Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φάμελλος Μανώλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φάμελλος Μανώλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

24 Νοεμβρίου 2022

Μανώλης Φάμελλος - συνέντευξη (2007)


Πληροφορήθηκα ότι αύριο Παρασκευή 25 Νοεμβρίου θα παίξει στο Roof Stage του «Gazarte» ο Μανώλης Φάμελλος, ο οποίος θα υποδεχθεί μάλιστα και τη Δήμητρα Γαλάνη επί σκηνής –δύο δεκαετίες μετά την πρώτη τους σύμπραξη. 

Τον θυμάμαι με τους Ποδηλάτες τον Μανώλη Φάμελλο και από αρκετά σημεία της μετέπειτα σόλο καριέρας του, κάπου όμως στην πορεία του χρόνου τον έχασα. Αυτός βέβαια έχει παραμείνει ενεργός ως τραγουδοποιός (τελευταίο του δίσκο βλέπω το «Η Ζωή Ήταν Σήμερα», το 2021), οπότε είναι μάλλον σε εμένα που έχει διαφύγει κάτι.

Πολλά χρόνια πριν, πάντως, τον Ιανουάριο του 2007, επισκέφθηκα τον Μανώλη Φάμελλο στο σπίτι του στη Γλυφάδα, όπου θαύμασα την εντυπωσιακή του συλλογή από στρατιωτάκια και κάναμε και μια μεγάλη κουβέντα, με αφορμή τον δίσκο «Η Ψυχή Του Πάρτυ» που είχε βγάλει τότε. Η οποία έχει μείνει αρκετά ζωντανή στη μνήμη μου και ανατρέχω συχνά σε σημεία της, μετά 15 έτη.

Η συνέντευξη που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis σε 2 μέρη και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –σε ενιαία μορφή, με μικρές, (κυρίως) αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που έχει δοθεί κατά καιρούς στον Τύπο, ως promo


Υπήρξες ποτέ αυτό που λέμε «ψυχή του πάρτυ»; 

Είναι σαφές ότι δεν πολυήμουνα –και μέσα στο ομώνυμο τραγούδι εξηγείται νομίζω αυτό, με έναν τρόπο. Ή μάλλον δεν το εξηγώ, προσπαθώ να το στηρίξω. Τελικά προκρίθηκε και σαν όνομα του δίσκου, επειδή ως τίτλος ξέφευγε από το συγκεκριμένο κομμάτι και αναγόταν σε ένα άλλο επίπεδο. 

Ακούσια, δηλαδή, αναδείχθηκε σε ένα κεντρικό σημείο, το οποίο συγκέντρωσε γύρω του τα υπόλοιπα τραγούδια. Μάλιστα, ήμουν βραχυκυκλωμένος με το θέμα του τίτλου. Μέχρι που κάποιος φίλος μου το πρότεινε σαν ιδέα κι αμέσως σταμάτησα να ψάχνω.

"Το Γκομενάκι Μου", πάλι, είναι ένα τραγούδι που, ενώ στιχουργικά μιλάει μια σύγχρονη γλώσσα ως προς τις ερωτικές σχέσεις, μελωδικά έχει μια ρομαντική αύρα, φέρνοντας π.χ. στον νου τα ελαφρά του Μεσοπολέμου...

Κοίταξε, πάνω εκεί είναι στηριγμένο, το εύρημα ας πούμε του τραγουδιού είναι ακριβώς αυτό, αν υποθέσουμε πως υπάρχει κάποιο εύρημα. Μέσα στο συγκεκριμένο μουσικό περιβάλλον οι λέξεις «χτυπάνε» πιο αδυσώπητα, αναδεικνύεται η σκληρότητα του λόγου. 

Είναι ένα κομμάτι που κάθισα και το έγραψα ξημερώματα, γυρνώντας από κάποια συναυλία. Μου αρέσουν πολύ τα τραγούδια του Μεσοπολέμου –και τα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα, αλλά και τα πρώιμα ελληνικά του ελαφρού στυλ. Είναι μια περίοδος αδίκως καταποντισμένη ιστορικά. Σπανίως ανατρέχουμε σε αυτήν, δηλαδή, ενώ συχνά την απαξιώνουμε κιόλας: μας ακούγεται υπερβολικά ρομαντική, αφελής, μη πολιτικοποιημένη αρκετά. 

Αλλά εγώ τα αγαπώ πολύ τα τραγούδια αυτά, με συγκινούν. Στο "Γκομενάκι Μου", λοιπόν, είναι κάπως σαν να κρατάς το σκηνικό εκείνου του κόσμου, εισάγοντας δύο πρωταγωνιστές από τη νύχτα του 2006.

Τι είναι για σένα η Φολέγανδρος; Την έχεις αναφέρει αρκετά σε συνεντεύξεις σου, την αναφέρεις και σε ένα νέο τραγούδι, το "Σε Περίμενα"...

Πρώτα-πρώτα, είναι τόπος καταγωγής. Έχω ζήσει πολλά καλοκαίρια εκεί κι έχω επιστρέψει πολλές φορές. Είναι λοιπόν ένας μυθικός προορισμός των παιδικών χρόνων, που κρατάει μέχρι και σήμερα κάποια στοιχεία του μύθου του. Και είναι βέβαια και μια ζωντανή καθημερινότητα, τα καλοκαίρια. Ένα κομμάτι του εαυτού μου. 

Το ωραίο με τη Φολέγανδρο είναι ότι, ακόμα και στις μέρες της καλοκαιρινής αιχμής, επιτρέπει να συμβαίνουν τα πράγματα σε μία κλίμακα: έχει δηλαδή κάποια φυσικά (ας τα πούμε) όρια, δίνοντάς σου την εντύπωση πως, πέρα από αυτά, τίποτα δεν μπορεί να συμβεί και να λειτουργήσει πραγματικά. Εξακολουθεί λοιπόν να αντέχει και στις μέρες της επέλασης της βαριάς ταξιαρχίας του τουρισμού.

Πώς πιστεύεις ότι θα εισπράξει το κλαρίνο του Μάνου Αχαλινωτόπουλου στο "Μεγάλο Χωριό" η πιο δυτικοθρεμμένη μερίδα του κοινού σου;

Δεν θα έπρεπε να τους εκπλήξει. Άλλωστε έχω χρησιμοποιήσει ξανά το κλαρίνο κι έχω κάνει πράγματα που ερωτοτροπούσαν με ό,τι λέμε «δημώδη παράδοση». Στο συγκεκριμένο τραγούδι το κλαρίνο είναι ένα θεατρικό στοιχείο, δεν έχει σχέση με τον υπόλοιπο κορμό της καθαρά δυτικότροπης μελωδίας. 

Επιφυλάσσομαι να χρησιμοποιήσω κάθε υλικό το οποίο ερεθίζει τη φαντασία μου. Κι αν κάποιος εισπράττει π.χ. το συγκεκριμένο κλαρίνο αρνητικά, θα ήθελα να είναι σε θέση να μου εξηγήσει γιατί πιστεύει ότι έχω κάνει λάθος. Και τότε θα το δεχτώ, είμαι ανοιχτός σε επιχειρήματα.

Σε παλιότερη συνέντευξή σου είχες πει ότι «κουράζομαι πολύ εύκολα και κυρίως με κουράζει ο εαυτός μου». Έχουν περάσει κάποια χρόνια από τότε, συνεχίζεις να νιώθεις έτσι;

Ναι, συνεχίζω να νιώθω έτσι, με τη διαφορά ότι τώρα δεν κουράζομαι απλώς πολύ εύκολα, μα πανεύκολα! (γέλια) Μάλλον είναι μια σταθερή κατάσταση! Εκτός από τις στιγμές που βρίσκομαι μέσα σε αυτό που κάνω, όταν δηλαδή είμαι με μια κιθάρα και παλεύω με κάποια στιχάκια τα οποία γυρίζουν μέσα στο μυαλό μου σαν τρενάκι. 

Εκτός από τέτοιες στιγμές, όμως, δεν έχω τι να με κάνω. Γι' αυτό και μου αρέσει να χάνω τον εαυτό μου. Να συζητάω και να περιμένω να ακούσω κάτι, να ανοίξω ένα βιβλίο και να περιμένω να διαβάσω κάτι ή να αγγίζω κάποιον και να περιμένω κάτι να συμβεί.

Αισθάνεσαι ακόμα αποκαρδιωμένος από τη φωνητική υπεράσπιση των τραγουδιών σου;

Εισπράττω κάποια ευχαρίστηση αραιά και που, αλλά δεν κρατάει πολύ. Σπάνια όταν ακούω κάτι, μετά από χρόνια ας πούμε, δεν μου ξενίζει. Ίσως να μην αισθάνομαι πια τόσο φριχτά όσο αισθανόμουν στις πρώτες μου προσπάθειες, αυτά δεν μπορώ να τα ακούσω καθόλου πια. Αν και τους τελευταίους μήνες έχω αρχίσει να με συγχωρώ κάπως: είμαι πολύ κοντά στο να μου δώσω μια ευκαιρία.

Τι είναι αυτό που σε ενοχλεί; Θα ήθελες να έχεις μια φωνή με πιο μεγάλες δυνατότητες;

Όχι, όχι, καθόλου. Άλλωστε υπάρχουν λαμπερές φωνές που με αφήνουν παγερά αδιάφορο. Με ενδιαφέρει να έχει κανείς ένα χρώμα το οποίο να μου μιλάει, να μου μεταδίδει μια συγκίνηση. Με ενοχλεί η χροιά μου και το ότι κάποιες φορές αισθάνομαι να έχω τραγουδήσει σαν να μην βρισκόμουν εκεί. Σαν να φρόντισα δηλαδή να είμαι σωστός, αλλά να ξέχασα να είμαι αληθινός. Άλλες φορές εντοπίζω έναν ναρκισσισμό. Γενικά, όλα τα ελαττώματα που μπορείς να βρεις στον τομέα της ερμηνευτικής, μου τα έχω προσάψει κατά καιρούς. 

Ξέρεις, οι περισσότεροι τραγουδιστές έχουν μια επιφύλαξη με τον εαυτό τους. Ο κάθε άνθρωπος, όταν ακούσει τη φωνή του ηχογραφημένη, κάτι παθαίνει – κανείς δεν εντυπωσιάζεται θετικά. Όσο επαγγελματικά κι αν το τραβήξεις, η συγκεκριμένη «γεύση» μένει. Και νομίζω ότι όσοι το χάνουν αυτό είναι και κακοί τραγουδιστές τελικά, χωρίς να θέλω να ακουστώ κάπως.

Υπάρχουν φωνές για τις οποίες θα σε ενδιέφερε να φτιάξεις κάποιον ολοκληρωμένο κύκλο τραγουδιών, εάν σου δινόταν η ευκαιρία;

Ναι, υπάρχουν. Αλλά, πια, είναι τόσο δύσκολο να το κάνεις αυτό με τους όρους σου –να έχεις δηλαδή μια φωνή στον καμβά σου και να τη χρησιμοποιήσεις εκεί που θέλεις. Πολύ συχνά, δηλαδή, παρεμβάλλονται και μεταβλητές τις οποίες δεν επηρεάζεις. 

Κάτι τέτοιο, βέβαια, μπορεί να αποδειχθεί και γόνιμο. Είναι μία πρόκληση που νιώθω πως με έχει πάει αρκετά. Είδα ας πούμε τον εαυτό μου να άγεται κάπου, αλλά μέσα στο ίδιο μονοπάτι να πηγαίνει και παραπέρα. Οπότε επιφυλάσσομαι. Βρίσκω επικίνδυνη την καθαρολογική αντίληψη του «αυτό όπως έχω και τίποτα άλλο».

Ως μέλος μιας φουρνιάς τραγουδοποιών οι οποίοι ξεπήδησαν από γκρουπάκια που είχαν περισσότερη σχέση με τον κόσμο του rock, πώς κρίνεις αναδρομικά τα όσα συνέβησαν κατά τη δεκαετία του 1990;

Νομίζω, ιστορικά κρίνοντας, ότι τελικά δυσκόλεψαν τα πράγματα σε αρκετά επίπεδα. Ένα αρκετά κρίσιμο μα δύσκολο να εντοπίσει κανείς σημείο είναι πως κατά τη δεκαετία του 1990 δημιουργήθηκε ένα ενδιαφέρον για ό,τι έμοιαζε με ελληνόφωνο rock. Αυτό, όμως, είχε ως συνέπεια να συρθούν στη δημοσιότητα κάποια παιδιά τα οποία είχαν μεν αρκετό ταλέντο και ενέργεια, αλλά χρειαζόταν να μείνουν περισσότερο στη σκιά και στη διαδικασία της ωρίμανσης. Οπότε σύραμε στη δισκογραφία πράγματα που θέλανε τον χρόνο τους και μείναμε τελικά με το τίποτα. 

Πιστεύω ότι όσα έκαναν τη διαφορά τη δεκαετία του 1990 θα έφταναν εκεί ούτως ή άλλως. Ίσως να μην αποκτούσαν την εμβέλεια που απόκτησαν, αλλά δημιουργικά θα έκαναν έτσι κι αλλιώς τον κύκλο τους. Ένα επιπλέον σημαντικό σημείο είναι ότι, με τον τρόπο που λειτούργησαν τα πράγματα, δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις ώστε να διαιωνιστεί το φαινόμενο. Κανένας ας πούμε δεν πήρε τη σκυτάλη από τα Ξύλινα Σπαθιά ή από τους Στέρεο Νόβα. Οι ίδιοι άνθρωποι που υπήρξαν και τότε συνεχίζουν ό,τι έκαναν, άλλοτε με περισσότερο ενδιαφέροντα τρόπο κι άλλοτε με λιγότερο. Τα πρόσωπα δεν έχουν ανανεωθεί.

Ποια είναι η σχέση των τραγουδοποιών που ξεπήδησαν την ίδια περίοδο μαζί σου με την ευκολία;

Α, τώρα δεν μπορώ να σου απαντήσω σε αυτό. Το να δηλώσω ότι όταν ξεκίνησα, στα 21, είχα μια θεωρία κι έναν προσανατολισμό, τον οποίον ακολούθησα μέχρι κεραίας, θα ήταν μια γιγάντια μπούρδα. Ο καθένας μας, βέβαια, πρέπει να υπερασπίζεται έναν μύθο, αλλά εμένα δεν μου πάει αυτός ο ρόλος. Έχω κάνει πράγματα που δεν φανταζόμουν ότι θα έκανα και βυθίστηκα σε πολύ βαθιά διλήμματα για να τα κάνω. Έχω τόσες αμφιβολίες για τις δικές μου κινήσεις, για ό,τι προτείνω κάθε φορά, ώστε δεν θα μπορούσα να αμφισβητήσω κανέναν άλλον. Βρίσκω λάθη σχεδόν σε κάθε δουλειά που έχω κάνει.

Ποια θεωρείς ότι είναι τα μεγαλύτερα λάθη που έχεις κάνει;

Μεγάλο λάθος ήταν που πίεσα την κατάσταση έξω από εμένα ώστε να κυκλοφορήσει ο πρώτος μου δίσκος όπως κυκλοφόρησε. Πιστεύω τώρα ότι χρειαζόμουν λίγο χρόνο ακόμα, ότι κάποια πράγματα θα μπορούσαν να εκφραστούν διαφορετικά. Μετά, όταν συνειδητοποίησα αυτά τα προβλήματα, κύλησα στον άλλο πόλο: άρχισα να κάνω πράγματα πιο «σφιγμένα», χωρίς να αφήνω περιθώρια για λάθη και ατέλειες. Είναι αλήθεια πως λειτούργησε περισσότερο, αλλά έγινε και πάλι σε βάρος άλλων πραγμάτων. Συνήθως δεν έχω ενστάσεις για τραγούδια –θα πετούσα λίγα, μα τα περισσότερα τα δέχομαι. Κυρίως έχω πρόβλημα με το πώς εκφράστηκαν μερικά πράγματα.

Στην Ελλάδα έχουμε ένα περιβάλλον στρατοπέδων, όπου οι έντεχνοι τα βάζουν με τους λαϊκούς, οι λαϊκοί με τους έντεχνους και όσοι έχουν Δυτικά ακούσματα με ό,τι μιλάει ελληνικά. Πώς το εισπράττεις αυτό, όσον αφορά το κοινό;

Το πληρώνω! Έχω μια τάση να είμαι κάπως σχολαστικός με τις έννοιες –και για λόγους ιδιοτελείς, αν θέλεις. Κάνω ας πούμε ορθόδοξα λαϊκά και νέα ελληνικά τραγούδια με έναν πιο εναλλακτικό ήχο. Εγώ νομίζω πως συναντιούνται, όμως, αν πρέπει σώνει και καλά να τα εντάξεις σε μία από τις υπάρχουσες ταμπέλες, θα φεύγει το ένα πόδι από δεξιά και το άλλο από αριστερά. 

Οπότε, έχω εννοιολογικά προβλήματα με τέτοιους όρους. Τι είναι «έντεχνο», ας πούμε; Νομίζω ότι είναι γελοίος όρος, γιατί περιέχει την επιβράβευση εκείνου που περιγράφει: το χαρακτηρίζει όχι μόνο ως ιδιότητα, μα και ποιοτικά. Είναι ένας όρος ύπουλος, που προσωπικά δεν θα αποδεχόμουν σε καμία συζήτηση. Όσον αφορά τους ας πούμε «Ευρωπαϊστές», εγώ από αυτόν τον χώρο κατάγομαι.

Μπορεί να κατάγεσαι από αυτόν τον χώρο, αλλά κάποτε είπες στον Σπήλιο Λαμπρόπουλο πως θεωρείς ότι πολλά από τα παιδιά που μεγαλώσανε με τέτοια ακούσματα καταλήγουν πιο στενόμυαλα και συντηρητικά από παιδιά τα οποία αρπάζουν τραγούδια δεξιά κι αριστερά στο ραδιόφωνο...

Ναι, και εξακολουθώ να το πιστεύω. Υπάρχουν πολύ καλά μυαλά και αυτιά και ταλέντα, αλλά κι ένας διάχυτος επαρχιωτισμός. Αυτό το σώνει και καλά είμαστε υποδεέστεροι είναι ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας και πολλές φορές τέτοια συμπλέγματα εκφράζονται ως συμπλέγματα ανωτερότητας. Οπότε δημιουργείται μια καθαρολογική διάθεση να εξοβελίσουμε οτιδήποτε ελληνογενές, να αποσιωπήσουμε όλο αυτό το κομμάτι της ζωής μας. 

Γι' αυτό και οι περισσότερες τέτοιες προσπάθειες δεν φτάνουν και πουθενά –όχι μόνο σε επίπεδο αποδοχής, αλλά και για τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουνε πράγματα, είναι όμως τόσο δοσμένοι σε έναν φαντασιακό χώρο, ώστε δυσκολεύονται να έχουν συνέχεια. Μπορεί βέβαια να κάνω και λάθος, ως προς το συγκεκριμένο.

Θεωρείς ότι στη δική σου περίπτωση το ότι μεγάλωσες με λαϊκά ακούσματα κοντά σε έναν πατέρα που έπαιζε μπουζούκι σε βοήθησε να βλέπεις τα πράγματα έξω από στρατόπεδα;

Δεν ξέρω αν έχω καταφέρει να βλέπω τα πράγματα έξω από στρατόπεδα. Συνέβη να με συγκινούν πράγματα που προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς χώρους. Το ότι είχα στο σπίτι μου το μπουζούκι, σίγουρα με βοήθησε στο να το μισήσω νωρίς. Έτσι, όμως, είχα και την ευκαιρία να ξεπεράσω την απαξίωσή μου σχετικά νωρίς. Οπότε ίσως στάθηκα τυχερός από αυτή την άποψη.

Συχνά ακούω να αναφέρεται ένα τραγούδι που έχεις γράψει για τον Γιάννη Κότσιρα, το "Σεντόνι", ως δείγμα του δήθεν ποιοτικού και του τι πάει στραβά στις μέρες μας με το λεγόμενο «έντεχνο». Τι θα είχες να πεις ως αντίλογο;

Μάλλον δεν θα επιχειρηματολογούσα, γιατί νομίζω ότι η προδιάθεση προηγείται της άποψης. Είναι μια τοποθέτηση που τη βρίσκω απόλυτα δεκτή, αν και θα συζητούσα μάλλον τον χαρακτηρισμό «δήθεν». Δεν είναι ένα τραγούδι που λέει «κοιτάξτε πόσο ψαγμένο είμαι», όταν το έκανα είχα τη σκηνή στο μυαλό μου και ήθελα να κάνω κάτι που θα μιλούσε για κάτι χωρίς να το ονομάζει –δεν λέει ας πούμε έλα πάρε με αγκαλιά. Αυτό είναι δήθεν; 

Θα μπορούσα, πάντως, να επικαλεστώ τον αντίλογο. Όλοι λένε «τι κάνεις μαλάκα Φάμελλε με τον Κότσιρα». Αλλά κανείς δεν λέει «μπράβο ρε Κότσιρα που πήγες με έναν εναλλακτικό». Δεν γίνεται να στέκει το ένα επιχείρημα, αν δεν στέκει το άλλο. Ας πούνε μπράβο σε αυτόν και «να μαλάκα» σε μένα και τότε ίσως να το δεχτώ, ως άποψη δίχως προδιάθεση.

Βρίσκεις ότι είναι μια ανάλογη περίπτωση με όσους σε χαρακτήρισαν ξεπουλημένο όταν έδωσες τραγούδια σου στον Γιώργο Νταλάρα;

Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που μπορεί στη ζωή τους να τους βοηθάει κάτι τέτοιο, να έχουν ανάγκη να είναι εκείνο που δεν είναι ο Νταλάρας. Ίσως να τους ζηλεύω λίγο όλους αυτούς που έχουν τόσο σταθερά σημεία αναφοράς στο τι δέχονται για τον εαυτό τους. Και ίσως να έχουν και δίκιο, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι δεν είμαι εγώ που διαπράττω το μέγα σφάλμα. 

Εξακολουθώ όμως να πιστεύω ότι ο Νταλάρας είναι ένας πολύ μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής. Από εκεί και πέρα πολλά από τα πράγματα που κάνει έχει τύχει να μη μου αρέσουν. Αλλά, αν έπρεπε να συμπίπτουν οι απόψεις μου με τις απόψεις όποιου ανθρώπου συνεργάζομαι, δεν θα έπρεπε να συνεργάζομαι με κανέναν. Και με τον εαυτό μου θα έπρεπε να πάψω να συνεργάζομαι! (γέλια)

Τι άλλο περιλαμβάνει η καθημερινότητά σου, εκτός από το να δημιουργείς μουσική;

Διαβάζω κυρίως, με ενδιαφέρει πολύ η λογοτεχνία και η ιστορία, είμαι κατά κάποιον τρόπο ένας ερασιτέχνης ιστορικός! (γέλια) Είχα πάντα μια κλίση προς τις επιστήμες του ανθρώπου. Ακούω και πολύ μουσική, βέβαια –ως ακροατής– ενώ μεγάλο μέρος του χρόνου και της ενέργειάς μου απορροφά και η δουλειά μου ως παραγωγού. Μου αρέσει επίσης ο κινηματογράφος.

Τι θα πρότεινες λοιπόν από τη δισκογραφική παραγωγή του 2006;

Στο top-5 του «Sonik», έδωσα αν θυμάμαι σωστά, Tom Waits, Cat Power, Grizzly Bear, Thom York και Joan As A Police Woman. Μου άρεσε πολύ και ο Beirut, όμως, το Sparklehorse επίσης… Ξέρεις, είμαι ιδιαίτερα αμερικανόφιλος στα ακούσματά μου! Πολύ ωραία μπάντα είναι και οι Whiskey Town 2000, κάτι Καλιφορνέζοι. Και το άλμπουμ της Tanya Donnelly μου άρεσε και ας την αγνοήσανε γενικά. 

Συχνά βλέπω ότι τα διεθνή περιοδικά –το «Uncut», ας πούμε– προτείνουν κάποιες παραγωγές στις οποίες κυριαρχεί ένας συγκεκριμένος ήχος. Ενδεχομένως να υπάρχει και μία κορυφή, αλλά το υπόλοιπο υλικό δεν είναι παρά άσκηση ύφους, δεν υπάρχει «κρέας». Για παράδειγμα, γράψανε διθυράμβους για τον τελευταίο δίσκο των Flaming Lips, που, εντάξει μου άρεσε, αλλά δεν ήταν κάτι το σπουδαίο. Δεν φτάνει με τίποτα, ας πούμε, το Yoshimi Battles The Pink Robots.

Με το που μπαίνει κανείς στο www.famellos.gr τον υποδέχονται διάφορα αρχαία ρητά. Ποιο είναι το σκεπτικό με το οποίο τα έχεις βάλει εκεί;

Είναι όλα του Ηράκλειτου. Ήθελα να κάνω κάτι που να απαιτεί την εμπλοκή του άλλου, να τον κάνει να μπει σε κόπο. Το διαδίκτυο εκ των πραγμάτων καταργεί την απόσταση, οπότε ήθελα να την αναδημιουργήσω. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσεις αυτό που διαβάζεις, να το μεταφράσεις, να αναρωτηθείς: δεν σου δίνεται μασημένο. Η ίδια λογική χαρακτηρίζει και την κατασκευή της ιστοσελίδας μέσα –ανακαλύπτεις τους τομείς της, δεν είναι δεδομένοι. Τώρα, να σου πω την αλήθεια, το έχω αρκετά χρόνια αυτό και σκέφτομαι να κάνω κάτι διαφορετικό.