Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Scorpions. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Scorpions. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Αυγούστου 2023

Uli Jon Roth - ανταπόκριση (2013)


Περνάνε τα χρόνια, διάβολε. Με έναν τρόπο που το καταλαβαίνεις και δεν το καταλαβαίνεις... Δέκα καλοκαίρια κύλησαν, ας πούμε, από τον Ιούνιο του 2013, όταν πήγα στο «Κύτταρο» να δω τον Uli Jon Roth. Τον θυμήθηκα γυρίζοντας από τη δουλειά, καθώς ο ταξιτζής άκουγε Scorpions –στη μετά τη δική του περίοδο, ωστόσο ο νους μου πήγε στα σόλο του.

Ωραίος ήταν ο Uli, έστω και με αστερίσκους. Πάντα ωραίος είναι, δηλαδή: οι όποιοι αστερίσκοι, αφορούν τους κατά καιρούς συνεργάτες. 

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά στο «Κύτταρο» γράφτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες έχουν αλιευτεί από τον μέγα ωκεανό του ίντερνετ


«Ούλι, Ούλι!» φώναξε ρυθμικά το πλήθος, ουκ ολίγες φορές. Κι όταν λέμε πλήθος, εννοούμε πλήθος. Εντάξει, δεν γκρεμίστηκε και καμιά αρένα, γέμισε όμως το Κύτταρο (κάτω και πάνω) και μάλιστα σε ευρύ ηλικιακό φάσμα –πιτσιρικάδες και καραφλομαλλιάδες ενωθείτε. 

Και γέμισε με κοινό που δεν ήρθε ως Ηπείρου & Αχαρνών μόνο για να λανσάρει μπλουζάκια Dio, Deep Purple, Led Zeppelin και βέβαια Scorpions: οι άνθρωποι ξέρανε κάθε στίχο, απολαύσανε κάθε σόλο, φωνάξανε ψαγμένες παραγγελιές, χτυπήθηκαν, ζητωκραύγασαν, χειροκρότησαν. Το ευχαριστήθηκαν. Και υπήρχαν λόγοι πέραν της συνθήκης «ο Uli Jon Roth θυμάται τα χρόνια του στους Σκορπιούς». Συνέβησαν δηλαδή πράγματα επί σκηνής, άξια να θαυμάσεις. Ακόμα κι αν δεν δούλεψαν όλα ρολόι.

Τι δεν δούλεψε; Μου πήρε λίγο να συμφιλιωθώ με την παρουσία του Άγγλου κιμπορντίστα Steve Owen. Το έκανα μόνο και μόνο γιατί θεώρησα ότι ο Roth προσπάθησε να αναπλάσει τους Scorpions όπως αναγεννήθηκαν μέσω των δικών του Dawn Road, οι οποίοι περιλάμβαναν θυμίζω πληκτρά (τον Achim Kirschning, που έπαιξε στο Fly To The Rainbow). Πείστηκα ωστόσο πως οι Schenker, Meine & Dierks είχαν τελικά δίκιο στην απόφασή τους να καταργήσουν τη θέση. Δεν κερδίζει σε τίποτα το δεδομένο υλικό από την προσθήκη πλήκτρων: ο Owen απλά θάφτηκε κάτω από τη rhythm section, αδυνατώντας να συνεισφέρει το οτιδήποτε ουσιαστικό. Σε αντίθεση με τον έτερο Άγγλο της παρέας, τον ακούραστο, δυναμικό ντράμερ Jamie Little, ο οποίος παρέα με τον Ule W. Ritgen στο μπάσο –παλιά καραβάνα– κράτησαν συχνά τα μπόσικα στο φόντο της βασικής δύναμης πυρός.

Πολύ περισσότερο, όμως, μου πήρε να συμφιλιωθώ με την παρουσία του Niklas Turmann στα φωνητικά. Δεν συμφιλιώθηκα ποτέ, για να λέμε την αλήθεια. Το ξέραμε βέβαια όλοι όσοι δώσαμε το παρών, ότι ο Klaus Meine δεν αντικαθίσταται. Εδώ γελάνε κάποιοι, τους ακούω, όμως οι Scorpions είναι μπάντα με πολύ μεγαλύτερη ιστορία από το "Wind Of Change" κι έναν σωρό αστοχίες από τα 1990s κι έπειτα. 

Μπορεί ο Meine να έδειξε την κλάση του ως ερμηνευτής αφότου έφυγε ο Roth (στο Lovedrive λ.χ. ή στο Blackout), όμως και στα άλμπουμ των 1970s είχε καθοριστική συνεισφορά στη σφυρηλάτηση της Scorpions ταυτότητας. Οπότε, ήταν εξαρχής ζητούμενο ποιος θα κατάφερνε να πει το "In Trance" στο Κύτταρο. Σίγουρα όχι ο Niklas Turmann, σκέφτηκα, με το που τον άκουσα στα "All Night Long" και "Crying Days", στην έναρξη της βραδιάς. Όχι ένας τραγουδιστής ο οποίος φωνάζει κάθε που ανεβαίνει η ένταση και μοιάζει να έχει θητεύσει στο power metal και όχι στο χαρντ ροκ, θυμίζοντάς μου μια τομή μεταξύ Andi Deris και Ralf Scheepers.

Πάντως ο Turmann κέρδισε στην πορεία και μερικά πράγματα. Βρήκε τον τρόπο να πει τραγούδια όπως το "Top Of The Bill" ή το "Speedy's Coming", έδωσε συναισθηματικές ερμηνείες σε πιο δεύτερο υλικό τύπου "Yellow Raven" και "Evening Wind" (και όχι "Wing", όπως το είδα γραμμένο –δις– σε κριτική συναδέλφου σε άλλο site), ενώ ως κιθαρίστας συμπλήρωσε άψογα τον Roth και τον λαμπρό David Klisinski: στις στιγμές όπου οι τρεις τους ένωναν κιθάρες, η συναυλία εκτοξευόταν. Είχαν τον τρόπο, την τεχνική, τον συγχρονισμό μα τελικά και την κλάση, ώστε να αποτελούν μια ομάδα που πετάει. 

Ε, το "In Trance" σοφά δεν το είπε: εμφανίστηκε στη θέση του ένας ντόπιος καλεσμένος, ο Γιάννης Παπανικολάου των Rock 'N' Roll Children. Κι ενώ βλέποντάς τον (δεν τον ήξερα) είπα από μέσα μου «Θεέ μου, αυτό το γραφικό μέταλλο θα πει ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια των Scorpions;», ο άνθρωπος άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε μια φωνή στεντόρεια, σωστή, με τα απαραίτητα πατήματα στο τενόρο του Meine, μα και κάτι από την περσόνα του στον αέρα των ερμηνειών. Μπράβο –κι ακόμα ένα μπράβο για την απόδοση του "Pictured Life", στο encore. 

Άφησα επίτηδες τελευταίο τον Uli Jon Roth, γιατί το εκτόπισμά του αποδείχθηκε τέτοιο, ώστε σκέπασε κάθε παράπονο που μπορούσες να καταγράψεις για τη συνοδευτική του ομάδα. Κοντά στα 60, πια, ο Γερμανός κιθαρίστας παραμένει συναρπαστικός: όχι μόνο να τον ακούς, μα και να τον βλέπεις. Με τα χίπικα ρούχα/κοσμήματά του κι εκείνη την παχιά μπλε κορδέλα στο κεφάλι, με το ντελικάτο, ανεπαίσθητο, σχεδόν θηλυκό λίκνισμά του, με το μακρύ ξανθό μαλλί και τη σκληρή φυσιογνωμία με το μουστάκι, με το ελαφρώς υπεροπτικό στιλ με το οποίο στέκεται επί σκηνής και μιλάει στον κόσμο.

Στάθηκε, λοιπόν, ηγέτης αδιαφιλονίκητος στο Κύτταρο. Δεν ήταν μόνο θέμα βιρτουοζιτέ: χαιρόσουν να ακούς τις κιθαριές του, ακριβώς γιατί διέθεταν προσωπικότητα, διακριτό ήχο και σε άρπαζαν συναισθηματικά. Το "We'll Burn The Sky" –πάντα το τραγούδι που τον πονάει περισσότερο– στάθηκε μάλλον το highlight σε μια σειρά highlights, μαζί βέβαια με το "The Sails Of Charon" και το "Fly To The Rainbow". 

Θα τον ήθελα, νομίζω, να έχει έρθει με κάποιον ικανότερο τραγουδιστή στην Αθήνα γι' αυτό το σπέσιαλ Scorpions σόου, πάντως υπήρξε ηλίου φαεινότερο ότι ο Roth δεν μας επισκέφθηκε για να κολλήσει ένσημα ή για να βγάλει κανά ευρουλάκι από τη δεδομένη αγάπη του εγχώριου κοινού στο γερμανικό γκρουπ. Ήρθε για να ροκάρει και για να μας δείξει τη μπάλα την οποία ξέρει να παίζει, αποδεικνύοντας ότι παραμένει ένας μεγάλος μουσικός, ικανός να πάρει πάνω του μια βραδιά με ευδιάκριτα πλην και να τη φέρει εντελώς τούμπα.  



06 Ιουλίου 2022

Scorpions - συνεντεύξεις (2011 + 2015)


Αγαπώ ιδιαίτερα το hard rock. Κι έτσι, αν και οι μεγάλες αδυναμίες είναι οι Led Zeppelin και οι Rainbow, δεν γινόταν να μην πέσω πάνω στους Scorpions. Στην πορεία, μάλιστα, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν εύκολο να ξεκόψει κανείς από αυτούς τους Γερμανούς.

Είχαν ωραίους δίσκους και με τον Uli Jon Roth ως κιθαρίστα, είχαν και όταν άλλαξαν ήχο και όρμησαν να κατακτήσουν τις αμερικάνικες αρένες της δεκαετίας του 1980, με τον Matthias Jabs και τον Herman "Ze German" Rarebell. Κι εκεί που φάνηκε ότι θα χάνονταν ολότελα, σαρωμένοι από τις εναλλακτικές εξελίξεις των 1990s, ξανάζησαν. Και από τα μέσα των '00s ως και το φετινό, απρόσμενα γερό, άλμπουμ Rock Believer, έχουν πάντα κάτι να δώσουν –άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο.

Η μοίρα το έφερε να γράψω κι ένα βιβλίο για τους Scorpions, το οποίο έμεινε όμως αδημοσίευτο (για διάφορους και διαφορετικούς λόγους), καταντώντας βραχνάς. Τώρα, καθώς ετοιμάζομαι να πάω να τους δω για μία ακόμα φορά live, θυμήθηκα τις τηλεφωνικές κουβέντες που κάναμε την τελευταία δεκαετία με τον Klaus Meine: μία τον Νοέμβριο του 2011 και μία τον Φεβρουάριο του 2015. Στις οποίες συζητήσαμε για πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές του παρελθόντος τους, θίγοντας μεταξύ άλλων και ορισμένες όχι και τόσο γνωστές ιστορίες.

Με την αφορμή λοιπόν αυτού του νέου τους ερχομού στην Αθήνα (απόψε στο Ολυμπιακό Στάδιο), τις παραθέτω εδώ, ως 2 σε 1 πακέτο. Στην αρχική τους μορφή δημοσιεύτηκαν στο Avopolis, τώρα αναδημοσιεύονται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Klaus 1 - Νοέμβριος 2011

Καλησπέρα Klaus! Πώς και σε βρίσκω στη Γερμανία; Περνάτε κάποιες μέρες στην πατρίδα;

Καλησπέρα! Ναι, ήρθαμε να προετοιμαστούμε για τις επόμενες υποχρεώσεις της παγκόσμιας περιοδείας, που μας ξαναβρίσκουν εδώ στην Ευρώπη. Αλλά όσες μέρες ξεκούρασης είχαμε, τελειώσανε. Φεύγουμε για Γενεύη, έπειτα πάμε στο Λονδίνο να παραλάβουμε ένα τιμητικό βραβείο από το περιοδικό Classic Rock και μετά μας περιμένει η Λισσαβόνα και η Γαλλία.

Και μέσα σε όλα αυτά, βρήκατε χρόνο και για μια δισκογραφική επιστροφή. Όχι όμως comeback, αλλά ...Comeblack! Υπάρχει μια αυτο-παρωδία εδώ, έτσι δεν είναι;

Ακριβώς! Ξέρεις, όταν τελικά αποφασίσαμε να γίνει αυτό το άλμπουμ, άρχισε ένα ασταμάτητο παιχνίδι με τις λέξεις για να βρούμε τον κατάλληλο τίτλο. Για αρκετό καιρό λέγαμε να το πούμε Diamonds And Pearls, καθώς σκεφτόμασταν με όρους βινυλίου: πώς στις παλιές μέρες θα έβαζες τις επανηχογραφήσεις στη μία πλευρά και τις διασκευές στην άλλη; Κάπως έτσι. Μέχρι που θυμηθήκαμε ότι έτσι λεγόταν ένα άλμπουμ του Prince στα 1990s, οπότε έπρεπε να βρούμε κάτι άλλο. Τότε μου ήρθε το Comeblack, ακριβώς σαν μια ειρωνική άποψη πάνω στο comeback. Και άρεσε τόσο στους υπόλοιπους της μπάντας, όσο και σε άτομα εκτός. Όλοι το έβρισκαν κουλ!

Πάντως πολλοί είχαμε μείνει με την εντύπωση πως δεν θα κάνατε άλλον δίσκο...

Θέλω να είμαι ειλικρινής, η κινητήριος δύναμη πίσω από το Comeblack είναι η δισκογραφική μας εταιρεία. Εμείς είχαμε αποφασίσει ότι το Sting In The Tail (2010) θα ήταν το τελευταίο μας άλμπουμ, αλλά η Sony πίστευε ότι, όσο βρισκόμασταν στον δρόμο και περιοδεύαμε, δεν υπήρχε λόγος να μη γίνει κάποιος ακόμα δίσκος. Δεν μας πίεσαν βέβαια ποτέ και για τίποτα. Αλλά ξέρεις, όταν η εταιρεία στην οποία ανήκεις για τόσα χρόνια –και σε έχει τόσο στηρίξει– πιστεύει ακόμα τόσο πολύ στη δισκογραφική σου δυναμική, το βλέπεις ως κομπλιμέντο.

Ας πιάσουμε το ένα σκέλος του άλμπουμ: δεν είναι λίγο επικίνδυνο να ξαναηχογραφήσετε μερικά από τα πιο επιτυχημένα σας τραγούδια; Δεν προκύπτει αυτόματα μια σύγκριση του χθες με το σήμερα;

Με αυτές τις ηχογραφήσεις δεν θέλουμε να υποκαταστήσουμε τίποτα από το παρελθόν. Αγαπάμε αυτά τα τραγούδια όπως τα ηχογραφήσαμε τότε και αισθανόμαστε ότι είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα με το χρονικό σημείο στο οποίο γράφτηκαν, ώστε τίποτα δεν μπορεί να τα υποκαταστήσει. 

Θέλαμε απλά να κάνουμε ένα δώρο στη νεότερη γενιά των οπαδών μας, όσα παιδιά είναι σήμερα 15 ή 16 χρονών και μας ανακαλύπτουν και μας τιμούν με την παρουσία τους στις συναυλίες –είναι ίσως το πιο συγκινητικό πράγμα για εμάς αυτό. Σκεφτήκαμε λοιπόν ότι θα καλοδέχονταν τις παλιές επιτυχίες μας με έναν ήχο πιο κοντά στη δική τους γενιά και στις τεχνολογικές δυνατότητες του 21ου αιώνα.

Και ως προς το άλλο σκέλος, πώς επιλέξατε τις διασκευές; Είναι φόρος τιμής στις βρετανικές μπάντες που σας ενέπνευσαν;

Είναι ακριβώς αυτό και χαίρομαι που γίνεται τόσο αντιληπτό. Λείπουν βέβαια οι Who, όμως μιας και πριν χρόνια είχαμε διασκευάσει το "Can’t Explain" (1989) είπαμε να τους αφήσουμε εκτός λίστας. Για εμάς αυτές οι μπάντες –οι Beatles, οι Kinks, οι Rolling Stones και οι Small Faces– αποτελούν αληθινούς θρύλους. Μας ενέπνευσαν, μας έδωσαν δύναμη να δοκιμάσουμε να πραγματοποιήσουμε τα δικά μας όνειρα. 

Tο "Ruby Tuesday", βέβαια, τρόμαξαν να με πείσουν οι υπόλοιποι να το κάνουμε... Γιατί είχα ετοιμάσει ένα demo με το "Across The Universe" και λέει τότε ο Matthias «αν κάνουμε ένα τραγούδι Beatles, οφείλουμε να κάνουμε κι ένα των Stones». Και πώς θα τραγουδούσα εγώ κάτι που έχει πει ο Mick Jagger;! Δεν ήθελα καν να το φανταστώ. Αλλά όλα πήγαν μια χαρά, τελικά.

Σε θυμάμαι να λες σε μια συνέντευξη το 2005 ότι «δεν προσπαθήσαμε ποτέ να είμαστε μια γερμανική μπάντα. Φυσικά και είμαστε Γερμανοί, αλλά όχι στη μουσική μας». Πώς λοιπόν βρεθήκατε το 1975 με το single Fuchs Geh’ Voran, κάτω από το ψευδώνυμο Hunters;

Τότε θα δουλεύαμε για πρώτη φορά με τον Dieter Derks ως παραγωγό. Και η εταιρεία παραγωγής του ήθελε να μας τεστάρει. Μας ζήτησαν λοιπόν να κάνουμε κάτι στα γερμανικά κι εμείς κάναμε αυτές τις διασκευές, βάζοντας γερμανικούς στίχους. Δεν προοριζόταν να κυκλοφορήσει. Οπότε, όταν τελικά είπαν να γίνει ένα single, ήταν σαφές ότι δεν θα έβγαινε με το όνομά μας. Κάτι τέτοιο μας απάλλαξε από κάθε άγχος, όπως καταλαβαίνεις.

Αλήθεια, πώς και στο Comeblack απουσιάζει κάθε αναφορά σε εκείνα σας τα χρόνια, της δεκαετίας του 1970; Έχετε κάμποσα ωραία τραγούδια και σε εκείνους τους δίσκους...

Μα, αυτό θα είναι το επόμενο πρότζεκτ! (γελάει) Αστειεύομαι, αν και ποτέ δεν ξέρεις, τώρα που πήραμε φόρα. Το ξέρω ότι ειδικά εσείς οι Έλληνες αγαπάτε πολύ εκείνα τα τραγούδια. Κι εμείς τα αγαπάμε. Αλλά αν πιάναμε και κάτι τόσο παλιό, δεν θα μιλάγαμε πια απλά για αλλαγές στον ήχο, θα έμπαιναν στη μέση και ζητήματα περφόρμανς. Δεν ξέρω, δεν αποκλείω ότι ίσως δοκιμάσουμε να ξαναηχογραφήσουμε και κάποια τραγούδια από τα 1970s...

Με τον Dieter, αλήθεια, ήρθατε τελικά σε κάποια διαφωνία όταν φτιάχνατε το Crazy World; Τι έγινε και σταμάτησε η συνεργασία σας;

Δεν αφορούσε στο Crazy Word, αυτό είχε αποφασιστεί να γίνει με τον Keith Olsen ως παραγωγό. Ξέρεις, όταν υπογράψαμε τα πρώτα μας συμβόλαια, για μας ήταν ο κόσμος όλος. Ήταν μεγάλο πράγμα τότε να αποκτήσεις συμβόλαιο, να υπάρχει μια εταιρεία που θα βγάζει τους δίσκους σου. Κι έτσι ποτέ δεν κοιτάζαμε λογιστικά, λεπτομέρειες και τέτοια πράγματα –και τελικά το πληρώσαμε, ειδικά όσον αφορά στις συμφωνίες σχετικά με το publishing των τραγουδιών μας, οι οποίες επί χρόνια υπήρξαν πολύ κακές. 

Δεν λέω ότι δεν μάθαμε πολλά και πολύτιμα πράγματα δουλεύοντας με τον Dieter. Από την άλλη, όμως, κι εκείνος έγινε διάσημος χάρη σε μας: ήμασταν μακράν ό,τι πιο επιτυχημένο είχε στο ενεργητικό του. Έφτασε λοιπόν μια στιγμή στον χρόνο όταν πια δεν μπορούσαμε άλλο. Είχαμε την ανάγκη να σπάσουμε τη φόρμουλα με την οποία δουλεύαμε επί τόσα χρόνια. Να δουλέψουμε σε άλλα στούντιο, να ακούσουμε κι άλλους ανθρώπους, να τους αφήσουμε να μας εμπνεύσουν, να δοκιμάσουμε μια διαφορετική προσέγγιση... Αυτό χάλασε τη σχέση μας με τον Dieter. Αργότερα  ξαναβρεθήκαμε, πάντως, και ξαναδουλέψαμε μαζί. Και η πόρτα μας παρέμεινε ανοιχτή ως και το Sting In The Tail.

Ξανακούγοντας το "Wind Of Change", τι ήταν αυτό που έδεσε εσάς συγκεκριμένα με εκείνα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα; Ήσασταν πιο έτοιμοι από άλλους rock καλλιτέχνες της γενιάς σας να υποδεχτείτε έναν κόσμο που άλλαζε;

Όχι, δεν το πιστεύω αυτό. Θα σου εξηγήσω τι νομίζω ότι συνέβη. Ως Γερμανοί, ζήσαμε σε μια διαιρεμένη χώρα, με ένα βαθύ τραύμα: η διάσταση Δύσης και Ανατολής και ο Ψυχρός Πόλεμος δεν ήταν ένα θεωρητικό σχήμα για το οποίο διαβάζαμε στις εφημερίδες, μα μια πραγματικότητα –την προσωποποιούσε για όλους μας το Τοίχος του Βερολίνου. Όταν πήγαμε λοιπόν στη Ρωσία για πρώτη φορά, αισθανόμασταν πως όλα όσα βλέπαμε στις ταινίες Τζέιμς Μποντ μπορεί και να ίσχυαν, καθώς είχαμε την KGB να μας ακολουθεί παντού –καταλάβαμε ότι ο κόσμος θα άλλαζε αργότερα, αφού γνωρίσαμε τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. 

Αυτό που άλλαξε τα πάντα για μας, ήταν η υποδοχή του κόσμου. Ζήσαμε στη Ρωσία τη δική μας εκδοχή της Beatlemania, μας λάτρευαν. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, αλλά εμείς δεν ήμασταν Άγγλοι ή Αμερικάνοι: είχαμε πολεμήσει ενάντια στους Ρώσους, είχαμε συγγενείς που είχαν σκοτωθεί στο Στάλινγκραντ. Θεωρητικά, λοιπόν, ένα τραγούδι σαν το "Wind Of Change" θα μπορούσαν κάλλιστα να το είχαν γράψει οι Bon Jovi ή ο Ozzy Osbourne, με τους οποίους παίξαμε μαζί στη Μόσχα το 1989. Όμως εκείνοι, ως Αμερικάνοι, δεν βίωσαν αυτό το βαθύ συναισθηματικό πράγμα που συνεπήρε εμάς. Για μας, εκείνη η λατρεία αποτέλεσε μια δήλωση ελπίδας. Κι έγραψα το "Wind Of Change" ακριβώς ως ένα τραγούδι ελπίδας. 

Αφήνοντας στην άκρη το "Wind Of Change", γιατί το τραγούδι-υπογραφή σας είναι τελικά το "Rock You Like A Hurricane" και όχι το "No One Like You";

(γελάει) Το έχω σκεφτεί το γιατί... Το "No One Like You" είναι ας πούμε πιο ποπ. Όχι ρυθμικά ή συνθετικά, δεν εννοώ αυτό: είναι ένα τραγούδι αγάπης, η «ψυχή» του είναι ερωτική. Ενώ το "Rock You Like A Hurricane" έχει να κάνει με το σεξ. Έχει λοιπόν μια διαφορετική δυναμική στην κορύφωσή του, ένα πιο άγριο και ενστικτώδες πράγμα.

Θα σας ξαναδούμε στην Ελλάδα, πριν το οριστικό σας αντίο;

Θέλω να πιστεύω πως ναι... Έχουμε μια πολύ στενή σχέση με σας τους Έλληνες. Παρ' όλο που δεν υπάρχουν αποφασισμένα σχέδια και ημερομηνίες, ίσως μας ξαναδείτε κάποια στιγμή μέσα στο 2012. Άλλωστε η περιοδεία μας έχει πολύ δρόμο ακόμα κι εμείς δεν έχουμε πάψει να το διασκεδάζουμε. Θα χαρούμε ιδιαίτερα λοιπόν αν μπορέσουμε να έρθουμε και πάλι στην Ελλάδα. 


Klaus 2 - Φεβρουάριος 2015

Γεια σου Klaus, χαιρετισμούς από την ηλιόλουστη Αθήνα! Πού σε βρίσκω;

Γεια σου Χάρη! Με βρίσκεις στο συννεφιασμένο Ανόβερο, μάλιστα έχω κρυώσει λίγο τελευταία. Είμαι στο στούντιό μας εδώ και αρκετή ώρα, είναι μέρα συνεντεύξεων σήμερα.

Τις ευχαριστιέσαι ακόμα τις συνεντεύξεις;

Ίσως μερικές φορές να γίνεται κουραστικό, όμως σε αυτήν την περίσταση σίγουρα τις ευχαριστιέμαι. Είναι η πρώτη φορά αφότου ολοκληρώθηκε ο κύκλος ηχογράφησης του πρόσφατου δίσκου μας Return To Forever που συζητάω για αυτό το υλικό εκτός μπάντας και λαμβάνω ένα πρώτο feedback, γενικότερο.  

Γιατί όμως Return To Forever; Πώς μπορεί αλήθεια να επιστρέψει κάποιος στο παντοτινό; 

Τον τίτλο αυτόν τον διαλέξαμε γιατί θέλαμε να υπάρχει μια έννοια «ανοιχτού τέλους», σε αντιδιαστολή με το οριστικό τέλος που βάλαμε πριν μερικά χρόνια στις μεγάλες παγκόσμιες περιοδείες. Αισθανόμαστε ακόμα φρέσκιοι, μας αρέσει ακόμα να μαζευόμαστε και να γράφουμε τραγούδια, υπάρχει ενέργεια μέσα μας –rock ενέργεια! 

Είναι κάτι μεγάλο, αν αναλογιστείς ότι έχουν κυλήσει 50 χρόνια από το ξεκίνημα της μπάντας. Και συνέχεια εμφανίζονται νέες προκλήσεις. Ας πούμε μας έγινε πρόταση να πάμε να παίξουμε στην Κίνα, μια χώρα στην οποία ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχαμε καταφέρει να δώσουμε συναυλίες. Νιώθουμε σαν τότε που ήμασταν πιτσιρίκια και πήγαμε στην Ιαπωνία, στις μέρες του Tokyo Tapes! Υπάρχει πάθος, δηλαδή.

Ε, μα το λέει και το τραγούδι σας: When Passion Rules The Game...

(γελάει) Ακριβώς, ακριβώς!

Πώς διάολο πέρασε μισός αιώνας, Klaus; Δεν είναι δύσκολο να το πιστέψεις;

Αν είναι λέει; Ξέρεις πόσα πράγματα μοιάζουν με χθες, αλλά βρίσκονται πια 20 και 30 χρόνια πίσω; Ταυτόχρονα, όμως, είναι και μια μεγάλη επέτειος –κάτι άξιο για εορτασμούς. Γι' αυτό θέλαμε να υπάρχει νέο άλμπουμ, μα και γενικότερη κίνηση: ξεκινήσαμε κάποιες ευρωπαϊκές εμφανίσεις ήδη από τον Μάρτιο, ενώ προβλήθηκε στο Βερολίνο και το φιλμάκι Forever And A Day που γυρίστηκε πρόσφατα για τους Scorpions.

Ποιο είναι το ποσοστό ξαναδουλεμένου παλιού υλικού και νέων τραγουδιών στο Return To Forever; Και από ποια περίοδο των Scorpions προέρχεται το πρώτο;

Θα έλεγα ότι είναι περίπου 50-50... Ένας βασικός κoρμός του παλιού υλικού προέρχεται από τις μέρες μεταξύ Blackout και Love At First Sting, μιλάμε δηλαδή για το πρώτο μισό των 1980s. Το "Rock 'n' Roll Band", ας πούμε, ή το "Catch Your Luck And Play", είναι από τότε. Αλλά υπάρχουν τραγούδια από όλο το φάσμα της καριέρας μας: το "Gypsy Life", για παράδειγμα, γράφτηκε στην πρώτη του μορφή το 2001, κάπου εκεί γύρω είναι και το "House Of Cards", ενώ το "Eye Of The Storm" προέρχεται από το 1991. 

Αφού υπήρχαν τραγούδια στο «συρτάρι» σας, πώς και δεν τα είδαμε να γίνονται b-sides στα singles σας; 

Γιατί τα τραγούδια αυτά είχαν μεν γραφτεί σε κάποια μορφή, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν. Ξέραμε ότι μερικά από όσα έμειναν εκτός διέθεταν καλές ιδέες κι έπρεπε να δουλευτούν, πάντα όμως τελειοποιούσαμε εκείνα που θα έμπαιναν στην οριστική μορφή κάθε δίσκου. Κι έπειτα φεύγαμε για τεράστιες περιοδείες. Οπότε το υλικό ναι μεν υπήρχε, μα χρειαζόταν δουλειά. Στίχους π.χ. ή νέους στίχους σε ορισμένες περιπτώσεις, ρεφρέν σε μερικές άλλες κ.ο.κ.


Ξέρεις αλήθεια ότι ο Uli Jon Roth έβγαλε δίσκο τον Μάρτιο, όπου ξαναπαίζει τραγούδια των Scorpions, από τα χρόνια που ήταν μαζί σας; 

Το γνωρίζω και χαίρομαι, τον άκουσα μάλιστα τον δίσκο του. Ο Uli υπήρξε πολύ σημαντικό κομμάτι των Scorpions και το βρίσκω ωραίο που είχε τη διάθεση να ξανακαταπιαστεί με την ιστορία του και να επισκεφθεί ξανά αυτό το 1970s υλικό. Υπάρχουν ορισμένα θαυμάσια τραγούδια εκεί, πολλά με τη δική του συνθετική υπογραφή.

Έχετε σκεφτεί να κάνετε εμφανίσεις παρέα με τον Roth, επικεντρωμένες στο 1970s υλικό σας; Πιστεύω θα άρεσε πολύ στους fans κάτι τέτοιο...

Έχεις δίκιο, θα τους άρεσε. Δεν είναι όμως τόσο εύκολο στην πράξη, ξέρεις. Ενώ δηλαδή χαιρόμαστε κάθε φορά που μπορούμε να έχουμε ως καλεσμένους στη σκηνή τον Uli ή τον αδερφό του Rudolf, τον Michael Schenker, είναι δύσκολο έτσι όπως είναι συνήθως τα συναυλιακά μας προγράμματα να στήσουμε κάτι τέτοιο. Γιατί βγαίνουμε σε περιοδεία όταν υπάρχει νέος δίσκος, οπότε υπάρχει πάντα μια συνθήκη η οποία έχει να κάνει με το παρόν.

Το πρώτο single από το νέο σας άλμπουμ, το "We Built This House", είναι ουσιαστικά μια αναφορά σε όλη τη διαδρομή των 50 χρόνων σας. Ποια ήταν η πιο δυνατή καταιγίδα που χρειάστηκε ν' αντιμετωπίσει αυτό το «σπίτι»;

Ήταν σίγουρα η grunge επανάσταση στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ξέσπασε σαν πραγματική θύελλα και παρέσυρε κι εμάς κι όλο το hard rock των 1980s. Μας κλόνισε πολύ, χάσαμε το DNA μας τότε, φτάσαμε στα τέλη εκείνης της δεκαετίας και ψαχνόμασταν: ποιοι ήμασταν εμείς, πώς λειτουργούσε η μουσική βιομηχανία, πού είχε πάει το κοινό μας; 

Περάσαμε πολύ δύσκολα και χρειάστηκε να ξαναχτίσουμε το «σπίτι» μας από την αρχή. Αναπτερωθήκαμε με τη συνεργασία μας με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου κι ύστερα με το Acoustica, αλλά έπρεπε να έρθει το Unbreakable το 2004 για να σιγουρευτούμε ότι τα είχαμε καταφέρει, ότι είχαμε επιζήσει.

Αλήθεια, εσένα σου άρεσε το grunge;

Φυσικά! Και πάρα πολύ μάλιστα! Τι ενέργεια, τι απίστευτη ενέργεια είχαν οι Nirvana, οι Soundgarden, οι Alice In Chains... Υπάρχει μια παρεξήγηση εδώ: επειδή τέτοιες μπάντες μας παραγκώνισαν, δεν σημαίνει ότι ήμασταν εχθροί και δεν άκουγε ο ένας τη μουσική του άλλου. Προσωπικά βρίσκω πως η  έλευση του alternative rock, την οποία πυροδότησε η επιτυχία των Nirvana, έκανε πολύ καλό στο rock: του πρόσφερε ξανά χαρακτήρα, γιατί τον είχε χάσει σε μαζικό επίπεδο. Αλλά και πολλά ωραία τραγούδια, που ανανέωσαν τον σκληρό ήχο, άσχετα τώρα αν τον πεις hard rock ή metal. 

Μιας και μιλάμε για το παρελθόν, να σε πάω ακόμα πιο πίσω. Εσύ δεν ήσουν στους Scorpions από το 1965, ήρθες το 1969 –όταν διαλύθηκαν οι Copernicus. Θυμάσαι ποιον αντικατέστησες στο μικρόφωνο; 

Νομίζω ότι αντικατέστησα τον... Rudolf Schenker! Θυμάμαι βέβαια ότι οι Scorpions είχαν έναν άλλον τραγουδιστή όταν ξεκίνησαν, όμως δεν είχε τύχει ποτέ να τους δω εκείνα τα χρόνια στο Ανόβερο και δεν ξέρω ποιος ήταν. Όταν πήγαμε με τον Michael Schenker από τους Copernicus, δεν υπήρχε πια τραγουδιστής, ο Rudolf εκτελούσε αναγκαστικά τα χρέη.

Κι έπειτα κερδίσατε έναν διαγωνισμό νέων συγκροτημάτων και βρεθήκατε στο Osnabrück για ηχογραφήσεις. Υπάρχει μια τρελή ιστορία για σένα και για έναν σκουπιδοτενεκέ...

Α, είναι αλήθεια! Φαντάσου με τι ενθουσιασμό πήγαμε, νομίζαμε ότι θα είχαμε την ευκαιρία να δουλέψουμε επιτέλους σε κανονικό στούντιο και να ηχογραφήσουμε το υλικό που γράφαμε. Και, μπαίνοντας εκεί, πάθαμε ψυχρολουσία: βρήκαμε ένα οικιακό στούντιο, με εξοπλισμό χειρότερο και από τον δικό μας –και καταλαβαίνεις τώρα τι εξοπλισμό είχαμε εμείς τότε... 

Όταν λοιπόν πήρα θέση να τραγουδήσω το "I'm Goin' Mad", που έχει κι αυτές τις κραυγές και τις ψηλές νότες, η κονσόλα πήγε να ανατιναχτεί, όλα πήγαν στα κόκκινα. Ο υπεύθυνος μου έδωσε τότε έναν σκουπιδοτενεκέ, λέγοντάς μου να ...τραγουδήσω μέσα εκεί! Εκείνη τη στιγμή καταλάβαμε ότι χρειαζόταν να βρούμε ένα κανονικό στούντιο. 

Ευτυχώς στη συνέχεια γνωρίσαμε τον Conny Plank και μας έδωσε αυτήν την ευκαιρία, βάζοντάς μας και στη δισκογραφία. Του χρωστάμε πολλά, γιατί πίστεψε σε αυτούς τους νεαρούς που είδε μπροστά του και μας έδωσε όλη την ώθηση που χρειαζόταν τότε η καριέρα μας.

Κοιτάω εδώ το πρόγραμμα των περιοδειών σας για το 2015 και Ελλάδα δεν βλέπω! Τι συμβαίνει; 

Δεν βάλαμε την Ελλάδα ως πρώτη προτεραιότητα, γιατί για μας είναι ακόμα πολύ φρέσκια η όλη εμπειρία από τον Λυκαβηττό, το 2013. Δεν ήταν μόνο οι 3 συναυλίες τότε, μα και το άλμπουμ MTV Unplugged - Live In Athens που εκδόθηκε στη συνέχεια, μαζί με το DVD. 

Έμεινε λοιπόν πολύ έντονα στη μνήμη μας όλο αυτό, ως το μεγάλο highlight των τελευταίων μας χρόνων, μαζί με το Sting In The Tail. Και θέλαμε έτσι να δώσουμε την ευκαιρία και στους fans στην υπόλοιπη Ευρώπη να μας δουν ξανά στη σκηνή. Εννοείται βέβαια ότι θα παίξουμε και πάλι στην Ελλάδα. Απλά είναι έτσι οι προγραμματισμοί μας, που θα έρθουμε το 2016. 

Τελευταία υπάρχει μεγάλη ένταση στις ελληνο-γερμανικές σχέσεις, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Αλλά δεν φαίνεται να επηρεάζει τις δικές σας σχέσεις με το εγχώριο κοινό...

Και υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος γι' αυτό: εμείς δεν κάναμε ποτέ πολιτική, τη σχέση μας με τους fans την έχτισε η μουσική –τα τραγούδια και οι συναυλίες μας. Την Ελλάδα την έχουμε πολύ βαθιά στην καρδιά μας, γιατί είναι πια τρεις γενιές ακροατών που στηρίζουν τους Scorpions. Έχουμε εισπράξει μεγάλη αγάπη από τους Έλληνες και πιστεύουμε την έχουμε ανταποδώσει κι εμείς. 

Αυτή η βάση, λοιπόν, είναι πιο ισχυρή από οτιδήποτε κι αν βλέπουμε στις τηλεοράσεις μας ή ακούμε να λέγεται. Γιατί δημιουργεί μια βαθύτερη σύνδεση, ουσιαστική· έναν νέο κόσμο, που δεν έχει πια να κάνει με τον πραγματικό κόσμο. Άλλωστε αν τον δεις αυτόν τον πραγματικό κόσμο, δεν είναι μόνο η Ελλάδα που έχει βρεθεί σε δίνη προβλημάτων: παραμένει ένας Τρελός Κόσμος (Crazy World) κι ας πέρασαν τόσα χρόνια από το 1991... 

Απέναντι λοιπόν σε κάτι τέτοιο, εμείς αντιπροτείνουμε την αξία της μουσικής. Η οποία δημιουργεί δεσμούς, σε βοηθάει να σταθείς στα δύσκολα και –ίσως– να φέρνει μαζί της και μια ελπίδα για καλύτερες μέρες.



04 Ιουλίου 2022

Scorpions - ανταπόκριση (2016)


Ο νέος ερχομός των Scorpions με τον Alice Cooper σε ρόλο «special guest» (Τετάρτη 6/7, Ολυμπιακό Στάδιο) με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι πέρασαν 6 καλοκαίρια από τον Ιούλιο του 2016, όταν τους παρακολούθησα για τελευταία φορά –καθώς δεν πήγα στο Καλλιμάρμαρο να τους δω με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (2018): έχω μάθει να φοβάμαι όπως ο διάολος το λιβάνι τις hard rock συμπράξεις με ορχήστρες, άλλωστε και οι αγαπημένοι Γερμανοί δεν διαθέτουν καλή προϋπηρεσία στον συγκεκριμένο τομέα.

Παρά ταύτα, ούτε τώρα θα πάω να τους δω –κι ας έβγαλαν έναν ωραίο δίσκο φέτος, ονόματι Rock Believer: οι αντοχές με έχουν εγκαταλείψει και για λίγο χρειάζεται ένα διάλειμμα από συναυλίες, γιατί υπάρχει και συνέχεια. Τουλάχιστον το 2016 που τους είδα στην Πλατεία Νερού έπαιζαν ήδη με τον Mikkey Dee της Motörhead εποποιίας, ο οποίος πλέον είναι κανονικός ντράμερ, έχοντας αντικαταστήσει και επισήμως τον James Kottak. Οπότε έχω πάρει μια «γεύση» της φόρας που τους έδωσε.

Οι τότε εντυπώσεις μου δημοσιεύτηκαν με τη μορφή συναυλιακής ανταπόκρισης στο Avopolis και αναδημοσιεύονται τώρα και εδώ ένεκα του νέου ερχομού των Σκορπιών –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στην Πλατεία Νερού και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη.


Φτάνοντας λίγο πριν τις 7 στην Πλατεία Νερού, έμεινα παγωτό: νόμισα ότι είδα ανάμεσα στους συγκεντρωμένους τον Δημήτρη Κανελλόπουλο, γνώριμο (φαντάζομαι) σε όσους παρακολουθείτε το e-tetRadio και την Εφημερίδα των Συντακτών ή παλιότερα την Ελευθεροτυπία. Έναν από τους γνωστότερους εχθρούς των Scorpions και της σχέσης τους με το ελληνικό κοινό, δηλαδή. Ήταν βέβαια απλά ο ας-τον-πούμε hard rock σωσίας του, οπότε όλα κομπλέ· η συμπαντική τάξη παραμένει (περίπου) ως την ξέρουμε. 

Ο Γιώργος Γάκης, πάλι –ο οποίος άνοιξε τη συναυλία παρέα με τους Troublemakers του– είναι ο τύπος με το αγέρωχο μακρύ μαλλί του κομμωτηρίου, το 1980s πέτσινο παντελόνι και το «σκληρό» γυαλί ηλίου, που λέει το ροκ εν ρολ «ροκ εντ ρολ», δεν κατανοεί ότι δεν γίνεται το support set του να διαρκεί περισσότερο από εκείνο των Firewind και παίζει τον David Coverdale της Ελλάδας. 


Είναι εύκολο λοιπόν να τον περάσεις για γραφικό και δεν βοήθησε την κατάσταση με τα συνεχή «εσείς» που έδινε στο κοινό ή με τη γενικότερη ανάγκη του να βλέπει χέρια ψηλά και συμμετοχή. Παρά ταύτα, το ζει εκεί πάνω στη σκηνή: έχει ενέργεια, διαθέτει παλμό, παραδίπλα του βρισκόταν ένας πολύ καλός νέος κιθαρίστας, ενώ δεν γίνεται να παραβλέψεις το γεγονός ότι μπόρεσε να πει το "Kashmir" των Led Zeppelin δίχως να εκτεθεί. Ο κόσμος τον στήριξε και τον χειροκρότησε θερμά και, να σας πω την αλήθεια τώρα, το άξιζε. Τα ράσα δεν κάνουν (πάντα) τον παπά.

Λίγο πριν ξεκινήσουν οι Firewind, η Πλατεία Νερού είχε ήδη όσο κόσμο είχαν και οι «μεγάλες» ημέρες του Release Athens. Όσο δε πέρναγε η ώρα έρχονταν ολοένα και περισσότεροι, κατά κύματα: ώσπου να δύσει ο ήλιος, συγκεντρώθηκε ένα εντυπωσιακό πλήθος –ανάμεσά τους, πάμπολλα νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, έτσι για να καταρρίπτεται η μυθολογία ότι σε τέτοια live πάνε μόνο αμετανόητοι καραφλομαλλιάδες. Οι περισσότεροι περίμεναν βέβαια με αγωνία τους Scorpions κι έτσι τραβήχτηκαν αρχικά προς τα πίσω, όμως οι Firewind δεν άφησαν περιθώρια να τους αγνοήσεις. 


Μπήκαν με "Into The Fire" έχοντας τη φόρα καταιγίδας, ενθουσίασαν όσους δεν είχαν ξαναδεί από κοντά τι αποδόσεις και επιδόσεις μπορεί να πιάσει στην ηλεκτρική ο Θεσσαλονικιός Κώστας Καραμητρούδης (Gus G.) –ένας από τους κορυφαίους κιθαρίστες που έβγαλε η χώρα μας– και σύστησαν επιτυχώς τον νέο τους frontman, τον Γερμανό Henning Basse. Ο οποίος τραγούδησε με όγκο και στιβαρότητα, χωρίς να καταπλακώνεται από το ποδοβολητό γύρω του, «αναγκάζοντας» τον κόσμο να του στήσει μια εντυπωσιακή κερκίδα στο "Falling To Pieces". Η δε power metal δραματικότητα με την οποία απέδωσε τον στίχο «what about those who died in vain?» από το "Few Against Many" υπήρξε άριστη, κερδίζοντας κατά κράτος τις μνήμες μας από τον Apollo Papathanasio, που το πρωτοτραγούδησε.

Πέρασε πολλή ώρα από το φινάλε των Firewind μέχρι την έναρξη των Scorpions και νομίζω ότι πολλοί, ιδιαίτερα οι μεγαλύτερης ηλικίας που δεν είχαν εισιτήριο στις sold-out θέσεις για καθήμενους, κουράστηκαν. Όταν πάντως βγήκαν οι Γερμανοί, ο ενθουσιασμός και ο πανζουρλισμός χτύπησαν κόκκινο. Κι εκεί έμειναν, σταθερά, σταθερότατα για τη 1,5 ώρα που κράτησε η «κανονική» συναυλία, μέχρι τη νέα απογείωση του αειθαλούς "Still Loving You" στην έναρξη του encore. 


Οι Scorpions δεν είχαν και λίγους άσσους στο μανίκι, εδώ που τα λέμε. Το πολυδιαφημισμένο οπτικό σόου της περιοδείας, βέβαια, ήταν μάλλον φτηνιάρικο, όμως ο ήχος αποδείχθηκε πολύ πετυχημένος. Τη θέση επίσης του ντράμερ κατείχε ο Mikkey Dee της Motörhead εποποιίας, ο οποίος έφερε κάτι που είχαμε ν' ακούσουμε από τα δοξασμένα χρόνια του Herman "Ze German" Rarebell: ισορροπώντας μαεστρικά μεταξύ αρένας και ατόφιου σκληρού rock 'n' roll, ο Dee έδωσε ρέστα, κάνοντας ακόμα και το drum solo –ναι, οι Scorpions επιμένουν σε αυτήν την πρακτική, αν είναι δυνατόν– να ακουστεί ως κατάθεση και όχι ως στείρα επίδειξη. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι ο Rudolf Schenker και ο Matthias Jabs παραμένουν κιθαρίστες ολκής, ικανοί για εντυπωσιακά «κοκορέτσια»· στο "Coast To Coast", ειδικά, έπεισαν ακόμα και τον πιο επιφυλακτικό. 

Εν τέλει, όμως, το χαρτί που κέρδισε την παρτίδα για τους Γερμανούς ήταν η καπατσοσύνη. Γνωρίζοντας δηλαδή καλά ότι ο πιο αδύναμος κρίκος τους είναι πια ο Klaus Meine –η φωνή του οποίου έχει υποστεί σημαντική φθορά– έστησαν ένα σόου που φρόντιζε να του δίνει συχνές και μελετημένες ανάσες. Πάρε λοιπόν οργανικά, πάρε drum solo, πάρε ένα ενδιάμεσο τμήμα με μπαλάντες, ο Meine το έβγαλε το μιαμισάωρο. Έστω κι αν χρειάστηκε να κάνει κι εκείνος οικονομία δυνάμεων, με αποτέλεσμα να ηχήσει λίαν απογοητευτικός σε εβδομηντάρικες στιγμές σαν τα "Speedy's Coming", "Steamrock Fever" και "Top Of The Bill". Σημασία έχει ότι, στο κορύφωμα της συναυλίας, όταν χρειάστηκε να πει στα καπάκια το "No One Like You" και το "Big City Nights", θύμιζε κάτι από τον παλιό, καλό εαυτό του. Τα έδωσε επίσης όλα στο "Dynamite" και στο "Still Loving You", μην αφήνοντας περιθώρια για (πολλές) γκρίνιες: για 68 χρονών άνθρωπο, τα παραπάνω φτάνουν και περισσεύουν. 


Το απογοητευτικό κομμάτι του live ήταν βέβαια η ανάπαυλα με τις μπαλάντες. Όχι γιατί λίγο ελληνικά, λίγο αγγλικά, λίγο ο κόσμος μας είπαν το "Θα 'Θελα Να Ήσουν (Αγάπη Μου)" της Μαρινέλλας, αλλά γιατί υπήρχε κάτι το αξεπέραστα νερόβραστο στις όλες γλυκές κιθάρες, στο προκάτ δράμα του "Send Me An Angel", στις φωτίτσες από κάτω και στον Klaus Meine να άδει το "Wind Of Change" τυλιγμένος σε μια ελληνική σημαία, με φόντο την πανσέληνο και κάτι άσπρα περιστέρια στο video wall. Το μέγεθος ωστόσο του ενθουσιασμού που έδειξαν χιλιάδες κόσμου για όλα αυτά, υπήρξε εντυπωσιακό: καλώς ή κακώς, φτιάχτηκε μια χημεία μεταξύ σκηνής και ακροατηρίου, την οποία σπάνια βλέπουμε σε συναυλίες.   

Γιατί λοιπόν τόσες χιλιάδες κόσμου τρέχουν στους Scorpions κάθε που έρχονται, αδιαφορώντας για το πόσο τσουχτερό μπορεί να γίνει το εισιτήριο ή για τα (50) χρόνια που βαραίνουν στις πλάτες τους; Το έχω ξαναγράψει με άλλες αφορμές και το ξανατονίζω: γιατί περνάνε καλά. Οι σημερινοί Scorpions προσφέρουν ένα δυναμικό, λαϊκό θέαμα για όλη την οικογένεια, ακίνδυνο και ασφαλές, με το κέλυφος μόνο της hard rock επικινδυνότητας που κρυβόταν σε περιπετειώδη τραγούδια σαν το "Zoo" και το "Blackout". Είναι λοιπόν εύκολο να πας μαζικά σε κάτι τέτοιο, αλλά δεν θα ξαναπάς (πόσο μάλλον να πάρεις και τα παιδιά ή τα εγγόνια σου μαζί), αν δεν έχεις περάσει καλά. 

Όσοι κράζουν, επομένως, πρέπει κάποια στιγμή να τον λάβουν υπόψη αυτόν τον κρίσιμο παράγοντα. Γιατί, τι να κάνουμε ρε παιδιά, δεν κάνουν σε όλους κούκου οι Sigur Rós, δεν τη βρίσκουν όλοι με τους επιγόνους των Kyuss, δεν είναι για όλους «ροκ» οι κιθάρες των Last Shadow Puppets, δεν είναι όλοι διατεθειμένοι να ρισκάρουν να χασμουρηθούν με τα καινούρια της PJ Harvey. Άλλο πράγμα τώρα αν έχουν δίκιο ή άδικο. Ας όψονται λοιπόν οι οδυρμοί για το κοινό που «πάλι πήγε στους Scorpions» και δεν στήριξε αναλόγως τα πιο εναλλακτικά πράγματα ή τα πράγματα που τέλος πάντων προτιμά ο τάδε ή ο δείνα ραδιοφωνικός παραγωγός ή γραφιάς, για να επιστρέψουμε τρόπον τινά και στον Δημήτρη Κανελλόπουλο της έναρξης. Δεν υπήρχε ποτέ αυτό το «αναλόγως», ούτε και βρισκόταν ποτέ το επίμαχο μπαλάκι στην πλευρά συγκροτημάτων που γιορτάζουν μισό αιώνα καριέρας.