Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Suicideboys. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Suicideboys. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

02 Αυγούστου 2023

Suicideboys: I Want To Die In New Orleans [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «I Want To Die In New Orleans» των Suicideboys, που έκαναν κάμποση φασαρία στο αμερικάνικο underground της προηγούμενης δεκαετίας με το SoundCloud rap στυλ τους (όπως το έλεγαν τότε), το οποίο εν τέλει προστέθηκε στον αστερισμό της trap έκφρασης.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο


Το πρώτο επίσημο άλμπουμ των Suicideboys έρχεται να δικαιώσει, αλλά και να διαφημίσει, τα όσα σκαρώνουν εδώ και 4 χρόνια ο Αρίστος Πέτρου (Ruby da Cherry) και ο ξάδερφός του Scott Arcenaux Jr. (Slick Sloth), εκτοξεύοντάς τους από το underground στο top-10 των Η.Π.Α. (#9). Άλλωστε ήταν φανερό πως ο καιρός είχε έρθει πια για κάτι τέτοιο, αν κρίνουμε και από τον ενθουσιασμό που προξένησε τον Φεβρουάριο η πρώτη τους επίσκεψη στην Αθήνα, όπου τους υποδέχτηκε ένα Piraeus 117 Academy κατάμεστο με πωρωμένα νιάτα. Ο φίλος και κουμπάρος Τάσος Μαγιόπουλος πήγε κι έχει καταθέσει και ανταπόκριση από τη βραδιά, η οποία επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.

Βέβαια, για όσους παρακολουθούν τα πράγματα και πέραν της επιφάνειας, στο «I Want To Die In New Orleans» δεν συμβαίνει κάτι δραματικά διαφορετικό απ' ό,τι έχει ήδη καταγραφεί σε (πάνω από) 35 ΕΡ. Περισσότερο ως μια τακτοποιημένη σύνοψη αυτού του στίγματος πρέπει να δούμε το άλμπουμ, έστω κι αν εκφράζεται με καινούριο υλικό. Οφείλουμε επίσης να επισημάνουμε τις εμφανείς καταβολές της όλης αισθητικής στους Three 6 Mafia του «Mystic Stylez» (1995) και των άμεσων διαδόχων του. Είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος, αφενός γιατί θα μας προστατέψει από τις υπερβολές στις οποίες ρέπει ο σημερινός Τύπος, αφετέρου γιατί επιτρέπει να δούμε πιο καθαρά τι ακριβώς φέρνουν στο τραπέζι οι Suicideboys.

Το άλμπουμ βασίζεται λοιπόν σε όσα είναι ήδη γνωστά: τονισμένες μπασογραμμές και ακονισμένα drum breaks πέφτουν πάνω σε ναρκοληπτικές μελωδίες, ενίοτε και σε οργισμένα rap ξεσπάσματα, «ντύνοντας» στίχους για μια  ζωή στη Νέα Ορλεάνη η οποία κινείται στις παρυφές του περιθωρίου, ξορκίζει τη μοναξιά και το σκοτάδι της με ουσίες και καταλήγει να ονειρεύεται την αυτοκτονία ως απόδραση από το αδιέξοδο. Όλα δε αυτά τυλίγονται σε samples από ειδησεογραφικά στιγμιότυπα ή διαφημίσεις, τα οποία δημιουργούν την αίσθηση μιας δυσοίωνα αντιφατικής Αμερικής, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το έκανε και το 1974 ο Tobe Hooper στο ξεκίνημα του «The Texas Chainsaw Massacre», με τη φοιτητοπαρέα που πορευόταν ανέμελα στην ενδοχώρα ακούγοντας τα νέα στο ραδιάκι του βαν. 

Ναι, είναι της μόδας αυτή η θεματολογία κι έχει ήδη θρέψει το SoundCloud rap και το emo hip hop κύμα της επίκαιρης trap τάσης, γενόμενη φαινόμενο. Όμως, σε αντίθεση με το άνισο πηλίκο πολλών mumble rap δίσκων, οι Suicideboys κομίζουν κάτι με περισσότερη βαρύτητα. Εδώ, δηλαδή, το όλο πράγμα γίνεται πιο επείγον, όπως δείχνει π.χ. το "Nicotine Patches" με τον στίχο-κλειδί «All of my heroes are rotting in their fucking graves», αλλά και πιο ενδιαφέρον μουσικά ("Krewe Du Vieux (Comedy & Tragedy)", "10.000 Degrees" με έξυπνο sample από το "Thinkin' Of A Driveby" των Gimisun Family). Διαθέτει επίσης μια χροιά πιο ενήλικη σε σύγκριση με όσα προλάβαμε να ακούσουμε από πολυδιαφημισμένες περιπτώσεις σαν τον Lil Peep και τον XXXTentacion, κάνοντάς σε να στήσεις αυτί στο "Coma" (με sample από το "Much Better Off" του Smokey Robinson), στο "Carrollton" ή στο "Fuck The Industry", όπου ενσωματώνεται υπέροχα και μια επικήδεια τρομπέτα από τις παραδόσεις της Νέας Ορλεάνης.

Κατά μία έννοια, λοιπόν, οι Suicideboys έρχονται με το «I Want To Die In New Orleans» να διεκδικήσουν το μερίδιό τους από όσα σπέρνουν 4 χρόνια τώρα, μα εν τέλει θερίζουν περισσότερο οι ακόλουθοί τους, παρά οι ίδιοι. Έχει άλλωστε τα δίκια του ο Πέτρου σε όσα δήλωσε πρόσφατα, ότι αν διάλεγε ένα έξαλλο χρώμα για τα μαλλιά του, συστηνόταν ως Lil-κάτι και έπαιζε τα ίδια πράγματα σερβίροντάς τα σε ένα mixtape, ο ίδιος Τύπος που ως τώρα τους αγνοεί ή τους υποβαθμίζει, θα έτρεχε να χειροκροτήσει.

Την ίδια στιγμή, πάντως, το «I Want To Die In New Orleans» μάλλον κλείνει κι έναν κύκλο επιδραστικής δημιουργικότητας. Τα αδιέξοδα, δηλαδή, είναι ήδη παρόντα, σε όλα τα "Meet Mr. NICEGUY" και "WAR TIME ALL THE TIME" στα οποία το δίδυμο πέφτει –με αναπάντεχη ευκολία– στην παγίδα της επανάληψης. Παράλληλα, τα πράγματα έχουν εμφανώς αλλάξει: οι άγριες ημέρες στη Νέα Ορλεάνη αποτελούν παρελθόν, αφού η μουσική γέμισε τις τσέπες των Suicideboys και πλέον τους ταξιδεύει ανά τον κόσμο για συναυλίες. Σύντομα, λοιπόν, μπορεί να αποδειχθεί ότι ως εδώ ήταν, ως εδώ μπορούν. 

Πάντως, με βάση το "I No Longer Fear The Razor Guarding My Heel (IV)", δεν θα βιαζόμουν να ξεγράψω το γκρουπ. Στρατηγικά τοποθετημένο στο τέλος του δίσκου, αποτελεί ένα νήμα που ενώνει το παρελθόν (το IV δείχνει πως έχουν υπάρξει άμεσοι προκάτοχοι) με το άγνωστο ακόμα μέλλον. Και είναι ό,τι πιο εντυπωσιακό έχει να επιδείξει το άλμπουμ: η επίμονη ρίμα «You can feel the bullets from my steel son» καρφώνεται στον εγκέφαλό σου, ενώ η ατάκα «In New Orleans, there were many bizarre things I always saw growing up here, especially in the graveyards» (σαμπλαρισμένη από ένα ντοκιμαντέρ) δημιουργεί ένα ιδιότυπο βουντού δέος, φέρνοντας στο προσκήνιο τη Νέα Ορλεάνη της μετα-Katrina περιόδου. Η δε κιθάρα του Πέτρου ακούγεται σαν διαθλασμένο ρεμπέτικο από κάτι που ανέσυρε αταβιστικά από τις ελληνικές καταβολές των παιδικών του χρόνων. 

Είτε ως φινάλε το δεις, είτε ως προάγγελο για τα επόμενα, φαντάζει ιδανικό.