Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Judas Priest. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Judas Priest. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10 Ιουλίου 2022

Judas Priest - Redeemer Of Souls [δισκοκριτική, 2014]


Στη σχέση που ο καθένας μας διατηρεί με το σύμπαν της μουσικής, βασιλεύει το συναίσθημα. Κι έτσι πρέπει. Όταν όμως αποκτάς ένα δημόσιο βήμα κι αρχίζεις να ασχολείσαι με αποτιμήσεις και κριτικές, το να εξακολουθείς να πλέεις στο συναίσθημα μπορεί να αποβεί έως και καταστροφικό: και για τη δική σου αξιοπιστία και για το μέσο που εκπροσωπείς και για τον μουσικό Τύπο συλλήβδην.

Η παρατήρηση ισχύει για κάθε είδος μουσικής, αλλά στο heavy metal δεν είναι ότι τα πράγματα εκτροχιάζονται συχνά –είναι και ότι επικροτείται, γενικά, να γράφει κανείς έτσι. Τέλος πάντων, είναι σε αυτόν τον άκρατο συναισθηματισμό που αποδίδω κάτι πανηγυρικούς που διαβάζω συνήθως για το άλμπουμ των Judas Priest Angel Of Retribution (2005). Κατανοώ πολλά πράγματα, βέβαια, γιατί ήμουν κι εγώ ανάμεσα σε όσους απογοητεύτηκαν από την περίοδο του Tim "Ripper" Owens, αναθαρρώντας όταν ο Rob Halford ξαναγύρισε εκεί όπου ανήκει, θρυμματίζοντας την κυνικότητα του «ουδείς αναντικατάστατος», όπως ακριβώς είχε κάνει λίγα χρόνια πριν και ο Bruce Dickinson.

Ως πρώτο άλμπουμ ξανά-μανά με Rob Halford, λοιπόν, το Angel Of Retribution είχε μια ανάταση κι έναν ενθουσιασμό, όπως και κάποια πραγματικά ωραία τραγούδια σαν π.χ. το "Judas Rising". Αλλά οι ξανανιωμένοι Judas Priest που απολαμβάνουμε τα τελευταία χρόνια τέθηκαν σε κίνηση κατά την επόμενη δεκαετία, χάρη πρωτίστως στις ρωμαλέες συναυλίες τους, μα και στον υποτιμημένο δίσκο του 2014 Redeemer Of Souls. Εδώ βρίσκονται για εμένα τα θεμέλια του Firepower (2018) –και όχι στο Angel Of Retribution.

Με αφορμή λοιπόν την επικείμενη επιστροφή των Judas Priest στην Αθήνα, για το Release Athens Festival του φετινού καλοκαιριού (Παρασκευή 15 Ιουλίου, Πλατεία Νερού), το blog ξανακούει το Redeemer Of Souls και ξαναγυρνά σε μια κριτική της εποχής. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Η alt-metal γενιά δεν θα το πιάσει ποτέ, το γνωρίζω. Αλλά, για τους υπόλοιπους, ο κίνδυνος μιας «καυτής πατάτας» εκ μέρους των Judas Priest έμοιαζε πολύ πραγματικός, 45 χρόνια μετά το ξεκίνημά τους, με τον K.K. Downing εκτός μπάντας (αν είναι δυνατόν!) και τον Rob Halford να έχει χάσει σε αισθητό βαθμό τη φωνάρα της νεότητάς του. 
 
Ευτυχώς, όμως, όλα κύλησαν καλά. Κι ας μην έχουν κάποιον άσσο στο μανίκι οι Βρετανοί, αφού στο Redeemer Of Souls δεν παίζουν πειραματισμοί, δεν υπάρχει εκσυγχρονισμός και ανάπτυξη, δεν θα βρεθεί ούτε μισή έκπληξη. Αν ανέμενες ή απαιτούσες κάτι τέτοιο είσαι βαθιά νυχτωμένος –και θα έπρεπε να καταδικαστείς να πλένεις τις άσπρες κάλτσες του Chino Moreno στον αιώνα τον άπαντα. 
 
Στο 17ο (στούντιο) άλμπουμ τους, οι Judas Priest συμπεριφέρονται ως θεματοφύλακες: ως Αδελφότητα που παίζει στα δάχτυλα πανάρχαια μυστικά και μπορεί με δυο-τρία κόλπα να ξαναθέσει σε κίνηση έναν ολόκληρο κόσμο. Όχι γιατί τον νοσταλγεί ή γιατί έχει εγκλωβιστεί εκεί, μα επειδή επένδυσε μια ζωή προκειμένου να τον κατέχει σε όλο του το εύρος, σε όλο του το ηρωικό μεγαλείο. 

Έτσι, από τα σκληρά λευκά blues των 1960s που δίνουν τον τόνο στο "Crossfire", φτάνεις στο βαβούρικο rock 'n' roll του "Snakebit"· και από τη μπαλάντα "Beginning Of The End" στις υπέροχες new wave of british heavy metal κιθάρες ("Down In Flames"), οι οποίες παρελαύνουν περήφανα στη ραχοκοκαλιά του δίσκου, καταφέροντας συντριπτικά χτυπήματα σε όσους ανόητους κάνουν το λάθος να υποτιμήσουν τους γερο-Priest. Χώρια δηλαδή τις φανταστικές τσιρίδες και ερμηνείες του Halford, που παραμένουν ικανές και στο νυν ηλικιακό φάσμα να τραγουδήσουν τις σκληρές αξίες κατά τρόπο ανεπανάληπτο.  
 
Θα άξιζε ίσως να σταθώ πιο λεπτομερώς σε μερικά τραγούδια, μα τελικά απλά θα φλυαρούσα. Γιατί δεν έχει τόση σημασία το στιγμιαίο μυστηριακό μομέντουμ που μπορεί π.χ. να χτίζει το "Secrets Of The Dead", η κελαρυστή νεοκλασίκ επικότητα του "Redeemer Of Souls" και του "Halls Of Valhalla", η συγκρατημένη απελπισία του "Cold Blooded" ή η σβέλτη, περίτεχνη σαν ξιφομαχία δομή του "Tears Of Blood". Περισσότερη σημασία έχει η μαγιά πίσω από τα κομμάτια. Η Πρωταρχική Ύλη, η οποία μεταπλάθεται ξανά και ξανά σε αέναες παραλλαγές ρολαριστού heavy metal, με τη Judas Priest σφραγίδα ποιότητας κολλημένη σε κάθε «συσκευασία». 
 
Κατ' αυτόν τον τρόπο χτίζεται ένα μεγάλο σε διάρκεια άλμπουμ (18 τραγούδια, 84 περίπου λεπτά), το οποίο όμως δεν κουράζει ιδιαίτερα, ακόμα κι αν όλοι εντοπίσαμε στιγμές πλατειασμού που θα μπορούσαν να είχαν λείψει. Παρά ταύτα το Redeemer Of Souls λειτουργεί σαν σύνολο –κινείται σαν γροθιά. Και πολλά από τα εύσημα ανήκουν στον 34άχρονο Richie Faulkner. Ο οποίος φοράει μεν επάξια τα παπούτσια του K.K. Downing, με πλήρη σεβασμό για τον ήχο του μεγάλου κιθαρίστα, αλλά συνάμα διεκδικεί με τα σφιχτά του ριφ και με τον ενθουσιασμό του μια πιο προσωπική στάση, που τελικά προσθέτει στο αποτέλεσμα.
 
Κυρίες και κύριοι, η ιστορία γράφτηκε όταν έπρεπε να γραφτεί. Οι Priest δεν γύρισαν για να συμπληρώσουν κάποιο νέο κεφάλαιο, μα απλά για να υπάρξουν ξανά, με τους όρους τους, μέσω του μοναδικού σουλουπιού που έδωσαν κάποτε στη μουσική την οποία αγάπησαν. Ο καινούριος τους δίσκος δεν είναι λοιπόν παρά μια χειρονομία: ένα κάλεσμα σε όσους τους αγαπήσαμε να πιούμε άλλη μία γύρα κρύες μπύρες παρέα, να το γιορτάσουμε για ακόμα μία φορά, σε μία ακόμα δεκαετία.