Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελελεύ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελελεύ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

21 Αυγούστου 2020

Ελελεύ - συνέντευξη (2007)



Τέτοιες εποχές κάθε χρόνο, όταν με τις θερινές άδειες στους 105,5 Στο Κόκκινο κλείνει ουσιαστικά η ραδιοφωνική σαιζόν και αρχίζουμε σιγά-σιγά να σκεφτόμαστε τα «καινούρια» και τα «επόμενα», το δικό μου μυαλό πάντοτε πηγαίνει στον Βαγγέλη τον Βέκιο. Που για τους περισσότερους, βέβαια, έχει μείνει στη μνήμη ως ο «ντράμερ των Μουσικών Ταξιαρχιών» (των οποίων υπήρξε και συνιδρυτής), αλλά για μένα είναι πάντα και κάτι άλλο: ο άνθρωπος που με έπεισε να κάνω ραδιόφωνο ανοίγοντας αυτήν την επαγγελματική πόρτα στη ζωή μου, η οποία φέτος συμπλήρωσε αισίως 13 χρόνια –όλα στα FM, ντουέτο με τον Στυλιανό Τζιρίτα, άσχετα αν κάναμε τη Συχνοτική Συμπεριφορά ή το πρωινό ενημερωτικό του Κόκκινου Πετεινού.

Με τον Βαγγέλη, τσακωνόμασταν συχνά. Και όταν λέω τσακωνόμασταν, δεν εννοώ μόνο στο φιλικό, για τον τάδε δίσκο, το δείνα τραγούδι. Συνέβαιναν βέβαια κι αυτά, χτυπούσε λ.χ. το τηλέφωνο και πήγαινε κάπως έτσι η συζήτηση: 
- έλα βρε μαλάκα, παίξατε Άντζελα Δημητρίου χθες;
- ξέρω 'γω ρε συ Βαγγέλη, άμα παίζει ο σταθμός Φωτεινή Δάρρα, δεν καταλαβαίνω, γιατί όχι, καλύτερη δεν είναι; 
- τι;! ποιος έπαιξε Δάρρα; πότε; 
- ε, τώρα, λες και δεν τα ξέρεις... 
- καλά, σε κλείνω γιατί πνίγομαι, πέρνα να πιούμε καφέ

Ποτέ δεν είπε «αυτό δεν θα το ξαναπαίξεις»· γιατί για τον Βέκιο το ράδιο ήταν οι παραγωγοί του, άσχετα με τα δικά του γούστα, γύρω από τα οποία είχε ισχυρές, ισχυρότατες απόψεις. Είναι μια κουλτούρα που λείπει ηχηρά από τη σκεβρωμένη  ραδιοφωνία της χώρας μας. Προσπαθεί ίσως να ξανανθίσει στους ιντερνετικούς σταθμούς, αλλά ως τώρα το κοινό που τους ακολουθεί είναι αριθμητικά πολύ μικρό, ενώ και οι ίδιοι δεν είναι απαλλαγμένοι από λογής-λογής κουτάκια. Αρκετές φορές, μάλιστα, αντιμετωπίζονται ακόμα και από όσους τους επανδρώνουν ως πιθανό μεταβατικό σκαλοπάτι προς τα FM, παρά ως κάτι με αυταξία.  

Τα παραπάνω είναι βέβαια τα ευτράπελα. Γιατί, κατά καιρούς, ανταλλάξαμε και βαριές κουβέντες με τον Βέκιο, στο παλιό κτίριο του 105,5 Στο Κόκκινο στη Σαρρή –επί κρίσιμων επαγγελματικών θεμάτων. Να με συγχωρούν όσοι αγαπάνε τους εξωραϊσμούς και τα δεδικαίωται των νεκρών, αλλά προσωπικά προτιμώ να τους θυμάμαι ως ζωντανούς ανθρώπους· με τα καλά και τα στραβά τους, δηλαδή, και όχι ως ψευδεπίγραφα αγίους. Αλλά ό,τι και να είχε ειπωθεί μεταξύ μας, στο τέλος τα ξαναβρίσκαμε. Δεν έμεναν πικρίες.

Τελευταία φορά που είδα τον Βαγγέλη, περπατήσαμε μαζί τα στενά κάτω από την Ομόνοια για να βγούμε Ψυρρή. Είπαμε μόνο για δουλειές, ήταν σκασμένος με διάφορα, μα δεν το έβαζε κάτω· είχε ένα σχέδιο ακόμα να δοκιμάσει, μου είπε. Αλλά ο Μάρτης του 2015, έβαλε απροσδόκητους τίτλους τέλους σε όλα, πολύ νωρίς. 

Κύλησαν 5 γεμάτα χρόνια από τότε, οπότε σκάλισα αυτές τις μέρες τα αρχεία και βρήκα τη συνέντευξη που στάθηκε αρχή για τη γνωριμία μας με τον Βαγγέλη. Πρωτοσυναντηθήκαμε λοιπόν φθινόπωρο του 2007, στου Ψυρρή: είχε στήσει τότε το συγκρότημα Ελελεύ, βγάζοντας κι ένα ομώνυμο άλμπουμ στην ιστορική Hitch-Hyke. Στον καφέ που κανονίσαμε ήρθε μαζί με την τραγουδίστρια του σχήματος, Μαρία Πανοσιάν, η οποία επίσης δούλεψε στους 105,5 Στο Κόκκινο επί σειρά ετών, ως ηχολήπτρια, αλλά και ως μουσική παραγωγός· έχει μάλιστα και τη δική της, σόλο καριέρα, με διαφορετικές ανησυχίες συγκριτικά με τους Ελελεύ. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο (τότε) Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Από τη μία, ένας μουσικός με ιστορία και θητεία στις θρυλικές Μουσικές Ταξιαρχίες, που όμως απουσίασε κάμποσα χρόνια από τη δισκογραφία. Από την άλλη μια νέα φωνή, την οποία πρώτη φορά ακούμε να πρωταγωνιστεί σε άλμπουμ. Τι ήταν αυτό που τράβηξε τον καθένα σας στην υπόθεση Ελελεύ;

Βαγγέλης: Υπάρχει μια εντύπωση, ότι όταν κάποιος σταματάει να παίζει, εξαφανίζεται και παύει να ασχολείται με τη μουσική. Αυτό είναι λάθος. Όλα τα χρόνια που λείπω από το προσκήνιο, έκανα διάφορες συνεργασίες, που απλώς δεν δισκογραφήθηκαν. Κάποια στιγμή που είχα τον χρόνο και μάζεψα κάποιο υλικό, έψαξα να βρω μερικούς ανθρώπους για να το κάνω μαζί τους. Ήθελα μια μπάντα, γιατί είναι πολύ σημαντικό για μένα να δραστηριοποιούμαι με αυτόν τον τρόπο. Κάπως έτσι ξεκίνησε η υπόθεση Ελελεύ. Για να φτάσουμε βέβαια στη Μαρία την Πανοσιάν, αλλάξαμε 22 τραγουδίστριες! Όχι ότι ήταν κακές, απλώς ήταν αλλού σε σχέση με τα όσα κάναμε. Στην περίπτωση της Μαρίας, δεν με ένοιαξε τόσο η φωνή της, όσο τα γκάζια της και η όρεξη που είχε. Τα γκάζια είναι πολύ βασικό πράγμα σε αυτό το είδος μουσικής.

Μαρία: Εμένα με τράβηξε πρώτα και κύρια η αυθεντικότητα του Βέκιου, γιατί ήμουν στην εντελώς απέναντι όχθη. Βρισκόμουν σε λάθος κύκλωμα και αυτό που έλειπε –πρώτα σε ανθρώπινη βάση, αλλά βέβαια και σε καλλιτεχνική από εκεί και ύστερα– ήταν το να έχω να κάνω με αυθεντικά άτομα. Από εκεί και πέρα αγάπησα βέβαια και τα τραγούδια του πολύ. Αλλά κυρίως στάθηκα σε αυτό το αληθινό, ό,τι δηλαδή δεν είχα βρει στις δουλειές και τις συνεργασίες που είχα κάνει πριν τους Ελελεύ. 

Και πώς φτάσατε αλήθεια στο όνομα Ελελεύ; Πώς σας ήρθε αυτή η ιδέα;

Βαγγέλης: Κοίταξε, κάθε συγκρότημα χρειάζεται ένα ας το πούμε σήμα κατατεθέν. Και αυτή η λέξη, αυτός ουσιαστικά ο αλαλαγμός με τον οποίον επιτίθονταν οι αρχαίοι Έλληνες στους Πέρσες, κάτι αντίστοιχο με το «Αέρα!» των νεότερων χρόνων, περικλείει πολλά από τα χαρακτηριστικά που θέλαμε να έχουμε ως γκρουπ. 

Δηλώνει δηλαδή και μια γενικότερη οπτική για τα πράγματα, έτσι δεν είναι; Μια καλλιτεχνική δηλαδή στάση η οποία δεν σκοπεύει να αδιαφορήσει για ό,τι λέμε «κοινά»…

Βαγγέλης: Αλίμονο αν η μουσική δεν είναι καθρέφτης των πραγμάτων που συμβαίνουν γύρω μας. Δυστυχώς έτσι όπως μεγαλώνουμε –περισσότερο τώρα θα έλεγα, καθώς παλιότερα δεν υπήρχε η τηλεόραση– χάνεται ή ξεχνιέται ότι η μουσική πρέπει κι αυτή να αντικατοπτρίζει πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας. Κι έτσι καταλήγουμε είτε να τρέχουμε μόνο πίσω από τον επόμενο δίσκο που θα μας κρατήσει ζωντανούς, να κάνουμε συναυλίες και να δίνουμε συνεντεύξεις, είτε παριστάνουμε κάτι που έρχεται απέξω, χωρίς να είμαστε πλέον εμείς. Όταν π.χ. ακούω Έλληνες να τραγουδάνε το “London Calling”, που μου αρέσει πολύ, μου φαίνεται πάρα πολύ αστείο. Γιατί κανείς δεν νοιάζεται για την Αθήνα; 

Δηλαδή δεν βλέπεις με καλό μάτι τη σκηνή των ελληνικών συγκροτημάτων που τραγουδάνε στα αγγλικά; 

Βαγγέλης: Η μοναδική φορά που συνέπραξα με ελληνικό συγκρότημα που τραγουδούσε αγγλικά, ήταν η εξαιρετική περίπτωση των Blue Light του Σωκράτη Παπαχατζή. Κι αυτό γιατί ήταν τόσο καλά τα κομμάτια που δεν με ένοιαζε ο στίχος, δηλαδή και στίχους να μην είχαν, πάλι θα τα έπαιζα. Αλλά τώρα να βγαίνει ο τύπος δίπλα από τον ποταμό Διακονιάρη και να μου λέει π.χ. για την αγάπη στη βροχή, ε, δεν ξέρω, μου φαίνεται αστείο. Ονειρεύεσαι ελληνικά, βρίζεις ελληνικά, όταν κάνεις έρωτα μιλάς ελληνικά, πώς τότε τραγουδάς στα αγγλικά;

Μαρία: Εγώ δεν συμφωνώ και τόσο. Όταν υπάρχει καλή προφορά και ο λόγος είναι κι αυτός καλός, γιατί όχι; Πιστεύω πως όσοι επιλέγουν να τραγουδούν αγγλικά έχουν τους λόγους τους ή ίσως τα κολλήματά τους. Μπορεί να έχει να κάνει με τα ακούσματα που είχαν από πιτσιρίκια ή με το ότι δεν τους ενδιαφέρει το τι συμβαίνει στην πόλη τους ή τα όσα γίνονται στην ίδια τους τη χώρα. Εντάξει, δεν θα το επικροτούσα κάτι τέτοιο· αλλά δεν με χαλάει κιόλας.

Έχετε σκεφτεί ότι ίσως ο αγγλικός στίχος να είναι κι ένας τρόπος για μερικούς μουσικούς ώστε να μπορέσουν να βγουν και στο εξωτερικό, αντί να παλεύουν στο αφιλόξενο ελληνικό τοπίο; 

Βαγγέλης: Εγώ το μοναδικό πράγμα που βλέπω να κάνει στα σίγουρα καριέρα στο εξωτερικό, είναι η Κρίστη Στασινοπούλου. Η οποία μιλάει ελληνικά. Κι αν υπάρχει κάτι άλλο που μπορεί να κάνει καριέρα στο εξωτερικό, θα είναι κάτι που δεν έχουν οι ξένοι. Δεν έχει νόημα να πας να πουλήσεις πάγο στους Εσκιμώους, πόσο μάλλον να πας να πουλήσεις brit pop στο Λονδίνο.

Εσείς πώς καταλήξατε σε αυτό το πλούσιο χαρμάνι, με τις κλασικές και ψυχεδελικές rock αναφορές από τη μία, τα ούτια και τις κρητικές λύρες από την άλλη; 

Βαγγέλης: Κανένα μουσικό όργανο δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται ως rock εκ των προτέρων. Rock είναι η διάθεση με την οποία πιάνεις ένα όργανο. Δεν σημαίνει π.χ. ότι, επειδή ένα μεγάλο κομμάτι του rock παίχτηκε με κιθάρες Stratocaster, όποιος πιάνει μια Stratocaster είναι αυτόματα rock –έχεις δει πόση Stratocaster κυκλοφορεί στα σκυλάδικα; Rock δεν είναι όποιος φοράει τα ίδια ρούχα με τον Iggy Pop ή όποιος δαγκώνει νυχτερίδες, όπως ο Ozzy Osbourne. Όλα ας πούμε τα κομμάτια που ακούς στο άλμπουμ είναι αρχικά γραμμένα με έναν τζουρά και μετά τα παίξαμε με τη μπάντα.

Μαρία: Rock αν θες είναι η αυθεντικότητα, η αμεσότητα με την οποία λειτουργείς. Εμείς για παράδειγμα είχαμε μεν στο μυαλό μας να κάνουμε κάτι με κρητική λύρα, αυτό όμως που τελικά προέκυψε και ακούς στο άλμπουμ ήρθε εντελώς τυχαία και φυσικά, σε στιλ δηλαδή «για παίξε αυτό να δούμε πώς θα βγει». 

Όμως, πόσο εύκολα εξηγείτε μια τέτοια καλλιτεχνική στάση, η οποία φέρνει δίπλα-δίπλα τον Μάρκο Βαμβακάρη με τους Jefferson Airplane, σε ένα νέο παιδί που έχει λίγο-πολύ μάθει να λειτουργεί με όρους «μουσικών φυλών»;

Βαγγέλης: Για μένα η διαφορά του Βαμβακάρη από τους Jefferson Airplane είναι μόνο διαφορά ύφους, στιλ· δεν σημαίνει κάτι για τη συναισθηματική δύναμη που βγάζουν, την οποία θεωρώ ίσης αξίας. Δεν θα ήθελα να αλλάξουμε εμείς κάτι, ώστε να προσεγγίσουμε κάποια «φυλή». Ανήκω κι εγώ αν θες σε μια «φυλή», που ερωτεύεται, διασκεδάζει, πεθαίνει, περνάει δύσκολα σε αυτόν τον τόπο, ενδεχομένως δε να υποφέρει κιόλας, βασανίζεται από το νέφος ή τα τρόφιμα που τρώμε. Αν το συνειδητοποιούσαμε αυτό, θα ήμασταν όλοι μια φυλή.

Μαρία: Εγώ πάλι νομίζω πως απευθυνόμαστε σε όλους όσους κατά κάποιον τρόπο κοιμούνται, γιατί προσπαθούμε αν γίνεται να τους ξυπνήσουμε, ώστε να δούνε πραγματικά τι συμβαίνει. Ζούμε σε ένα παραμύθι, σε ό,τι ουσιαστικά πασάρει η τηλεόραση και σε ό,τι τύχει να διαβάσουμε –αν δηλαδή διαβάζουμε πια.

Πώς βλέπετε το σημερινό δισκογραφικό τοπίο στην Ελλάδα, εσύ από τη μία Βαγγέλη, που το έχεις ζήσει σε διάφορες φάσεις κι εσύ Μαρία, που το ζεις από μέσα στην τωρινή του κατάσταση;

Βαγγέλης: Βλέπω μια κατηφόρα, που όσο το αντικείμενο κατηφορίζει, τόσο αυξάνεται η ταχύτητά του. Περιμένω να δω πού θα σκάσει. Αν μη τι άλλο παλιότερα στις εταιρείες δίσκων δούλευαν άνθρωποι μουσικά καταρτισμένοι. Τώρα συναντάς κυρίως κάτι παιδάκια που ξέρουνε τι έχει γίνει μέχρι 2 χρόνια πίσω, αν και με αυτό που λέω καίω και τα χλωρά, μαζί με τα ξερά. Απόδειξη για όλα αυτά είναι η συρρίκνωσή των εταιρειών, στο τέλος θα γίνουν μία μεγάλη πολυεθνική. Ό,τι αξίζει τον κόπο προέρχεται, κατά 70% περίπου, από ανεξάρτητες εταιρείες, όπου έχεις από πίσω κάποιους ανθρώπους διατεθειμένους να ρισκάρουν. Από την άλλη ζούμε και σε μια περίοδο όπου θα καταργηθεί ακόμα και το CD και θα γίνεται με πολύ διαφορετικές μεθόδους η διασπορά της μουσικής. Αυτό που σίγουρα δεν πρέπει να καταστραφεί είναι το να παίζεις ζωντανά. 

Μαρία: Ναι, συμφωνώ απόλυτα με τα όσα λέει ο Βαγγέλης. Όλοι οι καλλιτέχνες ενδιαφέρονται για το αν θα πουλήσει ο δίσκος, όχι με την έννοια του να βγάλεις λεφτά –έτσι κι αλλιώς, όπως έχουν τα πράγματα, πόσα πια λεφτά θα βγάλεις; Για μένα είναι πολύ πιο σημαντικό το να περαστεί το μήνυμα και όλα αυτά που γίνονται στο ίντερνετ. Θα χαιρόμουν πολύ, ας πούμε, αν έμπαινα στο ίντερνετ και έβλεπα ότι υπήρχαν αρκετά downloads του δίσκου. Βέβαια, ίσως έτσι πολλοί να χάνουν επαφή με το πόσο σκληρή δουλειά απαιτείται για να φτιάξεις ένα άλμπουμ. Νομίζω ότι, αν το συνειδητοποιούσαν, τότε θα υπήρχε μεγαλύτερη προθυμία να αγοράσουν έναν καλό δίσκο. 

Οι Ελελεύ τι σχέδια έχουν από εδώ και στο εξής, πέρα από τις ζωντανές εμφανίσεις;

Βαγγέλης: Διασκευές σε τραγούδια που πάντα θέλαμε να παίξουμε όλοι μας!

Μαρία: Είναι κάτι που θα το εντάξουμε τόσο στα live μας, αλλά φιλοδοξούμε να το κάνουμε και δισκογραφικά.