας;

Κώστας: Μετά τις εκλογές ξεκινάει η περιοδεία. Περιλαμβάνεται η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα και η Πάτρα, όπως βέβαια και σταθμοί στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην Αθήνα ειδικότερα σχεδιάζονται 3-4 live, τα οποία θα είναι έκπληξη ως προς το πώς θα στηθούν. Άλλωστε το ψώνιο των Film είναι το live! 

Σε ένα δεύτερο σκέλος, τώρα, προετοιμάζεται κι ένα ακόμα πιο φιλόδοξο άνοιγμα, με κάποιες εμφανίσεις στην Ευρώπη. Το στήνουμε τώρα –μαζί με την εταιρεία και με το νέο μας management στη Link4You– κι έχουμε βάσιμες ελπίδες ότι μπορεί να βγάλει τη μουσική μας και εκτός Ελλάδος. Πιστεύουμε ότι, όπως κι εμάς μας αφορούν πράγματα από εκεί, έτσι και τον Ευρωπαίο ακροατή τον αφορά η μουσική μας. 

Θα ακολουθήσει επίσης ένα βιντεοκλίπ, καθώς κι ένα remix πολύ σύντομα, από τον David –ένα πολύ ταλαντούχο παιδί.